www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ]



Σχετικά έγγραφα
Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ]

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας...

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4411/2016

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη:

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.

Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485

Published on TaxExperts (

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

<< Επιστροφή. Αριθµός 1812/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Ζ' Ποινικό Τµήµα

Προς Το Δ.Σ. και τα μέλη της ΕΔΑΕ. Θέμα: «Έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών για μη χρήση κράνους συνεπεία δερματοπάθειας».

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-71 [ 2 ]

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ]

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996).

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή.

Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Τηλ:

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009

ΑΠ 1506/2005. Περίληψη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση - Εισηγητή και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΓΕΔΔ_ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ_001_ΑδικηματαΠ

24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: AL3mpqVnjW&apof=535_2009

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

Άρθρο 3. Καταργείται. Άρθρο 4. Καταργείται

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ]

ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση Αριθµός απόφασης: 338 - Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αναίρεση κατά βουλεύµατος. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκληµα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, τελείται σε απόπειρα, όταν εκείνος που αποφάσισε να σκοτώσει άλλον, επιχειρεί µε πρόθεση πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του. Ως τέτοια πράξη θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγµάτωση της αντικειµενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσµο µε την ανωτέρω πράξη, ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη το)ν πραγµάτων, µπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τµήµα και συστατικό µέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α του ΚΠ, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται και όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηµατικό χαρακτήρα, απαιτείται αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή, προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν µε πίεση, πειθώ ή φορτικότητα. Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και ενδεχόµενος δόλος, εκτός αν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. - Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή ο τρόπος και τα µέσα, µε τα οποία ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε µε τον τρόπο και τα µέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Εξάλλου το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε βάση τις οποίες το Συµβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρµοσθείσα

ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός των αποδεικτικών µέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συµβούλιο για την παραπεµπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει ότι το Συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία,και όχι µόνον ορισµένα από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠ. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συµβουλίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συµπληρωµατική αναφορά στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα Εισαγγελική πρόταση, εφόσον σ' αυτή εκτίθενται µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση, µε την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συµβουλίου. ΠΚ: 42, 299, ΚΠ : 484, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 321 - Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρ. 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) µηνών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρ. 28 του ιδίου Κώδικα, από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφ' ενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποίαν οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε [4]

παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του, τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδροµή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. - Η επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. ΠΚ: 302, Αδικήµατα - Εγκλήµατα σχετικά µε τα υποµνήµατα Αριθµός απόφασης: 141 - Ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι και µαίες, που εν γνώσει τους εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δηµόσια, δηµοτική ή κοινοτική αρχή ή νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή που µπορούν να ζηµιώσουν έννοµα και ουσιώδη συµφέροντα άλλου προσώπου, τιµωρούνται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και χρηµατική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκληµα, απαιτείται, αντικειµενικώς, η έκδοση από το γιατρό υπό την επαγγελµατική του ιδιότητα µέσα στον κύκλο των έργων του ως γιατρού έγγραφης πιστοποιήσεως και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόµενό της σε οποιοδήποτε σηµείο αυτής ως και όταν πιστοποιεί ότι εξήτασε τον ασθενή ενώ δεν τον έχει εξετάσει, ήτοι δηλαδή και όχι µόνο κατά το µέρος που αφορά την υγεία του τρίτου ή την υγιεινή του κατάσταση (ΑΠ 1708/2007) και προορίζεται να παράσχει πίστη σε δηµόσια, δηµοτική ή κοινοτική αρχή κ.λ.π., υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει, [5]

αφενός µεν τη γνώση µε την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης), σχετικώς µε την αναλήθεια του περιεχόµενου της πιστοποιήσεως, αφετέρου δε τη θέληση εκδόσεως και παραδόσεως στον τρίτο της τοιαύτης ψευδούς πιστοποιήσεως αρκούντος του ενδεχόµενου δόλου, µόνον σε ό,τι αφορά τον προορισµό της έγγραφης πιστοποιήσεως να παράσχει πίστη στις αρχές κ.λ.π. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελεί δε λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη αξιολόγηση και εκτίµηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως της επιβαλλόµενης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Για την ύπαρξη της προαναφερόµενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ, εσφαλµένη εφαρµογή αυτής συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε, ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε, η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 221, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Εγκληµατική οργάνωση Αριθµός απόφασης: 333 - Εγκληµατική οργάνωση. Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης κατά βουλέυµατος. - Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 (Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληµατικών οργανώσεων), - όπως το πρώτο εδάφιο αυτού αντικ. µε το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004 - "Η περάτωση της κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήµατα των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα, [6]

κηρύσσεται από το Συµβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αµέσως µετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συµπλήρωση, την εισάγει µε πρόταση του στο Συµβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αµετάκλητα, ακόµη και για τα συναφή εγκλήµατα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης". Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργηµα του άρθρου 187 του ΠΚ, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως γίνεται πάντοτε και δη αµετάκλητα από το Συµβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το µόνο αρµόδιο προς τούτο, αποφαινόµενο µε βούλευµα του, όχι µόνον όταν αυτό κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για το κακούργηµα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέµποντας αµετακλήτως τον κατηγορούµενο στο αρµόδιο δικαστήριο, σύµφωνα µε το άρθρο 313 ΚΠ, αλλά και όταν συντρέχει περίπτωση να µη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία έγινε η ανάκριση, σύµφωνα µε τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 ΚΠ, είτε διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου σοβαρές για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, είτε διότι το γεγονός που αφορά η κατηγορία δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το άδικο ή τον καταλογισµό, καθώς επίσης και όταν συντρέχει περίπτωση να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, σύµφωνα µε τα άρθρα 309 παρ. 1β και 310 παρ. 1 εδ. 2 ΚΠ. ΠΚ: 187, 187Α, Νόµοι: 2928/2001, άρθ. 7, Νόµοι: 3251/2004, άρθ. 42, Αδικήµατα - Εµπρησµός Αριθµός απόφασης: 108 - Εµπρησµός. Απάτη σχετική µε τις ασφάλειες.κατ' εξακολούθηση έγκληµα. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιοογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 του ΠΚ "Όποιος µε πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, β) µε κάθειρξη, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) µε µε κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος του εµπρησµού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαϊάς µε οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί πυρ οπωσδήποτε σηµαντική και όχι συνηθισµένης εκτάσεως µε τάση εξαπλώσεως και χωρίς να µπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόµων αγαθών ή σε άνθρωπο. Κίνδυνος δε ανθρώπου υπάρχει όταν δηµιουργείται πιθανότης προσβολής της ζωής ή της σωµατικής ακεραιότητας, έστω και ενός µη κατά πρόσωπο προσδιορισµένου ανθρώπου. Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάµενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαϊά και στη γνώση ότι απ' αυτή µπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή σε άνθρωπο, αρκούντος και του ενδεχοµένου. [7]

- Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρ. 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιηθεί στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγµάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποίο να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. εν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε µε εκείνου που ζηµιώθηκε. Οι πράξεις αυτές της απάτης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως έχει αντικατασταθεί µε το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, λαµβάνουν κακουργηµατική µορφή, οπότε τιµωρούνται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το παράνοµο συνολικό περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζηµία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ) ή β), εάν το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζηµία που προξενήθηκε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατοµµυρίων (25.000.000) δραχµών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργηµα ή πληµµέληµα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιµωρείται, αν το κακούργηµα ή πληµµέληµα δεν ολοκληρώθηκε, µε ποινή ελαττωµένη (αρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήµατος της απάτης αρκεί, ότι το έγκληµα της απάτης δεν συντελέσθηκε µεν, πλην όµως, άρχισε η πραγµάτωση της αντικειµενικής υπόστασής του. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 388 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία "όποιος µε σκοπό να εισπράξει ο ίδιος ή άλλος το ποσό για το οποίο έχει ασφαλισθεί ένα αντικείµενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγµάτωση του κινδύνου για τον οποίο έχει γίνει η ασφάλιση τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της απάτης σχετικής µε ασφάλειες, απαιτείται αντικειµενικώς µεν, η πραγµάτωση του κινδύνου για τον οποίο έγινε η ασφάλιση, υποκειµενικώς δε δόλος, συνιστάµενος στη γνώση, ότι το αντικείµενο είναι ασφαλισµένο και στη θέληση του δράστη να πραγµατώσει τον κίνδυνο κατά του οποίου ασφαλίσθηκε το πράγµα, προσέτι δε και σκοπός αυτού να εισπράξει είτε ο ίδιος, αν αυτός είχε καταρτίσει την ασφάλιση, είτε άλλος, αν είναι τρίτος, το ποσό για το οποίο έχει ασφαλισθεί το πράγµα. Τον σκοπό αυτό πρέπει να επιδιώκει ο δράστης, είτε µε ψευδείς παραστάσεις ότι ο κίνδυνος πραγµατώθηκε τυχαίως ή κατόπιν ενεργειών άλλου, είτε µε αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση ότι αυτός ή άλλος εν γνώσει του πραγµάτωσε τον κίνδυνο, είτε και µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Με την πραγµάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου είναι ήδη τελεσµένη η πράξη, χωρίς να απαιτείται και η πραγµάτωση της περιουσιακής βλάβης του ασφαλιστή. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι απάτη σχετική µε τις ασφάλειες, είναι µια επικίνδυνη προπαρασκευαστική πράξη απάτης, η οποία κατ' εξαίρεση καθίσταται µε τη διάταξη του άρθρου 388 παρ.1 ΠΚ αυτοτελές έγκληµα, το οποίο στρέφεται, ειδικότερα, κατά του εννόµου αγαθού της ασφαλιστικής πίστεως, το οποίο δεν ταυτίζεται µε την έννοια της περιουσίας. [8]

Συνεπώς η απάτη σχετική µε τις ασφάλειες αποτελεί ειδική περίπτωση εγκλήµατος µη καλυπτόµενη από το έγκληµα της απάτης του άρθρου 386 παρ.1 και οι πράξεις αυτές που καµία τους δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο µέσο ή συνέπεια της άλλης, διατηρούν την αυτοτέλεια τους, γι' αυτό και δεν µπορεί, προκειµένου γι αυτές, να γίνει λόγος περί φαινόµενης συρροής υπό τη µορφή της απορροφήσεως της µιας από την άλλη. - Κατ' άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες από µία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήµατος, το δικαστήριο µπορεί αντί να εφαρµόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει µία µόνο ποινή για την επιµέτρησή της το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη το περιεχόµενο των µερικοτέρων πράξεων". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι στοιχειοθετείται το κατ' εξακολούθηση έγκληµα όταν περισσότερες επί µέρους πράξεις που περιέχουν τα στοιχεία της υποκειµενικής και αντικειµενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήµατος και απέχουν χρονικά µεταξύ τους συνδεόµενες όµως µε ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών αποφάσεως (ενότητα δόλου). - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττόµενου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρµογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά, βάση των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συµµετέσχε στην τέλεση του εγκλήµατος ως συναυτουργός. εν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 Κποιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. [9]

Εξάλλου, η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής: Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, όπως είναι και ο ισχυρισµός για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουµένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστι-κής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 45, 264, 386, 388, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Κατάληψη δηµοσίου κτήµατος Αριθµός απόφασης: 302 - Παράνοµη κατάληψη δηµοσίου κτήµατος. Στοιχεία εγκλήµατος. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 περί προστασίας των δηµοσίων κτηµάτων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του ΑΝ 263/1968, "ο αυτογνωµόνως επιλαµβανόµενος οιουδήποτε δηµοσίου κτήµατος, ευρισκοµένου αναµφισβητήτως υπό την κατοχή του ηµοσίου, τιµωρείται διωκόµενος αυτεπαγγέλτως δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) µηνών και χρηµατικής ποινής τουλάχιστον 100.000 δρχ.", κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 31/1968 "Αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του ΑΝ 1539/1938, ως αυταί ισχύουν εκάστοτε και οι συναφείς προς αυτάς υπέρ του ηµοσίου διατάξεις, εφαρµόζονται αναλόγως και επί των οργανισµών τοπικής αυτοδιοικήσεως δια την προστασία των κτηµάτων αυτών...". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την πραγµάτωση του ανωτέρω εγκλήµατος απαιτείται α) αυθαίρετα κατάληψη δηµοσίου κτήµατος (ή δηµοτικού ή κοινοτικού), [10]

β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχοµένου δόλου ότι πρόκειται για τέτοιο κτήµα και γ) το κτήµα να τελεί υπό την αναµφισβήτητη κατοχή του δηµοσίου ( ήµου ή Κοινότητος). - Σύµφωνα µε το άρθρο 967 του ΑΚ, πράγµατα κοινής χρήσεως είναι ιδίως τα νερά µε ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόµοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιµάνια, οι όρµοι, οι όχθες πλευσίµων ποταµών, οι µεγάλες λίµνες και οι όχθες τους. Η ως άνω απαρίθµηση είναι ενδεικτική και δηµιουργική της κοινής χρήσεως πάνω σε κάθε χώρο που καθίσταται κοινόχρηστος και σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 968 ΑΚ ανήκουν στο δηµόσιο, εάν δεν ανήκουν στο δήµο ή σε κοινότητα ή δεν ορίζεται στο νόµο διαφορετικά. Τέτοιοι δε τρόποι δηµιουργικοί της κοινοχρησίας ακινήτων που βρίσκονται στην περιφέρεια δήµου ή κοινότητας και ανήκουν κατά κυριότητα σ' αυτούς είναι α) η διοικητική διαδικασία της εγκρίσεως και εφαρµογής σχεδίου πόλεως, κώµης ή συνοικισµού του Κράτους, β) η ιδιωτική βούληση και γ) η αµνηµονεύτου χρόνου αρχαιότητα. - Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόµενη απόφασή του την απαιτούµενη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία καθόσον δεν αναφέρονται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως για την οποία κηρύχθηκαν ένοχες οι ήδη αναιρεσείουσες. Ειδικότερα δεν αναφέρεται στην απόφαση ποια περιστατικά αποδείχθηκαν από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος κατά τον οποίο οι ήδη αναιρεσείουσες επιλήφθηκαν αυτογνωµόνως σε χώρο επιφανείας 15 τ.µ. που να ευρίσκεται αναµφισβήτητα στην κατοχή του ήµου του οποίου δεν προσδιορίζονται οι πλευρές και οι διαστάσεις των και ποια πραγµατικά περιστατικά αποδείχθηκαν, από τα οποία έκρινε το δικαστήριο της ουσίας ότι οι αναιρεσείουσες γνώριζαν ότι η καταληφθείσα έκταση ανήκε στην αδιαµφισβήτητη κατοχή του ήµου Πατρέων και αποτελούσε δηµοτικό κτήµα. Για την περί του αντιθέτου παραδοχή ότι το επίδικο εδαφικό τµήµα είναι µέρος της δηµοτικής οδού ΧΧΧ στηρίχθηκε επιλεκτικώς µόνον στην κατάθεση του µάρτυρα τοπογράφου ΧΧΧ. Εποµένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγος αναιρέσεως µε τον οποίον προβάλλεται η πληµµέλεια της ελλείψεως ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της προσβαλλόµενης αποφάσεως, είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση. ΑΚ: 967, 968, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 1539/1938, άρθ. 1, 23, 24, ΑΝ: 263/1968, άρθ. 1, Ν : 31/1968, άρθ. 1, Αδικήµατα - Μεταβολή σε αιγιαλό, παραλία, θάλασσα κλπ. Αριθµός απόφασης: 307 - Μεταβολή αιγιαλού. Καταπάτηση δηµόσιου κτήµατος. Έλλειψη της απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη της παρ.1 εδ. α του άρθρου 29 του Ν. 2971/2001, αντίστοιχη της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 24 παρ.2α του ΑΝ 2344/1940, όπως αντικ. µε το άρθρο 1 του ΑΝ 263/1968), ορίζεται ότι: όποιος χωρίς άδεια ή µε υπέρβαση αυτής ή [11]

µε άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόµου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την παραλία τη θάλασσα οποιαδήποτε µεταβολή µε την κατασκευή, τροποποίηση ή καταστροφή έργων ή του εδάφους ή του πυθµένα µε τη λήψη χώµατος, λίθων ή άµµου ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ανεξάρτητα αν µε τον τρόπο αυτό επήλθε ζηµία σε οποιοδήποτε, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους "Αιγιαλός", δε κατά τη διάταξη της παρ.1 του 1 του ίδιου νόµου, είναι "η ζώνη της ξηράς που βρέχεται από τη θάλασσα από τις µεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυµάτων της". Περαιτέρω, ο καθορισµός της οριογραµµής του αιγιαλού γίνεται από την προβλεπόµενη στο άρθρο 3 του ίδιου νόµου Επιτροπή, η οποία σε επίπεδο νοµού συγκροτείται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών από α) τον προϊστάµενο της Κτηµατικής Υπηρεσίας, ως Πρόεδρο, β)..., γ)... Σηµειώνεται, ότι η ιδιότητα του αιγιαλού δεν δηµιουργείται µε βάση την έκθεση της Επιτροπής, αλλά αυτή υπάρχει µε βάση τα φυσικά δεδοµένα, δηλαδή, από τις µέγιστες, πλην συνήθεις, αναβάσεις των κυµάτων και το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον δεν υπάρχει καθορισµός της οριογραµµής του αιγιαλού, µπορεί να καθορίσει τα όρια του, παρεµπιπτόντως σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση (ΑΠ 2417/2003). - Στην προκειµένη περίπτωση, όσον αφορά τις λοιπές πράξεις για τις οποίες αυτός κηρύχθηκε ένοχος, ήτοι της καταπάτησης δηµόσιου κτήµατος και της µεταβολής αιγιαλού, το δικαστήριο µε τις παραπάνω παραδοχές του, δεν διέλαβε στην απόφαση του, την από τις άνω διατάξεις επιβαλλόµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, αλλά αντίθετα είναι ελλιπής και ασαφής. Τούτο γιατί, δεν αναφέρονται στην απόφαση τα πραγµατικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία προέκυψε η ιδιότητα του συγκεκριµένου χώρου, επί του οποίου ο κατηγορούµενος προέβη στις αυθαίρετες κατασκευές, ως αιγιαλού, και συγκεκριµένα δεν αιτιολογείται κατά ποιο τρόπο και σε ποιο συγκεκριµένο σηµείο είχε καθοριστεί η οριογραµµή του αιγιαλού, µε απόφαση της αρµόδιας προς τούτο Επιτροπής ή καθορίστηκε από το δικαστήριο, µε βάση τις µέγιστες και συνήθεις αναβάσεις των κυµάτων. Επίσης, δεν αναφέρονται στην απόφαση τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα του χώρου όπου έγινε η µεταβολή, ως αιγιαλού, ούτε και ποια µεταβολή επήλθε σ' αυτόν, εξαιτίας των παραπάνω αυθαίρετων κατασκευών. Μόνη δε η αναφορά στην αιτιολογία της αποφάσεως, ότι οι συγκεκριµένες κατασκευές έγιναν εντός του αιγιαλού, δεν µπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη αυτή. Η έλλειψη δε αυτή στην απόφαση, ήτοι του µη καθορισµού της οριογραµµής του αιγιαλού, και εντεύθεν του µη προσδιορισµού εάν επήλθε ή όχι µεταβολή του αιγιαλού, οπωσδήποτε συνέχεται και µε την ετέρα πράξη της καταπατήσεως δηµόσιου κτήµατος, ευρισκοµένου αναµφισβητήτως υπό την κατοχή του δηµοσίου, αφού, είναι ενδεχόµενο, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό, ότι οι αυθαίρετες κατασκευές έγιναν εκτός οριογραµµής του αιγιαλού, η επίµαχη έκταση επί της οποίας κατασκευάσθηκαν τα πιο πάνω κτίσµατα, να µην ευρίσκεται αναµφισβήτητα υπό την κατοχή του Ελληνικού ηµοσίου. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιµος, κατά το µέρος αυτό, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του Κ.Π., προβαλλόµενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη της απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. ΠΚ: 83, 84, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 1539/1938, άρθ. 23, ΑΝ: 263/1968, άρθ. 1, Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17, Νόµοι: 2971/2001, άρθ. 29, [12]

Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 309 - Αγορά ή πώληση ναρκωτικών ουσιών. Κατοχή. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Χειροτέρευση της θέσης κατηγορουµένου. Υπέρβαση εξουσίας. - Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 του Κώδικα Νόµων για τα Ναρκωτικά - Ν. 3459/2006), όπως έχει αντικατασταθεί και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, µε τις προβλεπόµενες σ' αυτό ποινές καθείρξεως και χρηµατική τιµωρείται όποιος, εκτός άλλων, πωλεί, αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά. Μεταξύ των ναρκωτικών, κατά την έννοια του νόµου αυτού, περιλαµβάνεται και η ηρωίνη (άρθρο 4 παρ. 3 πιν. Α' αριθ.5 του Ν. 1729/1987 και ήδη άρθρο 1 παρ. 2 πιν. Α' αριθ. 5 του ως άνω Κώδικα). Ως αγορά ή πώληση των ουσιών αυτών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 ΑΚ µεταβίβαση της κυριότητας τους στον αγοραστή, που γίνεται µε την προς αυτόν παράδοση τους, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος. Η κατοχή πραγµατώνεται µε τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, κατά τρόπο που να µπορεί κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και να τα διαθέτει πραγµατικά κατά τη βούληση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ίδιου Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 23 του άνω Κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον ανωτέρω ενδιαφέροντα χρόνο, ο παραβάτης των άρθρων 5,6 και 7 του νόµου τιµωρείται µε ισόβια κάθειρξη και µε χρηµατική ποινή 29.412 µέχρι 588.235 ευρώ αν, εκτός άλλων περιπτώσεων, ενεργεί κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τελέσεως µαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. - Κατά δε το άρθρο 13 στοιχ. στ' και ζ' του ΠΚ, κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητας του και ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν, από τη βαρύτητα της πράξεως, τον τρόπο και τις συνθήκες τελέσεως της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητα του, µαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του προς διάπραξη νέων εγκληµάτων στο µέλλον. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η [13]

διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της, Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι και οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ' και ζ' ΠΚ και να περιλαµβάνει, ειδικότερα, αναφορά των πραγµατικών περιστατικών που µπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοιν προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν την επικαλούµενη πληµµέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισµένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠοιν προβλεπόµενου λόγου αναιρέσεως για "έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγµα", πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα πληττόµενα κεφάλαια της αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές αιτιολογίες κ.λπ. (ΟλΑΠ 19/2001). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η1 του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως δηµιουργεί και η υπέρβαση εξουσίας εκ µέρους του εκδόσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόµο, αυτό δε συµβαίνει και όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δίκασαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοιν, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του τελευταίου επέρχεται και όταν το Εφετείο του επέβαλε µεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του είχε επιβληθεί µε την πρωτόδικη απόφαση. ΠΚ: 13, ΚΠ : 148-153, 473, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510 παρ. 1 στοιχ. Η1, Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 349 [14]

- Ναρκωτικά. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, σε συνδυασµό µε το άρθρο 13 παρ.4 του Ν. 1729/1987, όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 15 του Ν. 2161/1993 και 4 παρ. 2 εδ. β' του Ν. 2408/1996 (ήδη άρθρα 20 και 29 του Ν. 3459/2006), τιµωρείται µε τις προβλεπόµενες από το άρθρο 13 παρ. 4 του Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 29 παρ. 4 του Ν. 3459/2006) ποινές, όποιος, εκτός άλλων, όντας τοξικοµανής, αγοράζει, πωλεί, κατέχει και µεταφέρει µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο είτε στο έδαφος της επικράτειας είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη είτε ιπτάµενος στον ελληνικό εναέριο χώρο ναρκωτικά, αν η δε πράξη έχει τελεστεί µε περισσότερους από τους τρόπους αυτούς και αφορά την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, επιβάλλεται στον υπαίτιο µία µόνο ποινή, κατά την επιµέτρηση της οποίας λαµβάνεται υπόψη η συνολική εγκληµατική δράση του. Ως πώληση ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ µεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται µε την προς αυτόν παράδοσή τους, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος. Η κατοχή πραγµατώνεται µε τη φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να µπορεί σε κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγµατικά κατά τη βούλησή του. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκληµάτων της αγοράς, κατοχής ή πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισµός: α) της ποσότητας (βάρους) τούτων, που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκληµάτων αυτών, αφού ο νόµος δεν συνδέει ούτε την τέλεση τούτων, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής µε την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του επιτευχθέντος τιµήµατος από κάθε µερικότερη πράξη, καθώς και της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών και γ) του χρόνου των επί µέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέµα παραγραφής τούτων, αφού ο µη επακριβής προσδιορισµός του χρόνου δεν δηµιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω µεταφορά ναρκωτικών ουσιών, που αντιδιαστέλλεται προς τη διαµετακόµιση, είναι η µέσα στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας µετακίνησή τους, µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο. Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 όπλα θεωρούνται και τα αντικείµενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άµυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόµενα στη διάταξη αυτή, µεταξύ των οποίων είναι και τα πυροβόλα όπλα (πιστόλια, περίστροφα κ.λ.π.) και πυροµαχικά και τα πάσης φύσεως εφόδια βολής (παρ. 1 στοιχ. α' και δ'), κατά δε τα άρθρα 7 παρ. 1, 2α και 8α του Ν. 2168/1993 η κατοχή των όπλων αυτών και πυροµαχικών απαγορεύεται χωρίς άδειας της αρµοδίας αστυνοµικής αρχής και οι παραβάτες τιµωρούνται µε τις προβλεπόµενες στο άρθρο 7 παρ. 8α του νόµου αυτού ποινές. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, [15]

κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 5, 13, Νόµοι: 2161/1993, άρθ. 10, 15, Νόµοι: 2408/1996, άρθ. 4, Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 20, 29, Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 537 - Ναρκωτικά. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Αρχή της δίκαιης δίκης. Πρέπει οι πράξεις των αστυνοµικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, να µη υπερβαίνουν τα όρια της επιτρεπόµενης κεκαλυµµένης δράσης τους. - Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1729/1987 µε την ποινή του άρθρου 5 τιµωρείται ο φαρµακοποιός ή έµπορος φαρµάκων γενικά, διευθυντής ή υπάλληλος φαρµακείου ή οποιοσδήποτε άλλος στο φαρµακείο, ο οποίος εν γνώσει του χορηγεί ναρκωτικά χωρίς την προσήκουσα κατά τους όρους του νόµου ιατρική συνταγή ή µε βάση µη προσήκουσα συνταγή ή πέρα από όσα αναγράφονται σ' αυτή. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει, ότι για τη θεµελίωση τον προβλεπόµενο απ' αυτή κακουργήµατος της καταχρήσεως ιδιότητας φαρµακοποιών απαιτείται εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση του δράστη, ο οποίος έχει την ιδιότητα του φαρµακοποιού ή εµπόρου φαρµάκων γενικά, διευθυντή ή υπαλλήλου φαρµακείου ή άλλου στο φαρµακείο, ότι χορηγεί ναρκωτικά, χωρίς να υπάρχει η προσήκουσα κατά τους όρους του νόµου ιατρική συνταγή ή µε βάση µη προσήκουσα συνταγή ή πέρα των όσων σ' αυτήν αναγράφονται. - Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κ.Π.. απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής [16]

αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του Κ.Π.. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικά η ύπαρξη της ανωτέρω µορφής του δόλου, που αφορά την προαναφερόµενη πράξη, απαιτεί την αναφορά στο σκεπτικό της καταδικαστικής αποφάσεως ειδικής αιτιολογίας, συντελούµενης µε την παράθεση των πραγµατικών περιστατικών, που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. Περαιτέρω για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ.α' της ΕΣ Α, που κυρώθηκε µε το άρθρο 1 του Ν.. 53/1974 και υπερισχύει κάθε αντίθετης διατάξεως νόµου και µε την οποία καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως. Ενόψει της διατάξεως αυτής, πρέπει οι πράξεις των αστυνοµικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, να µη υπερβαίνουν τα όρια της επιτρεπόµενης κεκαλυµµένης δράσης τους. ηλαδή, πρέπει να µη είναι εκείνοι, οι οποίοι παρότρυναν τον κατηγορούµενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη, χωρίς να είναι αναγκαία να αποδεικνύεται, ότι αυτή θα είχε διαπραχθεί ακόµη και εάν δεν είχε µεσολαβήσει η επέµβαση των αστυνοµικών. ιαφορετικά επέρχεται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της τηρήσεως µιας δίκαιης διαδικασίας. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΕΣ Α: 6, Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 7, Αδικήµατα - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων Αριθµός απόφασης: 369 Έτος: 2010 - Παράβαση του νόµου περί αρχαιοτήτων.συγγνωστή νοµική πλάνη. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Στο άρθρο 91 του N. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α) ορίζεται ότι: "Ο Υπουργός Πολιτισµού δύναται µε απόφασή του, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της [17]

Κυβερνήσεως, µετά γνώµη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου, να καθορίζει εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νοµίµως υφισταµένων οικισµών ζώνες, στις οποίες κατά περίπτωση, θα απαγορεύεται παντελώς η δόµηση (ζώνη Α') ή θα επιτρέπεται υπό όρους και περιορισµούς (ζώνη Β'), που ορίζονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ηµοσίων Έργων κατά τις κείµενες πολεοδοµικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Πολιτισµού. Η διαδικασία της οριοθετήσεως των ζωνών και του καθορισµού των όρων και περιορισµών δόµησης, κατά τ' ανωτέρω, πρέπει να ολοκληρούται εντός εξαµήνου από της υποβολής της σχετικής προτάσεως από την αρµόδια αρχαιολογική υπηρεσία". Οι διατάξεις αυτές είναι σύµφωνες προς την συνταγµατική επιταγή της αυξηµένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, εν όψει δε της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων, στην οποία αποβλέπουν, συνάγεται ότι οι καθοριζόµενες κατ` εφαρµογή αυτών ζώνες προστασίας αρχαιολογικού χώρου δύναται να εκτείνονται, όχι µόνο σε αυτή ταύτη την έκταση όπου ευρίσκονται στοιχεία της πολιτιστικής κληρονοµιάς, αλλά και σε όση έκταση γύρω από αυτή κρίνεται αναγκαία για την προστασία και την προβολή τους. Η σχετική δε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή εκδόθηκε η απόφαση του ΥΠΠΟ ΑΡΧ/Α1/Φ10/13624/725/ 27-3-1991 "περί καθορισµού ζωνών προστασίας αρχαιολογικού χώρου ελφών και ευρύτερου ελφικού τοπίου", η οποία δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β' 259/1991, µε την οποία καθορίσθηκαν ζώνη απολύτου προστασίας Α' και υπό όρους Β' στον ως άνω αρχαιολογικό χώρο και το ελφικό τοπίο. Εξάλλου, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται µε τις διατάξεις του 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α'/28-6-2002), µε τις οποίες ορίζονται, µεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις επεµβάσεως σε ακίνητο µνηµείο και στο περιβάλλον του. Ειδικότερα, στο άρθρο 10 του νόµου αυτού και υπό τον τίτλο "Ενέργειες σε ακίνητα µνηµεία και στο περιβάλλον τους" ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο µνηµείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της µορφής του 2... 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιοµηχανικής, βιοτεχνικής ή εµπορικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών ή άλλων εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς οικοδοµική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται µόνο µετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισµού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο µνηµείο ή η σχέση µε αυτό είναι τέτοια ώστε να µην κινδυνεύει να επέλθει άµεση ή έµµεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου η της επιχείρησης ή της εργασίας. 4....". Περαιτέρω στην διάταξη του άρθρου 13 του νόµου ορίζεται: "1 Στους χερσαίους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός ορίων νοµίµως υφισταµένων οικισµών, η άσκηση γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και η οικοδοµική δραστηριότητα είναι δυνατή µετά από άδεια, που χορηγείται µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού ύστερα από γνώµη του Συµβουλίου. Οι όροι άσκησης γεωργίας, κτηνοτροφίας, θήρας ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων µπορεί να τίθενται και κανονιστικά µε απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού. 2...., 3...." Στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής ορίζεται λεπτοµερώς η διαδικασία καθορισµού ζωνών προστασίας Α και Β κατά τρόπο ανάλογο αυτού που ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 91 Ν. 1892/1990. Στην διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου νόµου ορίζεται: "1. Στους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή των ορίων νοµίµως υφισταµένων ενεργών οικισµών είναι δυνατόν να καθορίζονται ζώνες προστασίας σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 13.... 2.... 4.... 5.... 6....". Εξάλλου στο άρθρο 17 του ίδιου νόµου ορίζεται ότι: "1. Γύρω από µνηµεία µπορεί να καθορίζεται Ζώνη [18]

Προστασίας Α/, σύµφωνα µε το άρθρο 13. 2. Ο καθορισµός χώρου, σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως ή νοµίµως υφισταµένων οικισµών, ως Ζώνης Α/, συνεπάγεται την αναγκαστική απαλλοτρίωσή του, εάν αναιρείται η κατά προορισµό χρήση του. 3. Γύρω από µνηµεία µπορεί να καθορίζεται επίσης Ζώνη Προστασίας Β/, σύµφωνα µε το άρθρο 13.". Τέλος στη διάταξη του άρθρου 66 του ίδιου νόµου εδαφ. α και β ορίζεται: "Όποιος χωρίς την αναγκαία από το νόµο άδεια ή καθ' υπέρβαση αυτής διενεργεί σε µνηµείο, σε αρχαιολογικό χώρο, ή σε ιστορικό τόπο, πράξη από αυτές που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2-4, 13, 14 και 15 τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών (3) ετών. Με την ίδια ποινή τιµωρείται όποιος διενεργεί πράξη ή δραστηριότητα σε ζώνες προστασίας γύρω από µνηµεία ή χώρους, όπως ορίζονται στα άρθρα 15 και 17, κατά παράβαση των όρων και περιορισµών που ισχύουν σε αυτές. Από τις προπαρατιθέµενες διατάξεις προκύπτει ότι, µεταξύ των άλλων ενεργειών που απαγορεύονται στις ζώνες απολύτου προστασίας Α', περιλαµβάνεται και η άσκηση εµπορικής επιχειρηµατικής δραστηριότητας, χωρίς την προηγούµενη άδεια του Υπουργού Πολιτισµού που παρέχεται υπό τις διαγραφόµενες στις ανωτέρω διατάξεις προϋποθέσεις. Προκειµένου να τύχει εφαρµογής, στην περίπτωση ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας, η ανωτέρω ποινική διάταξη του άρθρου 66 Ν. 3028/2002, πρέπει η, χωρίς την προηγουµένη άδεια του ΥΠΠΟ, άσκηση της επιχειρηµατικής δραστηριότητας να έχει λάβει χώρα µετά την ισχύ του νόµου (28-6- 2002) και να έχουν καθορισθεί νοµίµως και σύµφωνα µε τις ανωτέρω διατάξεις οι ζώνες προστασίας, είτε υπό το καθεστώς ισχύος των διατάξεων του, είτε υπό την ισχύ προηγουµένων διατάξεων, που έχουν τον αυτό σκοπό της Συνταγµατικώς (άρθρο 24) κατοχυρωµένης προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµίας, όπως και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 91 Ν 1892/1990 και δεν χρειάζεται, για την εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 66 εδαφ. α και β, να εκδοθεί νέα απόφαση του ΥΠΠΟ περί ορισµού ζωνών Α και Β, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 13 του νόµου, η οποία, όπως λέχθηκε, δεν καθορίζει διαφορετική ουσιωδώς διαδικασία, ούτε θέτει περισσότερες προς τούτο προϋποθέσεις, που θα καθιστούσαν αδύνατη την έκδοση οµοίου περιεχοµένου αποφάσεως. Εφόσον λοιπόν παραµένει σε ισχύ η απόφαση αυτή η άσκηση επιχειρηµατικής δραστηριότητας εντός ζώνης απολύτου προστασίας Α χωρίς την προηγούµενη άδεια του ΥΠΠΟ τιµωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 66 του ως άνω νόµου. - Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να µη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νοµικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανηµένη πίστη αυτού για το δικαίωµά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν µπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλλε επιµέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευµατικών και επαγγελµατικών δυνατοτήτων του. Στην περίπτωση της συγγνωστής νοµικής πλάνης, σε αντίθεση µε την περίπτωση της πραγµατικής πλάνης, η πράξη δεν µπορεί να αποδοθεί στον δράστη ούτε εξ αµελείας. Περίπτωση νοµικής πλάνης για τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως συντρέχει και όταν ο δράστης κατά πλάνη µε τα γνωστά σε αυτόν περιστατικά της συγκεκριµένης περιπτώσεως σχηµατίζει αντίληψη που περιέχει πλάνη αναφορικά µε τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως και µε πίστη στην αντίληψή του αυτή ενεργεί. Η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή, όχι µόνον όταν αγνοεί, αλλά και όταν µε τις πνευµατικές και επαγγελµατικές ικανότητές του και την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλλει για να πληροφορηθεί το επιτρεπτό της πράξεως, δεν µπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της. Το τελευταίο συµβαίνει όταν ο δράστης ευλόγως πίστεψε ότι µπορούσε να προβεί στην πράξη του από σφαλερή ερµηνεία ή αντίληψη διατάξεων άλλων εκτός του ποινικού δικαίου από τις οποίες παρασύρθηκε. [19]

- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόµη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά µέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία εκτείνεται όχι µόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούµενου ή του πολιτικώς ενάγοντος παρεµπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειµένου να προσκοµιστούν κρίσιµα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουµένου έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν µάρτυρες, που προέκυψαν από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιµο για την ενοχή του κατηγορουµένου περιστατικό και εν γένει προκειµένου να προσκοµισθούν νέες αποδείξεις, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογηµένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη µιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του ικαστηρίου κρίση, εφόσον όµως η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά. Εάν το αίτηµα δεν είναι ορισµένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του και εντεύθεν η παράλειψη απαντήσεως δεν επιφέρει ακυρότητα της ακροαµατικής διαδικασίας για έλλειψη ακροάσεως, ούτε η απορριπτική του αιτήµατος απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, µε αποτέλεσµα να µη ιδρύονται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' και ' λόγοι αναιρέσεως, αντίστοιχα. Περαιτέρω, η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισµός µε την ανωτέρω έννοια είναι και εκείνος περί συγγνωστής νοµικής πλάνης. Πρέπει, όµως, οι ισχυρισµοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεµελίωση τους και δεν αρκεί µόνη η επίκληση της νοµικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισµού, µε τον οποίο είναι γνωστοί στη νοµική ορολογία. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεµελίωση της [20]