Vocabularium Grieks Naamwoorden L Nom. Acc. Enk Gen. Enk Uitleg Vertaling w. Enk ὁ ἄγγελο ἄγγελον ἀγγέλου bode ἡ ἀγορά ἀγοράν ἀγορᾶ markt ὁ ἀγών ἀγῶνα ἀγῶνο wedstrijd, strijd, proces ὁ ἀδελφό ἀδελφόν ἀδελφοῦ voc. enkv.: ἄδελφε broer ἡ Ἀθηνᾶ Ἀθηνᾶν Ἀθηνᾶ Athena αἱ Ἀθῆναι Ἀθήνα Ἀθηνῶν Athene (mv.) τὸ ἆθλον ἆθλον ἄθλου prijs (beloning) ὁ/ αἴξ αἶγα αἰγό geit, sik ἡ ἡ αἰτία αἰτίαν αἰτία verantwoordelijkheid, schuld; oorzaak ἡ ἀλήθεια ἀλήθειαν ἀληθεία waarheid, werkelijkheid ὁ ἀνήρ ἄνδρα ἀνδρό voc. enkv.: ἄνερ man ὁ ἄνθρωπ ἄνθρωπο ἀνθρώπο mens, man ο ν υ τὸ ἀργύριο ἀργύριον ἀργυρίου kleine munt; geld ν ὁ ἄργυρο ἄργυρον ἀργύρου zilver ἡ ἀρετή ἀρετήν ἀρετῆ deugd ὁ Ἀριστοφ Ἀριστοφ Ἀριστοφ voc. enkv.: Aristophanes άνη άνη(ν) άνου Ἀριστόφανε ἡ ἀρχή ἀρχήν ἀρχῆ begin; heerschappij, rijk ὁ ἄρχων ἄρχοντα ἄρχοντο heerser, archont ἡ ἀσπί ἀσπίδα ἀσπίδο schild; adder ὁ βασιλεύ βασιλέα βασιλέω koning (zonder lidw.: Grootkoning) τὸ βιβλίον βιβλίον βιβλίου boek ὁ βίο βίον βίου leven, levensonderhoud ἡ βουλή βουλήν βουλῆ wil, besluit, overleg, raad, advies τὸ γένο γένο γένου ras, soort ὁ γέρων γέροντα γέροντο oude man ἡ γέφυρα γέφυραν γεφύρα brug ἡ γῆ γῆν γῆ aarde, land ἡ γνώµη γνώµην γνώµη mening, oordeel
τὸ γράµµα γράµµα γράµµατ ο letter van het alfabet; documenten (mv.) ὁ γραφεύ γραφέα γραφέω schrijver, schilder ἡ γραφή γραφήν γραφῆ aanklacht ἡ γραφική γραφικήν γραφικῆ schrift, schilderij ἡ γυνή γυναῖκα γυναικό voc. enkv.: γύναι vrouw, echtgenote ὁ δαίµων δαίµονα δαίµονο god, godin, goddelijk wezen ὁ δηµιουρ γό δηµιουργ όν δηµιουργ οῦ vaardige ambachtsman ἡ δηµοκρ ατία δηµοκρα τίαν δηµοκρα τία democratie ὁ δῆµο δῆµον δήµου het volk ὁ Δηµοσθ ένη ηµοσθέ νη(ν) ηµοσθέ νου voc. enkv.: ηµόσθενε Demosthenes ὁ διδάσκα λο διδάσκαλ ον διδασκάλ ου leraar ἡ δίκη δίκην δίκη rechtvaardigheid, rechtszaak ἡ δόξα δόξαν δόξη verwachting, geloof; reputatie, roem ἡ δουλεία δουλείαν δουλεία slavernij ὁ δοῦλο δοῦλον δούλου slaaf τὸ δῶρον δῶρον δώρου geschenk, smeergeld (mv., vaak) ἡ εἰρήνη εἰρήνην εἰρήνη vrede ἡ ἐκκλησί ἐκκλησία ἐκκλησία volksvergadering α ν ἡ ἐλευθερ ἐλευθερί ἐλευθερί vrijheid ία αν α ὁ Ἕλλην Ἕλληνα Ἕλληνο een Griek ἡ Ἑλληνί Ἑλληνίδα Ἑλληνίδο een Griekse vrouw ἡ ἐλπί ἐλπίδα ἐλπίδο hoop, verwachting ἡ ἐµπειρί ἐµπειρία ἐµπειρία ervaring, ambacht α ν ἡ ἑορτή ἑορτήν ἑορτῆ festival τὸ ἔπο ἔπο ἔπου woord; epische poëzie (mv., soms) τὸ ἔργον ἔργον ἔργου werk, daad ὁ ἑρµηνεύ ἑρµηνέα ἑρµηνέω tolk ὁ ἔρω ἔρωτα ἔρωτο voc. enkv.: ἔρω (fysieke) liefde
ὁ ἑταῖρο ἑταῖρον ἑταίρου gezel ὁ Εὐριπίδ Εὐριπίδη Εὐριπίδο voc. enkv.: Εὐριπίδη Euripides η ν υ ὁ ζωγράφ ζωγράφο ζωγράφο schilder ο ν υ τὸ ζῷον ζῷον ζῴου dier ὁ ἡγεµών ἡγεµόνα ἡγεµόνο leider, aanvoerder, gids ἡ ἡµέρα ἡµέραν ἡµέρα dag ἡ θάλαττα θάλατταν θαλάττη zee ὁ θάνατο θάνατον θανάτου dood ἡ θεά θεάν θεᾶ godin ὁ/ θεό θεόν θεοῦ god, godin ἡ ἡ θυγάτηρ θυγατέρα θυγατρό voc. enkv.: θύγατερ dochter ἡ θυσία θυσίαν θυσία offer ὁ ἱερεύ ἱερέα ἱερέω priester τὸ ἱερόν ἱερόν ἱεροῦ tempel, heiligdom ὁ ἱππεύ ἱππέα ἱππέω ruiter ὁ/ ἵππο ἵππον ἵππου paard, merrie ἡ ὁ καιρό καιρόν καιροῦ juiste moment τὸ κάλλο κάλλο κάλλου schoonheid ὁ κῆρυξ κήρυκα κήρυκο heraut ὁ κίνδυνο κίνδυνον κινδύνου gevaar ὁ κλέπτη κλέπτην κλέπτου dief ἡ κλοπή κλοπήν κλοπῆ diefstal τὸ κράτο κράτο κράτου kracht, macht ὁ/ λίθο λίθον λίθου steen ἡ ὁ λόγο λόγον λόγου woord, rede, verhaal ἡ µάχη µάχην µάχη strijd ἡ µήτηρ µητέρα µητρό moeder ἡ µηχανή µηχανήν µηχανῆ toestel, machine ἡ µοῖρα µοῖραν µοίρα lot, fatum ἡ µοῦσα µοῦσαν µούση muze ὁ νεανία νεανίαν νεανίου jongeman ἡ νῆσο νῆσον νήσου eiland ἡ νίκη νίκην νίκη nom. mv.: νῖκαι overwinning ὁ νόµο νόµον νόµου gewoonte, wet
ἡ νύξ νύκτα νυκτό dat. mv.: νυξί(ν) nacht ὁ ξένο ξένον ξένου gastvriend, gastheer, vreemdeling, buitenlander τὸ ξίφο ξίφο ξίφου zwaard ἡ ὁδό ὁδόν ὁδοῦ weg ἡ οἰκία οἰκίαν οἰκία huis ὁ οἶνο οἶνον οἴνου wijn ὁ Ὅµηρο Ὅµηρον Ὁµήρου Homeros (episch dichter) τὸ ὄνοµα ὄνοµα ὀνόµατο naam ὁ ὁπλίτη ὁπλίτην ὁπλίτου nom. mv.: ὁπλῖται hopliet, zwaarbewapende infanterist τὸ ὅπλον ὅπλον ὅπλου werktuig; wapens (mv.) ὁ ὀφθαλµ ὀφθαλµό ὀφθαλµο oog ό ν ῦ τὸ πάθο πάθο πάθου ervaring, leed ὁ/ παῖ παῖδα παιδό gen. mv.: παίδων kind ἡ ὁ πατήρ πατέρα πατρό voc. enkv.: πάτερ vader τὸ πεδίον πεδίον πεδίου vlakte ἡ πεῖρα πεῖραν πείρα experiment, poging, ervaring τὸ ποίηµα ποίηµα ποιήµατο gedicht ὁ ποιητή ποιητήν ποιητοῦ dichter, auteur ὁ πόλεµο πόλεµον πολέµου oorlog ἡ πόλι πόλιν πόλεω stad ὁ πολίτη πολίτην πολίτου nom. mv.: πολῖται burger ὁ πού πόδα ποδό voc. enkv.: πού voet τὸ πρᾶγµα πρᾶγµα πράγµατ daad, zaak, ding ο ἡ ῥητορικ ῥητορική ῥητορικῆ retoriek ή ν ὁ ῥήτωρ ῥήτορα ῥήτορο redenaar ἡ σιγή σιγήν σιγῆ stilte ἡ σοφία σοφίαν σοφία wijsheid, vaardigheid τὸ στάδιον στάδιον σταδίου nom. mv.: στάδια of στάδιοι ὁ στέφανο στέφανον στεφάνο υ ὁ στρατηγ στρατηγό στρατηγο ό ν ῦ ὁ στρατιώ στρατιώτ στρατιώτ τη ην ου stade (= ca. 180 m.) kroon, krans generaal soldaat ὁ στρατό στρατόν στρατοῦ leger
ὁ ὁ σύµµαχ ο Σωκράτ η σύµµαχο ν Σωκράτη( ν) συµµάχο υ Σωκράτο υ voc. enkv.: Σώκρατε bondgenoot Sokrates τὸ σῶµα σῶµα σώµατο lichaam ὁ σωτήρ σωτῆρα σωτῆρο voc. enkv.: σῶτερ redder, verlosser τὸ τεῖχο τεῖχο τείχου stadswal τὸ τέλο τέλο τέλου einde, macht, doel ἡ τέχνη τέχνην τέχνη kunst, vaardigheid, ambacht ἡ τιµή τιµήν τιµῆ eer, (kost)prijs ὁ τόπο τόπον τόπου plaats τὸ τρόπαιο τρόπαιον τροπαίου trofee, overwinningsmonument ν ὁ τρόπο τρόπον τρόπου wijze, manier; karakter ἡ τύχη τύχην τύχη geluk, lot ἡ ὕβρι ὕβριν ὕβρεω hoogmoed, onbeschoftheid τὸ ὕδωρ ὕδωρ ὕδατο water ἡ φάλαγξ φάλαγγα φάλαγγο dat. mv.: φάλαγξι(ν) gevechtslinie, falanx ἡ φιλία φιλίαν φιλία vriendschap, (niet-fysieke) liefde ὁ φίλο φίλον φίλου vriend ὁ φόβο φόβον φόβου angst ὁ φονεύ φονέα φονέω moordenaar, doder ὁ φόνο φόνον φόνου moord, het doden ὁ φύλαξ φύλακα φύλακο wachter, bewaker ἡ φύσι φύσιν φύσεω natuur ἡ χάρι χάριν χάριτο genade, charme, gunst, dankbaarheid ἡ χείρ χεῖρα χειρό dat. mv.: χερσί(ν) hand ὁ χορευτή χορευτήν χορευτοῦ koordanser ὁ χορό χορόν χοροῦ dans, koor τὸ χρῆµα χρῆµα χρήµατο ding; goederen, eigendom, geld (mv.) ὁ χρυσό χρυσόν χρυσοῦ goud ἡ χώρα χώραν χώρα (platte)land, streek ἡ ψυχή ψυχήν ψυχῆ ziel, levensbeginsel
Adjectieven en voornaamwoorden Nom. M. Ev. Nom. V. Ev. Nom. O. Ev. Vertaling ἀγαθό ἀγαθή ἀγαθόν goed ἄδηλο ἄδηλο ἄδηλον onduidelijk, onzeker ἄδικο ἄδικο ἄδικον onrechtvaardig ἀθάνατο ἀθάνατο ἀθάνατον onsterfelijk Ἀθηναῖο Ἀθηναία Ἀθηναῖον Atheens αἰσχρό αἰσχρά αἰσχρόν lelijk, schandelijk αἴτιο αἰτία αἴτιον verantwoordelijk (voor), schuldig aan (+ gen.) ἀληθή ἀληθή ἀληθέ waar, werkelijk ἀλλήλων ἀλλήλων ἀλλήλων elkaar (geen nom.) ἄλλο ἄλλη ἄλλο een andere, ander, resterend, overig ἄλογο ἄλογο ἄλογον onredelijk, irrationeel, redeloos ἀνάξιο ἀνάξιο ἀνάξιον onwaardig (+ gen.) ἄξιο ἀξία ἄξιον waardig, waard (+ gen.) ἅπα ἅπασα ἅπαν alle (versterkt) αὐτό αὐτή αὐτόν -zelf (predicatief of alleenstaande nom.) αὐτό αὐτή αὐτόν hem, haar, het, hen (vnw. in gen., dat., acc.) αὐτό αὐτή αὐτόν hetzelfde, dezelfde (attributief) ἄφρων ἄφρων ἄφρον dwaas, onbezonnen βάρβαρο βάρβαρο βάρβαρον niet-grieks, buitenlands δεινό δεινή δεινόν vreeswekkend, uitmuntend, verstandig δῆλο δήλη δῆλον duidelijk, zichtbaar δίκαιο δικαία δίκαιον rechtvaardig ἐκεῖνο ἐκείνη ἐκεῖνο dat, die ἐλεύθερο ἐλευθέρα ἐλεύθερον vrij Ἑλληνικό Ἑλληνική Ἑλληνικόν Grieks ἔµπειρο ἔµπειρο ἔµπειρον ervaren in, bekend met (+ gen.) εὐγενή εὐγενή εὐγενέ van goede afkomst, adellijk εὐδαίµων εὐδαίµων εὔδαιµον fortuinlijk, rijk, gelukkig εὐτυχή εὐτυχή εὐτυχέ geluk hebbend ἐχθρό ἐχθρά ἐχθρόν gehaat, vijandig; (persoonlijke) vijand (subst.)
ἱερό ἱερά ἱερόν heilig, gewijd aan (+ gen.) ἱκανό ἱκανή ἱκανόν voldoende, bekwaam κακό κακή κακόν slecht, kwaadaardig καλό καλή καλόν mooi, nobel, goed µακρό µακρά µακρόν lang, groot µικρό µικρά µικρόν kort, klein µόνο µόνη µόνον alleen ὅδε ἥδε τόδε dit, deze ὅµοιο ὁµοία ὅµοιον gelijkend op (+ dat.) ὅ ἥ ὅ rel. vnw.: die, dat οὗτο αὕτη τοῦτο dit/deze, dat/die παλαιό παλαιά παλαιόν oud, bejaard πᾶ πᾶσα πᾶν alle, iedere, elke; geheel, heel, gans πολέµιο πολεµία πολέµιον vijandig (+ dat.) πρῶτο πρώτη πρῶτον eerst σαφή σαφή σαφέ duidelijk, onderscheiden σοφό σοφή σοφόν wijs, vaardig σύµπα σύµπασα σύµπαν alle samen σώφρων σώφρων σῶφρον bedachtzaam, voorzichtig, matig φοβερό φοβερά φοβερόν vreeswekkend; bevreesd χαλεπό χαλεπή χαλεπόν moeilijk, lastig
Werkwoorden Column1 Vertaling ἀγγέλλω ἄγω ἀδικέω ἀκούω ἀνατίθηµι ἀξιόω ἀποδέχοµα ι ἀποδίδωµι ἄρχω ἀφίστηµι βάλλω βλάπτω βούλοµαι γίγνοµαι γράφω δέχοµαι δηλόω διδάσκω δίδωµι δουλεύω ἐθέλω ἔρχοµαι ἥκω θάπτω θύω ἵστηµι καθίστηµι καλέω καταλύω κελεύω κλέπτω κωλύω λαµβάνω λείπω aankondigen leiden fout handelen, onrecht aandoen horen (+ acc van ding gehoord, + gen. van persoon gehoord); over gesproken worden opstellen, wijden waardig achten, juist vinden, verwachten, vragen positief ontvangen, accepteren teruggeven, betalen, toestaan; verkopen (med.) regeren, bevelen doen revolteren (trans.); revolteren (med. of intrans.) werpen, raken (met het geworpen object) kwetsen, pijn doen willen geboren worden; worden; gebeuren schrijven, tekenen ontvangen, verwelkomen, aanvaarden duidelijk maken, tonen (aan)leren geven slaaf zijn (+ dat.) willen, wensen komen, gaan gekomen zijn, aanwezig zijn begraven offeren plaatsen; gaan staan (mid. of intrans.) benoemen, vestigen, iemand X maken (trans.); benoemd worden, gevestigd worden, X worden (intrans.) noemen (pass. heten) vernietigen, oplossen bevelen, opdragen stelen verhinderen, voorkomen nemen, pakken, veroveren, (soms: krijgen), vatten (mentaal) laten, achterlaten
λύω µανθάνω µάχοµαι µένω µεταδίδωµ ι µετανίσταµ αι µηχανάοµα ι νικάω παιδεύω πάσχω παύω πείθω πέµπω ποιέω πολιτεύω πράττω σῴζω τάττω τελευτάω τίθηµι τιµάω φεύγω φιλέω φοβέοµαι φυλάττω χορεύω ontbinden, bevrijden, loslaten; oplossen; vernietigen leren, begrijpen vechten (+ dat.) blijven, wachten op een deel geven aan verhuizen fabriceren, bedenken winnen, overwinnen, veroveren opvoeden, onderwijzen lijden, (iemand iets) laten overkomen stoppen, doen stoppen overtuigen, overhalen zenden maken, doen leven als een burger; de regering leiden; (pass.) geregeerd worden doen, (het goed/...) stellen redden in volgorde opstellen, stationeren, benoemen een einde aan iets stellen, sterven zetten, plaatsen eren vluchten, in ballingschap zijn, beschuldigde zijn (rechtszaak) beminnen, houden van vrezen, bang zijn bewaken dansen, deel uitmaken van een koor
Voorzetsels Grieks naamval Nederlands ἅµα + dat. tegelijk met; samen met ἅµα bijw. tezelfdertijd; samen ἄνευ + gen. zonder ἀντί + gen. in plaats van ἀπό + gen. van, weg van διά + gen. dóór διά + acc. wegens εἰ + acc. tot in, naar; om (doel) ἐκ, ἐξ + gen. van, uit ἐν + dat. in ἐπί + acc. op (beweging, e.g. een paard), voor (doel, e.g. voor iets komen), over (afstand, e.g. uitstrekken over 5 km), tegen (beweging, e.g. de vijand) ἐπί + gen. op (>< onder, e.g. de aarde), op (e.g. een paard) ἐπί + dat. op (locatief, e.g. een tafel), betrekking hebbend op, op (een voorwaarde) κατά + gen. onder, tegen κατά + acc. volgens µετά + gen. met µετά + acc. na παρά + dat. aan (de kant van), in het huis van παρά + acc. naar (de kant van), naast; in tegenstelling tot παρά + gen. van (de kant van) περί + acc. omheen, omtrent περί + gen. omtrent, over περί + dat. rond(om) πρό + gen. vóór (tijd + plaats) πρό + gen. in de ogen van, in de naam van πρό + dat. dichtbij, bovenop πρό + acc. in de richting van σύν + dat. met ὑπέρ + acc. (beweging en maat) over, voorbij ὑπέρ + gen. over, boven; in naam van ὑπό + gen. door (handelend persoon), onder ὑπό + dat. onder, onder de macht van ὑπό + acc. tot onder (beweging); tegen (tijd) χάριν + voorafgaand e gen. omwille van
Bijwoorden Grieks ἀεί Ἀθήναζε Ἀθήνηθεν Ἀθήνησι αὔριον αὐτίκα ἐκεῖ ἐνταῦθα ἔπειτα εὖ ἐχθέ καίπερ µάλα µάλιστα µᾶλλον µόνον νῦν ὅµω οὕτω πάλαι πόθεν ποῖ πότε ποτέ (enclitisch adv.) που ποῦ πῶ πω (enclitisch adv.) τήµερον τότε χθέ ὧδε Nederlands altijd naar Athene van Athene in Athene morgen onmiddellijk daar (op die plaats) hier, daar; toen dan, daarop goed gisteren hoewel zeer (superlatief) zeer meer, eerder (comparatief) slechts, alleen nu toch op deze manier, zo lang geleden van waar? waarvandaan? waar(heen)? waarnaartoe? wanneer? ooit kwalificeert een bewering: Ik denk het, ergens waar? op welke plaats? hoe? op welke manier dan ook, op één of andere manier vandaag toen gisteren op deze manier, zo
Telwoorden Grieks δέκα ἐννέα ἕξ ἑπτά ὀκτώ πέντε Nederlands tien negen zes zeven acht vijf Varia Grieks Soort Nederlands ἀλλά voegw. maar ἆρα partikel leidt vraagzin in ἅτε partikel met causaal participium: objectieve reden γάρ postpostitief voegw. want, aangezien γε enclitisch partikel althans, in ieder geval δέ postpostitief voegw. maar δή postpositief partikel in feite, natuurlijk, werkelijk εἰ, ἐάν partikel als εἴθε partikel leidt vervulbare wens in ἐπεί, ἐπειδή voegw. nadat, wanneer, aangezien ἤ voegw. dan (na comparatief) ἤ voegw. of ἤ ἤ voegw. ofwel ofwel ἵνα voegw. opdat καί bijw. zelfs, ook καί voegw. en καί καί voegw. zowel als καίτοι partikel en bovendien, en toch µέν... δέ postpostitief voegw. enerzijds anderzijds µή bijw. niet µή voegw. dat (met angst-zinnen) µηδέ bijw. niet eens µηδέ voegw. en niet µήτε... µήτε voegw. noch... noch; niet... en (ook) niet...
οἷα partikel met causaal participium: objectieve reden οἷον voegw. zoals ὅπω voegw. opdat ὅπω voegw. dat (bij objectszinnen van 'zorgen dat') ὅτε, ὅταν voegw. wanneer, wanneer dan ook οὐ bijw. niet οὐδέ bijw. niet eens οὐδέ voegw. en niet οὖν postpositief partikel dan, daarom, dus οὔτε... οὔτε voegw. noch... noch; niet... en (ook) niet... περ enclitisch partikel versterkt het voorafgaande woord τε enclitisch partikel en τοι enclitisch partikel aandacht trekken van gesprekspartner ὦ tussenwerpsel gebruikt bij vocatief (zonder ὦ = plechtig) ὡ voegw. met causaal of doel-participium: subjectieve reden ὡ voegw. opdat ὥστε voegw. zodat, zo... dat