ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Τακαρίδης Γεώργιος Αριθμός Μητρώου: 1392 Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά 1
Σε όλους εκείνους που ψάχνουν να βρουν ποιοι είναι και με τη Χάρη του Θεού να του δοθούν ως ζωντανή θυσία 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 5 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1.1. Η οντολογία της ζωής...10 1.2. Το φαινόμενο του θανάτου...12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ 2.1. Ο άνθρωπος ως ενιαία οντότητα...17 I. Τα κατά φύσιν χαρακτηριστικά του...17 II. Το υπερφυές προσόν του απόρρητου εμφυσήματος...19 III. Ο προπτωτικός και ο μετα την πτώση άνθρωπος...20 IV. Ο βαπτισμένος άνθρωπος...21 2.2. Το σώμα του ανθρώπου...24 I. Η φύση του σώματος και το σωματικό φρόνημα...24 II. Η σχέση του σώματος με την ψυχή...24 2.3. Η ψυχή του ανθρώπου...25 I. Το τριμερές της ψυχής. Το λογικό και άλογο μέρος της...26 II. Η ουσία, οι δυνάμεις και οι ενέργειες της ψυχής...28 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ 3.1. Ο νους του ανθρώπου κατ εικόνα του Θεού...30 I. Η τριαδικότητα του Θεού και η σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας...31 II. Ο νους, ο λόγος και το πνεύμα του ανθρώπου ως εικόνα της Αγίας Τριάδας...32 III. Διάκριση της ουσίας του τριαδικού νου, λόγου, πνεύματος από τις ενέργειές του. Η σχέση του ενδότατου λόγου με τον προφορικό, τον ενδιάθετο και τον διανοητικό λόγο...33 IV. Η διάσπαση του κατ εικόνα του ενιαίου του νου...34 3.2. Η σχέση του πνεύματος με τα άλλα πνεύματα και με το Άγιο Πνεύμα. Η ζωή και ο θάνατος του πνεύματος...36 I. Η συναναστροφή των πνευμάτων και η ουσιώδης ενοίκιση του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή του ανθρώπου...36 II. Η ζωή και ο θάνατος του πνεύματος...39 3.3. Η ουσία, η έδρα και οι δυνάμεις του νου...40 I. Διάκριση νου και διάνοιας...40 II. Η έδρα του νου...41 III. Η δύναμη της νόησης, η διάνοια και η δια της Χάριτος δυνατότητα ένωσης του νου με τον Θεό...45 3.4. Η σχέση του νου με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής και το σώμα...50 I. Οι δυνάμεις της ψυχής...50 II. Νους και αισθήσεις...53 III. Νους και φαντασία...56 IV. Η σχέση του νου με το σώμα...57 V. Η σχέση του νου με το παθητικό της ψυχής...62 3.5. Η επιστροφή του νου στον εαυτό του και η ένωσή του με τον Θεό.66 I. Η επιστροφή του νου στον εαυτό του...66 II. Η ένωση του νου με τον Θεό...71 ΕΠΙΛΟΓΟΣ...76 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...80 4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εργασία αυτή αποτελεί την εκπόνηση μιας διπλωματικής μελέτης, στην οποία ο πόνος ήταν πράγματι το βασικό της στοιχείο από την αρχή μέχρι το τέλος της. Πόνος σωματικός, διότι απαιτήθηκαν πολλές ώρες έρευνας και συγγραφής που απαιτούσαν μια πειθαρχία σκληρή ακόμη και στο σώμα. Πόνος πνευματικός, διότι το αντικείμενο στον μεγαλύτερο βαθμό του ήταν άγνωστο ή και όταν ακόμη ήταν γνωστό δεν ήταν με σαφήνεια ορισμένο, με αποτέλεσμα οι εσωτερικές γνωστικής φύσης ελλείψεις ή και συγκρούσεις να αυξάνουν την δυσκολία. Ο μεγαλύτερος όμως πόνος ήταν ψυχικός ή καλύτερα υπαρξιακός, διότι κατά την πορεία, και όσο οι έννοιες ξεκαθαρίζονταν, ολοένα και περισσότερο αναδεικνύονταν η ανεπάρκεια του γράφοντος να προσεγγίσει ένα τόσο βαθιά υπαρξιακό θέμα που έχει σχέση με την οντολογία του. Ένας αδόκιμος νους έπρεπε να γράψει δοκίμιο για την οντολογία του νου. Ένας νους νεκρωμένος να περιγράψει το πώς ο νους μπορεί να ζήσει. Ένας νους που συνήθως ψηλαφά την νέκρωσή του στην καθημερινότητά του, να μιλήσει για το πόσο ωραία είναι το να ζει κανείς. Σαν να λέμε ότι ένας παράλυτος στα πόδια περιγράφει την εμπειρία του τρεξίματος ή ένας τυφλός περιγράφει τα άστρα και το φως. Πολλές ήταν οι φορές που αισθάνθηκα ότι έπρεπε να σταματήσω, μα είχα αναλάβει μια υποχρέωση και έπρεπε να προχωρήσω. Πολλές φορές ήταν αυτές που μέσα σ αυτήν την αδυναμία η μοναδική διέξοδος ήταν η επίκληση του γλυκύτατου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού και του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος. Για έναν αδόκιμο όμως και σε μεγάλο βαθμό νεκρωμένο νου τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και τόσο εύκολα. Η επίκληση δεν έχει μαγικό χαρακτήρα που επιλύει άμεσα θέματα που απαιτούν προσπάθεια, καθαρότητα, έμπρακτη αγάπη του Θεού κι όχι μόνο φραστική. Το αποτέλεσμα εύχομαι να είναι καλό. Οφείλω βαθύτατες ευχαριστίες στον καλό Θεό που παρά τις φοβερές μου αδυναμίες δεν απαξίωσε να μου παράσχει την βοήθειά του, διότι θέλει «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» 1. Στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά γι αυτό που ήταν και συνεχίζει να είναι: δεν έμαθε και έγραψε, όπως προσπάθησα να κάνω εγώ, αλλά βίωσε την άκτιστη Ζωή χαρισματικά από την εδώ ζωή του και φυσικά συνεχίζει να τη ζει και θα την ζει αιωνίως, σκορπώντας αυτήν την Χάρη που έλαβε το σεπτό σκήνωμά του ως απόδειξη του αυθεντικού βιώματός του. Ευχαριστίες οφείλω στον 1 Α Τιμ. 2, 4. 5
καθηγητή μου κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη για το θέμα που τον φώτισε ο Θεός να μου δώσει και να με παιδέψει όσο δεν μπορεί ίσως να φανταστεί. Εύχομαι ο καλός Θεός να του ανταποδώσει πλουσίως το καλό που μου έκανε. Ευχαριστίες από βάθους καρδίας οφείλω και σε όλους όσοι αφανώς με στήριξαν και με στηρίζουν με τις ευχές τους, το αποτέλεσμα των οποίων το εισπράττω με εμπειρική βεβαιότητα. Τέλος, οφείλω βαθύτατες ευχαριστίες στη σύζυγό μου Νεφέλη όχι μόνο για την υπομονή που έκανε και κάνει για να μπορώ εγώ να ασχολούμαι και με τέτοιου είδους θέματα και σπουδές αλλά η κύρια ευχαριστία έγκειται στο γεγονός ότι από ειλικρινή αγάπη, κυρίως με τα έργα της και λιγότερο με τα λόγια της μου υπενθυμίζει την υπαρξιακή μου ανεπάρκεια, ζητώντας από μένα αυτές τις τόσο ωραίες αλήθειες στις οποίες εντρυφώ και για τις οποίες φίλοι ή και μαθητές μου πολλές φορές με θαυμάζουν, να γίνουν καθημερινή πρακτική, ώστε να αναδίδουν πράγματι μύρο ευωδίας. Όποιος από τους αναγνώστες αυτού του πονήματος ευαρεστηθεί με τα γραφόμενα, ας θυμηθεί, όπως προείπα άλλωστε, ότι τίποτε από αυτά δεν είναι δικό μου, αλλά του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να βιώσει και στη συνέχεια να αποτυπώσει τις διαχρονικές αλήθειες της Ορθόδοξης Πίστης στα έργα του. Εύχομαι στον αναγνώστη η εργασία αυτή να αναδειχθεί ένα ταπεινό «ορεκτικό» για να του ανοίξει την όρεξη και να φάει το «κυρίως πιάτο» από τις αστείρευτες πηγές των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Όποιος πάλι δυσαρεστηθεί από τα γραφόμενα, ας λάβει σοβαρά υπόψη ότι ένας αδόκιμος νους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιγράψει τις μεγαλειώδεις εμπειρικές αλήθειες της Πίστης μας χωρίς να τις βιώσει. Επομένως, ας πάει κατευθείαν στις πηγές, διότι από εκεί θα φάει φρέσκο φαγητό και θα πιεί το δροσερό νερό της Χάριτος που βίωναν οι Άγιοι του Θεού. Εν πάση όμως περιπτώσει όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της ανάγνωσης, ευχηθείτε για τον γράφοντα, όπως κι αυτός για σας, να μας αξιώσει ο Θεός να αποκτήσουμε δόκιμο νου, χαριτωμένο και ενωμένο εν πνεύματι με τον Πανάγαθο Θεό μας. Γιώργος Τακαρίδης Ιανουάριος 2011 6
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Χρήστου, Π. Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1966 1992. PG Patrologia Graeca, J. P. Migne, Paris 1857 1886 ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Θεσσαλονίκη 1981 2009. 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εργασία αυτή πραγματεύεται ένα θέμα δύσκολο και σε μεγάλο βαθμό δύστροπο, καθώς ασχολείται με θέματα που άπτονται της βαθύτερης υπαρξιακής δομής, λειτουργίας και πραγματικότητας του ανθρώπου. Οι επιστήμες της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της ιατρικής ή και οι πλέον σύγχρονες νευροεπιστήμες που ασχολούνται συστηματικά με τον άνθρωπο, τον εγκέφαλό του και τις αντιδράσεις του απέναντι στα διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος έχουν κάνει πραγματικά σπουδαία βήματα κατά την ανθρώπινη ή κατά κόσμον γνώση. Η μελέτη αυτή δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει τα σύγχρονα επιτεύγματα. Στόχος της είναι η παρουσίαση του ανθρώπου ως ολότητα, και κυρίως του ενδότατου πυρήνα της ύπαρξής του, του νου, μέσα από το έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο Άγιος περιγράφει τον άνθρωπο, το σώμα του, την ψυχή του, το νου του από τις γνώσεις που απορρέουν από τη ζώσα μέσα του παράδοση. Είναι γνήσιος φορέας της ευαγγελικής και της πατερικής παράδοσης αλλά ταυτόχρονα και της αγιοπνευματικής εμπειρίας είναι μύστης των μυστηρίων του Θεού και θεατής των αθεάτων. Δεν έχει «μάθει τα θεία» εγκεφαλικά αλλά «τα έχει πάθει» 2 σύμφωνα με έκφραση που χρησιμοποιεί στα κείμενά του. Κατ αυτόν τον τρόπο οι περιγραφές του δεν απεικονίζουν προσωπικές του απόψεις και αντιλήψεις αλλά τη διαχρονική και ενιαία αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας για τα θέματα αυτά. Κάθε τι που λέει το στηρίζει και παραπέμπει σε Αγιογραφικά χωρία και πολλές φορές σε μια πληθώρα πατέρων της Εκκλησίας όλων των εποχών. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ως εκ τούτου είναι διαφορετική από τις μεθόδους των επιστημών. Οι επιστήμες καταγράφουν τις εμπειρίες αισθητών ή νοητών αντικειμένων στον εγκέφαλο σε επίπεδο υλικό, βιολογικό, ψυχολογικό, φιλοσοφικό, τις μελετούν και καταλήγουν σε συμπεράσματα ασχολούνται εξ ορισμού τους με το επιστητό, δηλαδή με ο,τιδήποτε σχετίζεται με την κτίση και τον κτιστό κόσμο και επομένως ευκολότερα ή δυσκολότερα είναι μετρήσιμο. Η Ορθόδοξη Θεολογία χωρίς να παραθεωρεί αυτές τις εμπειρίες, εισάγει 2 «πάσχειν καὶ αὐτῷ τὰ θεῖα ψυχὴ ἡ τὰ θεῖα πεπονθυῖᾳ», Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,2, 12, Π. Χρήστου 1, 518, 18 19, ΕΠΕ 2, 314, 8 10. 8
την εμπειρία μίας άλλης διάστασης, ενός άλλου κόσμου, που δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τις επιστήμες πρόκειται για την εμπειρία του Θεού, για την εμπειρία της ακτίστου Χάριτος μια εμπειρία μη μετρήσιμη από οποιαδήποτε κτιστά μέσα, αλλά που μπορεί να βιωθεί, και να οδηγήσει στην απόκτηση μίας άλλου είδους γνώσης της γνώσης και γεύσης του Θεού από την οποία απορρέει γνώση και για τα κτιστά όντα άρα και για τον άνθρωπο και την οντολογία του πρόκειται για μία κατά Θεόν γνώση και προσέγγιση του θέματος. Πουθενά μέσα στο πολύτομο έργο του αγίου, αλλά και στο έργο οποιουδήποτε άλλου Πατέρα της Εκκλησίας δεν υπάρχει μία συστηματική πραγματεία για την οντολογία του νου. Δεν ενδιαφέρονταν οι άγιοι του Θεού για την οντολογία του ανθρώπου ή του νου σε επίπεδο γνωσιολογικό, φιλοσοφικό ή σε οποιοδήποτε άλλο εάν αυτό δεν είχε σχέση με τη βίωση του Θεού, τη μετοχή του ακτίστου στην καθημερινή τους ζωή. Πραγματευόμενοι άλλα θέματα που ανταποκρίνονταν σε ποικίλες ποιμαντικές ή θεολογικές ανάγκες της εποχής τους έγραψαν και για τον άνθρωπο και την οντολογία του, με μοναδικό τους σκοπό και στόχο να βοηθήσουν κι άλλους να γνωρίσουν αυτό το οποίο αυτοί γνώρισαν για τον εαυτό τους από την εμπειρία που είχαν κατά τη μετοχή τους στην άκτιστη δόξα του Θεού. Διότι όπως μας εξηγούν και θα αναπτύξουμε παρακάτω είναι αδύνατον να δει κανείς και να νοήσει τον νου του, αν δεν φωτιστεί από το άκτιστο φως του Θεού. Έτσι η οποιαδήποτε διατύπωσή τους καταγράφεται κάτω από την προοπτική της πορείας του ανθρώπου προς τον Θεό και της χαρισματικής μετοχής του στο άκτιστο. Εξαιτίας όλων των παραπάνω λόγων η αναζήτηση, κατανόηση, απομόνωση και σύνθεση των επιμέρους απόψεων σε μία πραγματεία ήταν και κοπιαστική και επίπονη. Δεν πρέπει όμως, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο η δυσκολία να αποθαρρύνει κανέναν, γιατί όπως λέει, κι αν κάτι είναι δυσνόητο και δεν γίνεται εύκολα κατανοητό από την επιπόλαια διάνοια, νομίζω ότι δεν πρέπει να το ρίχνουμε έξω από την ιερή αυλή, διότι ούτε και την οδό που οδηγεί στην ζωή την αποφεύγουμε επειδή είναι στενή και δύσκολη στο να τη βαδίσουμε 3. 3 «κἂν δυσξύμβλητον ὂν τυγχάνῃ τι τῶν λεγομένων καὶ τῷ μετεώρῳ τῆς διανοίας οὐ ῥᾳδίως ληπτόν, οὐκ ἔξω ῥιπτεῖν, οἴομαι, τῆς ἱερᾶς αὐλῆς ἐπεὶ μηδὲ τὴν πρὸς τὴν ζωὴν ἀπάγουσαν ἐκκλίνομεν, ὅτι στενὴ καὶ δυσχερὴς ἀνῦσαι». Ομιλία ΝΓ, Εις την είσοδον της Θεοτόκου, 54, ΕΠΕ 11, 332. 9
1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 1.1. Η οντολογία της ζωής Τι είναι η ζωή; Τι ζωή έχει ο Θεός και τι ζωή ο άνθρωπος, οι άγγελοι, τα ζώα; Ερωτήσεις βαθύτατα υπαρξιακές που σχετίζονται άμεσα με την οντολογία μας και την οντολογία του νου που πραγματευόμαστε στην μελέτη αυτή. Ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ότι ζωή είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός τόσο κατά την φύση του, όσο και κατά την ενέργειά του. Είναι και έχουν ζωή κατά φυσικό τρόπο, στην ουσία τους τόσο ο Πατήρ, όσο και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εφόσον την έχουν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά εντελώς ελεύθερα και απόλυτα ο καθένας καθεαυτόν. Είναι δηλαδή ζωή και έχουν ζωή χωρίς να την οφείλουν σε κάποια άλλη αιτία, αλλά μόνο στον εαυτό τους. Είναι η μία και μόνη άκτιστη αυτοζωή 4. Έχει όμως η τρισυπόστατη Θεότητα την ζωή και ως ενέργειά της, διότι μας ζωοποιεί και είναι η ζωή όλων των ζώντων υπάρξεων. Η ζωή επομένως κάθε κτιστής λογικής φύσης είναι αποτέλεσμα της κατά φύσιν άκτιστης ενέργειας του Θεού κι όχι της μετάδοσης της ουσίας του, διότι την ουσία κανείς δε μπορεί να τη λάβει 5 σύμφωνα με τον άγιο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «εμείς ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι και ζωή μας κατ αιτία και κατ ενέργεια και ότι αυτός καθ εαυτόν είναι ζωή ασχέτως 4 «ὁ Θεός, αὐτοζωὴ ὤν καὶ ὅλως ζωὴ καὶ ζωῆς παντοίας αἴτιος, τῆς τε ἐν χρόνῳ καὶ τῆς ἐν αἰῶνι, καὶ μάλιστα τῆς ἀϊδίου καὶ θεοειδοῦς». Ομιλία ΛΑ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 12, PG 151, 396B, ΕΠΕ 10, 292. 5 Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 106, 17, ΕΠΕ 7, 156, 3. Τα υπόλοιπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή αποτελούν μία σύνοψη των γραφομένων από τον άγιο στα κεφάλαια 5, 6 του ιδίου έργου. 10
και εντελώς απολύτως, και δεχόμαστε ότι αυτός έχει και τα δύο ακτίστως, όπως επίσης και ο Πατήρ και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως και η ζωή μας αυτή από την οποία, ως αιτία των ζώντων, ζωοποιούμαστε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα» 6. Καμία άλλη ζωή δεν είναι άκτιστη αυτοζωή. Κάθε άλλη ζωή είναι κτιστή κι έχει την αιτία της στην τρισυπόστατη Θεότητα έχει αρχή, δεν είναι άχρονη και αΐδια, όπως είναι η ζωή του Θεού. Παρόλα αυτά όμως κατά τον άγιο κάθε λογική και νοερή φύση είτε αγγελική είναι αυτή είτε ανθρώπινη έχει ως ουσία της τη ζωή 7. Το αποτέλεσμα της ζωοποιού ενέργειας του Θεού είναι η δημιουργία ζώντων λογικών υπάρξεων, που έχουν τη ζωή πλέον ως ουσία τους και εξαιτίας αυτού αδυνατούν να πεθάνουν. Επομένως οι λογικές και νοερές φύσεις διαμένουν κατά την ύπαρξή τους εξίσου αθάνατες χωρίς να επιδέχονται διαφθορά 8. Έχουν ζωή καθεαυτές, εφόσον η ζωή δεν θα μπορούσε να λέγεται ουσία καθεαυτήν αναφορικά με ο,τιδήποτε άλλο 9. Συνεχίζοντας ο Άγιος στην ίδια πραγματεία του εξηγεί πως η ανθρώπινη νοερή και λογική φύση έχει και ως ουσία της τη ζωή, αλλά και ως ενέργεια, εφόσον ζωοποιεί και το συνημμένο σ αυτήν σώμα, σε αντίθεση με τους αγγέλους που έχουν ως ουσία τους τη ζωή αλλά όχι και ως ενέργεια, εφόσον δεν έχουν σώμα για να το ζωοποιήσουν 10. Όσο για τα άλογα ζώα εξηγεί πως δεν έχουν ως ουσία τους την ζωή αλλά μόνο ως ενέργεια, εφόσον αυτή δεν υφίσταται καθεαυτήν αλλά μόνο σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι η ψυχή τους συνδιαλύεται, όταν λύεται το σώμα τους, διότι δεν είναι λιγότερο θνητή από το σώμα, εφόσον δεν έχει ως ουσία της την ζωή. Φαίνεται η ψυχή αυτή να μην έχει τίποτε άλλο εκτός από τα ενεργούμενα δια του σώματος τίποτε πέρα από την βιολογική του ζωή θα λέγαμε 11. Απεναντίας η ψυχή του ανθρώπου έχει με σαφήνεια και άλλη ζωή πέραν της σωματικής, βιολογικής ζωής. Πρόκειται για την εσωτερική ζωή της ψυχής, τη νοερή και λογική ζωή που είναι ανεξάρτητη σε μεγάλο βαθμό από την βιολογική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση η μία με την άλλη, εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι ούτε μόνον υλικός ούτε μόνον άϋλος, αλλά το συναμφότερον, σώμα και ψυχή. 6 Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 7, Π. Χρήστου 4, 106, 27 107, 1, ΕΠΕ 7, 156, 13 19. Επαναλαμβάνονται ακριβώς τα ίδια στο έργο Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, PG, 150, 1200 A B, ΕΠΕ 8, 212, 21 27. 7 «πᾶσα λογικὴ καὶ νοερὰ φύσις, εἲτ ἀγγελικὴν εἴποι τὶς εἲτ ἀνθρωπίνην, οὐσία ἔχει τὴν ζωήν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ, ΕΠΕ 8, 106, 24 25. 8 «δι ἥν καὶ διαμένει ἐπίσης καθ ὕπαρξιν ἀθάνατος, διαφθορὰν οὐκ ἐπιδεχομένη». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ, ΕΠΕ 8, 106, 25 26. 9 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ, ΕΠΕ 8, 108, 2. 10 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ, ΕΠΕ 8, 106, 28 108, 5. 11 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 31, PG, 150, 1140D, λα, ΕΠΕ 8, 108, 12 19. 11
Έτσι, όταν το σώμα λύεται, πεθαίνει, αυτή δεν συνδιαλύεται αλλά παραμένει αθάνατη, εφόσον έχει ως ουσία της την ζωή 12. Τι είδους ζωή είναι όμως αυτή; Διότι δεν παύει να είναι κτιστή άρα και εξαρτημένη από την αιτία της παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει καθεαυτήν. Και τι είναι τότε ο θάνατος; Γιατί το σώμα πεθαίνει; Υπάρχει θάνατος της ψυχής κι αν ναι, τι είναι αυτός; Σπεύδοντας σε καταφατική δήλωση ότι δηλαδή ναι, υπάρχει και ψυχικός θάνατος, τι σημαίνει αυτό που λέει ο άγιος ότι η ψυχή παραμένει αθάνατη μετά τον σωματικό θάνατο και θα παραμείνει αθάνατη στους αιώνες, εφόσον έχει ως ουσία της τη ζωή; 1.2. Το φαινόμενο του θανάτου Ο θάνατος κατά τον Άγιο δεν υπάρχει με την έννοια του αφανισμού, της μετάβασης σε κατάσταση ανυπαρξίας. Εφόσον η ψυχή έχει στην ουσία της την ζωή, είναι κατά μετοχή της ζωής αθάνατη. Έτσι δεν τον προβληματίζει ιδιαίτερα ο θάνατος του σώματος. Αυτόν τον ονομάζει φυσικό θάνατο, τον θεωρεί φυσικό επακόλουθο της πτώσης και μάλιστα καρπό της φιλανθρωπίας του Θεού 13. Η αιτία όμως του σωματικού θανάτου τον απασχολεί ιδιαίτερα. Κι η αιτία αυτή δεν είναι άλλη από τον ψυχικό θάνατο που επήλθε μετά την παράβαση της ζωτικής εντολής στον παράδεισο. Τι είναι όμως αυτός ο ψυχικός θάνατος; Ο Άγιος ορίζει τον ψυχικό θάνατο ως αλλοτρίωση της εν Θεώ ζωής 14 την οποία ζούσε ο άνθρωπος πριν από την παράβαση της «ζωούσης ἐντολῆς» 15. Η ζωή που ζει μετά την πτώση δεν αποτελεί πλέον αληθινή ζωή, εφόσον απουσιάζει από αυτήν η όντως ζωή, ο Θεός. Η απουσία αυτή δεν είναι λεκτικού, συμβολικού ή ακόμα και τοπικού χαρακτήρα δεν νοείται μόνο ως μία απλή απομάκρυνση του Αδάμ από τον παράδεισο, 12 «ὁρᾶται ἔχουσα τὴν λογικὴν καὶ νοερὰν ζωήν, φανερῶς ἑτέραν οὖσαν παρὰ τήν τοῦ σώματος καὶ τῶν ὅσα διὰ τοῦ σώματος δι ὃ καὶ λυομένου τοῦ σώματος αὕτη οὐ συνδιαλύεται πρὸς δὲ τῷ μὴ συνδιαλύεσθαι καὶ ἀθάνατος διαμένει, ὡς μὴ πρὸς ἕτερον ὁρωμένην, ἀλλ οὐσίαν ἔχουσα τὴν καθ αὑτὴν ζωήν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 32, PG, 150, 1140D, λβ, ΕΠΕ 8, 108, 24 29. 13 Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 69. 14 «Τοῦτο γὰρ ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος, ἡ τῆς ἐν Θεῶ ζωῆς ἀλλοτρίωσις. Καὶ οὗτος ὄντως δεινὸς θάνατος ὁ δὲ μετ αὐτόν, δηλαδὴ τοῦ σώματος, μετ αὐτὸν εὐκταιότατος φιλανθρωπία γάρ ἐστι θεία». Περί μεθέξεως, 8, Π. Χρήστου 2, 13 16, ΕΠΕ 3, 224, 33 226, 3. 15 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 47, PG, 150, 1152Β, μζ, ΕΠΕ 8, 132, 13. 12
οπότε έχασε την ευκαιρία να συναντιέται και να συνομιλεί με τον Θεό, αλλά έχει βαθύτατα υπαρξιακό, οντολογικό χαρακτήρα. Έχασε ο άνθρωπος την άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού με την οποία ήταν ντυμένος. Έχασε την δόξα της τρισυπόστατης Θεότητας, που την φορούσε ως φωτεινό ένδυμα και του επλήρωνε και του καταξίωνε την ύπαρξη. Έχασε τον φωτεινό, χαριτωμένο χιτώνα του και τότε μόνον αισθάνθηκε την γύμνια του. Μήπως μέχρι τότε φορούσε ενδύματα στο σώμα του; Όχι βέβαια. Τότε όμως αντιλήφθηκε πως ήταν γυμνός και κρύφτηκε, όταν απώλεσε το ένδυμα της Θεότητας, το ένδυμα της πραγματικής ζωής 16. Αυτήν την απώλεια της Θείας δόξας από το είναι του ανθρώπου αποκαλεί ο Άγιος ψυχικό θάνατο ή νέκρωση του πνεύματος και αυτός είναι ο λόγος που τον αποκαλεί δεινό θάνατο. Επομένως ζωή έχει και θα έχει χωρίς τέλος, χωρίς λήξη κάθε λογική φύση που δημιουργήθηκε εκ του μη όντος, ανθρώπινη ή αγγελική. Όμως αληθινή ζωή είναι μόνον η ένθεη, η χαριτωμένη από την άκτιστη Θεία Χάρη, «ἡ κεχαριτωμένη θείως» 17. Στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη, της γράφει: «Γνώριζε αγία γερόντισσα ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής που είναι από την φύση της αθάνατη» 18. Της εξηγεί ότι, όπως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα ορίζει τον θάνατο του σώματος, έτσι και ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή ορίζει τον θάνατο της ψυχής. Κι αυτόν θεωρεί ως τον κυρίως θάνατο, τον ψυχικό. Αυτόν τον θάνατο εξηγεί πως εννοούσε ο Θεός στον παράδεισο, όταν παράγγειλε στον Αδάμ να μη φάει από τον απαγορευμένο καρπό, διότι θα πεθάνει. Κι έτσι τελικά θανατώθηκε η ψυχή του, όταν αυτός παρέβη την εντολή και χωρίστηκε από τον Θεό 19. Στον λόγο του περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος θέτει την ερώτηση τι ήταν η πνοή ζωής που ενεφύσησε ο Δημιουργός στον πρώτο άνθρωπο. Κι απαντάει ότι ήταν αυτή που έδωσε στον άνθρωπο ζωντανή 16 «Ὁμονοήσαντες δὲ τῷ Σατὰν οἱ τοῦ γένους προπάτορες, παρὰ γνώμην τοῦ κτίσαντος, γυμνωθέντες τῶν ἐκ τῆς ἄνωθεν αἴγλης φωτεινῶν καὶ ζωτικῶν ἐνδυμάτων, νεκροί, φεῦ, ὡς ὁ Σατὰν καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα γεγόνασιν». Ομιλία ΛΑ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 13, PG 151, 396D, ΕΠΕ 10, 292 294. 17 Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Β, 8, Π. Χρήστου 1, 85, 10, ΕΠΕ, 1, 196, 26. 18 «Ἴσθι τοίνοιν, ἱερὰ πρεσβύτις, ὅτι καὶ ψυχῆς ἐστι θάνατος τῆς ἀθανάτου φύσει». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 8, PG, 150, 1048Α, ΕΠΕ 8, 354, 20 22. 19 «καθάπερ γὰρ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος θάνατός ἐστι τοῦ σώματος, οὕτως ὁ χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς ψυχῆς θάνατός ἐστι τῆς ψυχῆς, καὶ οὗτός ἐστι κυρίως θάνατος, ὁ τῆς ψυχῆς. Τοῦτον γὰρ ἐδήλου καὶ διὰ τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ ἐντολῆς, ὅτε ἔλεγεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀδάμ ἣ δ ἂν ἡμέρα φάγῃς ἀπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου ξύλου, θανάτῳ ἀποθανῇ (Γεν. 2, 17). Τότε γὰρ ἐθανατώθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, διὰ τῆς παραβάσεως χωρισθεῖσα τοῦ Θεοῦ». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 9, PG, 150, 1048C, ΕΠΕ 8, 356, 10 17. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 67. 13
ψυχή, αείζωη, αθάνατη, που την ταυτίζει με την λογική ψυχή, αλλά ταυτόχρονα την κατέστησε και χαριτωμένη από τη Θεία Χάρη. Αυτό είναι το κατ εικόνα ή ακόμη και το καθ ομοίωσιν 20. Τονίζει λοιπόν ο άγιος ότι η λογικότητα της ψυχής ως απόρροια του κατ εικόνα εξασφαλίζει την αθανασία της αυτό όμως αποτελεί το κατά φύσιν της λογικής ψυχής. Γι αυτό συνεχίζοντας λέει ότι η πνοή της ζωής δεν έδωσε στην ψυχή μόνο τη λογικότητα και την αθανασία, αλλά την επλήρωσε με την Θεία Χάρη, γεγονός που την κατέστησε ὄντως ζῶσα. Η όντως ζωή επομένως είναι η εμφορούμενη την άκτιστη Χάρη, τη δόξα της Τριαδικής Θεότητας. Αυτής της δόξας εξέπεσε ο άνθρωπος με την πτώση και ακολούθησε μια ζωή άχαρις, χωρίς την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, μια ζωή χωρίς τη Ζωή, μια ζωή που είναι θάνατος. Γι αυτό και ο Άγιος αυτή την ζωή την ονομάζει όντως δεινό θάνατο και κυρίως θάνατο και πονάει και μας ελεεινολογεί για τη ζημία που πάθαμε, από ποια κατάσταση σε ποια μεταβληθήκαμε. Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι αυτοζωή και αιτία κάθε είδους ζωής, τόσο της εν χρόνω που ζούμε τώρα όσο και της δικής του αϊδίου αλλά και της δικής μας επίσης αϊδίου ζωής που μπορούμε να ζήσουμε με χαρισματικό τρόπο, κατά μέθεξη, ως πρόγευση από τώρα με τη μορφή του αρραβώνα και στο μέλλοντα αιώνα με πληρότητα. Αυτός ο Θεός δεν έκανε τον θάνατο αλλά ούτε και τον παρήγγειλε να γίνει. Αρχικά ο Σατανάς κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου του εγκατέλειψε την αληθινή ζωή, έχασε το άκτιστο ζωοποιό φως που τον καθιστούσε Εωσφόρο, νεκρώθηκε το πνεύμα του και στη συνέχεια παρέσυρε και τον άνθρωπο σε κοινωνία της νέκρωσής του. Έτσι κατέληξε κι ο άνθρωπος στη νέκρωση αρχικά του πνεύματός του καθιστώντας το και νεκροποιό, το οποίο μετέδωσε στη συνέχεια την νέκρωση αυτή και στο σώμα του 21. Η γύμνωση από τα φωτεινά και ζωτικά ενδύματα που προέρχονται από τη θεϊκή δόξα, την άκτιστη Θεία Χάρη ορίζει και την ζωή που είναι συνυφασμένη με το 20 «Τὶ δὲ ἐνεφύσησε; Πνοὴν ζωῆς. Τί ἐστι πνοὴν ζωῆς; Ψυχὴν ζῶσαν (Γεν. 2, 7). Διδασκέτω σε Παῦλος ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν (Α Κορ. 15, 45). Τὶ δέ ἐστι ζῶσαν; Ἀείζωον, ἀθάνατον, ταὐτὸν δ εἰπεῖν λογικὴν ἡ γὰρ ἀθάνατος λογική καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γὰρ ἡ ὄντως ζῶσα ψυχή. Τοῦτο δὲ τῷ κατ εἰκόνα ταὐτόν, εἰ δὲ βούλει καὶ καθ ὁμοίωσιν. Ὢ τῆς ζημίας, ἐκ τίνος εἰς τὶ μετεβάλομεν». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 8, Π. Χρήστου 1, 85, Β ΕΠΕ, 1, 196, 22 28. 21 «καὶ τοῦτον τοίνυν τόν τοῦ σώματος θάνατον, ὁ Θεὸς οὔτε ἔδωκεν, οὔτε ἐποίησεν οὔτε προσέταξε γενέσθαι Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, ἐπεὶ τὴν ἀρχὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπηυτομόλησε, στερεῖται τῆς ἀγαθῆς καὶ ὄντως ζωῆς, ἀπωσθεὶς ταύτης δικαίως ἧς ἀπέδρα φθάσας αὐτός, καὶ νεκρὸν γίνεται πνεῦμα, οὐ κατ οὐσίαν, οὐ γάρ ἐστιν οὐσία νεκρότητος, ἀλλὰ κατὰ ἀποβολὴν τῆς ὄντως ζωῆς Ἐπεὶ δ ὁ Σατᾶν οὐ νεκρόν ἐστι πνεῦμα μόνον, ἀλλὰ καὶ νεκροῦν τοὺς ἐγγίζοντας, τοῖς δὲ μετασχοῦσι τῆς ἐκείνου νεκρώσεως καὶ σῶμα παρῆν ἑκατέρῳ, δι οὗ καὶ συνεπεράνθη πρὸς ἔργον ἐλθοῦσα ἡ νεκροποιὸς συμβουλή, μεταδιδόασι καὶ τοῖς οἰκείοις σώμασι τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ γεγονότα πνεύματα τῆς νεκρώσεως». Ομιλία ΛΑ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 12, 13, PG 151, 396C,D, ΕΠΕ 10, 292 294. 14
θάνατο αντίθετα η ένδυση της θεϊκής δόξας, η κοινωνία Θεού ανθρώπου δια της ακτίστου Χάριτος, της ακτίστου ενεργείας, της θείας δόξας ορίζει την όντως ζωή. Πάνω στην διάκριση αυτή ερμηνεύει ο άγιος την κατάσταση που θα επικρατεί και στον μέλλοντα αιώνα. Ζωή θα ονομάζεται η ζωή της απόλαυσης της αιώνιας βασιλείας του Θεού και η κοινωνία μαζί Του, ενώ θάνατος θα είναι εκείνη η χωρίς Θεό ζωή, δηλαδή η αιώνια κόλαση 22. Η ποιότητα της ζωής του καθενός στον μέλλοντα αιώνα είναι κάτι που καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο και από την εδώ ζωή του, εφόσον αυτεξουσίως 23 ο καθένας επιλέγει τον τρόπο, τον δρόμο και την ζωή που αγαπάει. Για τον άγιο εάν κάποιος δεν σπεύδει να αποκτήσει την αληθινή ζωή, την «κεχαριτωμένην θείως» 24 εδώ στην επίγεια πορεία του, δεν πρέπει να απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την λάβει εκεί, ελπίζοντας στην φιλανθρωπία του Θεού 25. Διότι η αληθινή ζωή δεν είναι κάτι που δωρίζεται με μαγικό τρόπο, αλλά κάτι που βεβαίως δωρίζεται σ αυτούς που την ποθούν και συνεργούν προς την κατεύθυνση αυτή. Με τις παραπάνω τοποθετήσεις του αγίου περί ζωής και θανάτου αίρεται η αρχική φαινομενική αντίφαση από την θέση του ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αθάνατος εφόσον έχει ως ουσία του την ζωή 26. Πράγματι ο άνθρωπος είναι φύσει αθάνατος αλλά στην ατελεύτητη ζωή του θα ζει είτε ως συζευγμένος, ως ένα πνεύμα με τον Θεό, είτε ως διαζευγμένος με αυτόν. Κι αυτός είναι ο κυρίως θάνατος, «ο δεύτερος και αδιάδοχος θάνατος» 27, «το να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη» 28. 22 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 11, PG, 150, 1049Α, ΕΠΕ 8, 358, 12 15. 23 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 17, PG, 150, 1053Α, ΕΠΕ 8, 364, 27 28. 24 Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 8, Π. Χρήστου 1, 85, 10, ΕΠΕ, 1, 196, 26. 25 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 16, PG, 150, 1052C, ΕΠΕ 8, 364, 6 8. 26 Σε άλλη συνάφεια και σε απάντηση προς κατηγόρους του ότι οι διατυπώσεις του για το ίδιο θέμα είναι αντιφατικές, ο άγιος απαντάει: «Διότι το να λέγει πότε τούτο και πότε εκείνο, όταν και τα δύο είναι αληθινά, είναι γνώρισμα κάθε ανθρώπου που θεολογεί με ευσέβεια».εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 12 13, ΕΠΕ 7, 154, 27 28. 27 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 15, PG, 150, 1052B, ΕΠΕ 8, 362, 24 25. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 68. 28 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 12, PG, 150, 1049B, ΕΠΕ 8, 358, 19 20. 15
2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ Ο άνθρωπος κατά την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση είναι μία ολότητα. Είναι αδόκιμο επομένως αλλά και επικίνδυνο να παρουσιαστεί ένα μέρος του ανθρώπου ξεκομμένα και αυτόνομα χωρίς την λειτουργική συσχέτιση των επιμέρους μερών, τα οποία δε μπορούν να νοηθούν αυτονομημένα. Δεν είναι ο άνθρωπος μια μηχανή που αποτελείται από κάποια επιμέρους τμήματα που συναρμολογούνται για να δώσουν το όλον. Υπάρχει μια άρρηκτη σχέση ένας «μυστικός» εσωτερικός σύνδεσμος τέτοιος ώστε, όταν πάσχει ένα μέρος να συν πάσχουν όλα, κι όταν αυτό υγιαίνει να μεταδίδει αυτή την υγεία στον σύνολο άνθρωπο. Η όποια ανάλυση επομένως δε γίνεται για να διαιρέσει το όλον, αλλά για να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόησή του. Με βάση αυτήν την τοποθέτηση δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ο νους και η οντολογία του ανεξάρτητα από τις έννοιες άνθρωπος, σώμα, ψυχή. Έτσι παρακάτω θα γίνει μία κατά το δυνατόν σύντομη αναφορά σ αυτές τις έννοιες, προκειμένου στη συνέχεια να δοθεί έμφαση στον εσώτατο πυρήνα του είναι του ανθρώπου, τον νου του. Κατανοώντας τις έννοιες αυτές ουσιαστικά κατανοούμε τα οντολογικά δεδομένα, τις φυσικές δυνατότητες και προδιαγραφές του ανθρώπου κι απομένει σε μας να τις ενεργοποιήσουμε ή να τις αδρανοποιήσουμε και να καθορίσουμε με τον τρόπο αυτό συνειδητά την προσωπική πορεία μας. 16
2.1. Ο άνθρωπος ως ενιαία οντότητα I. Τα κατά φύσιν χαρακτηριστικά του Ο άνθρωπος κατά την Γραφή και τους πατέρες είναι διφυής αποτελούμενος από σώμα και ψυχή, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό άνθρωπο 29 κατά τον Άγιο Γρηγόριο. Το σώμα αποτελεί το υλικό μέρος του ανθρώπου και η ψυχή το άϋλο. Τόσο όμως το ένα όσο και το άλλο είναι κτιστά και σχετίζονται με το κατά φύσιν του ανθρώπου. Η ψυχή διαιρείται στο άλογο μέρος της ή παθητικό και στο λογικό μέρος της που είναι ο νους του ανθρώπου. Το λογικό μέρος είναι αυτό που κυρίως φέρει το κατ εικόνα της Αγίας Τριάδας και διακρίνεται σε νου, λόγο και πνεύμα, εικονίζοντας τον τριαδικό Θεό 30 ο οποίος ενώ είναι ένας διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι και ο ανθρώπινος νους είναι ένας αλλά διακρίνεται σε τρία, χωρίς αυτά να αποτελούν υποστάσεις. Στην περιγραφή της Γένεσης φαίνεται καθαρά μια ιδιαίτερη πράξη της Αγίας Τριάδας κατά την δημιουργία του ανθρώπου. Ενώ όλα τα άλλα κτίσματα δημιουργούνται με μόνο τον λόγο του Θεού, με ένα πρόσταγμα, το «γενηθήτω και εγένετο ούτως» 31, για τον άνθρωπο υπάρχει ιδιαίτερη φροντίδα και αξιώνεται ιδιαίτερης τιμής. Ο Άγιος εκφράζοντας την διαχρονική αυτή θέση της Εκκλησίας εξηγεί ότι είναι τόση η φροντίδα και η τιμή που αξιώθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό, ώστε να προηγηθεί γι αυτό βουλή δηλαδή σκέψη και απόφαση και να πλαστεί από το χέρι του Θεού και κατ εικόνα του Θεού 32. Η δημιουργία όλης της αισθητής κτίσης προηγήθηκε του ανθρώπου, διότι ετοιμάστηκε ώστε να υποδεχτεί τον άνθρωπο, όπως ακριβώς συνέβη και με την βασιλεία των ουρανών ετοιμάστηκε γι αυτόν, πριν από αυτόν, από την καταβολή του κόσμου. Το σώμα δόθηκε στον άνθρωπο από την ύλη και τον αισθητό κόσμο, ενώ η ψυχή αν και κτιστή δόθηκε από τα υπερκόσμια ή μάλλον από τον ίδιο τον Θεό με απόρρητο εμφύσημα. Το αποτέλεσμα αυτού του απόρρητου 29 «Διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, τὸ σῶμα λέγω, καὶ ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος,ἡ ψυχὴ δηλονότι». Ομιλία ΙΑ, Εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, 18, PG 151, 137B, ΕΠΕ 9, 308, 4 5. 30 «Ἡ νοερὰ καὶ λογικὴ φύσις τῆς ψυχῆς, μόνη νοῦν ἔχουσα καὶ λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιόν, μόνη καὶ τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων μᾶλλον κατ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, παρ αὐτοῦ δεδημιούργηται». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG 150, 1148Β, λθ, ΕΠΕ 8, 118. 31 Γεν. 1, 3 ή 1, 6 Η έκφραση επαναλαμβάνεται σε κάθε πράξη δημιουργίας. 32 «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν». Γεν. 1, 26. 17
εμφυσήματος ήταν να καταστεί ο άνθρωπος ανώτερος του παντός και με ιδιαίτερα χαρίσματα δυνατότητες, όπως να εποπτεύει τα πάντα, να επιστατεί σε όλα, να γνωρίζει τον Θεό, να είναι δεκτικός του Θεού, και δεικτικότερος απ όλα τα κτίσματα της υπερβατικής μεγαλειότητας του τεχνίτη 33. Τόσο μεγάλη ήταν αυτή η τιμή που έγινε στον άνθρωπο, ώστε σ ένα τόσο μικρό σε μέγεθος πλάσμα να συγκεφαλαιωθεί ολόκληρη η κτίση, η ορατή και η αόρατη με έναν εντελώς παράδοξο και ακατανόητο τρόπο. Ο Θεός έπλασε έναν νέο «κόσμον ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους», δηλαδή τον άνθρωπο που έγινε το κόσμημα, το στολίδι και των δύο κόσμων, του ορατού και του αόρατου 34. Κι όχι μόνον αυτό αλλά παρά το μικρό μέγεθός του είναι «ὁ μείζων οὗτος ἐν μικρῷ κόσμος», δηλαδή τον αποκαλεί μεγάλο κόσμο μέσα στον μικρό, διότι ολόκληρη η κτίση είναι μόνο υλική και μεγάλη μόνο κατά το μέγεθος, ενώ αυτός αποτελεί «την συνδρομή του παντός», συμμετέχει δηλαδή μέσα του, στο είναι του, το υλικό και το άϋλο, το σωματικό και το ψυχικό, το αισθητό και το νοερό σε μια θαυμαστή συζυγία και αρμονία κι είναι μικρός στο μέγεθος αλλά μεγάλος στο αξίωμα 35. Κατά τον τρόπο αυτό παρομοιάζει την κτίση με βασιλικά ανάκτορα και τον άνθρωπο με βασιλικό σκεύος πολύτιμο και δυσεύρετο που φυλάσσεται μέσα στα ανάκτορα αυτά 36 τόσο πολύτιμο, ώστε κάποτε να χωρέσει μέσα του το αρχέτυπο 37. Δεν πλάστηκε λοιπόν ο άνθρωπος μόνο δεκτικός Θεού αλλά και ικανός να ενωθεί σε μία υπόσταση μαζί του 38, κάτι το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά την σάρκωση του Θεού Λόγου, όπου οι δύο φύσεις ενώθηκαν ασύγχυτα και αδιαίρετα σε μία υπόσταση και στη συνέχεια ολόκληρη η ανθρωπότητα μπορεί να μετέχει κατά Χάριν στην θεανθρώπινη αυτή φύση. 33 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 24, PG, 150, 1136D 1137Α, ΕΠΕ 8, 100, 10 24. 34 «Ὁ τῶν ἁπάντων ποιητὴς καὶ Δεσπότης πάντα ἐκ μὴ ὄντων ποιήσας δι ἀγαθότητα, μετὰ πάντα τὸν ἄνθρωπον ἀπειργάσατο παραδόξως εἰς ἕν καὶ βραχὺ πλάσμα συναθροίσας, καὶ οἷον συγκεφαλαιωσάμενος τὴν ἅπασαν κτίσιν. Διὸ καὶ ὕστατον τοῦτον ἐδημιούργησε, τῶν κόσμων ἀμφοτέρων ἐχόμενον καὶ ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦντα τοὺς κόσμους, τὸν ὁρατὸν τοῦτον λέγω καὶ τὸν ἀόρατον». Ομιλία ΚΣΤ, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 332C, ΕΠΕ 10, 152. Βλ. σχετικά και Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ, Έκδοση Β, Έκδοση Βιβλιοπωλείου Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1991, σελ. 39 40. 35 «Ἄνθρωπος γάρ, ὁ μείζων οὗτος ἐν μικρῷ κόσμος, ἡ συνδρομὴ τοῦ παντός, ὑπερέχει δὲ ἐκεῖνος μὲν τῷ μεγέθει, οὗτος δὲ τῇ συνέσει». Ομιλία ΝΓ, Εις την Είσοδον της Θεοτόκου, 55, ΕΠΕ 11, 330. 36 «καὶ οἷον ἐν βασιλείοις βασιλικὴ τις σκευὴ ποικίλη καὶ πολυτίμητος». Ομιλία ΚΣΤ, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154, 9 10. 37 «Οὐκοῦν καὶ ἡ ἀπ ἀρχῆς παραγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου δι αὐτόν, κατ εἰκόνα πλασθέντος τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῇ ποτε χωρῆσαι τὸ ἀρχέτυπον». Ομιλία Ξ, Εν τη εορτή των Φώτων, 20, ΕΠΕ 11, 532. 38 «ἀλλὰ καὶ δυνατὸν ἑνωθῆναι τούτῳ κατὰ μίαν ὑπόστασιν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 24, PG, 150, 1137Α, κδ, ΕΠΕ 8, 100, 25 26. 18
II. Το υπερφυές προσόν του απόρρητου εμφυσήματος Όλα όσα προειπώθηκαν για την δημιουργία του ανθρώπου σχετίζονται με το κατά φύσιν, δηλαδή με τον τρόπο που πλάστηκε ο άνθρωπος και τις προδιαγραφές που έχει ως κτίσμα. Οι προδιαγραφές αυτές όμως δεν δόθηκαν χωρίς λόγο από τον Θεό Λόγο, δεν δόθηκαν για να θαυμάζουμε και να υμνούμε το πλάσμα για το απαράμιλλο κάλλος του, αλλά δι αυτών να κινούμαστε προς τον Πλάστη μέχρις ότου δια της ακτίστου Χάριτός του ενωθούμε μαζί του και γίνουμε ένα με αυτόν χαρισματικά, κατά μέθεξη. «Διότι μόνος ο άνθρωπος από όλα τα επίγεια και ουράνια κτίστηκε σύμφωνα με την εικόνα του πλάστη, ώστε να βλέπει προς εκείνον και αυτόν να αγαπά και εκείνου μόνο να είναι μύστης και προσκυνητής και με την προς αυτόν πίστη και στροφή και διάθεση να συντηρεί την καλλονή του» 39. Δεν αρκούν επομένως τα φυσικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου για να τον τελειοποιήσουν. Μέχρις εδώ ο άνθρωπος είναι πλασμένος «καλός λίαν» 40, κατ εικόνα του Πλάστη, όχι όμως τέλειος, όχι και καθ ομοίωσιν. Έτσι ο Άγιος επισημαίνει ότι το απόρρητο εμφύσημα έδωσε και κάτι άλλο στον άνθρωπο που δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου, του κτιστού. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από την άκτιστη δόξα της Τριαδικής Θεότητας, τον φωτεινό χιτώνα της, την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι τελικά τριφυής, διότι είναι κτιστός και το τρίτο αυτό χαρακτηριστικό είναι άκτιστο, αποτελεί ένα επιπλέον δώρο που δεν εμφυτεύεται στην κτιστή φύση του, δεν αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό του 41. Απεναντίας είναι χαρακτηριστικό της Θεότητας και δεν είναι άλλο από την άκτιστη ενέργειά της, η οποία δίνεται με χαρισματικό τρόπο στον άνθρωπο και αποτελεί τον δίαυλο, την γέφυρα επικοινωνίας του κτιστού ανθρώπου με τον άκτιστο Θεό. Κατά τον Άγιο ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να είναι απλώς ένα κτίσμα ή το τελειότερο κτίσμα αλλά για να είναι και υιός του κατά το πνεύμα. Γι αυτό και το απόρρητο εκείνο και ζωαρχικό εμφύσημα έδωσε στον άνθρωπο μαζί με την ψυχή, και την άκτιστη Χάρη με τη μορφή αρραβώνα, ώστε αν αυτός φύλαγε την ζωτική εντολή να μπορούσε δια μέσου της Χάριτος να μετάσχει και της ένωσης με τον Θεό και να ζει αιώνια μαζί του αποκτώντας την πραγματική αθανασία 42. Το τρίτο αυτό 39 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 26, PG, 150, 1137C, κς, ΕΠΕ 8, 102, 17 21. 40 Γεν. 1, 31. 41 Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 52. 42 «ὡς ἐξ ἀρχῆς ὁ ἄνθρωπος οὐ κτίσμα μόνον ὑπῆρξε Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς ἐν πνεύματι, ὅ τηνικαῦτα καὶ διὰ τοῦ ζωαρχικοῦ ἐμφυσήματος αὐτῷ μετὰ ψυχῆς ἐδόθη. Ἐδόθη δὲ οἷον 19
χαρακτηριστικό που ολοκληρώνει τον άνθρωπο, τον θεώνει και τον καταξιώνει ως ύπαρξη, τον καθιστά πραγματικό ον εφόσον δι αυτού μετέχει στον όντως Όντα, δεν αποτέθηκε στην φύση ως κατά φύση προσόν του ανθρώπου. Αποτέθηκε όμως στην φύση του ένα εξαιρετικό οντολογικό χαρακτηριστικό, το αυτεξούσιο, δια του οποίου έχει την δυνατότητα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θέλει να ζήσει με ή χωρίς τον Θεό. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι που τον μεταβάλλει από ψυχικό, δηλαδή αποτελούμενο μόνο από σώμα και ψυχή, σε πνευματικό προσθέτοντας σ αυτόν την χάρη του επουρανίου Πνεύματος 43. III. Ο προπτωτικός και ο μετα την πτώση άνθρωπος Ο προπτωτικός άνθρωπος επομένως δεν είχε μόνο το κατ εικόνα, δεν ζούσε μόνο κατά την φύση του, με τα φυσικά του δηλαδή μόνο χαρίσματα, αλλά είχε και το υπερφυές, το άκτιστο στοιχείο μέσα του, που τον φώτιζε, τον λάμπρυνε, τον εκάλλυνε, τον ομοίωνε με τον Θεό είχε και το καθ ομοίωσιν: «Αυτής της θείας ελλάμψεως και λαμπρότητας ήταν και ο Αδάμ μέτοχος πριν από την παράβαση, στολισμένος πραγματικά με στολή ένδοξη, και δεν ήταν γυμνός αλλά ασύγκριτα ωραιότερος από εκείνους που φορούν τώρα τα διαδήματα τα στολισμένα με πολύν χρυσό και διαυγείς λίθους» 44. Έτσι σύμφωνα με τον Άγιο όταν πλάστηκε ο άνθρωπος, οι άγγελοι έβλεπαν σ αυτόν την με παράδοξο τρόπο ένωση της ψυχής με την αίσθηση και τη σάρκα αλλά κι όχι μόνο αυτό έβλεπαν έναν νέο Θεό κατά Χάριν, που έφερε σάρκα, νου και Πνεύμα. Τόσο πλημμυρισμένος και μεταμορφωμένος ήταν ο Αδάμ από την Χάρη του Θεού, ώστε να έχει πλήρες όχι μόνο το κατ εικόνα αλλά και το καθ ομοίωσιν 45. Η παράβαση της ζωτικής εντολής δημιούργησε νέα δεδομένα για τον άνθρωπο. Έχασε το Πνεύμα, το υπερφυές άκτιστο στοιχείο που τον καθιστούσε κατά Χάριν Θεό έχασε τον φωτεινό χιτώνα του κι έτσι ἀρραβών, ὡς εἴπερ τούτῳ προσανέχων τὴν ἐντολὴν φυλάξει, δι αὐτοῦ δυνηθείη καὶ τῆς πρὸς Θεὸν τελειωτέρας μετασχεῖν ἑνώσεως, δι ἧς ἔμελλε συνδιαιωνίζειν τῷ Θεῷ τῆς ἀθανασίας ἐπειλημμένος». Ομιλία ΝΖ, Τη Κυριακή των Πατέρων, 2, ΕΠΕ 11, 426. 43 «Ἄλλως τε καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καὶ γηΐνου σώματος». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 43, Π. Χρήστου 1, 454, ΕΠΕ 2, 202, 20,23. 44 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 67, PG, 150, 1168D, ξζ, ΕΠΕ 8, 158, 9 14. 45 «Ἑώρων οἱ τῶν ἀγγέλων ὀφθαλμοὶ τότε τὴν αἰσθήσει καὶ σαρκὶ συνημμένην τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ Θεὸν ἄλλον ἑώρων, μὴ γεγενημένον μόνον ἐπὶ γῆς δι ἀγαθότητα θείαν, νοῦν τε καὶ σάρκα τὸν αὐτόν, ἀλλὰ δι ὑπερβολὴν ταύτης καὶ κατὰ Θεοῦ χάριν μεμορφωμένον, ὡς εἶναι τὸν αὐτὸν σάρκα καὶ νοῦν καὶ Πνεῦμα καὶ τὸ κατ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν θείαν τὴν ψυχὴν ἔχειν ἐντελῶς». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 9, Π. Χρήστου 1, 85, Β ΕΠΕ, 1, 196 198. 20
σκοτίστηκε. Έμεινε μόνο με τα φυσικά χαρακτηριστικά του, μ αυτά που του προσέδιδε το κατ εικόνα. Χωρίς όμως το άκτιστο φώς που τον λάμπρυνε και τον ομοίωνε με τον Θεό, η εικόνα σκοτείνιασε, αμαυρώθηκε κι έχασε τα χαρακτηριστικά του λαμπρότατου κάλλους της. Έτσι σκοτεινιασμένη και μουτζουρωμένη έπαψε να δείχνει, να φανερώνει το αρχέτυπο κάλλος, την πηγή από την οποία προήλθε έχασε το καθ ομοίωσιν 46. Και το έχασε μέχρι που ο Θεός Λόγος, το Φως το αληθινό σαρκώθηκε κι «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» 47 μέχρι που αυτός για τον οποίο η αγαθότητα είναι φυσικό του χαρακτηριστικό, μας ελέησε δωρεάν κι έγινε «Πνεύμα ζωοποιό» 48. Στερήθηκε δηλαδή ο άνθρωπος το Φως αυτό από την πτώση του μέχρι που κατά την ημέρα της Πεντηκοστής η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος πέμφθηκε στον κόσμο και δια του Αγίου Βαπτίσματος ξαναδόθηκε η δυνατότητα σ αυτόν να φορέσει και πάλι χιτώνα φωτεινό, να ζωοποιηθεί και να ανακαινισθεί η φθαρμένη εικόνα του 49. IV. Ο βαπτισμένος άνθρωπος Το αποτέλεσμα του βαπτίσματος θεωρεί ο Άγιος Γρηγόριος ότι είναι να λάβει ο άνθρωπος την Χάρη, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό μέσα του 50, όχι βέβαια την ουσία του 51 αλλά την ουσιώδη ενέργειά του. Η Χάρις αυτή εγκαθίσταται στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου, στο πολύτιμο βασιλικό σκεύος 52 και δεν εγκαταλείπει πλέον τον άνθρωπο, όπως έγινε με τον 46 «Ταῦτʹ ἄρα καὶ μετὰ τὴν προγονικὴν ἐκείνην ἐν τῷ παραδείσῳ διὰ τοῦ ξύλου παράβασιν, καὶ πρὸ τοῦ σωματικοῦ τὸν τῆς ψυχῆς ἡμεῖς ὑποστάντες θάνατον, ὅς ἐστιν ὁ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ταύτης χωρισμός, τὸ καθ ὁμοίωσιν εἶναι θείαν ἀποβαλλόντες, τὸ κατ εἰκόνα οὐκ ἀπωλέσαμεν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG, 150, 1148Β, ΕΠΕ 8, 120, 5 9. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 53. 47 Ματθ. 4, 15. 48 Α Κορ. 15, 45. 49 «τὴν δ ἀφ ἑαυτῆς ζῶσαν ψυχὴν ἠμαύρωσεν ἀφῃρήμεθα τὸ θεῖον κάλλος, ἐστερήμεθα τῆς θείας μορφῆς, τὸ φῶς ἀπεβάλομεν, τὴν πρὸς αὐτὸ τὸ ἀνωτάτω φῶς ὁμοιότητα διεφθείραμεν περιβαλόμεθα τὸν ζόφον ὡς ἱμάτιον, φεῦ, καὶ ὡς διπλοΐδα τὸ σκότος ἐνεδεδύμεθα. Ἀλλ ἠλέησε δωρεάν, οὗ φύσις ἡ ἀγαθότης καὶ ὁ δι αὐτὴν ἔλεος καὶ δι ἐμὲ τὸν πεσόντα κατῆλθε καὶ γέγονε, καθά φησιν ὁ ἀπόστολος εἰς Πνεῦμα ζωοποιοῦν ὡς ἂν ζωοποιήσας ἀνακαινίσῃ τὴν ἀμαυρωθεῖσαν εἰκόνα». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 9, Π. Χρήστου 1, 85, Β ΕΠΕ, 1, 198, 12 16. 50 «αὐτός ὁ Θεὸς ἐστιν ἡ χάρις, ἥν ἐπὶ τοῦ θείου Βαπτίσματος λαμβάνομεν». Λόγος Αντιρρητικός Γ 8, 24, Π. Χρήστου 3, 180, ΕΠΕ 5, 406, 4 5. 51 Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 106, 17, ΕΠΕ 7, 156, 3. 52 Ομιλία ΚΣΤ, Εν τω καιρώ του θέρους, 1, PG 151, 333Α, ΕΠΕ 10, 154, 9 10. 21
Αδάμ αλλά παραμένει μέσα του ακόμη κι αν αμαρτήσει ο άνθρωπος λόγω της φιλανθρωπίας του παρέχοντος. Βέβαια τότε μπορούμε να μιλάμε για μία ασθενούσα ψυχή, διότι με την αμαρτία χάνεται και η υγεία της ψυχής και η καθαρότητά της 53. Έτσι μετά την Πεντηκοστή μπορούμε να μιλάμε για δύο τύπους ανθρώπων επί της γης. Ο πρώτος τύπος αντιστοιχεί σ αυτούς που ζούνε όπως ζούσε ο άνθρωπος από την πτώση μέχρι την Πεντηκοστή, δηλαδή μόνο με τα κατά την φύση γνωρίσματα και χαρακτηριστικά τους, που οφείλονται στο κατ εικόνα αυτό το οποίο δεν έχασε ποτέ κανείς, παρά μόνο αμαυρώθηκε από την απώλεια του φωτεινού χιτώνα της Χάριτος. Ο δεύτερος τύπος αντιστοιχεί σ αυτούς που με το βάπτισμα ξαναπήραν τον Θεό μέσα τους. Το ανάκτορο υπήρχε η κτίση, το βασιλικό σκεύος υπήρχε ο άνθρωπος, έλειπε όμως ο βασιλιάς διότι αυτό το αξίωμα δυστυχώς με την πτώση είχε χαθεί 54. Απέμενε να επανεγκατασταθεί ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων στον προετοιμασμένο θρόνο του 55, ώστε να επαναφέρει τον άνθρωπο στο πρότερό του αξίωμα. Ο βαπτισμένος άνθρωπος κατά τον Άγιο έχει την πολύτιμη βοήθεια της Χάριτος μέσα του, που τον καθιστά δυνατό και ευκίνητο όταν αυτός αυτεξουσίως αποφασίσει να μετανοήσει και να κινηθεί κατά το δυνατό στον πραγματικά δικό μας οίκο, στους αιώνιους και ουράνιους τόπους διαμονής 56. Ο μη βαπτισμένος κάνει την όποια προσπάθεια βελτίωσής του με μόνα τα φυσικά προσόντα που του παρέχει το κατ εικόνα και την εξωτερική βοήθεια του Θεού. Γίνεται επομένως αντιληπτή η τεράστια διαφορά ανάμεσα στην οντολογία του παλαιού, του ψυχικού ανθρώπου και στην νέα οντολογία του ανακαινισμένου από το Άγιο Πνεύμα, πνευματικού ανθρώπου. Ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτή και η τεράστια ευθύνη που έχουν αυτοί που έχουν λάβει την άκτιστη Χάρη μέσα τους αλλά πολλές φορές ή μάλλον τις περισσότερες πολιτεύονται σαν να μην την έλαβαν ποτέ και βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από αυτούς που πράγματι δεν την έλαβαν. Γι αυτό και ο Απόστολος απευθυνόμενος προς τους βαπτισμένους χριστιανούς αναρωτιέται, «πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας» 57 ; Γι αυτό και ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει ότι πονάει ψυχικά, όταν αναλογίζεται πώς, ενώ 53 «Ἀλλ ἡ μὲν τοῦ βαπτίσματος χάρις καὶ δύναμις διὰ τήν τοῦ παρέχοντος φιλανθρωπίαν παραμένει, καὶ ἡμῶν ἁμαρτανόντων μετὰ τὸ βάπτισμα, ἡ δὲ τῆς ψυχῆς ὑγεία καὶ καθαρότης οὐ παραμένει». Ομιλία ΚΘ, Στη θεραπεία του Παραλύτου, 7, PG 151, 369Α, ΕΠΕ 10, 234. 54 «οὐ βασιλεὺς μέν, τοῦτο γὰρ ἀπολώλεκεν». Ομιλία ΝΓ, Εις την είσοδον της Θεοτόκου, 55, ΕΠΕ 11, 332. 55 «ὁ δὲ Κύριος μετεσκεύασε δι ἑαυτοῦ τὸ τοῦ Ἰωάννου βάπτισμα, ἐμφυτεύσας μυστικῶς αὐτῷ δι ἑαυτοῦ τὴν ἀΐδιον πηγὴν τῆς χάριτος». Ομιλία ΝΘ, Περί των κατά το θείον Βάπτισμα τελουμένων, 12, ΕΠΕ 11, 496. 56 Ομιλία ΚΘ, Στη θεραπεία του Παραλύτου, 7, PG 151, 368D 369Α, ΕΠΕ 10, 232 234. 57 Εβρ. 2, 3. 22
οι βαπτισθέντες έχουν καταξιωθεί της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, δεν πετυχαίνουν ούτε εκείνα τα οποία απαιτούσε ο Ιωάννης από το βάπτισμα μετανοίας στο οποίο καλούσε 58. Με το βάπτισμα εγκαθίσταται η άκτιση χάρις του Παναγίου Πνεύματος στο βάθος της ύπαρξης του ανθρώπου, στην καρδιά, και του προσφέρει τη δυνατότητα της θέωσης, όχι με έναν μαγικό ή με υποχρεωτικό τρόπο αλλά με την ελεύθερη συγκατάθεσή του και την προοδευτική ένωσή του με τον Θεό, ώστε το πνεύμα του να γίνει ένα με το Πνεύμα του Θεού. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος ποθεί την ένωσή του με τον Θεό, τόσο περισσότερο αισθάνεται την ανάγκη να αποβάλει το αμαρτωλό του θέλημα για να πετύχει με την Χάρη του Θεού το ποθούμενο. Η προσπάθειά του αυτή αποτελεί την συνέργειά του στο γεγονός της σωτηρίας του. Ούτε από μόνος του είναι δυνατόν να φτάσει τον Θεό, να θεωθεί, ούτε όμως κι Θεός από μόνος του με ανελεύθερο τρόπο σώζει τον άνθρωπο, εφόσον έχει δωρίσει το αυτεξούσιο ως βασικό οντολογικό χαρακτηριστικό στον άνθρωπο. Επομένως, η προσπάθεια του ανθρώπου έγκειται στην ελεύθερη επιλογή του να κινηθεί προς τον Θεό, να έλξει ταπεινά την Χάρη του, την μυστική και απόρρητη αίγλη της φύσης εκείνης, ώστε να ενεργοποιηθεί η Χάρη του βαπτίσματος μέσα του, που θα αποκαταστήσει την γνήσια και ζωντανή κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό 59. Τότε μαζί με το κατ εικόνα θα έχει και το καθ ομοίωσιν, η τελειοποίηση του οποίου πραγματοποιείται δια της τέλειας έλλαμψης που προέρχεται από τον Θεό 60. Ο Άγιος παραπέμπει σχετικά και στον Άγιο Διάδοχο Φωτικής, σύμφωνα με τον οποίο 61 «η αγία Χάρις δια του βαπτίσματος μας προσφέρει δύο πράγματα. Από αυτά το ένα είναι απείρως ανώτερο του άλλου, διότι μας ανακαινίζει στο ύδωρ και λαμπρύνει το κατ εικόνα, καθαρίζοντας κάθε ρυτίδα της αμαρτίας μας το άλλο το κατακρατεί, για να το εκτελέσει μαζί μας. Όταν λοιπόν ο νους αρχίσει να γεύεται τη χρηστότητα του παναγίου Πνεύματος με πολλή συναίσθηση, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι αρχίζει η Χάρις σαν να επιζωγραφίζει στο κατ εικόνα το καθ ομοίωσιν» 62. 58 «ὀδυνῶμαι τὴν ψυχήν, ἀναλογιζόμενος, πῶς ἡμεῖς, οἱ καταξιωθέντες ἐκ πολλοῦ τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος, οὐδὲ ἐκεῖνά πω κατωρθώσαμεν, ἅπερ ἀπῄτει ὁ Ἰωάννης τοὺς προσιόντας τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι», Ομιλία ΝΘ, Περί των κατά το θείον Βάπτισμα τελουμένων, 12, ΕΠΕ 11, 496. 59 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 40, PG 150, 1148D, ΕΠΕ 8, 120, 25, 122, 5. 60 Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 64, PG 150, 1168Α, ΕΠΕ 8, 154, 26, 27. 61 Διαδόχου Φωτικής, Κεφάλαια, 89, E. Des Places, Sources Chr. Τόμ. 5, σ. 149, Φιλοκαλία νηπτικών ΕΠΕ 9, 256, 15 20. 62 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 60, PG 150, 1081Β,C, ΕΠΕ 8, 416, 24, 418, 1. 23
2.2. Το σώμα του ανθρώπου I. Η φύση του σώματος και το σωματικό φρόνημα Το σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που υπάρχει μέσα μας, τεκμηριώνεται από το αντίστοιχο χωρίο του αποστόλου 63, και ξεκαθαρίζεται πως δεν υπάρχουν περιθώρια της όποιας υποτίμησης του, όπως συμβαίνει με πολλούς φιλοσόφους ή αιρετικούς 64. Το σώμα σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό καθεαυτό. Απεναντίας πλάστηκε και αυτό από τον Θεό «καλό λίαν». Κακό είναι το σωματικό φρόνημα και η αμαρτητική ορμή που εισήλθε στο σώμα εξαιτίας της παράβασης. Κακός είναι ο νόμος που βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και αντιστρατεύεται στο νόμο του νου μας 65. Γι αυτό και θεωρεί ο άγιος πως είναι αναγκαίο να απομακρυνθεί ο νόμος της αμαρτίας από το σώμα και να εισαχθεί η εποπτεία του νου, του λογικού μέρους της ψυχής, ώστε να νομοθετηθεί το πρέπον σε κάθε δύναμη της ψυχής και σε κάθε μέλος του σώματος 66 II. Η σχέση του σώματος με την ψυχή Το σώμα συν πάσχει με τον όλο άνθρωπο και δεν παραμένει αμέτοχο στις διάφορες εμπειρίες. Μας έχει δοθεί από τον Θεό ως συζυγικό της ψυχής, ώστε να καταστεί συνεργό της σε κάθε τους κοινή ενέργεια 67. Έτσι, όταν νεκρώθηκε η ψυχή του ή καλύτερα το πνεύμα του με την παράβαση της ζωτικής εντολής, δεν αχρειώθηκε μόνον αυτή αλλά κατέστησε και το σώμα πολύμοχθο και πολυπαθές και φθαρτό 68 το σώμα έκτοτε ακολούθησε την νέκρωση του πνεύματος και γι αυτό πλέον πεθαίνει 69. Αντίθετα, όταν η άκτιστη Χάρις ενεργεί μέσα στο νου του 63 Α Κορ. 6, 19. 64 «Τοὺς τοιούτους λόγους, ἀδελφέ, τοῖς αἱρετικοῖς ἁρμόσει λέγειν, οἳ πονηρὸν καὶ τοῦ πονηροῦ πλάσμα τὸ σῶμα λέγουσιν. Ἡμεῖς δὲ ἐν τοῖς σωματικοῖς φρονήμασιν εἶναι τὸν νοῦν οἰόμεθα κακόν, ἐν τῷ σώματι δὲ οὐχὶ κακόν, ἐπεὶ μηδὲ τὸ σῶμα πονηρόν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2, 1, Π. Χρήστου 1, 393, ΕΠΕ 2, 100, 8 13. 65 Ρωμ. 7, 23. 66 Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,2, 2, Π. Χρήστου 1, 394, ΕΠΕ 2, 102, 20 21. 67 «Τὸ γὰρ σύζυγον ἡμῖν τουτὶ σῶμα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς συνεργὸν ἐσόμενον συνέζευκται, μᾶλλον δὲ ὑπέζευκται» Όπ. παρ., Λόγος 2,2, 5, Π. Χρήστου 1, 511, ΕΠΕ 2, 302, 4 5. 68 Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 10, PG 150, 1048C, ΕΠΕ 8, 356, 19 23. 69 «μεταδιδόασι καὶ τοῖς οἰκείοις σώμασι τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ γεγονότα πνεύματα τῆς νεκρώσεως». Ομιλία ΛΑ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 13, PG 151, 396D, ΕΠΕ 10, 294, 7 8. 24
ανθρώπου, τότε η ενέργεια αυτή διαχέεται σε όλη την ψυχή αλλά και στο σώμα του. Έτσι, τόσο στον Μωυσή όσο και στον πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο Στέφανο, όταν ο νους τους περιλάμφθηκε από το άκτιστο Φως, η εσωτερική λαμπρότητα περιχύθηκε και στο σώμα τους, ώστε ήταν ορατό και από όλους τους υπόλοιπους οι οποίοι έβλεπαν προς αυτούς αισθητά κι όχι πνευματικά. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στον οποιονδήποτε γεύεται την χαρά της επίσκεψης της θείας Χάριτος. Η ψυχή εξαιτίας της γλυκύτητας που αισθάνεται, κυριεύεται από ενθουσιασμό, και τότε συγκινείται και η καρδιά, δείχνοντας με πνευματικά σκιρτήματα την κοινωνία της χάριτος 70. 2.3. Η ψυχή του ανθρώπου Η ψυχή του ανθρώπου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το άϋλο, το νοερό όχι όμως και άκτιστο ή υπερφυές μέρος του ανθρώπου. Ως νοερή είναι ασώματη, δεν βρίσκεται σε κάποιον τόπο, αλλά δεν βρίσκεται και παντού. Το λογικό της μέρος αποτελείται από τον νου, τον λόγο και το πνεύμα. Αυτό το πνεύμα ή ψυχικό πνεύμα όπως αλλιώς ονομάζεταιείναι ζωοποιό 71 και ζωοποιεί, δίνει ζωή και συνέχει το συνημμένο με την ψυχή σώμα. Εφόσον λοιπόν το ψυχικό πνεύμα ζωοποιεί και συνέχει το σώμα, δεν μπορεί η ψυχή να εντοπίζεται σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος, ούτε και να αφήνει κάτι εκτός αυτής. Επομένως βρίσκεται παντού, σε ολόκληρο το σώμα, όχι ως περιεχόμενη μέσα σ αυτό, αλλά μάλλον αυτή το περιέχει και το συγκρατεί 72, φανερώνοντας ότι και σ αυτό είναι πλασμένη κατ εικόνα Θεού. Ο Θεός είναι πανταχού παρών κι όχι κάπου μέσα στο σύμπαν, διότι ζωοποιεί και συνέχει τα σύμπαντα. 70 «Καὶ τὸ σῶμα μεταλαμβάνει πως τῆς κατὰ νοῦν ἐνεργουμένης χάριτος καὶ μεταρρυθμίζεται πρὸς ταύτην καὶ λαμβάνει τινὰ συναίσθησιν αὐτὸ τοῦ κατὰ ψυχὴν ἀπορρήτου μυστηρίου Οὕτω Μωσέως ἔλαμψε τὸ πρόσωπον.οὕτως ὤφθη τὸ αἰσθητὸν πρόσωπον Στεφάνου ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου Οὕτω τῆς ψυχῆς ἐνθουσιώσης καὶ οἱωνεὶ συγκινουμένης τῷ ἀσχέτῳ ἔρωτι τοῦ μόνου ἐφετοῦ, καὶ ἡ καρδία συγκινεῖται σκιρτήμασι πνευματικοῖς τὴν κοινωνίαν τῆς χάριτος ἐνδεικνυμένη» Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 1,3, 31, 32, Π. Χρήστου 1, 442, ΕΠΕ 2, 182, 1 19. 71 «Ἡ νοερὰ καὶ λογικὴ φύσις τῆς ψυχῆς, μόνη νοῦν ἔχουσα καὶ λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιόν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG 150, 1148Β, λθ, ΕΠΕ 8, 118. 72 «Ἡ μέντοι ψυχή, συνέχουσα τὸ σῶμα ᾧ καὶ συνεκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματός ἐστιν, οὐχ ὡς ἐν τόπῳ, οὐδ ὡς περιεχομένη, ἀλλ ὡς συνέχουσὰ τε καὶ περιέχουσα τὸ σῶμα, κατ εἰκόνα καὶ τοῦτ ἔχουσα Θεοῦ». Ομιλία ΙΘ, Εις το κατά την Σαμαρείτιδα, 14, PG 151, 260A, ΕΠΕ 9, 562. 25