Futurum, Aorist ( I., II. ) 1. 15. lekce 1.osoba, singuláru, futura;aoristu, indikativu, aktiva ( mediopasiva ) γαπάω γαπήσω, γάπησα, γαπήθην ; mít rád γω - ξω, γαγον, χθην ; vést δικέω - δικήσω, δίκησα -, - ; křivdit δικο µαι - δικήσοµαι, δικήθην ; snášet křivdu θροίζω - θροίσω, θροισα, θροισθην ; shromažďovat α ρέω - α ρήσω, ε λον, ρέθην ; vzít, brát ; dobývat α ρο µαι - α ρήσοµαι, ε λ µην - ; brát si, vybírat, volit α σθάνοµαι - α σθήσοµαι, σθ µην - ; pozorovat α σχ νω - α σχυν, σχυνα ; hon(o)bím α σχ νοµαι - α σχυνο µαι, σχ νθην ; hanbím se, stydím se α τέω - α τήσω, τησα, τήθην ; žádat, prosit α τιάοµαι - α τιάσοµαι, τιασάµην, τιάσθην ; obviňovat κο ω - κο σοµαι, κουσα, κο σθην ; slyšet, naslouchat λλοµαι - λο µαι, λάµην -, - ; skákat µαρτάνω - µαρτήσοµαι, µαρτον, µαρτήθην ; mýlit se, chybovat ναλίσκω - ναλώσω, νήλωσα, νηλώθην ; zabít ναπα οµαι - ναπα σοµαι, νεπαυσάµην - ; odpočinout si ναιρέω - ναιρήσω, νε λον, ν ρέθην ; zabít νέρχοµαι - νειµι, ν λθον -, - ; vystoupit, vyjít παλλάττοµαι - παλλάξοµαι, πηλλάγην ; vzdálit se, odejít πειµι - πέσοµαι, -, - ; být nepřítomen περγάζοµαι - περγάσοµαι, πηργασάµην, πειργάσθην ; dokončit πεχθάνοµαι - πεχθήσοµαι, πηχθ µην - ; znelíbit se, znepřátelit si πέχοµαι - ποσχήσοµαι, πεσχ µην - ( γεν. ) ; zdržovat se něčeho ποθν σκω - ποθανο µαι, πέθανον - ; umřít ποκλαίω - ποκλα σοµαι, πέκλαυσα, πεκλα σθην ; oplakávat ποκρίνοµαι - ποκρινο µαι, πεκρινάµην, πεκρίθην ; odpovídat ποπέµπω - ποπέµψω, πέπεµψα, πεπέµφθην ; posílat, odesílat ποστέλλω - ποστελ, πέστειλα, πεστάλην ; odesílat ποστερέω ποστερήσω, ποστέρησα, ποστερήθην ; oloupit ποφαίνω - ποφαν, πέφηνα, πεφάνθην ; ukazovat, vysvětlovat πτοµαι - ψοµαι, ψάµην ( γεν. ) ; dotýkat se
ρχω - ρξω, ρξα, ρχθην ; stát v čele, vládnout α ξάνω - α ξήσω, η ξησα, υξήθην ; rozmnožovat, zvětšovat φικνέοµαι φίξοµαι, φικ µην ; přijít βαίνω - βήσοµαι, βην ( β ν ) ; jít, kráčet βάλλω - βαλ, βαλον, βλήθην ; házet βασιλε ω - βασιλε σω, βασίλευσα, βασιλε θην ; vládnout βιάζοµαι - βιάσοµαι, βιασάµην - ; nutit βι ω βιώσοµαι, βίων ; žít βλάπτω - βλάψω, βλαψα, βλάβην ( ακ. ) ; škodit βλέπω - βλέψοµαι, βλεψα, βλέφθην ; vidět, pozorovat βουλε οµαι - βουλε σοµαι, βουλευσάµην - ; radit se βουλε ω - βουλε σω, βο λευσα, βουλε θην ; radit βο λοµαι - βουλήσοµαι, βουλήθην ; chtít γελάω - γελάσοµαι, γέλασα, γελάσθην; smát se γεννάω - γεννήσω, γέννησα -, - ; plodit, rodit γίγνοµαι - γενήσοµαι, γεν µην -, - ; stát se, vzniknout γιγνώσκω - γνώσοµαι, γνων, γνώσθην ; poznávat δέοµαι - δεήσοµαι, δεήθην ( γεν.) ; potřebovat, žádat διαβάλλω - διαβαλ, διέβαλον, διεβλήθην ; pomlouvat διάγω - διάξω, διήγαγον, διήχθην ; vést, provádět διαλέγοµαι - διαλέξοµαι, διελέχθην ( δπ. ) ; rozmlouvat διαλείπω - διαλείψω, διέλιπον -, - ( πτχ ) ; přerušit, přestat něco dělat διαµάχοµαι - διαµαχο µαι, διεµαχεσάµην - ; usilovat, bojovat διατρίβω - διατρίψω, διέτριψα, διετρίβην ; trávit čas, prožívat διαφέρω - διοίσω, διήνεγκον, διηνέχθην ; lišit se διδάσκω - διδάξω, δίδαξα, διδάχθην ; učit διώκω - διώξοµαι, δίωξα, διώχθην ; pronásledovat δοκέω - δ ξω, δοξα - ; zdát se, vypadat δουλε ω - δουλε σω, δο λευσα, δουλε θην ; sloužit, otročit άω - άσω, ε ασα, ε άθην ; nechat, dovolit θέλω - θελήσω, θέλησα -, - ; chtít θίζω - θι, ε θισα, ε θίσθην ; zvykat κλέγω - κλέξω, ξέλεξα, ξελέγην ; vybírat κµανθάνω - κµαθήσοµαι, ξέµαθον -, - ; přesně zjistit, vyzvědět λα νω - λ, λασα, λάθην ; hnát(se), táhnout λεέω - λεήσω, λέησα, λεήθην ( ακ. ) ; slitovat se nad µβαίνω - µβήσοµαι, νέβην -, - ; vstoupit νοχλέω - νοχλήσω, νώχλησα, νωχλήθην ( δατ. );obtěžovat někoho
ντυγχάνω - ντε ξοµαι, νέτυχον -, - ( δατ. ) ; setkat se ξαιτο µαι - ξαιτήσοµαι, ξ τησάµην - ; vyžadovat si ξαπατάω - ξαπατήσω, ξηπάτησα, ξηπατήθην ; klamat ξηγο µαι - ξηγήσοµαι, ξηγησάµην - ; vyložit πέχω - πισχήσω, πέσχον -, - ( γεν. ) ; zastavit se, ustat v něčem πιβάλλω - πιβαλ, πέβαλον, πεβλήθην ; přihodit, přiložit πιβουλε ω - πιβουλε σω, πεβο λευσα, πεβουλε θην ( δατ. ) ; klást nástrahy πιλανθάνοµαι - πιλήσοµαι, πελαθ µην - ( γεν. ) ; zapomenout ( πι)φαίνοµαι - φανο µαι, πέφηνα, πεφάνην ποµαι - ψοµαι, σπ µην - ( δατ. ) ; následovat ργάζοµαι - ργάσοµαι, ργασάµην, ε ργάσθην ; pracovat, zhotovit ρίζω - ρίσω, ρισα -, - ; hádat se, mít spor ρχοµαι - ε µι, λθον -, - ; jít, přicházet ρωτάω - ρωτήσω, ρώτησα, ρωτήθην ; ptát se σθίω - δοµαι, φαγον, δέσθην ; jíst ε ρίσκω ε ρήσω, η ρον, η ρέθην ; najít ε τυχέω - ε τυχήσω, η τ χησα -, - ; být šťastný ε χοµαι - ε ξοµαι, η ξάµην, η χθην ( δατ.) ; modlit se, prosit χω - σχήσω, σχον - ; mít se, moci ζάω - ( ζ ν ), ζήσω, ζησα -, -, - ; žít ζητέω - ζητήσω, ζήτησα, ζητήθην ( ακ. ) ; hledám γο µαι - γήσοµαι, γησάµην, γήθην ; vést ; pokládat za, uznávat δοµαι - σθήσοµαι, σθην, ( δατ. ) ; těšit se z něčeho κω - ξω, ξα -, - ; přijít θαυµάζω - θαυµάσοµαι, θα µασα, θαυµάσθην ; obdivovat θεραπε ω - θεραπε σω, θεράπευσα, θεραπε θην ; pečovat, uctívat θ ω θ σω, θυσα, τ θην ; oběětovat άοµαι - άσοµαι, ασάµην, άθην ; léčit κετε ω - κετε σω, κετε σα, κετε θην ; prosit καθε δω - καθευδήσω, καθε δησα -, -, - ; spát καλέω καλέσω, κάλεσα, κλήθην ; volat καταγελάω - καταγελάσοµαι,κατεγέλασα, κατεγελάσθην;vysmívat se κατακοιµάω - κατακοιµήσω, κατεκοίµησα, κατεκοιµήθην ; usnout κατακτάοµαι - κατακτήσοµαι, κατεκτησάµην - ; dobýt si, opatřit si καταράοµαι - καταράσοµαι, κατερασάµην, κατεράθην ; proklínat κατηγορέω - κατηγορήσω, κατηγ ρησα, κατηγορήθην(γεν.);obviňovat κατοικέω - κατοικήσω, κατ κησα, κατ κήθην ; bydlet, obývat
κελε ω - κελε σω, κέλευσα, κελε θην ; přikazovat κινδυνε ω - κινδυνε σω, κινδ νευσα -, - ; být v nebezpečí κινέω - κινήσω, κίνησα, κινήθην ; hýbat, měnit κλαίω - κλα σοµαι, κλαυσα, κλα θην ; plakat, naříkat κλέπτω - κλέψω, κλεψα, κλάπην ( κλέφθην ) ; krást κολάζω - κολάσοµαι, κ λασα, κολάσθην ; trestat κοµίζω - κοµι, κ µισα, κοµίσθην ; přinést, obstarat κρατέω κρατήσω, κράτησα, κρατήθην ; ovládnout κρίνω - κριν, κρινα, κρίθην ; soudit κρ πτω - κρ ψω, κρυψα, κρ φθην ; ukrývat, schovávat κωλ ω - κωλ σω, κώλυσα, κωλ θην ; zabraňovat λαγχάνω - λήξοµαι, λαχον -, - ( γεν. ) ; získat λαµβάνω - λήψοµαι, λαβον, λήφθην ; brát, vzít λέγω - ρ, ε πον, ρρήθην ; říkat λ ω - λ σω, λυσα µανθάνω - µαθήσοµαι, µαθον µάχοµαι - µαχο µαι, µαχεσάµην µέλλω - µελλήσω, µέλλησα µένω - µεν, µεινα µεταβάλλω - µεταβαλ, µετέβαλον µεταπέµπω - µεταπέµψοµαι, µετεπεµψάµην ( ακ. ) µισέω - µισήσω, µίσησα µνηµονε ω - µνηµ νε σω, µνηµ νευσα µοιχε ω µοιχε σω, µοίχευσα, µοιχε θην ; smilnit νοµίζω - νοµι, νοµισα νοσέω - νοσήσω, νοσησα ο οµαι - ο ήσοµαι, - ο χοµαι ο χήσοµαι ( δµ ) ; odcházet, mizet νοµάζω - νοµάσω, ν µασα ράω - ψοµαι, ε δον ργίζοµαι - ργιο µαι, ργίσθην παιδε ω - παιδε σω, παίδευσα παίζω - παίσω, παισα παραγίγνοµαι - παραγενήσοµαι, παρεγεν µην παρακαλέω παρακαλέσω, παρεκάλεσα, παρεκλήθην ; přivolat, pozvat παραλαµβάνω - παραλήψοµαι, παρέλαβον παραλείπω παραλείψω, παρέλιπον, παρελείφθην ; pouštět παρασκευάζω - παρασκευάσω, παρεσκε ασα πάρειµι - παρέσοµαι, -, - παρέχω - παρασχήσω, παρέσχον πάσχω - πείσοµαι, παθον πα οµαι - πα σοµαι, παυσάµην, ( σ πτχ. ) πα ω - πα σω, παυσα
πείθοµαι - πείσοµαι, πιθ µην ( πιθον ), ( δατ. ) πείθω - πείσω, πεισα πειράοµαι πειράσοµαι, πειρασάµην, πειράθην ( ινφ, δµ ) ;pokoušet se περιπίπτω - περιπεσο µαι, περιέπεσον, ( δατ. ) πίνω - πίοµαι, πιον πίπτω - πεσο µαι, πεσον πιστε ω πιστε σω, πίστευσα, πιστε θην ; věřit, důvěřovat πλέω πλε σοµαι, πλευσα, πλε σθην ; plout, plavit se ποιέω - ποιήσω, ποίησα πορε οµαι - πορε σοµαι, πορε θην πράττω - πράξω, πραξα προαιρο µαι - προήσοµαι, προειλ µην προσέχω - προσέξω, προσέσχον πυνθάνοµαι - πε σοµαι, πυθ µην πωλέω - πωλήσω, πώλησα σηµαίνω - σηµαν, σήµηνα σκοπέω - σκοπήσω, σκ πησα σπείρω - σπερ, σπειρα στρατε ω - στρατε σω, στράτευσα συγχωρέω - συγχωρήσω, συνεχώρησα συµβαίνω - συµβήσεται, συνέβην συµπίπτω - συµπεσο µαι, συνέπεσον συµπορε οµαι - συµπορε σοµαι, συνεπορε θην σ νειµι - συνέσοµαι, συνεγεν µην, ( δατ. ) συνέποµαι - συνέψοµαι, συνεσπ µην συνέχω - συσχήσω, συνέσχον σφάττω - σφάξω, σφαξα ταράττω - ταράξω, ταραξα τάττω - τάξω, ταξα τελευτάω - τελευτήσω, τελε τησα τέρπω - τέρψω, τερψα τίκτω - τέξοµαι, τεκον τιµάω τιµήσω, τίµησα, τιµήθην ; ctít, vážit si τρέµω -, - τρέποµαι - τρέψοµαι, τραπ µην ( τρεψάµην ) τρέπω - τρέψω, τρεψα τρέφω - θρέψω, θρεψα τυγχάνω - τε ξοµαι, τυχον ( πτχ. ) πάρχω - πάρξω, πηρξα φαίνω - φαν, φηνα φέρω - ο σω, νεγκον ( Ι.αοριστ - νεγκα ) φε γω - φε ξοµαι, φυγον φηµ - φήσω, φησα, -, -, - φιλέω - φιλήσω, φίλησα φοβο µαι - φοβήσοµαι, φοβήθην φονε ω φονε σω, φ νευσα, φονε θην ; zabít
φράζω - φράσω, φρασα φροντίζω - φροντι, φρ ντισα φυλάττω - φυλάξω, φ λαξα φ ω - φ σω, φυσα χαίρω - χαιρήσω, ψε δοµαι - ψε σοµαι, ψευσάµην ψευδοµαρτυρέω ψευδοµαρτυρήσω, ψευδοµαρτ ρησα, ψευδοµαρτυρήθην ψε δω - ψε σω, ψευσα φελέω - φελήσω, φέλησα