ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ Περιφερειακό Τμήμα Νομού Αιτωλοακαρνανίας

Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει από τα Απόβλητα

Κριτήρια της ΕΕ για τις ΠΔΣ στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας

Διπλ. Μηχανικός Βασιλειάδης Μιχαήλ ΑΟΥΤΕΒ ΜΗΧΑΝΙΚΗ Α.Ε. 04 Φεβρουαρίου 2011 Hotel King George II Palace Πλατεία Συντάγματος Αθήνα

ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΔΗΜΑΣ ΝΙΚΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Ιστορία και Κωδικοποίηση Νομοθεσίας ΑΠΕ: (πηγή:

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διάθεσης των παραπάνω αποβλήτων, τα Ελληνικά τυροκομεία ως επί το πλείστον:

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

ενεργειακό περιβάλλον

Ορθή περιβαλλοντικά λειτουργία μονάδων παραγωγής βιοαερίου με την αξιοποίηση βιομάζας

A8-0392/286. Adina-Ioana Vălean εξ ονόματος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων

ΕΠΑνΕΚ ΤΟΣ Περιβάλλον. Τομεακό Σχέδιο. Αθήνα,

Ολοκληρωμένη αξιοποίηση αποβλήτων από αγροτοβιομηχανίες. για την παραγωγή ενέργειας. Μιχαήλ Κορνάρος Αναπλ. Καθηγητής

Η βιομηχανική συμβίωση ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης

Οργανικά απόβλητα στην Κρήτη

Ανάπτυξη Έργων Βιοαερίου στην Κρήτη

Ενεργειακή Αξιοποίηση Βιομάζας. Δρ Θρασύβουλος Μανιός Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Κρήτης ΣΕΠ στην ΠΣΕ50

Φυσικοί πόροι και η ενεργειακή τους αξιοποίηση. Βασίλειος Διαμαντής Δρ. Μηχανικός Περιβάλλοντος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΠΕ. Βισκαδούρος Γ. Ι. Φραγκιαδάκης Φ. Μαυροματάκης

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

[ 1 ] την εφαρμογή συγκεκριμένων περιβαλλοντικών

Χαιρετισμός Προέδρου Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση του ΣΕΑΠΕΚ. Γραφεία ΟΕΒ 26 Μαΐου, 2010

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΜΟΝΑΔΑ ΑΝΑΕΡΟΒΙΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ

Διαχείριση Αποβλήτων

Ενέργεια από Μονάδα Βιοαερίου

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Εναλλακτική διαχείριση στερεών απορριμμάτων. Αδαμάντιος Σκορδίλης Δρ Χημικός Μηχανικός

Η ελληνική αγορά Βιομάζας: Τάσεις και εξελίξεις. Αντώνης Γερασίµου Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Βιοµάζας

Πρακτικές Ορθής Διαχείρισης Στερεών Γεωργικών Υπολειμμάτων

Παραγωγή ενέργειας σε μονάδες παραγωγής βιοαερίου από την αξιοποίηση οργανικών αποβλήτων

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Χρηματοδότηση δράσεων στον Τομέα του Περιβάλλοντος. Προγραμματική Περίοδος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περιεχόµενα. Σηµερινή Κατάσταση Ο Εθνικός στόχος για 2010 / 2020 Νοµοθετικό Πλαίσιο Αδειοδοτική διαδικασία Εµπόδια στην Ανάπτυξη των ΑΠΕ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις

Στερεά απόβλητα απορρίμματα

Το σήμερα και το αύριο της αξιοποίησης βιομάζας στην ελληνική πραγματικότητα. Αντώνιος Ε. Γερασίμου Πρόεδρος ΕΛΕΑΒΙΟΜ

Βιομηχανικά απόβλητα και το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων

Υποστήριξη της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε όλους τους τομείς

Επεξεργασία παραπροϊόντων της ελαιουργίας. Ενεργειακή αξιοποίηση καταλοίπων

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

«Βιοκαύσιμα και περιβάλλον σε όλο τον κύκλο ζωής»

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

: «Ιδιαίτερα» κλάσματα βιομάζας Δυναμικό

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

A8-0392/337. Dario Tamburrano, Piernicola Pedicini, Eleonora Evi, David Borrelli, Rosa D'Amato, Marco Zullo εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

Ορισμοί και βασικές έννοιες της αβαθούς γεωθερμίας Συστήματα αβαθούς γεωθερμίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

ΘΕΣΕΙΣ ΣΕΠΑΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Δεν μας αξίζει! Αλλάζουμε. Αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα! τον Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Απορριμμάτων ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

WP 3: «Διοικητικά εργαλεία και ενισχύσεις σε τοπικό επίπεδο»

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.)

Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

H νέα οδηγία πλαίσιο (98/2008/ΕΚ) ψηφίστηκε στις 19/11/2008 & εισάγει πολλές καινοτομίες αλλά:

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΟΑΕΡΙΟΥ ΑΠΟ ΒΙΟΜΑΖΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Στρατηγική αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. 3 η Άσκηση - Εισαγωγή. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ρ.Α.Ε. ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 400/2014

Χρήστος Πάλλας, Ηλ. Μηχανικός Περιβαλλοντολόγος Msc. Μαρία Τερμεντζίδου, Περιβαλλοντολόγος

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα

Αντώνιος Μαζάρης, Λέκτορας Τομέα Οικολογίας, Τμήμα Βιολογίας, ΑΠΘ

Οφέλη για την γεωργία

Ενεργειακή συν-αξιοποίηση. Γ. Κουφοδήμος, Μηχ-Μηχ Ι. Μπούκης, Χημ-Μηχ Τμήμα Έρευνας & Ανάπτυξης

The energy market in Europe-«The role of the Greek DSO- HEDNO» Nikolaos Chatziargyriou, President and CEO of HEDNO

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΤΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΩΣ ΠΟΡΟΙ

ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ 2 ΗΣ ΓΕΝΙΑΣ : MΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ 2020

Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ- ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Ελλάδα Επιχειρησιακό πρόγραµµα : Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη

Εργαστήριο: Προστασία περιβάλλοντος και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ περιβαλλοντική διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων ΕΚΔΟΣΗ 1.0. Σόλωνος 108,Τηλ Φαξ 210.

Environmental approach to driving facility performance improvement Δρ. Στέλλα Πιτσαρή

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0184(NLE)

Ο θεσμός των Ενεργειακών Κοινοτήτων Πλαίσιο και πολιτικές στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΠΌ ΛΥΜΑΤΑ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΒΙΟΑΕΡΙΟ ΑΦΟΙ ΣΕΪΤΗ Α.Ε. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΑΕΡΙΟΥ ΣΥΝΘΕΣΗ ΒΙΟΑΕΡΙΟΥ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΕΡΟΒΙΑΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΒΙΟΑΕΡΙΟ Βασικές γνώσεις - Παραδείγματα

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

Ημερίδα με θέμα: «Εθνικό Στρατηγικό Πρόγραμμα Πρόληψης Παραγωγής Αποβλήτων & Αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων»

Θέμα Πτυχιακή Εργασία : πόλη των Σερρών

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών» Υδατικό Περιβάλλον και Ανάπτυξη

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΡυθμιστικήΑρχήΕνέργειας

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Κλιματικές αλλαγές σε σχέση με την οικονομία και την εναλλακτική μορφή ενέργειας. Μπασδαγιάννης Σωτήριος - Πετροκόκκινος Αλέξανδρος

Χανιά, Νοέμβριος 2013 ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Το Ε. Π. ΥΜΕΠΕΡΑΑ και η διαχείριση προδιαλεγμένων βιοαποβλήτων στην προγραμματική περίοδο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΑΞΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΧΑΤΖΗΜΠΟΥΣΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ ΗΛΙΑΣ

Παρουσίαση από Νικόλαο Σαμαρά.

Πρακτικά από τη συνάντηση εργασίας για τον προσδιορισμό των στόχων θέρμανσης/ ψύξης από ΑΠΕ για τα έτη 2020/ 2030 στην Ελλάδα

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΞΑΝΘΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΓΡΟΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΡΟΪOΝΤΩΝ» Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια: Μελά Έλενα ΑΜ: Ν15067 Επιβλέπων : Επίκουρος Καθηγητής Σ. Ντούγιας ΜΑΡΤΙΟΣ 2017 ΞΑΝΘΗ [1]

Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Επίκουρο Καθηγητή, Σπυρίδωνα Ντούγια, ο οποίος ανέλαβε την επίβλεψη της μεταπτυχιακής μου εργασίας, για την πολύτιμη συνδρομή και το ενδιαφέρον του καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας εργασίας. Επιπλέον, ευχαριστώ ιδιαιτέρως την οικογένεια μου για την υπομονή που επέδειξαν και την υποστήριξή τους όλο το διάστημα έρευνας και συγγραφής της παρούσης. Επίσης, ευχαριστώ τους συμφοιτητές και φίλους Αθανασία, Μαρία, Αιμιλία και Κώστα για τη συμπαράσταση. [2]

Πίνακας περιεχομένων Περίληψη... 5 Abstract... 6 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 7 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 9 1.1 Θέμα Μεταπτυχιακής Εργασίας... 9 2. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ... 12 3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ... 13 4. ΑΓΡΟΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΕΡΟΒΙΑ ΧΩΝΕΥΣΗ... 16 4.1 Γενικά... 16 4.2 Κτηνοτροφικά απόβλητα... 17 4.3 Ιλύς βιολογικών καθαρισμών... 18 4.4 Απόβλητα παραγωγής ελαιόλαδου και βρωσίμων ελαιών... 19 4.5 Απόβλητα τυροκομείων... 20 4.6 Απόβλητα σφαγείων και επεξεργασίας νωπού κρέατος... 21 4.7 Περιβαλλοντικά οφέλη της αναερόβιας χώνευσης... 22 5. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 23 6. ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ... 25 6.1 Γενικά... 25 6.2 Διεθνές Πλαίσιο... 25 6.3 Ευρωπαϊκό Πλαίσιο... 28 6.3.1 Η Ευρωπαϊκή Δράση για το Περιβάλλον... 28 6.3.2 Διαχείριση Αποβλήτων... 32 6.3.3 Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας... 42 7. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ... 53 7.1 Η προστασία του περιβάλλοντος στο Ελληνικό Σύνταγμα... 53 7.2 Διαχείριση αποβλήτων... 55 7.3 Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας... 61 8. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ... 65 8.1 Κατάταξη των έργων ΑΠΕ... 66 8.2 Περιβαλλοντική αδειοδότηση... 67 8.3 Η διαδικασία αδειοδότησης... 72 [3]

8.3.1. Άδεια παραγωγής... 72 8.3.2 Άδεια εγκατάστασης ή επέκτασης... 76 8.3.3 Άδεια λειτουργίας... 79 8.4 Ένταξη και Σύνδεση... 81 8.5 Σύμβαση Πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας... 86 8.6 Τιμολόγηση της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας... 87 8.7 Οι Εγγυήσεις Προέλευσης... 88 8.8. Τέλη έργων ΑΠΕ... 90 9. Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΩΝ... 92 9.1 Βιομάζα & Βιοαέριο... 92 9.2 Βιοκαύσιμα... 94 10. ΕΜΠΟΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΑΠΕ... 96 10.1 Ζητήματα Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης έργων ΑΠΕ... 96 10.2 Ζητήματα Χωροταξικού σχεδιασμού ΑΠΕ... 98 10.3 Ζητήματα επέμβασης σε δάση και δασικές εκτάσεις... 98 10.4 Η πραγματικότητα των έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα... 99 11. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ... 102 12. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΑΠΕ... 103 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 107 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 114 [4]

Περίληψη Η αυξανόμενη ανάγκη για ανεύρεση νέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προς αντικατάσταση των παραδοσιακών ορυκτών καυσίμων κυρίως, έχει δημιουργήσει σε διεθνές επίπεδο μία πολιτική ανάπτυξης και αειφορίας, η οποία έχει εισάγει τα απόβλητα ως μία νέα αξιοποιήσιμη πηγή για την παραγωγή ενέργειας (ηλεκτρισμό και θερμότητα) διά του οργανικού τους φορτίου. Η παρούσα διπλωματική εργασία στοχεύει στην ανάδειξη του ζητήματος της ενεργειακής αξιοποίησης κυρίως της βιομάζας, εστιάζοντας στην οπτική των αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων και παραπροϊόντων μέσα στο ισχύον ρυθμιστικό εθνικό και κοινοτικό πλαίσιο. Αρχικά, παρουσιάζονται ορισμένες βασικές έννοιες για την κατανόηση του θέματος, όπως η έννοια της διαχείρισης απορριμμάτων, η έννοια των αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων και η διαδικασία της αναερόβιας χώνευσης, ενώ παράλληλα προωθείται η εμπέδωση της πορείας της Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την υιοθέτηση της αρχής της αειφορίας και τη λήψη σχετικών μέτρων για τη διαχείριση των αποβλήτων και της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ιδιαίτερη προσέγγιση επιχειρείται, βέβαια, για την παρακολούθηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας σε εθνικό επίπεδο, και ειδικότερα όσον αφορά το ισχύον καθεστώς για τους ορισμούς της βιομάζας, του βιοαερίου και τη χρήση βιοκαυσίμων καθώς και την κατάταξη των έργων ΑΠΕ σε κατηγορίες, τη διαδικασία αδειοδότησης αυτών και διαδικασίες που σχετίζονται με τη λειτουργία τους. Ωστόσο, παρά τη δεσμευτική ισχύ του ρυθμιστικού πλαισίου από την πλευρά της Ε.Ε., σημαντικά είναι τα εμπόδια που παρουσιάζονται στην ελληνική έννομη τάξη και αφορούν την προώθηση των Α.Π.Ε., με ειδικότερες εκφάνσεις τα προβλήματα αδειοδότησης σε ευαίσθητες περιοχές, την έλλειψη ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού και το λεπτό ζήτημα επέμβασης σε δάση και δασικές εκτάσεις. Για το λόγο αυτό, απαραίτητες κρίνονται κάποιες ενέργειες από τον εθνικό κρατικό μηχανισμό τόσο σε ζητήματα απλοποίησης της νομοθεσίας όσο και στην προσέλκυση επενδύσεων Α.Π.Ε αλλά και στην καθιέρωση ειδικού φορολογικού καθεστώτος. Λέξεις κλειδιά: νομοθεσία αποβλήτων, αγροτικά απόβλητα, ενεργειακή αξιοποίηση, βιομάζα, απορρίμματα τροφίμων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. [5]

Abstract Increasingly higher demand for renewable sources of energy, in order to replace the traditional use of fossil fuels, is pushing the international lobby into a policy of sustainable development, that allows organic waste to be considered as an alternative source of energy (electricity and heating). This paper is aimed to highlight the legal framework concerning the waste valorization, especially biomass, derived from agro-industrial products and by-products. In the first place, it is crucial that the key-concepts of the research be specified, meaning the concept of waste management, the content of the term agricultural waste and the anaerobic digestion process. In the meantime, the course of International and European Community towards the adoption of the principle of sustainability, the adoption of measures to govern the regime of waste management and that of the renewable energy sources is presented. Special approach is attempted as far as the progression of the National Law incorporating terms as biomass, biogas and biofuels and analyzing the current scheme and as far as the classification of the RES installation is concerned, their licensing process and the general conditions under which the function of RES plants takes place. However, despite the mandatory EU Regulations, the Greek national public administration faces important obstacles that impede the promotion of RES, including the difficulties concerning the capacity of acquiring a license in special sensitive ecosystems and forests as well as the lack of special spatial planning. Concluding, simplification of the implementation of the European Law and tax privileges are required so that Greece could become a competitive investment land concerning RES. Keywords: waste legislation, agricultural waste, waste valorization, biomass, food waste, renewable energy sources. [6]

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΔΜΗΕ Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕΠΟ Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ΑΠΕ Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ΔΕΔΔΗΕ Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ΕΒΕΑ Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση EOK Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ΕΣΔΑ Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων ΕΤΣΕ Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων ΖΕΠ Ζώνες Ειδικής Προστασίας ΗΠΜ Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο ΚΑΠΕ Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ΚΕΣΠΑ Κεντρικό Συμβούλιο Περιβαλλοντικών Αδειοδοτήσεων ΚΥΑ Κοινή Υπουργική Απόφαση ΜΠΕ Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ΝΠΔΔ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ΝΠΙΔ Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ΟΗΕ Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ΠΕΣΔΑ Περιφερειακό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων ΠΕΣΠΑ Περιφερειακό Συμβούλιο Περιβαλλοντικών Αδειοδοτήσεων [7]

ΠΠΔ Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις ΠΠΠΑ Προκαταρκτικό Προσδιορισμού Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων ΡΑΕ Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ΣΕΒ Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών ΣΕΕ Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣΗΘΥΑ Συμπαραγωγή Ηλεκτρικής και Θερμικής Ενέργειας ΣΛΕΕ Συνθήκη Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας ΤΚΣ Τόποι Κοινοτικής Σημασίας ΥΠΕΚΑ Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ΥΠΕΝ Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΦοΣΔΑ Φορέας Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων BOD Βιοχημικώς Απαιτούμενο Οξυγόνου COD Χημικώς Απαιτούμενο Οξυγόνο [8]

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Θέμα Μεταπτυχιακής Εργασίας Η μαζική και συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή τροφίμων σε συνδυασμό με την εκβιομηχανοποιημένη παραγωγή υλικών αγαθών παντός είδους, με την απαιτούμενη ενέργεια να καλύπτεται από τα ορυκτά καύσιμα, αποτελούν τους θεμέλιους λίθους ώστε να διασφαλίσει το ανθρώπινο είδος την επιβίωσή του πάνω στη γη. Τα παραγόμενα αυτά αγαθά πρέπει να διατίθενται σαφώς σε μεγάλες ποσότητες, ενώ ταυτόχρονα και να εξασφαλίζουν το μικρό κόστος παραγωγής και πώλησης στον τελικό χρήστη. Αυτό σημαίνει πως ο σχηματισμός τεράστιων ποσοτήτων αποβλήτων είναι φυσικό επακόλουθο της βιομηχανικής αυτής δραστηριότητας που παράγει μεν χρήσιμα υλικά, αλλά συγχρόνως υιοθετεί και το ρόλο ενός μεγαλο-παραγωγού βλαπτικών, για το περιβάλλον και τον άνθρωπο, ουσιών. Η απόρριψη ή η επεξεργασία αυτών των αποβλήτων κατά τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας σε μια προσπάθεια εύρεσης διαφορετικών λύσεων ικανών να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο που έχει η τελική απόρριψη των αποβλήτων στο περιβάλλον. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της βιομηχανίας και ειδικότερα της αγροτοβιομηχανικής παραγωγής, οι οποίες εκτός από καταναλωτές ενέργειας έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε «παραγωγούς» ενέργειας μέσω της αξιοποίησης των αποβλήτων των μονάδων τους, παράγοντας ενέργεια εκ νέου. Γενικότερα, ως ορισμός της ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων μπορεί να δοθεί η ανάκτηση ενέργειας σε μία νέα μορφή θερμότητας, ηλεκτρισμού ή καυσίμων προς κίνηση που προέρχονται από μία πηγή αποβλήτων (Luz et al., 2015). Οι υψηλές ενεργειακές ανάγκες των βιομηχανικών συστημάτων και η αναμενόμενη αύξηση της τιμής των ορυκτών καυσίμων λόγω μείωσης των αποθεμάτων τους στις επόμενες δεκαετίες, θα προκαλέσει αύξηση των τιμών των υλικών αγαθών, η οποία θα πλήξει αισθητά το ρυθμό ανάπτυξης των ανθρωπίνων κοινωνιών. Η αναμενομένη αυτή μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων σε ορυκτά [9]

καύσιμα έχει ωθήσει στη μελέτη και εξεύρεση μεθόδων παραγωγής ενέργειας από διαθέσιμες και οικονομικές πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένων και των αποβλήτων. Για να καταστεί εφικτό, βέβαια, κάτι τέτοιο υποστηρίζεται και προωθείται ένα σύνολο νομοθετικών ρυθμίσεων, τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και σε κοινοτικό αλλά και εθνικό, το οποίο στηρίζεται στις αρχές της αειφορίας με στόχο ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει το 65% της παγκόσμιας παραγωγής οίνου (OIV, 2015), το 76% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου (IOC, 2016), αλλά και το 48% των εξαγωγών εσπεριδοειδών στη διεθνή κοινότητα (FAO, 2009). Επομένως, είναι δεδομένο πως καθώς η παραγωγή αγροτοβιομηχανικών προϊόντων αυξάνεται, αυξάνεται και το ποσοστό των αποβλήτων που προέρχονται από αυτές τις δραστηριότητες. Σύμφωνα με την Οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5 ης Απριλίου του 2006 ορίζεται «Απόβλητο: Κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχος του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει». Επιπλέον, με βάση την Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 ης Απριλίου του 2009 ορίζονται ως: «ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: η ενέργεια από ανανεώσιμες μη ορυκτές πηγές ήτοι αιολική, ηλιακή, αεροθερμική, γεωθερμική, υδροθερμική και ενέργεια των ωκεανών, υδροηλεκτρική, από βιομάζα, από τα εκλυόμενα στους χώρους υγειονομικής ταφής αέρια, από τα αέρια που παράγονται σε μονάδες επεξεργασίας λυμάτων και από τα βιοαέρια» και «βιομάζα: το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων βιολογικής προέλευσης από τη γεωργία (συμπεριλαμβανομένων των φυτικών και των ζωικών ουσιών), τη δασοκομία και τους συναφείς κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών αποβλήτων και των οικιακών απορριμμάτων». Δηλαδή, βιομάζα είναι οποιοδήποτε υλικό από ζωντανούς οργανισμούς (κτηνοτροφικά απόβλητα, ξύλο, υπολείμματα καλλιεργειών, κλπ) και δύναται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Η επεξεργασία των αποβλήτων αυτών γίνεται μέσω της αναερόβιας χώνευσης. Η αναερόβια χώνευση συνδυάζει πολλαπλά οφέλη καθώς εκτός από το γεγονός ότι μπορεί να παραχθεί ενέργεια μέσω αυτής, μπορούν να επεξεργασθούν [10]

απόβλητα υψηλού οργανικού φορτίου, τα οποία διαφορετικά θα επέφεραν ιδιαίτερα δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Επιπλέον, η διεργασία αυτή απαιτεί μικρές ενεργειακές απαιτήσεις και οι απορροές της μπορούν να αξιοποιηθούν καταλλήλως (κομπόστ, εδαφοβελτιωτικά, διάθεση στο έδαφος, άρδευση). Δεσμευτικοί εθνικοί στόχοι τέθηκαν σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία 2009/28/ΕΚ για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ενισχύσουν την ενιαία περιβαλλοντική πολιτική και να δημιουργήσουν νέα δεδομένα στη βιομηχανία αλλά και στον τομέα της ενέργειας προωθώντας εναλλακτικές πηγές ενέργειας ενάντια στις παραδοσιακές των ορυκτών καυσίμων. Συγκεκριμένα, το μερίδιο της ενέργειας προερχόμενο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάθε κράτους μέλους θα πρέπει να ανέρχεται σε 20% στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας, οποία είναι το σύνολο της α) ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, β) της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης από ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη και γ) της τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ΑΠΕ στις μεταφορές. Η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων στο πλαίσιο της διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 2008/98/ΕΚ είναι η εξής: Πρώτη θέση έχει η πρόληψη με την επαναχρησιμοποίηση να ακολουθεί, στη συνέχεια η ανακύκλωση, η ανάκτηση ενέργειας μέσω αναερόβιας χώνευσης και τέλος η διάθεση των αποβλήτων. [11]

2. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ Στόχος της επικείμενης μεταπτυχιακής εργασίας είναι να πραγματοποιηθεί συγκριτική ανάλυση και αξιολόγηση της ακολουθούμενης πολιτικής, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, για την προώθηση των ΑΠΕ και πιο συγκεκριμένα της βιομάζας, ως μέσο ανάκτησης και αξιοποίησης ενέργειας που προέρχεται από αγροτοβιομηχανικά απόβλητα, όπως είναι αυτά των ελαιοτριβείων, τυροκομείων και σφαγείων. Επιπλέον, βασικός σκοπός της εργασίας είναι να επισημανθούν οι αδυναμίες, οι περιορισμοί και τα εμπόδια που τίθενται τόσο από την ίδια τη νομοθεσία, όσο και από ζητήματα τεχνικής, οικονομικής και κοινωνικής πλευράς που καθιστούν μη εφαρμόσιμη στην Ελλάδα την ευρεία επεξεργασία αυτών των αποβλήτων για την παραγωγή ενέργειας. Η αναζήτηση, δε, και υπόδειξη λύσεων για να ξεπεραστούν τα ανωτέρω εμποδίων είναι ο απώτερος στόχος, ώστε να πλησιάσουμε ένα βήμα πιο κοντά στην υιοθέτηση και υλοποίηση μια «πράσινης» πολιτικής διαχείρισης των αποβλήτων, αναγνωρίζοντας κάθε πτυχή της αρχής της αειφορίας. Πιο αναλυτικά, αρχικά θα γίνει μια παρουσίαση γενικά της έννοιας της διαχείρισης των αποβλήτων και έπειτα θα παρουσιαστούν τα αγροτοβιομηχανικά απόβλητα και η ενεργειακή αξιοποίηση τους (με κυριότερη την αναερόβια χώνευση). Στη συνέχεια, θα πραγματοποιηθεί μία σύντομη ιστορική αναδρομή του θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε. σε συνάρτηση με την πορεία που ακολουθεί η Ελλάδα στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο ως προς την προώθηση της διαχείρισης αποβλήτων και ενεργειακής αξιοποίησης αυτών. Έπειτα, θα αναλυθεί το πεδίο εφαρμογής αυτών των νομοθετημάτων και οι διαδικασίες αδειοδότησης και υλοποίησης των συναφών έργων. Τέλος, θα ακολουθήσει η παρουσίαση των βασικών δυσχερειών που εμποδίζουν την προώθηση του τομέα της ενεργειακής αξιοποίησης αγροτοβιομηχανικών αποβλήτων και η πρόταση ιδεών όσον αφορά τη διερεύνηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης της βιομάζας σε εθνικό επίπεδο, ως εναλλακτικό τρόπο παραγωγής ενέργειας, κάτι που θα επιφέρει σημαντικά περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη σε περιοχές με υψηλό δυναμικό. [12]

3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ Απορρίμματα είναι τα στερεά απόβλητα που προέρχονται από τη βιομηχανία αλλά και τα οικιακά απόβλητα, τα οποία εκ πρώτης όψεως θεωρείται ότι δε μπορούν να αξιοποιηθούν με κάποιον τρόπο αφού για παράδειγμα δεν ανήκουν στα ανακυκλώσιμα υλικά ή σε αυτά που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν. Να σημειωθεί, πως διαφορετική κατηγορία αποτελούν τα υγρά απόβλητα στα οποία συγκαταλέγονται και τα λύματα καθώς και οι αέριοι ρύποι, στους οποίους εντάσσονται τα καυσαέρια. Οι τρεις, λοιπόν, βασικές πηγές αποβλήτων προκύπτουν με χρονική σειρά και αλληλουχία: 1) από τις δραστηριότητες απόκτησης των πρώτων υλών, 2) από τις δραστηριότητες μετασχηματισμού των πρώτων υλών σε υλικά αγαθά και 3) από τα περισσεύματα των προϊόντων μετά τη χρήση τους. Στις μέρες μας η τρίτη πηγή παραγωγής αποβλήτων, που ως επί των πλείστων αναφέρεται στα αστικά υπολείμματα προερχόμενα από κατοικίες ή περιορισμένες εμπορικές δραστηριότητες, αποτελεί και την πλέον συνήθη αφού εδράζεται στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Παρά όμως το γεγονός αυτό, τα απόβλητα των δύο προηγούμενων φάσεων, δεδομένου και του αυξημένου όγκου τους, τις περισσότερες φορές ενέχουν μεγαλύτερους κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή αλλά και το περιβάλλον αν αναλογιστούμε πως ανήκουν στους παράγοντες που εξαντλούν τους φυσικούς πόρους και αντίκεινται σε κάθε αξίωμα που πρεσβεύει η αρχή της αειφορίας και η πράσινη πολιτική της βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι γεγονός πως η τελική διάθεση των απορριμμάτων δεν είναι εφικτό να μηδενιστεί. Στο πλαίσιο της κεντρικής αρχής περί διαχείρισης αποβλήτων, αν η αρχή της προφύλαξης και πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων, που έχει ως στόχο τη συνολική μείωση του ποσοστού και του όγκου τους, δεν ευδοκιμήσει, τότε παίρνει σειρά η επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων, η ανάκτηση υλικών από αυτά, η ανακύκλωση και τέλος η ανάκτηση ενέργειας από ό,τι έχει απομείνει, με βασικό κριτήριο δράσης την ελαχιστοποίηση του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού κόστους. Στον ίδιο άξονα κινείται και η αρχή «ο ρυπαίνων [13]

πληρώνει» καθώς ο παραγωγός των αποβλήτων φέρει και την ευθύνη διαχείρισης τους αλλά και της αποκατάστασης οποιασδήποτε ζημίας προκαλέσει από τη δράση του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και τα απορρίμματα που δε δύνανται να διαχειριστούν με οποιοδήποτε τρόπο και εν τέλει διατίθενται σε εγκεκριμένες εγκαταστάσεις διάθεσης οφείλουν να βρίσκονται σε μία τελική μορφή τέτοια ώστε να μη ρυπαίνουν τον αέρα, το έδαφος, το υπέδαφος, τα νερά αλλά ούτε και τον υδροφόρο ορίζοντα. Το βιοτικό επίπεδο, η γεωγραφική θέση αλλά και η ύπαρξη έντονης ή μη βιομηχανικής ανάπτυξης επηρεάζουν την ποσότητα αλλά και τη σύσταση των αποβλήτων. Επομένως, γίνεται ευκόλως αντιληπτός ο λόγος ύπαρξης ποικίλων μεθόδων διάθεσης απορριμμάτων αφού ανάλογα με το είδος του απόβλητου αντιμετωπίζονται και διαφορετικού είδους προβλήματα. Οι μέθοδοι επεξεργασίας και διάθεσης απορριμμάτων που απαντώνται συχνότερα είναι: 1) η υγειονομική ταφή, 2) η θερμική επεξεργασία με καύση ή πυρόλυση, 3) η αναερόβια χώνευση και 4) ο διαχωρισμός των απορριμμάτων με σκοπό την ανάκτηση χρήσιμων υλικών. Η επιλογή της κάθε μεθόδου εκτιμάται με βάση το είδος του απορρίμματος αλλά κι η καθεμιά παρουσιάζει παραλλαγές όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, το επενδυτικό και λειτουργικό της κόστος αλλά και το μέγεθος εξοικονόμησης αλλά και παραγωγής ενέργειας, αν πάρουμε για παράδειγμα την υγειονομική ταφή που αντανακλά μηδενικό μέγεθος παραγωγής ενέργειας αλλά έχει χαμηλότερο συγκριτικό λειτουργικό κόστος. Η περιβαλλοντική πολιτική και διαχείριση των αποβλήτων αποσκοπεί τόσο στην εξοικονόμηση πρώτων υλών όσο και στην ανάκτηση ενέργειας από τα παραγόμενα απόβλητα των προϊόντων και των παράγωγων τους. Στην πρώτη θέση βρίσκεται, λοιπόν, και ακολουθούν : α) η προσπάθεια περιορισμού παραγωγής αποβλήτων, β) η ανάκτηση υλικών, επαναφορά και επαναχρησιμοποίηση τους, γ) η ανακύκλωση, δ) η ενεργειακή αξιοποίηση. Στην ευρύτερη έννοια της αξιοποίησης αποβλήτων μπορεί να εντάξει κανείς και τις μορφές (β) και (γ) ανωτέρω, καθώς η ανακύκλωση, η επαναχρησιμοποίηση, η ανάκτηση πρώτων υλών αποτελούν τύπους διαχείρισης αποβλήτων. Διαφορετική [14]

έννοια,σαφώς, όμως ενέχει η ενεργειακή αξιοποίηση τους. Οι διάφορες τεχνολογίες ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων είναι: Καύση: Ένωση των στοιχείων με το οξυγόνο (Χημική οξείδωση). Η καύσιμη ύλη είναι τα ίδια τα στερεά απόβλητα κατά την καύση. Πυρόλυση: Θερμική διάσπαση των οργανικών ουσιών (χωρίς ή με μικρή παρουσία οξυγόνου). Αεριοποίηση: Θερμική διάσπαση των οργανικών ουσιών με ελάχιστη παρουσία οξυγόνου. Αναερόβια χώνευση: Βιολογική διάσπαση των ζυμώσιμων. Οι βασικές προδιαγραφές για τη συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία, αξιοποίηση και την τελική διάθεση των αποβλήτων περιγράφονται στο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο χαράζει και την εθνική πολιτική τόσο σε ζητήματα διαχείρισης αποβλήτων σε στενή έννοια, όσο και την ευρύτερη περιβαλλοντική πολιτική, η οποία οφείλει να συμβαδίζει με τις Κοινοτικές επιταγές, σεβόμενη την ανάγκη για προστασία των οικοσυστημάτων από τα αέρια του φαινομένου του θερμοκηπίου, κυρίως, αλλά εισάγοντας και την επιτακτική αναζήτηση νέων εναλλακτικών μορφών ενέργειας, όπως αυτή που προέρχεται από τα οργανικά απόβλητα και τη βιομάζα. Επιπλέον, καθοριστική κρίνεται και συμβολή του κοινωνικού συνόλου στη διαχείριση της μείωσης απορριμμάτων καθώς το μοντέλο κοινωνικής συμπεριφοράς και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών μπορεί να συμβάλλει δραστικά στον περιορισμό των ποσοτήτων των απορριμμάτων από το αρχικό στάδιο παραγωγής τους, δηλαδή τις ίδιες τις κατοικίες τους. Η ανακύκλωση, συνεπώς, αποτελεί μόνο ένα μέρος της λύσης και θα ήταν σκόπιμο τόσο οι αρμόδιοι φορείς διαχείρισης αποβλήτων όσο και η ίδια η Διοίκηση μέσω των τοπικών αρχών, να ενημερώνει, να ευαισθητοποιεί και να κατευθύνει το κοινωνικό σύνολο σε μία κοινή αντίληψη πρόληψης καθώς τα περιβαλλοντικά δεδομένα αποτελούν ένα δυναμικό μοντέλο που εξελίσσεται συνεχώς και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης καθώς από αυτό εξαρτάται τόσο η ποιότητα της [15]

ανθρώπινης ζωής όσο και οι περιβαλλοντικές ποιοτικές και ποσοτικές συνθήκες. Ο κατάλληλος εντοπισμός της σωστής τοποθεσίας γεωγραφικά και η υλοποίηση της εγκατάστασης μιας μεθόδου διαχείρισης απορριμμάτων σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μεταφοράς (αρχή εγγύτητας) των αποβλήτων από και προς τη μονάδα αλλά και η ανάλογη παρεχόμενη βοήθεια της τοπικής κοινωνίας μέσα από ένα «πράσινο» πρίσμα, αποτελεί ίσως ένα από τα δυσκολότερα θέματα που καλείται να ρυθμίσει η κεντρική Διοίκηση στις μέρες μας. 4. ΑΓΡΟΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΕΡΟΒΙΑ ΧΩΝΕΥΣΗ 4.1 Γενικά Η αναερόβια χώνευση ως μέθοδος αξιοποίησης αποβλήτων και παραγωγής ενέργειας από αυτά, έχει γνωρίσει ιδιαίτερη άνθιση τις τελευταίες δεκαετίες και βρίσκει εφαρμογή και στην ηπειρωτική Ευρώπη, καθώς έχει προωθηθεί η επένδυση σε μονάδες αναερόβιας χώνευσης, ύστερα και από την εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 2009/28/ΕΚ, η οποία αναδεικνύει την ανάγκη χρήσης ενέργειας από νέες, ανανεώσιμες πηγές. Η διαχείριση και η επεξεργασία αποβλήτων με υψηλό οργανικό φορτίο σε απουσία οξυγόνου, θεωρείται ιδανική καθώς αυτού του είδους τα απόβλητα είναι πλούσια σε λιπίδια και αποτελούν κατάλληλο υπόστρωμα δεδομένης της υψηλής δυναμικής τους σε μεθάνιο. Σε αυτή την αυξητική τάση αξιοποίησης των οργανικών αποβλήτων έχει συμβάλλει δραστικά : 1) η Ευρωπαϊκή νομοθεσία που περιορίζει την υγειονομική ταφή βιοαποδομήσιμων αποβλήτων (99/31/ΕΚ), 2) η αύξηση των αποβλήτων στην πηγή, και 3) η αναερόβια επεξεργασία βιοαποδομήσιμων κλασμάτων καταλήγει σε ενισχυμένη ενεργειακή αποτίμηση (Martin-Gonzalez et al., 2010). Τα πλεονεκτήματα της αναερόβιας χώνευσης σε σχέση με τις λοιπές μεθόδους αξιοποίησης και παραγωγής ενέργειας είναι αρκετά σαφή: [16]

1. Δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων οργανικών φορτίων, 2. Κατάλληλη μέθοδος ακόμη και μη ομογενή απόβλητα, 3. Μεγάλη αποτελεσματικότητα παραγωγής αέριου καυσίμου, 4. Οικονομικό όφελος από την παραγόμενη ενέργεια και τα καύσιμα, 5. Δραστική μείωση οργανικού φορτίου αποβλήτων με άμεση θετική συνέπεια για τα απόβλητα που εν τέλει θα διατεθούν σε χώρους διάθεσης, 6. Δυνατότητα μετατροπής παραγόμενων στερεών σε εδαφοβελτιωτικά, 7. Υπό θερμές συνθήκες, η αναερόβια χώνευση καταστρέφει τους παθογόνους μικροοργαανισμούς. Η επιστημονική κοινότητα έχει ασχοληθεί και ερευνήσει τη λειτουργία, την αποτελεσματικότητα, τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της αναερόβιας χώνευσης σε μία πληθώρα διαφορετικών αποβλήτων. Ξεχωριστή κατηγορία αποβλήτων τα οποία είναι πλούσια σε οργανική ύλη και από την αξιοποίηση των οποίων μπορούμε να έχουμε πολλαπλά ενεργειακά οφέλη, είναι τα αγροτοβιομηχανικά απόβλητα, προερχόμενα από τη βιομηχανική δράση αγροτικών τομέων όπως για παράδειγμα τα ελαιοτριβεία ή μονάδες επεξεργασίας εσπεριδοειδών. Τα συνηθέστερα αγροτοβιομηχανικά απόβλητα στα οποία χρησιμοποιείται η αναερόβια χώνευση είτε ως μέθοδος επεξεργασίας (απολύμανσης και αποφόρτισης οργανικής ύλης) είτε ως μέθοδος αξιοποίησης για την παραγωγή ενέργειας, είναι: 4.2 Κτηνοτροφικά απόβλητα Οι κτηνοτροφικές μονάδες ως βασικός πυλώνας των αναγκών τροφοδοσίας του πληθυσμιακού συνόλου παράγουν τόσο προϊόντα όσο και απόβλητα, πλούσια σε οργανικά φορτία, αλλά παρουσιάζουν και μεγάλες άμεσες ανάγκες για ενέργεια, λόγω του μεγέθους των μονάδων και των ταχυτήτων λειτουργίας τους. Ως λύση για την εξεύρεση λύσης στις ενεργειακές ανάγκες μπορεί να [17]

παρουσιαστεί η ανάκτηση ενέργειας καθώς και η κατάλληλη επεξεργασία αποβλήτων για την ενεργειακή τους αξιοποίηση μετέπειτα. Άλλωστε, η ιδέα αξιοποίησης αποβλήτων για την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού, ανήκει στη βιομηχανία, πρωτίστως για να είναι σε θέση να καλύπτει η ίδια τις ενεργειακές της ανάγκες. Γι αυτό και πολλές κτηνοτροφικές μονάδες προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιο ποσοστό νέας παραγόμενης ενέργειας αλλά και για να μειώσουν το οργανικό φορτίο των αποβλήτων τους έχουν προχωρήσει στην κατασκευή εγκαταστάσεων επεξεργασίας, οι οποίες βασίζονται στις λειτουργίες της αναερόβιας χώνευσης. Τα κύρια κτηνοτροφικά απόβλητα για τα οποία χρησιμοποιούνται τέτοιες μονάδες είναι κυρίως αυτά που προκύπτουν από μονάδες βοοειδών πάχυνσης και γαλακτοπαραγωγής, από μονάδες πάχυνσης πουλερικών και χοίρων. Βέβαια, τα απόβλητα πουλερικών πάχυνσης αποτελούν μια πολύ καλή πηγή πρώτης ύλης για τις μονάδες επεξεργασίας, παρόλα αυτά όμως έχουν τα αρνητικά της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων η λιγνίνης, καθώς και αζώτου (Ahring et al., 1992). Σε κάθε περίπτωση, η τελική παραγόμενη ενέργεια από την επεξεργασία των συγκεκριμένων αποβλήτων αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων και δε μπορεί να προσδιορίσει ένα σταθερό κλάσμα απόδοσης, αφού κριτήρια αποτελούν από τη διατροφή του ζώου και το πεπτικό του σύστημα μέχρι τη θερμοκρασία του αντιδραστήρα της μονάδας επεξεργασίας. 4.3 Ιλύς βιολογικών καθαρισμών Η ιλύς ή διαφορετικά λυματολάσπη προέρχεται από υγρά ή ημίρευστα αστικά ή/και βιομηχανικά απόβλητα τα οποία είτε έχουν δεχτεί επεξεργασία σε πρώτη φάση από κάποια μονάδα επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, είτε πρόκεινται για ανεπεξέργαστα λύματα αλλά και στερεά τα οποία λόγω σύστασης δύνανται να αναμειχθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία. Και σε αυτή την κατηγορία αποβλήτων, η αναερόβια χώνευση χρησιμοποιείται ευρέως, εκμεταλλευόμενη τα σημαντικά φορτία οργανικού άνθρακα (C), φωσφόρου (P) και αζώτου (N). Η χρήση της αερόβιας μεθόδου της ενεργούς ιλύος, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον στην επεξεργασία των υγρών αστικών αποβλήτων, έχει ως συνέπεια την παραγωγή [18]

μεγάλων ποσοτήτων οργανικής λάσπης, η διαχείριση της οποίας αποτελεί και το 50% του λειτουργικού κόστους της μονάδας (Baeyens et al., 1997). Απώτερος στόχος της επεξεργασίας της ιλύος μέσω της αναερόβιας χώνευσης είναι η δημιουργία ενός σταθεροποιημένου και αβλαβούς για το περιβάλλον και τον άνθρωπο κλάσματος, το οποίο ως προϊόν θα χρησιμοποιηθεί εν είδη εδαφοβελτιωτικού ή ως καύσιμο (βιοαέριο) για την παραγωγή ενέργειας. 4.4 Απόβλητα παραγωγής ελαιόλαδου και βρωσίμων ελαιών Το 97% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου ανήκει στις χώρες της Μεσογείου. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, μόνο, παρήγαγε το 2014 208.000 τόνους ελαιόλαδου (FAO, 2016) από περίπου 2500 ελαιοτριβεία που δραστηριοποιούνται στη χώρα, αν και ο μέσος όρος τα προηγούμενα χρόνια ήθελε την παραγωγή στη χώρα μας αυξημένη κατά 100.000 τόνους. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως κι η εγχώρια παραγωγή αφού αγγίζει περίπου το 15% της παγκόσμιας, αποτελεί έναν ιδιαίτερα δραστήριο τομέα ο οποίος βέβαια παράγει και μεγάλες ποσότητες αποβλήτων που είναι δύσκολες να διαχειριστούν, κυρίως λόγω της σύστασης τους και του παράγοντα της εποχικότητας. Η μέθοδος της αναερόβιας χώνευσης, λοιπόν, προκρίνεται και στην περίπτωση επεξεργασίας των αποβλήτων που προκύπτουν από την παραγωγή ελαιόλαδου. Οι τρεις κατηγορίες αποβλήτων που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη αγροτοβιομηχανική δράση είναι οι εξής: α) τα φύλλα του δέντρου με τα οποία μεταφέρεται και ο καρπός, β) ο πυρήνας και μέρος του αλεσμένου καρπού, γ) τα υγρά απόβλητα (υπολείμματα του καρπού, λάδι και λοιπά μικροστερεά). Τα απόβλητα διαφέρουν ως προς τη σύστασή τους ανάλογα με τη μέθοδο παραγωγής του προϊόντος που παραδίδεται στον τελικό χρήστη, αλλά και από την ποικιλία των ελαιόδεντρων. Υπάρχουν κυρίως 2 ειδών ελαιοτριβεία: [19]

1. Τα ελαιοτριβεία τριών φάσεων, που είναι τα παλαιότερα και τα πιο συνήθη, τα οποία παράγουν 1-1.2 m3 απόβλητα ανά τόνο διαχειριζομένης ελιάς (Saadi et al., 2007). 2. Τα πιο σύγχρονα δύο φάσεων ελαιοτριβεία παράγουν 0.7-1.3 m3 αποβλήτου το οποίο διαχωρίζεται κατά τη διαδικασία σε υγρό και στερεό μέρος (Martinez- Garcia et al., 2007). Η βιολογική διεργασία, σε κάθε περίπτωση, αυτών των αποβλήτων είναι ιδιαιτέρως δυσχερής και απαιτούνται εξειδικευμένοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι με γοργούς ρυθμούς θα πρέπει να ανταποκριθούν στη βιοαποδόμηση της ύλης. Ο μεγάλος όγκος παραγωγής αποβλήτων από ελαιοτριβεία, με βασικά τους χαρακτηριστικά την υψηλή οργανική φόρτιση, την οξύτητα (ph < 5.5), και την υψηλή περιεκτικότητα σε φαινόλες και τανίνες, σε συνδυασμό με το περιορισμένο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο γίνεται η συγκέντρωση τους (4-5 μήνες ετησίως), σίγουρα αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την εύκολη διαχείρισή τους. Το γεγονός, βέβαια, της ύπαρξης δυσχερειών στον τρόπο επεξεργασίας τους, σε καμία περίπτωση δεν επικροτεί συνήθεις πρακτικές εναπόθεσης των απόβλητων ελαιοτριβείων σε υδάτινους αποδέκτες. Μία τέτοια πρακτική έχει τεράστιο περιβαλλοντικό αντίκτυπο ρυπαίνοντας τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα, προκαλώντας ευτροφισμό υδάτων και διαταράσσοντας στο σύνολό του ένα οικοσύστημα. Η αισθητική αποκατάσταση του φυσικού τοπίου επίσης αποτελεί ένα ζήτημα καθώς οι δυσάρεστες οσμές και τα χρώματα ως υπολείμματα αποβλήτων είναι αναπόφευκτη συνέπεια μίας τέτοιας δράσης. 4.5 Απόβλητα τυροκομείων Η συστατική ανάλυση των αποβλήτων από τυροκομεία έχει αναδείξει ότι αυτά είναι εμπλουτισμένα σε λακτόζη, σε γαλακτικό οξύ και πρωτεϊνικά στοιχεία, γεγονός που υπογραμμίζει την πολλή υψηλή οργανική τους φόρτιση. Λόγω της ύπαρξης των στοιχείων αυτών, η βιομηχανική δράση των τυροκομείων παράγει [20]

μεγάλες ποσότητες αποβλήτων που χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλές μονάδες βιοχημικώς απαιτούμενου οξυγόνου (BOD) και χημικώς απαιτούμενου οξυγόνου (COD) (Patel et al., 2016). Πρακτικά προβλήματα στη διαχείριση και αξιοποίηση αυτού του είδους αποβλήτων θεωρούνται κυρίως : α) οι μεγάλες διακυμάνσεις του ph από την ύπαρξη όξινων και αλκαλικών στοιχείων, β) η ύπαρξη ποσοτήτων λιπών που χρειάζεται να αποδομηθούν σε ένα σύστημα αναερόβιας χώνευσης, γ) ο ορρός του γάλακτος, ο οποίος αν δεν αξιοποιηθεί αυξάνει σημαντικά το οργανικό φορτίο, δ) η ποσότητα συγκέντρωσης αιωρούμενων στερεών δύναται να παρεμποδίσει την κατάλληλη επεξεργασία των αποβλήτων από μία συμβατική μονάδα αναερόβιας χώνευσης. Το ιδανικό υπόστρωμα που προσφέρουν τα τυροκομικά απόβλητα για την επεξεργασία τους μέσω της διαδικασίας της αναερόβιας χώνευσης έχει δώσει χώρο στη σύγχρονους ερευνητικούς κύκλους να αναζητούν μέσω της αξιοποίησης τους την παραγωγή βιοαιθανόλης και βιουδρογόνου, ως αντικαταστάτες των συμβατικών πηγών ενέργειας. 4.6 Απόβλητα σφαγείων και επεξεργασίας νωπού κρέατος Τα απόβλητα σφαγείων αποτελούν μία κατηγορία αγροτοβιομηχανικών προϊόντων που προέρχονται από μέρη του ζώου τα οποία δεν είναι κατάλληλα βρώση και συνεπώς δε μπορούν να διατεθούν στον άνθρωπο ως τελικό χρήστη ενός συγκεκριμένου αγαθού. Τα σφαγεία ζώων παράγουν μεγάλες ποσότητες αποβλήτων τα οποία αποτελούνται κυρίως από αίμα, κομμάτια κρέατος, τα εντόσθια των ζώων μαζί με τις τροφές από το πεπτικό τους σύστημα, νερό πλύσης και τα δέρματα (Ahring et al., 1992). Η αναερόβια χώνευση, σαφώς, είναι μια από τις μεθόδους διαχείρισης αποβλήτων που χρησιμοποιείται και στα εν λόγω από τα σφαγεία απόβλητα αλλά και από τα απόβλητα που προκύπτουν από χώρους επεξεργασίας του νωπού κρέατος. Η υψηλή οργανική φόρτιση, το υψηλό ποσοστό στερεών και οι μεγάλες [21]

συγκεντρώσεις λιπιδίων και πρωτεϊνών είναι τα βασικά συστατικά χαρακτηριστικά του είδους (των αποβλήτων). Η προκείμενη σύστασή τους δημιουργεί αυξημένες απαιτήσεις αραίωσης του ρεύματος αποβλήτων, γεγονός που καθιστά την επεξεργασία του χρονοβόρα αλλά και μη συμφέρουσα οικονομικά. Λόγω, δηλαδή, των μεγάλων συγκεντρώσεων λιπιδίωντριγλυκεριδίων και πρωτεϊνών που εμφανίζονται στο συγκεκριμένο απόβλητο, έχει διερευνηθεί ότι τα παραγόμενα κατά τη χώνευση παραπροϊόντα, τα οποία για τη πρωτεΐνη είναι η αμμωνία και για τα λιπίδια-τριγλυκερίδια είναι τα μακράς αλυσίδας λιπαρά οξέα, μπορούν να δράσουν παρεμποδιστικά προς την διεργασία της αναερόβιας χώνευσης (Cuetos et al., 2008). Αυτό έχει ως συνέπεια η χώνευση αποβλήτων σφαγείων να είναι δύσκολη χωρίς να προηγηθεί κάποια αραίωση ή μίξη τους με άλλα απόβλητα που, πρωτίστως, θα πρέπει να μειώσουν τις συγκεντρώσεις των λιπιδίων και των πρωτεϊνών και δευτερευόντως, θα πρέπει να επέλθει εξισορρόπηση των υπολοίπων αναγκαίων θρεπτικών συστατικών στο μείγμα (Rosenwinkel and Meyer, 1999). 4.7 Περιβαλλοντικά οφέλη της αναερόβιας χώνευσης Η αειφόρος ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμα, εξαιτίας της καταλυτικής επίδρασης του ανθρώπινου αποτυπώματος στο περιβάλλον, έχει αποτελέσει κεντρικό άξονα του επιστημονικού ενδιαφέροντος καθώς επιτακτική παρουσιάζεται η ανάγκη για εξεύρεση νέων ενεργειακών πόρων λόγω των περιορισμένων αποθεμάτων των ορυκτών. Η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και τη ρύπανση του οικοσυστήματος μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας (βιομηχανικής και οικιακής), η οποία παράγει αλόγιστα αέριους ρύπους που συμβάλλουν στην όξυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου -κυρίως με διοξείδιο του άνθρακα(co2) και μεθάνιο(ch4) αλλά και τεράστιες ποσότητες αποβλήτων, θέτει στο προσκήνιο μεθόδους επεξεργασίας αποβλήτων με δυνατότητα ανάκτησης ενέργειας ώστε να υποβοηθήσουν την εξομάλυνση των περιβαλλοντικών συνθηκών. Η αναερόβια χώνευση ανήκει σε μία κατηγορία τέτοιων μεθόδων και μάλιστα εξασφαλίζει τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα [22]

(CO2) κατά ποσοστό 35%, όπως επιβάλλει η Κοινοτική Οδηγία 2009/28/ΕΕ για τη μείωση των αέριων ρύπων του φαινομένου του θερμοκηπίου (Capponi et al., 2012). Επιπρόσθετα, η αναερόβια αποσύνθεση των αποβλήτων όταν λαμβάνει χώρα υπό τον έλεγχο του ανθρώπου, τότε έχει ως αποτέλεσμα τα παρακάτω ευεργετικά για την ποιότητα του περιβάλλοντος αποτελέσματα (Ζαρκάδας, 2012): «1) Τα παραγόμενα αέρια έχουν ουδέτερη συνεισφορά στον κύκλο του άνθρακα, καθώς το διοξείδιο του άνθρακα το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τα φυτά για την ανάπτυξη τους απελευθερώνεται κατά την καύση του αερίου με παράλληλη παραγωγή ενέργειας. 2) Τα εδάφη καθώς και τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα προστατεύονται από την αλόγιστη εισροή νιτρικών αλάτων από ανεπεξέργαστα απόβλητα. 3) Παραγωγή λιπάσματος, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο μειώνοντας τη χρήση χημικών λιπασμάτων στη γεωργία, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν οι μεταφορές των λιπασμάτων αυτών από τον τόπο παραγωγής προς αυτόν της τελικής κατανάλωσης, και τέλος, 4) Τα αποθέματα καυσίμων επάνω στη γη προστατεύονται καθώς το παραγόμενο βιοαέριο λαμβάνει τη θέση συμβατικών καυσίμων, μειώνοντας παράλληλα τις τιμές των καυσίμων λόγω μειωμένης ζήτησης.» 5. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η συνειδητοποίηση πως οι συμβατικές μορφές ενέργειας είναι αναλώσιμες και πως αρκετά σύντομα δε θα είναι πλέον ικανές να καλύπτουν τις παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες, ιδίως μετά τη δεκαετία 70 και τις 2 πετρελαϊκές κρίσεις, ανέδειξε τη σπουδαιότητα του τομέα της ενέργειας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου. Αυτό έφερε σαν αποτέλεσμα την ανάγκη του κοινοτικού, πρωτίστως, νομοθέτη να εκφράσει τον προβληματισμό του. Για αυτό [23]

το λόγο, το 1996 στην αρχική της μορφή, εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η «Πράσινη Βίβλος» για την Ενέργεια, καθιερώνοντας εθνικούς στόχους μέχρι το 2010 για την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Τα επόμενα χρόνια, σαφώς, υπήρξε πληθώρα Κοινοτικών Οδηγιών και Κανονισμών με κεντρικό άξονα τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος και την πρόβλεψη εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Η κοινοτική νομοθεσία και η κύρωση διεθνών συμβάσεων αποτελούν τη βασική πηγή του περιβαλλοντικού μας δικαίου σε εθνικό επίπεδο, με εξαίρεση των Συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των άρθρων 17, 24 και 106, τα οποία υπηρετούν θεμελιώδεις αξίες και προϋπάρχουν των ενσωματωμένων νομοθεσιών που προέρχονται από την Ε.Ε. Στην παρούσα διερεύνηση του θέματος της μεταπτυχιακής εργασίας χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος απόκτησης πληροφοριών και δεδομένων η βιβλιομετρική ανάλυση, αξιοποιώντας εξίσου κείμενα και άρθρα που έχουν αναπτυχθεί από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, όσο και την κοινοτική και εθνική νομοθεσία. Η έρευνα και μελέτη συγγραμμάτων σχετικά με το Δίκαιο και το Περιβάλλον και το Δίκαιο της Ενέργειας κρίθηκαν πολύτιμοι αρωγοί στην εξερεύνηση της κείμενης θεματικής. Για τη συλλογή επιπλέον βιβλιογραφικών πηγών χρησιμοποιήθηκε διαδικτυακά η βάση δεδομένων «Scopus». Συμπληρωματικά, θεματικές αναζητήσεις πραγματοποιήθηκαν και στη βάση «Science Direct». Ως λέξεις-κλειδιά εισήχθησαν: «agroindustrial waste», «legislation» και «biomass valorization». Οι αναζητήσεις αυτές είχαν χιλιάδες ευρήματα ως αποτελέσματα. Συνεπώς, γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι λόγω του μεγάλου όγκου δεδομένων, με σκοπό τον εντοπισμό της επιθυμητής βιβλιογραφίας, εφαρμόστηκε η σύνθετη αναζήτηση συνδυάζοντας τις προαναφερόμενες λέξεις-κλειδιά ανά ζεύγη. Παρά το γεγονός, βέβαια, της έντονης βιβλιογραφίας από την επιστημονική κοινότητα, βασικός και κύριος άξονας για την κατανόηση και ερμηνεία στο νομικό κόσμο των προκείμενων εννοιών, αλλά και για την εφαρμογή τους στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, αποτέλεσε η νομοθεσία της Ε.Ε., με την οποία εναρμονίζεται πλήρως το εθνικό μας δίκαιο. Ενδεικτικά, μελετήθηκαν οι Οδηγίες 2001/77/ΕΚ, 2003/30/ΕΚ και η τροποποιητική τους 2009/28/ΕΚ, καθώς και η 98/2008/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3852/2010. [24]

6. ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ 6.1 Γενικά Οι διατάξεις που διαμορφώνουν το γενικό πλαίσιο που θα πρέπει να τηρηθεί για την προστασία του περιβάλλοντος περιλαμβάνονται σε νομοθετικά κείμενα, τα οποία συντάχθηκαν αρχικά σε διεθνές επίπεδο, σε ευρωπαϊκό και τέλος σε εθνικό κατά συμμόρφωση προς τις δύο πρώτες κατηγορίες (Τζίκα - Χατζοπούλου, κ.α., 2005). Στα κείμενα αυτά περιλαμβάνονται και περιγράφονται οι βασικές έννοιες που αποτέλεσαν την αφετηρία για τη νομοθεσία σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, έννοιες όπως η αρχή της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης και άλλες αρχές που διέπουν την τηρηθείσα πολιτική στο πεδίο αυτό. 6.2 Διεθνές Πλαίσιο Ήδη από τη δεκαετία του 1970 η Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζοντας μια περιβαλλοντική στρατηγική, καθώς η βιομηχανική δράση είχε ξεκινήσει να κάνει αισθητή την παρουσία της με οικολογικό αντίκτυπο, έθεσε ως στόχο την αντιμετώπιση παραδοσιακών περιβαλλοντικών ζητημάτων, όπως η μείωση της ρύπανσης και έδωσε προτεραιότητα στη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών τόσο του αέρα όσο και του νερού, μέσα από μία σειρά νομοθετικών πράξεων και κανονιστικών ρυθμίσεων. Η επιρροή σαφώς, από την παγκόσμια κοινότητα ήταν καταλυτική αν αναλογιστούμε πως το 1970 για πρώτη φορά διατυπώθηκε η «αρχή της εκτιμώμενης περιβαλλοντικής επίπτωσης» από νομοθετική πράξη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής χαράζοντας την [25]

ενεργειακή πολιτική του κράτους και η ίδια αρχή θεσμοθετήθηκε αργότερα στην Ευρωπαϊκή κοινότητα με την Οδηγία 85/337/ΕΟΚ. Το πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος ανήχθη σε οικουμενικό ήδη από το 1972, όταν και πραγματοποιήθηκε η 1 η Παγκόσμια Συνάντηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, στη Στοκχόλμη. Περιεχόμενο της Συνάντησης αυτής αποτέλεσε η διαμόρφωση γενικών γραμμών συλλογικής δράσης με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος και την ενεργοποίηση όλων των αρμόδιων φορέων προς τον σκοπό αυτό (Τζίκα - Χατζοπούλου, κ.α., 2005). Τη Συνάντηση ακολούθησε η σύνταξη και έκδοση της Διακήρυξης της Στοκχόλμης, στην οποία αποτυπώνονται τα παραπάνω. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η Διακήρυξη της Στοκχόλμης δεν διέθετε χαρακτήρα υποχρεωτικό και δεσμευτικό αλλά περιλάμβανε γενικές υποδείξεις και αρχές προς την αφύπνιση των κρατών για την παραπάνω κατεύθυνση. Η πρώτη αναφορά στον όρο «αειφόρος ανάπτυξη» σημειώθηκε το 1987 στην Αναφορά της Επιτροπής Μπρούντλαντ «Το Κοινό μας Μέλλον». Ο όρος αυτός διατυπώθηκε σε μία εποχή που παρατηρείτο έντονη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και ο κίνδυνος επιδείνωσης του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό, ερμηνεύθηκε ως η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων της σημερινής εποχής χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις ανάγκες τους (Χαϊνταρλής, 2001). Στο πλαίσιο των εργασιών του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (U.N.E.P.) χαρακτηρίστηκε η ανάγκη διαχείρισης των αποβλήτων ως ύψιστης σημασίας ζήτημα και πραγματοποιήθηκε η διεθνής διάσκεψη στη Βασιλεία στις 22 Μαρτίου 1989, όπου υπογράφηκε η «Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους». Η Σύμβαση περιλαμβάνει τη διαχείριση εκείνων των αποβλήτων που η ίδια ορίζει, ώστε να συνάδει με την προστασία της ανθρώπινης υγείας και την προστασία και διατήρηση των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος. Η Σύμβαση, μεταξύ άλλων, ορίζει το περιεχόμενο της διασυνοριακής μεταφοράς αποβλήτων και επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη (Κουτούπα - Ρεγκάκου, 2008). [26]

Το 1992 η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο και η υπογραφή της Σύμβασης για την κλιματική αλλαγή αποτέλεσε άλλη μία διεθνή ώθηση στην περιβαλλοντική κινητοποίηση της Ε.Ε. αφού τέθηκαν ζητήματα συσχέτισης περιβάλλοντος, εμπορίου και αειφορίας, τα οποία αποτέλεσαν και το βασικό άξονα των νομοθετημάτων και πολιτικών και σε κοινοτικό επίπεδο. Μάλιστα, η Διάσκεψη στο Ρίο ολοκληρώθηκε με την έκδοση της Agenda 21, η οποία στην πραγματικότητα αποτελεί το πρώτο πρόγραμμα της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή της προώθησης οικονομικής ανάπτυξης εκ μέρους των κρατών με την παράλληλη μέριμνα για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου και της ευημερίας μέσω της προστασίας των πηγών του περιβάλλοντος (Τζίκα - Χατζοπούλου, κ.α., 2005). Παράλληλα, στην ίδια Διάσκεψη, επεβλήθη η στροφή του ενδιαφέροντος προς τη διαχείριση των αποβλήτων και την προώθηση των ΑΠΕ, λόγω της ραγδαίας αύξησης της θερμοκρασίας στον πλανήτη και επιχειρήθηκε η εύρεση μίας μεθόδου για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Την πρώτη θέσπιση ρυθμίσεων διεθνούς δικαίου με αντικείμενο την προώθηση των ΑΠΕ, αποτελεί η «Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές» (1992, Ρίο). Επιπρόσθετα, το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997 έθεσε δεσμευτικούς στόχους για τη μείωση των αέριων ρύπων οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου, τους οποίους (στόχους) αποδέχτηκε και ενέκρινε η Ε.Ε μέσω απόφασης του Συμβουλίου της το ίδιο έτος. Στη συνέχεια, στην παγκόσμια σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ το Σεπτέμβριο του 2002, αποφασίστηκε η συμμετοχή των συμβαλλομένων κρατών στην αύξηση των ΑΠΕ. Στην Παγκόσμια διάσκεψη της Βόνης, με αντικείμενο τις ΑΠΕ, που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2004 μεταξύ Υπουργών 154 χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, για μία ακόμη φορά επισημάνθηκε και δη σε παγκόσμιο επίπεδο η επιτακτικής σημασίας λήψη μέτρων προς την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, προς τη βελτίωση της ενεργειακής τροφοδοσίας και την καταπολέμηση της φτώχειας. Η 13η Διάσκεψη των κρατών που είχαν υπογράψει την προαναφερθείσα Σύμβαση Πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή και η 3 η Διάσκεψη των Κρατών που είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο του Κιότο, πραγματοποιήθηκαν παράλληλα το Δεκέμβριο του 2007 [27]

στο Μπαλί της Ινδονησίας, όπου τέθηκε από τη Διεθνή Κοινότητα το υπόβαθρο (τόσο πολιτικό όσο και θεσμικό) για τη σύναψη μίας νέας διεθνούς συμφωνίας με αντικείμενο τη κλιματική αλλαγή. Η νέα αυτή συμφωνία επρόκειτο να αντικαταστήσει το Πρωτόκολλο του Κιότο και προέβλεπε την έκδοση σειράς σχετικών Αποφάσεων. Ανεπιτυχείς κρίθηκαν οι επόμενες ετήσιες Διασκέψεις των παραπάνω συμβαλλομένων μερών μέχρι και το Δεκέμβριο του 2010 ως προς την επίτευξης μίας συμφωνίας διεθνούς χαρακτήρα που να δύναται να αντικαταστήσει το πρωτόκολλο του Κιότο. Έτσι, στη Διάσκεψη του Ντέρμπαν στη Ν. Αφρική το Δεκέμβριο του 2011, συμφωνήθηκε η διεξαγωγή ενός προγράμματος εργασιών για το διάστημα από το 2013 έως και το 2015. Το πρόγραμμα αυτό ονομάστηκε Πλατφόρμα Ντέρμπαν. Βεβαίως, ανανεώθηκαν και οι δεσμεύσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο έως αρχικά το έτος 2017 και στη συνέχεια, μετά τη Διάσκεψη στη Ντόχα του Κατάρ έως και το έτος 2020 με περιορισμένη πλέον ισχύ. Η 21η Διάσκεψη των συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (και η παράλληλη 11η Διάσκεψη των Κρατών που κύρωσαν το πρωτόκολλο του Κιότο) αποτέλεσε το σταθμό για την επίτευξη μίας συμφωνίας μεταξύ των παραπάνω μελών με αντικείμενο τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη σε λιγότερο από 2, με επιθυμητό στόχο ακόμα και αυτόν κάτω από 1,5. Η συμφωνία αυτή έλαβε την τελική της μορφή στις 12 Δεκεμβρίου 2015 και αφού κατετέθη στον Ο.Η.Ε. επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή αρχικά για ένα έτος από τις 22 Απριλίου 2016 (Φορτσάκης, 2016). 6.3 Ευρωπαϊκό Πλαίσιο 6.3.1 Η Ευρωπαϊκή Δράση για το Περιβάλλον Η δράση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) δεν περιλάμβανε τη μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς η ιδρυτική [28]

αυτής Συνθήκη της Ρώμης δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Στη Συνάντηση Κορυφής των αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στο Παρίσι, το έτος 1972, διαμορφώθηκε μία επίσημη Πολιτική για το Περιβάλλον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, υπό τη σκέψη ότι βασικό μέλημα της Κοινότητας αποτελούσε η οικονομική ανάπτυξη των Κρατών Μελών με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος (Τζίκα - Χατζοπούλου, κ.α., 2005). Το πρώτο, όμως, ευρωπαϊκό κείμενο αμιγώς νομοθετικού περιεχομένου που αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα συμπληρωματικές αρμοδιότητες, περιλαμβανομένης πλέον και της δράσης για την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) που τροποποιούσε τις Συνθήκες. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) διατύπωσε την ανάγκη διαμόρφωσης Ευρωπαϊκού Δικαίου του Περιβάλλοντος. Μάλιστα, η πρώτη αναφορά του όρου «αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη» σε Ευρωπαϊκό κείμενο παρατηρείται στο κείμενο αυτής, αν και, το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανάπτυξης ήταν ασαφές (Kramer, 2012). Το κενό αυτό ήρθε να συμπληρώσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, καθώς προσέθεσε στις αρχές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τη βιωσιμότητα, δημιουργώντας ένα πρόσφορο έδαφος για τη σταδιακή ανάπτυξη αυτόνομου ευρωπαϊκού δικαίου περιβάλλοντος, βασιζόμενο στις αρχές: 1) Της ενσωμάτωσης, υπό την οποία κάθε ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος, 2) Της επικουρικότητας, υπό την οποία η Ευρωπαϊκή Κοινότητα επεμβαίνει με τη λήψη σχετικών μέτρων όταν η δράση των Κρατών Μελών στα περιβαλλοντικά θέματα κρίνεται αναποτελεσματική, 3) Της δημοσιότητας, υπό την οποία οι σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος νομοθετικές και μη πράξεις πρέπει να δημοσιεύονται, ώστε να καθίσταται σαφές το περιεχόμενό τους και 4) Της αναλογικότητας, υπό την οποία τα ληφθέντα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επιδίωξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ αποτέλεσε ο σχηματισμός μίας Πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος, υψηλού επιπέδου μέσω της διατήρησης και βελτίωσης του περιβάλλοντος, της βελτίωσης του επιπέδου της ανθρώπινης ζωής, [29]

της ορθολογικής χρήσης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των ευρωπαϊκών και διεθνών περιβαλλοντικών προβλημάτων (άρθρο 174 ΣΕΕ). Η Πολιτική, λοιπόν, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στηρίζεται στην προφύλαξη και την προληπτική δράση, την αποκατάσταση (επανόρθωση) των ζημιών και την υποχρέωση του Κράτους που έχει προβεί στην πράξη ρύπανση να επανορθώσει τη βλάβη, έννοιες που διαμορφώνουν και τις αντίστοιχες αρχές. Η Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Πολιτική αντιπροσωπεύει, με άλλα λόγια, έναν αυτοτελή κύκλο προστασίας από όταν αναθεωρήθηκε η Ιδρυτική Συνθήκη και το περιβάλλον τοποθετείται στο επίκεντρο της πολιτικής για μια βιώσιμη ανάπτυξη της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (2001) διατύπωσε την επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πραγματοποίηση της αειφορίας μέσω των τριών πυλώνων της, δηλαδή της οικονομικής ανάπτυξης, της κατοχύρωσης κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος και κυρίως μέσω της ισορροπημένης συνύπαρξης αυτών (Τζίκα - Χατζοπούλου, κ.α., 2005). Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η παραπάνω τοποθέτηση οδήγησε σε μία χαλαρή προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης και αειφορίας, γεγονός που επέβαλε την έκδοση νέων προγραμμάτων και την υπογραφή συμπληρωματικών Συνθηκών και την έκδοση νομικών πράξεων δεσμευτικού χαρακτήρα τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι η υιοθέτηση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης έχει οδηγήσει στην αποδοχή και εδραίωση συμπληρωματικών γενικών αρχών που ενσωματώνονται στις ευρωπαϊκές πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος. Στο επίπεδο διαχείρισης αποβλήτων, και ιδιαίτερα των στερεών, εξέχουσα θέση ως αρχή κατέχει η αποφυγή παραγωγής απορριμμάτων και η μείωση αυτών μέσω νέων τεχνολογικών μεθόδων αλλά και μέσω της ενημέρωσης των πολιτών που αποσκοπεί στην αλλαγή της κοινωνικής τους στάσης και συμπεριφοράς. Έτσι, καθίσταται σαφές ότι η επιτυχία της πολιτικής της διαχείρισης των αποβλήτων επαφίεται όχι μόνο σε μία τεχνική αναδιάρθρωση αλλά και σε κοινωνικά και πολιτικά κριτήρια (Μπεριάτος, κ.α., 2003). Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι, η διαχείριση των απορριμμάτων δε αποσκοπεί μόνο στην [30]