ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Εύα Αυλίδου ΕΚΦΩΝΗΣΗ Der verfassungsrechtliche Ansatz folgt der Überzeugung, dass die rechtliche und politische Entwicklung der Europäischen Union nach einer wissenschaftlichen Aufarbeitung verlangt, die sich der Methoden und Begriffe des Verfassungsrechts bedient, wie es im staatlichen Kontext als Teildisziplin des Öffentlichen Rechts entwickelt worden ist. Verfassungsrecht ist denkbar ohne Staat, Nation und einen Gründungsakt, der sämtlichen Anforderungen der überkommenen Staats und Verfassungstheorien genügt. Immerhin begründet das Primärrecht Hoheitsgewalt, statuiert eine Normenhierarchie und legitimiert Rechtsakte, es schafft eine Bürgerschaft und gewährt Grundrechte, es regelt das Verhältnis von Rechtsordnungen, von Hoheitsgewalt und Wirtschaft, von Recht und Politik. In einem funktionalen Vergleich ergeben sich zahlreiche Übereinstimmungen zwischen dem Unionsprimärrecht und staatlichen Verfassungen; erst in theoretischen und 1
damit umstrittenen Zuspitzungen werden signifikante Unterschiede zwischen dem Unionsprimärrecht und dem gemeinsamen Nenner der mitgliedstaatlichen Verfassungen sichtbar. Seine Rekonstruktion als Verfassungsrecht führt zu fruchtbaren Antworten auf viele theoretische und praktische Fragen. Sie entscheidet nicht über seine Bewertung vielmehr werden Errungenschaften und Defizite deutlich. Die Reformulierung und Weiterentwicklung des geltenden Verfassungsrechts im ʹVertrag über eine Verfassung für Europaʹ und dessen im Wesentlichen unveränderte Übernahme in den Reformvertrag von Lissabon können als Belege für die Aktualität dieses Ansatzes gelten. Eine zentrale rechtswissenschaftliche Aufgabe der kommenden Jahre besteht in der dogmatischen Durchdringung und didaktischen Aufbereitung der reformieren EU Verträge aus einer verfassungsrechtlichen Perspektive. Zugleich ist kritisch zu diskutieren, welche Konsequenzen der politisch gewollte Verzicht auf Verfassungssemantik für eine rechtswissenschaftliche Konzeption birgt, die eine verfassungsrechtliche Deutung des Unionsprimärrecht vorschlägt. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Αφετηρία του συνταγματικού δικαίου είναι η πεποίθηση ότι η νομική και πολιτική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί ένα είδος επιστημονικής επεξεργασίας, η οποία χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τους όρους του συνταγματικού δικαίου, έτσι όπως αυτό αναπτύχθηκε ως επί μέρους πανεπιστημιακός κλάδος του Δημοσίου Δικαίου στα πλαίσια του κράτους. Μπορεί κανείς να διανοηθεί την ύπαρξη του συνταγματικού δικαίου χωρίς κράτος, έθνος και χωρίς μια ιδρυτική πράξη που να επαρκεί για όλες τις απαιτήσεις των κρατικών και συνταγματικών θεωριών που μας έχουν κληροδοτηθεί. Επιπλέον, το πρωτογενές δίκαιο θεμελιώνει κυριαρχία, θεσπίζει μια κανονιστική ιεραρχία και νομιμοποιεί νομικές πράξεις, δημιουργεί ένα σύνολο πολιτών και παρέχει θεμελιώδη δικαιώματα, ρυθμίζει τη σχέση νομικών συστημάτων, της δικαιοδοσίας και της οικονομίας, του δικαίου και της πολιτικής. Στα πλαίσια μιας λειτουργικής σύγκρισης προκύπτουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στο πρωτογενές 2
δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα εθνικά συντάγματα. Σε περιπτώσεις επιδείνωσης θεωρητικών και, συνεπώς, επίμαχων αντιπαραθέσεων, αναδεικνύονται σημαντικές διαφορές μεταξύ του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «κοινού παρονομαστή» των συνταγμάτων των κρατών μελών. Η ανασύστασή του ως συνταγματικό δίκαιο οδηγεί σε γόνιμες απαντήσεις για πολλά θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα. Στα πλαίσια της ανασύστασης αυτής, δεν αποφασίζεται η αξιολόγησή του, πολύ περισσότερο αποσαφηνίζονται επιτεύγματα και ελλείμματα. Ως αποδείξεις για την επικαιρότητα της αφετηρίας αυτής μπορούν να θεωρηθούν η αναδιατύπωση και μετεξέλιξη του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου στη «Συνθήκη για το Σύνταγμα της Ευρώπης», καθώς και το γεγονός ότι, στα βασικά του σημεία, έχει συμπεριληφθεί εξ ολοκλήρου στη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας. Για τα επόμενα χρόνια, βασική υποχρέωση της νομικής επιστήμης θα είναι η δογματική επικράτηση και διδακτική προετοιμασία των μεταρρυθμισμένων συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από συνταγματική οπτική. Παράλληλα, είναι πολύ σημαντικό το να συζητηθούν οι συνέπειες που επιφέρει το γεγονός ότι, για πολιτικούς λόγους, υπήρξε αποχή από μια συνταγματική σημασιολογία για μια νομική ιδέα, που προτείνει μια συνταγματική ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3
ΕΚΦΩΝΗΣΗ Το Κανονικό Δίκαιο είναι το εσωτερικό δίκαιο που έχει δημιουργηθεί από τις ίδιες τις θρησκευτικές κοινότητες. Σε αντίθεση με το τι υπονοεί ο όρος, το Κανονικό Δίκαιο δεν αφορά μόνον Εκκλησίες, αλλά όλες τις κοινότητες που ασχολούνται με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία της ζωής. Στη Γερμανία, το δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων να ρυθμίζουν οι ίδιες τις εσωτερικές τους υποθέσεις, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, ως συνέπεια της θρησκευτικής ελευθερίας και του διαχωρισμού Κράτους Εκκλησίας. Αν η εκάστοτε θρησκευτική κοινότητα έχει τη νομική υπόσταση ενός σωματείου του Δημοσίου Δικαίου, τότε το εσωτερικό της Κανονικό Δίκαιο συνιστά Δημόσιο Δίκαιο. Κατά τη σταθερή του νομολογία, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η νομολογική αρμοδιότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων δεν πηγάζει από το Κράτος, ούτε και αποδίδεται από αυτό, παρά είναι αυθεντική. Δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο Κανονικό και στο Εκκλησιαστικό δίκαιο: το τελευταίο δεν συνδέεται με το εσωτερικό των Εκκλησιών, είναι Κρατικό Δίκαιο που ασχολείται με τη νομική υπόσταση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Το Κανονικό Δίκαιο της Δυτικής Εκκλησίας παραπέμπει στις σχολαστικές παραδόσεις. Από ιστορική άποψη, το Ρωμαιοκαθολικό Δίκαιο άσκησε για πολλά χρόνια επιρροή στη διαμόρφωση του Κρατικού Δικαίου. Η μεγάλη σημασία που το Κανονικό Δίκαιο είχε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έγκειται καταρχήν στο ότι, μέχρι την Αναγέννηση στη νομολογία επικρατούσε η Αρχή της Προσωπικότητας και, μετά, αντικαταστάθηκε σταδιακά από την Αρχή της Επικράτειας. Ενώ σύμφωνα με την Αρχή της Επικράτειας το Δίκαιο που ισχύει σε έναν τόπο είναι δεσμευτικό, στην περίπτωση της Αρχής της Προσωπικότητας οι αποφάσεις λαμβάνονται σύμφωνα με το Δίκαιο του σωματείου, μέλος του οποίου είναι ένα άτομο. Η Αρχή της Προσωπικότητας κάνει τη διάκριση ανάμεσα στους πολίτες και στους μη πολίτες που 4
είναι εγκατεστημένοι σε έναν τόπο. Αντίστοιχα, τα μέλη του Κλήρου υπόκεινται αυτόματα στο Κανονικό Δίκαιο, συνεπώς από τη στιγμή που ένας νομικός είχε να κάνει με νομικές υποθέσεις στις οποίες μπορούσαν να εμπλακούν και μέλη του Κλήρου γεγονός που συνέβαινε συχνά έπρεπε επίσης να είναι γνώστης του Κανονικού Δικαίου. Η αναγκαιότητα της επικράτησης των «δύο δικαίων» και στη νομική καθημερινότητα εξέλειψε με τη γενική επικράτηση της Αρχής της Επικράτειας. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Kirchenrecht ist das von Religionsgemeinschaften selbst gesetzte interne Recht. Entgegen dem Wortlaut betrifft das Kirchenrecht keineswegs nur Kirchen, sondern alle Religions und Weltanschauungsgemeinschaften. Als Konsequenz von Religionsfreiheit und der Trennung von Staat und Kirche ist in Deutschland das Recht der Religionsgemeinschaften, innere Angelegenheiten selbst zu regeln, in der Verfassung, dem Grundgesetz, verankert. Hat die jeweilige Religionsgemeinschaft den Status einer Körperschaft des Öffentlichen Rechts, so ist ihr internes Kirchenrecht Öffentliches Recht. Dabei nimmt das deutsche Bundesverfassungsgericht in ständiger Rechtsprechung an, die Rechtsetzungsbefugnis der Religionsgemeinschaften sei nicht vom Staat abgeleitet oder verliehen, sondern originär. Nicht zu verwechseln ist das Kirchenrecht mit dem Staatskirchenrecht: Letzteres ist nicht innerkirchliches, sondern staatliches Recht, das sich mit dem Status der Religionsgemeinschaften befasst. Das westkirchliche Kirchenrecht geht auf scholastische Traditionen zurück. Historisch gesehen hat das römisch katholische Recht lange Jahre Vorbildwirkung für das staatliche Recht ausgeübt. Die große Bedeutung, die das Kirchenrecht lange Zeit hatte, beruht primär darauf, dass bis in die Neuzeit das Personalitätsprinzip in der Rechtsprechung vorherrschend war und erst schrittweise vom Territorialprinzip abgelöst wurde. Während nach dem Territorialitätsprinzip das am Ort geltende Recht verbindlich ist, wird beim Personalitätsprinzip nach dem Recht der Körperschaft geurteilt, in der eine Person Mitglied ist. Das Personalitätsprinzip unterscheidet also auch zwischen Bürgern 5
und am Ort ansässigen Nichtbürgern. Entsprechend unterlagen Mitglieder des Klerus automatisch dem Kirchenrecht, ein Jurist musste also Kenntnisse des Kirchenrechts haben, sobald er mit Rechtsfällen zu tun hatte, in die auch Mitglieder des Klerus verwickelt sein konnten, was oft der Fall war. Erst mit der allgemeinen Durchsetzung des Territorialprinzips entfiel diese Notwendigkeit, auch in juristischen Alltagsfragen ʺbeide Rechteʺ zu beherrschen. 6