ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ- ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ : ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ Σύµφωνα µε τον Οργανισµό Παγκόσµιας Υγείας: «Η Κακοποίηση ή κακοµεταχείριση ενός παιδιού ή ατόµου περιλαµβάνει όλες τις µορφές σωµατικής ή συναισθηµατικής κακής µεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραµέλησης ή παραµεληµένης θεραπευτικής αντιµετώπισης ή εκµετάλλευσης για εµπορικούς σκοπούς η οποία καταλήγει σε συγκεκριµένη ή εν δυνάµει βλάβη της υγείας, της ζωής, της ανάπτυξης, της αξιοπρέπειας του παιδιού και του ατόµου, στο πλαίσιο µιας σχέσης ευθύνης, εµπιστοσύνης ή δύναµης». Κύριες µορφές κακοποίησης είναι: α) η σωµατική, β) ψυχολογική- συναισθηµατική κακοποίηση, γ) η παραµέληση και δ) η σεξουαλική παραβίαση. Σωµατική κακοποίηση των παιδιών ή των ατόµων είναι: η µε τη θέληση των γονέων ή άλλων προσώπων εξουσίας- εναντίον των παιδιών ή των ατόµων που φροντίζουν ή των ατόµων που βρίσκονται στην ίδια οµάδα- χρησιµοποίηση φυσικής βίας εναντίον τους. Η βία αυτή δεν είναι τυχαία. Εδώ συµπεριλαµβάνεται επίσης η µη τυχαία παραµέληση ή κακοποίηση αυτών των παιδιών ή των ατόµων.
Η σωµατική βία διαχωρίζεται σε ήπια και σοβαρή. α) Ως ήπια βία χαρακτηρίζεται: η απειλή χτυπήµατος ή πετάγµατος αντικειµένου, το πέταγµα αντικειµένου στο άτοµο, το χαστούκι, το σπρώξιµο. β) Ως σοβαρή κακοποίηση είναι: οι µώλωπες και οι µελανιές, οι κακώσεις, τα κατάγµατα στο κεφάλι και στα άκρα, τα καψίµατα, οι κλωτσιές, τα δαγκώµατα, οι γροθιές κ.α. Η ψυχολογική κακοποίηση όµως είναι η πιο συχνή µορφή κακοµεταχείρισης των παιδιών και των ατόµων µε ευθύνη για τις περισσότερες και µονιµότερες επιπτώσεις στην υγεία και στην ανάπτυξη των παιδιών. Η ψυχολογική βία έχει περιγραφεί ως η πλέον ανθεκτική στη θεραπεία σε σύγκριση µε άλλες µορφές κακοποίησης Οι διάφορες κατηγορίες ψυχολογικής κακοποίησης περιγράφονται ως εξής: Απόρριψη: Εκφοβισµός: Συναισθηµατική απόρριψη Αποµόνωση: Εκµετάλλευση και Διαφθορά
ΒΙΑ-ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Με τον όρο «Άτοµα µε Αναπηρία», εννοούµε όλο το φάσµα των σωµατικών, νοητικών και ψυχολογικώνσυναισθηµατικών ελλειµµάτων ή διαταραχών Μεταγενέστεροι µελετητές Stalker &Mcarthrur (2010), διατυπώνουν την άποψη ότι υπάρχει µια συστηµατική συσχέτιση ανάµεσα στα παιδιά ή τα άτοµα µε αναπηρία και την έκθεση σε κακοποίηση ή παραµέληση σε σύγκριση µε παιδιά ή άτοµα χωρίς κάποια αναπηρία. Σύµφωνα µε τον Sobsey (1994), τα άτοµα µε αναπηρία έχουν τέσσερις (4) φορές µεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν θύµατα βίας σε σχέση µε το γενικό πληθυσµό.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ- ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗΣ Οι Sullivan & Knuston (2000) αναφέρουν ότι τα παιδιά µε επικοινωνιακές δυσκολίες και διαταραχές συµπεριφοράς βρίσκονται σε επικινδυνότητα για κακοποίηση πέντε µε επτά (5-7) φορές περισσότερο από τους συνοµηλίκους τους που δεν εµφανίζουν κάποια αναπηρία Ιεραρχικά σε επίπεδο συχνότητας σύµφωνα µε τους παραπάνω µελετητές ο πιο συχνά τύπος κακοποίησης- παραµέλησης είναι: α) Η Παραµέληση β) Η Σωµατική κακοποίηση γ) Η Ψυχολογική- συναισθηµατική κακοποίηση δ) Η Σεξουαλική παραβίαση
Ανάλογα µε τον τύπο αναπηρίας, οι οµάδες µε τη µεγαλύτερη πιθανότητα κακοποίησης-παραµέλησης είναι: 1. Τα παιδιά µε διαταραχές συµπεριφοράς. 2. Με νοητική καθυστέρηση 3. Με µαθησιακές δυσκολίες 4. Με προβλήµατα υγείας 5. Με γλωσσικές διαταραχές 6.Τα παιδιά µε σωµατικά-ορθοπεδικά προβλήµατα, προβλήµατα κώφωσης και βαρηκοΐας, τύφλωση και διαταραχές αυτιστικού τύπου. Για την έναρξη κακοποίησης-παραµέλησης σε παιδιά µε αναπηρία που εµφανίζουν προβλήµατα συµπεριφοράς εντοπίζονται στο φάσµα έξι (6) έως δεκατριών (13) ετών Για την έναρξη κακοποίησης-παραµέλησης σε παιδιά µε αναπηρία που εµφανίζουν προβλήµατα επικοινωνίας, υγείας-ορθοπεδικά εντοπίζονται στο φάσµα από βρέφη έως πέντε (5) ετών
ΔΡΑΣΤΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ-ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Όσον αφορά τους δράστες της κακοποίησης, όπως προκύπτει από παλαιότερες µελέτες στο 99ο/ο, σε άλλες 96ο/ο των περιπτώσεων των ατόµων µε αναπηρία, οι δράστες είναι οικείοι και ανήκουν στο στενό περιβάλλον των θυµάτων. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις, οι δράστες θεωρούν ότι τα παιδιά και τα άτοµα µε αναπηρία αποτελούν γι αυτούς περισσότερο «ασφαλή θύµατα».
ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρουν την κακοποίηση είναι µεταξύ άλλων: Οι δυσκολίες στην επικοινωνία, τα αισθήµατα ενοχής, οι προσλαµβάνουσες απειλές ή ο αντιλαµβανόµενος κίνδυνος εγκατάλειψης, ο δυνητικός αποχωρισµός από την οικογένεια ή το πρόσωπο φροντίδας και η ανοχή της κακοποίησης προκειµένου να γίνονται αποδεκτά ή και να λαµβάνουν ανταµοιβές θετική ενίσχυσηκαι στοργή. Μερικά παιδιά µε αναπηρία ενδεχοµένως αισθάνονται ότι το σώµα τους «δεν τους ανήκει». Σε επίπεδο στερεοτυπικών αντιλήψεων, αρκετά συχνά τα παιδιά ή οι νέοι ενήλικες που εµπλέκονται σε κρούσµατα βίας Εσφαλµένα αντιµετωπίζονται από τους ενήλικες (επαγγελµατίες και γονείς) ως «µικρά παιδιά». Ιδιαίτερα επιβαρυντικοί παράγοντες είναι οι διάφοροι µύθοι που υποστηρίζουν ότι: α) Μερικά παιδιά ή άτοµα µε αναπηρία δεν µπορούν να διαχειριστούν τη συµπεριφορά τους β) Μερικά παιδιά µε αναπηρία δεν αισθάνονται ή έχουν αντοχή στον πόνο
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑΣ Οικογενειακοί παράγοντες ευαλωτότητας: Γονεϊκός παράγοντας επικινδυνότητας για κακοποίηση παραµέληση παιδιών αποτελεί: η χρήση ουσιών έλλειψη θετικών γονεϊκών µοτίβων. Ένας άλλος παράγοντας είναι: Οι Κοινωνικο-οικονοµικές δυσκολίες Προβλήµατα µε κακές συνθήκες διαβίωσης περιβάλλοντος µεγαλώνουν τις δυσκολίες και φαίνεται να σχετίζονται µε τις δυσλειτουργίες της οικογένειας. Αποτέλεσµα όλων αυτών των παραγόντων είναι οι γονείς να βρίσκονται συνεχώς σε ένταση και η ικανότητα τους να ανταποκριθούν στις αυξηµένες ανάγκες αυτών θα είναι µειωµένη. Ιδρύµατα που έχουν υψηλούς δείκτες παραµέλησης, αδιαφορίας από το σύστηµα ή επαγγελµατικής εξασθένησης burn- out, παρουσιάζουν τους µεγαλύτερους κινδύνους θυµατοποίησης των ατόµων µε αναπηρία
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΣΤΕΙ ΒΙΑ 1.Φοβισµένη και επιφυλακτική στάση απέναντι στους άλλους 2. Μια χαρακτηριστική έκφραση που έχει περιγραφεί ως «παγωµένο βλέµµα», ιδιαίτερα µετά το βίαιο επεισόδιο. 3. Έντονη ψυχοκινητική ανησυχία, διεγερσιµότητα ή και υπερκινητικότητα. 4. Δυσκολεύονται να αντέξουν και την παραµικρή µαταίωση και ξεσπούν πολύ εύκολα σε κλάµατα ή εκρήξεις οργής. 5. Χαµηλή αυτοεκτίµηση, θλίψη, στεναχώρια, απάθεια ή απόσυρση. 6. Μειωµένη ικανότητα για ευχαρίστηση, οι αντιδράσεις τους να µην είναι σταθερές. Βρέθηκε ότι τα παιδιά εξαιτίας αυτής της συµπεριφοράς αναπτύσσουν ένα σύνδροµο που ονοµάστηκε «διαταραχή διαγωγής» ή ένα άλλο σύνδροµο όπου παρουσιάζουν άγχος και κατάθλιψη Δυσκολεύονται τα άτοµα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ 1. Αν τα πρόσωπα φροντίδας των ατόµων µε αναπηρία, υπόκεινται συχνά σε κάθε είδους βία από περισσότερους από έναν ποµπούς. 2. Συχνά περνά και µε ένα διαγενεολογικό τρόπο στα παιδιά των ατόµων µε αναπηρία. 3. Τέλος µια σειρά από θεραπευτικές προσεγγίσεις 4. Την αντίληψη ότι αποτελεί δικαίωµα των γονέων 5. Την ύπαρξη έντασης και εκνευρισµού των γονέων Η διερεύνηση των κοινωνικών αντιλήψεων και συνθηκών που περιβάλλουν το φαινόµενο της σωµατικής τιµωρίας έδειξε ότι η χρήση της βίας ευνοούνταν σηµαντικά από : 1. Την αντίληψη ότι είναι «κάτι που το κάνουν σχεδόν όλοι οι γονείς» 2. Την απουσία βοήθειας για τη φροντίδα των παιδιών
ΠΡΟΛΗΨΗ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Η πρωτογενής πρόληψη προϋποθέτει ενέργειες στα εξής επίπεδα: 1. Βελτίωση των κοινωνικο-οικονοµικών συνθηκών, ιδίως για τις νέες και φτωχές οικογένειες. 2. Αλλαγή των στάσεων σε θέµατα ανατροφής των παιδιών, ιδίως στη χρησιµοποίηση της σωµατικής τιµωρίας. 3. Προγράµµατα οικογενειακού προγραµµατισµού. 4. Ανάπτυξη προγραµµάτων πρόληψης για νέες έγκυες µητέρες, καλές συνθήκες τοκετού και συστηµατική παρακολούθηση των νεογνών 5. Διευκόλυνση των συνθηκών που ενισχύουν τον δεσµό µητέραςπαιδιού, όπως αύξηση του χρόνου άδειας, κύησης και τοκετού κ.α. Η Πρόληψη στους χώρους φροντίδας είναι η ευαισθητοποίηση, η ειδική εκπαίδευση, ενηµέρωση και κατάρτιση τόσο του προσωπικού όσο και της οικογένειας σε αντίστοιχα ζητήµατα που αφορούν την αναπηρία την εξέλιξη της και την πορεία της
Η Δευτερογενής πρόληψη: Η δευτερογενής πρόληψη θα απευθύνεται στα άτοµα και τις οµάδες εκείνες που έχουν περισσότερες πιθανότητες για κακοποίηση ή παραµέληση, λόγω των συνθηκών, όπως νέοι γονείς, γονείς µε εµπειρίες βίας και άλλων αντιξοοτήτων όπως πτωχές δεξιότητες γονικής ικανότητας. Αυτή η παρέµβαση αποενοχοποιεί το άτοµο µε αναπηρία και την οικογένεια και αποµυθοποιεί το στίγµα της αναπηρίας. τα περιβάλλοντα φροντίδας που εµφανίζονται να είναι πιο ευαισθητοποιηµένα αναφορικά µε τη φροντίδα ατόµων µε αναπηρία που έχουν στην ευθύνη τους, φαίνεται να τα εκθέτουν σε λιγότερους κινδύνους βίας.
Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι να εκπαιδευτούν τα άτοµα µε αναπηρία στα δικαιώµατα τους, αλλά και αναπτύξουν τις απαιτούµενες κοινωνικές δεξιότητες. Η εκµάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων µέσα από ολοκληρωµένα και εξειδικευµένα προγράµµατα πρόληψης της βίας. Συγκεκριµένα τα παιδιά και τα άτοµα µε αναπηρία πρέπει να µάθουν: α) Ένα εύρος κοινωνικών δεξιοτήτων, απαραίτητων για την αλληλεπίδραση µε τους άλλους και β) να µάθουν να σχετίζονται σε ένα εύρος κοινωνικών καταστάσεων µε τρόπο αποδεκτό από τους άλλους. γ) Να υπάρχει υποστηρικτική και συµβουλευτική παρέµβαση από εξωτερικούς συνεργάτες για τα µέλη της διεπιστηµονικής οµάδας δ) Εποπτεία από εξωτερικούς συνεργάτες για το προσωπικό των θεραπευτικών προγραµµάτων και την αντιµετώπιση των ατόµων µε αναπηρία µε βάση: 1. την αναπηρία τους και την τυχόν ψυχοπαθολογία τους 2. τον οικογενειακό αστερισµό 3. τα ψυχοκοινωνικά δεδοµένα και τις συλλογικές αναπαραστάσεις που έχουν για την αναπηρία και 4. τα δεδοµένα της θεραπευτικής οµάδας και των άλλων υπηρεσιών ε) Οργάνωση ενός δικτύου υπηρεσιών στενά συνδεδεµένων µεταξύ τους που λειτουργούν µε βάση έναν ενιαίο προγραµµατισµό δραστηριοτήτων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Τα άτοµα µε αναπηρία φαίνεται να είναι περισσότερο εκτεθειµένα στη βία. Για την αντιµετώπιση της απαιτείται συστηµατική προσπάθεια συνδεδεµένη µε την καθηµερινή λειτουργία της οικογένειας, των δοµών και των υπηρεσιών που παρέχουν φροντίδα στα άτοµα µε αναπηρία. Μια τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να γίνεται από θεσµοθετηµένες παρεµβάσεις στο προσωπικό, στα άτοµα µε αναπηρία, στις οικογένειες τους καθώς επίσης και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Παρέµβαση οικογενειακής υποστήριξης που θα δίνει έµφαση στα µέτρα ενίσχυσης της οικογενειακής υποστήριξης προκειµένου να διευκολυνθεί η λειτουργία και ο ρόλος της στις πολλαπλές ανάγκες των ατόµων µε αναπηρία. Είναι σηµαντικό για παράδειγµα στη σωµατική κακοποίηση να γνωρίζουµε ότι ο τραυµατισµός του παιδιού από τους γονείς είναι ένδειξη δυσλειτουργίας αυτής. Είναι χρήσιµο η οικογένεια να αντιµετωπιστεί από διεπιστηµονική οµάδα.
Σε κάθε περίπτωση ατυχήµατος είναι απαραίτητο να γίνεται µια πλήρης εκτίµηση της οικογένειας. Μ αυτό τον τρόπο προστατεύουµε και την οικογένεια και το παιδί µε αναπηρία. Μια τέτοια παρέµβαση θα είχε στόχο να επεξηγηθούν οι αδυναµίες, οι ανάγκες αλλά και οι δυνατότητες των παιδιών µε αναπηρία. Το είδος των παρεµβάσεων που χρειάζονται π.χ. φυσιοθεραπεία, ειδική αγωγή, ώστε να βρεθούν λύσεις σε θέµατα σχετικά µε σωµατική και ψυχική του υγεία, την επικοινωνία και την ψυχοκοινωνική εξέλιξη του ατόµου µαζί µε τις δυσκολίες του. Αυτές οι µορφές παρέµβασης τροποποιούν και τη σχέση του παιδιού µε αναπηρία και την οικογένεια του. Η συναλλαγή µεταξύ τους είναι λιγότερο συγκρουσιακή και βέβαια, περισσότερο κοντά στη πραγµατικότητα. Σε επίπεδο δοµών και υπηρεσιών ατόµων µε αναπηρία σηµαντικό ρόλο παίζουν για την αποφυγή της βίας: οι τακτικές συναντήσεις της οµάδας, η συλλογική συµµετοχή στη λήψη και την υλοποίηση των αποφάσεων καθώς και οι µηχανισµοί αναφοράς βίας και παραβίασης των δικαιωµάτων σε όλα τα επίπεδα. Η δηµοκρατική λειτουργία των θεσµών είναι αναγκαία αλλά και απαραίτητη συνθήκη προκειµένου να αµβλυνθούν ζητήµατα θεσµικής βίας κατά των ατόµων µε αναπηρία. Απαραίτητη είναι επίσης η θεσµοθέτηση ενός σαφούς πλαισίου λειτουργίας δοµών και υπηρεσιών που σχετίζονται µε τα άτοµα µε αναπηρία. Είναι σηµαντικό να έχουν ως στόχους:
α ) Τη σαφήνεια των παρεµβάσεων ( π.χ. συστηµατική ενασχόληση, όπου δύο επαγγελµατίες θα είναι τα πρόσωπα αναφοράς για το παιδί ή το άτοµο µε αναπηρία). Αυτό θα διευκολυνθεί το άτοµο µε αναπηρία 1) στο να αναπτύξει µια σταθερή ψυχοσυναισθηµατική σχέση µε τα δύο µέλη αυτής της οµάδας και επιπλέον θα βοηθήσει στην 2) στην αποφυγή της διάχυσης (π.χ. διαφορετικά πρόσωπα να ασχολούνται για τα ίδια θέµατα του ατόµου), που κάτι τέτοιο νοµοτελειακά θα προκαλούσε την έκλυση της βίας. β) Παράλληλα είναι χρήσιµη η διαρκής ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση των εµπλεκοµένων επαγγελµατιών. Η δηµιουργία µόνιµης και συστηµατικής βιβλιογραφικής ανασκόπησης θα βοηθούσε σ αυτό. γ) Σηµαντική επίσης θα είναι η προσφορά στην κατανόηση και την αντιµετώπιση της βίας στα άτοµα µε αναπηρία, εάν στις µελέτες για την κακοποίηση των ατόµων αυτής της κατηγορίας υπήρχαν ερευνητές µε αναπηρία. δ) Είναι απαραίτητο οι έρευνες να είναι εστιασµένες σε οµάδες αναπηρίας (π.χ. σε άτοµα µε σωµατικές αναπηρίες και νοητική καθυστέρηση, σε άτοµα µε µαθησιακές δυσκολίες κ.α.), ώστε να χαράσσονται αποτελεσµατικές και αποδοτικές παρεµβάσεις σε επίπεδο πρόληψης και παρέµβασης.
Η υιοθέτηση δοκιµασµένων διαδικασιών ή δράσεων που έχουν αποδείξει στην πράξη ότι είναι περισσότερο αποτελεσµατικές από άλλες όταν εφαρµόζονται σε συγκεκριµένες συνθήκες. Κύρια χαρακτηριστικά που καθιστούν µια πρακτική ωφέλιµη είναι: 1. Η αποτελεσµατικότητα 2. Η βιωσιµότητα (τα αποτελέσµατα της να έχουν διάρκεια) 3. Να έχει δυνατότητα αναπαραγωγής κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δυνατότητα µεταφοράς και αξιοποίησης σε διαφορετικά περιβάλλοντα από νέους χρήστες, εάν θέλουν να τις υιοθετήσουν και 4. Η καινοτοµία, δηλαδή νέες δηµιουργικές λύσεις που όµως ταυτόχρονα συνάδουν µε ρεαλιστικές πολιτικές. Τέλος στις περιπτώσεις εκείνες που τα άτοµα µε αναπηρία έχουν υποστεί κακοποίηση, µια σειρά από θεραπευτικέ παρεµβάσεις, όπως: η ψυχοθεραπεία, η κολύµβηση, η ιππασία, η ζωγραφική κ.α. θα συµβάλλουν στην ύφεση της συµπτωµατολογίας από την κακοποίηση, στη βελτίωση της συµπεριφοράς τους. Μέσω αυτών των θεραπευτικών παρεµβάσεων προσφέρεται στο άτοµο ένα πρότυπο υγιέστερο, άρα περισσότερο κοινωνικά αποδεκτό.
Κλείνοντας φαίνεται λοιπόν, ότι είναι απαραίτητο να θεωρήσουµε ότι έχει φτάσει η στιγµή να απέχουµε από κάθε µορφή φυσικής και ψυχολογικής βίας τόσο στα παιδιά του γενικού πληθυσµού, όσο και στα άτοµα µε αναπηρία. Χρειάζεται να αλλάξει η οποιαδήποτε στάση της κοινωνίας που ενθάρρυνε τη χρήση της τόσο στους γονείς όσο και στους επαγγελµατίες (δασκάλους κ.α.). Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται ολοένα και περισσότερη συζήτηση ώστε να εδραιωθεί η συναίσθηση πως οι παραδοσιακές πρακτικές σωµατικής, ψυχολογικής και συναισθηµατικής βίας ως µέσο πειθαρχίας και «σωφρονισµού» δεν είναι αποτελεσµατικές. Η εναλλακτική προσέγγιση είναι ότι όλα τα άτοµα έχουν υγιείς πλευρές οι οποίες µπορούν να κινητοποιηθούν µε κατάλληλες τεχνικές, αλλά κυρίως µέσα από µια ;αναθεώρηση των τρόπων µε τους οποίους η κοινωνία, η πολιτεία αντιµετωπίζει τα άτοµα µε αναπηρία, τους χώρους φροντίδας αυτών και τις οικογένειες τους. Η έµφαση στην υγεία και στις υγιείς πλευρές όλων των εµπλεκοµένων (άτοµα µε αναπηρία, επαγγελµατίες, γονείς) και λιγότερο στην αρρώστια ίσως είναι ένα από τα κλειδιά για το άνοιγµα µιας νέας θεώρησης κατά της βίας και των επακόλουθων φαινοµένων κακοποίησης.