ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ



Σχετικά έγγραφα
Το Νέο Λύκειο. Από την Α τάξη προάγομαι όταν: Α. Γενικά. Β. Οι γραπτές εξετάσεις κάθε τάξης. Γ. Διαδικασία προαγωγής από κάθε τάξη.

Περιεχόμενα. 1. Γενικές πληροφορίες για το Λύκειο. 3. Προαγωγή κ απόλυση των μαθητών στο Λύκειο

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

ΕΝΟΤΗΤΑ 4 ΕΙΔΗ ΓΡΑΜΜΩΝ, ΕΙΔΗ ΤΡΙΓΩΝΩΝ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΑ, ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

δίου ορισμού, μέσου του τύπου εξαρτημένης μεταβλητής του πεδίου τιμών που λέγεται εικόνα της f για x α f α.

Λόγιοι σχηματισμοί ρημάτων σε ούμαι και -ώμαι

ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΦΩΝΗ ΣΥΖΥΓΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

Α. Ερωτήσεις Σωστού - Λάθους

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1995 ΕΩΣ 2004

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΜΕΡΟΣ 6 ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

WiFi V-Timer ΕΚΔΟΣΗ 2Η

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ, ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΤΕΣ

Από πού προέρχεται η θερμότητα που μεταφέρεται από τον αντιστάτη στο περιβάλλον;

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3482, 19/3/2001

Οι περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Τροποποιητικοί)

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 24ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997 ΑΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4373,

ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΑ Α.Ε.Ι.

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ. Φοίτηση επαρκής : Το σύνολο των απουσιών του μαθητή δεν υπερβαίνει τις 114. Οι πάνω από 50 είναι δικαιολογημένες.

Ιατρικά Ηλεκτρονικά. Χρήσιμοι Σύνδεσμοι. ΙΑΤΡΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ - ΔΙΑΛΕΞΗ 5α. Σημειώσεις μαθήματος: E mail:

Σχολικό έτος

Νέο γενικό λύκειο. Σύνολο διακριτών μαθημάτων 15. Σύνολο διδακτικών ωρών 35. Ομάδες μαθημάτων 3. Μεμονωμένα μαθήματα 7

Α τάξη. Βρες και κύκλωσε παρακάτω όλες αυτές τις λέξεις που είναι γραμμένες δίπλα:

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 71/2007(19))

ΑΛΓΕΒΡΑ Β ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Α τάξης Γυμνασίου

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:

Ο θεσμός των Ευρωπαϊκών Σχολείων. οργάνωση και λειτουργία

Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2001 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5)

Χορήγηση επιδόματος μακροχρονίως ανέργων.

Πράξις: Η εφαρμογή φοιτητού. Παρουσιάζεται η εμφάνιση τής εφαρμογής φοιτητού κατά στάδια καθώς και οι τυπικές ενέργειες τού χειριστού.

ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1960 ΕΩΣ 1980

ΣΗΜΕΙΩΜΑ 2. ΘΕΜΑ 2 : ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (ΕΞΟΜΟΙΩΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΥΠΗΚΟΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, με ΚΥΠΡΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ του 2013.

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΨΥΧΙΚΟΥ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στην Έκφραση-Έκθεση Β Λυκείου

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ 66 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Ο ΕΥΚΛΕΙ ΗΣ ΣΑΒΒΑΤΟ, 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2006

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ

E.E. Παρ. 1(1) 1283 Ν. 67(Ι)/97 Αρ. 3168,

ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΝΟΙΚΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ/ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Νέο Λύκειο Οι Βασικές αλλαγές από Σεπτέμβριο του 2013 στο Ενιαίο Λύκειο

ΣΥΜΒΑΣΗ : ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΦΙΣΣΑΣ Α ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΑΠΟΚΟΠΩΝ-ΕΠΑΝΑΦΟΡΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ Χ.Τ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4209, 26/6/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

-ΕΛΜΕ Καρδίτσας. -Σύλλογο Επιστημόνων Ειδικής Αγωγής (ΣΕΕΑ) ΕΝΣΤΑΣΗ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ 77 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Ο ΕΥΚΛΕΙ ΗΣ ΣΑΒΒΑΤΟ, 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μέτρηση. στο Νηπιαγωγείο

Κεφάλαιο 4 : Λογική και Κυκλώματα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Εισαγωγή του Γερμανικού Διεθνούς Απολυτηρίου DIAP στη Γερμανική Σχολή Αθηνών

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Γιάννης Αγιοργιωτάκης Μαθηματικός στο Σ.Δ.Ε. Αλεξανδρούπολης Παρουσίαση Σχολικό έτος

Ο ΠΕΡΙ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΌΝΤΩΝ (ΕΞΑΓΩΓΗ) ΝΟΜΟΣ, (ΚΕΦ. 28)

Κλέφτικο τραγούδι: [Της νύχτας οι αρµατολοί] (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

Οι αναθέσεις των μαθημάτων για Γυμνάσιο και Γενικό Λύκειο προτείνονται ως εξής: ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΘΕΣΗΣ (GPS - Global Positioning System) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΣΑΒΒΑΙΔΗ ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΝΕΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Το Νέο Λύκειο Σχολικό έτος

CARDISOFT. User Guide. ClassWeb VERSION 1.1. [February] [2007] Cardisoft Ανώνυµη Εταιρία Παραγωγής Λογισµικού

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΕΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ

Και τα στερεά συγκρούονται

Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΓΕΝΗΤΡΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.

Δίκτυα Τηλεπικοινωνιών. και Μετάδοσης

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

A. Από το κείµενο που σας δίνεται να µεταφράσετε στο τετράδιό σας το απόσπασµα: «Oœty dü pñr ïpistgl m... ja ökkeixir ja t lósom». Μονάδες 10 B.

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

Κεφάλαιο 1 Ε Π Α Ν Α Λ Η Ψ Η. Αρχές Δικτύων Επικοινωνιών

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΛΩΣΣΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ των Μετόχων της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΡΟΩΝ-ΕΚΡΟΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

digi-retail Οδηγίες Συμπλήρωσης και Υποβολής του Αιτήματος Ολοκλήρωσης της Επένδυσης

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

1. ΘΕΜΑ Ρήµατα σύνθετα µε συν- και εν- 2. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ. συντρέχω συγχαίρω συγκατοικώ εµπαίζω εγκρίνω εγγράφω συγκεκριµένος εγκατεστηµένος

Transcript:

K.Bαλεοντής/ΑΜΠΠ/Έκδοση 8 ΑΡΧΑΙΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ Στον εμπλουτισμό της «συλλογής» των μετοχών που ακολουθούν συνεισέφεραν σημαντικά τα μέλη της ΜΟΤΟ (Μόνιμης Ομάδας Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας) και/ή της ΕΛΕΤΟ (Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας): Μιχάλης Καραμιχάλης, Σπύρος Βουλόδημος, Κατερίνα Ζερίτη, Νίκος Κωνσταντακάκης, Μπάμπης Μουσούρος, Δημήτρης Παναγιωτάκος και Θεόφιλος Βαμβάκος. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ Οι «αρχαίες μετοχές παθητικού παρακειμένου» είναι μετοχές παθητικού παρακειμένου που εκτός από τις καταλήξεις μένος, -μένη, -μένο (που έχουν προσαρμοσθεί στο τυπικό της Δημοτικής) περιλαμβάνουν και αναδιπλασιασμό, είτε με επανάληψη του αρχικού συμφώνου τους και την προσθήκη ενός ε- είτε με συλλαβική, ή χρονική, αύξηση. Επίσης συγκαταλέγονται και μετοχές αρχαίων ανώμαλων ρημάτων που χρησιμοποιούνται αυτούσιες με μόνη προσαρμογή στο σημερινό κλιτικό τυπικό. Κριτήριο επιλογής για την συμπερίληψη τέτοιων μετοχών στη συλλογή αποτελεί η χρήση τους έστω και σπάνια στην καθομιλουμένη, δηλαδή στο σημερινό (προφορικό ή γραπτό) ελληνικό λόγο. Μερικές από τις μετοχές αυτές είναι από διαδεδομένες φράσεις βιβλικής προέλευσης. Με βάση το είδος του αναδιπλασιασμού έχουν επισημανθεί οι ακόλουθες κατηγορίες: Κ1 δια-λε-λυμένος, απο-νε-νοημένος, επι-βε-βλημένος, κε-κτημένος Κ2 κατ-ε-στραμμένος, αν-ε-πτυγμένος, απ-ε-σταλμένος, ε-σπευσμένος, κατ-ε-ψυγμένος Κ3 αφ-η-ρημένος, η-νωμένος, η-θελημένος, η-λεγμένος, παρ-ω-χημένος Κ4 ειρημένος, αν-ειλημμένος, μετ-ηνεγμένος ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1 Οι μετοχές δίνονται κανονικά στην ονομαστική ενικού του αρσενικού γένους και εξυπακούεται ότι υπάρχουν και τα άλλα γένη και οι άλλες πτώσεις πολλές δε από αυτές έχουν ουσιαστικοποιηθεί. ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2 Στις μετοχές που χρησιμοποιούνται στον «σημερινό ελληνικό λόγο» συμπεριλαμβάνουμε και εκείνες που αποτελούν ή συνθέτουν βασικούς όρους από ειδικά θεματικά πεδία (φυσική, χημεία, μαθηματικά, ηλεκτρονικά, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, λογοτεχνία, ποίηση, γλωσσολογία, φιλοσοφία, μουσική, καλές τέχνες κ.ά.) τα περισσότερα από τα οποία εντάσσονται στο πρόγραμμα της γενικής παιδείας και διδάσκονται ως μαθήματα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, δεδομένου ότι οι όροι αυτοί αποτελούν γλωσσικό δομικό υλικό που κάποια στιγμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην επικοινωνία (συζήτηση, αλληλογραφία κλασική ή ηλεκτρονική, λογοτεχνία, ποίηση, ΜΜΕ) σύγχρονων ανθρώπων που έχουν ελληνόγλωσση καλλιέργεια, έστω και όπως η καλλιέργεια αυτή γίνεται, ή νοείται, σήμερα. Παραδείγματα: Μαθηματικά Πληροφορική Γεωγραφία Οικονομικά Χημεία Φυσική Στρατός Τηλεπικοινωνίες συντεταγμένες, τετμημένη, τεταγμένη, κατηγμένη, εγγεγραμμένο τετράγωνο, τεθλασμένη γραμμή δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων, δεδομενόγραμμα διακεκαυμένη ζώνη, εσβεσμένο ηφαίστειο εισηγμένη μετοχή, κατατεθειμένο κεφάλαιο, ανειλημμένα ποσά εσβεσμένη άσβεστος, κεκορεσμένο διάλυμα, διαλελυμένη ουσία κεκλιμένο επίπεδο, συγκεκραμένη μουσική κλίμακα, ανηγμένη μεταβολή, συνεζευγμένες ταλαντώσεις τεθωρακισμένα, προκεχωρημένο φυλάκιο σήμα κατειλημμένου, διασυνδεδεμένα δίκτυα Στην πρώτη στήλη του πίνακα δίνεται η μετοχή, στην δεύτερη δίνεται στον Ενεστώτα το ρήμα (είτε πρόκειται για απλό ρήμα είτε για σύνθετο), ενώ στην τρίτη στήλη δίνεται το απλό ρήμα σε όλες τις περιπτώσεις. Στην τέταρτη στήλη δίνεται η σημασία ή όροι που περιέχουν την μετοχή ή παραδείγματα χρήσης. Στην πέμπτη στήλη δίνεται το σύμβολο της κατηγορίας και τέλος στην έκτη στήλη ο αριθμός της έκδοσης του Πίνακα κατά την οποία καταχωρήθηκε η μετοχή. ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗΣ (με αλφαβητική σειρά) (Συνολικός αριθμός και των τεσσάρων κατηγοριών: 341 = 195+53+68+25) Μετοχή ρήμα απλό ρήμα ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΙ, ΦΡΑΣΕΙΣ αναγεγραμμένος αναγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει αναγραφεί (γραφεί επάνω σε κάποιο αντικείμενο ή μέσο), αναγραμμένος αναγεγραμμένο όνομα αναγεγραμμένη τιμή αναδεδειγμένος αναδεικνύομαι δεικνύομαι = αυτός που έχει αναδειχθεί (έχει προβληθεί, έχει τονιστεί, έχει ξεχωρίσει) ανακεκλημένος ανακαλούμαι καλούμαι (-έο-) = αυτός που έχει ανακληθεί (έχει κληθεί να επιστρέψει από χώρο ή κατάσταση ή έχει ακυρωθεί) αναλελυμένος αναλύομαι λύομαι = αυτός που έχει αναλυθεί (μελετηθεί/ επεξηγηθεί λεπτομερώς) πλήρως αναλελυμένος αναμεμιγμένος αναμίγνυμαι μίγνυμαι = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακεί αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο. αναπεπταμένος αναπετάννυμαι πετάννυμαι = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί) αναπεπταμένη σημαία ανασυνδεδεμένος ανασυνδέομαι δέομαι = αυτός που έχει ανασυνδεθεί, ξανασυνδεθεί, ξανασυνδεδεμένος ανατεθειμένος ανατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει ανατεθεί ανατεθειμένη παραγγελία, ανατεθειμένο έργο Κ1 7 ανατεθραμμένος ανατρέφομαι τρέφομαι = αυτός που έχει ανατραφεί ανεγνωρισμένος αναγνωρίζομαι γνωρίζομαι = αυτός που έχει αναγνωρισθεί, αναγνωρισμένος ανεγνωρισμένη σχολή, ανεγνωρισμένο πτυχίο, ανεγνωρισμένη προϋπηρεσία ανειλημμένος αναλαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει αναληφθεί ανειλημμένη υποχρέωση, ανειλημμένη ευθύνη, ανειλημμένα ποσά ανεπτυγμένος αναπτύσσομαι πτύσσομαι = αυτός που έχει αναπτυχθεί, έχει ανάπτυξη ανεπτυγμένη χώρα, ανεπτυγμένη συνάρτηση, ανεπτυγμένη αίσθηση ανεστραμμένος αναστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένος ανεστραμμένο σχήμα, ανεστραμμένη πολικότητα, ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα ανεωγμένος ανοίγομαι ανοίγομαι = αυτός που έχει ανοιχτεί, ανοιγμένος Κ4 6 ανηγμένος ανάγομαι άγομαι = αυτός που έχει αναχθεί ανηγμένη μεταβολή, ανηγμένη δύναμη ανηγμένη κλίμακα Κ3 2 ανημμένος ανάπτομαι άπτομαι = αυτός που έχει αναφτεί, αναμμένος Κ3 6 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 2

ανηρτημένος αναρτώμαι αρτώμαι = αυτός που έχει αναρτηθεί ανηρτημένος κατάλογος, ανηρτημένη πινακίδα αντεστραμμένος αντιστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει αντιστραφεί αντεστραμμένοι ρόλοι, αντεστραμμένοι όροι, αντεστραμμένο κλάσμα αντιγεγραμμένος αντιγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει αντιγραφεί αντιγεγραμμένο κείμενο απεγκατεστημένος, αποεγκατεστημένος εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι -ιστώμαι (-άο-) ίσταμαι = αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί) απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) απεγνωσμένος απογιγνώσκομαι γιγνώσκομαι = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωση απεγνωσμένη προσπάθεια, απεγνωσμένη φωνή απεσπασμένος αποσπώμαι σπώμαι (-άο-) = αυτός που έχει αποσπασθεί, αποσπασμένος απεσταλμένος αποστέλλομαι στέλλομαι = αυτός που έχει αποσταλεί Κ2 6 απευθυσμένος, απηυθυσμένος ειδικός απεσταλμένος, απεσταλμένη επιστολή, απεσταλμένο δέμα απευθύνομαι ευθύνομαι = αυτός που έχει απευθυσθεί απευθυσμένο έντερο = το απευθυσμένο (και απηυθυσμένο) Κ3 3 απηλλαγμένος απαλλάσσομαι αλλάσσομαι = αυτός που έχει απαλλαχθεί απηλλαγμένος από τη γυμναστική, απηλλαγμένος από τις κατηγορίες απηλπισμένος απελπίζομαι ελπίζομαι = αυτός που έχει απελπισθεί απηλπισμένη φωνή, απηλπισμένη ενέργεια απηρτισμένος απαρτίζομαι αρτίζομαι = αυτός που έχει απαρτισθεί (τελειοποιηθεί) απηρτισμένος άνθρωπος απηρχαιωμένος απαρχαιούμαι αρχαιούμαι (*) = αυτός που έχει απαρχαιωθεί Κ3 5 απηρχαιωμένος όρος, απηρχαιωμένη συνήθεια απηυδημένος, απηυδισμένος απαυδώ (απαυδώμαι) αυδώ (-άο-) (αυδώμαι) = αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος αποβεβλημένος αποβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει αποβληθεί απογεγραμμένος απογράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος αποδεδειγμένος αποδεικνύομαι δεικνύομαι, δείκνυμαι απογεγραμμένος κάτοικος = αυτός που έχει αποδειχθεί είναι αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένα (επίρρ.) αποδιηγερμένος αποδιεγείρομαι εγείρομαι = αυτός που έχει αποδιεγερθεί αποδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), αποδιηγερμένος ηλεκτρονόμος ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 3

αποκατεστημένος αποκαθιστώμαι, αποκαθίσταμαι -ιστώμαι (-άο-), ίσταμαι = αυτός που έχει αποκατασταθεί καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία) αποκεκηρυγμένος αποκηρύττομαι κηρύττομαι = αυτός που έχει αποκηρυχθεί Κ1 3 αποκεκομμένος αποκόπτομαι κόπτομαι = αυτός που έχει αποκοπεί, αποκομμένος αποκεκομμένα = ως μέρος και όχι ως σύνολο, αποσπασματικά απομεμακρυσμένος απομακρύνομαι μακρύνομαι = αυτός που έχει απομακρυνθεί απομεμακρυσμένος συνδρομητής, απομεμονωμένος απομονούμαι μονούμαι (-όο-) = αυτός που έχει απομονωθεί, απομονωμένος απονενοημένος απονοούμαι νοούμαι (-έο-) = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση) απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια αποσυνδεδεμένος αποσυνδέομαι δέομαι = αυτός που έχει αποσυνδεθεί αποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.) αποσυντεθειμένος αποσυντίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει αποσυντεθεί αποσυντεθειμένο πτώμα αποτεθειμένος αποτίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει αποτεθεί αποτεθειμένος οπλισμός, αποτεθειμένη χειροσυσκευή αποτετμημένος αποτέμνομαι τέμνομαι = αυτός που έχει αποτμηθεί απωθημένος απωθούμαι ωθούμαι (-έο-) = αυτός που έχει απωνηθεί, απωθημένος) Έβγαλε τα απωθημένα του αυτοδιηγερμένος αυτοδιεγείρομαι εγείρομαι = αυτός που έχει αυτοδιεγερθεί αυτοδιηγερμένη διάταξη αφηρημένος αφαιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει αφαιρεθεί αφηρημένα ουσιαστικά, αφηρημένη έννοια, αφηρημένη τέχνη βεβαρημένος, βεβαρυμμένος βαρύνομαι βαρύνομαι = αυτός που έχει βαρυνθεί βεβαρημένο ποινικό μητρώο, βεβαρημένο παρελθόν, βεβαρημένος οργανισμός βεβιασμένος βιάζομαι βιάζομαι = αυτός που έχει βιασθεί βεβιασμένη ενέργεια, βεβιασμένη κίνηση, βεβιασμένο χαμόγελο βεβλαμμένος βλάπτομαι βλάπτομαι = αυτός που έχει βλαφθεί (έχει υποστεί βλάβη ή ζημιά), ζημιωμένος βεβλημένος βάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει βληθεί γεγανωμένος γανούμαι γανούμαι (-όο-) = αυτός που έχει γανωθεί (γυαλιστεί) μύροις γεγανωμένος γεγενημένος γίγνομαι γίγνομαι = αυτός που έχει γίνει γεγενημένες δαπάνες Κ1 3 Κ1 8 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 4

γεγυμνωμένος γυμνούμαι γυμνούμαι (-όο-) = αυτός που έχει γυμνωθεί τα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.) δεδειγμένος δείκνυμαι, δεικνύομαι δείκνυμαι, δεικνύομαι Κ1 3 = αυτός που έχει δειχτεί, δειγμένος Κ1 6 δεδηλωμένος δηλούμαι δηλούμαι (-όο-) = αυτός που έχει δηλωθεί δεδηλωμένος εχθρός αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή δεδικασμένος δικάζομαι δικάζομαι = αυτός που έχει δικασθεί το δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί δεδομένος δίδομαι δίδομαι = αυτός που έχει δοθεί δεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή δεδομένη κατάσταση τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική) δεδουλευμένος δουλεύομαι δουλεύομαι = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος) δεδουλευμένα ημερομίσθια, δεδουλευμένοι τόκοι, τα δεδουλευμένα διαγεγραμμένος διαγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει διαγραφεί, διαγραμμένος διαγεγραμμένο μέλος συλλόγου/κόμματος διαδεδομένος διαδίδομαι δίδομαι = αυτός που έχει διαδοθεί διαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος διακεκαυμένος διακαίομαι διακάομαι καίομαι κάομαι = αυτός που έχει διακαεί διακεκαυμένη ζώνη διακεκομμένος διακόπτομαι κόπτομαι = αυτός που έχει διακοπεί διακεκομμένη συνουσία διακεκριμένος διακρίνομαι κρίνομαι = αυτός που έχει διακριθεί διακεκριμένος επιστήμονας, διακεκριμένο στέλεχος διαλελυμένος διαλύομαι λύομαι = αυτός που έχει διαλυθεί διαλελυμένη οικογένεια, διαλελυμένη ουσία διασυνδεδεμένος διασυνδέομαι δέομαι = αυτός που έχει διασυνδεθεί διασυνδεδεμένα δίκτυα διατεθειμένος διατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει διατεθεί Δεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του διατεταγμένος διατάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει διαταχθεί διατεταγμένη υπηρεσία διατετιμημένος διατιμώμαι τιμώμαι = αυτός που έχει διατιμηθεί διατετιμημένη προίκα διεζευγμένος διαζευγνύομαι, διαζεύγνυμαι ζευγνύομαι, ζεύγνυμαι = αυτός που έχει διαζευχθεί, διαζευγμένος διεζευγμένο ανδρόγυνο ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 5

διεσπαρμένος διασπείρομαι σπείρομαι = αυτός που έχει διασπαρεί διεσταλμένος διαστέλλομαι στέλλομαι = αυτός που έχει διασταλεί διεσταλμένη κόρη οφθαλμού διεστραμμένος διαστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει διαστραφεί διεστραμμένος εγκληματίας διεφθαρμένος διαφθείρομαι φθείρομαι = αυτός που έχει διαφθαρεί διεφθαρμένος άνθρωπος διηγερμένος διεγείρομαι εγείρομαι = αυτός που έχει διεγερθεί διηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), διηγερμένος ηλεκτρονόμος διηρημένος διαιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει διαιρεθεί διηρημένον όλον Γενική του διηρημένου όλου διπλοεγγεγραμμένος διπλοεγγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει διπλοεγγραφεί διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος εγγεγραμμένος εγγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει εγγραφεί εγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο εγκαταλελειμμένος εγκαταλείπομαι λείπομαι = αυτός που έχει εγκαταλειφθεί εγκαταλελειμμένο σπίτι, εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο εγκατεσπαρμένος εγκατασπείρομαι σπείρομαι = αυτός που έχει εγκατασπαρεί εγκατεστημένος εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι -ιστώμαι (-άο-) ίσταμαι = αυτός που έχει εγκατασταθεί εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) εγκεκριμένος εγκρίνομαι κρίνομαι = αυτός που έχει εγκριθεί εγκεκριμένος τύπος, εγκεκριμένο φάρμακο εγνωσμένος γιγνώσκομαι γιγνώσκομαι = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητος εγνωσμένο κύρος, εγνωσμένη αξία Κ2 2 εζευγμένος ζεύγνυμαι ζεύγνυμαι = αυτός που έχει ζευχθεί Κ2 6 εζωσμένος ζώννυμαι ζώννυμαι = αυτός που έχει ζωσθεί, ζωσμένος Κ2 6 ειλημμένος λαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει ληφθεί ειλημμένη απόφαση ειμαρμένος είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) μείρομαι = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίος ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα ειρημένος λέγομαι λέγομαι = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί) εισηγμένος εισάγομαι άγομαι = αυτός που έχει εισαχθεί εισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο) εκδεδομένος εκδίδομαι δίδομαι = αυτός που έχει εκδοθεί εκλελυμένος εκλύομαι λύομαι = αυτός που έχει εκλυθεί εκλελυμένος = ο λιποψυχήσας, απελπισμένος, εξαντλημένος ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 6

εκπεφρασμένος εκφράζομαι φράζομαι = αυτός που έχει εκφρασθεί εκπεφρασμένη άποψη εκτεθειμένος εκτίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει εκτεθεί εκτεθειμένος στον άνεμο εκτεταμένος εκτείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει εκταθεί εκτεταμένη έρευνα εληλαμένος ελαύνομαι ελαύνομαι = αυτός που έχει ελαθεί Κ4 6 εληλεγμένος ελέγχομαι ελέγχομαι = αυτός που έχει ελεγχθεί, ελεγμένος εμπεπλεγμένος εμπλέκομαι πλέκομαι = αυτός που έχει εμπλακεί εμπεριστατωμένος εμπεριστατώ -στατώ (-ίστημι) = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή) εμπεριστατωμένη μελέτη εναποτεθειμένος εναποτίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει εναποτεθεί εναποτεθειμένες ελπίδες ενδεδειγμένος ενδεικνύομαι, ενδείκνυμαι δεικνύομαι, δείκνυμαι = αυτός που έχει ενδειχθεί ενδεδειγμένος τρόπος, ενδεδειγμένη ενέργεια, ενδεδειγμένη λύση ενδεδυμένος ενδύομαι δύομαι = αυτός που έχει ενδυθεί ενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.) ενηλλαγμένος εναλλάσσομαι αλλάσσομαι = αυτός που έχει εναλλαχθεί ενηλλαγμένη μήτρα (μαθημ.) ενηνεγμένος φέρομαι φέρομαι = αυτός που έχει φερθεί, φερμένος Κ4 6 εντεταγμένος εντάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει ενταχθεί εντεταλμένος εντέλλομαι τέλλομαι = αυτός που έχει ενταλεί εντεταλμένος σύμβουλος, εντεταλμένος αντιπρόεδρος εντεταμένος εντείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει ενταθεί εξεζητημένος εκζητούμαι ζητούμαι (-έο-) = αυτός που έχει εκζητηθεί εξεζητημένος τρόπος εξεζητημένη αμφίεση εξεωνημένος, εξωνημένος εξωνούμαι ωνούμαι (-έο-) = αυτός που έχει εξωνηθεί (ο πουλημένος) εξημμένος εξάπτομαι άπτομαι = αυτός που έχει εξαφθεί εξημμένα πνεύματα εξηναγκασμένος εξαναγκάζομαι αναγκάζομαι = αυτός που έχει εξαναγκασθεί, εξαναγκασμένος εξηναγκασμένη ταλάντωση Κ3 2 εξηντλημένος εξαντλούμαι αντλούμαι = αυτός που έχει εξαντληθεί, εξαντλημένος Κ3 8 εξηπατημένος εξαπατώμαι απατώμαι = αυτός που έχει εξαπατηθεί, εξαπατημένος Κ3 8 εξηρημένος εξαιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει εξαιρεθεί εξηρμένος εξαίρομαι αίρομαι = αυτός που έχει εξαρθεί εξηρμένα προσόντα εξηρτημένος εξαρτώμαι αρτώμαι (-άο-) = αυτός που έχει εξαρτηθεί, εξαρτημένος εξηρτημένος (χρήστης ναρκωτικών) εξηρτημένη πρόταση (γραμμ.) ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 7

εξωνημένος, εξεωνημένος Μετοχή ρήμα απλό ρήμα ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΡΟΙ, ΦΡΑΣΕΙΣ εξωνούμαι ωνούμαι (-έο-) = αυτός που έχει εξωνηθεί (ο πουλημένος) εξωφλημένος εξοφλούμαι οφλισκάνω = αυτός που έχει εξοφληθεί, ξοφλημένος Κ3 6 επανειλημμένος επαναλαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει επαναληφθεί επανειλημμένη υπόμνηση επανειλημμένως (επίρρ.) επανεκδεδομένος επανεκδίδομαι δίδομαι = αυτός που έχει επανεκδοθεί επανορθωμένος (επανωρθωμένος) επανορθούμαι ορθούμαι (-όο-) = αυτός που έχει επανορθωθεί επεκτεταμένος επεκτείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει επεκταθεί επεκτεταμένη πλευρά (μαθ.) επενδεδυμένος επενδύομαι δύομαι = αυτός που έχει επενδυθεί επενδεδυμένο κεφάλαιο επηρμένος επαίρομαι αίρομαι = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόνας επηρμένο ύψος επηυξημένος επαυξάνομαι αυξάνομαι = αυτός που έχει επαυξηθεί έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη Κ3 2 επιβεβαρυμμένος επιβαρύνομαι βαρύνομαι = αυτός που έχει επιβαρυνθεί επιβεβλημένος επιβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει επιβληθεί επιβεβλημένα μέτρα επιγεγραμμένος επιγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει επιγραφεί επικεκαλυμμένος επικαλύπτομαι καλύπτομαι = αυτός που έχει επικαλυφθεί επικεκηρυγμένος επικηρύττομαι κηρύττομαι = αυτός που έχει επικηρυχθεί επικεκηρυγμένος ληστής Κ1 3 επισεσυρμένος επισύρομαι σύρομαι = αυτός που έχει επισυρθεί, επισυρμένος Κ1 6 επιτετραμμένος επιτρέπομαι τρέπομαι = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο ο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή) ερρηγμένος ρήγνυμαι ρήγνυμαι = αυτός που έχει ρηχθεί, σπασμένος, σκισμένος ερριμμένος ρίπτομαι ρίπτομαι = αυτός που έχει ριφθεί Λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν. Κ2 6 ερρωμένος ρώννυμαι ρώννυμαι = αυτός που έχει ρωσθεί, δυναμωμένος Κ2 6 εσβεσμένος σβέννυμαι σβέννυμαι = αυτός που έχει σβεσθεί εσβεσμένη άσβεστος, εσβεσμένο ηφαίστειο εσκαμμένος σκάπτομαι σκάπτομαι = αυτός που έχει σκαφθεί υπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια εσκεδασμένος σκεδάννυμαι σκεδάννυμαι = αυτός που έχει σκεδαστεί, σκεδασμένος Κ2 6 εσκεμμένος σκέπτομαι σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένος εσκεμμένη ενέργεια εσπευσμένος σπέυδω (σπεύδομαι) σπέυδω (σπεύδομαι) = αυτός που έχει σπευσθεί εσπευσμένη ενέργεια ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 8

εσταυρωμένος σταυρώνομαι σταυρώνομαι = αυτός που έχει σταυρωθεί ο Εσταυρωμένος (Χριστός) εστεγασμένος στεγάζομαι στεγάζομαι = αυτός που έχει στεγασθεί εστεγασμένος χώρος εστεμμένος στέφομαι στέφομαι = αυτός που έχει στεφθεί εστεμμένος βασιλιάς εστραμμένος στρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει στραφεί εσφαλμένος σφάλλομαι σφάλλομαι = αυτός που έχει σφαλεί εσφαλμένη άποψη εσφαλμένο αποτέλεσμα εσφιγμένος σφίγγομαι σφίγγομαι = αυτός που έχει σφιχθεί η μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος) εσχημένος έχω έχω μόνο εν συνθέσει Κ2 6 εσχισμένος σχίζομαι σχίζομαι = αυτός που έχει σχισθεί, σχισμένος Κ2 6 εφηρμοσμένος εφαρμόζομαι αρμόζω = αυτός που έχει εφαρμοσθεί εφηρμοσμένη επιστήμη, εφηρμοσμένα Μαθηματικά εφθαρμένος φθείρομαι φθείρομαι = αυτός που έχει φθαρεί εφθαρμένο ρούχο Κ3 2 ηγαπημένος αγαπώμαι αγαπώμαι = αυτός που έχει αγαπηθεί ηγγυημένος εγγυώμαι εγγυώμαι = εγγυημένος Κ3 8 ηγιασμένος αγιάζομαι αγιάζομαι = αυτός που έχει αγιασθεί Σάββας ο Ηγιασμένος ηθελημένος εθέλω (εθέλομαι) εθέλω (εθέλομαι) = αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος ηθελημένη ενέργεια ημαρτημένος αμαρτάνομαι αμαρτάνομαι = αυτός που έχει αμαρτηθεί = εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata) ημιανεπτυγμένος ημιαναπτύσσομαι πτύσσομαι = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί ηνωμένος ενούμαι ενούμαι (-όο-) = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένος Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ηττημένος ηττώμαι ηττώμαι (-άο-) = αυτός που έχει ηττηθεί ηττημένη ομάδα, οι νικητές και οι ηττημένοι ηυξημένος αυξάνομαι αυξάνομαι = αυτός που έχει αυξηθεί καθειλκυσμένος καθελκύομαι ελκύομαι = αυτός που έχει καθελκυσθεί καθηγιασμένος καθαγιάζομαι αγιάζομαι = αυτός που έχει καθαγιασθεί καθημαγμένος καθαιμάσσομαι αιμάσσομαι = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος καθημαγμένος στρατιώτης καθημαγμένη οικονομία καθηρημένος καθαιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει καθαιρεθεί ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 9

κακοανατεθραμμένος κακοανατρέφομαι τρέφομαι = αυτός που έχει κακοανανατραφεί κακοανατεθραμμένο παιδί καταβεβλημένος καταβάλλομαι βάλλομαι = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη) καταβεβλημένος οργανισμός καταγεγραμμένος καταγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει καταγραφεί καταγεγραμμένη πρόταση κατατεθειμένος κατατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει κατατεθεί κατατεθειμένο ποσό κατατετμημένος κατατέμνομαι τέμνομαι = αυτός που έχει κατατμηθεί κατειλημμένος καταλαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει καταληφθεί κατειλημμένος ανελκυστήρας, σήμα κατειλημμένου, κατειλημμένες θέσεις κατειργασμένος κατεργάζομαι εργάζομαι = κατεργασμένος Κ4 8 κατεσκαμμένος κατασκάπτομαι σκάπτομαι = αυτός που έχει κατασκαφθεί κατεσπαρμένος κατασπείρομαι σπείρομαι = αυτός που έχει κατασπαρεί κατεσταλμένος καταστέλλομαι στέλλομαι = αυτός που έχει κατασταλεί κατεσταλμένη λειτουργία κατεστημένος καθιστώμαι, καθίσταμαι -ιστώμαι (-άο-), ίσταμαι = αυτός που έχει κατασταθεί το κατεστημένο κατεστραμμένος καταστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει καταστραφεί κατεστραμμένη πόλη κατεψυγμένος καταψύχομαι ψύχομαι = αυτός που έχει καταψυχθεί κατεψυγμένα ψάρια κατηγμένος κατάγομαι άγομαι = αυτός που έχει καταχθεί κατηγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα z) κατηραμένος καταρώμαι αρώμαι (-άο-) = αυτός που τον έχουν καταρασθεί κατηραμένος όφις Κ3 3 κατηρτισμένος καταρτίζομαι αρτίζομαι = αυτός που έχει καταρτισθεί κατησχυμμένος καταισχύνομαι αισχύνομαι = καταντροπιασμένος Κ3 8 κατωκημένος κατοικούμαι οικούμαι (-έο-) = αυτός που έχει κατοικηθεί, κατοικημένος Κ3 6 κεκαθαρμένος καθαίρομαι καθαίρομαι = αυτός που έχει καθαρθεί κεκαθαρμένο εμβόλιο Κ1 3 κεκαλυμμένος καλύπτομαι καλύπτομαι = αυτός που έχει καλυφθεί κεκαμμένος κάμπτομαι κάμπτομαι = αυτός που έχει καμφθεί κεκαμμένος αγκώνας κεκανονισμένος κανονίζομαι κανονίζομαι = αυτός που έχει κανονισθεί κατά τα κεκανονισμένα = όπως έχει κανονιστεί, σύμφωνα με τους κανόνες κεκαρμένος κείρομαι κείρομαι = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί) εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί» κεκαυτηριασμένος καυτηριάζομαι καυτηριάζομαι = αυτός που έχει καυτηριασθεί, αυτός που έχει συνείδηση όχι καθαρή και πρέπει να καυτηριαστεί Κ1 4 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 10

κεκηρυγμένος κηρύττομαι κηρύττομαι = αυτός που έχει κηρυχθεί κεκηρυγμένος πόλεμος κεκλεισμένος κλείομαι κλείομαι = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό) Κ1 3 κεκλημένος καλούμαι καλούμαι (-έο-) = αυτός που έχει κληθεί κεκλιμένος κλίνομαι κλίνομαι = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος κεκλιμένο επίπεδο κεκοιμημένος κοιμώμαι κοιμώμαι (-άο-) = αυτός που έχει κοιμηθεί κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.) κεκομμένος κόπτομαι κόπτομαι = αυτός που έχει κοπεί, κομμένος Κ1 6 κεκονιαμένος κονιώμαι κονιώμαι (-άο-) = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.) κεκορεσμένος κορέννυμαι κορέννυμαι = αυτός που έχει κορεσθεί κεκορεσμένο διάλυμα, κεκορεσμένος ατμός κεκραμένος κεράννυμαι κεράννυμαι = αυτός που έχει κραθεί κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί κεκρυμμένος κρύπτομαι κρύπτομαι = αυτός που έχει κρυφθεί, ο κρυμμένος κεκρυμμένο ελάττωμα (προϊόντος) κεκτημένος κτώμαι κτώμαι (-άο-) = αυτός που έχει κτηθεί κεκτημένα δικαιώματα, το Κοινοτικό κεκτημένο κεκτημένη ταχύτητα κεκυρωμένος κυρούμαι κυρούμαι (-όο-) = αυτός που έχει κυρωθεί κεκυρωμένο αντίγραφο κεχαριτωμένος χαριτούμαι χαριτούμαι (-όο-) = αυτός που έχει χαριτωθεί χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία κεχωρισμένος χωρίζομαι χωρίζομαι = αυτός που έχει χωρισθεί, ο διαφέρων, ο αποχωρισμένος, ο απέχων λελογισμένος λογίζομαι λογίζομαι = αυτός που έχει λογισθεί λελογισμένη χρήση λελουμένος λούομαι λούομαι = αυτός που έχει λουσθεί, ο λουσμένος λελυμένος λύομαι λύομαι = αυτός που έχει λυθεί, λυμένος λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα λογοκεκριμένος λογοκρίνομαι κρίνομαι = αυτός που έχει λογοκριθεί λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο, λογοκεκριμένος λόγος Κ1 3 μεμαθημένος μανθάνομαι μανθάνομαι = αυτός που έχει μαθευτεί μεμαρτυρημένος μαρτυρούμαι μαρτυρούμαι (-έο-) μεμετρημένος μετρούμαι μετρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει μετρηθεί μεμετρημένος χρόνος = αυτός που έχει μαρτυρηθεί Κ1 4 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 11

μεμονωμένος μονούμαι μονούμαι (-όο-) = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος) μεμονωμένο παράδειγμα, μεμονωμένη περίπτωση μεμυημένος μυούμαι μυούμαι (-έο-) = αυτός που έχει μυηθεί μεμυημένος στη Φιλική Εταιρεία μεταγεγραμμένος μεταγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει μεταγραφεί μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο μετατεθειμένος μετατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει μετατεθεί είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία μετηλλαγμένος μεταλλάσσομαι αλλάσσομαι = αυτός που έχει μεταλλαχθεί μετηλλαγμένες τροφές Κ3 2 μετημφιεσμένος μεταμφιέννυμαι αμφιέννυμαι = αυτός που έχει μεταμφιεσθεί μετηνεγμένος μεταφέρομαι φέρομαι = αυτός που έχει μεταφερθεί νενομισμένος νομίζομαι νομίζομαι = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο) νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος οξυμμένος, ωξυμμένος οξύνομαι οξύνομαι = αυτός που έχει οξυνθεί, έχει ανεπιθύμητα ενταθεί, έχει βελτιωθεί (για αίσθηση) οξυμμένα πάθη, οξυμμένη ακοή παραγεγραμμένος παραγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει παραγραφεί παραγεγραμμένο αδίκημα Κ3 3 Κ1 3 παραδεδεγμένος παραδέχομαι δέχομαι = αυτός που έχει παραδεχθεί παραδεδομένος παραδίδομαι δίδομαι = αυτός που έχει παραδοθεί παρακεκινδυνευμένος παρακινδυνεύομαι κινδυνεύομαι = αυτός που έχει παρακινδυνευθεί, αυτός που ενέχει κίνδυνο, παρακινδυνευμένος παρατεθειμένος παρατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει παρατεθεί παρατεταγμένος παρατάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει παραταχθεί παρατεταγμένο άγημα παρατεταμένος παρατείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει παραταθεί παρατεταμένο χειροκρότημα, παρατεταμένη ανομβρία παρεγγεγραμμένος παρεγγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει παρεγγραφεί παρεγγεγραμμένος κύκλος παρεντεθειμένος παρεντίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει περεντεθεί παρεστιγμένος παραστίζομαι στίζομαι = αυτός που έχει παραστιχθεί παρεστιγμένη νότα (μουσ.) παρεσχημένος παρέχομαι έχομαι = αυτός που έχει παρασχεθεί Κ4 2 παρεφθαρμένος παραφθείρομαι φθείρομαι = αυτός που έχει παραφθαρεί παρεφθαρμένη γλώσσα παρηγγελμένος παραγγέλλομαι αγγέλλομαι = αυτός που έχει παραγγελθεί, παραγγελμένος παρηκμασμένος παρηλλαγμένος παρακμάζω (παρακμάζομαι) παραλλάσσω (παραλλάσσομαι) ακμάζω, (ακμάζομαι) αλλάσσω (αλλάσσομαι) = αυτός που έχει παρακμάσει παρηκμασμένη τέχνη = αυτός που έχει παραλλαχθεί, που έχει υποστεί παραλλαγή Κ3 6 Κ3 8 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 12

παρημελημένος παραμελούμαι αμελούμαι (-έο-) = αυτός που έχει παραμεληθεί, παραμελημένος παρωχημένος παροίχομαι οίχομαι = αυτός που έχει παρέλθει παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος) πεπαιδευμένος παιδεύομαι παιδεύομαι = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος πεπαλαιωμένος παλαιούμαι παλαιούμαι (-όο-) = αυτός που έχει παλαιωθεί πεπαλαιωμένος οίνος, πεπαλαιωμένη αντίληψη πεπατημένος πατούμαι πατούμαι (-έο-) = αυτός που έχει πατηθεί πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος ακολουθεί την πεπατημένη πεπειραμένος πειρώμαι πειρώμαι (-άο-) = αυτός που έχει πειραθεί πεπειραμένος τεχνίτης, πεπειραμένος υπάλληλος πεπεισμένος πείθομαι πείθομαι = αυτός που έχει πεισθεί είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι... πεπερασμένος περαίνομαι περαίνομαι = αυτός που έχει περανθεί πεπερασμένη σειρά, πεπερασμένο σύνολο πεπιεσμένος πιέζομαι πιέζομαι = αυτός που έχει πιεσθεί πεπιεσμένος αέρας πεπλανημένος πλανώμαι πλανώμαι (-άο-) = αυτός που έχει πλανηθεί πεπλανημένη εντύπωση πεπλατυσμένος πλατύνομαι πλατύνομαι = αυτός που έχει πλατυνθεί πεπλατυσμένος ρωστήρας πεπλεγμένος πλέκομαι πλέκομαι = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.) πεποιημένος ποιούμαι ποιούμαι (-έο-) = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική) πεποικιλμένος ποικίλλομαι ποικίλλομαι = αυτός που έχει ποικιλθεί χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια πεπραγμένος πράττομαι πράττομαι = αυτός που έχει πραχθεί τα πεπραγμένα έκθεση πεπραγμένων πεπρωμένος πέπρωται πέπρωται Απηρχαιωμένος Ενεστώτας: πόρω = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα) πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη πεπωλημένος πωλούμαι πωλούμαι (-έο-) = αυτός που έχει πωληθεί, ο πουλημένος, ο ανταλλαγμένος πεπωρωμένος πωρούμαι πωρούμαι (-όο-) = αυτός που έχει πωρωθεί, αυτός που έχει πετρωθεί, ο πετρωμένος, ο ηθικά ανάλγητος περιβεβλημένος περιβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει περιβληθεί περιβεβλημένος με φωτοστέφανο Κ3 2 Κ3 2 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 13

περιγεγραμμένος περιγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει περιγραφεί περιγεγραμμένος κύκλος περιε(ι)λιγμένος περιελίσσομαι ελίσσομαι = αυτός που έχει περιελιχθεί περιεσκεμμένος περισκέπτομαι σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί περιεστραμμένος περιστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει περιστραφεί περιεσφιγμένος περισφίγγομαι σφίγγομαι = αυτός που έχει περισφιχθεί περικεκομμένος περικόπτομαι κόπτομαι = αυτός που έχει περικοπεί περικεκομμένος προϋπολογισμός περιπεπλεγμένος περιπλέκομαι πλέκομαι = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί περιπεπλεγμένη κατάσταση περιτετμημένος περιτέμνομαι τέμνομαι = αυτός που έχει περιτμηθεί πεφιλημένος φιλούμαι φιλούμαι (-έο-) = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί) πεφιλημένος σύζυγος πεφορτισμένος φορτίζομαι φορτίζομαι = αυτός που έχει φορτισθεί πεφορτισμένη ατμόσφαιρα πεφυσιωμένος φυσιούμαι φυσιούμαι (-όο-) = αυτός που έχει φυσιωθεί (φουσκώσει από έπαρση), επηρμένος πεφωτισμένος φωτίζομαι φωτίζομαι = αυτός που έχει φωτισθεί πεφωτισμένος ηγέτης προβεβλημένος προβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει προβληθεί προβεβλημένο θέμα, προβεβλημένη κατάσταση προδεδικασμένος προδικάζομαι δικάζομαι = αυτός που έχει προδικασθεί προδιαγεγραμμένος προδιαγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει προδιαγραφεί προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά προδιατεθειμένος προδιατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει προδιατεθεί είμαι προδιατεθειμένος... (προετοιμασμένος για κάτι...) προεγγεγραμμένος προεγγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει προεγγραφεί προεγκεκριμένος προεγκρίνομαι κρίνομαι = αυτός που έχει προεγκριθεί προειλημμένος προλαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων) προειλημμένη απόφαση προειρημένος προλέγομαι λέγομαι = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος προεκτεταμένος προεκτείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει προεκταθεί προεκτεταμένη καμπύλη Κ4 2 προεντεταμένος προεντείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει προενταθεί προεξηγγελμένος προεξαγγέλλομαι αγγέλλομαι = αυτός που έχει προεξαγγελθεί προεσκεμμένος προσκέπτομαι σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί προηγιασμένος προαγιάζομαι αγιάζομαι = αυτός που έχει προαγιασθεί προηγμένος προάγομαι άγομαι = αυτός που έχει προαχθεί προηγμένη τεχνολογία, προηγμένες χώρες προηλεγμένος προελέγχομαι ελέγχομαι = αυτός που έχει προελεγχθεί ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 14

προκαταβεβλημένος προκαταβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει προκαταβληθεί προκαταβεβλημένο μίσθωμα προκατειλημμένος προκαταλαμβάνομαι λαμβάνομαι = αυτός που έχει προκαταληφθεί είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη) προκεχωρημένος προχωρούμαι χωρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει προχωρηθεί προκεχωρημένο φυλάκιο προσβεβλημένος προσβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει προσβληθεί προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια) προσγεγραμμένος προσγράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει προσγραφεί προσδεδεμένος προσδέομαι (προσδούμαι) δέομαι (δούμαι) = αυτός που έχει προσδεθεί προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι) προσηγμένος προσάγομαι άγομαι = αυτός που έχει προσαχθεί προσηυξημένος προσαυξάνω (προσαυξάνομαι) αυξάνω (αυξάνομαι) = αυτός που έχει προσαυξηθεί, προσαυξημένος προσκεκλημένος προσκαλούμαι καλούμαι (-έο-) = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος προσκεκλημένα άτομα, οι προσκεκλημένοι προσκεκολλημένος προσκολλώμαι προσκολλώμαι (-άο-) Κ3 8 = αυτός που έχει προσκολληθεί προσμεμιγμένος προσμίγνυμαι μίγνυμαι = αυτός που έχει προσμειχθεί προστεθειμένος προστίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει προστεθεί προτεθειμένος προτίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει προτεθεί προτεταμένος προτείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει προταθεί προτεταμένο στήθος προωθημένος προωνούμαι ωθούμαι (-έο-) = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος προωθημένη άποψη σεσημασμένος σημαίνομαι σημαίνομαι = αυτός που έχει σημανθεί σεσημασμένος κακοποιός συγκατατεθειμένος συγκατατίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει συγκατατεθεί συγκεκαλυμμένος συγκαλύπτομαι καλύπτομαι = αυτός που έχει συγκαλυφθεί συγκεκαλυμμένος τρόπος συγκεκινημένος συγκινούμαι κινούμαι (-έο-) = αυτός που έχει συγκινηθεί, συγκινημένος συγκεκομμένος συγκόπτομαι κόπτομαι = αυτός που έχει συγκοπεί συγκεκομμένη λέξη συγκεκομμένος τύπος συγκεκραμένος συγκεράννυμι κεράννυμι = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί) συγκεκραμένη μουσική κλίμακα συγκεκριμένος συγκρίνομαι κρίνομαι = αυτός που έχει συγκριθεί συγκεκριμένα μέτρα, συγκεκριμένα ουσιαστικά συγκεχυμένος συγχέομαι χέομαι = αυτός που έχει συγχυθεί συγκεχυμένη κατάσταση, συγκεχυμένες πληροφορίες συγκεχωρημένος συγχωρούμαι χωρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει συγχωρηθεί ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 15

συμβεβλημένος συμβάλλομαι βάλλομαι = αυτός που έχει συμβληθεί συμβεβλημένο ταμείο, συμβεβλημένο φαρμακείο συμπεπυκνωμένος συμπυκνούμαι πυκνούμαι (-έο-) = αυτός που έχει συμπυκνωθεί συμπεπυκνωμένος λόγος, συμπεπυκνωμένος ατμός συμπεφωνημένος συμφωνούμαι φωνούμαι (-έο-) = αυτός που έχει συμφωνηθεί δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα συμπεφωνημένη λύση συνδεδεμένος συνδέομαι δέομαι = αυτός που έχει συνδεθεί συνδεδεμένη συσκευή, άρρηκτα συνδεδεμένος συνεζευγμένος συζεύγνυμαι ζεύγνυμαι = αυτός που έχει συζευχθεί συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα συνεπτυγμένος συμπτύσσομαι πτύσσομαι = αυτός που έχει συμπτυχθεί συνεπτυγμένη μορφή συνεσταλμένος συστέλλομαι στέλλομαι = αυτός που έχει συσταλεί συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα συνεστραμμένος συστρέφομαι στρέφομαι = αυτός που έχει συστραφεί συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων) συνεσφιγμένος συσφίγγομαι σφίγγομαι = αυτός που έχει συσφιγχθεί συνημμένος συνάπτομαι άπτομαι = αυτός που έχει συναφθεί συνημμένο έγγραφο, συνημμένο αρχείο συνηρημένος συναιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει συναιρεθεί συνηρημένα ρήματα συντεθειμένος συντίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει συντεθεί συντεθλιμμένος συνθλίβομαι θλίβομαι = αυτός που έχει συνθλιβεί, έχει υποστεί μεγάλη πίεση, έχει πολτοποιηθεί, έχει υποστεί μεγάλο εξαναγκασμό, εξουθενωμένος συντεθλασμένος συνθλώμαι θλώμαι (-άο-) = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος συντεταγμένος συντάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει συνταχθεί συντεταγμένη πολιτεία συντετμημένος συντέμνομαι τέμνομαι = αυτός που έχει συντμηθεί συντετμημένη επιλογή, συντετμημένη λέξη συντετριμμένος συντρίβομαι τρίβομαι = αυτός που έχει συντριβεί συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος) Κ1 8 συνυφασμένος συνυφαίνομαι υφαίνομαι = αυτός που έχει συνυφανθεί, συνυφασμένος Κ3 6 συνωφρυωμένος συνοφρυούμαι -οφρυούμαι (-όο-) = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος τεθειμένος τίθεμαι τίθεμαι = αυτός που έχει τεθεί, τοποθετημένος Κ1 6 τεθλασμένος θλώμαι θλώμαι (-άο-) = αυτός που έχει θλασθεί τεθλασμένη γραμμή τεθλιμμένος θλίβομαι θλίβομαι = αυτός που έχει θλιβεί τεθλιμμένος συγγενής ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 16

τεθωρακισμένος θωρακίζομαι θωρακίζομαι = αυτός που έχει θωρακισθεί τεθωρακισμένα άρματα τεταγμένος τάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει ταχθεί τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y) τεταμένος τείνομαι τείνομαι = αυτός που έχει ταθεί τεταμένη κατάσταση, τεταμένη αρμόσφαιρα τεταπεινωμένος ταπεινούμαι ταπεινούμαι (-όο-) = αυτός που έχει ταπεινωθεί αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός) τεταραγμένος ταράσσομαι ταράσσομαι = αυτός που έχει ταπεινωθεί τεταραγμένη θάλασσα τετελεσμένος τελούμαι τελούμαι = αυτός που έχει τελεσθεί τετελεσμένο γεγονός, τετελεσμένος μέλλων τετηγμένος τήκομαι τήκομαι = αυτός που έχει τακεί τετηγμένος κηρός τετμημένος τέμνομαι τέμνομαι = αυτός που έχει τμηθεί τετμημένη (= συντεταγμένη στον άξονα x) τετραχηλισμένος τραχηλίζομαι τραχηλίζομαι = αυτός που έχει τραχηλισθεί, ο πιασμένος από το λαιμό τετριμμένος τρίβομαι τρίβομαι = αυτός που έχει τριβεί τετριμμένη έκφραση υπεργεγραμμένος υπεργράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει υπεργραφεί υπεσχημένος υπισχνούμαι υπισχνούμαι (-έο-) = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί δεν τήρησε τα υπεσχημένα υπογεγραμμένος υπογράφομαι γράφομαι = αυτός που έχει υπογραφεί υπογεγραμμένη σύμβαση, (η) υπογεγραμμένη υποδιηρημένος υποδιαιρούμαι αιρούμαι (-έο-) = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί υποκατεστημένος υποκαθιστώμαι, υποκαθίσταμαι -ιστώμαι (-άο-), ίσταμαι = αυτός που έχει υποκατασταθεί Κ4 2 υποτεταγμένος υποτάσσομαι τάσσομαι = αυτός που έχει υποταχθεί, υποταγμένος Κ1 8 ωξυμμένος, οξυμμένος οξύνομαι οξύνομαι = αυτός που έχει οξυνθεί, έχει ανεπιθύμητα ενταθεί, έχει βελτιωθεί (για αίσθηση) οξυμμένα πάθη, οξυμμένη ακοή ωπλισμένος οπλίζομαι οπλίζομαι = αυτός που έχει οπλισθεί, οπλισμένος ωπλισμένο σκυρόδεμα Κ3 8 Κ3 4 ωρισμένος ορίζομαι ορίζομαι = αυτός που έχει ορισθεί, ορισμένος Κ3 4 ArchaiesMetoxesEd08_V04.doc 17