ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ



Σχετικά έγγραφα
6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος Ο ρόλος της ενέργειας. Κεφάλαιο 2.2

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί. Καρβουντζή Ηλιάνα Βιολόγος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

3.2 ΕΝΖΥΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ

Πρόλογος Οργανισμοί...15

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ - ΠΟΤΑΜΟΛΟΓΙΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Κεφάλαιο 3 ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Έννοιες Βιολογίας και Οικολογίας και η Διδακτική τους

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ 3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

1. Δομή του μορίου : (δεσμοί υδρογόνου)

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Φως =Hλιακή ενέργεια. Επίδραση στους οργανισμούς ανάλογα με: διάρκεια, ένταση, μήκος κύματος, αναλογία φως/σκοτάδι

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Γενικές Αρχές Οικολογίας

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ. Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων

1. Να οξειδωθούν και να παράγουν ενέργεια. (ΚΑΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ)

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II)

ΚΥΚΛΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ. Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα είναι περιορισμένη. Ενώσεις και στοιχεία όπως:

Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 23 Μαρτίου Ονοματεπώνυμο εξεταζόμενου:

Άνθρωπος και Περιβάλλον

Β) ΜΕΡΟΠΛΑΓΚΤΟ. 1) ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΩΝ : περιλαμβάνει δύο κύριες κατηγορίες :

Σενάριο 10: Οργάνωση και λειτουργίες του οικοσυστήματος - Ο ρόλος ενέργειας

Εισαγωγή στην Επιστήμη του Μηχανικού Περιβάλλοντος Δ Ι Δ Α Σ Κ Ο Υ Σ Α Κ Ρ Ε Σ Τ Ο Υ Α Θ Η Ν Α Δ Ρ. Χ Η Μ Ι Κ Ο Σ Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ο Σ

Κωνσταντίνος Π. (Β 2 ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Εργασία για το μάθημα της Βιολογίας. Περίληψη πάνω στο κεφάλαιο 3 του σχολικού βιβλίου

ΘΕΜΑ 1 Ο ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΘΕΡΙΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/01/2014

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 7: Οικοσυστήματα (I)

ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

Βιολογία Γενικής Παιδείας Γ Λυκείου. Άνθρωπος και Περιβάλλον (Κεφ.2)

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ

ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ

Β. ΚΑΜΙΝΕΛΛΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Είναι η επιστήμη που μελετά τους ζωντανούς οργανισμούς. (Αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κύτταρα).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

KΕΦΑΛΑΙΟ 3ο Μεταβολισμός. Ενότητα 3.1: Ενέργεια και Οργανισμοί Ενότητα 3.2: Ένζυμα - Βιολογικοί Καταλύτες

Η ατμόσφαιρα και η δομή της

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

1. Το φαινόµενο El Niño

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ

πλαγκτόν πελαγικό νηκτόν βενθικό Θαλάσσιο περιβάλλον

ΕΚΛΟΓΗ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΕΝΘΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

Νότα Λαζαράκη - Ελένη Χαλικιά

Τι είναι άμεση ρύπανση?

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Πρόσληψη ουσιών και πέψη Εισαγωγή

ΓΥΜΝΑΣΙΟ.. ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2015/2016

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΨΗ. 1 ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΑΥΤΟΤΡΟΦΟΙ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΡΟΦΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ-ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002 ÈÅÌÅËÉÏ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 3

3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑ

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ. 3.1 Ενέργεια και οργανισμοί

Περιεχόμενα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΕΞΕΛΙΞΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 103 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΓΟΝΙΔΙΑΚΕΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ 128

Εργασία Βιολογίας. Β. Γιώργος. Εισαγωγή 3.1 ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ. Μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα

2. ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΠΛΕΓΜΑΤΑ ΤΡΟΦΗΣ

3.1 Ενέργεια και οργανισμοί

ΘΕΜΑ Α Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ. Μάθημα 9. Μερικές έννοιες από την «Οικολογία Πληθυσμών»

Γ ΚΤΚΛΟ ΠΡΟΟΜΟΙΩΣΙΚΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΜΑΣΩΝ ΤΓΥΡΟΝΟ. Γμδεικηικές Απαμηήζεις Γ Λσκείοσ Ιαμοσάριος Βιολογία ΘΓΜΑ Α ΘΓΜΑ Β

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΔΠΘ - Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΩΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΑ ΦΥΤΑ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Γενικά περί ατµόσφαιρας

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΘΕΡΙΝΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 08/01/2012

Κεφαλαίο 3 ο. Μεταβολισμός. Ενέργεια και οργανισμοί

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ασκήσεις για το σπίτι και για σένα! μελετούμε τους ζωντανούς οργανισμούς; Τρόποι μελέτης των ζωντανών οργανισμών Επιστημονική μέθοδος

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

που χάνεται κατά την καλλιέργεια και του Ν στην ατμόσφαιρα συνεισφέρει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου,, στην τρύπα του όζοντος και στην όξινη βροχή.

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

Ποια η χρησιμότητα των πρωτεϊνών;

Γενικές Αρχές Οικολογίας

Να επιλέξετε την φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις:

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

Οργάνωση της Ζώσας Συνιστώσας

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

Οικολογία: είναι η επιστήμη που μελετά το φάσμα των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και μεταξύ ομάδων οργανισμών. Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με άτομα του ίδιου είδους ή όχι και με τις φυσικές και χημικές παραμέτρους του περιβάλλοντός τους. Οι οργανισμοί επηρεάζουν ο ένας τον άλλον και οι διάφοροι παράγοντες του περιβάλλοντος επηρεάζουν της δραστηριότητες των οργανισμών. Είδος: είναι η φυσική ομάδα ατόμων που αναπαράγονται ή που μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους και είναι αναπαραγωγικά μεμονωμένη από άλλες ομάδες. Πληθυσμός: είναι τα άτομα ενός δεδομένου είδους σε μια περιοχή. Οικολογική βιοκοιονωνία: είναι ο αριθμός των πληθυσμών διαφορετικών ειδών που έχουν την τάση να συνυπάρχουν σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Οικοσύστημα: αποτελείται από μια βιοκοινωνία ή σειρά βιοκοινωνιών μαζί με το φυσικό ή χημικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Τα οικοσυστήματα έχουν σύνθετη ενότητα, η οποία περιλαμβάνει πολλά στοιχεία τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Εξετάζονται σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα ανάλογα με τον αριθμό των βιοκοινωνιών που περιλαμβάνουν και τις διαστάσεις του αβιοτικού περιβάλλοντος όπου ζουν. Σε ένα οικοσύστημα συνήθως αρχική πηγή ενέργειας είναι ο ήλιος. Τροφικά επίπεδα: Το πρώτο τροφικό επίπεδο είναι το αυτότροφο ή το παραγωγικό επίπεδο. Σ αυτό συντελείται η πρόσληψη της ενέργειας και η αποθήκευσή της σε οργανικές ενώσεις. Καθώς η ενέργεια περνά από επίπεδο σε επίπεδο, το μεγαλύτερο μέρος της χάνεται υπό μορφή θερμότητας (80-95%) ή λόγω της χρησιμοποίησής της για της μεταβολικές ανάγκες των οργανισμών. Το επόμενο τροφικό επίπεδο αποτελείται από τους οργανισμούς που καταναλώνουν τους φωτοσυνθέτοντες οργανισμούς, τα φυτοφάγα. Τα φυτοφάγα καταναλώνονται από τα σαρκοφάγα τα οποία τρώγονται από άλλα μεγαλύτερα σαρκοφάγα. Σε κάθε τροφικό επίπεδο η ποσότητα της ζώσας ύλης κάθε χρονική στιγμή αποτελεί τη σταθμεύουσα βιομάζα. Το τελικό τροφικό επίπεδο αποτελείται από τους αποσυνθέτοντες οργανισμούς. Πρόκειται κυρίως για βακτήρια που διασπούν τα πολύπλοκα οργανικά μόρια. Οι αποσυνθέτοντες οργανισμοί ενεργούν σε κάθε τροφικό επίπεδο. Τροφική αλυσίδα: κάθε οδός που μεταφέρει ενέργεια από μια πηγή που φωτοσυνθέτει δια μέσου μιας σειράς καταναλωτών ονομάζεται τροφική αλυσιδά. Τροφικό πλέγμα: ο συνδιασμός όλων των τροφικών αλυσίδων σε μια βιοκοινωνία ή οικοσύστημα ονομάζεται τροφικό πλέγμα. Το τροφικό πλέγμα αποτελεί τη σύνοψη όλων των οδών με τις οποίες η ενέργεια μεταφέρεται από το ένα επίπεδο στο άλλο σε μια βιοκοινωνία ή σε ένα οικοσύστημα.

Τροφική δομή: είναι η διαδοχή των αυτότροφων οργανισμών και διαφορετικών επιπέδων των ετερότροφων οργανισμών. Βιογεωχημικοί κύκλοι: είναι οι επαναλαμβανόμενες μεταφορές χημικών στοιχείων και ενώσεων ενός οικοσυστήματος που ανακυκλώνονται μεταξύ οργανισμών και περιβάλλοντος. Κάθε βιογεωχημικός κύκλος περιλαμβάνει: Μια κύρια αποθήκη/δεξαμενή του στοιχείου, από οποία το στοιχείο εισέρχεται και εξέρχεται συνεχώς, καθώς περνάει δια μέσου των οργανισμών. Μια καταβόθρα, στην οποία φτάνει ορισμένη ποσότητα του στοιχείου από την οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν ανακυκλώνεται. Αυτορυθμιζόμενους μηχανισμούς ανάδρασης που κρατούν το κύκλο σε ισορροπία. Οι πιο σημαντικοί κύκλοι είναι του άνθρακα (C), του φωσφόρου (Ρ) και του αζώτου (Ν). Ο κύκλος του άνθρακα: Στον κύκλο του άνθρακα η δεξαμενή έχει τη μορφή CO2.Ο άνθρακας ενσωματώνεται σε οργανικές ενώσεις από τους φωτοσυνθέτοντες οργανισμούς και μεταφέρεται στα ζώα κατά την διατροφή τους (φυτά,απορρόφηση, θήρευση), για να επιστρέψει στη δεξαμενή με την αναπνοή και τη δράση των βακτηρίων. Ο κύκλος του φωσφόρου: Την μεγαλύτερη δεξαμενή αποτελούν τα φωσφορικά πετρώματα. Σε αυτή την περίπτωση η δίαβρωση είναι αυτή που φέρνει τον φώσφορο στο νερό, το οποίο ανακυκλώνεται μέσω των ζώων και των φυτών, ενώ επιστρέφει στη γενική κυκλοφορία δια μέσου της αποσύθεσης και της απέκρισης. Ο φώσφορος χάνεται μόνο όταν βυθίζεται στον πυθμένα με τη μορφή σκελετικών υλικών. Ο κύκλος του αζώτου: Στον κύκλο του αζώτου η δεξαμεωή είναι ο ίδιος ο αέρας. Το άζωτο ως αέριο χρησιμοποιείται από τους περισσότερους οργανισμούς για αυτό πρέπει να μετατραπέι σε μια ένωση αζώτου για να εισέλθει στον κύκλο. Αυτό γίνεται με τα βακτήρια ή τα φύκη, ενώ χρήσιμες ενώσεις αζώτου μπορούν να παραχθούν και μέσω ηφαιστειακής δραστηριότητας. Όταν πλέον βρεθεί σε μορφή χημικών ενώσεων τότε ανακυκλώνεται δια μέσου των οργανισμών με μικρές απώλειες προς τα βαθιά ιζήματα. Θώκος: τα είδη τα χαρακτηρίζουμε ως οικολογικά ισοδύναμα όταν επιτελούν την ίδια λειτουργία ή ρόλο σε μια βιοκοινωνία. Λέμε με άλλα λόγια ότι καταλαμβάνουν τον ίδιο οικολογικό θώκο. Επομένως ως θώκο ορίζεται ο ρόλος ενός οργανισμού σε μια βιοκοινωνία. Η δυνητική κατανομή ενός είδους κατά μήκος του όλων των αξόνων των θώκων αποτελεί το βασικό θώκο για το είδος. Για κάθε είδος καθιερώνεται ως θώκος κάθε περιβαλλοντική ή βιολογική παράμετρος που επιδρά σε αυτό. Έτσι αναφερόμαστε σε θώκους ανάλογα με την τροφή, το χώρο, τις θέσεις αναπαραγωγής. Αυτά αποτελούν τους ενεργούς θώκους και αντιπροσωπεύουν την πραγματική κατανομή των ειδών στη φύση.

Είδη θώκων: Ευρείς θώκοι: υπονοούν ότι η λειτουργία του είδους στην βιοκοινωνία είναι περισσότερο γενικευμένη. Στενοί θώκοι: υπονοούν ότι η λειτουργία του είδους στη βιοκοινωνία έχει μια λεπτομερή υποδιαίρεση, δηλαδή το είδος είναι περισσότερο εξειδικευμένο. Κυρίαρχα είδη: ονομάζνται τα αριθμητικά άφθονα είδη που υπάρχουν σε μια βιοκοινωνία και συχνά χρησιμοποιούνται για να την χαρακτηρίσουν. Αφθονία των ειδών: αποτελεί απλά έναν κατάλογο του συνολικού αριθμού των ειδών σε μια βιοκοινωνία ή οικοσύστημα. Ποικιλία των ειδών: αποτελεί ένα δείκτη που συνδιάζει τόσο των αριθμό των ειδών όσο και την κατανομή του συνολικού αριθμού των ατόμων μεταξύ των ειδών. Εκφράζεται με διάφορους μαθηματικούς δείκτες ποικιλότητας. Οι 2 σχολές απόψεων για την παραγωγή υψηλής ποικιλότητας των ειδών στις βιοκοινωνίες: 1. ΣΧΟΛΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ: Σύμφωνα με αυτή τη σχολή η σύσταση σε είδη των βιοκοινωνιών βρίσκεται συνήθως σε μια κατάσταση ισορροπίας και η υψηλή ποικιλότητα οφείλεται στον μεγάλο αριθμό των ενδιαιτημάτων ή στους πολλαπλά διηρημένους στενούς θώκους που συντηρούνται με διάφορους μηχανισμούς ανάδρασης, ενώ στη σταθερή κατάσταση του φυσικού τους περιβάλλοντος επιτρέπει την επίτευξη της ισορροπίας. 2. ΣΧΟΛΗ ΜΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ: Σύμφωνα με αυτή τη σχολή οι βιοκοινωνίες βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας και η υψηλή ποικιλότητα των ειδών διατηρείται διαμέσου συνεχών ή βαθμιαίων περιβαλλοντικών αλλαγών και περιοδικών διαταράξεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβαλλόμενη σύνθεση των ειδών μέσω της παρουσίας πολλών ειδών, λίγο εξειδικευμένα. Ο νόμος του Leibig: Σύμφωνα με το νόμο του ελαχίστου τυ Leibig κάθε είδος σε μια βιοκοινωνία έχει ορισμένα επίπεδα τιμών έναντι όλων των παραγόντων και των απαραίτητων ουσιών του περιβάλλλοντος (π.χ. θερμοκρασία). Αν έστω και μία από αυτές τις τιμές μεταβληθεί τότε το είδος εξαφανίζεται. Εξαιτίας του νόμου του Leibig, τα όρια μεταξύ των βιοκοινωνιών δεν είναι σαφή. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνωείναι η δημιουργία μεταβατικών περιοχών μεταξύ των γειτονικών βιοκοινωνιών, όπου βαθμιαία κάποια είδη εξαφανίζονται και κάποια άλλα εμφανίζονται. Αυτές τις περιοχές τις ονομάζουμε οικοτόνους. Οι οικοτόνοι μεταβάλλονται γρήγορα σε σύγκριση με τις βιοκοινωνίες που μεταβάλλονται με πιο αργό ρυθμό. Οικολογική διαδοχή: Οι βιοκοινωνίες δεν αποτελούν στατικές μονάδες. Μεταβάλλονται στη δομή και την σύνθεσή τους αναλόγως την εποχή του χρόνου και άλλων μεγαλύτερων χρονικών περιόδων. Η καθορισμένη διαδικασία αλλαγής της βιοκοινωνίας που ελέγχεται από τη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος ονομάζεται οικολογική διαδοχή. Η τελική και σταθερή βιοκοινωνία καταληκτική. Οι ενδιάμεσε βιοκοινωνίες ονομάζονται

σειρές. Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί το κλασικό μοντέλο διευκόλυνσης διαδοχής που αναπτύχθηκε για τις χερσαίες βιοκοινωνίες. Μοντέλο διαδοχής Egler: Αυτό το μοντέλο διαδοχής ή αλλιώς μοντέλο αναστολής θεωρεί ότι ένα είδος δεν εμφανίζει ανταγωνιστική ανωτερότητα αλλά αντίθετα ότι οποιοδήποτε είδος φθάσει πρώτο σε μία θέση εγκαθίσταται εκεί και κρατά τη θέση αυτή έναντι των εισβολέων. Σε αυτό το μοντέλο η διαδοχή δεν αποτελεί μια καθορισμένη και προβλέψιμη διαδικασία και δεν υπάρχει καταληκτικό στάδιο. Αντιθέτως η διαδοχή περνά από τα βραχύβια στα μακρόβια είδη. Μοντέλο διαδοχής των Connell & Slayter: Το μοντέλο αυτό ονομάζεται αλλιώς και μοντέλο ανοχής και είναι ένα ενδιάμεσο μοντέλο. Σε αυτό δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη ειδών που να εγκαθίστανται πρώτα και ύστερα οποιοδήποτε είδος να ξεκινήσει τη διαδοχή. Σε αυτή την περίπτωση συμβαίνουν αλλαγές στη βιοκοινωνία καθώς επικρατούν τα πιο ανθεκτικά ή ανταγωνιστικά είδη. * Οι κύριοι ρυθμιστικοί παράγοντες για τα οικοσυστήματα και τις βιοκοινωνίες είναι η ενέργεια, οι φυσικοί παράγοντες που ορίζονται συνολικά ως κλίμα ή περιβάλλον και η αλληλεπίδραση μεταξύ των ποικίλων ειδών που απαρτίζουν ένα σύστημα. Οι βιολογικοί παράγοντες που εξασκούν τον έλεγχο μεταξύ των πληθυσμών: Ο ανταγωνισμός: είναι ένας οικολογικός όρος που αναφέρεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ οργανισμών για ένα απαραίτητο πόρο που δεν είναι επαρκής. Ο ανταγωνισμός μπορεί να είναι ενδοειδικός (μεταξύ ατόμων ίδιου είδους) ή διαειδικός (μεταξύ ατόμων διαφορετικών ειδών). Μπορεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των ειδών για διάφορους πόρους, αλλά κυρίως για το φως, την τροφή, τα θρεπτικά άλατα, το νερό και το χώρο. Όταν ο ανταγωνισμός αφορά δύο είδη με στενή συγγένεια τότε οδηγούμαστε στην αρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την οποία δύο είδη με τις ίδιες απαιτήσεις δεν μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο μέρος κατά τον ίδιο χρόνο. Η θήρευση: ορίζουμε την κατανάλωση ενός είδους από ένα άλλο. Ο καταναλωτής ονομάζεται θηρευτής και το θύμα ονομάζεται λεία. Υπάρχει και μία ειδική περίπτωση που αφορά τα ζώα που καταναλώνουν αυτότροφους οργανισμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως φυτοφάγα. Ο παρασιτισμός και οι ασθένειες: είναι οι τελικοί βιολογικοί ρυθμιστές των πληθυσμών και είναι δυνατό να επιρεάζουν έντονα ή να επιδρούν πολύ λίγο. Τα παράσιτα είναι οργανισμοί που ζουν μέσα στο σώμα ή στην εξωτερική επιφάνεια του σώματος άλλων οργανισμών αφού σε αυτούς βρίσκουν τροφή και καταφύγιο.

Διαφορές θαλάσσιων και χερσαίων οικοσυστημάτων: Φυσικές και χημικές διαφορές: 1. Η μεγαλύτερη πυκνότητα του νερού της θάλασσας σημαίνει ότι σχετικά μεγάλοι οργανισμοί μπορούν να αιωρούνται σε αυτό. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον αέρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στο θαλάσσιο οικοσύστημα τη δημιουργία μιας βιοκοινωνίας μικρών οργανισμών που αιωρούνται το νερό, το πλαγκτό. Στο χερσαίο οικοσύστημα δεν υπάρχει αντίστοιχη βιοκοινωνία οργανισμών που να αιωρούνται στον αέρα. 2. Το νερό προσφέρει στους θαλάσσιους οργανισμούς μεγαλύτερη πλευστότητα έναντι της βαρύτητας, γι αυτό και δεν χρειάζεται να μετατρέψουν μέρος της βιομάζας τους σε δομικό υλικό (π.χ. σκελετό) για να διατηρήσουν το σώμα τους όρθιο ενάντια στη βαρύτητα. 3. Στα χερσαία φυτά βασικές αποθηκευτικές και δομικές ενώσεις είναι οι υδατάνθρακες. Αντίθετα στους θαλάσσιους οργανισμούς κύριες βιοχημικές ενώσεις είναι οι πρωτεϊνες. 4. Το νερό απορροφά έντονα το φως σε αντίθεση με τον αέρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το φως που εισέρχεται στο νερό να φθάνει μόνο μέχρι ένα ορισμένο βάθος προτού απορροφηθεί τελείως. 5. Λόγω της μεγαλύτερης πυκνότητάς του το νερό έχει μεγαλύτερες μεταβολές στην πίεση με την αύξηση βάθους σε σύγκριση με τον αέρα. Αυτό επηρεάζει έντονα το μεταβολισμό των υδρόβιων οργανισμών. 6. Στον αέρα το οξυγόνο αποτελεί πάντα το 21% του όγκου του. Το νερό περιέχει λιγότερο οξυγόνο και η συγκέντρωσή του μεταβάλλεται ανάλογα με τη θερμοκρασία και την αλατότητα. Διαφορές στη βιοποικιλότητα και στους κύκλους ζωής: 1. Στο θαλάσσιο περιβάλλον υπάρχουν φύλα ζώων αλλά στο χερσαίο περβάλλον υπάρχουν περισσότερα είδη. 2. Οι υδρόβιοι οργανισμοί που φωτοσυνθέτουν και τα ζώα αποβάλλουν στο νερό τους θηλυκούς και αρσενικούς γαμέτες για να πραγματοποιηθεί εξωτερική γονιμοποίηση. Τα χερσαία φυτά από την άλλη μπορεί να αποβάλλουν τους αρσενικούς γαμέτες τους στον αέρα, σε καμία περίπτωση δεν αποβάλλουν τους θηλυκούς γαμέτες. 3. Στη θάλασσα δεν υπάρχουν ζώα ισοδύναμα των πολυάριθμων επικονιαστών της ξηράς, δηλαδή ζώα τα οποία μεταφέρουν τους αρσενικούς γαμέτες προς αναζήτηση ενός θηλυκού. 4. Στα χερσαία οικοσυστήματα η γονική φροντίδα και η ενεργειακή επένδυση στους απογόνους είναι πολύ μικρότερη απ ότι στα υδρόβια οικοσυστήματα. Δομικές και λειτουργικές διαφορές: 1. Στη θάλασσα έχουμε μια πολύ μικρή παρουσία μεγάλων μακροσκοπικών φυτών. Στις χερσαίες βιοκοινωνίες ωστόσο επικρατούν τα μεγάλα ανθοφόρα φυτά, τα οποία έχουν μόνιμη παρουσία και είναι μακρόβια. 2. Οι βιοκοινωνίες της θάλασσας δεν διαθέτουν μεγάλους φωτοσυνθέτοντες οργανισμούς, ενώ οι επικρατείς αυτότροφοι οργανισμοί είναι οι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί

διαφόρων ομάδων φυκών. Αντίθετα οι φυτοφάγοι οργανισμοί των χερσαίων οικοσυστημάτων έχουν μεγάλες διαστάσεις. 3. Στα χερσαία φυτά σημαντικά τμήματά τους αποτελούνται από σκληρό, άκαμπτο δομικό υλικό (π.χ. ξύλο) ενώ τα μικρά φυτοφάγα της θάλασσας καταναλώνουν συνήθως ολόκληρη την αυτότροφη παραγωγή. 4. Οι χερσαίες βιοκοινωνές χαρακτηρίζονται από μεγάλους αριθμούς μακρόβιων φυτών. Σε αντίθεση στις θάλασσες τα αυτότροφα ζώα είναι βραχύβια και βάση της βιοκοινωνίας τους αποτελούν τα σχετικά μεγάλα μακρόβια ζώα. 5. Στη θάλασσα τα μεγάλα ζώα βρίσκονται σε υψηλό τροφικό επίπεδο από τα ζώα της ξηράς. Δηλαδή στις περισσότερες τροφικές αλυσίδες της θάλασσας υπάρχουν περίπου 5 κρίκοι για να φθάσουμε στο ανώτερο των σαρκοφάγων. Αντίθετα στις χερσαίες τροφικές αλυσίδες, οι οποίες είναι βραχύτερες, υπάρχουν κατά μέσο όρο 3 κρίκοι για να φθάσουμε στο ανώτερο των σαρκοφάγων. 6. Η παραγωγή οργανικής ύλης είναι υψηλότερη στα χερσαία οικοσυστήματα απ ότι στα θαλάσσια, αλλά η αποτελεσματικότητα της μεταφοράς από το πρώτο στο δεύτερο τροφικό επίπεδο είναι υψηλότερη στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Κύριες υποδιαιρέσεις του Παγκόσμιου Ωκεανού: 1. Πελαγίτικη περιοχή: είναι η συνολική περιοχή της ανοικτής θάλασσας. 2. Βενθική περιοχή: είναι οι οργανισμοί και οι ζώνες του θαλάσσιου πυθμένα. 3. Νηρίτικη ζώνη: είναι οι μάζες νερού που βρίσκονται πάνω από την ηπειρωτική κρηπίδα. 4. Ωκεάνια ζώνη: όλη η υπόλοιπη ανοικτή θάλασσα. η νηρίτικη και η ωκεάνια ζώνη έχουν οριζόντιες υποδιαιρέσεις στην πελαγίτικη περιοχή. 5. Επιπελαγίτικη/Εύφωτη ζώνη: είναι τμήμα της πελαγίτικης περιοχής που το φως διυσδίει μέχρι και 200m. 6. Άφωτη ζώνη: βρίσκεται κάτω από την εύφωτη, το φως δεν δυισδίει ποτέ εκεί και βρίσκεται συνεχώς στο σκοτάδι. η εύφωτη και η άφωτη ζώνη έχουν κατακόρυφες υποδιαιρέσεις στην πελαγίτικη περιοχή. 7. Δύσφωτη ζώνη: είναι η ενδιάμεση ζώνη μεταξύ εύφωτης και άφωτης. Διαθέτει μια ποσότητα φωτός που είναι επαρκής για την όραση των ζώων αλλά όχι για φωτοσύνθεση. 3 ζώνες του πυθμένα: Βαθύαλη Ζώνη: περιοχή που περιλαμβάνει την ηπειρωτική κατωφέρεια και έχει βάθος μέχρι 4000m. Αβυσσαία Ζώνη: περιλαμβάνει τις εκτεταμένες αβυσσαίες πεδιάδες των ωκεάνιων λεκανών και έχει βάθος μέχρι 6000 m. Αδαία ζώνη: είναι η βενθική ζώνη των ωκεάνιων τάφρων και έχει βάθος μέχρι 10000m. Υποαιγιαλίτιδα Ζώνη: βρίσκεται κάτω από την νηριτική πελαγική ζώνη

Μεοσπαλιρροιακή/Αιγιαλίτιδα Ζώνη: παράκτια περιοχή μεταξύ των ορίων της αμποτής και της πλημμυρίδας. Επίσης είναι η μεταβατική περιοχή από τις συνθήκες της χέρσου στις συνθήκες της θάλασσας. Πλαγκτόν: οι πλαγκτονικοί οργανισμοί διαθέτουν περιορισμένες ικανότητες ενεργητικής μετακίνησης με αποτέλεσμα να βρίσκονται στο έλεος της κίνησης του νερού. Νηκτόν: περιλαμβάνει οργανισμούς με ισχυρές κολυμβητικές ικανότητες που ζουν στην ανοιχτή θάλασσα και έχουν τη δυνατότητα να κινούνται αντίθετα στο ρεύμα του νερού. Υποδιαιρέσεις Πλαγκτόν: Φυτοπλαγκτόν: οργανισμοί που κινούνται παθητικά στο νερό και φωτοσυνθέτουν Ζωοπλαγκτόν: ποικιλία ζώων που κινούνται παθητικά στις θαλάσσιες μάζες. Βακτηριοπλαγκτόν: διάφορα μικρά βακτήρια αυτότροφα ή ετερότροφα. Υποδιαιρέσεις πλαγκτονικών οργανισμών με βάση το μέγεθος: Μεγαλοπλαγκτόν: όλοι οι οργανισμοί με μέγεθος μεγαλύτερο των 20cm. Μακροπλαγκτόν: το μέγεθός τους κυμαίνεται μεταξύ των 2 και 20 cm. Μεσοπλαγκτόν: οργανισμοί με μέγεθος 0,2 έως 20mm. Μικροπλαγκτόν: οργανισμοί που το μέγεθός τους κυμαίνεται μεταξύ 20-200 mm. Νανοπλαγκτόν: μικροσκοπικοί οργανισμοί μεγέθους μεταξύ 2 και 20μm. Πικοπλαγτκόν: πάρα πολύ μικροί οργανισμοί μεγέθους 0,2-2 μm και αποτελούνται κυρίως από βακτήρια και κυανοβακτήρια. Φεμτοπλαγκτόν: μικρότερη ομάδα με οργανισμούς μεγέθους μεταξύ 0,02 και 0,2 μm. Υποδιαιρέσεις φυτοπλαγκτόν: Περιλαμβάνει εύρος οργανισμών που φωτοσυνθέτουν και αποτελείται από 2 ομάδες: Α) Διάτομα: περιβάλλονται από μία μοναδική υαλώδη θήκη ενώ δεν διαθέτουν ευδιάκριτα όργανα μετακίνησης. Κάθε θήκη αποτελείται από δύο θυρίδες όπου εκεί βρίσκεται το σώμα του διατόμου. Κάθε θήκη φέρει πολλές διακοσμήσεις, προεξοχές ή διατρήσεις που χαρακτηρίζουν το είδος. Τα διάτομα μπορεί να ζουν μεμονωμένα με κάθε άτομο να καταλαμβάνει μία θήκη ή να σχηματίζουν διαφόρων τύπων αλυσίδες. Αναπαράγονται με απλή διαίρεση. Β) Δινομαστιγωτά: έχουν δύο μαστίγια για να κινούνται στο νερό ενώ δεν έχουν εξωτερικό σκελετό από πυρίτιο αλλά συχνά είναι εξοπλισμένα με πλάκες κυτταρίνης. Είναι μικροί οργανισμοί που ζουν ως μονήρη και σπάνια σχηματίζουν αλυσίδες. Χαρακτηρίζονται από χρωμοσώματα που καθ όλη τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου παραμένουν σε συμπυκνωμένη μορφή. Αναπαράγονται με απλή διαίρεση.

Τα μικρότερα φυτοπλαγκτόν: 1. Προχλωρόφυτα: περιέχουν στο σώμα τους περίπου το 1/3 της χλωροφύλλης α που υπάρχει στην ανοικτή θάλασσα και σε αυτό οφείλεται το 1/3 ½ της θαλάσσιας παραγωγικότητας. Μοιάζουν με τα κυανοβακτήρια αλλά είναι μικρότερα σε μέγεθος. 2. Κυανοβακτήρια: είναι προκαρυωτικά κύτταρα, διαθέτουν χλωροφύλλη α όχι όμως σε πλαστίδια. Επίσης, απαντούν ως μονήρη κύτταρα ή σχηματίζουν αλυσίδες. Είναι άφθονα στις τροπικές περιοχές όπου αρκετά συχνά σχηματίζουν πυκνά στρώματα από νημάτια που χρωματίζουν το νερό. Πρωτογενής παραγωγικότητα: Χαρακτηρίζουμε το ρυθμό σχηματισμού οργανικών ενώσεων πλούσιων σε ενέργεια από ανόργανα υλικά. Θεωρείται συνώνυμη με τη φωτοσύνθεση χωρίς να είναι τελείως σωστό, αφού μικρή ποσότητα πρωτογενούς παραγωγικότητας παράγεται από τα χημειοσυνθέτοντα βακτήρια. Το συνολικό προϊόν που σχηματίζεται κατά τη φωτοσύνθεση ονομάζεται μικτή πρωτογενής παραγωγικότητα. Ως καθαρή παραγωγή χαρακτηρίζουμε την ποσότητα που μένει από τη μικτή παραγωγή μετά τις απώλειες από την αναπνοή των φυτών. Παράγοντες που επηρεάζουν την πρωτογενή παραγωγικότητα: 1. Φως: η φωτοσύνθεση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν το φως που φτάνει στο κύτταρο του αυτότροφου οργανισμού έχει περισσότερη ή ορισμένη ένταση. Αυτό σημαίνει ότι το φυτοπλαγκτόν περιορίζεται σε μία επιφανειακή θαλάσσια ζώνη όπου υπάρχει επαρκής ένταση για φωτοσύνθεση. Το βάθος στο οποίο εισέρχεται το φως και στο οποίο συντελείται η παραγωγή εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων. Αυτοί οι παράγοντες είναι η απορρόφηση του φωτός από το νερό, το μήκος κύματος του φωτός, τη διαφάνεια του νερού, την ανάκλαση των ηλιακών ακτίνων στην επιφάνεια του νερού, τη σκέδαση από τα αιωρούμενα σωματίδια, το γεωγραφικό πλάτος και την εποχή του έτους. 2. Θρεπτικά άλατα: τα κύρια ανόργανα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζονται για την αύξηση και αναπαραγωγή του φυτοπλαγκτού είναι το άζωτο και ο φώσφορος. Τα διάτομα χρειάζονται επίσης πυρίτιο σε σημαντικές ποσότητες. Όλα αυτά τα θρεπτικά άλατα έχουν μεγάλη σημασία για και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν σε πολύ μικρές ποσότητες στο νερό της θάλασσας. Αποτελούν τους περιοριστικούς παράγοντες για την παραγωγικότητα του φυτοπλαγκτού και στις περισσότερες περιπτώσεις οι θάλασσες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως έρημοι πτωχές σε θρεπτικά συστατικά. Σταθμεύουσα Βιομάζα: Μπορεί να είναι αυτότροφοι οργανισμοί, ζώα ή και τα δύο. Η σταθμεύουσα βιομάζα σε κάθε χρονική στιγμή είναι το αποτέλεσμα της διαφοράς των παραγόντων που προκαλούν αύξηση του αριθμού των ατόμων- αναπαραγωγή και αύξηση- και των παραγόντων που προκαλούν μείωση της βιομάζας ή του αριθμού των ατόμωνθνησιμότητα και βύθηση ή πλευρική μεταφορά έξω από την περιοχή. Αν οι αριθμοί της αναπαραγωγής και της αύξησης είναι ή ήταν ηψηλή και της θνησιμότητας ή της απομάκρυνσης χαμηλότερη τότε η σταθμεύουσα βιομάζα θα είναι υψηλή ή το αντίθετο.

Βόσκηση: Η φυτική παραγωγή μεταφέρεται διαμέσου της τροφικής αλυσλιδας της πελαγικής βιοκοινωνίας μέσω της βόσκησης των φυτοφάγων. Επειδή το φυτοπλαγκτόν είναι μικρό, οι βοσκητές είναι επίσης μικροί. Πολλά είδη πρωτόζωων και ασπονδύλων είναι βοσκητές αλλά οι κυρίαρχοι μεγάλοι βοσκητές είναι αυτοί που καταναλώνουντα μεγαλύτερα διάτομα και δινομαστιγωτά. Κατακόρυφη Μετανάστευση: Είναι ένα από τα πιο περίεγα φαινόμενα της θάλασσα. Το όνομα κατακόρυφη μετανάστευση δίνεται στις ημερήσιες μεταναστεύσεις ορισμένων ζωοπλαγκτονικών οργανισμών προς βαθύτερα στρώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας όταν υπάρχει φως και την απάνοδό τους στα ανώτερα στρώματα τη νύχτα. Αυτό το φαινόμενο δεν έχει σχέση με την εποχιακή μετανάστευση όπου τα κωπήποδα κατεβαίνουν σε βαθύτερα στρώματα το φθινόπωρο και εκεί διαχειμάζουν. Η κατακόρυφη μετανάστευση είναι δυνατόν να αποτελεί μια ειδική περίπτωση επαναλαμβανόμενης κατακόρυφης μετανάστευσης πολλών πελαγικών ζώων των ανοιχτών θαλασσών από μια ζώνη βάθους σε μια άλλη και ξανά πίσω. Ωκεάνιο Νηκτόν: Το νηκτόν με την ευρύτερη έννοια περιλαμβάνει όλους τους οργανισμούς που έχουν την ικανότητα κίνησης ενάντια σ αυτή του νερού, ανεξαρτήτως οικότοπου. Χωρίζεται σε: Νηκτό Παράκτιων περιοχών Νηκτό βαθιών περιοχών Διαφορές Νηκτού- Πλαγκτόν: 1) Το νηκτό αποτελείται από οργανισμούς που έχουν αναπτύξει την ικανότητα της κίνησης, ενώ το πλαγκτόν όχι. 2) Το νηκτόν αποτελείται από Σπονδυλόζωα (εξαιρούνται τα Αμφίβια), ενώ το πλαγκτόν από Ασπόνδυλα. 3) Το νηκτόν αποτελείται από μεγάλα ζώα, ενώ το πλαγκτόν όχι. Σύνθεση του ωκεάνιου νηκτού: Το ωκεάνιο νηκτό αποτελείται από: Τελεόστεους οργανισμούς (ψάρια με κόκκαλα) Καρχαρίες και σαλάχια Θαλάσσια θηλαστικά Θαλάσσια ερπετά Θαλάσσια πτηνά Ορισμένα κεφαλόποδα (ασπόνδυλα ζώα) Ομάδες ψαριών: 1. Ολοεπιπελαγικά: Ψάρια που περνούν όλη τους τη ζωή στην επιπελαγική ζώνη. Παράγουν αυγά που επιπλέουν και έχουν επιπελαγικές προνύμφες. Στην ομάδα αυτή: ορισμένοι καρχαρίες, τα περισσότερα ιπτάμενα ψάρια, τόννοι, ξιφίες, λουτσοζαργάνες, βασιλιάδες της ρέγγας κλπ. Υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. 2. Μεροεπιπελαγικά: περνούν μέρος της ζωής τους στην επιπελαγική περιοχή. Η ομάδα περιλαμβάνει ψάρια που δεν περνούν την ενήλικη ζωή τους στην επιπελαγική ζώνη, αλλά σε παράκτια ή γλυκά νερά, ή ψάρια που εισέρχονται στην επιπελαγική

ζώνη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (πχ τη νύχτα για τροφή) 3. Ομάδα ψαριών μεσαίων στρωμάτων: Ψάρια που βρίσκονται μονίμως στα βαθύτερα στρώματα. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ: Το φως, η θερμοκρασία, η πυκνότητα και τα θαλάσσια ρεύματα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για το νηκτό και τις προσαρμογές του στο τρισδιάστατο περιβάλλον. Οι οργανισμοί αιωρούνται μονίμως σε διάφανο μέσο χωρίς καταφύγιο από τους θηρευτές. Δεν υπάρχει τίποτα που να βοηθά τους οργανισμούς στον προσανατολισμό κατά την κίνηση σε οριζόντιο άξονα. Δεν υπάρχει σταθερό υποστήριγμα για τους οργανισμούς οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πυκνότερη σάρκα απ ότι το νερό. Προσαρμογές Ωκεάνιου Νηκτού: ΠΛΕΥΣΤΟΤΗΤΑ: οι περισσότεροι οργανισμοί έχουν παρόμοια πυκνότητα με αυτή του θαλασσινού νερού. Αφού όμως, ο ζωντανός ιστός είναι βαρύτερος από το θαλασσινό νερό, το αποτέλεσμα είναι πολλά από τα μεγάλα ζώα να έχουν σχεδόν ουδέτερη πλευστότητα, που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν περιοχές χαμηλότερης πυκνότητας στο σώμα τους που να αντισταθμίζουν την υψηλή πυκνότητα των ιστών. Τα περισσότερα ψάρια έχουν νηκτική κύστη. Η δομή αυτή αντισταθμίζει την πυκνότερη σάρκα του ψαριού και παρέχει ουδέτερη πλευστότητα.

ΚΙΝΗΣΗ: για την σωστή κίνηση των οργανισμών πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές που θα επιτρέπουν στους οργανισμούς του νηκτού να κινούνται μέσα στο νερό. Οι προσαρμογές αυτές χωρίζονται σε δύο ομάδες: πρώτον αυτές που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία προωστικής δύναμης και δεύτερον αυτές που ελαχιστοποιούν την αντίσταση που συναντά το σώμα κατά την κίνηση. Η παραίτητη δύναμη για την προώθηση ενός οργανισμού του νηκτού στο πυκνό νερό προέρχεται από κάποια μέρη του σώματος. Τα πιο συνηθισμένα είναι μέσω της κυματοειδούς κίνησης του σώματος ή των πτερυγίων. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑ ΣΩΜΑΤΟΣ: υπάρχουν 3 είδη αντίστασης: αντίσταση λόγω τριβής: είναι ανάλογη προς την επιφάνεια που έρχεται σε επαφή με το νερό. αντίσταση λόγω σχήματος: είναι ανάλογη προς τη δύναμη του αντικειμένου που είναισε επαφή με το νερό. επαγόμενη οπισθέλκουσα δύναμη ή τριβώδης κίνηση: γίνονται αλλαγές στη ταχύτητα και τη κατεύθυνση της ροής. Τα καλύτερα αεροδυναμικά σώματα έχουν σχήμα σαν δάκρυ, κάπως αμβλύ μπροστά και λεπταίνουν προς τα πίσω. Αυτό παρέχει τη μικρότερη δυνατή αντίσταση για τον μεγάλο όγκο. Στα γρήγορα ψάρια δεν υπάρχουν προεξοχές, οι οποίες θα μπορέσουν να διακόψουν την ομαλή ροή του νερού πάνω στο σώμα και να αυξήσουν την αντίσταση. ΆΜΥΝΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ: οι εντονότερες προσαρμογές του νηκού σχετίζονται με την επίτευξη γρήγορης προώθησης στη στήλη του νερού, για το λόγο αυτό οι οργανισμοί του νηκτόυ αποκλείουν προσαρμογές που σχετίζονται με την άμυνά τους ενάντια στους θηρευτές. Ωστόσο ορισμένοι αμυντικοί μηχανισμοί είναι συμβατοί με τη γρήγορη κίνηση. Από αυτούς ο πιο συνηθισμένος είναι η παραλλαγή. Εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα περιβάλλον που δεν διαθέτει φυσικές κρυψώνες οι μηχανισμοί παραλλαγής μπορούν να κινηθούν σε 3 διαστάσεις: 1. διαφάνεια του σώματος: αν το σώμα ενός οργανισμού είναι διάφανο και αιωρείται στα διαυγή επιφανειακά νερά του ωκεανού, ο οργανισμός θα είναι αόρατος στο νερό.αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στο πλαγκτόν και όχι στο νηκτόν και αυτό γιατί καθώς το μέγεθος και το πάχος των οργανισμών του νηκτού αυξάνει, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί η διαφάνεια, ειδικά όταν το σώμα είναι μυώδες για να εξυπηρετήσει τη προώθηση. Για το λόγο αυτό η παραλλαγή μέσω της διαφάνειας δεν αποτελεί επιλογή για το νηκτόν. 2. αλλαγή σχήματος του σώματος: είναι εφικτή αρκεί το σχήμα να μην παρεμποδίζει τη γρήγορη κίνηση. Η πιο συνηθισμένη εκδήλωση της προσαρμογής αυτής στους οργανισμούς του νηκτού είναι η ανάπτυξη κοιλιακής τροπίδας στο σώμα, με σκοπό την εξαφάνιση ευδιάκριτης σκιάς στην κοιλιά του ζώου όταν το βλέπουμε από κάτω. 3. χρωματισμός του νερού: είναι χαρακτηριστικό των οργανισμών του νηκτού. Στα εύφωτα ανώτερα στρώματα του ωκεανού, τα κυρίαρχα τμήματα του ηλιακού φάσματος είναι το κυανό και το πράσσινο. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ: οι οργανισμοί του νηκτού έχουν σε γενικές γραμμές καλά ανεοτυγμένα αισθητήρια όργανα. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες εξαιρέσεις όπως είναι οι πλευρικές γραμμές στα ψάρι, οι αισθήσεις δεν διαφέρουν από αυτές που έχουν άλλα Σποωδυλόζωα διαφορετικών

οικοτόπων. Οι πλευρικές γραμμές είναι σειρές μικρών αγωγών ανοιχτών στο νερό που περιέχουν αισθητήρια βόθρια, ευαίσθητα στις αλλαγές της πίεσης του νερού. Οι περισσότερες πληροφορίες που λαμβάνει το νηκτόν από τα αισθητήρια όργανα προέρχονται από το φως(όραση), τον ήχο(ακοή) και τις χημικές ουσίες (όσφρηση). ΗΧΟΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ: η πρόληψη και η παραγωγή του ήχου είναι πιο ανεπτυγμένη στα Κητώδη που χρησιμοποιούν τον ηχοεντοπισμό με τον ίδιο τρόπο που εμείς χρησιμοποιούμε τα βυθόμετρα (ηχοβολιστικά) για να εκτιμήσουμε το βάθος. Στον ηχοεντοπισμό, ηχητικά κύματα εκπέμπονται από μια πηγή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τα ηχητικά αυτά κύματα ταξιδεύουν μέσα στο νερό μέχρι να συναντήσουν ένα αντικείμενο μρ διαφορετικό δείκτη διλαθλασης από αυτό του νερού. Όταν προσκρούουν σε ένα τέτοιο αντικείμενο, ανακλώνται και επιστρέφουν στην πηγή. Η πρόσήψη του ήχου έχει αναπτυχθεί περισσότερο στα Κητώδη που τον χρησιμοποιούν για τον προσανατολισμό τους, τον εντοπισμό και την αναγνώριση της τροφής. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΣ ΖΩΗΣ: Ψάρια: γεννούν μεγάλο αριθμό αυγών, τα οποία επιπλέουν και αναπτύσσονται στον ανοιχτό ωκεανό. Επειδή τα επιπλέοντα αυγά είναι πλαγκτονικά υφίστανται μεγάλες απώλειες λόγω της θήρευσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ψάρια να παράγουν τεράστιες ποσότητες αυγών για να αντισταθμίσουν τις αντοίστιχες μεγάλες απώλειες. Πελαγικοί καρχαρίες: παράγουν λίγα και μεγάλα αυγά, τα οποία κρατά το θηλυκό για πολύ μεγάλη περίοδο, έτσι ώστε κατά τη γέννση ή την εκκόλαψη, τα νεαρά να είναι μεγάλα σε μέγεθος και προστατευμένα από τους θηρευτές. Θαλάσσια πτηνά και χελώνες: διατηρούν τα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των χερσαίων συγγενών τους. Παράγουν αυγά με σκληρό κέλυφος που τα εναποθέτουν στη ξηρά. Οι χελώνες μάλιστα εναποθέτουν τα αυγά τους σε σπηλιές από άμμο που σκάβουν μόνες τους, πάνω από το επίπεδο της πλήμμης. Πτερυγιόποδα (θαλάσσιοι λέοντες, φώκιες, θαλάσσιοι ίπποι): γεννούν ζωντανά νεαρά στη ξηρά ή πάνω σε επιπλέοντα πάγο. Αργούν να μπουν στο νερό και να κολυμπήσουν, έχουν γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης και μέχρι να μπουν στο νερό τρέφονται με μητρικό γάλα, αποκτώντας δύναμη και μονωτικές στρώσεις λίπους απαραίτητα για να επιβιώσουν στην ανοιχτή θάλασσα. Κητώδη: γεννούν τους απογόνους στο νερό. Οπότε τα μικρά των φαλαινών μπορούν να κολυμπούν αμέσως μετά τη γέννηση τους και ξέρουν ενστικτωδώς πως να βγουν στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν. Παραμένουν κοντά στη μητέρα τους για να τα προστατεύει από τους θηρευτές. Μεγαλώνουν γρήγορα και τρέφονται με μητρικό γάλα, παίρνοντας πολλά κιλά την ημέρα. Οικολογική σημασία κητωδών: Οι φάλαινες είναι σημαντικές, επειδή τα πτ ωματά τους βουλιάζουν γρήγορα και προσφέρουν μια σημαντική πηγή τροφής στους βενθικούς οργανισμούς των βαθιών νερών. Επίσης, οι φάλαινες παράγουν ένα σημαντικό ποσοστό των ήχων στους ωκεανούς, οι οποίοι είναι πιθανό ότι χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς για άλλα είδη. Είναι ξεκάθαρο, ότι ενώ η απομάκρυνση των φαλαινών θα έχει πιθανότατα μικρή επίδραση στην πρωτογενή παραγωγικότητα, σίγουρα θα αλλάξει κάποια συστήματα και ο πλούτος της ανθρώπινης ζωής θα μειωθεί αρκετά.

Βιολογία της θάλασσας: Ο πιο εκτεταμένος οικότοπος που κατοικείται από ζωντανούς οργανισμούς. Έχει ερευνηθεί λιγότερο από τις άλλες περιοχές, λόγω αδυναμίας δειγματοληψίας. Η μελέτη της είναι καίρια γιατί μπορεί να αποκτήσει μεγάλη σημασία ως πηγή πρώτων υλών. Βαθιά θάλασσα: τμήμα του θαλάσσιου περιβάλλοντος που βρίσκεται βαθύτερα από το επίπεδο που διεισδύει το φως και σε βάθος μεγαλύτερο από αυτό της ηπειρωτικής κρηπίδας (> 200ml). Κριτήρια ζώνωσης: Διακριτές ζώνες με βάση τη θερμοκρασία, το βάθος. Αφθονία των ειδών, την κατανομή, τις συναρθροίσεις τους. Υδρολογικά, οικολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Υποδιαιρέσεις βαθιάς θάλασσας: Μεσοπελαγική ζώνη: είναι η ανώτερη ζώνη, ακριβώς από κάτω από την εύφωτη, πολλά από τα ζώα της οποίας εκτελούν κάθετες μεταναστεύσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατοικείται από πολλά είδη ζώων με καλά ανεπτυγμένους οφθαλμούς και με ποικιλία φωτοφόρων οργάνων. Βαθυπελαγική/Αβυσσοπελαγική ζώνη: είναι η περιοχή μεταξύ του κατώτερου ορίου της μασοπελαγικής και του ανώτερου των βαθών τάφρων. Κατοικείται από μικρούς οργρανισμούς ειδών και ατόμων, οι οποίοι είναι λευκοί ή άχρωμοι με υποπλασμένους οφθαλμούς και με όργανα βιοφωσφορισμού. Αδοπελαγική ζώνη: είναι η πελαγική περιοχή των τάφρων. Φαίνετια απομονωνμένη από τις άλλες γι αυτό δεν ξέρουμε τι οργανισμούς φιλοξενεί.

Περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά: Φως: εκλείπει από όλη τη βαθιά θάλασσα, εκτός από τα ανώτερα σημεία της μεσοπελαγικής ζώνης. Η φωτοσύνθεση και η πρωτογενής παραγωγή βασισμένη σε αυτή δεν είναι δυνατή. Όποιο φως υπάρχει συνήθως παράγεται από τα ζώα. Η έλλειψη φωτός έχει ως αποτέλεσμα οι οργανισμοί να μην χρησιμοποιούν την όρασή τους, αλλά να βασίζονται σε άλλες αισθήσεις. Πίεση: από όλους τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιδρούν στους οργανισμούς της θάλασσας η πίεση παρουσιάζει το μεγαλύτερο εύρος. Η πίεση αυξάνει κατά 1 ατμόσφαιρα για κάθε 10 βαθμούς. Η πίεση έχει σημαντική επίδραση στους βαθύβιους οργανισμούς. Έτσι τα βακτήρια από τις βαθύτερες περιοχές σταματούν, πρακτικά να μεγαλώνουν και να αναπαράγονται σε χαμηλές πιέσεις, ενώ αυξάνουν και αναπαράγονται ενεργά σε υψηλότερες, αντίστοιχες του φυσικού τους περιβάλλοντος. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχουν ειδικές προσαρμογές στην πίεση που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τους οργανισμούς. * Επιδράσεις πίεσης στις πρωτεΐνες: Ελάττωση της ευαισθησίας της δομής των ενζύμων συστημάτων στην πίεση, σε βάρος άλλων χαρακτηριστικών τους. Μεταβολή των λειτουργικών ιδιοτήτων των ενζύμων και συκρεκριμένα την ικανότητα σύνδεσης με το κατάλληλο υπόστρωμα και το ρυθμό εξέλιξης της αντίδρασης. Τα μυϊκά ένζυμα των βαθύβιων ψαριών είναι είτε περιορισμένα είτε μη αποδοτικά. * Επιδράσεις πίεσης στις μεμβράνες: Η πίεση επιδρά κυρίως στα λιπίδια που τις αποτελούν. Οι υψηλές πιέσεις ελαττώνουν τη ρευστότητα των μεμβρανών. Για την προσαρμογή στις υψηλές πιέσεις έχουν ενσωματώσει περισσότερα λιπίδια στις βακτηριακές μεμβράνες. * Επιδράσεις στη μορφολογία των κυττάρων: Εμποδίζεται η μίτωση Τα βαθύβια ζώα διαθέτουν ειδικές προσαρμογές ως προς τη δομή και τη λειτουργία των πρωτεϊνών για να επιβιώσουν. Επηρεάζει και την κατανομή των βαθύβιων ζώων. Η αύξηση του βάθους έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης. Η αύξηση της πίεσης έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητας σχηματισμόυ οστράκων. Αλατότητα: παραμένει σταθερή σε όλα τα βάθη. Θερμοκρασία: αποτελείται από δύο περιοχές: 1 ον ) θερμοκλινές περιοχή είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη και ταχύτερη μεταβολή θερμοκρασίας. Επίσης είναι η μετάβαση από το πυθμένα μεγάλων βαθών στο ζεστό νερό που ρέει στις υδροθερμικές αναβλύσεις. Τα θερμοκλίνη διαφέρουν σε εύρος από μερικές εκατοντάδες μέτρα έως και σχεδόν χίλια μίλια. Ωστόσο είναι ισχυρότερα στις τροπικές περιοχές.

Οξυγόνο: Επαρκεί στις αβυσσαίες και αδαίες περιοχές για την υποστήριξη της ζώνης, με μόνες εξαιρέσεις τον τάφρο Καριόκα ανοιχτά της Βενεζουέλας και η λεκάνη Σάντα Μπάρμπαρα ανοιχτά της Καλιφόρνια. Ζώνη ελαχίστου οξυγόνου: (500-1000m) Πάνω και κάτω από αυτή οι τιμές του οξυγόνου είναι υψηλότερες. Είναι αποτέλεσμα της αναπνοής των οργανισμών, σε συνδιασμό με την έλλειψη ανταλλαγών με υδάτινες μάζες πιο πλούσιες σε οξυγόνο. Ο λόγος για τον οποίο η ζώνη ελαχίστου οξυγόνου υπάρχει σ αυτό το βάθος και όχι βαθύτερα, είναι ότι ο αριθμός των οργανισμών βαθύτερα είναι μικρός και δεν αξαωτλούν το διαθέσιμο οξυγόνο. Ρηχότερα από 500 m, το νερό εφοδιάζεται με οξυγόνο από την ατμόσφαιρα. Τα νερά των αβυσσοπελαγικών/ αδοπελαγικών περιοχών τροφοδοτούνται με οξυγόνο ως εξής: το οξυγόνο από τις Αρκτικές/Ανταρκτικές περιοχές βυθίζεται και ρέει νότια ή βόρεια για να αποτελέσει τις υδάτινες μάζες των βαθιών θαλασσών. Ο λόγος για τον οποίο το οξυγόνο δεν εξαντλείται εντελώς μέσω της αναπνοής των βαθύβιων ζώων είναι η πυκνότητα των οργανισμών αυτών που είναι τόσο μικρή και ο μεταβολισμός τους που είναι επίσης χαμηλός. Τροφή: η τροφή των οργανισμών που ζουν στη βαθιά θάλασσα παράγεται σε ρηχότερα νερά, στα οποία γίνεται η φωτοσύνθεση και στη συνέχεια βυθίζεται. Η πιθανότητα ένα σωματίδιο τροφής να διασπαστεί ή να καταναλωθεί καθώς βυθίζεται αυξάνεται όσο αυξάνεται το βάθος, δηλαδή μια πιθανή αύξηση του βάθους μπορεί να προκαλέσει μείωση της τροφής. Μέρος των σωματιδίων που βυθίζονται απαιτούν βακτηριακή κατεργασία/διάσπαση πριν καταναλωθούν καθώς βυθίζονται. Περιοχές της βαθιά θάλασσας που βρίσκονται κοντά σε νησιά και ηπείρους έχουν περισσότερη τροφή. Προσαρμογές Βαθύβιων Οργανισμών: 1. χρώμα: τα ψάρια μπορούν να είναι μαύρα σε όλα τα βάθη. Ωστόσο μεσοπελαγικά υπάρχουν ασημόγκριζα ψάρια, πορτοκαλί καρκινοειδή και μωβ ασπόνδυλα. Στη βαθύαλη ζώνη τα ψάρια είναι είτε άχρωμ είτε άσπρα. 2. μάτια: Α)μεγάλα στη μεσοπελαγική ζώνη ή στην ανώτερη βαθυπελαγική ζώνη και αυτό λόγο του λογοστού φωτός. Το μέγεθός τους είναι καθαρά χρηστικό καθώς μπορούν να ανιχνεύουν φώτα από τα φωτοφόρα τους όργανα. Τα ψάρια στις περιοχές αυτές έχουν αυξημένη την «όραση του λυκόφωτος». Β) μικρά στην αβυσσοπελαγική και αδοπελαγική ζώνη. Υπάρχει περίπτωση τα ψάρια στις περιοχές αυτές να μην έχουν καθόλου μάτια γιατί ζουν σε διαρκές σκοτάδι. Γ) σωληνοειδής οφθαλμοί, κοντός μαύρος κύλινδρος με ημισφαιρικό φωτοδιαπέρατο φακό στην κορυφή του. Τείνουν να δώσουν ευρυγώνια διόφθαλμη όραση, ώστε μια λάμψη φωτός να γίνεται ορατή. 3. στόμα: μεγάλο για το σώμα τους, με μακριά κυρτά προς τα μέσα δόντια. Το άνοιγμα του στόματός τους είναι πλατύτερο του σώματός τους για το λόγο αυτό μπορούν να καταπιούν τα πάντα.

Αβυσσαίος γιγαντισμός: Oρισμένα είδη ασπόνδυλων ομάδων φθάνουν σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος στα βαθιά νεράαπό ότι τα συγγενικά τους στα ρηχά νερά. Αυτό το φαινόμενα αύξησης του μεγέθους με αυξανόμενο βάθος, ονομάζεται αβυσσαίος γιγαντισμός. Το μέγεθος στο οποίο φθάνουν ορισμένοι οργανισμοί από αυτούς τους γίγαντες της αβύσσου είναι αξιοσημείωτο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες υπάρχουν δύο κύριες θεωρίες για αυτό το φαινόμενο. Η πρώτη το αποδίδει στις ιδιαιτερότητες του μεταβολισμού κάτω από συνθήκες υψηλής πιέσης. Η δεύτερη προτείνει ότι ο συνδιασμός της χαμήλης θερμοκρασίας και της σπανιότητας της τροφής ελαττώνει τους ρυθμούς αυξήσης των Καρκινοειδών αυτών και αυξάνει τη διάρκεια ζωής και το χρόνο που απαιτείται μέχρι να ωριμάσουν γεννητικά, με αποτέλεσμα να αποκτούν μεγαλύτερο μέγεθος. Οι αβυσσαίοι γίγαντες πρέπει να είναι η ακραία έκφραση αυτού του συνδιασμού. Το μεγάλο μέγεθος μπορεί να είναι επίσης το αποτέλεσμα φυσικής επιλογής. Έτσι το μεγάλο μέγεθος, η μεγάλη διάρκεια ζωής και η καθηστερημένη γεννητική ωρίμανση προσδίδουν ορισμένα πλεονεκτήματα στους οργανισμούς αυτούς. Τα σημαντικότερα είναι τα εξής: η παραγωγή μεγαλύτερων αυγών και κατ επέκταση μεγαλύτερων νεαρών ατόμων. Αυτό από την πλευρά του εξαλείφει την ανάγκη για ειδική τροφή σε περιοχή όπου είναι αισθητή η έλλειψη τροφής. Επιπλέον τα μεγάλα ζώα είναι πιο κινητικά και καλύπτουν μεγαλύτερη περιοχή ψάχνοντας για τροφή ή ταίρι. Τέλος η αυξημένη διάρκεια ζωής σημαίνει μακρύτερη περίοδο γεννητικής ωριμότητας και εξασφάλιση περισσότερου χρόνου για την εύρεση συντρόφου. Οι γίγαντες της αβύσσου είναι σπάνιοι. Βιοφωσφορισμός στη θάλασσα: Είναι η παραγωγή φωτός από ζωντανούς οργανσιμούς και είναι ευρέος διαδεδομένος στη θάλασσα. Δεν περιορίζεται μόνο σε οργανισμούς των βαθιών νερών. Το φαινόμενοτης «φωσφορίζουσας θάλασσας» είναι απότελεσμα της παραγωγής φωτός από εκατομμύρια Δινομαστιγωτά. Οι βαθύβιοι οργανισμοί της μεσοπελαγικής ζώνης έχουν τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα βιοφωσφορισμού. Πρόκειται για μια χημική αντίδραση, κατά την οποία ένα υπόστρωμα (λουσιφείνη) οξειδώνεται παρουσία ενός ενζύνου (λουσιφεράσης) και παράγει ένα μόριο που εκπέμπει φως. Φωτοφόρα: όργανα που παράγουν φως και συναντώνται σε ψάρια, καλαμάρια και άλλα ασπόνδυλα. Δίαφορες λειτουργίες του βιοφωσφορισμού: Μέσο σύλληψης τροφής Μέσο άμυνας έναντι θηρευτών Μέσο αναγνώρισης για τη συγκρότηση κοπαδιών ή την εύρεση ατόμων από το άλλο φύλο. Οικολογία των Βενθικών Βιοκοινωνιών: Οικολογικά όλοι οι βενθικοί οργανισμοί μπορούν να διαιρεθούν με βάση τη θέση τους σε: Επιπανίδα: οργανισμοί που ζουν πάνω στον πυθμένα Ενδοπανίδα: οργανισμοί που ζουν μέσα στο υπόστρωμα

Σύνθεση πανίδας: όλες οι κυρίες ζωικές ομάδες έχουν αντιπροσώπους στη βαθιά θάλασσα, αλλά η σχετική αφθονία των ομάδων ποικίλει. Στις πελαγικές ζώνες κάτω από τη βαθυπελαγική ζώνη, τα ψάρια τείνουν να είναι απάνια, ενώ τα ψάρια που ζουν στο βυθό είναι γενικά νωθρά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του βαθύβιου βένθους είναι ότι έχει πολύ μικρό μέγεθος και τα περισσότερα άτομά του είναι πολύ ευθραυστά, γεγονός που οφείλεται στο ότι το περιβάλλον τους είναι κυρίως ακίνητο και στο ότι το ανθρακιό ασβέστιο είναι δύσκολο να αποτεθεί. Δομή της βιοκοινωνίας: Οι αιωρηματοφάγοι οργανισμοί του βαθύβιου βένθους, λόγω της αργής κινησής του νερού και της μικρής συγκέντρωσης τροφικών σωματιδίων είναι σπάνιοι. Οι σαρκοφάγοι οργανισμοί είναι επίσης σπάνιοι Οι φυτοφάγοι οργανισμοί υπάρχουν σε μικρούς αριθμούς και τρέφονται με φυτικά υπολλείμματα. Η πλειονότητα των ζώων είναι ιζηματοφάγα, τα οποία τρέφονται καταπίνοντας το πλούσιο σε ιζήματα οργανικό υλικό. Αναπαραγωγή υπάρχει καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο παραμένει άγνωστη η σχετικά μεγάλη διάρκεια ζωής. Ποικιλότητα: 1. Θεωρία της Σταθερότητας Χρόνου: η υψηλή ποικιλότητα παρουσιάζεται επειδή επικράτησαν σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες και επέτρεψαν τη νεξέλιξη των ειδών ως προς ένα συγκεκριμένο μικροπεριβάλλον ή πηγη τροφής. 2. Θεωρία της Διατάραξης: οι οργανισμοί, γενικά, αυξάνονται αριθμητικά μέχρις ότου φτάσουν στο όριο κάποιοθ φυσικού πόρου που βρίσκεται στη μικρότερη αφθονία. Στο σημείο αυτό αρχίζει οανταγωνισμός και κάποια είδη εξαφανίζονται. Στα βαθιά θάλασσα δεν υπάρχει ανταγωνισμός, ως προς το διαθέσιμο χώρο, αλλά μόνο ως προς την τροφή. Δηλαδή σύμωφνα με τη θεωρία αυτή όλα τα βαθύβια ζώα είναι παμφάγα κάτι που ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ. 3. Θεωρία της έντασης: όσο περισσότερος είναι ο χώρος, τόσο μεγαλ υτερη η ποικιλότητα. Δηλαδή η ποικιλότητα είναι η μέγιστη στη βαθιά θάλασσα, γιατί αυτή καλύπτει τη μέγιστη έκταση. Τόσο η ποικιλότητα όσο και η έκταση του θαλάσσιου πυθμένα ελαττώνονται με την ελάττωση του βάθους. Πιο πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι η ποικιλότητα είναι μάγιστη στα ενδιάμεσα βάθη (ελαττώνεται και προς τα πάνω και προς τα κάτω). Λόγω της ακινησίας του νερού στα μεγάλα βάθη δημιουργούνται διάφοροι μικροοικότοποι στον πυθμένα των ωκεανών από διάφορους σχηματισμούς σ αυτόν που μένουν αναλλοίωτοι για μεεγάλα χρονικά διαστήματα. Βιοκοινωνίες των Υδροθερμικών Πιδάκων και Ψυχρών Διαρροών: Αποτελούνται από μια θεαματική αφθονία θαλάσσιων ζώων, άγνωστων μέχρι το 1976 όπου ανακαλύφθηκαν οι πρώτες βιοκοινωνίες, που ζούσαν μέσα και τριγύρω από τέσσερις θερμοπίδακες, σε έναν,έρημο από ζωή ωκεάνιο πυθμένα. Έχουν βρεθεί παρόμοιες βιοκοινωνίες οργανισμών, που εξαρτώνται εν μέρει από τη χημειοαυτότροφη παραγωγή, που συνδέεται με την έκλυση

αναγωγικών χημικών ενώσεων, οι οποίες δεν συνδέονται με τα όρια τεκτονικών πλακών. Αυτές ονομάζονται βιοκοινωνίες των ψυχρών διαρροών και έχουν βρεθεί στον Ατλαντικό, ανατολικό και δυτικό Ειρηνικό και στη Μεσόγειο. Είναι περιοχές όπου παράγονται χημικά υδρόθειο και μεθάνιο. Η ύπαρξη αυτών των βιοκοινωνιών εξαρτάται από βακτήρια, τα οποία οξειδώνουν το υδρόθειο και το μεθάνιο, και μετατρέπουν το CO2 σε οργανικές ενώσεις. Όλες οι περιοχές των ψυχρών και υδροθερμικών πηγών παρουσιάζουν μια εκπληκτική συγκέντρωση μεγάλων ζώων, μοναδική για τη βαθιά θάλασσα. Αποτελούν πραγματικές οάσεις σε μια περιοχή με χανηλή πυκνότητα οργανισμών και μικρή παραγωγικότητα. Οι βιοκοινωνίες παρουσιάζουν ωψηλή ποικιλότητα και βιομάζα. Οικολογία των Μεσοπελαγικών Βιοκοινωνιών: Βαθιά στρώματα σχεδιασμού (Deep Scattering Layers DSL) Πρόκειται για περιοχές ανάκλασης του ήχου στα μεσαία βάθη. Το βάθος τους κυμαινόταν από 200-700m την ημέρα και <200m τη νύχτα. Πρακτικά πρόκειται για συγκεντρώσεις ζώων σε μεσαία βάθη που κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταναστεύουν κοντά στην επιφάνεια για να τραφούν. DSL έχουν βρεθεί σε όλους τους ωκεανούς εκτός από τον Αρκτικό. Βενθικές βιοκοινωνίες: Η περιοχή των θαλασσών που βρίσκεται ανάμεσα στο κατώτερο επίπεδο της κρηπίδας σε βάθος περίπου 200m είναι γνωστή ως υποαιγιαλίτιδα. Η υπερκείμενη στήλη του νερού αποτελεί τη νηρητική ζώνη. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ζώνης αποτελείται από μαλακά ιζήματα, άμμο και λάσπη ενώ το σκληρό υπόστρωμα αποτελεί ένα πολύ μικρότερο τμήμα της. Στην περιοχή κυριαρχούν αριθμητικά και ως προς την έκταση οι ενδοπανιδικοί οργανισμοί. Ενδοπανιδικοί οργανισμοί: Χωρίζονται σε κατηγορίες με βάση το μέγεθός τους. Η μικροπανίδα αποτελείται από οργανισμούς με μέγεθος μεγαλύτερο από 0,5m. Η μειοπανίδα: αποτελείται από οργανισμούς μεγέθους μεταξύ των 0,5 και 0,062mm. Η μικροπανίδα: περιλαμβάνει οργανισμούς μικρότερους από 0,062mm. αποτελείται κυρίως από πρωτόζωα και βακτήρια. Ενδοπανιδικές βιοκοινωνίες: η Ομοταξία Πολυχαίτοι: είναι οι πιο άφθονοι οργανισμοί και αντιπροσωοπεύονται από πολυάριθμα είδη που ζουν σε σωλήνες ή διεισδύουν. το υπόφυλο Καρκινοειδή: σε αυτή τη κατηγορία κυρίαρχα είναι τα μεγαλύτερα οστρακώδη, τα αμφίποδα, τα ισόποδα κλπ και ζουν κυρίως στην επιφάνεια της άμμου και της λάσπης. το φύλο Εχινόδερμα: είναι ιδιαίτερα άφθονο στο βένθος της υποαιγιαλίτιδας και περιλαμβάνει οφίουρους, ολοθούρια και μερικούς σαρκοφάγους αστερίες.

το φύλο Μαλάκια: αντιπροσωπεύονται από διάφορα είδη διθύρων και μερικά σκαφάποδα που ζουν στην επιφάνεια. Είδη θηρευτών: 1. επιφανειακοί θηρευτές: είναι εκτεθειμένοι στην επιφάνεια και προσλαμβάνουν οργανισμούς από αυτή ήκοντά σε αυτή χωρίς να διαταράσσουν τη δομή του ιζήματος. Αποτελούνται κυρίως από ψάρια και καβούρια. 2. διεισδύοντες θηρευτές: ονομάζονται και θηρευτές-νυφίτσες, αφού κινούνται προς τα κάτω μέσα σε διάφορους σωλήνες ή διαύλους κατασκευασμένους από λεία που κατοικεί βαθιά και της επιτίθενται. 3. σκαπτικοί θηρευτές: σκάβουν τρύπες για να φθάσουν στη τροφή τους και περιλαμβάνουν διαφορετικά ζώα. Έχουν ωστόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις στη γενική πανίδα απ ότι οι θηρευτέςνυφίτσες γιατί διαταράσσουν το ίζημα. 4. ενδοπανιδικοί θηρευτές: περιλαμβάνει θηρευτές που διεισδύουν στο υπόστρωμα κα ζουν πάντα μέσα σε αυτό. Κελπ: Στις ψυχρές εύκρατες περιοχές τα σκληρά υποστρώματα υποαιγιαλίτιδας καταλαμβάνονται από μεγάλα φαιοφύκη, τα οποία ονομάζονται κελπ που σχηματίζουν δάση εκεί όπου υπάρχει θόλος που να επιπλέει στην επιφάνεια ή λιβάδια αν τα φύκη δεν σχηματίζουν θόλο στην επιφάνεια. Τα κελπ αποτελούν εκτεταμένους τριασδιάστατους οικοτόπους αποτελούμενους από διάφορα στρώματα. Στερεώνονται με ένα σχηματισμό που ονομάζεται δίσκος προσάρτησης και όχι με πραγματικές ρίζες. Από το δίσκο προσάρτησης ορθώνεται ένας στύπος που είναι σαν κορμός και καταλήγει σε ένα ή περισσότερα πλατιά και λεπτά ελάσματα. Τέλος στη βάση του ελάσματος υπάρχει μια πνευματοκύστη που συγκρατεί το έλασμα στην επιφάνεια. Τα κελπ τρέφονται απ ευθείας με θρεπτικά στοιχεία που υπάρχουν στο θαλασσινό νερό. Ο κύκλος ζωής των κελπ: Εναλλάσεται ανάμεσα σε ένα αγενές μακροσκοπικό στάδιο που ονομάζεται σποριόφυτο και ένα εγγενές μιρκοσκοπικό στάδιο που ονομάζεται γαμετόφυτο. Τα κελπ γενικά έχουν πολύ μεγάλη παραγωγικότητα και συμβάλλουν σημαντικά στη συνολική παραγωγή των παράκτιων νερών σε σύγκριση και με την παραγωγικότητα του πλαγκτού. Ωστόσο οι αιτίες θνησιμότητας των κελπ περιλαμβάνουν τον κυματισμό, την εξάντληση των θρεπτικών συστατικών, την υψηλή θερμοκρασία και τη βόσκηση. Κύρια αλιευτικά πεδία: Τα κυριότερα αλιευτικά πεδία ανά τον κόσμο συγκεντρώνονται σε νερά υπερκείμενα της ηπειρωτικής κρηπίδας. Τα μόνα είδη ζώων που εξαπλώνονται στον ανοιχτό ωκεανό είναι οι τόννοι και τα κητώδη. Ωστόσο η συγκέντρωση της αλιείας γίνεται στα νηριτικά νερά. Αυτό συμβαίνει για τους εξής λόγους: