Η τελική καταβολή ενός μερικά εξοφλημένου δανείου που έχει προγραμματιστεί να είναι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες καταβολές.



Σχετικά έγγραφα
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 7: ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

Συχνές Ερωτήσεις. Ομολογιακά Δάνεια & Ομόλογα. Έκδοση 2.0 Αύγουστος 2016

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΔΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ

Τελική ή μέλλουσα αξία (future value) ή τελικό κεφάλαιο

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ερωτήσεις

Χρηματοοικονομικοί Κίνδυνοι Εισαγωγικά Στοιχεία των Παραγώγων. Χρηματοοικονομικών Προϊόντων Χρήση και Σημασία των Παραγώγων...

Asset & Liability Management Διάλεξη 5

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Liquidity Risk, Swaps, Interest Rate Caps and Stress Testing

Εισαγωγή στα Χρηματοοικονομικά Παράγωγα

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

Χρηματοοικονομική ΙΙ

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

Αγορές Συναλλάγματος (Foreign exchange markets) Συντάκτης :Σιώπη Ευαγγελία

Λογιστική ΙΙ. Τι θα δούμε σε αυτή την ενότητα

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ. Της Δόκτορος ΔΕΛΗΘΕΟΥ Βασιλικής

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 3/378/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ THN. 30 Σεπτεμβρίου 2006

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Αγορά Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ξέρετε ότι ; Φεβρουάριος Athens Exchange

Αρ. έκδοσης: 1.05 Ημερομηνία: 01/04/2009

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

ΔΙΑΛΕΞΗ 11 η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ & ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 15

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (Α1)

ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ

Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου. Ενότητα # 4: Συμφωνίες Ανταλλαγής Διδάσκων: Σπύρος Σπύρου Τμήμα: Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΓΟΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Εταιρικά Ομόλογα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 19 Ιουλίου 2016

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Μετοχές (Μετοχικοί Τίτλοι, βασικά χαρακτηριστικά, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Παραδείγματα υπολογισμού κόστους, προμήθειας χρεώσεων: Συναλλαγές Ομολόγων / Παραγώγων / Δικαιωμάτων Προαίρεσης

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις) 1 δ Για τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου (zero coupon bonds) ισχύει ότι:

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν μία ακριβή εικόνα του χρηματοδοτικού κινδύνου που επάγεται το συγκεκριμένο σύστημα

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ (Δ.Α.Κ.)

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΦΑΡΣΑΡΩΤΑΣ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Σύνθετα Χρηματοοικονομικά Προϊόντα (ΣΧΠ) στο ΧΑ

Στην ομάδα 3 παρακολουθούνται οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, τα αξιόγραφα και τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής μονάδας.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...13

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ (Δ.Α.Κ.) (Exchange Traded Funds ETFs) Συχνές Ερωτήσεις

Διεθνείς Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου. Ομολογίες, Διάρκεια, Προθεσμιακά Επιτόκια, Ανταλλαγές Επιτοκίων

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ TΙΤΛΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΚΤΗΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ Ή WARRANTS

Εισαγωγή. Σύντομη ιστορική αναδρομή

Ερωτήσεις και απαντήσεις σε συνέχεια της επαναλειτουργίας της Χρηματιστηριακής Αγοράς

Επιπλέον Πληροφορίες για τις Επενδυτικές Υπηρεσίες. Εταιρικές Πράξεις

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

1. τον περιορισμό της διάθεσης στην αγορά (marketing), της διανομής και της πώλησης των CFD σε ιδιώτες πελάτες, και

Λογιστική ΙΙ. Υποχρεώσεις. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ

5. Περιγραφή Χρηματοοικονομικών Μέσων και Σχετικών Κινδύνων

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

Τίτλοι Παραστατικών Δικαιωμάτων προς Κτήση Κινητών Αξιών (Warrants) Athens Exchange Μάιος 2013

1 Ιανουαρίου 31 Μαρτίου Όμιλος Ανώνυμης Εταιρίας Τσιμέντων Τιτάν Συνοπτική Οικονομική Ενημέρωση

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (A.E.)

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ALPHA BANK CYPRUS LIMITED ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Για την τριμηνία που έληξε στις 31 Μαρτίου 2011

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ALPHA BANK CYPRUS LIMITED ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Για την τριμηνία που έληξε στις 31 Μαρτίου 2010

Χρηματοοικονομική Ι. Ενότητα 7: Μετοχικοί τίτλοι. Ιωάννης Ταμπακούδης. Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΡΕΥΝΑ ΑΝΕΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ / ΣΕ ΜΗ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Γνωστοποίηση Κινδύνων

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΙΙ Ενότητα #5 Λογιστική Συμμετοχών και Χρεογράφων

ΤΙΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Σ.Μ.Ε σε 10-ετές Ομόλογο Ελληνικού Δημοσίου

Απόδοση/ Κίνδυνος (Είδη κινδύνου, σχέση κινδύνου- απόδοσης)

Ανακοίνωση της απόφασης της ESMA για την ανανέωση του μέτρου παρέμβασης σε σχέση με συμβάσεις επί διαφορών

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

ΙΟΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΘΗΝΑΙ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ALPHA BANK CYPRUS LIMITED ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Για την τριμηνία που έληξε στις 31 Μαρτίου 2009

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

Transcript:

B Back office O χώρος και οι αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνουν τις διαδικασίες εκκαθάρισης και λογιστικής τακτοποίησης των συναλλαγών που πραγματοποιούν οι πωλητές (dealers - traders). Back-to back loan Διπλό δάνειο το οποίο συνάπτεται παράλληλα και αντίστροφα, μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων επιχειρήσεων, είτε σε διαφορετικά νομίσματα, είτε με διαφορετικούς όρους, με σκοπό οι δύο φορείς να ανταλλάξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα τους ή να πραγματοποιήσουν πιστωτικές διευκολύνσεις μεταξύ τους. Back to back transactions Ταυτόχρονες συναλλαγές αγοράς και πώλησης χρεογράφων, παραγώγων προϊόντων ή συναλλάγματος από τον ίδιο φορέα, οι οποίες αφορούν την ίδια ημέρα διακανονισμού όπου τα κεφάλαια είσπραξης από την πώληση χρηματοοικονομικών προϊόντων διατίθενται αμέσως για την κάλυψη κεφαλαίων για αγορά άλλων προϊόντων. Πρόκειται για αλυσιδωτές πράξεις, οι οποίες διακανονίζονται συνήθως από κοινού. Backvaluation Ο όρος αφορά την χρέωση ή πίστωση κεφαλαίων με ημερομηνία η οποία προηγείται της ημερομηνίας εκτέλεσης, αναγγελίας ή εκκαθάρισης μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής. Backwardation Ο όρος αναφέρεται στην περίπτωση, όπου στην αγορά των χρηματοοικονομικών προϊόντων ένας δημιουργός αγοράς (market maker) δίδει τιμή αγοράς για ένα προϊόν μεγαλύτερη από την τιμή πώλησης του ίδιου προϊόντος από έναν άλλο market maker. Η κατάσταση αυτή προσφέρεται για arbitrage, δηλαδή άμεση αγορά από τον ένα και μεταπώληση στον άλλο έτσι ώστε να υπάρξει κέρδος από την διαφορά. Balance Το ισοζύγιο ενός λογαριασμού. Το λογιστικό υπόλοιπο μεταξύ των μεγεθών χρέωσης ενός λογαριασμού καταθέσεων ή χρεογράφων και των αντίστοιχων μεγεθών πίστωσης, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Balance sheet O ισολογισμός μιας επιχείρησης. Η λογιστική κατάσταση που εμφανίζει ταυτόχρονα τα μεγέθη των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, με βάση την οποία προσδιορίζεται η καθαρή θέση της επιχείρησης στο τέλος μιας οικονομικής χρήσης. Με ανάλυση του ισολογισμού μπορεί να προσδιοριστεί η οικονομική κατάσταση, η πιστοληπτική ικανότητα και η εν γένει πορεία της επιχείρησης. Bancassurance Με τον όρο αναφερόμαστε στην σύμφυση τραπεζικών και ασφαλιστικών προιόντων, εργασιών και δικτύων πωλήσεων, σαν τάση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Balloon maturity Ο όρος αναφέρεται όταν ο αριθμός των ομολογιών που λήγουν στο τέλος της διάρκειας ενός δανείου, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό προηγούμενων λήξεων. Balloon Payment Η τελική καταβολή ενός μερικά εξοφλημένου δανείου που έχει προγραμματιστεί να είναι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες καταβολές. Bank discount rate Απόδοση % που χρησιμοποιείται ως βάση για την αποτίμηση μη τοκοφόρων βραχύχρονων χρεογράφων. Η τιμή που δίνεται με αυτή τη βάση είναι μικρότερη από την ονομαστική αξία του χρεογράφου.

Bank eligible bonds Μακροπρόθεσμες ομολογίες, για τις οποίες καθορίζεται από το θεσμικό πλαίσιο μιας αγοράς, με σκοπό να τοποθετηθούν στα χαρτοφυλάκια τραπεζών, ταμιευτηρίων, ασφαλιστικών εταιριών ή και καθορισμένων θεσμικών επενδυτών. Συνώνυμο με το (legal bonds). Bank id / identification / identification number O κωδικός τράπεζας. Ο κωδικός που αναφέρεται στην ταυτότητα μιας τράπεζας για την αναγνώρισή της στα διατραπεζικά συστήματα. Συνήθως αποτελείται από χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν την επωνυμία της, την χώρα ή έχουν αναφορά και στους κωδικούς των μονάδων της. Bank Identification Code - BIC Ο κωδικός που αναφέρεται στην ταυτότητα μιας τράπεζας για την αναγνώρισή της στo διεθνές διατραπεζικό σύστημα SWIFT. Banking industry O όρος αναφέρεται συνήθως για να χαρακτηρίσει τον τραπεζικό κλάδο ή το σύνολο των υπηρεσιών που προσφέρει αυτός. Banking secrecy Το τραπεζικό απόρρητο. Η θεσμική υποχρέωση των τραπεζών και των υπαλλήλων τους ατομικά, να μην αποκαλύπτουν στοιχεία για τις συναλλαγές και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών τους. Banking syndicate Ο τραπεζικός όμιλος ή ομάδα τραπεζών, οποία συγκροτείται για την διάθεση από κοινού ενός δανείου ή για την έκδοση ενός χρεογράφου. Bank insolvency Ο κατάσταση αφερεγγυότητας ή χρεοκοπίας στην οποία μπορεί να περιπέσει μια τράπέζα. Σε περίπτωση μείωσης των κεφαλαίων μιας τράπεζας σε επικίνδυνο βαθμό με αποτέλεσμα να μην μπορεί ν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, η κεντρική τράπεζα ή οι αρμόδιοι φορείς εποπτείας παρεμβαίνουν για το προσωρινό κλείσιμό, την αναστολή της λειτουργίας της ή την εκκαθάρισή της. Bank interest certificate H βεβαίωση τόκων που εκδίδει μία τράπεζα, ως αποδεικτικό στοιχείο για τους τόκους που κατέβαλε ή εισέπραξε ο πελάτης της, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί αυτή κυρίως για φορολογική ή άλλη νόμιμη χρήση. Bank issued bonds Τραπεζικά ομόλογα. Μακροπρόθεσμα ομόλογα που εκδίδονται από τραπεζικά ιδρύματα με σκοπό να καλύψουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Συνήθως τραπεζικά ομόλογα εκδίδουν οι εγχώριες και διεθνείς επενδυτικές τράπεζες, οι στεγαστικές και κτηματικές τράπεζες με προγραμματισμένες υποχρεώσεις στο παθητικό τους. Bank for International Settlements - BIS Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Ιδρύθηκε το 1930 στη στην Βασιλεία της Ελβετίας. Στους σκοπούς περιλαμβάνονται η ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών τραπεζών, η προσφορά ευκαιριών επένδυσης μεταξύ κυβερνήσεων και η διευκόλυνση μεταφοράς κεφαλαίων. Παίζει επιπλέον τον ρόλο του διεθνή οργανισμού εκκαθάρισης συναλλαγών σε ECU. Έχει δημιουργηθεί στα πλαίσια της BIS, φορέας από 47 μεγάλες τράπεζες και στον οποίο τηρούνται οι λογαριασμοί των Τραπεζών κόμβων ανά χώρα, μέσω των οποίων γίνεται η τελική εκκαθάριση των μεμονωμένων συναλλαγών ανά τοπική (εθνική) αγορά. Πρόκειται να μετεξελιχθεί και σε διεθνή εκκαθαριστή του υπό δημιουργία κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος (EURO). Bank line Ανοιχτή πίστωση (πιστωτικό όριο) που χορηγείται από μια τράπεζα σ' ένα πελάτη. Bank of issue

Εκδοτική Τράπεζα. H κεντρική τράπεζα στην οποία έχει παραχωρηθεί το προνόμιο για την έκδοση του χαρτονομίσματος (τραπεζογραμμάτια). Bank quality bonds Oμόλογα με υψηλή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη τους (credit rating) και τα οποία είναι συνήθως άμεσα αποδεκτά από τις τράπεζες για εγγύηση δανείου ή για αγοραπωλησία, με εξαιρετικούς όρους. Bank reserves Tα τραπεζικά αποθεματικά. Τα διαθέσιμα κεφάλαια μιας τραπέζης σε μετρητά, τα οποία είναι υποχρεωμένη να τηρεί είτε στα ταμεία της, είτε υπό την μορφή υποχρεωτικών καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα, με σκοπό να είναι σε θέση να ικανοποιήσει ανά πάσα στιγμή τους καταθέτες της. Bank wire Ο όρος αναφέρεται σε ιδιωτικά τραπεζικά δίκτυα, τα οποία παρέχουν σε ιδιώτες και οργανισμούς υπηρεσίες πχ.μεταφορές κεφαλαίων, συναλλαγές επί χρεογράφων, πληροφόρηση, παροχή τιμολογίων κλπ Bankers Acceptances Επιταγές αποδοχής τράπεζας. Μια επιταγή που εκδόθηκε από μια επιχείρηση και που η εξόφλησή της είναι εγγυημένη από το γεγονός ότι είναι «αποδεκτή» από μια τράπεζα. Αποτελούν αξιόγραφα υποσχετικά πληρωμής. Εκδίδονται ή γίνονται αποδεκτές από τράπεζες κυρίως για συναλλαγές που έχουν σχέση με το εξωτερικό εμπόριο. Bankruptcy Πτώχευση. Νομική διαδικασία εκκαθάρισης μιας επιχείρησης που γίνεται κάτω από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Barrier option Τύπος συμβολαίου χρηματοοικονομικού δικαιώματος (option), σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί αυτό να εκτελεσθεί εάν η αγοραία τιμή του υποκειμένου χρηματοοικονομικού μέσου ξεπεράσει κάποια όρια που τίθενται κατά την συναψή του. Διακρίνεται σε : Down and out Tο δικαίωμα δεν μπορεί να εκτελεσθεί αν η τιμή του υποκειμένου πέσει κάτω από μία προκαθορισμένη τιμή. Down and in Tο δικαίωμα μπορεί να εκτελεσθεί μόνο αν η τιμή του υποκειμένου πέσει κάτω από μία προκαθορισμένη τιμή. Up and in Tο δικαίωμα δεν μπορεί να εκτελεσθεί αν η τιμή του υποκειμένου ανέλθει κάτω από μία προκαθορισμένη τιμή. Up and out Bargain Tο δικαίωμα μπορεί να εκτελεσθεί μόνο αν η τιμή του υποκειμένου ανέλθει κάτω από μία προκαθορισμένη τιμή. Η χρηματιστηριακή διαπραγμάτευση. Ο όρος χαρακτηρίζει κάθε χρηματιστηριακή συναλλαγή, σε ένα οργανωμένο χρηματιστήριο αξιών. Basis 1. Η διαφορά μεταξύ της τιμής τοις μετρητοίς ενός χρεογράφου και της τιμής αντίστοιχης προθεσμιακής συναλλαγής. 2. Ο αριθμός ημερών που αναφέρεται πάνω στο κουπόνι του μερίσματος.

3. Στην αγορά πρώτων υλών είναι η διαφορά μεταξύ της μελλοντικής τιμής του συγκεκριμένου είδους και κάποιας άλλης τιμής. Οι συναλλασσόμενοι στο χρηματιστήριο μιλούν για spread και όχι για basis. Basis point Το ένα εκατοστό του ένα τοις εκατό ( 1/100 * 1% = 0,01%). Η μικρότερη μονάδα υπολογισμού που χρησιμοποιείται στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, κυρίως δε χρησιμεύει στην ακριβέστερη μέτρηση της απόδοσης ή της διακύμανσης των τιμών των χρεογράφων. Για παράδειγμα στις προσφορές τιμών επί ομολόγων (quotation), σε περίπτωση διαφοράς τιμής αγοράς/πώλησης (bid/offer price) 98.50-98.60, αναφέρεται ότι η διαφορά (spread) είναι 10 basis point. Basis price Η τιμή εκφρασμένη είτε ως ετήσια απόδοση, είτε ως απόδοση μέχρι τη λήξη. Basis risk Ο κίνδυνος από τη μετάβαση από μια βάση επιτοκίων σε άλλη, π.χ. από το LIBOR στο ATHIBOR. Basket Ο όρος αναφέρεται σ ένα καλάθι (γρουπ), από χρεόγραφα που αγοράζονται ή πωλούνται σαν ομάδα, με βάση κάποια προκαθορισμένη τιμή ενός χρηματιστηριακού δείκτη. Batch Mία σειρά από αληλλοσυσχετιζόμενες χειρονακτικές ή μηχανογραφικές διαδικασίες εκτελούμενες εν σειρά, οι οποίες απαιτούνται για την ολοκλήρωση των συναλλαγών ή για την επεξεργασία χρηματοοικονομικών μεγεθών που αφορούν ένα ενιαίο σκοπό. BBAIRS - British Bankers Association Interest Rate Swap O τύπος των επιτοκιακών swap, της Ένωσης Βρετανικών Τραπεζών, ο οποίος περιέχει τυποποιημένες συνθήκες για συμβόλαια swap στη Βρετανική αγορά. Βear Ο υποτιμητής. Άτομο που προβλέπει για κερδοσκοπικούς λόγους την πτώση της τιμής ενός συγκεκριμένου χρεογράφου στην αγορά ή την συνολική πτώση των τιμών της ογοράς. Bear market Περίοδος όπου οι τιμές έχουν πτωτική τάση και επικρατεί γενικά απαισιοδοξία. Βearer form O όρος αναφέρεται για όλα τα ανώνυμα χρεόγραφα. Τα χρεόγραφα αυτά εκδίδονται χωρίς να εκτυπώνεται το όνομα του δικαιούχου στο πιστοποιητικό (αξιόγραφο) και η κατοχή του τίτλου είναι η μόνη απόδειξη ιδιοκτησίας, όταν είναι σε φυσική μορφή. Εφόσον οι τίτλοι είναι άυλοι καταχωρείται το όνομα στην ηλεκτρονική εγγραφή του φορέα τήρησης του λογαριασμού τίτλων (book keeper ή register agency ή custodian), χωρίς να ενημερώνεται ο εκδότης για τους κατόχους των τίτλων. Αντίθετα με τον όρο registered form αναφέρονται τα ονομαστικά χρεόγραφα. Bearer bond Ανώνυμο ομόλογο. Ομολογία πληρωτέα στον κομιστή, όπου η κατοχή του τίτλου είναι η μόνη απόδειξη ιδιοκτησίας. Bearer stock ( security ) Ανώνυμη μετοχή (χρεόγραφο) ή εις τον κομιστή, επί του οποίου δεν αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του κατόχου. Ανήκει σ αυτόν που έχει τον τίτλο στα χέρια του και η μεταβίβαση γίνεται με την παράδοση του τίτλου. Βed and breakfast

Ο ιδιωματισμός αυτός χαρακτηρίζει τις πωλήσεις μετοχών την μία ημέρα και την επαναγορά τους την επομένη, στο τέλος ενός έτους με σκοπό την μεγιστοποίηση του φορολογικού ορίου σε κεφαλαιακά κέρδη (capital gains tax) ή για εγγραφή κεφαλαιακών ζημιών, οι οποίες συμψηφίζονται με τους φόρους από κέρδη. Benchmark Ένα σημείο αναφοράς, με βάση το οποίο μετρώνται ή συγκρίνονται χρηματοοικονομικά μεγέθη. Για παράδειγμα το προεξοφλητικό επιτόκιο των Κεντρικών Τραπεζών, τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς και τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων ομολόγων του Δημοσίου είναι βάσεις αναφοράς για σύγκριση των επενδύσεων και των κινδύνων με άλλα προϊόντα των χρηματοοικονομικών αγορών. Beneficial owner Ο όρος αναφέρεται στον πραγματικό ιδιοκτήτη ενός χρεογράφου, ο οποίος απολαμβάνει τελικά και τα πλεονεκτήματα της ιδιοκτησίας (πχ μερίσματα, τόκους κ.α.), σε αντίθεση με αυτόν που οι τίτλοι βρίσκονται στο όνομά του (τον αντιπρόσωπο). Σε πολλές αγορές είναι θεσμοθετημένη η έννοια της εκπροσώπησης των πραγματικών ιδιοκτητών των ονομαστικών χρεογράφων από μεσολαβητές, για λόγους διατήρησης της ανωνυμίας τους. Οι πραγματικοί ιδιοκτήτες εκπροσωπούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία εμφανίζονται ως έμμεσοι ιδιοκτήτες για λογαριασμό των πελατών τους και λειτουργούν θεσμοθετημένα ως αντίκλητοι (nominees). Beneficial ownership Η κατοχή μετοχών ή άλλων χρεογράφων μέσω τρίτου. Ο αντιπρόσωπος του ιδιοκτήτη (nominee) είναι συνήθως χρηματοπιστωτικός φορέας ή πρόσωπο που δρα κάτω από ειδικά θεσμοθετημένο πλαίσιο. Η διαδικασία αυτή είναι συχνή στις Αγγλοσαξονικές χώρες και άλλες αναπτυγμένες αγορές. Είναι μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ανωνυμίας του τελικού ιδιοκτήτη. Best efforts basis Ο όρος χρησιμοποιείται όταν άτομα ή οργανισμοί που ασχολούνται με την αγοραπωλησία χρεογράφων δεν πραγματοποιούν αναδοχή εξ ολοκλήρου μιας νέας έκδοσης χρεογράφων, αλλά αναλαμβάνουν να πουλήσουν όσα χρεόγραφα θέλει η αγορά στην καλύτερη διαθέσιμη τιμή και μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Beta coefficient Συντελεστής βήτα. Συντελεστής μεταβλητότητας της τιμής μιας μετοχής ή ενός χαρτοφυλακίου σε σχέση με τις μεταβολές του χρηματιστηριακού δείκτη. Ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό μεταβολής της τιμής ενός χρεογράφου ή ενός χαρτοφυλακίου, σε σχέση με μιά μεταβολή του γενικού δείκτη των τιμών των χρεογράφων ή του δείκτη τιμών ενός χρηματιστηρίου. Είναι απολογιστικό μέγεθος και εκφράζεται συνήθως κατά την διάρκεια ενός έτους. Δείχνει την κινητικότητα και την συμπεριφορά της τιμής σε σύγκριση με τον μέσο όρο της αγοράς. Εάν για παράδειγμα η τιμή μιάς μετοχής μεταβλήθηκε κατά τον παρελθόντα χρόνο κατά 0,63 για κάθε μεταβολή κατά 1% του γενικού χρηματιστηριακού δείκτη τότε ο συντελεστής Βήτα της συγκεκριμένης μετοχής είναι 0,63. Εκτός από τον συντελεστή Βήτα που αναφέρεται στον γενικό χρηματιστηριακό δείκτη, υπάρχει και ο συντελεστής Βήτα που αναφέρεται στον κλαδικό χρηματιστηριακό δείκτη πχ τραπεζικών μετοχών, μετοχών κατασκευαστικών εταιριών κλπ, ο οποίος δείχνει την μεταβλητότητα σε σύγκριση με την συμπεριφορά της αγοράς των μετοχών του κλάδου. Αποτυπώνει τον ρυθμό μεταβολής της τιμής μίας μετοχής σε ένα Χρηματιστήριο σε σύγκριση με την μεταβολή του κλαδικού δείκτη. Ο συντελεστής beta μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εύρεση και επιλογή χαρτοφυλακίου που θα περιέχει τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Ο συντελεστής προκύπτει από τη σχέση Υ = α + β. Χ, όπου Υ είναι η τιμή της συγκεκριμένης μετοχής Α, α είναι σταθερά αποτιμώμενη σε δραχμές και Χ είναι η τιμή του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου, ενώ β είναι η σταθερά που δείχνει την ευαισθησία της τιμής της μετοχής Α Οι τιμές των σταθερών α και β προκύπτουν από στατιστική εφαρμογή στοιχείων του παρελθόντος και συγκεκριμένα από τη γραμμική παλινδρόμηση μεταξύ του Υ και του Χ, δηλαδή της τιμής της μετοχής και της τιμής του Γενικού Δείκτη. BIC ( Βλέπε Bank Identification Code)

Bid price/rate Η τιμή ή το επιτόκιο προσφοράς εκ μέρους του αγοραστή για την απόκτηση χρεογράφων. Σε περίπτωση που αναφέρεται ως bid/offer price, δείχνει την πρόθεση ενός χρηματοπιστωτικού φορέα να αγοράσει/πουλήσει ένα συγκεκριμένο χρεόγραφο σε τιμές/επιτόκια που προσφέρονται απ αυτόν. Σ αυτή την περίπτωση ο φορέας λειτουργεί ως δημιουργός αγοράς (market maker). Bid price auction Η δημοπρασία χρεογράφων, η οποία διεξάγεται με ανταγωνιστικές τιμές και στην οποία κάθε προσφορά που γίνεται αποδεκτή εκτελείται στην τιμή που προσφέρθηκε από τον συμμετέχοντα. Bilateral central rate Διμερής κεντρική ισοτιμία. Η επίσημη ισοτιμία μεταξύ ενός ζεύγους νομισμάτων του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γύρω από την οποία καθορίζονται τα περιθώρια διακύμανσης (πχ ± 2,5% ή ±15%). Bills Έντοκα γραμμάτια δημοσίου που εκδίδονται σε προεξοφλητική βάση συνήθως για χρονικό διάστημα ενός έτους ή μικρότερο ( η τιμή πώλησης είναι μικρότερη από την πραγματική, ο δε τόκος υπολογίζεται με εσωτερική υφαίρεση από την ονομαστική αξία του χρεογράφου). BIS (Βλέπε Bank for International Settlements) Bisectoral portfolio Χαρτοφυλάκιο που περιορίζεται σε δύο μόνο τομείς επενδύσεων διαφορετικού είδους πχ ομόλογα και μετοχές ή του ιδίου είδους με διαφορετικές επιλογές πχ μετοχές δύο εταιριών. Black-Scholes option-pricing model Μία μέθοδος τιμολόγησης των δκαιωμάτων επί χρεογράφων, η οποία δημιουργήθηκε αρχικά από τους Fisher Black και Myron Scholes. Αργότερα αναπτύχθηκε περεταίρω από τον Black για την τιμολόγηση δικαιωμάτων σε προθεσμιακά συμβόλαια (options on futures). Το μοντέλο αυτό στηρίζεται σε συγκριτικά στοιχεία, όπως την τιμή του υποκείμενου χρεογράφου στην αγορά, την τιμή εξάσκησης του δικαιώματος (exercise price), τα εγγυημένα επιτόκια της αγοράς, τον χρόνο εκπνοής του συμβολαίου και την σταθερή απόκλιση των κερδών του χρεογράφου. Block trade Εμπορική διαπραγμάτευση πακέτου με μεγάλο αριθμό χρεογράφων. Blue chip Μετοχή εταιρίας με καλή χρηματιστηριακή ιστορία, η οποία θεωρείται άριστη επιλογή για επένδυση. Ο όρος έλκει την καταγωγή του από τα καζίνο, όπου οι μάρκες με μπλε χρώμα είναι υψηλής αξίας. ΒΟΒL Το όνομα των προθεσμιακών συμβολαίων, σε κρατικά Γερμανικά χρεόγραφα βραχυπρόθεσμης διάρκειας, τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στην Γερμανική χρηματιστηριακή αγορά (DTB). Bond Το ομόλογο. Χρεόγραφο δανείου μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας. Τίτλος που αποδεικνύει την υποχρέωση πληρωμής ορισμένου ποσού. Υπάρχει συμβατική δέσμευση με την οποία ο εκδότης του τίτλου (ομολογία) υπόσχεται να πληρώσει στον κάτοχο, σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία, την ονομαστική αξία του τίτλου συν έναν ορισμένο τόκο. Bond washing O όρος αναφέρεται στην πρακτική της αγοράς, όπου ένα ομόλογο πωλείται λίγο πριν την λήξη του τοκομεριδίου του με στόχο ο πωλητής να εγγράψει κεφαλαιακά κέρδη από την υπεραξία του στην αγορά, αντί να περιμένει να πάρει εισόδημα από το τοκομερίδιο που λήγει.

Bookbuilding Δημιουργία βιβλίου προσφορών. Μέθοδος που ακολουθείται σε ιδιωτική τοποθέτηση μετοχών από τους αναδόχους. Σύμφωνα με τη μέθοδο, οι ενδιαφερόμενοι για να αγοράσουν μετοχές φορείς υποβάλλουν τις προσφορές τους, όσον αφορά την ποσότητα μετοχών και την τιμή στην οποία είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν. Κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η υποβολή των προσφορών, καταρτίζεται από τους κυρίως αναδόχους βιβλίο προσφορών (book) σύμφωνα με τους όρους που έχουν ανακοινωθεί. Στο τέλος της προθεσμίας προσφορών, οι κυρίως ανάδοχοι, σε συνεργασία με τον φορέα που πωλεί τις μετοχές με τη μέθοδο της ιδιωτικής τοποθέτησης καθορίζουν και την τιμή πάνω από την οποία θα ικανοποιηθούν όλες οι προσφορές. Με τον τρόπο αυτό έγινε στην ελληνική και ξένη αγορά η διάθεση πακέτου μετοχών του ΟΤΕ, κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου το 1997. Book entry Η μέθοδος, με βάση την οποία η μεταφορά της ιδιοκτησίας κεφαλαίων και χρεογράφων από αντισυμβαλλόμενους φορείς των χρηματοοικονομικών αγορών με τελικό σκοπό να καταχωρηθούν σε λογαριασμούς, δεν γίνεται με τη φυσική μεταφορά τραπεζογραμματίων και των ίδιων των εγγράφων που πιστοποιούν τους τίτλους αλλά εκτελείται με λογιστικές και ηλεκτρονικές εγγραφές. Book entry securities Χρεόγραφα που δεν αντιπροσωπεύονται από έγγραφους τίτλους, αλλά φυλάσσονται σε μηχανογραφημένα αρχεία ή λογιστικές καρτέλες. Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να υφίστανται και φυσικά έγγραφα τίτλων που αντιστοιχούν στις ηλεκτρονικές εγγραφές αλλά δεν μεταβιβάζονται ως έγγραφα από κάτοχο σε κάτοχο. Συνήθως είναι ακινητοποιημένα και γίνονται αντικείμενο συναλλαγής με λογιστική μορφή. Τα σώματα των τίτλων φυλάσσονται σε ένα κεντρικό γραφείο συμψηφισμού ή σε αποθετήριο τίτλων ή σε κάποιο χρηματιστηριακό γραφείο. Book value 1. Η αξία ενός οικονομικού μέσου όπως αυτή εμφανίζεται στα λογιστικά βιβλία, η οποία ωστόσο μπορεί να είναι διαφορετική από την αγοραία αξία του. 2. Η αξία με την οποία ένα χρεόγραφο εμφανίζεται στον ισολογισμό του κατόχου του. Η αξία αυτή όσον αφορά τις μετοχές προκύπτει από τη διαίρεση των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας (μετοχικό κεφάλαιο και αποθεματικά), με τον αριθμό των μετοχών της. Είναι δυνατόν να διαφέρει σημαντικά από την τρέχουσα εμπορική αξία της μετοχής. Bonos - Bonos del Estado Ο όρος αναφέρεται στα Ισπανικά κρατικά ομόλογα. Bons du Tresor a Interet Annuel (BTANs) Τα μεσοπρόθεσμης διάρκειας ομόλογα (2 5 ετών), που εκδίδει το Γαλλικό Δημόσιο, των οποίων το τοκομερίδιο αναπροσαρμόζεται σε ετήσια βάση. Bons du Tresor a Taux Fixe (BTFs) Έντοκα γραμμάτια, βραχυπρόθεσμης διάρκειας που εκδίδει το Γαλλικό Δημόσιο. Η διάρκειά τους είναι συνήθως μέχρι 1έτος. Bons du Tresor Negotiables (BTNs) Τα μεσοπρόθεσμης διάρκειας ομόλογα κυμαινομένου επιτοκίου, που εκδίδει το Γαλλικό Δημόσιο Bonus issue H δωρεάν διανομή μετοχών. Ο όρος αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου κατά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρίας, ο εκδότης εκδίδει μία παρτίδα μετοχών, η οποία διανέμεται δωρεάν στους παλαιούς μετόχους σύμφωνα με μία αναλογία των μετοχών που αυτοί κατέχουν. Ο συνήθης λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι στις περιπτώσεις εισόδου στην αγορά νέων μετοχών, είναι πιθανόν να μειωθεί η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών που ήδη κυκλοφορούν. Με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι ο εκδότης τους αποζημιώνει. Bracketing Ομάδα που αναλαμβάνει τη διάθεση των χρεογράφων κοινοπρακτικού δανείου. Οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες συνήθως αναφέρονται πρώτες αλλά όχι υποχρεωτικά. Η αναφορά των υπολοίπων μελών γίνεται με βάση τη

συμμετοχή τους και τις ικανότητες τους να εγγυηθούν τη διάθεση χρεογράφων. Break H ξαφνική μεταβολή των τιμών στην αγορά. Break a trade Ο όρος χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ανάπτυξη θετικής ή αρνητικής θέσης (long / short position) πάνω σε ένα χρεόγραφο, σε χρόνο πριν από τη λήξη του, με στόχο την επίτευξη της προσδωκόμενης στρατηγικής διαχείρισης. Breakeven analysis Ανάλυση νεκρού σημείου. Μια αναλυτική μέθοδος μελέτης της σχέσης μεταξύ σταθερού κόστους και μεταβλητού κόστους των κερδών. BRETTON WOODS O όρος αναφέρεται στη ομώνυμη συμφωνία που πραγματοποιήθηκε στην πόλη Bretton Woods των Ηνωμένων Πολιτειών το 1944. Η συμφωνία αυτή έθεσε τις βάσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα νομίσματα των Δυτικών χωρών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία ίσχυσε έως το 1972. Με την συμφωνία αυτή ιδρύθηκαν η Διεθνής Τράπεζα (World Bank - WB) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund - IMF). Bridge Με τον όρο αυτό αναφέρεται η ηλεκτρονική σύνδεση μεταξύ των δύο μεγάλων διεθνών ηλεκτρονικών αποθετηρίων και φορέων εκκαθάρισης χρηματοοικονομικών προϊόντων, του EUROCLEAR και του CEDEL. Η συνεχής αυτή γέφυρα επιτρέπει τις συναλλαγές μεταξύ των συνδεδεμένων φορέων στα δύο διαφορετικά δίκτυα εκκαθάρισης. Bridge financing Προσωρινή μετακίνηση από μία μορφή χρηματοδότησης σε μία άλλη. Broker Χρηματομεσίτης. Άτομο η οργανισμός που μεσολαβεί μεταξύ δύο ενδιαφερομένων για συναλλαγές. Ο χρηματομεσίτης συνήθως δεν διαπραγματεύεται για δικό του λογαριασμό και δεν παίρνει θέση (ίδιο χαρτοφυλάκιο) στην αγορά. Τα έσοδά του είναι αποκλειστικά οι προμήθειες μεσολάβησης. Broker call loan rate Το επιτόκιο που χρεώνουν οι τράπεζες για δάνεια τα οποία χρησιμοποιούν οι χρηματιστές για να χρηματοδοτούν τα εγγυητικά περιθώρια (MARGINS) των πελατών τους. Το επιτόκιο δανεισμού των πελατών διαμορφώνεται συνήθως βάσει του επιτοκίου που πληρώνουν οι χρηματιστές στις τράπεζες, αλλά είναι ανώτερο από αυτό. Brokerage services Χρηματομεσιτικές υπηρεσίες. Υπηρεσίες διαμεσολάβησης μεταξύ αγοραστών και πωλητών χρεογράφων ή άλλων χρηματοοικονομικών μέσων. Οι χρηματομεσίτες είτε είναι ιδιώτες, είτε επιχειρήσεις, είτε τράπεζες μεσολαβούν για την διενέργεια συναλλαγών μεταξύ τρίτων και όχι για δικό τους λογαριασμό. Brussels Stock Exchange - BSE To μεγαλύτερο και πιο δραστήριο από τα τα τρία χρηματιστήρια αξιών του Βελγίου. Τα άλλα δύο είναι της Αμβέρσας και της Λιέγης. BTAN ( Βλέπε Bons du Tresor a Interet Annuel) BTF ( Βλέπε Bons du Tresor a Taux Fixe) BTN ( Βλέπε Bons du Tresor Negotiables) BTP ( Βλέπε Buoni del Tesoro Poliennali)

Bubble Όρος που αναφέρεται στη κερδοσκοπία, η οποία βασίζεται στη διασπορά ψευδών ειδήσεων σχετικά με τις μελλοντικές τιμές των χρηματιστηριακών αξιών. Budget Προϋπολογισμός-Πρόγραμμα. Προβλεπόμενες οικονομικές ροές που χρησιμοποιούνται για να συγκριθούν με την πραγματική επίδοση σε μια επιχείρηση. Ο σκοπός του προϋπολογισμού είναι η παρότρυνση σε βελτιώσεις σε ότι αφορά τους πόρους της επιχείρησης σε μια διαδικασία προγραμματισμού και ελέγχου. Bull Άτομο που προβλέπει για κερδοσκοπικούς λόγους την άνοδο της τιμής ενός συγκεκριμένου χρεογράφου στην αγορά ή την συνολική άνοδο των τιμών της αγοράς. Bulldog bond Ο όρος αναφέρεται σε ομόλογο που εκδίδεται σε Αγγλική λίρα (στερλίνα), από έναν ξένο εκδότη στην αγορά της Μ.Βρετανίας. Bullet bond Ένα ομόλογο το οποίο δεν ενσωματώνει πρόωρη εξαγορά από τον εκδότη του και ως εκ τούτου πληρώνεται στην λήξη του (at maturity). Παρόμοιος όρος με το straight bond. Bullet repayment Ο όρος χρησιμοποιείται για τα ομόλογα ή τα τραπεζικά δάνεια τα οποία πληρώνονται εφάπαξ κατά την λήξη τους, σε αντίθεση με αυτά τα οποία εξοφλούνται με σταδιακές πληρωμές. Bull market Περίοδος κατά την οποία η τάση των τιμών είναι ανοδική και επικρατεί γενικά αισιοδοξία. Buoni del Tesoro Poliennali - BTP Ο όρος αναφέρεται στα κρατικά ομόλογα μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας που εκδίδει το Ιταλικό δημόσιο. Bunds Τα ομόλογα που εκδίδει το Γερμανικό Δημόσιο. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλες οι κατηγορίες τίτλων, οι οποίες χωρίζονται σε : Bundesleihen - Ομολογίες μακροπρόθεσμης λήξης, συνήθως 8-30 έτη. Bundesobligationen - Ομολογίες μεσοπρόθεσμης λήξης, συνήθως μικρότερης των 8 ετών Sculdscheine - Yποσχετικές επιστολές. Αντιπροσωπεύουν κρατικά δάνεια, με μία τοκοφόρα περίοδο, που διαφέρει από δάνειο σε δάνειο και είναι διαπραγματεύσιμες στη δευτερογενή αγορά. Business day/date 1. H εργάσιμη ημέρα που αφορά τις χρηματοοικονομικές αγορές, σε αντιδιαστολή με την ημερολογιακή ημέρα, που μπορεί να συμπεριλαμβάνει αργίες και εορτές. 2. Η καθορισμένη ημέρα κατά την οποία οι εγκαταστάσεις ενός χρηματοσπιστωτικού φορέα ή ενός ηλεκτρονικού δικτύου εκκαθάρισης είναι διαθέσιμη στην πελατεία τους για εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών τους. Business risk Επιχειρηματικός κίνδυνος. Ο κίνδυνος που προέρχεται από τη φύση των προϊόντων που πουλάει μια επιχείρηση και από το βαθμό της λειτουργικής μόχλευσης που πραγματοποιείται.

Buy back Εξαγορά. Ορολογία για τις συμβάσεις επαναγοράς χρηματοοικονομικών προϊόντων πχ χρεόγραφα, προθεσμιακά συμβόλαια. Buy In Αγορά για την κάλυψη, την εξουδετέρωση ή το κλείσιμο ακάλυπτων πωλήσεων, που έχουν γίνει χωρίς ο πωλητής να έχει στα χέρια του τα χρεόγραφα ή άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία πχ νομίσματα. Η αγορά αυτή πραγματοποιείται για να καλύψει την ανοιχτή θέση (short position) ενός συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, στην οποία έχει βρεθεί ο αγοραστής, με δεδομένη την υποχρέωσή του να κατέχει το ίδιο προϊόν και στην ίδια ποσότητα που αγοράζει κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Σχετιζόμενοι όροι : evening up, liquidation. Buying power To συνολικό ποσό της αξίας των χρεογράφων που βρίσκεται πάνω από το καθορισμένο όριο, σε ένα λογαριασμό περιθωρίου (margin account), ο οποίος χρησιμοποιείται ως μηχανισμός εγγύησης για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές για κάθε συμμετέχοντα. Το επιπλέον περιθώριο προσδίδει στον κάτοχο του λογαριασμού μεγαλύτερη δυνατότητα διεξαγωγής αγορών, ανάλογη με την διαφορά που έχει με την μίνιμουμ υποχρεωτική αξία του λογαριασμού (minimum reserves). Χρησιμοποιείται και το purchasing power Buy on close Αγορά με το κλείσιμο του χρηματιστηρίου σε τιμή που πλησιάζει την τιμή κλεισίματος του χρηματιστηρίου. Buy On Opening Αγορά με το άνοιγμα του χρηματιστηρίου σε τιμή που πλησιάζει την τιμή ανοίγματος.