Ταξίδια στο Μοριά. Ο Μοριάς του Νίκου Καζαντζάκη και η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ α του Άγγελου Τερζάκη Όταν το καλοκαίρι του 1937 ο Γεώργιος Βλάχος πρότεινε στον Νίκο Καζαντζάκη και στον Άγγελο Τερζάκη να ενισχύσουν την καινούργια ημερήσια φιλολογική σελίδα της Καθημερινής, 1 ο διευθυντής της εφημερίδας δεν προσέβλεπε μόνο στην προσέλκυση αναγνωστών. Δεκαοχτώ χρόνια μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος Το κάστρο της αγάπης, που είχε γράψει ο Γεώργιος Δ. Κορομηλάς για το πρώτο φύλλο της Καθημερινής (15.9.1919), η πρόταση του Βλάχου είχε επίσης συμβολικό χαρακτήρα. 2 Ο Βλάχος έστειλε τόσο τον Καζαντζάκη 3 όσο και τον Τερζάκη 4 για ταξίδι στην Πελοπόννησο και ανήμερα της πρώτης συνέχειας της Πριγκηπέσσας Ιζαμπώ α στην Καθημερινή (7.11.1937) αρχίζουν να δημοσιεύονται επίσης οι ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη από το Μοριά. Η λεπτομέρεια της διπλής παραγγελίας του Βλάχου δεν προσφέρεται για να απαντήσει προκαταβολικά στο καίριο ερώτημα για τον ιδεολογικό προσανατολισμό των δύο δημοσιεύσεων. Η κοινή αναφορά στη Φραγκοκρατία δεν προοικονομεί τη θέση του συγγραφέα. Περισσότερο θα έλεγα ότι το λογοτεχνικό γεγονός αφιερώνεται σ' ένα έργο εν προόδω στον ελληνικό Μεσοπόλεμο: την επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της Φραγκοκρατίας εντός του σχήματος εξέλιξης του Ελληνισμού μετά τη συρρίκνωση της Μεγάλης Ιδέας. Πριν ακόμη αναχωρήσουν ο Τερζάκης και ο Καζαντζάκης για την περιοδεία τους, άλλοι δημοσιογράφοι-λογοτέχνες είχαν ήδη ευαισθητοποιήσει το βλέμμα των ταξιδιωτών για την παρουσία των Φράγκων στο Μοριά. Μεγάλη στάθηκε η συμβολή του «καστρολόγου» Φώτη Κόντογλου για την επανένταξη των παραμελημένων κάστρων στο ελληνικό τοπίο. Στα Ταξείδια (1928) ο Ακροκόρινθος, το Παλαμήδι, τα κάστρα της Μονεμβασιάς, Μυστρά και Καλαμάτας εισάγουν τον συγγραφέα στον κόσμο του θρύλου και της φαντασίας και τον παροτρύνουν να χαρτογραφήσει όλα τα κάστρα της Ελλάδας. 5 Στη συνείδηση του «ασυγχρόνιστου» Κόντογλου τα ερειπωμένα μνημεία λειτουργούν ως ανασταλτικός παράγοντας στην επικράτηση του βιομηχανικού πολιτισμού, αλλά βάζουν επίσης τα ανθρώπινα έργα σε μια θέση υποτέλειας απέναντι στη θεϊκή αιωνιότητα και τη δύναμη του φυσικού περιβάλλοντος. 6 Η «μελαγχολία του Μεσαίωνα» 7 γοητεύει επίσης τον Κώστα Ουράνη και τον επαναφέρει, δέκα χρόνια μετά την ποιητική συλλογή Νοσταλγίες (1920), στη χώρα των «ατσάλινων» Σταυροφόρων. 8 Στις ταξιδιωτικές του επιφυλλίδες, που δημοσιεύτηκαν γύρω στα 1930 στο Ελεύθερον Βήμα, 9 ο 1 Ο. Πολυκανδριώτη, «Η Καθημερινή Φιλολογικά», στο: Λ. Δρούλια Γ. Κουτσοπανάγου (επιμ.), Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού τύπου 1784-1974, τ. 2, Αθήνα, Ι.Ν.Ε., 2008, 478. 2 K.A. Δημάδης, Δικτατορία πόλεμος και πεζογραφία 1936-1944, Αθήνα, Γνώση, 1991, 89. 3 Ο Καζαντζάκης περιηγείται από τις 4 Σεπτεμβρίου μέχρι και τις 19 Σεπτεμβρίου 1937 στον Μοριά και η Καθημερινή δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από τις 7 Νοεμβρίου μέχρι και της 21 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Αναφορές στο ταξίδι βρίσκονται στο Ε. Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος, Αθήνα, Ε. Καζαντζάκη, 1977, 417-420 και Π. Πρεβελάκης, 400 γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα, Ε. Καζαντζάκη, 1965, 385. Πρβλ. Β. Καραλής, Ο Νίκος Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της ιστορίας, Αθήνα, Κανάκης, 1994, 109-110 και P. Bien, Καζαντζάκης. Η πολιτική του πνεύματος, τ. 2, Ηράκλειο, Π.Ε.Κ., 2007, 39. 4 Η γυναίκα του Τερζάκη, μνημονεύει το ταξίδι του στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 1937: «Έγραφε την Ιζαμπώ. Του την είχε ζητήσει ο Βλάχος και είχε ένα σημείωμα ποια μέρη θα πήγαινε να δει κάτω στο Μωριά. Καλαμάτα, Ανδραβίδα, Χλεμούτσι και διάφορα άλλα.» Λ. Τερζάκη, «Ζώντας με τον Άγγελο», Εκκύκλημα, τχ. 22 (1989), 75-76. 5 Φ. Κόντογλου, Ταξείδια, Αθήνα, Αστήρ, 1977, 5. Πρβλ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, «Πρόλογος», Φώτιος Κόντογλου. Ο Καστρολόγος, επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, Αθήνα, Εστία, 1987, 9-13. Στη σχετικά με την «καστρολογία» των Ελλήνων ταξιδιωτών ενότητα η Αννίτα Παναρέτου ανθολογεί τους Φώτη Κόντογλου, Αθηνά Ταρσούλη και Γιάννη Γκίκα: Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία, τ. 5, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1995, 50-70. 6 Φ. Κόντογλου, ό.π., 36-37. Για τον «ασυγχρόνιστο» Κόντογλου στα Ταξείδια γράφει ο Α. Σαχίνης, Η σύγχρονη πεζογραφία μας, Αθήνα, Ίκαρος, 1951, 100-102. 7 Φ. Κόντογλου, ό.π., 34. 8 «Η κατάκτηση του Βυζαντίου», τώρα στο: Κ. Ουράνης, Ποιήματα Εκλογή, Αθήνα, Εστία, 1993, 53. Η φραγκολογία του Ουράνη σημειώνεται επίσης στα ποιήματα «Η Φράγκισσα», «Στον Πύργο της Μελαγχολίας», «Μεσαίωνας», «Αναμονή»: Κ. Ουράνης, Ποιήματα, Αθήνα, Εστία, 1953, 70, 174, 206 και 224. 9 Κ. Ουράνης, Ταξίδια. Ελλάδα, Αθήνα, Εστία, 1992, 113-215. 1
Ουράνης υιοθετεί μια ρωμαντική οπτική, σε αντιδιαστολή με τη μονομερή εξύμνηση της αρχαίας Ελλάδας από τον φιλέλληνα και μεταφραστή Jacques de Lacretelle. 10 Tα «άχρηστα κ' ερειπωμένα αυτά κάστρα» προκαλούν στον Ουράνη προπάντων μια «βαθειά συγκίνηση» και εξάπτουν την φαντασία του. Οι «μονοκόμματοι σκληροί πολεμιστές, μισθοφόροι και τυχοδιώκτες» ενσαρκώνουν για τον Ουράνη τον χαρακτήρα του αιώνιου εξόριστου, που φαίνονται σαν να βιγλίζουν τους ορίζοντες με την αγωνιώδη προσδοκία να ιδούν κάτι: έναν καβαλάρη με ατσαλένια πανοπλία ή ένα κόκκινο λατινικό πανί, που να τους θυμίσουν το παρελθόν τους και την καταγωγή τους. [...] Οι καβαλάρηδες που περιμένουν τα έρημα κάστρα στην αιώνια εξορία τους, κείτονται θαμένοι, με το σπαθί τους στα χέρια, κάτω από τους μουντούς ουρανούς των χωρών του Βορρά απ' όπου είχαν έρθει... 11 Οι επάλξεις της προσδοκίας δεν υπενθυμίζουν στον ποιητή μόνο τη σπασμένη υπόσχεση της επιστροφής και σημασιοδοτούν την «απλή ρομαντική διάθεση», με την οποία αντικρίζει την εξορία των Φράγκων, αποτελούν ταυτόχρονα είσοδο στην περιοχή της καταγωγής. 12 Ο Ουράνης είναι ο πρώτος Έλληνας ταξιδιώτης, όσο ξέρω και κατάφερα να ανιχνεύσω, που καθρεφτίζεται απερίφραστα στο κείμενο του Maurice Barrès και μοιράζεται μαζί του τη μεγάλη συμπάθεια για τους Φράγκους ιππότες. 13 Στο ποίημα «Απόγονος», που γράφτηκε μετά το ταξίδι στο Μοριά και συμπεριλήφθηκε αργότερα στην ενότητα «Τραγούδια», διαφαίνεται μάλιστα η προσωπική προτίμηση του κοσμοπολίτη ποιητή, που αναδεικνύει, δίπλα στην αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, τον φραγκοκρατούμενο Μοριά ως ιστορικό πεδίο διαπραγμάτευσης της νεοελληνικής ταυτότητας. 14 Πρέπει να είμαι απόγονος των ιπποτών εκείνων, γιατί ούτε αυτός ο Παρθενών, ούτε η Αγία Σοφία δε μου εγεννήσαν τη γλυκιά εκείνη νοσταλγία που ένιωσα, όταν κάποτες είδα στην Αχαΐα ένα καστέλι Φράγκικο, σιωπηλό και μόνο, να υψώνει τις επάλξεις του προκλητικά στο Χρόνο. Στις δύο τελευταίες στροφές του δεκατετράστιχου ποιήματος διακρίνουμε ανάγλυφα την τρίτη επιλογή, που ετοιμάζει η ελληνική ταξιδιωτική δημοσιογραφία με την καστρολογία της στη δεκαετία του 1930. Προσεγγίζει το φλέγον ζήτημα των βάσεων του Νέου Ελληνισμού όχι πια αποκλειστικά μέσα στο κληρονομημένο δίλημμα ανάμεσα στην κλασική και τη βυζαντινή παράδοση, 15 αλλά αρχίζει να αντιμετωπίζει την πρόκληση, που θέτει το «φράγκικο καστέλι» στη δόμηση του εθνικού χρόνου. Αυτό το άνοιγμα προς μια διαφοροποιημένη θεώρηση του μεσαιωνικού ελληνισμού και προς την επανεκτίμηση της Φραγκοκρατίας στο συλλογικό φαντασιακό των «απογόνων» βέβαια δεν αποκρυσταλλώνεται εδώ σ' ένα εμπεριστατωμένο σχήμα για την εξέλιξη του Ελληνισμού, διευρύνει ωστόσο την περιοχή αναβάπτισης της εθνικής ταυτότητας, ανακατεύοντας διακριτικά το δίκτυο ιστορικών αναφορών της. 10 Στο γνωστό οδοιπορικό, που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει και βρίσκεται στον κινούμενο στόχο του Ουράνη (ό.π., 186-187), Le Demi-Dieu ou le voyage de Grèce, ο de Lacretelle εμφανίζεται ενοχλημένος από τις «κατεργασμένες πέτρες» των Φράγκων στο Μοριά. Πρβλ. J. de Lacretelle, Le Demi-Dieu ou le voyage de Grèce, Paris, Grasset, 1931, 30. Για τον κλασικισμό του Demi-Dieu, απόσταγμα τριών ταξιδιών που έκανε ο de Lacretelle στην Ελλάδα στη διετία 1926-1927, βλ. επίσης D. Alden, Jacques de Lacretelle, New Brunswick, Rutgers UP, 1958, 160-165. 11 Κ. Ουράνης, ό.π., 186-187. 12 Κ. Ουράνης, ό.π., 184. 13 Ο Σαχίνης (ό.π., 94) παρατηρεί ότι «όταν μας μιλάει για την Πελοπόννησο, για τα Φραγκικά κάστρα της, τα μνημεία και τα ερείπιά της, [ο Ουράνης] βρίσκει τον καλύτερο εαυτό του.» 14 Κ. Ουράνης, Ποιήματα, ό.π., 202. 15 Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση ανάμεσα στον Κ.Θ. Δημαρά και τον Ά. Τερζάκη από τις στήλες της Νέας Εστίας, στις οποίες ο μεν Δημαράς εμφανίζεται πιο χριστιανικά βυζαντινός ενώ ο Τερζάκης κλίνει προς ένα είδος νεοκλασικισμού. Βλ. Κ.Θ. Δημαράς, «Επαναστατημένη συντήρηση», Νέα Εστία, τ. 14, τχ. 162 (15.9.1933), 1007-1009 και Ά. Τερζάκης, «Οι δύο ρίζες του πολιτισμού μας», Νέα Εστία, τ. 14, τχ. 165 (1.11.1933), 1170-1172. Επίσης Δ. Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Οδυσσέας, 1989, 42. 2
Αποκορύφωση του καστρολογικού ενδιαφέροντος στον χώρο του βιβλίου μεσολαβούν ακόμη οι ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου στην εφημερίδα Πρωΐα (1934) 16 και τις εντυπώσεις Γύρω απ' την Ελλάδα του Χρήστου Ζαλοκώστα 17 αποτελεί η έκδοση του Κάστρα και πολιτείες του Μοριά (1934) της Αθηνάς Ταρσούλη, που τιμήθηκε το 1935 με τον Α' Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Η αναφορά στην ιστορία των κάστρων και στις λαογραφικές παραδόσεις συνθέτει την τοιχογραφία ενός «ηρωϊκού Μοριά», που γέννησε θρύλους, δημοτικά τραγούδια και λαϊκά παραμύθια. Σ' αυτή την ανθρωπογεωγραφία των κάστρων η Ταρσούλη δεν αναζητεί «μάρτυρες της μακραίωνης δουλείας μας σε ξένους αφεντάδες», αλλά στήνει «μέσ' από τις άγραφες σελίδες» το αυτί της στις σβησμένες φωνές, που μιλούν «όπως παραμυθιών παλάτια». Ο Μοριάς της αναλαμβάνει να μιλήσει για «λησμονημένες δόξες», που με το διάβα των αιώνων «πέρασαν στις σφαίρες των παραμυθιών». 18 Πέρα από το συμβολικό αντίκρισμα του θέματος για την Καθημερινή, η πρόταση του Γεώργιου Βλάχου συνομιλεί με τον πηγαίο ενθουσιασμό των Ελλήνων επιφυλλιδογράφων, που τους λείπει φανερά η διάθεση να διεκδικήσουν τα κάστρα του Μοριά για την εθνική ιστορία. Ο σχεδιασμός της νέας φιλολογικής σελίδας της Καθημερινής δομεί έτσι μια ενδιαφέρουσα συγκυρία: η πρωτοβουλία του Βλάχου δεν συνάντησε μόνο την εκκρεμότητα του Τερζάκη με τον «ηρωϊκό» Μεσαίωνα, 19 βρίσκει επίσης τον Νίκο Καζαντζάκη σ' ένα κρίσιμο σημείο της πνευματικής του οδύσσειας. Αφού ο παραγωγικός συγγραφέας δεν κατάφερε να καταξιωθεί οικονομικά και καλλιτεχνικά στη Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία ή Ισπανία, ο Καζαντζάκης βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα και καλείται εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει τη σχέση έλξης-απώθησης, που ανέκαθεν τον συνέδεε με την πατρίδα του. Η περιοδεία στο Μοριά λειτουργεί για τον κοσμογυρισμένο συγγραφέα ως αποκάλυψη της πατρίδας και γνωριμία με την ψυχολογία των συμπατριωτών του. 20 Το ταξίδι ανανεώνει τις αίσθησες, και πράγματα χιλιειπωμένα σε ξαφνιάζουν σα να τα βλέπεις για πρώτη φορά. Στις πολιτείες και στα χωριά της Πελοπόννησος σα να είδα για πρώτη φορά τις φυσιογνωμίες, τις χειρονομίες, τις μορφές των ανθρώπων της ράτσας μου. 21 Ο Καζαντζάκης αισθάνεται «μεγάλη ευθύνη» μπροστά στο «δύσκολο θέμα», που επωμίστηκε γράφοντας για τα «προβλήματα του νεοελληνικού πολιτισμού», και συνειδητοποιεί γρήγορα ότι «δεν μπορ[εί] να γράψ[ει] κι ό,τι θέλ[ει]». 22 Μεγάλη στάθηκε η πρόκληση αλλά και η σημασία του ταξιδιού για τη μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή του, τουλάχιστον αν κρίνουμε από τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στις ταξιδιωτικές επιφυλλίδες και το κείμενο του Αλέξη Ζορμπά, που αρχίζει να 16 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Μορφές της ελληνικής γης, Αθήνα, Γραφείο Πνευματικών Υπηρεσιών, 1937. Ο Παναγιωτόπουλος συνεχίζει την περιοδεία του στην Ελλάδα και δημοσιεύει στην Πρωΐα από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1937 άλλα τόσα ταξιδιωτικά ρεπορτάζ, μ.ά. για τους «Τόπους και ανθρώπους του Μοριά», που θα κυκλοφορήσουν αργότερα σε τόμο (Ελληνικοί ορίζοντες, Αθήνα, Πυρσός, 1940, 157-326). 17 Χ. Ζαλοκώστας, Γύρω απ' την Ελλάδα, Αθήνα, Πυρσός, 1935. 18 Α. Ταρσούλη, Κάστρα και πολιτείες του Μοριά, Αθήνα, Πέτρος Δημητράκος, 1934, 1. Οι «Ταξιδιωτικές σελίδες» πρωτοδημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία (τχ. 85-94, 1930). Με μεγάλη επιφύλαξη κρίνουν οι Π. Χάρης, «Αθηνάς Ταρσούλη: Κάστρα και πολιτείες του Μωρηά», Νέα Εστία, τ. 16, τχ. 181 (1.7.1934), 621-622. και Α. Σαχίνης, ό.π., 105-106. 19 Από τις 14 Απριλίου 1921 μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 1922 ο έφηβος Τερζάκης ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορία του Μεσαίωνα και έγραφε ένα «μεσαιωνικόν μυθιστόρημα» με τον τίτλο Οι Ήρωες του Μεσαίωνος. Το νεανικό μυθιστόρημα, που σώζεται σε δύο χειρόγραφους τόμους, ξεκινά από το 972 και φτάνει μέχρι και τον τρίτο κλάδο του Οίκου των Βουρβόνων. Βλ. Αρχείο Τερζάκη ΙΙ, Φάκ. 9.3: Οι Ήρωες του Μεσαίωνος. 20 P. Bien, ό.π., 40. 21 Ν. Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, Αθήνα, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, 1965, 324. Αφού ο τόμος συμπεριλαμβάνει επίσης τις επιφυλλίδες για Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιερουσαλήμ και Κύπρο, χρησιμοποιώ στο εξής τον τίτλο Ο Μοριάς για να αναφερθώ στα άρθρα για την Πελοπόννησο. 22 Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 192 και 324, Ε. Καζαντζάκη, ό.π., 420. Αφού έχει επιστρέψει στην Αίγινα και τακτοποιεί τις σημειώσεις του, ο Καζαντζάκης γράφει στις 5 Οκτωβρίου 1937 στην Ελένη Σαμίου: «Τώρα γράφω τ' άρθρα για Πελοπόννησο. Θα γίνουν 20. Είναι φοβερά δύσκολα, ενώ θά 'ταν φοβερά εύκολα, μα δε θέλω να πέσω σε κοινοτοπίες και τα προσέχω πολύ. Αδύνατο να γράψω περισσότερο από ένα τη μέρα.» Ε. Καζαντζάκη, ό.π., 421. 3
γράφεται τον Αύγουστο του 1941. 23 Έναυσμα, λοιπόν, για την ιδεολογική επιστροφή του Καζαντζάκη στην Ελλάδα, οι σημειώσεις για τον Μοριά σχηματίζουν μια υποτυπώδη θεωρία, που δεν παίρνει τη μορφή ενός περιεκτικού (πολιτικού) μανιφέστου για τον χαρακτήρα του Νεοέλληνα. Πρόκειται περισσότερο για ένα αμάλγαμα απόψεων, που αναμοχλεύει αφενός ιδεολογήματα του δραγούμειου σωβινισμού της δεκαετίας του 1910 μ' ένα νεόκοπο φασίζοντα θαυμασμό για την «σπαρτιατική επιλογή», 24 και που προσλαμβάνει αφετέρου την ξανακερδισμένη εντοπιότητα με το βλέμμα του κοσμοπολίτη. 25 Τα παραπάνω στοιχεία τεκμηριώνουν, όπως εξάλλου έχει παρατηρήσει ο Σαχίνης, 26 ότι ο Καζαντζάκης ξεπερνά την κατά ειωθότα την εποχή εκείνη δημοσιογραφική αφορμή των ταξιδιωτικών του κειμένων και εντάσσει τις εντυπώσεις του σ' έναν ευρύτερο στοχασμό για τον Ελληνισμό. Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1910, οπότε ο Καζαντζάκης βρισκόταν υπό την επήρεια ενός σχεδόν αχαλίνωτου μεγαλοϊδεατισμού, αποφεύγει στον Μοριά την κοινότοπη αναφορά στις αρετές του Ελληνισμού και περιορίζει την εθνικιστική ρητορική. Από την άλλη μεριά, το θέαμα της πραγματικότητας η ιστορική αμάθεια και πνευματική καθυστέρηση της επαρχίας ούτε του επιτρέπει να εξιδανικεύσει τη σύγχρονη Ελλάδα, ούτε του παρέχει τη δύναμη να παραμυθιάσει τους συμπατριώτες του μ' ένα νέο όραμα, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον παλιωμένο μύθο της Μεγάλης Ιδέας. Μοχτούσα απ' όλο τούτο το πανηγύρι και τις φωνές, από την καταραμένη δίψα του κέρδους, από τα τουμπελέκια και τους αμανέδες, από τα κουρεία, τα μαγέρικα και τις βρώμες, να βγάλω ένα νόημα. Να τα φανταστώ όλα αυτά πως είναι οι λασπερές ρίζες κάποιου αμπουμπούκιαστου ακόμα μελλούμενου ανθού. Να στήσω ανάμεσα σε όλες τούτες τις κτηνωδίες και τις αρπαγές ένα αόρατο Θεό που ν' απλώνει το μπράτσο του και να δίνει ευγένεια στο χάος. 27 Τελικά το νόημα, που διαπραγματεύεται ο Καζαντζάκης στον Μοριά, εμπίπτει στην ιστορία και συνδέει τον ελληνικό χώρο με μια συγκεκριμένη θεώρηση του ιστορικού χρόνου. Ήδη από την πρώτη φράση του Μοριά, ο Καζαντζάκης ορίζει το πρόσωπο της Ελλάδας ως «ένα παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές». 28 Καθιστά μ' αυτό τον τρόπο σαφές ότι δεν πρόκειται να εγκλωβιστεί ούτε στο μουσείο της ελληνικής αρχαιότητας, ούτε στο εικονοστάσιο του βυζαντινού χριστιανισμού. Τα φράγκικα κάστρα έχουν ίσα δικαιώματα στο ιστορικό της Ελλάδας και μοιράζονται στον Μοριά τον διαχρονικό χώρο μεταξύ άλλων με τον αρχαίο ελληνισμό της Κορίνθου και την Ολυμπίας, τις τοιχογραφίες του Μυστρά και τον απελευθερωτικό αγώνα του «γέρου του Μοριά» Κολοκοτρώνη. Η καζαντζακική αποδοχή των αλλεπάλληλων εκφράσεων στο πρόσωπο της Ελλάδας προσπερνά έτσι το πρόβλημα της επιλογής ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή παράδοση, ενώ φροντίζει με μια γιαννοπούλεια κίνηση («Το χώμα, οι πέτρες, τα βουνά, είναι ελληνικά και κάνουν Έλληνες.») 29 να μη διαγραφεί το ιστορικό υποκείμενο από το παλίμψηστο. 23 P. Bien, ό.π., 43. 24 Ειδικά στο κεφάλαιο «Τα ερείπια της Σπάρτης», ο Καζαντζάκης συγχρωτίζεται με τις ιδέες του φασισμού. Για τον Καιάδα, από τον οποίο οι Σπαρτιάτες «έριχναν όσο νεογέννητα κορμιά δε φελούσαν», γράφει χαρακτηριστικά: «Τέτοιος γκρεμός πρέπει ν' ανοίγεται στην καρδιά του ανθρώπου και στην ακρόπολη κάθε πολιτείας. Μα η χριστιανική ανατροφή μας, οι νοσοκομειακές φιλανθρωπίες, οι κλαίουσες καλοσύνες, η λαχτάρα να σώσουμε τους περιττούς, αντιστέκουνται ώς τώρα σε μια τέτοια σπαρτιατική επιλογή. Μα έως πότε; Αποστειρώνουνται κιόλας οι παράφρονες, οι σακάτηδες κι οι άρρωστοι. Καθαρίζουνται οι ράτσες. Ετοιμάζουνται. Ένα ένστιχτο σίγουρο και σκοτεινό τις σπρώχνει στη σωτηρία. Όχι όλες. Όσες νιώθουν το νόημα της εποχής μας και προφταίνουν να ετοιμαστούν.» Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 272. Για την ιδεολογική ερωτοτροπία του Καζαντζάκη με τον φασισμό και την ανεκτικότητά του προς το ναζιστικό πρόγραμμα ευθανασίας και ευγονικής, βλ. επίσης P. Bien, ό.π., 1-18, 48-49, 51-71. 25 V. Calotychos, «Kazantzakis the Greek? Travel and leisure, hunger and pathos, localism and cosmopolitanism in Nikos Kazantzakis's Journeying», Journal of Modern Greek Studies, τ. 28, τχ. 1A (2010), 189-217. 26 Α. Σαχίνης, ό.π., 57 κ.ε.. 27 Ό.π., 244. 28 Ό.π., 191. 29 Ό.π., 215. 4
Η γενεαλογική αναγωγή της νεοελληνικής ταυτότητας στη μία ή την άλλη παράδοση προκαλεί, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, μόνο «πίκρα» στους Έλληνες, «γιατί θεωρούμε τους εαυτούς μας απογόνους και θέτουμε άθελά μας μπροστά μας το χρέος να φτάσουμε τους μεγάλους προγόνους». 30 Αντί να ζητήσει ένσημα ελληνικότητας από μια απομονωμένη ιστορική παράδοση, που παραμορφώνει τον εγγενή παλίμψηστο χαρακτήρα του ελληνισμού, ο νεοελληνικός πολιτισμός οφείλει, καταλήγει ο Καζαντζάκης, να εμπιστευτεί στη διγενή καταγωγή του: να αποδεχτεί ότι οι «ιδιότητες του αρχαίου προγόνου» και «του Βυζαντινού κι Ανατολίτη» συνυπάρχουν στη συνείδηση του «Νεοέλληνα». 31 Η απάντηση του Καζαντζάκη στο δίλημμα της διπλής ρίζας συνίσταται, με άλλα λόγια, στην ανάδειξη του μικτού χαρακτήρα του Νεοέλληνα ως υπαρξιακή κατάσταση παρά ως εθνογραφικό πρόβλημά της. 32 Συστήνει να «σκίσουμε τον πέπλο», ώστε να δημιουργηθεί μια «νέα ισορροπία». 33 Η εκτενής αναφορά στην 'ένατη γραφή', τη Φραγκοκρατία, στηρίζει ακριβώς τη γενεαλόγηση και πολιτισμική λογική αυτής της οντολογικής ποιότητας. Η εικόνα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οργανωμένης κατά το φεουδαρχικό πρότυπο της Γαλλίας υπηρετεί την προβολή του Γασμούλου ως ιστορικής κατηγορίας Ελλήνων, που πέτυχαν τη λεπτή ισορρόπηση ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Μα σιγά σιγά το θηλυκό τοπίο άρχισε τη στενή, γλυκότατη, αθόρυβη πολιορκία. Το τοπίο, κι οι ντόπιες γυναίκες οι σταρομελάχρινες, με τα μαύρα μαλλιά, με τα μεγάλα μάτια. Οι ξανθοί δράκοι ένιωθαν σιγά σιγά τα ήπατά τους να κόβουνται. Έσμιξαν με τις γυναίκες, ξέχασαν την πατρίδα. Έκαμαν παιδιά, τους Γασμούλους. Τα παιδιά ακολουθούσαν τις μάνες, μιλούσαν τη μητρική γλώσσα, γίνηκαν Έλληνες. Το φράγκικο αίμα μέσα στα βρέφη υποχωρεί. Έπεφτε απάνω του το δριμύτατο, με τις μυστηριώδεις χημικές αντιδράσεις ελληνικό αίμα, και το φράγκικο χάνουνταν. Άρχισε νέα Κουγκέστα. 34 Εάν στο παραπάνω απόσπασμα η «νέα Κουγκέστα» φαίνεται να λειτουργήσει κυρίως εις βάρος του φράγκικου αίματος, δεν αποσιωπάται επίσης η ευεργετική επίδραση που είχαν οι Φράγκοι ιππότες στους ντόπιους, μεταφέροντας, πέρα από τα τραγούδια και τους χορούς των τροβαδούρων, και ένα «νέο όραμα της ζωής, πλούσιο, που ξεχείλιζε σάρκα, και συνάμα κυνηγούσε μυστικά, ανένδοτα, το γαλάζο, άσαρκο, όλο φτερό πουλί, το πνέμα». 35 Αφού η «nova Francia» 36 εμβολιάζει τη «νέα Ελλάδα» 37 με την επιθυμία για το μέλλον, αυτός ο «νέος ελληνοφράγκικος γασμούλικος πολιτισμός» στερεώνει τις βάσεις του εκκολαπτόμενου νέου ελληνισμού και καθιστά τον γασμούλο πρότυπο της διγενούς ψυχής του Νεοέλληνα. Και οι ντόπιοι σιγά σιγά ξεθαρρεύουνταν, άρχιζαν να παίρνουν τους ξένους τρόπους, να τρων, να τραγουδούν, να πολεμούν σαν τους Φράγκους. Μπήκαν στη μέση κι οι γυναίκες, τα κορμιά τους στάθηκαν τα μυστικά εργαστήρια όπου έδενε, σα βρέφος, ένας νέος ελληνοφράγκικος γασμούλικος πολιτισμός. [...] Λες κι ένας 30 Ό.π., 244. 31 Ό.π., 325-326. 32 Β. Καραλής, ό.π., 131. Η ερμηνεία αυτή συμπληρώνει τη θέση του Bien (ό.π., 44-45), κατά την οποία ο Καζαντζάκης επινοεί με τον τύπο του διγενούς σύγχρονου Έλληνα για τον εαυτό του μια προσωπική θέση εντός και εκτός Ελλάδας, που μεσολαβεί ανάμεσα στον μισελληνισμό και τον φιλελληνισμό του Καζαντζάκη. 33 Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 324. 34 Ό.π., 215. 35 Ό.π., 218. 36 Ο Honorius III έγραψε το 1224 στην επιστολή του προς τη βασίλισσα της Γαλλίας Blanche de Castille ότι στον φραγκοκρατούμενο Μορεά «noviter quasi nova Francia est creata». Πρβλ. R. Hiestand, «Nova Francia - nova Graecia. Morea zwischen Franken, Venezianern und Griechen», στο: R. Lauer P. Schreiner (επιμ.), Die Kultur Griechenlands in Mittelalter und Neuzeit, Göttingen, Vandenhoeck & Ruprecht, 1996, 55-72. 37 Με την έννοια της «νέας Ελλάδας» αναφέρεται στον ελληνισμό του Δεσποτάτου του Μυστρά, που κατάφερε στον 14ο αιώνα να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει επί των Παλαιολόγων εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βλ. επίσης R. Hiestand, ό.π. Ο Καζαντζάκης (ό.π., 276) γράφει ότι ο «ιερός αυτός λόφος, όπου γεννήθηκε η Νέα Ελλάδα» ανήγγειλε μια «νέα αρχή», ενόσω αλλού ακόμη «μοιρολογούσαν την Πόλη που ψυχομαχεί.» Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 287. Nova Graecia θα ήταν επίσης ο τίτλος του πρωτοποριακού περιοδικού, που σχεδίαζε ο Καζαντζάκης με τον Δημοσθένη Δανιηλίδη το φθινόπωρο του 1922, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. 5
καινούριος Ευφορίων, ο ανώτατος Γασμούλος, ο ερωτικός καρπός του Φάουστ και της Ελένης, θα γεννιόταν τώρα στο ελληνικό χώμα. Να έχει το θείο σώμα της μάνας και την αχόρταγη, ρομαντική, αγιάτρευτα διψασμένη για το άπειρο ψυχή του πατέρα... 38 Ο Peter Bien ερμηνεύει τον εκ νέου αναδυόμενο εθνικισμό του Καζαντζάκη στο Μοριά κάτω από τον αστερισμό του Ίωνα Δραγούμη. Εάν σε μια πρώτη ανάγνωση ο λόγος του Καζαντζάκη όντως φαίνεται να συγγενεύει με τη στάση αγάπης/μίσους, την πίστη στην ανθεκτικότητα του Ελληνισμού και τη στρατοκρατία του συγγραφέα της Σαμοθράκης (1909), 39 η εκτενής αναφορά στη Σπάρτη και στην ιστορική συνάντηση Ελλήνων και Φράγκων στον 13ο αιώνα δίνει λαβή στην υπόθεση ότι το λανθάνον διακείμενο του Μοριά είναι το ταξιδιωτικό δοκίμιο Le voyage de Sparte (1906) του Maurice Barrès. Αφενός η προτίμηση του Καζαντζάκη για την σπαρτιατική επιλογή καθρεφτίζει τον ενθουσιασμό του Barrès για την πειθαρχημένη αρχαία Σπάρτη, που υποβίβασε την ατομική βούληση προς όφελος της αίσθησης του κοινωνικού συνανήκειν και της συλλογικής δόξας. 40 Αφετέρου ο Barrès στρέφεται, όπως και ο Καζαντζάκης, στη Φραγκοκρατία για να χειριστεί την φανερή απογοήτευσή του από τη σύγχρονη Ελλάδα και προσεγγίζει μέσα από αυτό το ιστορικό πρίσμα την εθνική ψυχολογία των Γάλλων. Από αυτή τη σκοπιά Ο Μοριάς μπορεί να θεωρηθεί η ελληνική απάντηση στο Le Voyage de Sparte, που είχε αφήσει τόσο μεγάλο αποτύπωμα στη διαδρομή Παρίσι-Ελλάδα, ώστε ο de Lacretelle αισθάνθηκε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ακόμη, όπως είδαμε, την ανάγκη να αποκαταστήσει τον ημίθεο της δυτικής φαντασίωσης περί Ελλάδας. Ο Καζαντζάκης πρέπει να γοητεύτηκε από τον αποκλίνοντα λόγο του Barrès, όταν μετά από το πρώτο του πέρασμα από τη Σπάρτη και τον Μυστρά (τον Μάρτιο του 1915 με τον Άγγελο Σικελιανό) είχε σκοντάψει στις σελίδες του Barrès. 41 Μπροστά στο κάστρο της Καρύταινας ο Καζαντζάκης φαίνεται πως ξανακέρδισε το 1937 αυτή τη συνείδηση της γης και της φυλής, που είχε αναζητήσει με τον Σικελιανό. Κοιτάζω το κάστρο της Καρύταινας και νιώθω την ψυχή του σύγχρονου αληθινά ζωντανού ανθρώπου να στέκεται εκεί πάνω όρθια και να βιγλίζει. [...] Σήμερα, όταν λίγο τιναχτούμε από το μεθύσι της αρχαίας ομορφιάς, νιώθουμε πως το κάστρο της Καρύταινας εκφράζει πιστά κι ανήλεα τη φοβερή στιγμή μας. 42 Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακριβώς η όψη του κάστρου της Καρύταινας ευνοεί τον στοχασμό του Καζαντζάκη για τη Νέα Ελλάδα. Τριάντα χρόνια νωρίτερα το κάστρο είχε κεντρίσει το εθνικό αίσθημα του Barrès, ο οποίος το έβλεπε σ' αυτό το «trophée de notre race» να εκφράζεται το γαλλικό μεγαλείο του 13ου αιώνα. Στο σχετικό κεφάλαιο «Les burgs dorés» ο Barrès ονειροπόλησε τους Γασμούλους ως δείκτες της τέλειας σύνδεσης ανάμεσα στη φεουδαρχία της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης και την «terre civilisatrice» της Ελλάδας. 43 Ο Καζαντζάκης πιάνει το νήμα στο σημείο, που ο Barrès αποδίδει την παρακμή της φράγκικης κυριαρχίας στις «ασέλγειες» των ιπποτών, 44 και το επανασυνδέει με την ελληνική εθνική αφήγηση: στις επάλξεις της Καρύταινας 38 Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 219. 39 P. Bien, ό.π., 46-48. 40 W. Bendrath, Ich, Region, Nation. Maurice Barrès im französischen Identitätsdiskurs seiner Zeit und seine Rezeption in Deutschland, Tübingen, Niemeyer, 2003, 210-211. Γνωστή εξάλλου είναι η απορρόφηση των ιδεών του Barrès από την φασιστική ιδεολογία. Πρβλ. E. Rawson, The Spartan tradition in European thought, Oxford, Clarendon Press, 1969, 300. Όπως και ο Καζαντζάκης, ο Barrès είχε χάσει επίσης την πίστη του στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και στη γενιά διεφθαρμένων πολιτικών, που δεν υπηρετούσαν το γενικό συμφέρον. Πρβλ. R. Soucy, Fascism in France. The case of Maurice Barrès, Berkely, University of California Press, 1972, 122-123. 41 Στη χρονογραφία του βίου του Καζαντζάκη ο Πρεβελάκης (ό.π., 8) αναφέρει μια ημερολογιακή εγγραφή της 1η Μαΐου 1915, στην οποία ο Καζαντζάκης τονίζει τη σημασία που είχε για την πνευματική του εξέλιξη αυτή η εκδρομή στον Μυστρά. 42 Ν. Καζαντζάκης, ό.π., 252. 43 M. Barrès, Le voyage de Sparte, Paris, Plon, 1922, 218 και 225. 44 «[Mes sympathies] m' interdisent d' admettre que la débauche exténua nos chevaliers dans les harems de leurs châteux gothiques. Une débauche qui n' atteint point l' âme laisse intacts et même repose de joyeux garçons français.» M. Barrès, ό.π., 228. 6
εμφανίζεται εκείνος ο «σύγχρονος αληθινά ζωντανός άνθρωπος», που μετά την έξοδο των Φράγκων θα εμψυχώσει τον ελληνισμό του Μυστρά. Στην καμπή της περιόδου ειρήνης ανάμεσα τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγος και τον πρίγκιπα του Μορέως, Φλωράν ντ' Αινώ (δεύτερο σύζυγο της Ιζαμπώ Βιλλαρδουΐνου) και αρχή της δύσης του Πριγκηπάτου του Μορέως στο τέλος του 13ου αιώνα 45 τοποθετεί ο Τερζάκης τις περιπέτειες του αρχοντόπουλου Νικηφόρου Σγουρού στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ α. Το «μυθιστόρημα από την ζωήν της μεσαιωνικής Ελλάδος», όπως λέει ο υπότιτλος του ιστορικού μυθιστορήματος στην Καθημερινή (1937-1938), διαδραματίζεται γύρω στα 1292 στον φραγκοκρατούμενο Μοριά και ακολουθεί το «παιδάριο» από το Ανάπλι στην προσπάθειά του να πιστοποιήσει τη γνησιότητα της καταγωγής του. 46 Παιδί της τύχης, μαζεμένο από μιαν έρημη γυναίκα, που στάθηκε η βάγια του, μέσα σε κάποιο σπίτι χτυπημένο από το θάνατο, δε γνώρισε ποτέ του μάννα ούτε πατέρα. [...] Η μάννα του, πεθαίνοντας, τού είχε αφήσει για μοναδική κληρονομιά την εξομολόγηση προς την αγαθή γυναίκα που αναδέχτηκε το ορφανό φιλάνθρωπα, πως έπρεπε να λέγεται Σγουρός κι' ότι το γένος του, αν κι' αφανισμένο τώρα, είχε σταθεί κάποτε τρανό στον τόπο. Ποιοι δεσμοί συγγένειας ακριβώς τον ένωναν με τους αρχοντικούς του, υποτιθέμενους προγόνους δεν είτανε γνωστό. 47 Παράλληλα στην αφήγηση της οικογενειακής γενεαλογίας, ο Σγουρός περιστοιχίζει την αρχοντική του ταυτότητα με επιπλέον σύμβολα και κινήσεις. Τα ρούχα του (ένα «κράμα [...] από αιώνες που είχανε περάσει κι' από αιώνες που έρχονταν»), ο Άγιος Θεόδωρος στο σωκάρδι (ως «έμβλημα και προστάτη των μεγάλων του προγόνων»), το άλογο Αστρίτης και ένα φράγκικο σπαθί (τότε προνόμιο βαρώνων και ιπποτών) αποζητούν την τεκμηρίωση της ευγενούς καταγωγής του και την δημόσια αναγνώριση των καταπατημένων δικαίων του πάνω σε κτήματα γύρω από το Ανάπλι. Μην καταφέρνοντας να προσκομίσει πειστικές αποδείξεις για την καταγωγή του, ο τυχοδιώκτης καβαλάρης αναγκάζεται μετά από μια νυχτερινή εμπλοκή με τους Φράγκους να φύγει εν κρυπτώ από τη γενέτειρά του και κατευθύνεται προς το Δεσποτάτο του Μυστρά, όπου εδρεύει τότε ο πρωτοστράτορας Γεώργιος Σγουρομάλλης. Σ' αυτόν, που λογαριάζει «θείο» του, θέτει ο Σγουρός τις ελπίδες του να φανερωθεί για γνήσιος Σγουρός. Το σχέδιο δεν ευδοκιμεί, καθώς ο Σγουρομάλλης ξεμπερδεύει με τον Σγουρό, στέλνοντάς τον με μια σφραγισμένη γραφή για τον σενεσάλο Νικόλαο Σανταμέρη στην πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, την Ανδραβίδα. Στο δρόμο μεταξύ Βελιγοστής και Καρύταινας ο Σγουρός προσκόπτει στην ακολουθία της πριγκηπέσσας της Αχαΐας, που δεσμεύει το άλογό του για να επισπεύσει την επιστροφή της στην Καλαμάτα. Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους (κεφ. ΙΒ' Το σταυροδρόμι) αποτελεί ένα κομβικό σημείο 45 Ο ανώνυμος συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως αναφέρεται τρεις φορές στην «αγάπη και τρέβα» (στ. 8704, 8765, 8776) για να χαρακτηρίσει την επτάχρονη περίοδο 'συμφιλίωσης' και 'ανακωχής' με τους Ρωμιούς κατά τη διακυβέρνηση του Φλωράν ντ' Αινώ με την Ιζαμπώ στο Πριγκηπάτο (1289-1296). Έναν χρόνο πριν από τον ξαφνικό θάνατο του Φλωράν (1297), ο Ανδρόνικος Β' ακυρώνει τη συμφωνία με το Πριγκηπάτο, τερματίζοντας έτσι μια περίοδο ευημερίας στην Πελοπόννησο και επιταχύνοντας την παρακμή της κυριαρχίας των Βιλλαρδουΐνων. W. Miller, The Latins in the Levant. Α history of Frankish Greece (1204-1566), New York, E.P. Dutton, 1908, 177-180. 46 Στην παρούσα μελέτη αναλύω την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ α ως αυτοτελές έργο με δικό της ιδεολογικό προσανατολισμό. Με την ένδειξη α διακρίνω την πρώτη μορφή, που δημοσιεύτηκε σε 84 συνέχειες από τις 7 Νοεμβρίου 1937 μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου 1938, από την τελική έκδοση του 1945. Σε αντίθεση με την έκδοση της Πριγκηπέσσας Ιζαμπώ (1945), που επικεντρώνεται στην περίοδο 1292-1297, το κείμενο της Καθημερινής περιορίζεται στη διετία 1292-1293, έχοντας ως ιστορικό πλαίσιο την απουσία του Φλωράν στην Ήπειρο και την πειρατεία του Roger de Lluria. Για την επικείμενη κατάληψη του κάστρου της Καλαμάτας από τους Σλάβους της Γιάννιτσας κεντρική υπόθεση του (καινούργιου) τρίτου μέρους της Πριγκηπέσσας Ιζαμπώ (1945) δεν υπάρχει κανένα ίχνος στην πρώτη μορφή. Επειδή η πρόσβαση στο κείμενο παραμένει δύσκολη, μόνο λίγοι μελετητές σχολίασαν την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ α, εστιάζοντας κυρίως στις διαφορές της με την τελική μορφή, που εκδόθηκε το 1945. Πρβλ. K.A. Δημάδης, ό.π. και Α. Καστρινάκη, «Ανάμεσα στην Ιζαμπώ και στη Βάρια», Νέα Εστία, τ. 146, τχ. 1718 (12.1999), 809-819. 47 Ά. Τερζάκης, Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, Η Καθημερινή, 1 (7.11.1937). 7