...να το ξέρεις. Το πιο σημαντικό είναι η αγάπη.



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Αλεξάνδρα Μητσιάλη ΜΠΑΛΑ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ. Εικόνες: Κατερίνα Χαδουλού

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ ΣΤ (ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ)

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

The G C School of Careers

Δώρα Μωραϊτίνη. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις CaptainBook.gr

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Modern Greek Beginners

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Άξαφνα κατάλαβα τι συνέβαινε. Ήμουν καταμεσής ενός τεράστιου κάμπου Στον κάμπο υπήρχε πλήθος μεγάλο Οι πίσω σειρές του χάνονταν και δεν φαίνονταν.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Transcript:

...να το ξέρεις. Το πιο σημαντικό είναι η αγάπη.

1 Μέρες Κατοχής αλτ!» Ύστερα ο Γερμανός είπε ακόμα μία φράση που «Αλτ, ακούστηκε κοφτή, όμοια με βρισιά. Τι κι αν δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε, το νόημα ο Νίκος το έπιασε, έπρεπε να μείνει ακίνητος. Η τύχη δεν ήταν με το μέρος του εκείνο το απόβραδο του Ιούνη του 1944. Ο Βόλος σε λίγο θα βυθιζόταν στο μισοσκόταδο. Η θάλασσα, δυο βήματα πιο κάτω, απλωνόταν ήρεμη, ζεσταμένη ολημερίς από τις ακτίνες του ήλιου, ρόδινη από τις τελευταίες αναλαμπές του που χρύσωναν τον ορίζοντα, γαλήνια, ατάραχη, σχεδόν καθρέφτης εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού. Μα οι ψυχές των κατοίκων που την αντίκριζαν δεν μπορούσαν ούτε μια στιγμή να τη χαρούν ξένοιαστες. Τα λιγοστά παιδιά που πλατσούριζαν στις γύρω ακρογιαλιές σπάνια συνοδεύονταν από κάποιον μεγαλύτερο. Η ξενοιασιά και η διάθεση των ανθρώπων είχαν συντριβεί από την μπότα αυτών που πατούσαν τον τόπο τους περπατώντας με το βήμα της χήνας.

10 Δέσποινα Λάππα-Κόντου «Αλτ!» επανέλαβε η φωνή. Το νέο πρόσταγμα ήταν περιττό, αφού ο Νίκος είχε ήδη σταματήσει να περπατάει. Τα γόνατά του έτρεμαν, μα δεν ήθελε να το δείξει. Το ψηλόλιγνο κορμί του ήταν στητό κι αγέρωχο και το στήθος του ελαφρά προτεταμένο. Ισως έτσι να στέκονταν και οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών, κι ας ήξεραν «πως οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Το εικοσάχρονο παλικάρι όμως, αν και θεωρούσε πιθανή τη σύλληψή του, ήλπιζε ότι τελικά θα κατάφερνε να ξεφύγει. Από καιρό τον είχε ειδοποιήσει κάποιος γνωστός του: Πρόσεχε, μ αυτά που κάνεις, εύκολα μπορούν να σε βρουν και να σε πιάσουν για ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον τους. Τι ανακατεύεσαι και δεν ησυχάζεις; Υπογράψαμε ανακωχή, εσύ κι οι όμοιοί σου θα σώσετε την Ελλάδα; Ποτέ δεν έμαθε αν κάποιος τον κάρφωσε ή αν συμπτωματικά έπεσε στο μπλόκο μαζί με τον Βασίλη και τον Ζήση. Πριν από λίγη ώρα είχε φύγει από το κουρείο του Μπακρατσά, όπου δούλευε τα τελευταία χρόνια. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να φανταστεί τι τέλος θα είχε η σύλληψή του. Αν είχε φύγει λίγο πιο νωρίς από τη δουλειά, αν δεν είχε σταθεί δυο δρόμους πιο πάνω να κουβεντιάσει με την κυρα-ματίνα που ήταν καθισμένη στη φρεσκοπλυμένη αυλή της, περιτριγυρισμένη από κατακόκκινα γεράνια, μυρωδάτους βασιλικούς και γαρίφαλα, κατάλευκα γιασεμιά και πολύχρωμα νυχτολούλουδα, ίσως και να γλίτωνε. «Τα πότισα τα λουλουδάκια μου, την έπλυνα κι απόψε την αυλή, Νίκο μου. Ίσως να γυρίσει ο Γιώργος μου. Μου είπαν ότι κάποιους τους αφήνουν βραδάκι, να μην τους βλέπει ο κόσμος έτσι μακελεμένους καθώς βγαίνουν οι περισσότεροι από αυτή την καταραμένη, την Κίτρινη Αποθήκη. Αν τον αφήσουν κι αυτόν αργά, θέλω να νιώσει από μακριά πως σιμώνει στο σπιτικό του. Πού ξέρεις, ίσως και να ναι απόψε η βραδιά».

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 11 «Στο εύχομαι κυρα-ματίνα, με το καλό να τον δεχτείς». Αυτές τις κουβέντες αντάλλαξαν κι εκείνη έκοψε ένα γαρίφαλο και του το δωσε. «Να, στάσου, πάρε ακόμα ένα να το πας στη μάνα σου χαιρετίσματα από μένα. Έχω μέρες να τη δω και την πεθύμησα. Πες της ότι μου βρίσκεται κριθαροκαφές. Την περιμένω αύριο να τα πούμε και να ρίξουμε και το φλιτζάνι, να δούμε τι μας μέλλεται». Αν δεν είχε σταματήσει, ίσως και να είχε προλάβει να φτάσει στο σπίτι του. Δυο δρόμους παρακάτω ήταν. Περπατούσε γρήγορα, με μεγάλες δρασκελιές, σίγουρα θα είχε φτάσει. Κι από κει που βρισκόταν, έτσι να κανε, μια φωνή να έβαζε δυνατή «μάνα, πατέρα» θα τον άκουγαν και θα έτρεχαν κοντά του. Ίσως και να έμπαιναν ανάμεσα σ αυτόν και τον υποκόπανο που χτύπησε βίαια το πλευρό του κι έπειτα την πλάτη απανωτά, αναγκάζοντάς τον να κολλήσει στον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Κρατούσε ακόμα τα γαρίφαλα που διαγράφονταν στο λευκό φόντο, ίδια με κατακόκκινες κηλίδες αίματος, έχοντας το φαρδύ του στέρνο κολλημένο εκεί, νιώθοντάς τον ζεστό από τον ήλιο που τον έψηνε όλη μέρα και το πρόσωπο στραμμένο με απόγνωση προς το μέρος του σπιτιού του. Ίσως κάποιος από τους δικούς του να ξεπρόβαλλε, να τον έβλεπε, να μπορούσε να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Αλλά το ξανάπαμε, δεν ήταν η τυχερή του μέρα. Κοίταζε ακόμα προς τα εκεί κι όταν ανέβαινε στο καμιόνι που σταμάτησε με τη μηχανή αναμμένη στο σταυροδρόμι μόνο για λίγο, όσο χρειάστηκε να δρασκελίσει και να καθίσει κατάχαμα πάνω στη λαμαρίνα, δίπλα σε άλλους. Καμιά εικοσαριά ήταν, τους πιο πολλούς τους ήξερε, συμπατριώτες του ήταν, στις ίδιες αλάνες έπαιζαν παιδιά, μαζί κολυμπούσαν στην ακρογιαλιά του Άναυρου. Μάλωναν για το ποιος θα έκανε το

12 Δέσποινα Λάππα-Κόντου μεγαλύτερο μακροβούτι, ποιος θα έβγαινε στην επιφάνεια θριαμβευτικά δείχνοντας στους υπόλοιπους μια χούφτα άμμο, που την είχε πιάσει βουτώντας βαθιά και την άφηνε να γλιστρίσει χρυσίζοντας ανάμεσα στα παιδικά του δάχτυλα και τώρα... Του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να καλοϊδεί όλους εκείνους που ήταν καθισμένοι μπροστά-μπροστά πιασμένοι πρώτοι, γιατί το μπλόκο είχε αρχίσει από νωρίς στις γειτονιές του Βόλου κι είχε αποφέρει καρπούς. Πάνω από είκοσι άντρες, ο μικρότερος, ο Πέτρος, παλικαράκι, ούτε τα δεκαεφτά δεν είχε κλείσει κι ο μεγαλύτερος δεν είχε πατήσει ακόμα τα τριάντα. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Νικήτας, γνωστός χωρατατζής κι από γεννησιμιού του αισιόδοξος, που δεν το έβαζε κάτω ούτε και στις πιο δύσκολες ώρες. «Ε, ρε Νικόλα», του είπε, «σ έκοψαν την ώρα που πήγαινες ν ανταμώσεις το κορίτσι σου. Άσ την απόψε να σε περιμένει και της δίνεις αύριο άλλα γαρίφαλα, φρέσκα. Κι αυτή θα σε πεθυμήσει πιο πολύ και θα σου δώσει διπλά τα φιλιά της». Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν το καμιόνι τελείωσε το δρομολόγιο εκείνης της μέρας και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του τετραώροφου κτιρίου, της Κίτρινης Αποθήκης, όπως την έλεγαν. Ένας στρατιώτης σήκωσε το παραπέτο και τους έκανε νόημα να κατεβούν φωνάζοντας «ράους, ράους!». Διάβηκαν το κατώφλι με ανάμεικτα συναισθήματα ο φόβος που τους παρέλυε, η αγωνία για το τι θα ακολουθούσε, η οργή για τον κατακτητή, η ελπίδα πως ίσως να τους άφηναν σύντομα ελεύθερους κι εκεί στη άκρη της καρδιάς των περισσότερων μια κρυφή περηφάνια κάτι κάναμε κι εμείς για την πατρίδα, δεν μείναμε με σταυρωμένα τα χέρια. Ήταν σκοτεινά εκεί μέσα, μόνο μια λάμπα φώτιζε αμυδρά το διάδρομο στο βάθος. Και πάλι με φωνές και βρισιές τους έδωσαν να καταλάβουν ότι έπρεπε να προχωρήσουν και να

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 13 πάνε κι αυτοί να στοιβαχτούν σ ένα μεγάλο χώρο δεξιά. Οι πρώτοι που πέρασαν, ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια τους στο μισοσκόταδο, σκόνταψαν σε κορμιά ξαπλωμένα πάνω στο γυμνό πάτωμα. Ακούστηκε ένα μακρόσυρτο βογκητό κι έπειτα μια βλαστήμια. Στάθηκαν αμήχανα, κάποιοι έσκυψαν να ανιχνεύσουν το χώρο με τα χέρια, ψάχνοντας για ένα άδειο μέρος να καθίσουν. «Δεν χόρτασαν, πόσους θα φέρουν ακόμα; Πώς θα χωρέσουμε τόσοι;» Ακούστηκε ένας ψίθυρος, γιατί είχε πέσει τόση σιωπή που κι ο ψίθυρος ακόμα έφτανε στ αυτιά αυτών που μόλις είχαν μπει και των άλλων που βρίσκονταν ήδη μέσα. Μόνο δυο-τρεις είχαν καταφέρει επιτέλους να αποκοιμηθούν και δεν ξύπνησαν με το άνοιγμα της πόρτας και τις φωνές των Γερμανών. Οι υπόλοιποι αναδεύτηκαν, μαζεύτηκαν στη γωνιά τους και λύγισαν τα απλωμένα μέλη τους, για να χωρέσουν και οι νεοφερμένοι. «Τυχεροί όσοι κοιμούνται βαθιά». «Τέτοια τύχη να μου λείπει... Αυτοί δεν είχαν άλλη αντοχή να μείνουν ξύπνιοι, απορώ πώς άντεξαν». Σύγκρυο διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του Νίκου. Ώστε ήταν αλήθεια αυτά που έλεγαν για την Κίτρινη Αποθήκη, τώρα θα μπορούσε να το διαβεβαιώσει κι ο ίδιος. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και η πόρτα είχε κλείσει πίσω τους, το μόνο φως που περνούσε μέσα από τα λερωμένα τζάμια των στενόμακρων παραθυριών ήταν αυτό του φεγγαριού, που έπεφτε αμυδρό πάνω στην πλάση επί δικαίων και αδίκων. Μόνο τότε μπόρεσε να ξεχωρίσει καλύτερα το περίγραμμα των κορμιών των συντρόφων του. Όλοι είχαν βρει μια άκρη ν ακουμπήσουν, εκτός από τον Χρήστο, που σκυφτός, με τα χέρια απλωμένα, έψαχνε ακόμα. Μεγαλόσωμος, του χρειαζόταν πολύς χώρος για ν απλωθεί και μοσχαναθρεμμένος, ο μοναδικός γιος μετά

14 Δέσποινα Λάππα-Κόντου από τρία κορίτσια. Δεν ήθελε ν αγγίξει τους άλλους δίπλα του. Κάποιοι από αυτούς μύριζαν βαριά, μέρες εκεί μέσα, άπλυτοι και ταλαιπωρημένοι, με πληγές, που άλλες τις σκέπαζε ξερό αίμα, άλλες πύον κι άλλες, οι πιο πρόσφατες, ήταν ακόμα ανοιχτές. «Βρες επιτέλους μια γωνιά και παλουκώσου, θα πέσεις πάνω σε κανέναν μας και θα τον ξεκοιλιάσεις!» Δεν απάντησε, μόνο στράφηκε προς τη μεριά απ όπου ήρθε η φωνή ψιθυριστά, γεμάτη προσταγή κι απελπισία. Μαζεύτηκε ανακούρκουδα σε μια άκρη του τοίχου, αναπολώντας τα λευκά σεντόνια του κρεβατιού του κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, δίπλα στο γιασεμί που σκάλωνε μέχρι το πρεβάζι του. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά ο Νίκος, πίεσε τα βλέφαρα με τ ακροδάχτυλά του, όπως έκανε μικρός, όταν ξυπνούσε από όνειρο κακό μέσα στη νύχτα και νόμιζε πως θα το σβηνε από τη μνήμη και θα το απόδιωχνε μακριά. Έτσι και τώρα, μα ανοίγοντάς τα, είδε ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει, πώς άλλωστε ήταν δυνατόν; Κι όμως, μια φορά την είχε γλιτώσει, θα ταν δυο μήνες πριν. Ήταν μαζεμένοι στην παραλία του Αναύρου, είχαν αρχίσει τα πρώτα μπάνια. Με το πρόσχημα αυτό συγκεντρώνονταν και μιλούσαν. Το ραντεβού είχε κανονιστεί από την προηγούμενη μέρα, λίγο πριν νυχτώσει. Ήταν εκεί και οι πέντε, όλοι μέλη της ΕΠΟΝ. Μάζευαν πληροφορίες στη γειτονιά τους, σχετικά με το ποιοι άλλοι θα ενδιαφέρονταν να ενταχθούν στην οργάνωση και την επομένη θα συζητούσαν αναλυτικά τις προτάσεις του καθενός τους. Λίγο πριν νυχτώσει κι αρχίσει η απαγόρευση της κυκλοφορίας, κάπνισαν και το τελευταίο τσιγάρο, Ματσάγγου άφιλτρο, αγορασμένο από το κοντινό περίπτερο με τον τρόπο της εποχής: «Πιάσε τρία άφιλτρα». Τα αγόραζαν λίγα-λίγα, πού λεφτά για περισσότερα; Έτσι δεν κινδύνευαν και να τους

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 15 πιάσουν με πακέτο οι δικοί τους. Απόλαυσαν τις τελευταίες ρουφηξιές περνώντας το τσιγάρο από χέρι σε χέρι και ο τελευταίος βύθισε στην άμμο το αποτσίγαρο κι έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης. «Άντε, τα λέμε αύριο. Να βουτήξουμε κιόλας, να μην αναρωτιούνται τι κάνουμε μαζεμένοι εδώ στην παραλία». Θα ταν δέκα η ώρα περίπου, όταν στρίγγλισαν τα φρένα του φορτηγού σηκώνοντας σκόνη. Δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, ήταν όλοι ξαπλωμένοι στην άμμο. Ο ένας τους είχε ανοίξει κουβέντα για τη Μέση Ανατολή και συζητούσαν συνεπαρμένοι. Οι Γερμανοί τους κύκλωσαν, κι ανάμεσά τους βρισκόταν ένας κουκουλοφόρος. «Εσύ φύγε, χάσου και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου», είπε δείχνοντας τον Νίκο. Η φωνή του ήταν γνώριμη, ήταν σχεδόν σίγουρος. Γείτονάς του ήταν, συνομήλικος του μεγάλου του αδερφού. Οι μεγαλύτεροι έπαιζαν μαζί στις αλάνες κλοτσώντας μια μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια, κι αυτόν τον άφηναν πάντα στην απέξω να τους κοιτάει θυμωμένος, γιατί δεν του επέτρεπαν ακόμα να κλοτσάει την μπάλα, μόνο πού και πού, όταν η μπαλιά ήταν δυνατή, τον έστελναν να τη φέρει πετώντας την προς το κέντρο. «Περίμενε να μεγαλώσεις, αργότερα θα σε παίζουμε κι εσένα, τώρα κοίτα να μαθαίνεις». Ήταν σχεδόν σίγουρος, ο Αναστάσης, αυτός ήταν ο άνθρωπος με την κουκούλα που τον ξεχώρισε από τους άλλους χάρη στην παλιά φιλία με τον αδερφό του, χάρη σ εκείνες τις αδέξιες μπαλιές που έριχναν τότε τα λιγνοπόδαρά του, τα ξυπόλητα ήταν κανόνας απαράβατος, όλοι έπρεπε να παίζουν ξυπόλητοι πάνω στο χώμα κι άφηναν τα παπούτσια τους δίπλα, γιατί ανάμεσά τους ήταν και παιδιά που τα φύλαγαν μόνο

16 Δέσποινα Λάππα-Κόντου για τις καλές τις μέρες, για τις ώρες που πήγαιναν στο σχολείο ή στη βόλτα κι όχι για να κλοτσάνε το τόπι μέσα στον κουρνιαχτό που σήκωναν παίζοντας. Το κοντοπαντέλονό του στηρίζονταν στο κορμί με τιράντες σταυρωτές στην πλάτη, για να μην πέφτουν από τους ώμους. Και τα κεφάλια όλων κουρεμένα στην ψιλή, μα τα χαμόγελα πλατιά, γεμάτα ευτυχία. Αυτά πριν από τον πόλεμο... Τι να ήταν αυτό που έκανε τον Αναστάση να φορέσει κουκούλα; Οι άλλοι γύρω του τον κοίταζαν κι ο Νίκος θα προτιμούσε ν ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Τι θα πει: Εσύ φύγε και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου; Πώς θα αντίκριζε τους φίλους του όταν θα ξανασυναντιούνταν; Τι θα πίστευαν γι αυτόν; Το πιο πιθανό πως αυτός τους είχε καρφώσει ή πως συνεργαζόταν με τον προδότη. Πώς να τους πείσει ότι ήταν τελείως αμέτοχος; Έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους. «Σου είπα χάσου, εξαφανίσου». Η φωνή ακούστηκε διαφορετική, σκόπιμα αλλοιωμένη. Ο Νίκος έμεινε αποσβολωμένος, ακίνητος, να τους βλέπει ν ανεβαίνουν στο φορτηγό και να στρέφονται με μάτια πελώρια, γεμάτα αγωνία, απορία, μα προπαντός αγανάκτηση και περιφρόνηση. Ο ένας τον κάρφωσε με το βλέμμα, έφτυσε καταγής, κι έπειτα έστρεψε επιδεικτικά το πρόσωπο προς την άλλη μεριά. Μια βδομάδα αργότερα, όταν συνάντησε τους δύο από αυτούς, χρειάστηκε να ορκιστεί απανωτά στη ζωή της μάνας του και στη ζωή του, για να τον πιστέψουν. Κι όσο για τον Αναστάση, όταν τον είδε την επόμενη μέρα κι άρχισε να του μιλάει απέξω απέξω για το περιστατικό, έκανε πως δεν καταλάβαινε τίποτα. Δεν επέμεινε να βρει την άκρη. Μ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε αργά, λίγο πριν χαράξει. Σαν έφεξε η μέρα, έπιασαν από νωρίς δουλειά οι Γερμανοί. Τους έβαλαν και πάλι στα φορτηγά και τους πήγαν στην

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 17 Γκεστάπο, στο οίκημα Καρτάλη, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Κατεβαίνοντας, ο Νίκος έστρεψε το βλέμμα του προς το ψηλό καμπαναριό ζητώντας ενδόμυχα από κάπου να πιαστεί, κάπου να ελπίζει. Ούτε όμως και οι διαδόσεις για την Γκεστάπο ήταν ψεύτικες. Ο ίδιος, μέλος στο εσωτερικό της ΕΠΟΝ, πρόσφερε τις υπηρεσίες του οπουδήποτε του ζητούσε η οργάνωση. Ήξερε καλά τι τον περίμενε σε περίπτωση σύλληψής του. Η κατάσταση ήταν σοβαρή, γιατί ένας από αυτούς που συνελήφθησαν μαζί του, λίγα μέτρα πιο κάτω, οπλοφορούσε. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι ενεργούσαν και οι δύο εναντίον των Γερμανών. Η ανάκριση ξεκίνησε σε χαμηλούς τόνους. Υπολόγιζαν πως ίσως κάποιοι, έστω και με την ιδέα και μόνο του πού βρίσκονταν, θα έσπαγαν αμέσως. Η ώρα περνούσε, η ένταση ανέβαινε, οι φωνές υψώνονταν. Ο διερμηνέας ρωτούσε και ξαναρωτούσε. «Με ποιους, συνεργάζεσαι, τι ανέλαβες να κάνεις, τι έκανες μέχρι τώρα;» Όμως απάντηση δεν έπαιρνε, μόνο άρνηση. Κι άρχιζε ο ξυλοδαρμός και η φάλαγγα, μέχρι τα πόδια να πρηστούν κι ο πόνος να γίνει αβάσταχτος. Τα βογκητά γίνονταν ουρλιαχτά κι αντηχούσαν στους άσπρους τοίχους που συχνά βάφονταν με κόκκινα σημάδια. Ύστερα τους γύριζαν στην Κίτρινη Αποθήκη, για να τους φέρουν και πάλι την επομένη στην Γκεστάπο. Μα υπήρχαν και πλευρές σκοτεινές, δεν ήταν όλοι γενναίοι, ούτε πατριώτες. Ποτέ δεν έμαθαν τι ήταν αυτό που έκανε τον Μαθιό ν αλλάξει στρατόπεδο κι από αντάρτης να βρεθεί να συνεργάζεται με τον εχθρό. Ίσως ποτέ να μην υπήρξε πραγματικός αντάρτης και να ήταν από την πρώτη αρχή βαλτός ανάμεσά τους να μάθει πρόσωπα και πράγματα και καταστάσεις. Οι σύντροφοί του δεν ήθελαν να το πιστέψουν ότι αυτός που πέρασε μαζί τους μήνες, βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη στην απέναντι πλευρά να «καίει» κόσμο με τις μαρτυρίες του.

18 Δέσποινα Λάππα-Κόντου Όταν οι χωριανοί έστειλαν στον Βόλο παιδιά, δεκατετράχρονα και δεκαπεντάχρονα, να φέρουν στο χωριό σπίρτα, αλάτι και όσπρια που μοίραζε ο Ερυθρός Σταυρός, τα ακολούθησαν κι άλλοι μεγαλύτεροι κι έπεσαν στην παγίδα του Μαθιού. Τους βρήκαν την επομένη σκοτωμένους. Μόνο οι μικροί ξέφυγαν και γύρισαν πίσω άπραγοι. Εκείνες τις μέρες που ο Νίκος ήταν κρατούμενος, έφεραν τρία παλικάρια μαζί. Ήταν από την Κερασιά που για μεγάλο διάστημα αποτελούσε το ορμητήριο της αντίστασης. Η προσφορά των κατοίκων της περιοχής στον αγώνα ήταν γνωστή. Πολλοί στράφηκαν προς τα εκεί και συσπειρώθηκαν γύρω από τους πρωτεργάτες. Τον Οκτώβρη του 1943 είχε ιδρυθεί στην Άνω Κερασιά το 54 ο Σύνταγμα και η XVI Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών πολλά λάφυρα έπεσαν στα χέρια των ανταρτών και χρησιμοποιήθηκαν στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Τον Μάρτιο του 1944 ο γερμανικός στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις έξω από τον Βόλο με κύριο στόχο την περιοχή της Κερασιάς. Στη διαδρομή έπεσαν σε νάρκες, κάποια αυτοκίνητά τους ανατινάχτηκαν κι αυτό μεγάλωσε την οργή τους. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν οι απώλειες ήταν μεγάλες, κυρίως από το μέρος των εχθρών. Αυτό προκάλεσε την οργή και την απόφασή τους να κάψουν την Άνω και την Κάτω Κερασιά. Συνέχισαν κι αργότερα να ελέγχουν την περιοχή, εκεί τους συνέλαβαν. Στο πρόσωπό τους έβλεπαν εκείνους που σκότωσαν τους συμπατριώτες τους λίγους μήνες πριν και ήταν τόση η αγριότητα με την οποία επιτέθηκαν, ώστε οι δύστυχοι δεν άντεξαν, δεν τους βρήκε το βράδυ ζωντανούς. Τις ώρες της παραμονής τους στην Αποθήκη, όσοι είχαν κουράγιο μιλούσαν κι έλεγαν πώς τους έπιασαν, τι τους έκαναν, όλοι λίγο-πολύ έλεγαν τα ίδια και οι άλλοι τους άφηναν

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 19 να μιλάνε, αφού αυτό τους λύτρωνε. Ήταν φορές που οι σιωπές ήταν πιο εύγλωττες και οι ματιές πιο διεισδυτικές από οποιαδήποτε περιγραφή. Οι νεοφερμένοι έφερναν νέα από τον έξω κόσμο, αφού η επικοινωνία με άλλον τρόπο ήταν αδύνατη. Δεν άφηναν κανέναν να έρθει σε επαφή μαζί τους. Και τα πρόσωπα μέσα στο θάλαμο άλλαζαν συχνά. Ήξεραν πως όσοι δεν γύριζαν το βράδυ από την Γκεστάπο είχαν μείνει εκεί ή είχαν εκτελεστεί σε κάποιο σημείο της πόλης. Έτσι έγινε και με τον Βασίλη, το φίλο του Νίκου, εκείνον που τον είχαν συλλάβει μαζί του. «Πάει κι ο Νεζεριώτης ο ζαχαροπλάστης, τον εκτέλεσαν». «Πού, πότε;» Πετάχτηκε ο Νίκος. «Στο δρόμο προς τη Λάρισα, χτες το μεσημέρι, μαζί με άλλους πέντε». Δεν ρώτησε τίποτε άλλο, έμεινε αμίλητος όλη μέρα. Κι ο Νικήτας, ο χωρατατζής, έχασε κάθε διάθεση για πλάκες και πειράγματα, όμως άντεχε, σκληρό καρύδι. «Δεν θα μας βάλουν κάτω, κάποια στιγμή θ αλλάξουν τα πράγματα, δεν θα περάσει το δικό τους». «Να δούμε πότε θα έρθει αυτή η ώρα...» Όσο για τον Χρήστο, έφυγε νωρίς. Στύλωνε τα μάτια του στο παράθυρο με ύφος χαμένο. Τρεις μέρες άντεξε όλες κι όλες. Σ ένα βίαιο χτύπημα έχασε την ισορροπία του, έπεσε πίσω κι έμεινε ασάλευτος. Καλύτερα, έτσι κι αλλιώς άντεχε ελάχιστα τον πόνο, υπέφερε πολύ, δεν είχε κάνει τίποτα, δεν ομολογούσε τίποτα και το ξύλο έπεφτε ανελέητο στις επίμονες ερωτήσεις των Γερμανών που δεν έπαιρναν απάντηση. Τα λευκά γιασεμιά κάτω από το παραθύρι του μάταια μοσχοβολούσαν εκείνο το καλοκαίρι, αυτός δεν ήταν εκεί να τα μυρίσει... Οι εντολές από τα βόρεια δεν άργησαν να έρθουν. Φέρτε τους επάνω, εδώ θα αποφασίσουμε τι θα τους κάνουμε. Τους

20 Δέσποινα Λάππα-Κόντου φόρτωσαν στα τρένα, ούτε που ήξεραν για πού τραβούσαν. Και οι δικοί τους έμαθαν αργότερα για την αναχώρηση. Πέρασαν από τη Λάρισα. Έβραζε ο θεσσαλικός κάμπος από τη ζέστη, μεσοκαλόκαιρο, έβραζαν κι οι άνθρωποι στοιβαγμένοι στα βαγόνια, βουτηγμένοι στον ιδρώτα που έκανε την ατμόσφαιρα πνιγηρή. Στάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τους κατέβασαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Κάποιοι είχαν περάσει από κει φαντάροι, άλλοι πάλι δεν είχαν προλάβει ακόμα να ντυθούν στο χακί. Πήραν μια ανάσα, ξαπόστασαν, ήλπισαν πως ίσως κάτι να άλλαζε, τουλάχιστον σταμάτησαν οι ανακρίσεις. Μαζεύονταν πιτσιρίκια κοντά στην πύλη, τους κοίταζαν κι ένα πρωί κάποιο ρώτησε: «Θα σας πάνε κι εσάς στη Γερμανία, όπως τους άλλους;» «Και πού ξέρεις εσύ τι τους έκαναν τους άλλους;» «Έτσι λένε όλοι εδώ τριγύρω, δεν το σκέφτηκα μόνος μου». Το νέο κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Μερικοί το υποψιάζονταν ήδη, αλλά δεν ήθελαν, δεν είχαν τολμήσει να το πουν. Τρία μερόνυχτα έμειναν συνολικά εκεί, ήταν αρχές Αυγούστου. Χαράματα τους πήραν, πρώτα σε φορτηγά ως το σταθμό κι ύστερα στα βαγόνια, ατέλειωτα βαγόνια, η αρχή και το τέλος τους χάνονταν πάνω στις γραμμές. Και στα μεσαία δεν ήταν Έλληνες, μα Γερμανοί αντιχιτλερικοί. Αυτοί που ξεκίνησαν από την πατρίδα τους, αξιωματικοί, αλλά και απλοί στρατιώτες, και στην πορεία είδαν το κακό που έκαναν. Αυτοί κατάλαβαν ότι «η εξαπόλυση επίθεσης πολέμου» είναι έγκλημα, πολύ πριν το αποφασίσουν και το διατυπώσουν οι δικαστές της δίκης της Νυρεμβέργης μετά το τέλος του πολέμου. Το έδειξαν ο καθένας με τον τρόπο του και τώρα έχοντας την ίδια μοίρα με

Σ ΟΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΠΕΙΣ 21 τους αιχμαλώτους και τους ομήρους, Έλληνες, χριστιανούς, Εβραίους, τσιγγάνους, ανέβαιναν προς το βορρά, σ ένα τρένο υπερφορτωμένο που αγκομαχούσε, όπως οι ψυχές αυτών που μετέφερε. Ήξεραν για τα τρένα οι παρτιζάνοι της Γιουγκοσλαβίας. Δυο φορές έστησαν ενέδρα, τη μία σ ένα μικρό απομακρυσμένο σταθμό και την άλλη χαράματα καταμεσής σ ένα δάσος ανατίναξαν τις γραμμές. Μα δεν τα κατάφεραν. Ο οδηγός ήταν έμπειρος, φρέναρε χωρίς να εκτροχιαστούν τα βαγόνια. Όσοι κοιμόντουσαν πετάχτηκαν λαχταρισμένοι από το απότομο και μακρόσυρτο φρενάρισμα και το στριγκό σύρσιμο πάνω στις ράγες, που έβγαζαν σπίθες από την τριβή τους με τους τροχούς. Κάποιοι ήλπιζαν, έστω και για λίγο, πως θα είχαν την ευκαιρία πάνω στην αναταραχή να αποδράσουν. Μα οι πόρτες ήταν καλά κλεισμένες, μάταια χτυπούσαν από μέσα οι κρατούμενοι με όση δύναμη είχαν. Μάταια. Δεκαπέντε μέρες κράτησε το ταξίδι, μερικοί δεν άντεξαν. Στις στάσεις οι φρουροί έβγαζαν τους πεθαμένους. Η ανθρώπινη ζωή είχε αρχίσει να μετράει διαφορετικά. Όταν έφευγε φίλος ή γνωστός, κυλούσαν δάκρυα πάνω στα μάγουλα. Ήταν φορές που ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλον. Βάστα, θα φτάσουμε κάποια στιγμή, θα βγούμε στον καθαρό αέρα, οπουδήποτε αλλού εκτός από δω μέσα θα είμαστε καλύτερα. Κι άλλες πάλι που, αφού μετά το «ξεκαθάρισμα» υπήρχε περισσότερος χώρος γι αυτούς που έμεναν, κάποιοι σκέφτονταν με ανακούφιση: μιας κι ήταν γραφτό τους να φύγουν έτσι, καλύτερα τώρα, βολευόμαστε πιο άνετα. Αγρίμι τον κάνει τον άνθρωπο ο πόλεμος. Κι ούτε που φαντάζονταν για πού είχαν κινήσει.