1. Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. Καιρό είχες να ρθεις, Κλουζ, μου είπε ο κύριος Κολχάαζε, ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του επικίνδυνα κοντά στο αριστερό μου αυτί. Εγώ τα αγαπώ τ αυτιά μου. Γι αυτό και κράτησα την ανάσα μου, ώσπου να σιγουρευτώ ότι ο κουρέας 9
μας θα μου τ άφηνε στη θέση τους. Μετά απάντησα: Τελευταία φορά ήρθα πριν από τέσσερις μήνες. Τέσσερις μήνες; απόρησε ο κύριος Κολχάαζε. Μα τότε τα μαλλιά σου θα πρεπε να ναι πολύ πιο μακριά. Εδώ που τα λέμε ναι, παραδέχτηκα. Και του διηγήθηκα την τελευταία μου υπόθεση. Ακούγοντάς με ο κύριος Κολχάαζε αφαιρέθηκε τόσο πολύ, που τελικά μου το κοψε το αυτί. Ευτυχώς πολύ πολύ λίγο. Η ιστορία άρχισε μια Δευτέρα απόγευμα. Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, η μαμά είχε παραγγείλει πίτσα, 10
στο ράδιο έπαιζε Ρόλινγκ Στόουνς και ο Σαμψών, το σκυλί στο διαμέρισμα από πάνω μας, είχε σταματήσει το γάβγισμα. Με λίγα λόγια, όλα έδειχναν ότι θα περνούσα ένα ωραίο βράδυ στη θαλπωρή του σπιτιού. Κρατούσα στο χέρι μου το τελευταίο κομμάτι πίτσα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η μαμά κοίταξε το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας. Ήταν εξίμισι. 11
Άντε να το σηκώσεις, είπε. Για σένα είναι σίγουρα. Όταν απάντησα, μια κοριτσίστικη φωνή έφτασε στο αυτί μου από την άλλη άκρη της γραμμής: Είσαι ο Κλουζ, ο ιδιω τικός ντετέκτιβ; Είμαι, είπα. Έλα στην οδό Ρόον, στο 17. Αμέσως! είπε η φωνή. Και γιατί να έρθω; ρώτησα εγώ. Είναι ανάγκη. Είμαι Ξαφνικά η φωνή κόπηκε. Άκουσα μια πνιγμένη κραυγή, μετά ένα χτύπημα. Μ έκοψε κρύος ιδρώτας. Εμπρός! φώναξα στο ακουστικό. Εμπρός! Τι έγινε; Μ ακούς; 12
Απόλυτη σιωπή. Το επόμενο δευτερόλεπτο κόπηκε και η γραμμή κάποιος είχε κλείσει το τηλέφωνο. Είμαι ντετέκτιβ. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Δεν τρομάζω εύκολα. Κι όμως: τώρα τα γόνατά μου έτρεμαν. Κυριολεκτικά. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η μαμά μου στην πόρτα του σαλονιού. Ποιος ήταν; ρώτησε. Αν της έλεγα τι ακριβώς είχε συμβεί, θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία. Κι αυτό δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα καθόλου. Διότι φυσικά εγώ ήθελα να βρω μόνος μου την άκρη και να μάθω τι είχε 13
Οδός Ρόον συμβεί με το κορίτσι που με είχε πάρει τηλέφωνο. Ο Μίχαελ ήταν, είπα ψέματα. Ο Μίχαελ ο συμμαθητής σου; Έγνεψα καταφατικά. Να πάω λίγο σπίτι του; ρώτησα. Να πας, είπε η μαμά. Αλλά μην αργήσεις! Ως τις οχτώμισι, ούτε λεπτό παραπάνω! Εντάξει, μαμά. Έχωσα ένα πακετάκι Κάρπεντερ στην τσέπη μου και ξεκίνησα. Για να πω την αλήθεια, είχα φοβερές τύψεις. Δεν ήταν μόνο το ψέμα που είχα πει στη μαμά μου. Κανονικά θα έπρεπε 14
αμέσως μετά το τηλεφώνημα να ειδοποιήσω την αστυνομία. Μπορεί να ήταν απαγωγή. Αν ήταν απαγωγή, τότε σπαταλούσα πολύτιμο χρόνο. Αποφάσισα να τηλεφωνήσω αμέσως στην αστυνομία αν έβρισκα έστω και την παραμικρή ένδειξη ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Το 17 της οδού Ρόον ήταν ένα μεγάλο παλιό σπίτι που έμοιαζε ακατοίκητο. Μερικά παράθυρά του ήταν σφραγισμένα με καρφωμένες σανίδες. Η πόρτα της εισόδου ήταν χτισμένη με τούβλα. Τίποτα δεν έδειχνε ότι κάτι περίεργο είχε συμβεί εδώ ακριβώς πριν από δέκα λεπτά. Ούτε στον τηλεφωνικό θάλαμο μπροστά στο σπίτι βρήκα τίποτα που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Σκαρφάλωσα σ έναν κάδο σκουπιδιών, έβαλα μια Κάρπεντερ στο στόμα 15
μου και βάλθηκα να σκέφτομαι. Τι έπρεπε να κάνω; Να ειδοποιήσω την αστυνομία; Χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο στα χέρια μου; Κάτι που να δείχνει ότι είχε γίνει παρανομία; Αδύνατον! Θα με κορόιδευαν. Βάλθηκα να ψάχνω ξανά. Και να που με το δεύτερο ψάξιμο κάτι βρήκα. Που θα πει ότι την πρώτη φορά δεν είχα ψάξει καλά. Δίπλα στην πόρτα της ει 16
σόδου βρήκα ένα παράθυρο που δεν ήταν σφραγισμένο. Έσπρωξα προσεκτικά το παντζούρι κι αυτό υποχώρησε τρίζοντας. Μ ένα πήδημα ανέβηκα στο περβάζι. Μέσα ήταν θεοσκότεινα κι ένιωσα τις αράχνες να κρέμονται λίγους πόντους μακριά από το πρό σωπό μου. Τι βλακεία που δεν είχα πάρει μαζί μου τον φακό! Αλλά δε θ άφηνα αυτή τη λεπτομέρεια να με σταματήσει τώρα. Όποιος φοβάται το σκοτάδι καλά θα κάνει να μη γίνει ντετέκτιβ. Αθόρυβα γλίστρησα στο πάτωμα. Αλλά την ίδια στιγμή δυνατά χέρια άρπαξαν τα μπράτσα μου και μου τα στριψαν πίσω από την πλάτη. Άλλα χέρια μού πέρασαν ένα βρομερό 17
σακί στο κεφάλι. Κι εγώ κατάλαβα ότι όλο αυτό δεν ήταν καθυστερημένη πρωταπριλιάτικη φάρσα. 18