Μια πεταλούδα στην Πανεπιστημίου Λευκή σελίδα



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Η δικη μου μαργαριτα 1

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr


«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΝΤΕΪΛΙ ΜΕΪΛ ΝΤΕΪΛΙ ΜΕΪΛ

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Τη μέρα που κόπηκε το ηλεκτρικό

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

The G C School of Careers

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

Μπορεί να υπάρχει ρατσισμός στου κόσμου τις πατρίδες Όμως εγώ θα αντιδρώ γιατί έχω ελπίδες

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάει

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

T: Έλενα Περικλέους

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.


Transcript:

Σοφία Στεκουλέα Μια πεταλούδα στην Πανεπιστημίου Λευκή σελίδα

http://www.lefkiselida.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή σελίδα», προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Εκδόσεις Λευκή σελίδα Σταδίου 10 T.K. 105 64 Αθήνα Τηλ.: 210-3232870 IDDN.FR.010.0116430.000.R.P.2011.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις εκδόσεις «Λευκή σελίδα», 2012

Στις ειδήσεις που δεν έγραψα, στις συγγνώμες που δεν έπραξα, στον Νικόλα, στη Βίβιαν, στη Νίκη, στην κα. Ιωάννα

«Ψέματα» Χαμογελούσε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, ανέβηκε τις σκάλες, βγήκε στο δρόμο και συνέχισε να χαμογελά. Έστρωσε την τσάντα στον ώμο της και πήρε την ανηφόρα. Δε θα έπαιρνε το τρόλεϊ, θα περπατούσε. Δεν ήθελε να εγκλωβιστεί. Τα βήματά της την οδηγούσαν ευθεία. Σήμερα τίποτα δε θα την έκανε να στρίψει. Να βγει από την πορεία της. Μια πορεία ευθεία. Μόνο ευθεία. Αρκετά είχε βαδίσει πλάγια στη ζωή της. Ήταν όμορφη μέρα. Αλκυονίδα. Κοίταξε τον ουρανό λες και περίμενε να δει το ευλογημένο από τους θεούς πουλί να ξεμυτίζει από τις πολυκατοικίες μ ανοιχτά τα φτερά του. Να κάνει κύκλους στον αέρα και βέβαια να χάνεται, μιας και ήταν αδύνατον να βρει το κατάλληλο μέρος για να φέρει τα σπάνια μικρά του σε τούτο το δρόμο, σε τούτο τον κόσμο. Μα είναι μύθος κι όπως όλοι οι μύθοι, είναι αγαπητός, γιατί είναι ψέματα. Τα ψέματά της κουβαλούσε κι εκείνη μες στην τσάντα της. Ζεις στο ψέμα, της είχε πει η Δημητρία. Ήταν η τελευταία φορά που την είδε, που την άγγιξε, που φιλήθηκαν. Και ποιον ενοχλώ; Σε ποιον κάνω κακό, την είχε ρωτήσει, όχι τόσο για να πάρει απάντηση, γιατί τίποτα δε θα άλλαζε, μια και τα όνειρά της όχι δεν ήταν όνειρα, ψέματα ήταν, τα ψέματά της ήταν ό,τι πιο αληθινό μες στη ζωή της. Θυμόταν καθαρά την έκφραση του προσώπου της, τις συσπάσεις και τα λόγια. 9

Μα είναι νοσηρή κατάσταση. Νοσηρή είναι η αλήθεια που μου επέβαλαν. Νοσηρό είναι που με ξέρασε η μάνα μου και η ζωή με ξέβρασε εδώ κι εκεί. «Τα παιδιά που φιλοξενούμε πρέπει να τιμωρούνται χωρίς να φέρουν σημάδια». Καταλαβαίνεις; Μας είχαν αφαιρέσει το δικαίωμα σ ένα αληθινό χαστούκι. Σ ένα χτύπημα δικό μας, καταδικό μας, ανάλογο του μεγέθους της σκανταλιάς μας και του χαρακτήρα μας. Μοναδικό για εμάς, για το τι είμαστε και για το τι προσδοκούν να γίνουμε. Σ ένα χαστούκι που να μαρτυρά την αγωνία της προσμονής, την τυραννία της αναμονής. Να ομολογεί: «Σε νοιάζομαι, φοβάμαι για σένα, πού στο διάτανο γυρνάς;» Μεγαλώσαμε κι οι δυο χωρίς ένα άγγιγμα, έστω και βίαιο. Χωρίς την επαφή. Χωρίς ένα ειλικρινές «Είσαι καλά;» Ε! λοιπόν, εγώ επιβιώνω με τους κανόνες τους, πάντα πειθήνια για να μη λάβω μια τιμωρία απρόσωπη. Ανέχομαι όλα τα «χωρίς» τους, δημιουργώντας πολλά ψεύτικα χάδια. Είχε πάρει την απόφασή της μόλις χθες το βράδυ. Ναι, γιατί όχι; Πάλεψε πολύ με τον εαυτό της, για να πει αυτό το «Ναι, γιατί όχι;» Μόνο η ίδια ήξερε πόσες φορές κατέκλυσε το μυαλό της πελώριο το «Ποια είσαι εσύ; Ένα τίποτα, από το πουθενά. Τι ξέρεις; Πώς τολμάς;» και την καταβρόχθισε. Αμφιβολίες που ποτέ της δεν είχε δυνατά επιχειρήματα ν αντικρούσει. Το μόνο που έκανε ήταν να μην τις ακούει πια. «Δε σας ακούω» είχε φωνάξει. Ήξερε ότι εκείνες παρέμεναν εκεί, σιωπηλές, καρτερώντας τη στιγμή του θριάμβου τους, τη στιγμή που εκείνη θα λύγιζε από ντροπή κι ανασφάλεια. Πόνταραν στο ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που γονάτισε κάτω από το βάρος των λεγόμενών τους. Πάντα κατάφερναν να την κάνουν να σέρνεται ή, καλύτερα, πάντα κατάφερναν να τη σέρνουν. Έφτασε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μπήκε στα σοκάκια της Πλάκας. Ξανάστρωσε την τσάντα στον ώμο 10

της, πιο πολύ από νευρικότητα. Τα βήματά της σταθερά ευθεία. Επανέλαβε στον εαυτό της ότι καμιά σκέψη σήμερα δε θα την έκανε ν αλλάξει πορεία. Περπατούσε σχεδόν στη μέση του δρόμου, το κεφάλι της ψηλά, το σώμα της αγέρωχο, το βήμα της ασύμμετρο. Γεμάτη αντιθέσεις η παρουσία της, μα δεμένη άρτια στο σύνολό της. Έκανε πολλούς να της αφιερώνουν δευτερόλεπτα το βλέμμα τους. Η Ελπίδα περνούσε ακατάδεχτα δίπλα τους. Μόνο μπροστά κοιτούσε κι έριχνε πού και πού κλεφτές ματιές στον ουρανό, λες και δεν ήθελε να τη δουν να τον κοιτά, λες κι ήταν μυστικό ότι απλωνόταν πελώριος από πάνω τους. Εκεί, πάντα ο ίδιος, κι ας ήταν άλλος. Έστριψε τελικά. Βγήκε από την ευθεία της, ακριβώς για να ξαναβρεί την πορεία της. Περπάτησε ζικ ζακ στα στενά και βγήκε στη Φιλελλήνων. Άλλες εικόνες, άλλη πόλη, άλλοι άνθρωποι. Εκείνη ίδια, όπως και πριν. Και πάλι ευθεία ως την πλατεία Συντάγματος και να κοιτά κλεφτά τον ουρανό και να στρώνει την τσάντα στον ώμο ξανά και ξανά. Επιτέλους! Πανεπιστημίου. Έπρεπε να περάσει απέναντι. Δεν έκοψε το βήμα της, συνέχισε να περπατά ευθεία. Έπρεπε να περάσει απέναντι. Στο φανάρι σταμάτησε. Ο κόσμος δίπλα της άρχισε να μαζεύεται. Τώρα κάποιοι ήταν ασφυκτικά κοντά της, σχεδόν την άγγιζαν κι εκείνη δεν άντεχε τούτη την κατά συνθήκη και λάθος επαφή. Κοίταξε και πάλι τον ουρανό. Μπρος στα μάτια της στροβιλίστηκε μια πεταλούδα. Κίτρινη, μικρή, εύθραυστη, πετούσε έτσι ξεδιάντροπα μπροστά της. Μπροστά σε όλους. Όμως μόνο εκείνη την κοιτούσε. Την ακολούθησε με το βλέμμα της. Συνέχισε ν αφήνεται. Μια κοντά της, μια μακριά της. Δεν την είδε να πετά, μόνο να χορεύει άτσαλα στον αέρα, μικροσκοπική, ευάλωτη, αψηφώντας την κίνηση, το νέφος, το θόρυβο του δρόμου. Ενός δρόμου που μόνο μια πεταλούδα δεν μπορούσες να περιμένεις να δεις να πετά. Την είδε να υψώνεται, να υψώνεται κι άλλο και τρόμαξε ότι θα την 11

έχανε. Ο κόσμος είχε βουβαθεί γύρω της από τούτο το ανέμελο, αθώο πέταγμα. Έτρεξε πίσω της. Φρεναρίσματα, φωνές, κορναρίσματα, έχασε το βήμα της, βγήκε από την πορεία της, στροβιλίστηκε μαζί με την πεταλούδα στον αέρα. Μια στροφή, μια σφυριά στο κεφάλι το τελευταίο που ένιωσε κι η πεταλούδα χάθηκε. 12

Κόκκινα χείλη Είδε την αεροδίνητη φιγούρα κι έπειτα σιωπή. Τη βοή των αυτοκινήτων πέτρωσε ο γδούπος που έκανε το κεφάλι της στο τσιμέντο του πεζοδρομίου. Η μοτοσικλέτα του πάλευε να σταματήσει δίνοντας κωλιές μια αριστερά, μια δεξιά. Πήδηξε στο πλάι και την άφησε εκεί πεσμένη, παρατημένη, με τον κινητήρα να βογκά. Πίσω του το λεωφορείο αγωνιζόταν κι εκείνο με τη σειρά του να σταματήσει για να μην καταπιεί κάτω από τις ρόδες του τη μοτοσικλέτα, τον οδηγό της και το πεσμένο κορίτσι. Σταγόνες χοντρές έσταζαν από το μέτωπο του οδηγού, όταν τελικά τα κατάφερε. Έριξε μια ματιά στο κορίτσι. Έφτυσε την τύχη του. «Παλικάρι μου, δεν έφταιγες εσύ. Ούτε που την ακούμπησες» του φώναξε και συνέχισε το δρομολόγιό του. Περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω από το ακίνητο σώμα της κοπέλας. Εκείνος, βγάζοντας το κινητό του, έσκυψε και τράβηξε τη φούστα της, για να καλύψει τα γυμνά της πόδια. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να τη μετακινήσει. Σχημάτισε το νούμερο των πρώτων βοηθειών στο κινητό του και περίμενε. «Ατύχημα στην Πανεπιστημίου. Στο ύψος του Οφθαλμιατρείου. Νεαρή κοπέλα. Έπεσε. Δεν κινείται. Αναπνέει. Περιμένω. Ναι, περιμένω». Ο πρώτος μαζεμένος κόσμος είχε φύγει, ήρθε άλλος κι έφυγε. Πάλι μαζεύτηκε, πάλι έφυγε. Κι εκείνος εκεί. Έγινε δέκα φορές αυτό, ίσως και λιγότερες. Του φάνηκε ατελείωτο αυτό το απρόσωπο, θορυβώδες πηγαινέλα μέχρι που επιτέλους άκουσε τις σειρήνες του ασθενοφόρου. Σταμάτησε ακριβώς πίσω τους. Η 13

μοτοσικλέτα του, που είχε πάψει ν αγκομαχά, ακόμη παρατημένη, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν περισσότερο. Μόνο τώρα άρχισε να συνειδητοποιεί την κατάσταση. Τόση ώρα έδινε εξηγήσεις σε αγνώστους, που δεν τους αφορούσε, που δεν τον αφορούσαν. Ότι δε φταίει και δεν ξέρει πραγματικά πώς έγινε. Έσυρε τη μοτοσικλέτα του πάνω στο πεζοδρόμιο και την κλείδωσε. Ακολούθησε τους τραυματιοφορείς και κάθισε δίπλα στην άγνωστη. Τον ρωτούσαν τα στοιχεία του κι απαντούσε κοφτά, άψυχα. Όταν του ζήτησαν τα δικά της, έμεινε βουβός να τους κοιτά. Δεν ήξερε τίποτα. Κρατούσε την τσάντα της. Την είχε μαζέψει από το δρόμο, καθώς και τα χυμένα πράγματά της. Την άνοιξε κι έψαξε για ταυτότητα. Τη βρήκε μέσα σε μια ατζέντα με τηλέφωνα. Την έδωσε στον τραυματιοφορέα να συμπληρώσει τα στοιχεία. Του την επέστρεψε και τώρα την κοιτούσε. Το κορίτσι της φωτογραφίας ήταν πιο άσπρο, με πιο μαύρα μαλλιά, πιο σκοτεινά μάτια και πιο άσχημο. Εκείνη που ήταν ξαπλωμένη στο φορείο έμοιαζε σαν τη Χιονάτη του παραμυθιού χωρίς κατακόκκινα χείλη. Εκείνος ήθελε να τα φαντάζεται κόκκινα σαν αίμα, σαν θύρες ρουμπινί που σε καλούν κοντά τους. Σειρήνες βουβές. Κι η ματιά τους μόνο σε σένα, μόνο για σένα. Κι εσύ συρμένος εκεί, άπελπις, έτοιμος να χαθείς αν τα χείλη ανοίξουν, να κατρακυλήσεις σ άγνωστα σύφλογα πελάγη κι ας ξέρεις πως θα σε πνίξουν, μα πάλι ίσως να θέλεις να πνιγείς, μην αντέχοντας το μισεμό που θα έρθει. Έτσι τα έπλαθε από μικρό παιδί στο μυαλό του τα χείλη της Χιονάτης. Και τ αντίκρισε στο λευκό προσωπάκι της Μαρίας, που τη φώναζαν Μάρα. Εκεί στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας του Κολωνού τα πρωταντίκρισε τα χείλη των ονείρων του. Πάνω σ ένα άγουρο πρόσωπο, λευκό και διάφανο. Μα ήταν κλειστά, σφραγισμένα και δε θα έβγαζαν ποτέ φωνή. Απάνω τους έπεφταν χυτά τα μαύρα μαλλιά. Κι όχι μόνο στα χείλη, μα και στους ώμους και στην πλάτη. Κι οι μικρές παλάμες 14

ενωμένες εμπρός τους, ίσα που τ άγγιζαν. Κι η εικόνα του κοριτσιού απλώθηκε στα μάτια του κι έπειτα στην ψυχή του κι έμεινε εκεί ανεξίτηλη μαχαιριά. Η Μάρα στοίχειωσε τα όνειρα και τους εφιάλτες του κι έτσι έπαψε να βλέπει οτιδήποτε στον ύπνο του. Αν εκείνη η Χιονάτη είχε ενηλικιωθεί, θα ήταν τούτη η κοπέλα που βρισκόταν στο φορείο μπροστά του. Το ίδιο διάφανο πρόσωπο, τα ίδια μαύρα μαλλιά, τα ίδια χείλη. Ναι, αν η Μάρα του μεγάλωνε, θα ήταν σαν τούτο το κορίτσι. Ναι. Ήταν πολύ λιγότερο άσχημη από ό,τι στη φωτογραφία της ταυτότητας. Διάβασε: «Ελπίδα». Πόσο αταίριαστο φάνταζε αυτό το όνομα τώρα μέσα στο ασθενοφόρο. «Ελπίδα Νοργαλά». Ένα φρενάρισμα κοφτό κι απότομο τον πήρε από την πλάνη του. Είχαν φτάσει στο Γενικό. Οι νοσοκόμοι κατέβασαν βιαστικά, μα με προσοχή, το φορείο και το έσπρωξαν στα επείγοντα. Τους ακολούθησε. Τον άφησαν να περιμένει έξω από μια πόρτα που έγραφε «Χειρουργικό». Χτύπησε το κινητό του και βγήκε έξω να μιλήσει. Τι έγινες, ρε; Ένα μήνα προσπαθούσα να σου κλείσω τη συνέντευξη με τον υπουργό κι εσύ με κρέμασες. Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι. «Φτου σου, γαμώτο! Πώς το ξέχασα;» μονολόγησε. Αρχηγέ μου. Συγγνώμη, έχω μπλέξει στο Γενικό. Τροχαίο. Καλά, το αναβάλλουμε. Όχι, με καις, βιάστηκε να πει. Δε γίνεται, έχουν κρατήσει μια σελίδα στην εφημερίδα. Δεν μπορεί. Πρέπει να μου τη δώσει τη συνέντευξη. Σε παρακαλώ. Αν όχι συνέντευξη, τις προτάσεις του, μια δήλωση κι εγώ θα τα μπαλώσω. Στείλε μου εσύ με φαξ, με email, με κλητήρα ό,τι έγγραφα έχει καταθέσει στις αρμόδιες υπηρεσίες. Ξέρω ότι είναι ανορθόδοξο, αλλά σε παρακαλώ. Σε πανικό είσαι. Δεν υπόσχομαι τίποτα. 15

Σου λέω τροχαίο. Ανθρώπινο είναι να συμβεί. Ως σύμβουλός του μπορείς να τον πείσεις. Θα επικοινωνήσω κι εγώ μαζί του. Θα του στείλω ουίσκι, γλυκά και μια μεγάλη συγγνώμη. Σε παρακαλώ. Καλά. Καλά, θα δω τι θα κάνω, αλλά το ουίσκι σε μένα το χρωστάς. Όποτε θες. Ο φωτογράφος ήρθε; Ήρθε κι έφυγε. Δεν τράβηξε; Τράβηξε. Εντάξει, με σώζεις. Σ ευχαριστώ. Εύχομαι όλα να πάνε καλά. Ευχαριστώ. Μη με κάψεις. Το τηλέφωνο έκλεισε και διαολόστειλε τον εαυτό του. Γιατί μπλέχτηκε; Πώς μπλέχτηκε; Ήταν εκείνη η κίτρινη πεταλουδίτσα που έκλεψε το μυαλό του, απλώθηκε στα μάτια του κι αυτός δεν έβλεπε τίποτ άλλο παρά μόνο τον τρελό της χορό. Δεν ήξερε πότε κορίτσι και πεταλούδα έγιναν ένα. Είδε τη φούστα της, τα μαλλιά της, το κορμί της στον αέρα κι έπειτα ξαφνικά χωρίστηκαν. Η πεταλούδα πέταξε ψηλά κι εκείνη στο κράσπεδο ακίνητη. Με αργά βήματα έφτασε και πάλι έξω από την πόρτα που έγραφε «Χειρουργικό». Είδε έναν γιατρό να έρχεται. Συγγνώμη. Περιμένετε για την κοπέλα από το ατύχημα; Την πήγαμε στην εντατική. Βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση. Κοιτούσε το γιατρό αμίλητος, ποιος ξέρει πώς, που εκείνος σούφρωσε τα χείλη του αμήχανα. Βρίσκεται σε κώμα. Ελάτε μαζί μου. Είστε... Τι ήταν για εκείνη; Ελάτε, καταλαβαίνω. Τον ακολούθησε. Κάπου στο διάδρομο πήραν το ασανσέρ, κατέβηκαν κάπου κι έφτασαν σε ένα γραφείο κάπου. Καθίστε. Κάθισε. Τον άκουγε να λέει: «Το επισκεπτήριο για την εντατική είναι 11.00 με 12.30 το πρωί και 5.30 με 7.00 το 16

βράδυ. Μόνο τότε εγώ ή ο άλλος συνάδελφος θα σας ενημερώνουμε. Μπορεί να είναι πολύ νωρίς, αλλά θέλω να σκεφτείτε τη δωρεά οργάνων». Σηκώθηκε με σκυμμένο το κεφάλι. Κύριε Μιχάλη Ψαλτάκη, το διάβασε αργά από ένα χαρτί μπροστά του. Τον είδε να ψάχνει την αριστερή τσέπη της λευκής του μπλούζας. Έβγαλε ένα μενταγιόν. Αυτό πρέπει να το πάρετε εσείς. Είναι το μοναδικό κόσμημα που φορούσε. Άπλωσε την παλάμη του σαν υπνωτισμένος. Ο γιατρός ακούμπησε ακριβώς στο κέντρο της ένα χρυσό σταυρό περασμένο σε μια χρυσή αλυσίδα. Ανατρίχιασε. Τον έβαλε στην τσέπη του σακακιού του, ευχαρίστησε κι έφυγε κοιτώντας τα λευκά πλαστικά πλακάκια του δαπέδου. 17