Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 79/2009 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με καταγγελία για τερματισμό της απασχόλησης εργαζόμενης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της 1. Η κ. Τ. Τ. Γ. με επιστολή της ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 2009 μου υπέβαλε καταγγελία, αναφορικά με την απόλυση της από την εταιρεία X. (ιδιοκτήτρια εταιρεία των καταστημάτων με εμπορική επωνυμία XX.), ενώ βρισκόταν στο τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της. 1.1. Η κ Τ. υποστήριξε, ειδικότερα, ότι ενώ διένυε την 14 η εβδομάδα της εγκυμοσύνης της τής δόθηκε, στις 30.4.2009, επιστολή του εργοδότη της με την οποία την ενημέρωσε ότι η απασχόληση της τερματιζόταν με την αιτιολογία της μείωσης των εργασιών του καταστήματος XX. στη Λάρνακα, όπου εργαζόταν ως πωλήτρια. Η θέση της κ Τ. είναι ότι ο πραγματικός λόγος της απόλυσης της ήταν η εγκυμοσύνη της, την οποία είχε γνωστοποιήσει προφορικά στη διεύθυνση της X.. Έθεσε, επίσης, υπόψη μου ότι πριν το Πάσχα η σύζυγος του εργοδότη της επισκέφθηκε το κατάστημα της Λάρνακας και ζήτησε από το προσωπικό να εργασθεί υπερωρίες. Η ίδια είχε απαντήσει ότι δεν μπορούσε να εργασθεί υπερωρίες και επειδή είχε άγχος οι συνάδελφοι της τής είχαν πει να ηρεμήσει λόγω της κατάστασης της. Λίγες ημέρες αργότερα η σύζυγος του εργοδότη της επισκέφθηκε ξανά το κατάστημα και της παρέδωσε την επιστολή απόλυσης της. 2. Από την έρευνα προέκυψε ότι η κ Τ. άρχισε να εργάζεται ως πωλήτρια στο κατάστημα XX. Λάρνακας, της εταιρείας X., στις 3.9.2007. Συνολικά στο κατάστημα αυτό απασχολούνταν 4 υπάλληλοι. Στις 30.4.2009 δόθηκε στην κ Τ. επιστολή του εργοδότη της, ημερομηνίας 29.4.2009, με το εξής περιεχόμενο: «Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι λόγω μειωμένων εργασιών του καταστήματος οι υπηρεσίες σας τερματίζονται. Σας δίδεται η νόμιμη προειδοποίηση των 2 (δύο) εβδομάδων. θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τις μέχρι στιγμής υπηρεσίες σας τις οποίες προσφέρατε στην εταιρεία μας.» 2.1. Ο εργοδότης, συμπληρώνοντας στις 28.5.2009 έντυπο του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για σκοπούς εξέτασης αίτησης της κ Τ. να της χορηγηθεί ανεργιακό επίδομα, δήλωσε και πάλι ως λόγο απόλυσης της τη μείωση των εργασιών του καταστήματος. 2.2. Όταν η κ Τ. ενημερώθηκε για τον τερματισμό της απασχόλησης της αποτάθηκε, αρχικά, στο Τμήμα Εργασιακών Διαφορών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λάρνακας, όπου την ενημέρωσαν ότι δυνάμει του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου απαγορεύεται η απόλυση εγκύου από τη στιγμή που θα γνωστοποιήσει την εγκυμοσύνη της στον εργοδότη με βεβαίωση 1
γιατρού. Ενεργώντας, δε, όπως από το Τμήμα Εργασιακών Διαφορών της υποδείχθηκε, έστειλε στον εργοδότη της, στις 5.5.2009, την υπ αριθμόν RA038028431CY συστημένη επιστολή, επισυνάπτοντας και ιατρική βεβαίωση της εγκυμοσύνης της. Όπως, διαπίστωσα, από το Ταχυδρομείο στάληκαν δύο ειδοποιήσεις στον εργοδότη της για να παραλάβει την υπό αναφορά επιστολή χωρίς να υπάρξει από μέρους του ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η επιστολή να καταχωρηθεί ως αζήτητη και να επιστραφεί στην κ Τ.. Σημειώνω ότι η επιστολή αυτή ταχυδρομήθηκε στις 5.5.2009, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η κ Τ. εξακολουθούσε να είναι υπάλληλος του καταστήματος XX. δεδομένου ότι η προειδοποίηση των δύο εβδομάδων που της δόθηκε έληγε στις 16.5.2009. 2.3. Ο εργοδότης απέρριψε τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας ότι η απόλυση της σχετιζόταν με την εγκυμοσύνη της. Ειδικότερα, οι δικηγόροι της εργοδοτικής πλευράς, με επιστολή ημερομηνίας 2 Φεβρουαρίου 2010, ανέφεραν τα εξής: «Οι πελάτες μας προέβηκαν σε τερματισμό της απασχόλησης της ως άνω μισθωτής (κ. Τ.) χωρίς να γνωρίζουν ότι η μισθωτή ήταν έγκυος. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.100(ι)/97 απαγορεύεται σε εργοδότη να δίδει προειδοποίηση τερματισμού απασχόλησης σε μισθωτή κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει από τη στιγμή που η μισθωτή θα του γνωστοποιήσει με πιστοποιητικό εγγεγραμμένου ιατρού την εγκυμοσύνη της. Στην προκείμενη περίπτωση η ως άνω μισθωτή δεν είχε γνωστοποιήσει δεόντως την εγκυμοσύνη της στον εργοδότη της και συνεπώς δεν ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου 100(ι)/97, και εξ αντιδιαστολής του άρθρου 4 του Ν.100(ι)/97, η απόλυση της ως άνω μισθωτής καθίσταται νόμιμη.» 2.4. Για τους σκοπούς της έρευνας, λειτουργός της Αρχής Ισότητας επισκέφθηκε τα γραφεία της X. στις 22.3.2010, αφού προηγούμενα ενημέρωσα σχετικά τους δικηγόρους της γραπτώς. Ο κ B. X. αρνήθηκε, εντούτοις, να συναντήσει τη λειτουργό του γραφείου μου, με την αιτιολογία ότι εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ απασχολημένος. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, και κατ εφαρμογήν του άρθρου 45(3) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου 1, με επιστολή μου ημερομηνίας 23.3.2010 προς τους δικηγόρους της εταιρείας, ζήτησα να παρουσιασθεί στο γραφείο μου στις 9.4.2010 είτε εκπρόσωπος της εργοδοτικής πλευράς είτε και δικηγόρος ως εκπρόσωπος της και να μου παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία, όπως, το συμβόλαιο εργοδότησης της κ Τ. και καταστάσεις που να βεβαιώνουν τη μείωση των εργασιών, την οποία είχε επικαλεσθεί ο εργοδότης ως τον λόγο απόλυσης της κ Τ.. 2.5. Στις 9.4.2010, παρουσιάσθηκε στο γραφείο μου εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς η δικηγόρος κ Ε. Π., η οποία υποστήριξε μια νέα εκδοχή ως προς τον 1 Δυνάμει αυτού ο Επίτροπος δύναται να κλητεύει ενώπιον του για τους σκοπούς της έρευνας του πρόσωπα, υπαλλήλους και αξιωματούχους, ή και να ζητά την προσαγωγή, παρουσίαση και κατάθεση στοιχείων, εγγράφων, βιβλίων και αρχείων από αυτούς. 2
λόγο απόλυσης της κ Τ.. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο πραγματικός λόγος απόλυσης της καταγγέλλουσας ήταν η ανάρμοστη συμπεριφορά της απέναντι στους πελάτες του καταστήματος. Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις η κ Π. υποστήριξε ότι η κ Τ. δεν ήταν δεκτική σε υποδείξεις και παρατηρήσεις, δεν ήταν συνεργάσιμη και είχαν γίνει καταγγελίες εναντίον της από συναδέλφους της και από τη σύζυγο του εργοδότη της για τη συμπεριφορά της. Όσον αφορά την αναγραφή στην επιστολή απόλυσης της κ Τ. ως λόγου τερματισμού της απασχόλησης της την μείωση των εργασιών του καταστήματος, η κ Π., υποστήριξε, ότι αυτό έγινε επειδή ο εργοδότης δεν ήθελε να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της εργαζόμενης όπως το να μην μπορεί να βρει άλλη δουλειά. 2.6. Στις 13.4.2010, λειτουργός της Αρχής Ισότητας επισκέφθηκε το κατάστημα XX. στη Λάρνακα, με σκοπό τη διερεύνηση του ισχυρισμού της εργοδοτικής πλευράς ότι ο πραγματικός λόγος απόλυσης της κ Τ. ήταν η ανάρμοστη συμπεριφορά της. Στην επιτόπου αυτή επίσκεψη η κ Κ. Μ., υπάλληλος του καταστήματος, δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει η ίδια τον ισχυρισμό του εργοδότη για ανάρμοστη συμπεριφορά της καταγγέλλουσας. Η κ Μ. ανέφερε απλώς ότι, όπως είχε ακούσει και όπως της είχαν πει υπήρξαν κάποια παράπονα από πελάτες εναντίον της κ Τ.. Η ίδια, ανέφερε, ουδέποτε είχε καταγγείλει την κ Τ. για τη συμπεριφορά της και εξαρχής την είχε χαρακτηρίσει ως σοβαρό άτομο. 2.7. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας ουδέποτε έγινε γραπτή παρατήρηση στην καταγγέλλουσα για τη συμπεριφορά της ενόσω εργαζόταν στο κατάστημα XX.. Επίσης, ουδέποτε κλήθηκε η κ Τ. να υπερασπίσει τον εαυτό της από τυχόν καταγγελίες που έγιναν εναντίον της σε συμμόρφωση με το άρθρο 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης περί του Τερματισμού της Απασχόλησης του 1985 2, το οποίο ορίζει ότι, η απασχόληση εργαζόμενου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή την δυνατότητα. 3. Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί καταγγελία εργαζόμενης η οποία απολύθηκε ενώ ήταν έγκυος πριν προλάβει να καταθέσει στον εργοδότη της πιστοποιητικό εγγεγραμμένου ιατρού που να βεβαιώνει την εγκυμοσύνη της, με αποτέλεσμα η απόλυση της να μη θεωρείται, τουλάχιστον κατά την έννοια του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου, παράνομη. Το εδάφιο (1), του άρθρου 4, των περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμων του 1997 έως 2008, προνοεί ότι απαγορεύεται σε εργοδότη να δίδει προειδοποίηση τερματισμού της απασχόλησης μισθωτής κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει από τη στιγμή που η μισθωτή θα του γνωστοποιήσει με πιστοποιητικό εγγεγραμμένου ιατρού την 2 Ν.45/85. 3
εγκυμοσύνη της και που λήγει μετά την παρέλευση τριών μηνών από το τέλος της άδειας μητρότητας, με την επιφύλαξη ότι δεν συντρέχει άλλος λόγος, άσχετος με την εγκυμοσύνη, που να δικαιολογεί την απόλυση. Προκύπτει, δηλαδή, ότι απαγορεύεται η απόλυση μιας εγκύου, όχι από την αρχή της εγκυμοσύνης της, αλλά από τη στιγμή που θα γνωστοποιήσει την εγκυμοσύνη της στον εργοδότη της, και με την προϋπόθεση ότι αυτή η γνωστοποίηση θα γίνει με την κατάθεση σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού. 3.1. Ως προς τη συμβατότητα των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 4 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ έχω ήδη τοποθετηθεί σε προηγούμενη Έκθεση μου 3. Για τους σκοπούς της υπό αναφορά οδηγίας, και σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, έγκυος εργαζόμενη θεωρείται κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάσταση της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική. Σύμφωνα με το άρθρο 10.1 της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, για διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας. 3.2. Από τη διατύπωση του άρθρου 10.1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής έγκυος εργαζόμενη νοείται η εργαζόμενη που πληροφόρησε τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποτρέπονται οι απολύσεις εγκύων γυναικών για διάστημα το οποίο εκτείνεται από την αρχή της εγκυμοσύνης τους μέχρι το τέλος της άδειας μητρότητας. Έχω δε την άποψη ότι το άρθρο 4 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου δεν είναι συμβατό με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ, δεδομένου ότι δεν απαγορεύει τον τερματισμό της απασχόλησης των γυναικών από την αρχή της εγκυμοσύνης τους αλλά από το χρονικό σημείο της κατάθεσης στον εργοδότη πιστοποιητικού γιατρού που να βεβαιώνει την εγκυμοσύνη τους. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία απενεργοποιεί την απόλυτη προστασία που η υπό αναφορά οδηγία παρέχει στις εγκύους εργαζόμενες από τις απολύσεις και επιτρέπει την καταστρατήγηση της γενικής απαγόρευσης για απόλυση των εγκύων εργαζομένων στις περιπτώσεις που η εγκυμοσύνη μιας εργαζόμενης γίνεται γνωστή στον εργασιακό της χώρο πριν καταθέσει το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό. 3.3. Με τη θέση ότι η υπό αναφορά οδηγία απαγορεύει τις απολύσεις εγκύων για το διάστημα που εκτείνεται από την αρχή της εγκυμοσύνης, και όχι μόνο για το διάστημα που εκτείνεται από το χρονικό σημείο σχετικής ενημέρωσης του εργοδότη, συνηγορεί και μια πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ 4. Η υπόθεση αυτή 3 Καταγγελία με αρ. αναφοράς Α.Κ.Ι. 43/09, Έκθεση ημερομηνίας 23 Οκτωβρίου 2009. 4 Υπόθεση C-506/06 4
αφορούσε γυναίκα σερβιτόρο η οποία υποβαλλόταν σε θεραπεία τεχνητής γονιμοποίησης και γι αυτό το λόγο απουσίασε για ορισμένες μέρες από τη δουλειά της με άδεια του γιατρού. Ο εργοδότης της την ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι την απέλυσε. Την ημέρα της απόλυσης της τα γονιμοποιημένα ωάρια της βρισκόντουσαν σε δοκιμαστικό σωλήνα και επρόκειτο να μεταφερθούν στη μήτρα της σε τρεις ημέρες μετά την απόλυση της. Η υπόθεση αυτή κατ ουσίαν αφορούσε το ερώτημα αν η απολυθείσα απολάμβανε της προστασίας από την απόλυση εγκύων εργαζομένων που παρέχει η οδηγία 92/85/ΕΟΚ κατά το χρόνο της απόλυσης της, κατά τον οποίο τα ωράρια της είχαν ήδη γονιμοποιηθεί αλλά δεν είχαν εμφυτευθεί στη μήτρα της. Το ΔΕΚ έκρινε ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου, η προστασία από την απόλυση που παρέχει η οδηγία αυτή δεν μπορεί να καλύπτει μια εργαζόμενη όταν κατά το χρόνο της απόλυσης της δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί η μεταφορά των με τεχνητό τρόπο γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι αν η μεταφορά στη μήτρα της των γονιμοποιημένων ωαρίων είχε γίνει έστω και μία ημέρα πριν την απόλυση της, η προστασία από τις απολύσεις που παρέχει η υπό αναφορά οδηγία θα κάλυπτε και την περίπτωση της, με την προϋπόθεση ότι θα ενημέρωνε (εκ των υστέρων) σχετικά τον εργοδότη της. 3.4. Η πιο πάνω ερμηνεία θα πρέπει βεβαίως να αποφασισθεί από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και δεν αποκλείεται εφόσον τεθεί τέτοιο θέμα να απαιτηθεί προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Στα πλαίσια εν πάση περιπτώσει των αρμοδιοτήτων μου να ενεργώ ως Αρχή Ισότητας έχω ήδη ενημερώσει την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την ανάγκη τροποποίησης του άρθρου 4 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου. 4. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι ουσιαστικής σημασίας το ότι οι καταγγελίες για απολύσεις εγκύων εργαζομένων δεν εξετάζονται πλέον μόνο υπό το πρίσμα των προνοιών του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου, αλλά, και υπό το πρίσμα των προνοιών των περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων του 2002 έως 2009. Δυνάμει του άρθρου 5(1) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 αυτού του νόμου, άνδρες και γυναίκες απολαμβάνουν ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την απασχόληση και, μεταξύ άλλων, τους όρους και τις προϋποθέσεις απολύσεως απαγορευόμενης οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την έγγαμη ή οικογενειακή κατάσταση. Όσον αφορά ειδικά τις απολύσεις, στο άρθρο 9(1) καθορίζεται ότι άνδρες και γυναίκες απολαμβάνουν ίσης μεταχείρισης απαγορευόμενης οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φύλου, ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις απολύσεως από οποιεσδήποτε θέσεις απασχόλησης ή εργασίας. Το εδάφιο (1) του άρθρου 11 διευκρινίζει ότι η πρόνοια του πιο πάνω αναφερόμενου άρθρου 9 εφαρμόζεται και σε περίπτωση οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης δυσμενούς μεταχείρισης γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας, μητρότητας ή ασθένειας οφειλόμενης στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό. Στις ερμηνευτικές διατάξεις, τέλος 5
του υπό αναφορά νόμου ορίζεται ότι «διάκριση λόγω φύλου σημαίνει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης καθώς και οποιασδήποτε δυσμενούς μεταχείρισης γυναίκας που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη». 4.1. Ο πιο πάνω νόμος θεσπίσθηκε για σκοπούς εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα με την οδηγία 76/207/ΕΟΚ 5 η οποία τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με την οδηγία 2006/54/ΕΚ 6. Στο προοίμιο 23 της οδηγίας 2006/54 αναφέρεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθίσταται σαφές ότι η δυσμενής μεταχείριση λόγω εγκυμοσύνης συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου 7. 5. Από τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα θα σταθώ ιδιαίτερα στα εξής: Η κ Τ. υποστήριξε ότι απολύθηκε επειδή ήταν έγκυος. Ο εργοδότης, τόσο στην επιστολή τερματισμού της απασχόλησης της καταγγέλλουσας, όσο και στο σχετικό με το ανεργιακό επίδομα έντυπο του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατέγραψε ότι ο λόγος απόλυσης της ήταν η μείωση των εργασιών του καταστήματος. Στη γραπτή τοποθέτηση της η εργοδοτική πλευρά, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο απόλυσης της κ Τ., υποστήριξε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν έγκυος, και, επιπλέον, ότι εφόσον δεν είχε γνωστοποιήσει δεόντως την εγκυμοσύνη της, δηλαδή, δεν είχε καταθέσει πιστοποιητικό γιατρού, η απόλυση της ήταν δυνάμει των προνοιών του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου νόμιμη. Η προσπάθεια της κ Τ. να ενημερώσει τον εργοδότη της με πιστοποιητικό γιατρού ότι είναι έγκυος, σε χρόνο, μάλιστα, που εξακολουθούσε να είναι υπάλληλος της εταιρείας, απέτυχε, λόγω της συνειδητής πιστεύω άρνησης του εργοδότη να παραλάβει την σχετική συστημένη επιστολή. Στη διάρκεια της έρευνας από τον εργοδότη υποστηρίχθηκε μια νέα εκδοχή, ότι απέλυσε την καταγγέλλουσα λόγω της κακής συμπεριφοράς της. Κανένα, όμως, στοιχείο δεν παρουσίασε που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, από τη δική μου έρευνα προέκυψε ότι πριν την απόλυση ούτε γραπτή παρατήρηση έγινε στην κ Τ., ούτε της δόθηκε η δυνατότητα να ακουσθεί σε σχέση με τις καταγγελίες που ισχυρίζεται η εργοδοτική πλευρά ότι έγιναν εναντίον της και ούτε η συνάδελφος της κ Μ. είχε ίδιαν αντίληψη αυτής της κακής συμπεριφοράς. 5.1. Δεν μπορώ να μη σχολιάσω ειδικά τη θέση που υποστηρίχθηκε ότι, εφόσον η κ Τ. δεν είχε γνωστοποιήσει δεόντως την εγκυμοσύνη της, δηλαδή, δεν είχε καταθέσει πιστοποιητικό γιατρού, η απόλυση της ήταν, δυνάμει των προνοιών 5 Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας. 6 Στην οδηγία 2006/54/ΕΚ συγκεντρώθηκαν σε ένα ενιαίο κείμενο όλες οι διατάξεις των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου καθώς και οι εξελίξεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 7 Σχετική η Υπόθεση C-421/92. 6
του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου, νόμιμη. Καμιά απόλυση μισθωτής λόγω της εγκυμοσύνης της δεν είναι νόμιμη, ανεξάρτητα από το αν κατέθεσε ή όχι πιστοποιητικό γιατρού στον εργοδότη της. Αντίθετα, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που παραθέτω στις παραγράφους 4 και 4.1., στοιχειοθετεί απαγορευμένη με νόμο άμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία επισύρει κυρώσεις εναντίον του προσώπου που διαπράττει τη διάκριση και δημιουργεί δικαίωμα αποζημίωσης του θύματος της διάκρισης. 5.2. Με βάση το σύνολο των πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόλυση της κ Τ. οφείλεται στην εγκυμοσύνη της και κατά τούτο συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου κατά παράβαση του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου. 6. Σε σχέση με την πιο πάνω παράβαση έχω αποφασίσει δυνάμει του άρθρου 17(1) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004, να επιβάλω διοικητικό πρόστιμο στην X. ύψους διακοσίων ευρώ. Επιπρόσθετα, επειδή προτίθεμαι να προβώ σε Σύσταση, και επειδή δυνάμει του άρθρου 22 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις τόσο με το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία όσο και με το πρόσωπο εναντίον του οποίου η καταγγελία στρέφεται πριν καταλήξω στην τελική μου Σύσταση, διαβιβάζω μαζί με την παρούσα Έκθεση και Πρόσκληση για Διαβουλεύσεις στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 21 Μαΐου 2010 ΝΓ/ 7