ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2008 Κατεύθυνση Πολιτικής Ποινικής Δικαιοσύνης 1 Ο Θέμα Αστικού δικαίου - Εμπορικού δικαίου - Πολιτικής Δικονομίας Ο Α και Β είναι σύζυγοι και έχουν δύο άρρενα τέκνα, τους Γ και Δ ηλικίας 10 και 12 ετών. Οι οικογένεια διαμένει σε σπίτι (οικογενειακή στέγη) ιδιοκτησίας του Α στην Αθήνα. Ο τελευταίος (Α), με τη σύζυγό του Β, συνέστησαν Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρία με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ Ο.Ε.», η οποία, με τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων αποδείξεως και δημοσιότητας, απέκτησε νομική προσωπικότητα αορίστου χρόνου, με αντικείμενο την επί κέρδει πώληση ηλεκτρικών ειδών, με ποσοστό συμμετοχής σ αυτή του μεν Α 70%, της δε Β 30%. Διαχειριστής της εταιρίας αυτής ορίσθηκε νόμιμα ο Α. Από τα καθαρά κέρδη της εταιρίας αυτής η οικογένεια αντιμετωπίζει τις δαπάνες διαβιώσεώς της, δεδομένου ότι η σύζυγος Β δεν εργάζεται, ασχολούμενη με την καθαριότητα και εν γένει συντήρηση του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. Το έτος 2005, αφού επί μήνες οι σχέσεις των άνω συζύγων ήταν πολύ τεταμένες, με καθημερινά επεισόδια, ύβρεις, χειροδικίες εκατέρωθεν κ.λ.π., διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωση των συζύγων και ο Α έφυγε από την οικία, όπου μέχρι τότε διέμενε με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε σε μίσθιο διαμέρισμα στο Παλαιό Φάληρο μετά δε από ένα χρόνο σύνηψε εξωσυζυγική σχέση με την Π. Η σύζυγος Β με τα δύο παιδιά Γ και Δ, στερούμενοι περιουσίας και εισοδημάτων, εξακολουθούν να διαμένουν στην οικογενειακή στέγη, συντηρούνται δε από τους γονείς της Β, αφού ο Α αδιαφορεί και ουδέν προσφέρει για τη συντήρησή τους. Λίγους μήνες μετά τη διάσταση των συζύγων, η Β, στην οποία με απόφαση είχε ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας των παιδιών, άσκησε κατά του Α αγωγή διατροφής, αιτούμενη γι αυτήν ατομικά και για τα τέκνα τους, ποσού 400 ευρώ γι αυτή και 250 ευρώ το μήνα για κάθε παιδί επί ένα έτος. Παράλληλα ο Α άσκησε κατά της Β αγωγή διαζυγίου, με αίτημα να λυθεί ο γάμος του με την τελευταία, λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους. Μετά τη διάσταση των συζύγων, ο Α, διαχειριστής της άνω ομόρρυθμης εταιρίας, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της, επώλησε ηλεκτρικές συσκευές στην εδρεύουσα στον Πειραιά ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΠΕΙΡΑΪΚΗ Α.Ε.», της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος, Πρόεδρος του Δ.Σ. της και διευθύνων σύμβουλος αυτής Κ, κάτοικος Πειραιώς, υπέγραψε υπό την εταιρική επωνυμία και εξέδωσε στον Πειραιά, χάριν καταβολής του τιμήματος των άνω εμπορευμάτων (10.000 ευρώ), ισόποση επιταγή, σε διαταγή της Ομόρρυθμης εταιρίας, με πληρώτρια τράπεζα την Τ.Π., στην οποία η ανώνυμη εταιρία τηρούσε σχετικό λογαριασμό εν γνώσει του ότι η τελευταία (ανώνυμη) εταιρία δεν έχει στο λογαριασμό της διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της. Ο Α, με βάση την επιταγή αυτή, 1
που εμφανίσθηκε νόμιμα και δεν πληρώθηκε και αυτό βεβαιώθηκε νόμιμα στο σώμα της, εκδίδει κατά του Κ διαταγή πληρωμής, εν συνεχεία δε ασκεί κατά του ίδιου (Κ) αγωγή, αιτούμενος να διαταχθεί η προσωπική του κράτηση, ως μέσο εκτέλεσης προς ικανοποίηση της εξ επιταγής χρηματικής απαιτήσεώς του. Τέλος, ο Α, συντάσσει ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία, αφού αναφέρει σ αυτή (διαθήκη) ότι τα παιδιά του Γ και Δ χωρίς λόγο τον ύβρισαν σκαιώς με βαριές φράσεις, αποκληρώνει τα παιδιά του και αφήνει όλη του την περιουσία στη φίλη του Π. Ερωτάται: 1. Μπορεί ο Α, εναγόμενος στη δίκη διατροφής, να προβάλλει ότι, ενόψει της υποχρέωσής του να διατρέφει τους υπερήλικες γονείς του, δεν είναι σε θέση να καταβάλει στην εν διαστάσει σύζυγό του Β τη ζητούμενη διατροφή χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή; 2. Ποιο είναι το καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής διατροφής και με ποια διαδικασία θα δικασθεί αυτή; 3. Μπορεί, υπό τα άνω περιστατικά, ο Α να ζητήσει διαζύγιο; Με την άνω αγωγή διαζυγίου μπορεί να συνεκδικασθεί η αγωγή διατροφής που άσκησε η Β, αιτούμενη διατροφή γι αυτήν και τα παιδιά των διαδίκων; 4. Μπορεί να παραχωρηθεί στη Β η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης και σε καταφατική περίπτωση υπό ποίες προϋποθέσεις; 5. Νόμιμα ο Λ με την αγωγή ζητεί την προσωπική κράτηση του νομίμου εκπροσώπου (Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου) της άνω ανώνυμης εταιρίας Κ; Μπορεί ο τελευταίος, εναγόμενος στη δίκη, να προβάλει ότι η μη πληρωμή της επιταγής οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία του να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή; 6. Ποιος είναι ο καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος για την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής και ποιο είναι το καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής προσωπικής κρατήσεως; 7. Ποιες οι διατυπώσεις αποδείξεως και δημοσιότητας που έλαβαν χώρα (τηρήθηκαν) ώστε να αποκτήσει η άνω Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρία νομική προσωπικότητα; 8. Δικαιούται η Β, αν θέλει, να λύσει την άνω Ο.Ε.Ε., σε καταφατική περίπτωση με ποιο τρόπο και πότε η λύση αυτής της εταιρίας μπορεί να της δημιουργήσει υποχρέωση αποζημιώσεως του συνεταίρου και συζύγους της Α; 9. Υπό τα άνω περιστατικά συντρέχει νόμιμος λόγος αποκλήρωσης των παιδιών Γ και Δ, σε καταφατική περίπτωση η αποκλήρωση αυτή τι συνέπειες έχει για τα παιδιά αυτά και ποια η διαφορά μεταξύ της άνω αποκλήρωσης και του «αποκλεισμού από την εξ αδιαθέτου διαδοχή» για την οποία ομιλεί το άρθρο 1713 του Α.Κ.; 2
2 Ο Θέμα Αστικού Δικαίου, Εμπορικού Δικαίου 2008 Α. Με το υπ αριθ. 1234/1.3.2003 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρέα Ανδρεάδη ο Γεώργιος Γεωργίου αγόρασε ένα ισόγειο κατάστημα, που κείται στην Χαλκίδα από τον αληθινό κύριο του, ο οποίος και του παρέδωσε αυθημερόν τη νομή και την κατοχή του. Στις 11.3.2003 αποβίωσε ο ως άνω αγοραστής και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους γιους του Νικόλαο και Μιχαήλ Γεωργίου, που με δήλωσή τους ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομία και μετέγραψαν τη γενόμενη δήλωση αποδοχής. Την 1.9.2003 οι κληρονόμοι του παραπάνω αγοραστή με σύμβαση μισθώσεως, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα και περιβλήθηκε τον τύπο του ιδιωτικού συμφωνητικού, εκμίσθωσαν ισόγειο κατάστημα αυτό στον Πέτρο Πέτρου, έμπορο, κάτοικο Αθηνών, για την άσκηση σε αυτό εμπορίας ηλεκτρικών ειδών, αντί προκαταβαλλόμενου την 1 η ημέρα κάθε μήνα μηνιαίου μισθώματος από 1.000 ευρώ. Με άλλο όρο του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε και δόθηκε ως εγγυοδοσία για την τήρηση όλων των όρων του το ποσό των 20.000 ευρώ, ορίστηκε δε περαιτέρω, ότι η εγγυοδοσία αυτή θα κατέπιπτε ως ποινική ρήτρα σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, ανάμεσα στους οποίους και η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθώματος. Οι συνεκμισθωτές παρέδωσαν στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου για να κάνει τη συμφωνημένη χρήση και η μίσθωση λειτούργησε κανονικά έως το τέλος του 2005. Όμως, από 1.1.2006 ο μισθωτής έπαυσε οριστικά να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, γι αυτό και οι συνεκμισθωτές τον ενοχλούσαν, με την επίδοση εξώδικου το δεύτερο δεκαήμερο κάθε μήνα που καθυστερούνταν η πληρωμή του μισθώματος, για την καταβολή του μισθώματος του τρέχοντος μήνα, αλλά και των καθυστερούμενων κάθε φορά μισθωμάτων των προηγούμενων μηνών. Την 21.6.2006 οι συνεκμισθωτές άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο αγωγή εναντίον του μισθωτή Πέτρου Πέτρου, με την οποία ζήτησαν 1) την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθωμάτων, με τους τόκους υπερημερίας από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κάθε μηνιαίο μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, 2) την αναγνώριση, ότι η δοθείσα εγγυοδοσία κατέπεσε υπέρ αυτών ως συμφωνημένη ποινική ρήτρα, και 3) την απόδοση του μισθίου λόγω καθυστερήσεως καταβολής μισθωμάτων από δυστροπία. Ο εναγόμενος μισθωτής κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο προέβαλε προς απόκρουση της αγωγής α) ότι η μη καταβολή των καθυστερούμενων μισθωμάτων έγινε από εύλογη αιτία, διότι το μίσθιο είχε πραγματικό ελάττωμα (έντονη υγρασία), που αναιρούσε μερικά τη δυνατότητα να κάνει χρήση αυτού και παρείχε σε αυτόν το δικαίωμα μειώσεως του μισθώματος, και β) ότι η δίκη για την απόδοση της χρήσεως του μισθίου πρέπει να κηρυχθεί 3
καταργημένη, διότι αυτός κατέβαλε στο ακροατήριο όλα τα ζητούμενα με την αγωγή μισθώματα και προσφερόταν να καταβάλει και τα δικαστικά έξοδα, που θα όριζε το δικαστήριο. Β. Στο μεταξύ με το υπ αριθ. 9876/1.5.2006 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χαλκίδας Δημήτριου Δημητρίου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δικαιοπάροχος του κληρονομηθέντος από τους συνεκμισθωτές Γεώργιος Γεωργίου πώλησε σε άλλον, τον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου, το ίδιο μίσθιο κατάστημα. Ο δεύτερος αυτός αγοραστής, πληροφορηθείς στη συνέχεια, ότι οι συνεκμισθωτές διατείνονταν ότι είναι κύριοι του μισθίου, ότι είχαν μισθώσει τούτο στον Πέτρο Πέτρου και ότι ήδη είχαν ασκήσει εναντίον του στο Μονομελές Πρωτοδικείο την πιο πάνω αγωγή, άσκησε με δικόγραφο παρέμβαση, στο οποίο ιστορούσε ότι ήταν κύριος του μισθίου ακινήτου, γενόμενος τέτοιος με αγορά από αληθινό κύριο δυνάμει του πιο πάνω συμβολαίου, που μεταγράφηκε νόμιμα, και συνακολούθως δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων που απέρρεαν από την επίδικη σύμβαση μισθώσεως, και ζήτησε με αυτή Ι) να αναγνωριστεί ότι ήταν κύριος του μισθίου ακινήτου, και ΙΙ) να υποχρεωθεί ο μισθωτής 1) να του καταβάλει α) ό,τι ζητούσαν οι ενάγοντες συνεκμισθωτές με την αγωγή τους και β) το ποσό των 35.000 ευρώ για φθορές του μισθίου, και 2) να του αποδώσει τη χρήση του μισθίου για κακή χρήση του. Γ. Μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου και πριν το τελευταίο εκδώσει την απόφαση του ο μισθωτής Πέτρος Πέτρου κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως. Ερωτάται: 1. Ποιο δικαστήριο είναι κατά τόπον αρμόδιο για να δικάσει την αγωγή των συνεκμισθωτών κατά του μισθωτή; 2. Τι θα απαντήσει το δικαστήριο επί των ισχυρισμών του εναγόμενου μισθωτή και τι θα αποφασίσει τελικά επί των τριών αγωγικών αιτημάτων; 3. Τι είδους είναι η ασκηθείσα παρέμβαση, πού θα εισαχθεί αυτή και τι θα αποφασίσει για τα επί μέρους αιτήματά της το δικαστήριο; 4. Ανεξάρτητα από την τύχη της παρεμβάσεως και με βάση τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, λαμβανόμενου δε υπόψη ότι οι κληρονόμοι αδερφοί Νικόλαος και Μιχαήλ Γεωργίου ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι έγιναν κύριοι του μισθίου ακινήτου όχι μόνο παραγώγως, αλλά και πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπό τους εικοσαετούς με διάνοια κυρίου νομής με προσμέτρηση και του χρόνου νομής του άμεσου και απώτερου δικαιοπαρόχου τους (πωλητή του ακινήτου), πιο διάδικο μέρος (ενάγοντες αδερφοί ή παρεμβαίνων) έγινε κύριος του εκποιηθέντος ακινήτου; 5. Ανεξαρτήτως της παραδοχής ή μη του αιτήματος της αγωγής ή της παρεμβάσεως για απόδοση της χρήσεως του μισθίου, ποια είναι η τύχη της μισθώσεως του καταστήματος 4
μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως και πώς θα ικανοποιηθεί η απαίτηση των δικαιούχων ή του δικαιούχου για την πληρωμή των μισθωμάτων, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά έως τη δημοσίευση της αποφάσεως επί της αγωγής των συνεκμισθωτών και της παρεμβάσεως; Θέμα Ποινικού δικαίου Οι Α, Β και Γ αποφασίζουν από κοινού να κλέψουν ένα πολυτελές αυτοκίνητο αξίας 90.000 ευρώ, από την έκθεση αυτοκινήτων του εμπόρου Π. Προς τούτο ο Γ συνεννοείται με τον Δ, νυχτοφύλακα του καταστήματος, τον οποίο πείθει «να κάνει τα στραβά μάτια» κατά τη διάρκεια της κλοπής, έναντι αμοιβής 5.000 ευρώ (μη προερχόμενης από την μελλοντική εκποίηση του κλοπιμαίου). Την επόμενη νύχτα οι τρεις τους (Α, Β και Γ) διαρρηγνύουν την πίσω πόρτα της έκθεσης και εξ αυτών ο Γ θέτει σε κίνηση το όχημα, στο οποίο οι άλλοι επιβιβάζονται, προκειμένου να το εξαγάγουν από το χώρο του καταστήματος, χωρίς ο Δ να τους εμποδίζει, σύμφωνα με τα προσυμφωνηθέντα. Τη στιγμή εκείνη όμως ο Α καταλαμβάνεται από τύψεις και εγκαταλείπει την προσπάθεια λέγοντας: «παιδιά εγώ φεύγω, δεν μπορώ άλλο, συνεχίστε μόνοι σας». Οι Β και Γ πράγματι απέρχονται με το αυτοκίνητο, το οποίο κρύβουν σε απομονωμένο σημείο. Ο Β, ωστόσο, εκμυστηρεύεται την πράξη του στον πατέρα Ε, και μετά από δριμεία επιτίμηση του τελευταίου, αποφασίζει να επιστρέψει το κλοπιμαίο, πριν αποκαλυφθεί ότι αυτός είναι ο δράστης. Φοβούμενος μην αναγνωρισθεί, αναθέτει την επιστροφή του αυτοκινήτου στον Ε, ο οποίος και το επιστρέφει. Ερωτάται: 1. Ποία η ποινική ευθύνη των Α, Β, Γ και Δ; 2. Πώς θα κρινόταν ο Δ αν, αντί αμοιβής, είχε συμφωνήσει να αφήσει τους δράστες να τελέσουν την κλοπή με αντάλλαγμα συμμετοχή στη λεία (μερίδιο από την εκποίηση του κλοπιμαίου); 3. Αν οι Α, Β και Γ είχαν αποφασίσει να πωλήσουν το αυτοκίνητο και να μοιραστούν το τίμημα ισομερώς (απέβλεπαν δηλ. σε όφελος 30.000 ευρώ ο καθένας), επηρεάζεται η ποινική τους ευθύνη; Κατά των Α, Β, Γ και Δ υποβάλλεται έγκληση από τον παθόντα Π για κλοπή. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ασκεί εναντίον τους ποινική δίωξη για κακούργημα και παραγγέλλει αμέσως τη διενέργεια τακτικής ανάκρισης. Ο ανακριτής εκδίδει απ ευθείας ένταλμα συλλήψεως κατά του Γ. Οι αστυνομικοί όμως συλλαμβάνουν άλλο πρόσωπο, τον Χ, του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας συμπίπτουν με εκείνα του Γ με εξαίρεση το μητρώνυμο. Μετά την απολογία των κατηγορουμένων, αλλά πάντως πριν από την περάτωση της ανάκρισης, ο Π δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής. 5
Ερωτάται: 1. Έπραξε νόμιμα ο εισαγγελέας διατάσσοντας απ ευθείας κύρια ανάκριση; 2. Έπραξε νόμιμα ο ανακριτής με την έκδοση του εντάλματος σύλληψης; Πώς μπορεί να προστατευθεί ο Χ; 3. Είναι νόμιμη η δήλωση του Π ότι παρίσταται ως πολιτικός ενάγων; 6