ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛ. ΚΕ. Θ. Ε. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 1.1.1.1 ΕΡΓΟ: ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ ΑΝΑ ΟΧΟΣ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Υ ΑΤΩΝ - ΕΛΚΕΘΕ ΕΡΓΟ ΟΤΗΣ: ΗΜΟΣ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Ανάβυσσος Αττικής Νοέµβριος 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 3 1.2 Η ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ 3 1.3 ΓΕΩΛΟΓΙΑ 7 1.4 Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ 11 1.5 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 12 1.6 ΧΡΗΣΕΙΣ ΓΗΣ-ΠΙΕΣΕΙΣ 15 2. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 17 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 20 3.1. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ 20 3.2. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ 24 3.3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ 29 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 29 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 31 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Ι. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η λίµνη Κουµουνδούρου αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα µικροπεριβάλλοντα του κόλπου της Ελευσίνας, µε ακραία φυσικοχηµικά χαρακτηριστικά. Βρίσκεται κοντά στην Ιερά οδό, µεταξύ του Σκαραµαγκά και των διυλιστηρίων πετρελαίου, στο 15 ο χιλιόµετρο της Εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου. Συνδέεται µε τον κόλπο της Ελευσίνας µέσω ενός στενού και αβαθούς διαύλου. Η θέση της λίµνης Κουµουνδούρου σε σχέση µε την περιοχή που βρίσκονται ο παλιός Χ..Α και ο Χ.Υ.ΤΑ. φαίνεται στην εικόνα 1. Η λίµνη τροφοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά µε τα νερά των υπολίµνιων αναβλύσεων, καθώς και µε τα νερά της βροχής που δέχεται είτε απ ευθείας στην επιφάνεια της, είτε µέσω των κάθε είδους απορροών από την υδρολογική λεκάνη. Η ανανέωση των νερών της λίµνης µέσω υπόγειων πηγών καθιστά το οικοσύστηµα ευαίσθητο σε οποιαδήποτε µεταβολή της ποιότητας των υπόγειων νερών (Κουσουρής, 1994 Σκούλλος και Παυλίδου, 2000). Αφορµή για την εκπόνηση της συγκεκριµένης δειγµατοληψίας και µελέτης ήταν η παραγγελία του ήµου Ασπροπύργου προς το ΙΕΥ-ΕΛΚΕΘΕ να διερευνήσει τα αίτια θανάτου σηµαντικού αριθµού ψαριών κατά το πρώτο δεκαήµερο του Ιουλίου 2006. Έπειτα από σχετική ανταλλαγή εγγράφων επήλθε συµφωνία µεταξύ του ΕΛΚΕΘΕ και του. Ασπροπύργου και κλιµάκιο επιστηµόνων του ΕΛΚΕΘΕ πραγµατοποίησε στις 18/7/2006 δειγµατοληψία εντός της λίµνης Κουµουνδούρου. Εικόνα 1. Περιοχή µελέτης
1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Η Λίµνη Κουµουνδούρου έχει µεγάλη ιστορική αξία καθώς οι αρχαίοι Αθηναίοι έκαναν µπάνιο σ αυτή καθώς πήγαιναν να παρακολουθήσουν τα «Ελευσίνια Μυστήρια». Επίσης, στο λόφο βόρεια της λίµνης υπήρξε ο πρώτος φάρος στην Ελλάδα και ο λόφος θεωρούνταν από τους Αθηναίους ιερός (Κουτσοµήτρος κ.α, 2001). Σήµερα, οι εγκαταστάσεις των δυϊλιστηρίων των ΕΛΠΕ, οι δεξαµενές πετρελαίου της ΕΛΙΝΟΙΛ και οι αποθήκες καυσίµων του παρακείµενου στρατοπέδου έχουν δηµιουργήσει δυσµενείς συνθήκες για το περιβάλλον της λίµνης. Η λίµνη έχει υφάλµυρο νερό µε αναλογία γλυκού αλµυρού 60-40 τοις εκατό αντίστοιχα. ιαρροές και υπερχειλίσεις από τα δυϊλιστήρια και τις δεξαµενές καυσίµων είχαν ρυπάνει τη λίµνη σε βαθµό ώστε να µην παρατηρείται ζωή στο περιβάλλον της κατά το πρόσφατο παρελθόν (Κουτσοµήτρος κ.α, 2001). Μετά την πρόσφατη σχετικά παρέµβαση του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθήνας το επίπεδο της λίµνης ανυψώθηκε κατά 20cm και η επιπλέον πίεση λειτούργησε ως φράκτης εµποδίζοντας µεγάλες ποσότητες ρυπαντικών ουσίων να εισέλθουν στη λίµνη δια µέσου των υπολίµνιων πηγών της που βρίσκονται στο βορειοανατολικό άκρο της (Κουτσοµήτρος κ.α, 2001). Ένα σηµαντικό χαρακτηριστικό της λίµνης είναι η σταθερή εκφόρτιση γλυκού νερού στη βόρεια πλευρά, η οποία συγκρατεί τα επίπεδο διαλυµένου οξυγόνου σταθερό αφού ανανεώνει τα αποθέµατα και δηµιουργεί ρεύµατα νερού και τοπικές αναδεύσεις βελτιώνοντας κάπως την ποιότητα του νερού (Κουτσοµήτρος κ.α, 2001). 1.2 Η ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ Η Λίµνη Κουµουνδούρου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του Κόλπου της Ελευσίνας (N38 02 -E23 37 ). Η εθνική οδός Αθηνών-Κορίνθου χωρίζει τη θάλασσα από την ακτογραµµή της λίµνης. Η επιφάνεια της λίµνης βρίσκεται 1µ από την επιφάνεια της θάλασσας. Η λίµνη έχει έκταση 143.000 m 2, µήκος ακτογραµµής περίπου 1300m και µέγιστο µήκος και πλάτος 600m και 400m αντίστοιχα. Η λίµνη είναι ρηχή και υπό κανονικές συνθήκες δεν υπερβαίνει το βάθος των 1-1.5m. Παρόλ αυτά, στην περιοχή των υπόγειων πηγών, το βάθος φθάνει τα 2.5m (Κονίδης και Παρπουρά, 1997). Θαλάσσιο νερό από τον Κόλπο της Ελευσίνας και γλυκό νερό από υπόγειες πηγές αναµειγνύονται, παράγοντας ένα µεροµικτικό, υφάλµυρο περιβάλλον (εικόνα 2). Η λίµνη είναι πλούσια σε πλαγκτόν και βενθικούς οργανισµούς και κατοικείται από µεγάλο αριθµό από τα είδη Mugil spp. Anguilla anguilla. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες πλησίον της ακτογραµµής της λίµνης συντελούν στη ρύπανση του νερού από διάφορους ρυπαντές και βαρέα µέταλλα ενώ περιοδικά λεπτές στρώσεις από προϊόντα πετρελαίου δηµιουργούνταν στην επιφάνεια της λίµνης λόγω της ύπαρξης του παρακείµενου δυϊλιστηρίου (Κονίδης και Παρπουρά, 1997).
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΖΩΝΗ ΙΑΥΛΟΣ Κόλπος Ελευσίνας ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝ ΟΥΡΟΥ Εικόνα 2. Σύνδεση της Λίµνης Κουµουνδούρου µε τον κόλπο της Ελευσίνας και ανάµιξη των νερών της λίµνης µε το θαλασσινό νερό Μεροµικτικές λίµνες ή λιµνοθάλασσες έχουν αναφερθεί σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Συνήθως σε αυτές παρατηρείται παραγωγή υδρόθειου και φωτοσυνθετικών θειούχων βακτηρίων στη στήλη νερού (Κονίδης και Παρπουρά, 1997). Η ρύπανση του νερού προέρχεται από διάφορες αιτίες γύρω από τη λίµνη. Συγκεκριµένα, ένα στρατόπεδο το οποίο χρησιµεύει ως σταθµό ανεφοδιασµού καυσίµων βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της λίµνης. Επιπροσθέτως, τα δηµόσια δυϊλιστήρια Ασπροπύργου βρίσκονται στη βορειοδυτική πλευρά της λίµνης σε απόσταση περίπου 1000µ. Η πετρελαϊκή ρύπανση της λίµνης προέρχεται από υπόγεια διαρροή από τις δεξαµενές των δυϊλιστηρίων. Τέλος, µια µικρή βιοµηχανική εγκατάσταση κοπής µαρµάρων βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της λίµνης (Κονίδης και Παρπουρά, 1997).
Στη λίµνη έχει διαπιστωθεί στο παρελθόν σηµαντική εισροή πετρελαίου. Για τον περιορισµό της ρύπανσης της λίµνης από τα πετρελαιοειδή χρησιµοποιήθηκαν κυρίως πλωτά φράγµατα και αντλίες, τα οποία τοποθετήθηκαν στο βορειοδυτικό τµήµα της λίµνης (εικόνα 3). Εικόνα 3: Άποψη πλωτού φράγµατος στη λίµνη Κουµουνδούρου Κατά τη διάρκεια ακύµαντων περιόδων του έτους το λεπτό στρώµα πετρελαίου εξαναγκάζεται να κινηθεί προς το σηµείο εκροής προς την θάλασσα µέσω της ροής γλυκού νερού από τις υπόγειες πηγές. Οι υπόγειες εισροές γλυκού νερού δροµολογούν µεροµικτικές συνθήκες στη λίµνη, οι οποίες έχουν παρατηρηθεί και σε παρόµοιες περιπτώσεις παράκτιων λιµνών στην Ελλάδα (Κουσουρής και ιαπούλης (1989) σε Κονίδη και Παρπουρά, 1997). Στο βόρειο τµήµα της και προς την πλευρά του κόλπου της Ελευσίνας βρίσκεται εγκατεστηµένο ένα θυρόφραγµα, µε τη βοήθεια του οποίου ελέγχεται η παροχετευτικότητα νερού από τη λίµνη προς τη θάλασσα και συνακόλουθα η διακύµανση της στάθµης της λίµνης (εικόνα 4, Μιµίδης, 1999 σε Ζαχαρία κ.α, 2003). Το νερό εκρέει προς τη θάλασσα διαµέσου ενός τσιµεντένιου αγωγού κάτω από τον αυτοκινητόδροµο. Η παροχή της εκροής είναι περίπου 30 µ 3 /ώρα (Κονίδης και Παρπουρά, 1997). Με το σταδιακό περιορισµό της παροχετευτικότητας του
θυροφράγµατος, µε εκκίνηση το έτος 1994, επετεύχθη η ανύψωση της στάθµης της λίµνης κατά 20cm, σε απόλυτο υψόµετρο επιφάνειας 1,41m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Μιµίδης, 1999 σε Ζαχαρία κ.α, 2003). Λόγω της ασβεστολιθικής σύστασης των πετρωµάτων στην περιοχή και της έντονης καρστικοποίησης, η λίµνη δέχεται υφάλµυρο νερό κυρίως µέσω πηγών οι οποίες εκφορτίζουν εντός αυτής και κάτω από την επιφάνειά της. Τα σηµεία εµφάνισης κάποιων από αυτές είναι µάλιστα ορατά και δια γυµνού οφθαλµού, κυρίως στο βόρειο τµήµα της και προς την ανατολική όχθη, όπου συναντώνται και τα µεγαλύτερα βάθη. Στα σηµεία αυτά, η αλατότητα βρέθηκε αισθητά υψηλότερη από τα υπόλοιπα σηµεία λίµνης, αγγίζοντας τιµές 11,3 έως και 11,8 ο/οο, σε µετρήσεις, οι οποίες διεξήχθησαν επίσης στα µέσα εκεµβρίου 2002 (Ζαχαρίας κ.α, 2003). Εικόνα 4. Θυρόφραγµα λίµνης Κουµουνδούρου (Φωτογραφία: ΙΕΥ/ ΕΚΘΕ, 2003) Η λίµνη δεχόταν κατά το παρελθόν σηµαντικό ρυπαντικό φορτίο από τον παρακείµενο χώρο των εγκαταστάσεων των ΕΛΠΕ και αυτό το γεγονός απετέλεσε αντικείµενο σειράς µελετών, από διάφορους φορείς. Προσπάθειες εξεύρεσης αποτελεσµατικών µεθόδων περιορισµού της ρύπανσης και εξυγίανσης της λίµνης Κούνης και Σιέµος, 1992 σε Ζαχαρία κ.α, 2003) συνέτειναν σε µεγάλο βαθµό στη σταδιακή αποκατάσταση της λίµνης, ενώ πιο πρόσφατες ενέργειες βελτίωσαν την αποτελεσµατικότητα των εκτελούµενων έργων. Ειδικότερα, τα ΕΛΠΕ έχουν εγκαταστήσει ένα δίκτυο γεωτρήσεων κατά µήκος του δυτικού ορίου της έκτασής τους, που γειτνιάζει µε τη λίµνη Κουµουνδούρου και το οποίο λειτουργεί ανά τακτά διαστήµατα, προκαλώντας τοπικά ταπείνωση του κώνου στάθµης, αναγκάζοντας τα πετρελαιοειδή να συρρέουν και να συγκεντρώνονται κατά µήκος αυτής της ζώνης. Κατ αυτόν τον τρόπο καθίσταται
σχετικά αποτελεσµατική η άντλησή τους και προλαµβάνεται η απόληξη του µεγαλύτερου τµήµατος του όγκου τους στα νερά της λίµνης. Η ανύψωση της στάθµης της λίµνης, ως αποτέλεσµα του περιορισµού της παροχετευτικότητας του θυροφράγµατος (Μιµίδης, 1999 σε Ζαχαρία κ.α, 2003), έδρασε συνεργικά προς αυτό το έργο, καθώς συνετέλεσε στην αύξηση του υδραυλικού φορτίου από την αντίθετη κατεύθυνση (πλευρά της λίµνης). Σήµερα, εντός της λίµνης, στο βορειότερο τµήµα της και στην ανατολική όχθη, παραµένει εγκατεστηµένο πλωτό φράγµα των ΕΛΠΕ, εντός του οποίου συγκεντρώνονται επιπλέοντα πετρελαιοειδή, τα οποία κατορθώνουν να διαφύγουν και στη συνέχεια αντλούνται (Ζαχαρίας κ.α, 2003). Παρόλα ταύτα κατά την πρόσφατη επίσκεψη οµάδας επιστηµόνων του ΕΛΚΕΘΕ στην λίµνη τον Ιούλιο του 2006 οι εν λόγω εγκαταστάσεις έµοιαζαν παρατηµένες και όχι λειτουργικές.