1 ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Επέκταση του υφιστάμενου αντιπροσαμμωτικού προβόλου της μαρίνας Φαλήρου (ΣΕΦ) για την αντιμετώπιση του φαινομένου της στερεομεταφοράς. Δρυμωνάκος Αλέξανδρος Επιβλέπων Καθηγητής: Καραμπάς Θεοφάνης Μυτιλήνη, Ιούνιος 2010
2 Η μαρίνα Φαλήρου (ΣΕΦ), που βρίσκεται στo Φαληρικό Όρμο, μεταξύ Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας και Φλοίσβου, αποτελεί ένα από τα πλέον χρήσιμα και σύγχρονα έργα που μας κληροδότησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας καθώς διαθέτει τη δυνατότητα ελλιμενισμού μεγάλου αριθμού σκαφών αναψυχής αλλά και θαλαμηγών μήκους έως και 120μ. Το έργο αυτό που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ανέβασε σημαντικά το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών ελλιμενισμού, δημιουργώντας νέες προοπτικές για την ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού. Ο υφιστάμενος μικρός προστατευτικός πρόβολος οριοθετεί τη θαλάσσια ζώνη του λιμενίσκου του ΣΕΦ από τη δυτικά παρακείμενη παραλία μπροστά από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Όμως το έργο αυτό διατάραξε την ισορροπία της ακτής με αποτέλεσμα να παρατηρείται μεταφορά και εναπόθεση ιζήματος(στερεομεταφορά) στην είσοδο του λιμένα από το υλικό της παραλίας, που βρίσκεται δυτικά του έργου. Από τα διατιθέμενα ανεμολογικά στοιχεία προκύπτει ότι οι άνεμοι που κυρίως προκαλούν το φαινόμενο της στερεμεταφοράς είναι οι Α, ΝΑ, Ν και ΝΔ. Εξ αυτών οι Ν και οι ΝΔ εμφανίζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα και με εντάσεις 5 και 6 Beaufort. H έρευνα του φαινομένου έγινε με μαθηματική προσομοίωση και συγκεκριμένα με το Πρόγραμμα MIKE 21 και από τα αποτελέσματα προέκυψε η ανάγκη επιμήκυνσης του υφιστάμενου προβόλου για την ανάσχεση του φαινομένου. Ο νέος πρόβολος θα έχει συνολικό μήκος 145μ. Πιο συγκεκριμένα θα επεκταθεί ο υπάρχων πρόβολος κατά 85μ. και θα συνεχίζει υπό γωνία 130 ο για άλλα 60μ., όπως φαίνεται στο σχέδιο.
Το προτεινόμενο έργο σχεδιάσθηκε έτσι ώστε αφενός να εξασφαλίζει συνθήκες ασφαλούς εισόδου και αγκυροβολίας τόσο στον εσωτερικό λιμενίσκο όσο και στα κρηπιδώματα του υφιστάμενου δυτικού προβόλου του έργου εκβολής του Κηφισού ποταμού, αφετέρου να δημιουργηθούν νέες θέσεις ελλιμενισμού τουριστικών σκαφών (σκάφη αναψυχής διαφόρων τύπων και μεγεθών, ναυταθλητικά, ημερόπλοια και μικρά κρουαζιερόπλοια). Η ανάλυση των αποτελεσμάτων παρουσιάζεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. 3 Σύμφωνα με το νόμο 3010 του 2002 για την πραγματοποίηση νέων έργων ή την επέκταση υφιστάμενων απαιτείται η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που σκοπό έχει την προστασία του περιβάλλοντος σε κάθε ανθρώπινη παρέμβαση. Για την έκδοση απόφασης της έγκρισης αυτής πρέπει να συνταχθεί Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η παρούσα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) αφορά στο έργο Επέκταση του υφιστάμενου αντιπροσαμμωτικού προβόλου της μαρίνας Φαλήρου (ΣΕΦ) για την αντιμετώπιση του φαινομένου της στερεομεταφοράς και έχει ως αντικείμενο: Τη διερεύνηση, πρόβλεψη και περιγραφή των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή του νέου έργου, στην έκταση που αυτό εντάσσεται και επηρεάζει, καθώς και την επιβάρυνση που θα υπάρξει από τη νέα δραστηριότητα στο σημερινό περιβαλλοντικό καθεστώς της μαρίνας. Την περιγραφή των μέτρων αντιμετώπισης των πιθανών δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κατασκευή και λειτουργία του υπό εξέταση έργου, ώστε να διατυπωθούν και εγκριθούν οι σχετικοί όροι περιβαλλοντικής προστασίας, οι οποίοι και θα εφαρμόζονται στις διάφορες φάσεις υλοποίησης της νέας δραστηριότητας. Ιστορικό Ο Τουριστικός Λιμένας στην περιοχή του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας χωροθετήθηκε με Nομοθετική Ρύθμιση, με την οποία επετράπη η δημιουργία του για την εξυπηρέτηση της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στην ίδια νομοθετική Ρύθμιση ανατέθηκε η διοίκηση, η διαχείριση και η εκμετάλλευση του πιο πάνω Τουριστικού Λιμένα στα Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε., η οποία έχει και την ευθύνη εκτέλεσης των σχετικών έργων, ενώ ο έλεγχος λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα, υπάγεται στην αρμοδιότητα της Δ/νσης Τουρισμού της Περιφέρειας.
4 Για την πληρότητα της παρούσας Μ.Π.Ε., στοιχεία ελήφθησαν κυρίως από την εταιρεία ΤΡΙΤΩΝ Σύμβουλοι Μηχανικοί, που ήταν οι μελετητές της μαρίνας, Επίσης πληροφορίες και στοιχεία ελήφθησαν από επιστημονικές εργασίες και μελέτες, από τοπικούς φορείς και από άλλες υπηρεσίες συναφείς με το περιβάλλον της περιοχής, καθώς και φωτογραφίες της περιοχής ενδιαφέροντος. ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Το υπό εξέταση Έργο ανήκει στην Ομάδα ΙΙ των Έργων Α Κατηγορίας (Έργα υποδομής - Κατασκευή λιμανιών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα αλιευτικά λιμάνια & Μαρίνες σκαφών αναψυχής), σύμφωνα με την κατάταξη των έργων από την Κ.Υ.Α. 69269/5387, Φ.Ε.Κ. 678/25.10.1990. Οι προδιαγραφές σύνταξης της Μ.Π.Ε. για έργα και δραστηριότητες της Ομάδας ΙΙ, Α Κατηγορίας, καθορίζονται από τον Πίνακα 2 του Άρθρου 16 της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α. Εξειδίκευση των προδιαγραφών αυτών για Λιμενικά Έργα έχει γίνει από Ομάδα Εργασίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας και έχει υιοθετηθεί από τη Διεύθυνση Λιμενικών Έργων και Έργων Αεροδρομίων (Δ4) της Γ.Γ.Δ.Ε. του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Απόφαση με αριθ. Πρωτ. Δ4β/0/4/4/6/23.06.1993). Η σύνταξη της παρούσας Μ.Π.Ε., έγινε σύμφωνα με τις παραπάνω οδηγίες και προδιαγραφές.
5 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΘΕΣΗ ΕΡΓΟΥ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ - ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Η παρούσα μελέτη αφορά στην εκτίμηση και αξιολόγηση των ενδεχόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και στην περιγραφή των μέτρων αντιμετώπισης των πιθανών δυσμενών επιπτώσεων από την κατασκευή του έργου Επέκταση του υπήνεμου μώλου της μαρίνας του ΣΕΦ για την αντιμετώπιση του φαινομένου της στερεομεταφοράς Το έργο προβλέπεται να κατασκευασθεί στην περιοχή της υφιστάμενης μαρίνας του Σταδίου Ειρήνης & Φιλίας και συγκεκριμένα στη συνέχεια του υπήνεμου μώλου, με σκοπό την αντιμετώπιση του φαινομένου της στερεομεταφοράς, που απειλεί την είσοδο του λιμένα ενώ παράλληλα θα επιτευχθεί και η δημιουργία νέων θέσεων ελλιμενισμού τουριστικών σκαφών (σκάφη αναψυχής διαφόρων τύπων και μεγεθών). ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΚΑΦΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΛΙΜΕΝΑΣ ΜΗΚΟΣ ΣΚΑΦΩΝ (Μ) ΠΛΑΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ (Μ) ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΚΑΦΩΝ 8<L<10 3,50 100 10<L<12 4,00 84 12<L<15 4,60 30 15<L<20 5,00 10 ΣΥΝΟΛΟ 224 ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΛΙΜΕΝΑΣ 8<L<10 3,50 5 12<L<15 4,60 5 15<L<20 5,00 14 20<L<25 5,50 6 25<L<35 8,00 5 L<40 8,50 4 L<50 9,50 3 L<60 10,00 2 L<70 11,00 2 ΣΥΝΟΛΟ 46 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΚΑΦΩΝ 270 ΚΑΙ 3-4 ΗΜΕΡΟΠΛΟΙΑ
6 ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ Ο σχεδιασμός του έργου σε επίπεδο οριστικής μελέτης/ μελέτης εφαρμογής καθώς και η κατασκευή και λειτουργία του πρέπει να γίνουν κατά τρόπο ώστε να επιτευχθεί: α. Η μέγιστη δυνατή εναρμόνιση του έργου στο περιβάλλον β. Η ελάχιστη δυνατή διατάραξη του περιβάλλοντος Οι παραπάνω στόχοι θα πρέπει να ικανοποιούνται, τόσο κατά τη διάρκεια της κατασκευής του όσο και κατά την διάρκεια ζωής του έργου. Φάση Κατασκευής Απόρριψη των υλικών υποθαλάσσιων εκσκαφών σε κατάλληλο θαλάσσιο χώρο διάθεσης και κατάλληλο τρόπο διάθεσης, λόγω της επιβάρυνσης των υλικών αυτών με ρυπαντικά φορτία κλπ. Εγκιβωτισμός των υλικών επιχώσεων για τον περιορισμό του διασκορπισμού του λεπτόκοκκου υλικού στη θάλασσα. Λήψη μέτρων μείωσης της θολερότητας του θαλάσσιου ύδατος στους χώρους εργασιών. Τήρηση των νομοθετικών διατάξεων για την προμήθεια φυσικών ογκολίθων και αδρανών υλικών από δανειοθαλάμους. Τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας για τον έλεγχο του θορύβου και των δονήσεων. Τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας για τη διάθεση των χρησιμοποιουμένων ορυκτελαίων και των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων (υλικά βαφής, συντηρητικά κλπ.). Τήρηση των οδηγιών ασφάλειας (σήμανση, κινήσεις ναυσιπλοΐας κλπ.) των λιμενικών αρχών.
Χορήγηση των προβλεπόμενων αδειών και εγκρίσεων για κάθε δραστηριότητα ή εγκατάσταση. Λήψη μέτρων αντιπυρικής προστασίας στους χώρους και τα μέσα του εργοταξίου. Λήψη μέτρων αντιπλημμυρικής προστασίας στους χώρους του εργοταξίου. Έλεγχος και συντήρηση του εργοταξιακού χώρου και αποκατάσταση μετά την απομάκρυνσή του. Έλεγχος της κατάστασης και συντήρηση του εργοταξιακού εξοπλισμού και των μηχανημάτων. Μέτρα για την ελαχιστοποίηση της όχλησης από την κυκλοφορία των οχημάτων των έργων. Μέτρα για τη μείωση των εκπομπών σκόνης στους δρόμους μεταφοράς υλικών, στους σωρούς υλικών και στα εργοταξιακά συγκροτήματα. Μέτρα προστασίας τυχόν ανευρεθέντων αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια των εργασιών. Μέτρα προφύλαξης και προστασίας της βλάστησης στους χώρους εκτέλεσης των έργων. Μέτρα για την ελαχιστοποίηση των επεμβάσεων των υφιστάμενων δικτύων Ο.Κ.Ω. και ενέργειες άμεσης αποκατάστασης της ενόχλησης. 7 Φάση λειτουργίας Εγκατάσταση μέσων για τη συλλογή και διάθεση των υγρών και στερεών αποβλήτων των σκαφών. Εγκατάσταση μέσων για τη συλλογή και διάθεση των παλαιών ορυκτελαίων από τις μηχανές των σκαφών. Σύνταξη Μελέτης Αντιπυρικής Προστασίας της εγκατάστασης και των ελλιμενιζόμενων σκαφών. Παρακολούθηση της ποιότητας του θαλάσσιου νερού στη δημιουργούμενη λιμενολεκάνη. Προμήθεια πλωτών φραγμάτων για τον έλεγχο διαρροών πετρελαίου και πετρελαιοειδών και σύνταξη Σχεδίου Αντιμετώπισης Περιστατικών Ρύπανσης. Υφιστάμενη τεχνική υποδομή Προσήνεμος μώλο και διαμόρφωση ακρομωλίου του από λιθορριπές και Φυσικούς Ογκολίθους (Φ.Ο.) και εξωτερική θωράκιση από Ειδικούς Τεχνητούς Ογκολίθους (Ε.Τ.Ο.), συνολικού μήκους 188μ. Εσωτερική κρηπίδωση στην υπήνεμη πλευρά του προσήνεμου μώλου, μήκους 177μ.
Συμπλήρωση ολοκλήρωση της ημιτελούς εσωτερικής κρηπίδωσης του δυτικού προβόλου του καναλιού εκβολής του Κηφισού ποταμού, μήκους 143μ. περίπου, καθώς και διαπλάτυνση στο προς τον νέο προσήνεμο μώλο τμήμα του, μήκους περίπου 40μ. Νέο εγκάρσιο προστατευτικό μώλο, μήκους 100μ. περίπου και σε απόσταση 235μ. από τα υφιστάμενα παραλιακά κρηπιδώματα του εσωτερικού λιμενίσκου Σ.Ε.Φ., ο οποίος προβλέπεται από λιθορριπές και Φ.Ο., καθώς και εξωτερική θωράκιση από ειδικούς τεχνητούς ογκολίθους Εγκατάσταση 3 εγκάρσιων πλωτών προβλητών, στη θαλάσσια περιοχή που ορίζεται εσωτερικά του νέου προστατευτικού μώλου, του υφιστάμενου μικρού προστατευτικού - αντιπροσαμμωτικού προβόλου του εσωτερικού λιμενίσκου Σ.Ε.Φ. και των υφιστάμενων παραλιακών κρηπιδωμάτων Επιστρώσεις πάσης φύσεως των υφιστάμενων και νέων χερσαίων χώρων της εγκατάστασης 8
9 ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΔΑΦΟΣ Γενικά Τα έργα της μαρίνας κατασκευάστηκαν εντός του παλαιού μικρού λιμενίσκου του ΣΕΦ, στην θαλάσσια περιοχή βορειοδυτικά του δυτικού προβόλου του καναλιού εκβολής του Κηφισού. Ο Φαληρικός Όρμος έχει υποστεί πολλές αλλοιώσεις λόγω των προσχώσεων των ποταμών που εκβάλλουν εκεί, αλλά κυρίως λόγω των πολλών ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Μετά τις αλλοιώσεις αυτές η παράκτια χερσαία ζώνη που οριοθετείται από την παραλιακή λεωφόρο παραμένει μέχρι σήμερα αδιαμόρφωτη. Η περιοχή επιχώσεων της Φαληρικής ζώνης χαρακτηρίζεται επίπεδη, με ακανόνιστες εξάρσεις του εδάφους κατά θέσεις. Η απόρριψη μεγάλων όγκων αδρανών υλικών, μπαζών και οικοδομικών υλικών διαμόρφωσε την μορφολογία της περιοχής στην σημερινή της εικόνα. Τα βασικότερα μορφολογικά χαρακτηριστικά της Φαληρικής ζώνης αποτελούνται από τις υφιστάμενες λιμενικές εγκαταστάσεις στο δυτικό της τμήμα (λιμενίσκος ΣΕΦ), τη διαμορφωμένη εκβολή του ποταμού Κηφισού στο δυτικό της τμήμα, την εκβολή του ποταμού Ιλισού και την υπερυψωμένη Λ. Ποσειδώνος στο βόρειό της τμήμα. Τα έργα διευθέτησης της εκβολής του Κηφισού εισέρχονται έως και 600 μέτρα εντός της θάλασσας ενώ το πλάτος τους ανέρχεται σε 200 μέτρα. Η εκβολή του Ιλισού βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Φαληρικής ζώνης και το στόμιο της εκβολής του απέχει 300 μέτρα από τη Λ. Ποσειδώνος και έχει πλάτος περί τα 20 μέτρα. Σεισμικότητα Σύμφωνα με τον ισχύοντα Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (ΟΑΣΠ, Αθήνα Σεπτέμβριος 1999), η περιοχή του έργου εντάσσεται στη Ζώνη Σεισμικής Επικινδυνότητας ΙΙ. Η μέγιστη σεισμική επιτάχυνση του εδάφους α=0,16. Επιφανειακά νερά Λόγω της πλήρους δόμησης της ευρύτερης περιοχής μελέτης, παρατηρείται πολύ μικρό ποσοστό διήθησης του επιφανειακού νερού, σχεδόν ανύπαρκτη βλάστηση, αποτέλεσμα των οποίων είναι η πλήρης απορροή των επιφανειακών υδάτων. Η μόνη δίοδος διαφυγής των επιφανειακών νερών προς τη θάλασσα είναι μέσω του δικτύου ομβρίων υδάτων (συλλεκτήρες, ρέματα, κ.α.). Τα δύο κύρια υδατορέματα της περιοχής είναι οι ποταμοί Κηφισός και Ιλισός.
α. Κηφισός Ο ποταμός Κηφισός είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του λεκανοπεδίου της Αθήνας ο οποίος δέχεται κυρίως τις απορροές του όρους Πάρνηθα και λιγότερο από τον Υμηττό. Εισερχόμενος στην πολεοδομημένη περιοχή του Λεκανοπεδίου Αθηνών μετατρέπεται από ποτάμιο φυσικό οικοσύστημα σε μία εγκιβωτισμένη επενδεδυμένη με σκυρόδεμα τάφρο. Στον ποταμό Κηφισό παροχετεύονται οι απορροές των αγωγών ομβρίων υδάτων των Δήμων του Λεκανοπεδίου που περιλαμβάνουν τον Κηφισό. Λόγω της κάλυψης του φυσικού εδάφους των Δήμων ο συντελεστής απορροής είναι ιδιαίτερα αυξημένος, γεγονός που συντελεί στη δραστική αύξηση της παροχής του ποταμού την περίοδο των βροχοπτώσεων. Ο Κηφισός είναι ο κύριος τελικός αποδέκτης των ομβρίων υδάτων του Λεκανοπεδίου. Η πρώτη διευθέτησή του έγινε πριν το 1900, κατάντη της οδού Πειραιώς (προς τη θάλασσα). Ανάντη της οδού Πειραιώς διευθετήθηκε την περίοδο 1950-1960 με βάση μελέτες του 1935. Η αναδιευθέτηση της κοίτης του από τις εκβολές, έχει αρχίσει από το 1970. Κατά τις προβλέψεις του 1970, τα έργα είχαν σχεδιασθεί για περίοδο πλημμύρας 50 ετών. Με τις επεκτάσεις όμως της πόλης, τις οικοπεδοποιήσεις, την καταστροφή του πράσινου στις λεκάνες απορροής του Κηφισού, η παροχή σχεδιασμού ουσιαστικά αφορά (με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις), περίοδο επαναφοράς 20-ετίας περίπου. Λόγω μεγάλων επεκτάσεων της οικιστικής ζώνης η ολική λεκάνη απορροής του Κηφισού αυξήθηκε στα 436km 2. Έτσι ο συντελεστής απορροής C, από 0,51 που είχε εκτιμηθεί το 1977 έφθασε σήμερα στα 0.56, ενώ ο χρόνος συρροής από 4.5 ώρες, μειώθηκε σήμερα στις 4.0 ώρες. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω παρατηρείται αύξηση της πλημμυρικής παροχής που σήμερα εκτιμάται στα 1400m 3 /sec και αντιστοιχεί σε περίοδο επαναφοράς Τ=20 έτη περίπου. Η σημερινή παροχετευτικότητα του Κηφισού εκτιμάται (πριν την αναδιευθέτηση) στα 580m 3 /sec, ενώ η στένωση στην οδό Πειραιώς τη μειώνει στα 520m 3 /sec. Τα παραπάνω πρέπει να συνδυασθούν με το γεγονός ότι ο Κηφισός είναι στο κατώτερο τμήμα του σε ανάχωμα, η δε διαμορφωμένη διατομή απολήγει σε κρηπίδωμα, με αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα παραλαβής των επιφανειακών απορροών των παράπλευρων οδών. Στην περιοχή εκβολής έχουν γίνει ή βρίσκονται σε εκτέλεση έργα που αποτελούνται από κυματοθραύστη για την παρεμπόδιση εισροής κυματισμών στον Κηφισό και μερικώς καλυμμένο δίδυμο ορθογωνικό αγωγό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Επειδή η στάθμη της κοίτης του ποταμού είναι χαμηλότερη από τη στάθμη της θάλασσας και η κλίση του πυθμένα πολύ μικρή, παρατηρείται εισροή θαλασσινού νερού, που με τα παλιρροιακά κύματα της τάξεως του +0.20, φθάνει σε πολύ μεγάλο βάθος (μέχρι τα 3 χλμ. περίπου) από την ακτή. Η διευθέτηση του Κηφισού και η κατασκευή της Λεωφόρου Κηφισού (Δυτικός Κλάδος Ολυμπιακού Δακτυλίου) έχει ολοκληρωθεί από Μεταμόρφωση μέχρι την Λ.Καβάλας, βρίσκεται υπό κατασκευή από Καβάλας μέχρι Π. Ράλλη, έχει δημοπρατηθεί και κατασκευάζεται από Π. Ράλλη μέχρι τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. 10
11 β. Ιλισός Ο ποταμός Ιλισός είναι μικρότερος από τον Κηφισό και πηγάζει από τον Υμηττό. Εντός του αστικού ιστού στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι καλυμμένος. Στο ύψος της Λ. Ποσειδώνος είναι εγκιβωτισμένος με σκυροδέτηση τόσο της κοίτης του όσο και των πρανών του. Ο Ιλισός κατάντη της Χαμοστέρνας και στο ακάλυπτο σήμερα τμήμα του μέχρι την παραλιακή Λεωφόρο Ποσειδώνος έχει διευθετηθεί προσωρινά με πρόχειρα αναχώματα, τα οποία εμποδίζουν την απορροή σε αυτόν των επιφανειακών υδάτων των περιοχών από τις οποίες διέρχεται. Κατάντη της λεωφόρου (στις επεκτάσεις των ακτών) και της εκβολής του δεν έχουν μέχρι σήμερα γίνει έργα διευθέτησης. Για τους λόγους αυτούς έχει προταθεί η μερική εκτροπή του στον Κηφισό και η διευθέτησή του. Υπόγεια νερά Σύμφωνα με Έρευνα του Τομέα Γεωλογικών Επιστημών του ΕΜΠ, 1997, Έρευνα Υδρογεωλογικών Συνθηκών και Καθεστώς Εκμετάλλευσης Υπογείων Νερών Λεκανοπεδίου Αθηνών προκύπτει ότι η φυσική ποιότητα των υπογείων νερών στο Λεκανοπέδιο υφίσταται εκτεταμένη υποβάθμιση, κυρίως λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (υπερεκμετάλλευση, άναρχη χρήση των υπογείων υδάτων για άρδευση και βιομηχανική χρήση και αλόγιστη διάθεση ρύπων στους υπόγειους υδροφόρους). Οι κυριότερες πηγές ρύπανσης των υπόγειων υδροφόρων είναι: Τα οικιακά λύματα. Πρόκειται για σημειακές πηγές ρύπανσης, απορροφητικούς ή ημιστεγανούς βόθρους, διάσπαρτους σχεδόν σε όλη την έκταση της οικιστικής ανάπτυξης του Λεκανοπεδίου. Οι διαρροές του αποχετευτικού δικτύου λόγω κακής συντήρησης. Οι διαρροές του αποχετευτικού δικτύου εκτιμούνται σε 5Χ10 6 μ 3 / έτος.
Τα βιομηχανικά υγρά και στερεά απόβλητα. Οι ενεργοί και ανενεργοί χώροι διάθεσης απορριμμάτων. Τα εγκαταλελειμμένα λατομεία κλπ. Από τα πολυάριθμα υδροληπτικά έργα, μικρός μόνο αριθμός γεωτρήσεων διατίθεται για ύδρευση. Τα υπόγεια νερά του Λεκανοπεδίου της Αθήνας αποστραγγίζονται κατά μήκος αξόνων που σε γενικές γραμμές έχουν την ίδια κατεύθυνση και θέση με τη σύγχρονη κοίτη του Κηφισού κυρίως και κατά δευτερεύοντα λόγο την κοίτη του Ιλισού ποταμού. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην τροφοδοσία που οι ζώνες αυτές δέχονται επιλεκτικά από τους ίδιους τους χείμαρρους και στην συγκέντρωση υψηλών ποσοτήτων υδάτων που συγκλίνουν σ αυτές από τις γύρω περιοχές. Ειδικότερα στα κατάντη τμήματα της κοίτης των δύο βασικών υδατορεμάτων του Λεκανοπεδίου (Κηφισός και Ιλισός), τα βάθη της πιεζομετρικής στάθμης εμφανίζονται ιδιαίτερα μειωμένα κυμαινόμενα μεταξύ 2 και 10 μέτρων. Η σχέση τροφοδοσίας μεταξύ των ποταμών και του υπογείου υδροφόρου συστήματος επηρεάζεται από το βάθος εγκιβωτισμού της κοίτης των υδατορεμάτων σε σχέση με την πιεζομετρική επιφάνεια. Εκτιμάται ότι στο πλέον κατάντη τμήμα η σχέση τροφοδοσίας είναι αμφίδρομη και εξαρτάται από την χρονική περίοδο και το εκάστοτε φορτίο στις κοίτες και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Κατά μήκος της παραλιακής ζώνης αναπτύσσεται μία πολύπλοκη σχέση τροφοδοσίας μεταξύ του Σαρωνικού κόλπου και του υπόγειου υδροφόρου συστήματος του Λεκανοπεδίου. 12 ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Κλίμα Το κλίμα του Λεκανοπεδίου Αττικής χαρακτηρίζεται από μικρά ετήσια ύψη βροχής, ήπιους χειμώνες και θερμά καλοκαίρια. Γενικά χαρακτηρίζεται εύκρατο μεσογειακό. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την ετήσια πορεία του μέσου μηνιαίου αριθμού ημερών καταιγίδας, το κλίμα του Λεκανοπεδίου κατατάσσεται στην κύρια μεταβατική ζώνη μεταξύ ηπειρωτικών μεσογειακών και γνήσιων μεσογειακών κλιμάτων. Τα κλιματικά στοιχεία της περιοχής μελέτης παρουσιάζονται αναλυτικά παρακάτω και αποτελούν δεδομένα του Μετεωρολογικού Σταθμού Ελληνικού (Νο 716, γεωγραφικό πλάτος 37 ο 54 Ν, γεωγραφικό μήκος 23ο 45 Ε, ύψος βαρομέτρου: 15,0 μέτρα) της Ε.M.Υ. της περιόδου 1955-1998. Άνεμοι Οι ετήσιες συχνότητες διευθύνσεων ανέμων για το Μ.Σ. Ελληνικού φαίνονται στον Πίνακα 4.2.2 και στο Σχήμα 4.2.2 δείχνεται το ανεμόγραμμα της περιοχής μελέτης. Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι οι επικρατέστεροι άνεμοι στην περιοχή είναι οι βόρειοι και οι βορειοανατολικοί με ποσοστά εμφάνισης 38,527% και 15,52% αντίστοιχα, ακολουθούν οι βορειοδυτικοί, οι νοτιοδυτικοί, οι νότιοι, οι νοτιοανατολικοί
και οι δυτικοί, ενώ σπανίζουν οι ανατολικοί. Η συχνότερη ένταση των επικρατούντων ανέμων είναι 1-6 Beaufort. Η μεγαλύτερη τιμή έντασης των ανέμων στην περιοχή, αυτή των 8 Beaufort, καταγράφηκε κατά την περίοδο των μετρήσεων 1955-1998. 13 Ανεμολογικά στοιχεία (Μ.Σ. Ελληνικού 1955-1998) EΝΤΑΣΗ Β ΒΑ Α ΝΑ Ν ΝΔ Δ ΒΔ ΝΗΝΕΜΙΑ ΑΘΡΟΙΣΜΑ 18,109 18,109 1 0,953 0,668 0,482 0,362 0,603 0,482 0,646 0,635 4,831 2 4,820 3,396 1,917 2,607 3,966 3,856 2,859 3,013 26,434 3 5,752 4,404 1,632 1,994 4,174 3,232 1,972 2,531 25,691 4 5,390 4,875 1,435 0,920 1,873 0,909 0,668 1,775 17,845 5 1,775 1,687 0,296 0,208 0,471 0,186 0,208 0,548 5,379 6 0,493 0,416 0,088 0,044 0,110 0,055 0,066 0,153 1,425 7 0,077 0,055 0,011 0,011 0,011 0,011 0,011 0,022 0,209 8 0,022 0,011 0,011 0,000 0,011 0,011 0,000 0,011 0,077 Σύνολο 38.527 15.52 1.968 4.358 7.798 7.843 3.562 8.959 18,109 100.000 Διεύθυνση Ανέμου Συχνότητα Εμφάνισης (%) Β ΒΑ Α ΝΑ Ν ΝΔ Δ ΒΔ Ποσοστό Νηνεμίας 38.527 15.52 1.968 4.358 7.798 7.843 3.562 8.959 18,109 Θερμοκρασία Υγρασία Η μέση ετήσια θερμοκρασία στην περιοχή μελέτης είναι 18,5 o C, ενώ το μέσο ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος είναι 17,7 o C. Ο θερμότερος μήνας είναι η Ιούλιος με μέση θερμοκρασία 28,0 o C ενώ ψυχρότερος είναι ο Ιανουάριος με μέση θερμοκρασία 3 o C, με τον Φεβρουάριο μήνα όμως να έχει σημειώσει την μικρότερη τιμή της θερμοκρασίας. Η μέση μέγιστη ετησίως θερμοκρασία που έχει παρατηρηθεί την περίοδο 1955-1998 είναι 22,1 o C και η μέση ελάχιστη ετησίως είναι 14,3 o C. Στον πίνακα 4.2.3α δίνονται τα στοιχεία της θερμοκρασίας αέρος για τη χρονική περίοδο 1955-1998. Η σχετική υγρασία έχει τη μέγιστη τιμή της το Δεκέμβριο (75,6%) και την ελάχιστη τον Ιούλιο (43,7%) και μέση ετήσια τιμή 61,4%. Στον πίνακα 4.2.3β δίνονται τα στοιχεία της σχετικής υγρασίας για τη χρονική περίοδο 1955-1998.
Μέσες θερμοκρασίες αέρος ( ο C) Μετεωρολογικός Σταθμός Ελληνικού 1955-1998. 14 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ O Ν Δ Έτος Μέση θερμοκρασία 10,3 10,6 12,2 15,9 20,6 25,3 28,0 27,9 24,3 19,5 15,4 12,0 18,5 Μέση Μέγιστη 13,6 14,1 15,7 19,4 24,1 28,8 31,8 31,8 28,2 23,3 18,8 15,2 22,1 Μέση Ελάχιστη 7,0 7,2 8,4 11,4 15,8 20,1 22,8 22,8 19,8 15,6 12,0 8,8 14,3 Απολύτως Μέγιστη 22,1 22,0 25,6 28,4 33,9 37,5 42,0 41,0 37,6 33,8 27,0 22,5 42,0 Απολύτως Ελάχιστη -2,9-3,2-1,6 2,2 8,0 11,5 15,5 16,0 10,4 6,3 1,4-1,4-3,2 Μηνιαίες τιμές σχετικής υγρασίας (ΕΜΥ, 1955-1998) Σχετική Υγρασία (%) I Φ M A M I I A Σ O N Δ Eτος 69,0 68,0 65,8 62,5 59,1 52,8 46,8 47,0 53,4 62,2 68,7 70,1 60,45 Βροχοπτώσεις Το μέσο ύψος βροχόπτωσης για τον Μ.Σ. Ελληνικού ανέρχεται στα 367,9 mm. Ο ξηρότερος μήνας είναι ο Ιούλιος (5,1 mm) και υγρότερος ο Δεκέμβριος (63,1 mm.). Στον πίνακα 4.2.4 ακολουθεί δίνονται τα στοιχεία μέσου και μέγιστου ύψους βροχόπτωσης 24ώρου για τη χρονική περίοδο 1955-1998. Σημειώνεται ότι η ανομβρία και συνολικά οι μέρες χωρίς βροχή καθορίζουν την περίοδο που θα γίνουν οι αρδεύσεις στην περιοχή των έργων. Ο αριθμός των ημερών με βροχή ανέρχεται σε 98,1. Ύψος βροχής (Μ.Σ. Ελληνικού 1955-1998) Μέσο ύψος υετού mm Μέγιστο ύψος υετού 24ώρου σε mm Ι Φ M A M I I A Σ O N Δ Eτος 47,6 40,6 43,5 25,6 15,2 5,5 5,1 6,9 9,6 47,4 57,8 63,1 367,9 81,6 55,0 142,0 92,3 40,0 19,9 45,9 70,2 40,4 80,9 96,3 80,2 142,0 Λοιπά καιρικά φαινόμενα Φαινόμενα όπως το χαλάζι και η ομίχλη θεωρούνται σπάνια για την περιοχή, ενώ χιόνι παρατηρείται μόνο κατά τους χειμερινούς μήνες και συγκεκριμένα την περίοδο Δεκέμβριο έως Μάρτιο με μέσο όρο ημερών με χιόνι 2,4. Τέλος, η συχνότητα εμφάνισης παγετού είναι μόνο 3 φορές το χρόνο και κυρίως τους χειμερινούς μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο.
15 ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Κυματικές συνθήκες Σύμφωνα με τα στοιχεία των μετεωρολογικών σταθμών Ελληνικού και Πειραιά που παρατίθενται στο Παράρτημα της παρούσας, οι άνεμοι που ενδιαφέρουν την εν λόγω περιοχή και δημιουργούν κυματισμούς είναι οι Νότιοι που πνέουν με συχνότητα 13.23% ετησίως και οι νοτιοδυτικοί που πνέουν με συχνότητα 8.15% ετησίως. Οι ισχυροί όμως νότιοι άνεμοι εντάσεως μεγαλύτερης των 5 Beaufort εμφανίζονται με συχνότητα 0.77% ετησίως ενώ οι νοτιοδυτικοί με 0.32% ετησίως. Στοιχεία παλίρροιας ρεύματα Η επίδραση της παλίρροιας στις ελληνικές θάλασσες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι ελαχίστης σημασίας στο πρότυπο κίνησης θαλασσίων μαζών μεσαίας και μεγάλης κλίμακας. Με βάση τα στοιχεία του Λιμένα Πειραιά, θεωρείται ως στάθμη μέγιστης πλήμμης : +0,47 μ. και ως στάθμης κατώτατης ρηχίας : -0,73 μ. Στο Σαρωνικό κόλπο - και κατ επέκταση και στο Φαληρικό Όρμο- οι κινήσεις θαλασσίων μαζών επηρεάζονται κυρίως από την κατεύθυνση των ανέμων και την υδροδυναμική των νερών (UNEP 1996). Το πρότυπο κίνησης των θαλασσίων μαζών στον Σαρωνικό μπορεί τόσο να ακολουθεί την φορά των δεικτών του ρολογιού όσο και την αντίθετη φορά, ανάλογα με την εκάστοτε διεύθυνση των επικρατούντων ανέμων (UNEP 1996). Σύμφωνα με τις υδρογραφικές μετρήσεις του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε στα πλαίσια μελέτης του προγράμματος «Mediterranean Action Plan» και υπό την αιγίδα του «Περιβαλλοντικού Προγράμματος Ηνωμένων Εθνών» (UNEP) φαίνεται ότι οι θαλάσσιες μάζες του Σαρωνικού επηρεάζονται ισχυρά από την διείσδυση θαλασσίων μαζών από το Αιγαίο Πέλαγος, σε σημείο που τα φυσικά χαρακτηριστικά του κόλπου να είναι παρόμοια με αυτά του Αιγαίου Πελάγους. Γενικά, και σύμφωνα με μετρήσεις ρευμάτων του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε στο κόλπο της Ελευσίνας, έχει διαπιστωθεί ότι τη θερινή περίοδο εμφανίζεται ασθενής είσοδος νερών από τον Σαρωνικό κόλπο προς τον κόλπο της Ελευσίνας ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο υπάρχει έντονη έξοδος των πυκνών νερών του κόλπου Ελευσίνας προς το Σαρωνικό. ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Χερσαία οικοσυστήματα Η ευρύτερη περιοχή του έργου έχει διαμορφωθεί κυρίως από την ανθρώπινη παρουσία και τη χρήση της γης και λιγότερο ως καθόλου από φυσικούς παράγοντες (όπως νερό, τοπογραφικό ανάγλυφο, ζώα, βλάστηση). Τα φυσικά οικοσυστήματα της περιοχής της μελέτης μπορούν να διακριθούν σε :
α. Τελικά οικοσυστήματα Υπόκεινται σε βιοκλιματικό καθορισμό και δεν συναντώνται στην εν λόγω περιοχή μελέτης. Πρόκειται για οικοσυστήματα που κατά κύριο λόγο επικρατούν εκτός ορίων πόλεως του Λεκανοπεδίου Αττικής και βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας η οποία δύναται να προκύψει από την εξέλιξη τόσο του εδάφους και της βλάστησης όσο και της πανίδας κάτω από τις επικρατούμενες κλιματολογικές συνθήκες. β. Σταθερά ή διαρκή ή εδαφικά εξαρτώμενα οικοσυστήματα Δημιουργούνται κυρίως σε ακραία περιβάλλοντα (αυξημένη εδαφική υγρασία κ.ά.) όπου τοπικά ξεχωρίζει ιδιαίτερα η σημασία κάποιου οικολογικού παράγοντα του περιβάλλοντος. Όσον αφορά στην περιοχή μελέτης, τέτοια υπολείμματα φυσικών εδαφικά εξαρτώμενων οικοσυστημάτων εντοπίζονται στις εκβολές των ποταμών Κηφισού και Ιλισού, τα εγκιβωτισμένα ρεύματα των οποίων διασχίζουν με μόνιμη ροή την εν λόγω περιοχή η οποία διαθέτει φυσική ή φυτεμένη βλάστηση στις όχθες ή στις εκβολές τους Το νερό στις εκβολές τους είναι ιδιαίτερα θολό λόγω ρύπανσης και φερτής ιλύος, ενώ στον πυθμένα της κοίτης τους έχουν αναπτυχθεί χλωροφύκη, γεγονός που δηλώνει υποβάθμιση στο υδάτινο οικοσύστημα. 16 Χλωρίδα - Πανίδα α. Χλωρίδα Η έντονη ανάπτυξη των ανθρωπογενών επεμβάσεων επέφερε σημαντική αλλοίωση στην οικολογική ισορροπία της περιοχής, με αποτέλεσμα η εικόνα που επικρατεί σήμερα να διαφέρει κατά πολύ από αυτή των παλαιοτέρων ετών. Συγκεκριμένα, φυσική βλάστηση μπορεί να παρατηρήσει κανείς μόνο στην εκβολή του Ιλισού ποταμού. Στις όχθες της εκβολής του που έρχονται σε επαφή με το υφάλμυρο νερό αναπτύσσεται φυτοκοινωνία αλοφύτων (π.χ. Arthrocnemum spp.) με σποραδική παρουσία δενδρώδων ειδών, όπως τα αρμυρίκια (π.χ. Tamarix spp.), οι καλαμιές (Arundo donax), οι ασημόλευκες (Populus alba) και το βρωμόδενδρο (Ailanthus altissima). Στην ευρύτερη χερσαία περιοχή η επικρατούσα βλάστηση είναι ποώδης με πιο έντονη την παρουσία των αγροστώδων (Graminae). Τέλος, άλλα χαρακτηριστικά είδη που παρατηρούνται είναι τα ακόλουθα : Chrysanthemum coronarium, Papaver rhoeas, Glaucium flavum, Reseda sp., Trifolium sp., Centaurea sp. κ.ά. β. Πανίδα Οι συνθήκες που επιβάλλει η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν επιτρέπουν την ύπαρξη ομοιόμορφα εξαπλωμένων πληθυσμών παρά μόνο απομονωμένων, γεγονός από τον οποίο η πανίδα της περιοχής κρίνεται σημαντική κυρίως ως προς την παρουσία της και όχι ως προς την ποικιλότητα και την αφθονία της. Ειδικότερα λοιπόν για την εν λόγω περιοχή, παρατηρούνται κυρίως διάφορα είδη τρωκτικών (ποντικών (Mus spp.)) και αρουραίων (Rattus spp.), ερπετών (π.χ. κονάκι (Anguis fragilis), σπιτόφιδο (Elaphe situla), τρανόσαυρα (Lacerta trilineata)) και
χερσαίων ασπόνυλων (νηματώδεις, ολιγόχαιτοι, πολύχαιτοι, κοιλεντερωτά, καρκινοειδή, μαλάκια). 17 γ. Ορνιθοπανίδα Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Φαληρική ζώνη παρουσιάζει η ορνιθοπανίδα της περιοχής όπως αυτή έχει παρατηρηθεί κατά περιόδους. Λατινική Ονομασία Accipiter nisus Alcedo atthis Anas querquedula Ardea cinerea Ardea purpurea Ardeola ralloides Arenaria interpres Burhinus oedicnemus Buteo buteo Calandrela brachydactyla Calindris minuta Egretta garzetta Falco eleonorae Gavia artica Glareola pratincola Himantopus himantopus Lanius collurio Lanius minor Larus melanocephalus Larus minutus Limicolla falcinellus Nycticorax nycticorax Phalacrocorax aristotelis Phalacrocorax carbo Philomachus pugnax Plegadis falcinellus Podiceps cristatus Podiceps nigricollis Sterna albifrons Sterna hirundo Sterna sadvicensis Tachybaptus ruficollis Tringa glareola Tringa stagnatilis Ελληνική Ονομασία (κοινή) Ξεφτέρι Αλκυόνι Σαρσέλα Σταχτοτσικνιάς Πορφυροτσικνιάς Κρυπτοτσικνιάς Χαλικοκυλιστής Πετροτριλίδα Γερακίνα Μικρογαλιάντρα Νανοσκαλίδρα Λευκοτσικνιάς Μαυροπετρίτης Λαμπροβούτι Νεροχελίδονο Καλαμοκανάς Αετομάχος Γαϊδουροκεφαλάς Μαυροκέφαλος γλάρος Νανογλάρος Μπεκατσινοσκαλίδρα Νυχτοκόρακας Θαλασσοκόρακας Κορμοράνος Μαχητής Χαλκόκοτα Σκουφοβουτηχτάρι Μαυροβουτηχτάρι Νανογλάρονο Ποταμογλάρονο Χειμωνογλάρονο Νανοβουτηχτάρι Λασπότρυγγας Βαλτότρυγας
18 Θαλάσσια οικοσυστήματα Ο Φαληρικός Όρμος έως την περιοχή του Σ.Ε.Φ. είναι ένας κλειστός κόλπος που επικοινωνεί με τον Σαρωνικό κόλπο μέσω από άνοιγμα μήκους 2 χλμ. περίπου. Κοντά στην ακτή το βάθος του πυθμένα κυμαίνεται από 0-7μ., ενώ στην επικοινωνία του με τον Σαρωνικό το βάθος φτάνει τα 20μ. Τόσο η μορφή της ακτογραμμής όσο και το βάθος πυθμένα έχουν διαμορφωθεί από την αλληλεπίδραση της δραστηριότητας των ποταμών Κηφισού - Ιλισού και των επικρατούντων θαλασσίων ρευμάτων. Όσον αφορά στις βιοκοινωνίες, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στη σύσταση των βενθικών βιοκοινωνιών, καθώς αποτελούν αξιόπιστο δείκτη της υφιστάμενης κατάστασης του θαλάσσιου οικοσυστήματος. Βενθικές Βιοκοινωνίες Οι βενθικοί οργανισμοί (φυτοβένθος και ζωοβένθος), λόγω ακριβώς της άμεσης εξάρτησής της από τον βυθό, αντανακλούν πιστά και σταθερά τη γενική εικόνα τις οικοσυστήματος διότι ενσωματώνουν στη σύνθεση και στη δομή της, τις περιβαλλοντικές διακυμάνσεις και επηρεάζονται άμεσα από πλήθος παραγόντων διατάραξης. Οι βενθικές βιοκοινωνίες του Σαρωνικού κόλπου γενικά αλλά και της άμεσης περιοχής μελέτης ειδικότερα έχουν κατά περιόδους μελετηθεί κυρίως από το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.). Γενικότερα, όλο το βενθικό οικοσύστημα του Σαρωνικού κόλπου μπορεί να διακριθεί στις ακόλουθες ζώνες : α) Υπερπαράλια ή γεωπαράλια ζώνη. Βρίσκεται πάνω από την ανώτερη στάθμη της θάλασσας. Είναι η παράκτια βραχώδης ή αμμώδης περιοχή που βρίσκεται εκτεθειμένη στην επίδραση των κυμάτων και απουσιάζει παντελώς σημαντική βλάστηση. Στα βραχώδη τμήματα της ακτής παρατηρείται η ύπαρξη λειχήνων που δίνουν το μαύρο χρωματισμό στα βράχια τοπικά σε πλάτος 0,20-0,30 μέτρων καθώς και σπανιότερα κυανοφυκών και χλωροφυκών. β) Μεσοπαράλια ζώνη. Βρίσκεται μεταξύ ανώτερης και κατώτερης στάθμης της θάλασσας. Έχει μικρό σχετικά εύρος και περιλαμβάνει τη ζώνη όπου σκάει το κύμα της θάλασσας έως το ανώτερο όριο όπου εμφανίζονται τα φαιοφύκη του γένους Cystoseira. Τα βραχώδη και πετρώδη τμήματα τις ακτής στη ζώνη αυτή καλύπτονται από πλήθος χλωροφυκών (κυρίως του γένους Ulva). Σε αυτή τη ζώνη ζουν προσκολλημένα στα βράχια κάποια είδη ασπόνδυλης πανίδας (π.χ. πεταλίδες των γενών Patella και Chαthamalus & σαλιγκάρια του γένους Monodonta) καθώς και λίγα καβούρια του γένους Carcinus).
γ) Υποπαράλια ζώνη. Αρχίζει κάτω από την κατώτερη στάθμη της θάλασσας και εκτείνεται έως το ανώτερο όριο εξάπλωσης των φυτόφιλων φυκών και των θαλάσσιων αγγειόσπερμων (ζώνη εμφάνισης Posidonia oceanica). Στην περίπτωση του Σαρωνικού κόλπου το όριο αυτό σπάνια ξεπερνά τα 25μ. βάθος. Στη ζώνη αυτή, και σύμφωνα με αποτελέσματα του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε, παρατηρείται μέσα στον ετήσιο κύκλο μια μεταβολή τόσο στη σύνθεση όσο και στη δομή της θαλάσσιας βλάστησης. δ) Βαθυπαράλια ζώνη. Εκτείνεται από το επίπεδο εμφάνισης του θαλάσσιου φανερόγαμου Posidonia oceanica έως του βάθους όπου σταματάει εντελώς η θαλάσσια βλάστηση. (Σημ. : η Posidonia oceanica είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στη ρύπανση και η οικολογική σημασία της είναι μεγάλη). Η άμεση περιοχή μελέτης μπορούμε να πούμε ότι καλύπτει τις τρεις πρώτες ζώνες (υπερπαράλια, μεσοπαράλια, υποπαράλια). 19 Παρουσία Ποσειδώνιας στο Σαρωνικό κόλπο Ζωοβένθος Οι μελέτες του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε έχουν δείξει ότι η περιοχή που βρίσκεται πλησιέστερα προς την εκβολή του ποταμού Κηφισού παρουσιάζει τον μικρότερο αριθμό ειδών και ατόμων ανά δείγμα ως προς την ποιοτική και ποσοτική σύσταση του ζωοβένθους. Το ζωοβένθος στο δυτικό τμήμα του όρμου εμφανίζεται πλουσιότερο ως προς τον αριθμό ειδών και ατόμων ανά δείγμα από το ανατολικό τμήμα του όρμου στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται και στον παρακάτω πίνακα.. Συνοπτική παρουσίαση ζωοβένθους (αριθμός ειδών και ατόμων ανά θέση) Σταθμός Taxa Αριθμός Ειδών Πλησίον Εκβολής Κηφισού (Κ2) Πολύχαιτοι 13 (κεντρικό τμήμα Όρμου) Μαλάκια 4 Διάφορα 5 Δυτικό Τμήμα Όρμου (Δ2) Πολύχαιτοι 39
Σταθμός Taxa Αριθμός Ειδών Μαλάκια 10 Διάφορα 7 Ανατολικό Τμήμα Όρμου (Α2) Πολύχαιτοι 23 Μαλάκια 7 Διάφορα 5 Πηγή : ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε,1991 20 Γενικά οι ζωοβενθικοί οργανισμοί της ευρύτερης περιοχής μελέτης παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλότητα στη σύνθεση που καθορίζεται από τη διαβάθμιση της αλατότητας και την κοκκομετρία. Αφθονούν οι πολύχαιτοι Capitella capitata, Heteromastus filiformis, Lumbrineris latreilli, Polydora antennata, και τα μαλάκια Abra nitida, Venus gallina, Corbula gibba. Ο πολύχαιτος Capitella capitata που παρατηρείται είναι είδος που ζει και ευνοείται σε περιοχές με αστικά και βιομηχανικά λύματα και έχει χαρακτηρισθεί ως δείκτης υψηλής συγκέντρωσης οργανικού υλικού. Ως δείκτες αστάθειας του περιβάλλοντος έχουν χαρακτηριστεί επίσης και τα είδη Corbula gibba & Tharyx heterochaeta. Στον παρακάτω πίνακα δίνονται τα κυριότερα είδη ζωοβενθικών οργανισμών στην άμεση περιοχή μελέτης (ευρύτερη περιοχή Φαληρικού Όρμου), όπως αυτά έχουν καταγραφεί κατά καιρούς : Taxa Πολύχαιτοι Ονομασία (Λατινική) Aricia foetidina Aricidea curviseta Aricidea fauveli Aricidea fragilis mediterranea Capitella capitata Chaetozone setosa Chone filicaudata Diopatra neapolitana Glycera lapidum Glycera rouxii Glycera unicornis Heteromastus filiformis Hyalinoecia brementi Laonice cirrata Lumbrineris latreilli Microspio mecznicowianus Notomastus latericeus Polydora antennata Prionospio cirrifera Prionospio malmgreni Scoloplos armiger
21 Taxa Μαλάκια Καρκινοειδή Διάφορα Ονομασία (Λατινική) Sigambra parva Tauberia gracilis Tharyx heterochaeta Tharyx marioni Abra alba Abra nitida Cardium edule Corbula gibba Digitaria digitaria Hinia incrassata Loripes lacteus Parvicardium ovale Striarea lactea Thyasira flexuosa Thyasira ferruginosa Timoclea ovata Venus gallina Amphipoda Brachyura Cumacea Macrura Tanaidacea Nematoda Nemertina Porifera Φυτοβένθος Σημαντικές πληροφορίες για την αφθονία και σύνθεση των φυτοβενθικών οργανισμών σε σχέση με το πρόβλημα της ρύπανσης του Σαρωνικού κόλπου έχουν δώσει μια σειρά από μελέτες της τελευταίας εικοσαετίας (Diapoulis 1983, Diapoulis & Haritonidis 1987). Πρόσφατα (1999) όμως και κατά τη διάρκεια του ερευνητικού προγράμματος του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε για την Παρακολούθηση του οικοσυστήματος του Σαρωνικού κόλπου υπό την επίδραση της εκβολής των λυμάτων του αγωγού της Ψυττάλειας φαίνεται η επικράτηση στο θαλάσσιο οικοσύστημα του Σαρωνικού, των μεγάλων φαιοφυκών του γένους Cystoseira, δηλ. ότι το φυτοβένθος του Σαρωνικού βρίσκεται σε στάδιο μετάβασης από μια τυπικά υποβαθμισμένη νιτρόφιλη φυτοκοινωνία σε μια πιο υγιή φυτοκοινωνία όπου επικρατούν μεγάλα φαιοφύκη.
Ακολουθούν τα κυριότερα είδη φυτοβενθικών οργανισμών στην ευρύτερη περιοχή μελέτης, όπως έχουν δώσει διάφορες μελέτες : 22 Φαιόφυτα Taxa Ροδόφυτα Ονομασία (Λατινική) Cystoseira crinitophylla Cystoseira mediterranea Dictyopteris membranacea. Dictyota dichotoma Dictyota linearis Halopteris scoparia Hypnea musciformis Jania sp Laurencia microcladia Padina pavonica Ulva lactuca Χλωρόφυτα Ulva rigida Cladophora sp. Προστατευόμενες περιοχές Τα περισσότερα είδη πουλιών που παρατηρούνται στον Ιλισό είναι μεταναστευτικά, υδρόβια και παρυδάτια (ερωδιοί, αγριόπαπιες, χαραδιόμορφα κ.ά.), η παρουσία αλλά και η επιβίωση των οποίων εξαρτάται από τη διατήρηση των υγροτόπων. Η ορνιθολογική αξία του Δέλτα του Ιλισού οφείλεται κυρίως στη γεωγραφική του θέση, με αποτέλεσμα να ενταχθεί στον κατάλογο των σημαντικών βιοτόπων της Ελλάδας CORINE. Επιπλέον, υπό καθεστώς προστασίας στις βιοκοινωνίες ενός θαλάσσιου φυτικού είδους αποτελεί και η ποσειδώνια (επιστημονική ονομασία Posidonia οceanica), η οποία αναπτύσσεται στη θαλάσσια άμμο, σε μικρά και μεγάλα υποθαλάσσια λιβάδια. Οι ποσειδώνιες, είναι οι γνωστές μας φυκιάδες, δεν είναι όμως φύκη αλλά ανώτερα φυτά προσαρμοσμένα στο θαλάσσιο περιβάλλον (όπως αυτά της ξηράς). Σχηματίζουν ολόκληρες συστάδες στον αμμώδη βυθό πλησίον των ακτών και μέχρι βάθος 40μ. Έχουν μακριά φύλλα σαν ταινίες μήκους 50cm. Βγάζουν άνθη και καρπούς, οι ρίζες τους στερεώνονται στην άμμο και φωτοσυνθέτουν με τη χλωροφύλλη που διαθέτουν, μέσω του ηλιακού φωτός, δημιουργώντας οργανική ύλη (περίπου 20 tn/ha/yr) από ανόργανα συστατικά που βρίσκονται στο νερό. Έτσι με το οξυγόνο που ελευθερώνεται, λόγω της μεγάλης έκτασης που καταλαμβάνουν τα λιβάδια της ποσειδώνιας, συμβάλλει σημαντικά στην οξυγόνωση του νερού. (Σημ.: είναι
χαρακτηριστικό ότι 1,0τ.μ. λιβαδιού της ποσειδώνιας παράγει μέσα σε 24 ώρες, 20,0lt οξυγόνου). Ειδικότερα για την ποσειδώνια, και σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, τα υποθαλάσσια λιβάδια που καλύπτουν αποτελούν οικότοπο προτεραιότητας λόγω του ιδιαίτερου ρόλου στο παράκτιο μεσογειακό οικοσύστημα (κωδικός NATURA 1120), κι αυτό διότι θεωρείται σημαντικός δείκτης της καλής ποιότητας των νερών και των συνθηκών σταθερής αλατότητας (37-39 psu) λόγω της ευαισθησίας της στους διαφόρους ρύπους. Αν ξεπεραστεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανοχής σ αυτούς, τότε αρχίζουν να υποχωρούν και τελικά εξαφανίζονται, με συνέπεια την υποβάθμιση του οικοσυστήματος της υποθαλάσσιας περιοχής τους. Η ποσειδώνια απειλείται σήμερα από τη θαλάσσια ρύπανση και από άλλες ανθρώπινες παρεμβάσεις (χωματουργικές εργασίες, αγκυροβόληση πλοίων κ.λπ.). 23 ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Πιέσεις εδάφους & υπεδάφους Στην περιοχή της μελέτης, έχει αλλάξει η ακτογραμμή από τα διάφορα έργα και έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στη μορφολογία της από τις διάφορες ανθρώπινες παρεμβάσεις στις εκβολές του Κηφισού και του Ιλισού αλλά και τις ανεξέλεγκτες απορρίψεις μπαζών. Τα επιφανειακά ιζήματα έχουν βρεθεί επιβαρημένα με μέταλλα, γεγονός που αποδίδεται στις εκροές του Κηφισού. Πιέσεις στα οικοσυστήματα Η μορφολογία της ακτογραμμής της περιοχής και το βάθος πυθμένα του έχουν διαμορφωθεί τόσο από τη δραστηριότητα των ποταμών Κηφισού - Ιλισού και τα θαλάσσια ρεύματα που επικρατούν όσο και από τις εκτεταμένες ανθρώπινες παρεμβάσεις στην εν λόγω περιοχή. Ο Κηφισός ποταμός αποτελεί τον τελικό αποδέκτη μεγάλης ποσότητας ομβρίων υδάτων ενός αρκετά μεγάλου μέρους του Λεκανοπεδίου Αθηνών, αστικών λυμάτων από κτίρια με παράνομη σύνδεση στο δίκτυο απαγωγής ομβρίων υδάτων, ανεπεξέργαστων ή επεξεργασμένων βιομηχανικών αποβλήτων που χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις οργανικών ουσιών καθώς και ανεπεξέργαστων βιομηχανικών αποβλήτων και τα οποία συχνά χαρακτηρίζονται από υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων. Επιπρόσθετα, ο Ιλισός ποταμός δέχεται ποσότητες λυμάτων στην κοίτη του αλλά σαφώς μικρότερες από εκείνα του Κηφισού.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος της περιοχής της μελέτης έχει υποβαθμιστεί σημαντικά τόσο εξαιτίας των ρυπαντικών φορτίων από τους ποταμούς Κηφισού και Ιλισού, όσο και από τις εκροές του Κεντρικού Αποχετευτικού Αγωγού στο Κερατσίνι (έναρξη λειτουργίας το 1961) από τον οποίο διατίθεντο μέχρι πριν λίγα χρόνια χωρίς επεξεργασία το μεγαλύτερο ποσοστό των αστικών λυμάτων του Λεκανοπεδίου Αττικής. Εξάλλου επιπλέον πηγές ρύπανσης που συντελούν στην υποβάθμιση της θαλάσσιας περιοχής αποτελούν και σκάφη που κινούνται στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού κόλπου από τα οποία διαφεύγουν πετρελοειδή. Τα τελευταία χρόνια λειτουργούν στη νήσο Ψυττάλεια οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων του Λεκανοπεδίου Αθηνών, όπου τα λύματα υφίστανται επεξεργασία B βαθμού και εκρέουν από το νησί. 24 Πιέσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον Το παράλιο οικοσύστημα του Σαρωνικού κόλπου έχει δεχθεί τον τελευταίο αιώνα τη σημαντικότερη υποβάθμιση και οφείλεται σαφώς στη γειτνίασή του με την πρωτεύουσα, δηλαδή στην εισροή σε αυτόν αστικών και βιομηχανικών λυμάτων. Συγκεκριμένα για τα λύματα στον Σαρωνικό κόλπο, λόγω των προσμίξεων με γλυκό νερό που περιέχουν, είναι ελαφρύτερα από το θαλασσινό νερό στο αντίστοιχο βάθος με αποτέλεσμα να κινούνται προς την επιφάνεια. Ωστόσο κατά την περίοδο που επικρατεί το εποχικό θερμοκλινές εγκλωβίζονται στα κατώτερα από αυτό στρώματα και ακολουθούν την κίνηση των ρευμάτων στο αντίστοιχο βάθος (Παυλίδου και άλλοι, 2000). Επίσης η ρύπανση του Σαρωνικού που προέρχεται από τον κόλπο της Ελευσίνας, αναμένεται μεγαλύτερη τη χειμερινή περίοδο, δεδομένου ότι αυτήν την εποχή εμφανίζεται πιο έντονη η έξοδος των πυκνών νερών του κόλπου Ελευσίνας προς το Σαρωνικό, εν αντιθέσει με την περίοδο του καλοκαιριού που είναι ασθενέστερη. Όσον αφορά στη διάχυση των λυμάτων από τον αγωγό της Ψυττάλειας, μετρήσεις από μελέτες του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε στο πυκνό πλέγμα σταθμών γύρω από τον αγωγό κατέδειξαν ότι τα λύματα διαχέονται κυρίως Ν-ΝΔ και επηρεάζουν τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού Σαρωνικού, με συνέπεια τη μείωση της αλατότητας και του οξυγόνου και την αύξηση των θρεπτικών και της θολερότητας (Παυλίδου και άλλοι, 2000). Βακτηριακή επιβάρυνση Η απόρριψη μη επεξεργασμένων λυμάτων στα υδάτινα οικοσυστήματα τα εμπλουτίζει με κάθε είδους παθογόνους μικροοργανισμούς και ειδικότερα με κοπρανώδη βακτήρια. Τα λυματικά βακτήρια δρουν ανταγωνιστικά με τα αυτόχθονα βακτήρια του νερού μέσα
στο νερό και μπορούν να μεταφέρουν τόσο γενετικό υλικό με ειδικές ιδιότητες (όπως π.χ. αντοχή σε ορισμένα αντιβιοτικά σε θαλάσσιους μικροοργανισμούς & μεγαλοοργανισμούς) όσο και λοιμώξεις μέσω της τροφικής αλυσίδας. Τα λύματα της Αθήνας (περίπου 800.000 m 3 /ημέρα) υποβάλλονται σε επεξεργασία στο Κέντρο της Ψυττάλειας. Μετά τη δευτεροβάθμια επεξεργασία, στην οποία υποβάλλονται αναγκαστικά σύμφωνα με την ισχύουσα Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, και κατά την οποία απομακρύνεται σημαντικό ποσοστό του οργανικού φορτίου, εκβάλλονται νότια από αυτήν σε βάθος 63μ., με αποτέλεσμα πολύ θεαματική μείωση των λυμάτων της περιοχής (π.χ. η συγκέντρωση των κοπρανωδών κολοβακτηριοειδών είναι πλέον της τάξεως των 10 6 cfus/100ml), ενώ έχει διαπιστωθεί αντιθέτως επιβάρυνση των ακτών της Σαλαμίνας (Μαυρίδου και άλλοι, 2000). 25 Επίδραση σε βενθικούς οργανισμούς Η εικόνα του οικοσυστήματος του Σαρωνικού μετά την έναρξη της λειτουργίας του ΚΑΑ είναι εντυπωσιακή και γίνεται έκδηλη μετά από τη σύγκριση των εργασιών το 1958 των Peres & Picard μελετητών με τη μελέτη των Ζαρκανέλλα & Μπογδάνου το 1977. Οι μελετητές αυτοί, 16 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του ΚΑΑ, έδειξαν την ύπαρξη 5 ζωνών με διαφορετικό βαθμό ρύπανσης (κατά σειρά μειωμένης επιβάρυνσης : αζωική, ευτροφική, γόνιμη, εμπλουτισμένη και φυσιολογική), όσο απομακρυνόμασταν από το σημείο εκβολής του αγωγού. (Σύμπουρα και άλλοι, 1990). Η αζωική εκτεινόταν σε μια ακτίνα μικρότερη του 1χλμ. από το σημείο εκβολής του ΚΑΑ, ενώ σε ακτίνα 3 χλμ από την έξοδο του αγωγού εξαπλωνόταν μια ζώνη αστάθειας του περιβάλλοντος με αντίστοιχη υποβάθμιση του ζωοβένθους. Η επίδραση του πρώην ΚΑΑ στο βένθος αποτέλεσε επίσης αντικείμενο μελέτης περίπου μια 10ετία αργότερα (Σύμπουρα και άλλοι, 1990) χωρίς να δείξει εμφανή επιδείνωση της ρύπανσης, όπως περιγράφηκε στις προηγούμενες μελέτες. Μάλιστα μελέτη του εσωτερικού Σαρωνικού που εκπονήθηκε από το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε κατά τη διετία 1989-90, έδειξε ότι η περιοχή μπορεί να διαιρεθεί σε 3 ζώνες : μια έντονα ρυπασμένη, μια μεταβατική ρυπασμένη και μια μεταβατική αλλά λιγότερο επιβαρυμένη ζώνη (Σύμπουρα και άλλοι, 1995). Η έναρξη λειτουργίας του Σταθμού επεξεργασίας των λυμάτων στην Ψυττάλεια, το 1991, φαίνεται να επέφερε αλλαγές στα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος : οι βελτίωση σε ορισμένες περιοχές είναι πλέον εμφανής, παρατηρήθηκε όμως και χειροτέρευση σε άλλες περιοχές (Σιώκου-Φράγκου και άλλοι, 2000 - Μαυρίδου και άλλοι, 2000). Το 1999, μία ακόμη μελέτη του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε (Ζενέτου και άλλοι, 2000), που έγινε σε 21 Σταθμούς δειγματοληψίας σε όλο το Σαρωνικό, επιχείρησε να διερευνήσει την εξέλιξη της βενθικής βιοκοινωνίας του Σαρωνικού, συγκρίνοντας την παρούσα κατάσταση με εκείνη προηγούμενων ετών μιας σειράς οικολογικών παραμέτρων και δεικτών, όπως ο
αριθμός ειδών ανά σταθμό (S), η αφθονία ατόμων ανά τ.μ. (N/m 2 ), ο δείκτης ποικιλότητας (H) κατά Shannon-Wiener, και ο δείκτης ομοιομορφίας (J) κατά Pielou. Στον παρακάτω πίνακα 4.5.4-1 παρατίθενται τα αποτελέσματα της μελέτης για τους σταθμούς δειγματοληψίας για τους οποίους και ήταν δυνατή η σύγκριση λόγω της ύπαρξης στοιχείων προηγούμενων ετών, δηλαδή : ΣΔ 7 (Ψυττάλειας), ΣΔ 8 (ανατολικά της Σαλαμίνας), ΣΔ 13 (μεταξύ Σαλαμίνας-Αίγινας), ΣΔ 11 (ανοικτά Αγίου Κοσμά), ΣΔ 16 (ανοικτά Βουλιαγμένης). 26 Σύγκριση βενθικών βιοκοινωνιών περιοχών εσωτερικού Σαρωνικού Κόλπου κατά την περίοδο 1989-1999 Στ. Δειγμ. S 7 ( ) S 8 ( ) S 13 ( ) S 11 ( ) S 16 ( ) Περιοχή Ψυττάλειας Ανατολικά Σαλαμίνας Μεταξύ Σαλαμίνας- Αίγινας Ανοικτά Αγίου Κοσμά Ανοικτά Βουλιαγμένης Έτος 1989 1999 1989 1999 1989 1999 1989 1999 1989 1999 S 41 59 27 20 58 76 58 49 68 39 N/m 480 2220 1020 600 1360 1385 1325 725 935 445 H 2,48 3,89 2,59 3,15 4,55 4,97 4,82 4,91 5,53 4,8 J 0,46 0,66 0,54 0,73 0,78 0,8 0,82 0,87 0,91 0,91 % Pol 84 82,21 37,2 74,17 48,7 79,06 64 80 76,4 76,06 % Mol 13 9,01 59,3 20,83 44,2 14,44 28,8 13,79 7,5 1,31 % Cru 1 5,41 2,45 2,5 4,4 3,61 4,9 1,38 5,3 2,71 % Ech 0 0 0 0 1,1 0,36 0,4 1,38 3,7 7,73 % Misc 2 3,38 1 2,5 1,5 2,53 1,9 3,45 6,95 12,19 (Τα παραπάνω στοιχεία παρατίθενται στη Μ.Π.Ε του έργου : Ολοκληρωμένη Μελέτη Σχεδιασμού και Ανάπτυξης και λοιπές αναγκαίες Μελέτες και Έρευνες για την Κατασκευή των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων Beach Volley και την Ανάπλαση της Περιοχής στο Φαληρικό Όρμο Ιούλιος 2001) Ευτροφικά φαινόμενα Η λειτουργία του (πρώην) ΚΑΑ προκάλεσε αύξηση του οργανικού φορτίου που κατέληγε στο θαλάσσιο περιβάλλον του Σαρωνικού κόλπου. Οι υψηλές τιμές οργανικού φορτίου -μεταξύ άλλων- προκαλούν μείωση της ποσότητας του διαθέσιμου οξυγόνου, οδηγώντας συχνά σε ανοξικές συνθήκες που επηρεάζουν την παρουσία ζωής στον αντίστοιχο χώρο. Το γεγονός αυτό οδήγησε αφ ενός μεν στη μείωση του αριθμού των ειδών και στην αλλαγή της δομής των πληθυσμών αφ ετέρου δε σε αύξηση της παρουσίας και πυκνότητας των ανθεκτικών στη ρύπανση ειδών (βιολογικοί δείκτες, π.χ. Capitella capitata, Cirratulus cirratus, Polydora antennata και Scolelepis fuliginosa), ιδίως στις έντονα επιβαρημένες περιοχές του κόλπου, μετατρέποντας
σταδιακά ένα πλούσιο και ποικιλόμορφο βιότοπο σε έναν έντονα υποβαθμισμένο από τη ρύπανση (Νικολαΐδου και άλλοι, 1991). Συνέπεια της ποσότητας των ρυπαντικών φορτίων που έχει δεχθεί ο Σαρωνικός κόλπος, και εν συνεχεία ο Φαληρικός όρμος, είναι η διαταραχή των πλαγκτονικών, των βενθικών και των ιχθυοπληθυσμών. Στον πυθμένα του Φαληρικού όρμου είναι χαρακτηριστική η καθίζηση οργανικών ουσιών στον πυθμένα. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τα υποβαθμισμένα θαλάσσια οικοσυστήματα που παρουσιάζουν έντονες ευτροφικές συνθήκες. Η βιοποικιλότητα του φυτοπλαγκτού και του ζωοπλαγκτού, εξαιτίας του ευτροφικού φαινομένου που παρατηρείται στον Φαληρικό όρμο, αναμένεται ιδιαίτερα υποβαθμισμένη, με αποτέλεσμα να απαντώνται λιγοστά είδη που αναπτύσσονται σε σημαντικούς πληθυσμούς. Οι μετρήσεις που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ..ΚΕ.Θ.Ε.) σε θαλάσσιο σταθμό, 4 χλμ νοτίως της νήσου Ψυττάλειας, έδειξαν ότι το εγγύτερο θαλάσσιο περιβάλλον του Φαληρικού όρμου παρουσιάζει φαινόμενα έντονου ευτροφισμού. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων με τα κριτήρια του πίνακα 4.5.4-3, όπως αυτός παρατίθεται παρακάτω, έδειξε ότι η περιοχή παρουσιάζει πολύ υψηλές τιμές θρεπτικών στοιχείων και χλωροφύλλης, σημαντικά ανοξικές συνθήκες και χαμηλές τιμές δίσκου SECCHI. Επιβεβαιώνεται δηλαδή το ευτροφικό φαινόμενο που οφείλεται στις χρόνιες εκροές του Κεντρικού Αποχετευτικού Αγωγού του Κερατσινίου. 27 Πιέσεις θορύβου & κυκλοφορίας Η κατάσταση τoυ ακoυστικoύ περιβάλλovτoς στηv περιoχή μελέτης είvαι ιδιαίτερα υπoβαθμισμέvη λόγω της ηχoρρύπαvσης από τηv oδική κυκλoφoρία και ειδικότερα από τov θόρυβo τωv oχημάτωv πoυ κυκλoφoρoύv στην παρακείμενη Λ. Ποσειδώνος, γεγονός που συνάγεται εμφανώς και από τον πίνακα παρακάτω. Οι εκπoμπές θoρύβoυ μπoρoύv vα πρoσδιoριστoύv από τη Βασική Στάθμη Θoρύβoυ [Basic Noise Level (BNL)] στη γραμμική πηγή. Σύμφωνα με την περιβαλλοντική μελέτη του έργου: Ολοκληρωμένη Μελέτη Σχεδιασμού και Ανάπτυξης και λοιπές αναγκαίες Μελέτες και Έρευνες για την Κατασκευή των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων Beach Volley και την Ανάπλαση της Περιοχής στο Φαληρικό Όρμο Ιούλιος 2001, έγιvε η εκτίμηση της Βασικής Στάθμης Θoρύβoυ, το έτoς 2001, με βάση τη βρεταvvική Μεθoδoλoγία Υπoλoγισμoύ Οδικoύ Θoρύβoυ CRTN ("Calculation of Road Traffic Noise", HMSO, 1988), όπως παρoυσιάζεται στov επόμεvo Πίvακα. Σύμφωvα με τη μέθoδo αυτή η Βασική Στάθμη Θoρύβoυ είvαι o oδικός θόρυβoς σε μια πρότυπη απόσταση 10 m από τo άκρo της oδoύ. Πιέσεις στην ατμόσφαιρα Συγκεκριμένα, επελέγησαν τρεις βασικές κατηγορίες οχημάτων : α) συμβατικά Ι.Χ., β) καταλυτικά Ι.Χ. και γ) βαρέα οχήματα. Σε ό,τι αφορά στους συντελεστές εκπομπής για
κάθε κατηγορία ελήφθη η εξίσωση του COPERT που αντιστοιχεί στην αντιπροσωπευτικότερη κλάση οχημάτων (με το μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης). Οι συντελεστές εκπομπής που τελικά χρησιμοποιήθηκαν είναι συνάρτηση της μέσης ταχύτητας κίνησης για την κάθε κατηγορία οχήματος και δίνονται στον επόμενο Πίνακα: 28 Συvτελεστές εκπoμπής ρύπωv αvά κατηγoρία oχήματoς CO:μονοξείδιο του άνθρακα, NOx: οξείδια του αζώτου, VOC: υδρογονάνθρακες, SO 2 : διοξείδιο του θείου, PM: σωματίδια ΣΕΝΑΡΙΟ 2001 CO NΟx VOC SO 2 PM Συντελεστές Εκπομπής (gr/km) [V=92 km/h] ΚΑΤΑΛΥΤIΚΑ 0,76 0,39 0,07 0,010 ΣΥΜΒΑΤIΚΑ 4,66 2,19 0,83 0,014 ΦΟΡΤΗΓΑ 1,84 2,44 0,90 0,083 0,213 ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΡΥΠΑΝΣΗΣ Υφιστάμενη κατάσταση ατμόσφαιρας Η ποιότητα ατμόσφαιρας της ευρύτερης περιοχής μελέτης επηρεάζεται ιδιαίτερα αρνητικά από τη γειτνίασή της με το λεκανοπέδιο Αθηνών, που βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα ρύπανσης, ενώ αντιθέτως δέχεται ευνοϊκή επίδραση από τη θαλάσσια αύρα, με αποτέλεσμα την καλή διάχυση των ρύπων και τη σημαντική, τοπική, βελτίωση της ποιότητας ατμόσφαιρας. Ετήσιες εκπομπές ρύπων στην Αθήνα 1000000 100000 10000 1000 Αυτoκίvητo Θέρμαvση Βιoμηχαvία Παρατηρείται λοιπόν ότι η μεγαλύτερη πηγή ρύπαvσης για τoυς ρύπoυς CO, NOx, HC 100 και καπvού είvαι τo κυκλoφoριακό, εvώ για τo SO 2 και τα σωματίδια η κυριότερη πηγή είvαι η βιoμηχαvία. Η θέρμαvση συμβάλλει κυρίως στoυς ρύπoυς καπvού και SO 2. 10 1 Καπvός PM SO2 NΟx CO VOC