Διεπιστημονική προσέγγιση του παλαιοπεριβάλλοντος στο Ίστρον, κόλπου Μιραμπέλλο, Αν. Κρήτης B. Hayden 1, Ι. Μπασιάκος 2, Α. Σαρρής 3, Ν. Ζαχαριάς 2, Κ. Παυλόπουλος 4 Κ. Θεοδωρακοπούλου 2,4, Κ. Αθανασάς 2, Μ. Τριανταφύλλου 5, Κ. Κούλη 5, Θ. Τσούρου 5, Ν. Παπαδόπουλος 3, Π. Σουπιός 3 & Ε. Παπαδόπουλος 3 1 University of Pennsylvania Museum, Philadelphia 2 Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, Ι.Ε.Υ., Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος, bassiakos@ims.demokritos.gr 3 Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Ρέθυμνο, Ι.Τ.Ε. Κρήτης 4 Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο 5 Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η περιοχή Ίστρον βρίσκεται στον Κόλπο του Μιραμπέλλο της βορειοανατολικής Κρήτης (Εικ.1) όπου και ο ομώνυμος οικισμός, ο οποίος είναι κτισμένος κυρίως σε έναν ασβεστολιθικό λόφο, δυτικά του οποίου αναπτύσσεται το ολοκαινικής ηλικίας αλλουβιακό ριπίδιο του ποταμού Ίστρου, που σήμερα εκβάλλει μεταξύ του μικρού ακρωτηρίου Πρινιάτικος Πύργος και της χερσονήσου Νησί Παντελεήμων (Εικ.2). Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριοτήτων στην περιοχή εντοπίζονται ήδη από την Τελική Νεολιθική εποχή (Hayden 2004), ενώ η κατοίκηση ήταν συνεχής μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες άρχισαν το 1903 από τους Richard Seager και Harriet Boyd, ενώ οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές, στον Πρινιάτικο Πύρ-
328 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ γο, έγιναν από την Edith Hall το 1910-1912, υπό την αιγίδα του University Museum in Philadelphia (Hall 1914). Το 1986 ξεκίνησαν νέες συστηματικές επιφανειακές έρευνες που αποσκοπούσαν στην αρχαιο-λογική μελέτη και παλαιοπεριβαλλοντική ανασύ-σταση της ευρύτερης περιοχής του Ίστρου από τις Barbara Hayden και Jennifer Moody, από το University of Pennsylvania Museum και Baylor University, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα αυτών των πολυετών μελετών (Hayden 2004) έδωσαν το έναυσμα για την ανάληψη, το 2002, μιας περισσό-τερο εστιασμένης στην παράκτια -κυρίως- περιοχή του Ίστρου έρευνας, μέσω του συνεχιζόμενου προγράμματος με τίτλο Istron Geoarchaeological Project, που συντονίζεται από το University of Pennsylvania Museum, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/ΙΤΕ και το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος (Hayden et al. 2006). Τα κύρια ζητήματα προς διερεύνηση ήταν: α) η ανασύσταση, βάσει τεκμηρίων, του αρχαίου τοπίου και η παλαιοπεριβαλλοντική αναπαράσταση της περιοχής κατά τα τελευταία 7.000 χρόνια, β) ο προανασκαφικός εντοπισμός τυχόν υπεδαφίων αρχαιολογικών καταλοίπων, γ) η πιθανότητα ύπαρξης αρχαίου λιμένα κοντά στη χερσόνησο, δ) η αλληλεπίδραση χέρσου-θάλασσας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ε) η μελέτη της επίδρασης των τοπικών γεωμορφολογικών και περιβαλλοντικών δεδομένων στην ανθρώπινη εγκατάσταση και χρήση γης από τους νεολιθικούς χρόνους και εντεύθεν, και, μετέπειτα, στ) οι τεχνολογικές μελέτες μεταλλουργικών κ.ά. εργαστηριακών καταλοίπων που ανασύρθηκαν από τις ανασκαφές των τελευταίων τριών χρόνων. Με την παρούσα εργασία παρατίθεται, σχολιάζεται και αξιολογείται μια σειρά αποτελεσμάτων και δεδομένων, μέσω των οποίων αποσαφηνίζονται αρκετά επιμέρους θέματα των ευρύτερων ζητημάτων που τέθηκαν προς διεπιστημονική μελέτη στο συνεχιζόμενο, αυτό, ερευνητικό πρόγραμμα. Εικόνα 1: Η περιοχή μελέτης, στο κεντρικό-δυτικό τμήμα του Κόλπου Μιραμπέλλο ΒΑ Κρήτης
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 329 ΜεθοδολογΙα Με σκοπό την ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος της περιοχής και τη διερεύνηση των λοιπών γεωαρχαιολογικής φύσεως αντι-κειμένων μελέτης, πραγματοποιήθηκαν: α) επιτό-πιες γεωλογικές και γεωμορφολογικές έρευνες με ανάληψη χαρτογραφικών εργασιών, για τον προσδιορισμό των μορφοδυναμικών παραγόντων που επηρέασαν τη διαχρονική εξέλιξη του τοπίου, β) πέντε πυρηνοληπτικές γεωτρήσεις και διάνοιξη έξι ερευνητικών ορυγμάτων, παράλληλων προς την ακτογραμμή, για τη μελέτη των ιζηματολογικών αποθέσεων κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου (Εικ.2), γ) προσδιορισμός της στρωματογραφίας και αναγνώριση των αντίστοιχων ιζηματολογικών φάσεων, δ) γεωφυσικές έρευνες με σεισμική και ηλεκτρική τομογραφία, ηλεκτρομαγνητικές, ηλεκ-τρικές και μαγνητικές διασκοπήσεις, σε συνδυασμό με Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) για τη διερεύνηση του υπεδάφους και τυχόν θαμμέ-νων αρχαιολογικών καταλοίπων, ε) γεωχρονολογήσεις με την μέθοδο του ραδιοάνθρακα ( 14 C) και της οπτικής φωταύγειας (OSL) στα ιζήματα που προέκυψαν από τις γεωτρήσεις, για το χρονικό προσδιορισμό των ιζηματολογικών φάσεων και των αποθέσεων, στ) μικροπαλαιοντολογικές αναλύσεις επί των ιζημάτων για τον προσδιορισμό τυχόν μικροαπολιθωμάτων, ζ) ανάλυση παλυνομόρφων (pollen) για την ανασύσταση της παλαιοβλάστησης και η) σύνθεση των αποτελεσμάτων των προαναφερόμενων μεθόδων και κατασκευή αντίστοιχων παλαιογεωγραφικών χαρτών, με χρήση συστημάτων GIS. Εικόνα 2: Οι θέσεις των γεωτρήσεων (C) και ορυγμάτων (T), που έγιναν κατά μήκος της υπό μελέτη ακτογραμμής και της κοίτης του ποταμού
330 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓεωλογΙα ΓεωμορφολογΙα Το μορφολογικό ανάγλυφο της περιοχής διαμορφώθηκε από την περίοδο του Πλειστοκαίνου μέχρι και σήμερα. Οι μορφοδομές που περιέχονται στην Εικ. 2 έχουν τέτοια ανάπτυξη, ώστε εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι, παρ όλες τις μικρές, τοπικές γεωμορφολογικές αλλαγές, το σημερινό τοπίο σε γενικές γραμμές δεν έχει αλλάξει πολύ από τη Νεολιθική εποχή (Moody 1997). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις εξής γεωμο-ρφολογικές ενότητες: 1) το υδρογραφικό δίκτυο του ποταμού Ίστρου, 2) την κοιλάδα του ποταμού με την πλημμυρική πεδιάδα, 3) τις αναβαθμίδες κατά μήκος της κοίτης του ποταμού, 4) το δελταϊκό αλλουβιακό ριπίδιο στα βόρεια, 5) τη χερσόνησο του Πρινιάτικου Πύργου, και 6) τα λοφώδη έως ορεινά ασβεστολιθικά εξάρματα στα ανατολικά και δυτικά της παράκτιας περιοχής (Theodorakopoulou et al. 2005, Pavlopoulos et al. 2007). Μολονότι γεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής (σε κλίμακα 1:50.000) υπήρχε κατά την εποχή έναρξης της παρούσας μελέτης, (ΙΓΜΕ 1987), κρίθηκε αναγκαία η ανάληψη νέας γεωλογκής χαρτογράφησης της παράκτιας περιοχής σε μεγαλύτερη κλίμακα, 1:5.000, με χρήση GIS, ώστε να είναι δυνατή η πληρέστερη παρακολούθηση της αλληλουχίας των γεωλογικών σχηματισμών που δομούν την περιοχή μελέτης αλλά και να κατανοηθεί το γεωτεκτονικό καθεστώς που επικρατεί σ αυτήν κατά τη διάρκεια των τελευταίων χιλιετιών (Εικ.3). Εικόνα 3: Ο νέος γεωλογικός χάρτης (1:5.000) των παράκτιων σχηματισμών της περιοχής μελέτης
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 331 Έξι κύριοι τύποι προ-ολοκαινικών πετρωμάτων επικρατούν στην περιοχή μελέτης: α) κρυσταλλικοί-ημικρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, β) μάργες με αργιλούχες διαστρώσεις, γ) ψαμμιτικοί σχηματισμοί, δ) γρανοδιορίτες, ε) πολύμεικτα κροκαλοπαγή κυρίως πράσινου χρώματος και στ) λατυπο-κροκαλοπαγείς ασβεστόλιθοι (ΙΓΜΕ 1987). Πιθανή ρηξιγενής ζώνη με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ εντοπίστηκε στα δυτικά του Πρινιάτικου Πύργου καθώς και στα δυτικά της χερσονήσου Νησί Παντελεήμων, με τον ίδιο προσανατολισμό. ΛιθοστρωματογραφικΗ αναλυση Τα δείγματα που προέκυψαν από τους πυρήνες των γεωτρήσεων και από τα ερευνητικά ορύγματα, προσδιορίστηκαν ιζηματολογικά και κατασκευάστηκαν οι ανάλογες στρωματογραφικές κολώνες (Εικ.4). Μετά την ταξινόμηση και μελέτη των ιζημάτων, αναγνωρίσθηκαν, κατά την έννοια του βάθους, πέντε κύριες λιθοστρωματογραφικές ενότητες (Theodorakopoulou et al. 2005, Pavlopoulos et al. 2007). Η ιζηματολογική ενότητα Α είναι η νεότερη και αντιπροσωπεύεται από τον εδαφικό ορίζοντα με κατάλοιπα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αποτελείται κυρίως από ξηρή καστανή/ καστανοπράσινη άργιλο, άμμο ή και αμμώδη ιλύ με μικρές κροκά-λες, υποδεικνύοντας χερσαίο περιβάλλον. Η ενότητα Β αποτελείται κυρίως από τεφρή άμμο ή ιλυώδη άμμο/άργιλο με λίγες κροκάλες. Χαρακτηρίζεται από υπερόχθιες αποθέσεις του ποταμού με επίδραση υφάλμυρου-θαλάσσιου νερού. Εντοπίστηκαν ίχνη βενθικών και πλαγκτονικών τρηματοφόρων σε κακή κατάσταση διατήρησης, υποδηλώνοντας, έτσι, τη μεταφορά των απολιθωμάτων. Η ενότητα Γ χαρακτηρίζεται από κροκαλοπαγείς, ποταμο-χειμμάριες αποθέσεις. Η ενότητα Δ χαρακτηρίζεται από γκρίζα-σκούρα γκρι ιλύ/ιλυώδη άμμο. Υπερόχθιες αποθέ-σεις με επιδράσεις γλυκού, ρηχού και στάσιμου νερού κυριαρχούν σε αυτή την ενότητα, αποκαλύπτοντας χαμηλής ενέργειας γεγονότα και ήρεμες συνθήκες απόθεσης ιζημάτων. Αυτή η ενότητα κυριαρχεί κυρίως στη γεώτρηση 2 (Εικ.2), υποδηλώνοντας ότι στην περιοχή αυτή πρέπει να υπήρχε ένας βάλτος με στάσιμο, γλυκό νερό. Τέλος, η ενότητα Ε χαρακτηρίζεται από ποταμο-χειμμάριες και υπερόχθιες αποθέσεις. Αυτή η ενότητα εμφανίζεται και στη γεώτρηση 2 αποδεικνύοντας πιθανή επίδραση ή και μετατόπιση της ροής του ποταμού κατά τη δι-
332 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ άρκεια αυτής της περιόδου. Ίσως αυτή η ενότητα να αντιπροσωπεύει και το λεγόμενο Older fill (Vita-Finzi 1966, 1969), γνωστό και από άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Εικόνα 4: Οι λιθοστρωματογραφικές ενότητες των πυρήνων δύο γεωτρήσεων και τριών ορυγμάτων στο Ίστρον ΜικροπαλαιοντολογικΕς αναλυσεις Επτά δείγματα από τα ορύγματα 2, 3, 5 και 6 επιλέχθη-καν για μικροπαλαιοντολογικές αναλύσεις που έγιναν στο Τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όλα τα δείγματα ανήκαν στην ιζηματολο-γική ενότητα Β, που χαρακτηρίζεται από γκρίζα-σκούρα γκρι άμμο ή ιλυώδη άμμο-άργιλο με μικρές κροκάλες. Πρόκειται για υπερόχθιες αποθέσεις με επίδραση υφάλμυρου-θαλάσσιου νερού. Στις ανα-λύσεις των δειγμάτων εντοπίστηκαν βενθικά και πλαγκτονικά τρηματοφόρα καθώς και κάποια οστρακώδη. Συγκεκριμένα, στο όρυγμα 2 επιλέχθηκαν δύο δείγματα προερχόμενα από βάθη 1,7 και 2 m. Στο δείγμα που αντιστοιχούσε στα 1,7 m βάθος δεν εντοπίστηκαν καθόλου τρηματοφόρα, παρά μόνο 1-2 είδη οστρακωδών του
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 333 τύπου Tyrrhenocythere amnicola. Ο τύπος αυτός χαρακτηρίζει αποθέσεις σε υφάλμυρα περιβάλλοντα της περιοχής της Μεσογείου (Bate et al. 1985). Στα 2 m βάθος εντοπίστηκαν πολύ λίγα (<5) βενθικά και πλαγκτο-νικά τρηματοφόρα, σε κακή κατάσταση διατήρησης υποδηλώνοντας ότι είχαν μεταφερθεί. Επιπλέον, εντοπίστηκαν λίγα (<5) οστρακώδη που ανήκαν στους τύπους Tyrrhenocythere amnicola και Candona spp. Αυτά τα είδη υποδηλώνουν περι-βάλλον γλυκού νερού με κάποιες επιδράσεις υφάλμυρου. Το όρυγμα 3 αποδείχτηκε τελείως στείρο. Δεν βρέθηκαν ούτε τρηματοφόρα ούτε οστρακώδη. Στο όρυγμα 5 αναλύθηκε δείγμα από βάθος 2,8 m το οποίο περιείχε πολύ λίγα (<5) βενθικά και πλαγκτονικά τρηματοφόρα, άσχημα διατηρημένα και εδώ, καθώς και λίγα (1-2 είδη) οστρακώδη του τύπου Candona spp που επίσης υποδηλώνουν περιβάλλον γλυκού-υφάλμυρου νερού. Από το όρυγμα 6 επιλέχθηκαν δύο δείγματα προερχόμενα από 3 και 4 m βάθος αντίστοιχα. Στα 3 m εντοπίστηκαν πολύ λίγα (<5) βενθικά και πλαγκτονικά τρηματοφόρα, σε κακή κατάσταση διατήρησης, υποδηλώνοντας μεταφορά. Επιπλέον, εντοπίστηκαν και λίγα οστρακώδη (<5) του τύπου Tyrrhenocythere amnicola που χαρακτηρίζουν υφάλμυρες αποθέσεις της περιοχής της Μεσογείου (Bate et al. 1985). Στα 4 m εντοπίστηκαν τα ίδια με τα ως άνω είδη. Λόγω της επίδρασης του ποταμού, αλλά και της ευστατικής προέλασης της θάλασσας προς τη χέρσο, πολλά από τα δείγματα είτε περιείχαν απολιθώματα σε κακή κατάσταση διατήρησης, είτε βρέθηκαν τελείως στείρα. Τα δείγματα που προέρχονται από τα ορύγματα 2, 5, 6 υποδηλώνουν υφάλμυρο περιβάλλον και ενισχύουν τα δεδομένα της ύπαρξης βάλτου-λιμνοθαλάσσιου έλους στη δυτική πλευρά του Πρινιάτικου Πύργου. ΠαλυνολογικΗ αναλυση Δείγματα για παλυ-νολογικές μελέτες μελετήθηκαν στο Τμήμα Γεω-λογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιλέχθηκαν 26 δείγματα από τη γεώτρηση 2, προερχόμενα από διάφορα βάθη. Η δειγματοληψία έγινε από πυρήνες αυτής της γεώτρησης, επειδή η ιζηματολογική της σύσταση και ανάλυση (αμμώδης ιλύς πιθανό έλος) θεωρήθηκε η πλέον κατάλληλη σε σχέση με τις άλλες. Από τη μελέτη γυρεοκόκκων που βρέθηκαν, αναγνωρίστηκαν τα εξής γένη φυτών: Pinus, Olea, Juniperus, Ericaceae, Helianthus, Sinapis, Tubuliflorae,
334 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Liguliflorae, Sordaria, Type 128, Quercus, Poaceae, Teucrium, Convovulus και Cerealia type. Διαπιστώθηκε ότι οι συγκεντρώσεις γύρης είναι, γενικά, αρκετά χαμηλές, ενώ η διασπορά της είναι μεγαλύτερη στο ανώτερο τμήμα του πυρήνα και μικρότερη στο κατώτερο. Τα γένη φυτών που αναγνωρίστηκαν υποδηλώνουν ανοικτού τύπου ξηροφυτική βλάστηση με λίγα πεύκα, αγριοκυπά-ρισσα και μεγάλη ποικιλία σε βότανα. Η παρουσία της ελιάς στα 270 cm βάθος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς γίνονται διάφορες συζητήσεις για το κατά πόσο η ελιά στη μινωική Κρήτη ήταν αυτόχθονη ή μη (Bottema and Sarpaki 2003). Στα ανώτερα τμήματα του πυρήνα οι τιμές των ποών είναι χαμηλές ενώ δεν εντοπίστηκε γύρη από δημητριακά. Αντίθετα, στα κατώτερα, οι τιμές των ποών αυξάνονται ενώ εντοπίστηκε και γύρη που ανήκε σε δημητριακά. Η παρουσία σπόρων του τύπου Sordaria στα 270-307 cm βάθος, υποδηλώ-νει ανθρώπινη δραστηριότητα-βόσκηση στην περιοχή. Μάλιστα, η εμφάνιση, σε αυτό το στρώμα, του τύπου type 128 πιθανόν να υποδηλώνει ρηχά, στάσιμα, γλυκά νερά, στοιχείο ενισχυτικό της άποψής μας για ύπαρξη βάλτου στα δυτικά του Πρινιάτικου Πύργου, που αποδίδεται σχεδιαστικά και στην Εικ.10. ΓεωχρονολογΗσεις α) Χρονολόγηση με 14C Για χρονολόγηση με τη μέθοδο του ραδιοάνθρακα (AMS method) εστάλησαν έξι δείγματα απανθρακωμένα ή οργανικής σύστασης από ορύγματα και από μια γεώτρηση, στο εργαστήριο της Beta Analytic στο Μαϊάμι των Η.Π.Α., ως εξής: ένα δείγμα από το όρυγμα 2, δύο δείγματα από το όρυγμα 5, δύο δείγματα από το όρυγμα 6 και ένα δείγμα από τη γεώτρηση 2. Συγκεκριμένα, από το όρυγμα 2, σε απόλυτο βάθος -0,49 m, μέσα σε στρώμα γκρίζας ιλύος, επιλέχθηκε ένα δείγμα φυτικών υπολειμμάτων για χρονολόγηση. Το δείγμα αυτό, και το αντίστοιχο στρώμα, χρονολογήθηκε στα 490 Cal BP/1460 μ.χ. Δύο δείγματα άνθρακα εστάλησαν από το όρυγμα 5, προερχόμενα από βάθη -1,09 m και -2,19 m αντίστοιχα, που περιέχονταν σε στρώμα σκούρας γκρι αμμώδους ιλύος. Η χρονολόγησή τους έδειξε 5.150 Cal BP/3.180π. Χ. και 4.830 Cal BP/2.880π.Χ. αντίστοιχα. Οι χρονολογήσεις αυτές δεν είναι
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 335 σύμφωνες με τα υπάρχοντα στρωματογραφικά δεδομένα, αφού η χρονολόγηση δείγματος που προέρχεται από μεγαλύτερο βάθος είναι νεώτερη του υπερκείμενου στρώματος. Πιθανώς αυτό οφείλεται σε μεταφορά του απανθρακωμένου υλικού. Από το όρυγμα 6 εστάλησαν επίσης δύο δείγματα προερχόμενα από στρώμα σκούρας γκρι ιλύος, προερχόμενα από βάθη -1,03 m και -2,03 m. Το ανώτερο στρώμα χρονολογήθηκε στα 2.240 Cal BP και το υποκείμενο στα 5.150 Cal BP. Τέλος, από τη γεώτρηση 2 εστάλη ένα δείγμα φυτικού υπολείμματος, από βάθος -4,59 m, προερχόμενο από στρώμα γκρίζας ιλύος, το οποίο χρονολογήθηκε στα 6.250 Cal BP. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα δεδομένα, βοήθησαν για την παλαιογεωγραφική αναπαράσταση της περιοχής. β) Χρονολόγηση με Οπτικά Διεγερμένη Φωταύγεια (OSL Dating) Συνολικά 23 δείγματα ιζημάτων επιλέχθηκαν για να χρονολογηθούν με τη μέθοδο της οπτικής φωταύγειας, προερχόμενα από τους πυρήνες των γεωτρήσεων της περιοχής Ίστρου, ως εξής: Οκτώ δείγματα προέρχονται από τη γεώτρηση 2, δέκα από τη γεώτρηση 4 και πέντε από τη γεώτρηση 3. Συγκεκριμένα, στον πυρήνα 2, στα δυτικά του Πρινιάτικου Πύργου, με τα στοιχεία που προέκυψαν για ύπαρξη λιμνοθαλάσσιου έλους τόσο από τις ιζηματολογικές όσο και από τις παλυνολογικές και μικροπαλαιοντολογικές αναλύσεις, οι χρονολο-γήσεις έδωσαν σαφέστερη εικόνα για τη χρονική παρουσία και εξέλιξη του έλους κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου. Ο πυρήνας της γεώτρησης 4, δίπλα στη σύγχρονη κοίτη του ποταμού, επιλέχθηκε για την απόκτηση σαφέστερης εικόνας όσον αφορά στο ερώτημα της μετακίνησης της κοίτης του ποταμού ανά τους αιώνες και για τον υπολογισμό του ρυθμού ιζηματογένεσης. Οι μετρήσεις φωταύγειας έγιναν από το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, στη νέα μονάδα χρονολο-γήσεων RISØ SYSTEM, MODEL TL/OSL-DA-15, και σύμφωνα με το πρωτόκολλο SAR (single aliquot regenerative dose) κατά Murray and Wintle 2000. Με σκοπό τη διερεύνηση της καταλληλότητας του υλικού για χρονολόγηση, έγιναν οι ενδεικνυόμενοι έλεγχοι ανάκτησης δόσης (dose recovery tests) αντιπροσωπευτικά από κάθε πυρήνα γεώτρησης, καθώς και έλεγχοι
336 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ της κατάλληλης θερμοκρασίας προθέρμανσης (Εικ.5). Τα αποτελέσματα από τα dose recovery tests έδειξαν καλή ανταπόκριση του υλικού και από τις τρεις γεωτρήσεις, ενώ ως καταλληλότερη θερμοκρασία για τις μετρήσεις θεωρήθηκαν οι 260 ο C. Για τον υπολογισμό λοιπόν της ολικής ισοδύναμης δόσης, (D e ), χρησιμοποιήθηκε προθέρμανση στους 260 ο C για 10s πριν την μέτρηση των δόσεων και θερμοκρασία 160 ο C πριν την μέτρηση της δόσης ελέγχου. Χρησιμοποιήθηκαν κόκκοι διαμέτρου 90-120 μm και 200 μm. Εικόνα 5: Ενδεικτικό γράφημα ελέγχου της θερμοκρασίας προθέρμανσης της γεώτρησης 2 Για τον υπολογισμό του ρυθμού δόσης (dose rate, υπολογιζόμενης ανά έτος) έγιναν επιτόπιες μετρήσεις με φορητό σπινθηρόμετρο NaI(Tl) και εργαστηριακές μετρήσεις ενεργότητας των σωματίων-α (α-counting). Η συγκέντρωση του στοιχείου κάλιο, απαραίτητη παράμετρος για τον υπολογισμό του ρυθμού δόσης, υπολογίστηκε με τη μέθοδο φθορισμομετρίας ακτίνων -Χ (XRF) καθώς και με μικροαναλύσεις με τη μέθοδο της ενεργειακής διασποράς σε σύστημα EDX, προσαρμοσμένο σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM). Σημειώνεται ότι τα περισσότερα δείγματα από τη γεώτρηση 2, εμφάνισαν ραδιενεργή ισορροπία στις μετρήσεις α-counting, εκτός από το δείγμα 5 της ίδιας γεώτρησης, σε αντίθεση με τα περισσότερα δείγματα της γεώτρησης 4 που εμφάνιζαν ανισορροπία. Αυτό σχετίζεται άμεσα με το εί-
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 337 δος και με τις συνθήκες ιζηματογένεσης των αποθέσεων, καθώς η κατάσταση ραδιενεργού ανισορροπίας που εμφανίζεται στη γεώτρηση 4, αφορά σε υπερόχθιες αποθέσεις, σε αντίθεση με τις ελώδεις αποθέσεις της γεώτρησης 2, στις οποίες διαπιστώνεται ραδιενεργός ισορροπία (Zacharias et al. 2009). Στην Εικ. 6 παρατίθενται μια ενότητα πρώτων αποτελεσμάτων χρονολογήσεων ιζημάτων με OSL, προερχόμενων από πυρήνες γεωτρήσεων, μαζί με τις στρωματογραφικές αλληλουχίες τους. Εικόνα 6: Αποτελέσματα χρονολογήσεων ιζημάτων με την μέθοδο OSL από τις γεωτρήσεις 2 και 4, στρωματογραφικά συσχετισμένων με την αλληλουχία των λοιπών σχηματισμών που μελετήθηκαν
338 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΡυθμοΙ ιζηματογενεσης Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις αναλύσεις και χρονολογήσεις, πέρα από την παλαιογεωγραφική αναπαράσταση της περιοχής, σε συνδυασμό με τα πάχη των διαφόρων στρωμάτων, προσφέρονται και για την εκτίμηση των ρυθμών ιζηματογένεσης (sedimentation rate) στην περιοχή μελέτης. Παρατηρήθηκαν διαφορετικοί ρυθμοί ιζηματογένεσης στις γεωτρή-σεις 2 και 4 (Εικ.7). Η γεώτρηση 2 είχε μεγαλύτε-ρες τιμές ρυθμών ιζηματογένεσης σε σχέση με τη γεώτρηση 4, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με τη διαφορετικότητα των περιβαλλόντων απόθεσης. Οι ρυθμοί ιζηματογένεσης είναι αρκετά έντονοι στις πρώτες χιλιετίες του Ολοκαίνου και κατά τη διάρκεια του Climatic Optimum -αν και μέγιστες τιμές παρατηρούνται γύρω στα 7.000-8.000 χρόνια πριν από σήμερα-, και στις δύο γεωτρήσεις, φαινόμενο πιθανότατα οφειλόμενο σε τοπικά πλημμυ-ρικά φαινόμενα. Αντίθετα, οι χαμηλοί ρυθμοί ιζηματογένεσης, σχετίζονται συνήθως είτε με ξηρές κλιματικές συνθήκες, είτε με αποθέσεις σε περιοχές τεναγών και βάλτων, με περιορισμένη και πλευρική τροφοδοσία σε νερό και κλαστικά υλικά από παρακείμενους ποταμούς ή από τη θάλασσα. Εικόνα 7: Ρυθμοί ιζηματογένεσης από τις γεωτρήσεις 2 και 4
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 339 ΓεωφυσικΕς Ερευνες Οι έρευνες εστιάστηκαν κυρίως στο χώρο της μικρής χερσονήσου του Πρινιάτικου Πύργου, καθώς και νότια-ανατολικά αυτής (Εικ. 8). Εφαρμόστηκαν κυρίως μαγνητικές, ηλεκτρικές και ηλεκτρομαγνητικές διασκοπήσεις με στόχο τη διερεύνηση του χώρου ο οποίος παρουσίαζε ίχνη εργαστηριακής δραστηριότητας και διαχρονικής χρήσης (Sarris et al. 2005, 2007). Οι μετρήσεις έγιναν με τη χρήση του διαφορικού μαγνητομέτρου ροής Geoscan FM36, με βήμα δειγματοληψίας 0,5 m, και οργάνων μέτρησης της ηλεκτρικής αντίστασης (Geoscan RM15 με διπλή διάταξη ηλεκτροδίων) και της ηλεκτρικής αγωγιμότητας (Geonics ΕΜ31) του εδάφους με βήμα δειγματοληψίας 1 m. Για τις μετρήσεις της ηλεκτρικής τομογραφίας (ERT) χρησιμοποιήθηκαν οι μονάδες Syskal of Iris Instruments, Sting/Advanced της AGI & Geoscan RM15 με πολυπλέκτη με διάφορες διατάξεις ηλεκτροδίων όπως πόλου-πόλου, διπόλου-διπόλου κ.ά. H μονάδα StrataView Geometrics χρησιμο-ποιήθηκε για τις μετρήσεις της σεισμικής διάθλα-σης. Η επεξεργασία των μετρήσεων έγινε με τα λογισμικά πακέτα Surfer, GPP, Sip Shell κ.ά. Όσον αφορά στο μικρό ακρωτήριο του Πρινιάτικου Πύργου, η γεωφυσική έρευνα υπέδειξε τα εξής: εντοπίστηκε πιθανός τοίχος περίφραξης στα βόρεια του ακρωτηρίου ενώ στο κέντρο κατασκευές που υποδεικνύουν εργα- Εικόνα 8: Δορυφορική εικόνα της περιοχής του Πρινιάτικου Πύργου από τον δορυφόρο Ikonos. Έχει γίνει υπέρθεση των γεωφυσικών καννάβων και τομών της ηλεκτρικής τομογραφίας και των σεισμικών διασκοπήσεων
340 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ στηριακούς κλιβάνους (Εικ. 9). Η εύρεση πολυάριθμων θραυσμάτων μεταλλουργικών σκωριών πάνω στο ακρωτήριο, επιβεβαίωσε την αρχική υπόθεση για μεταλλουργικές δραστηριότητες εκεί. Στη δυτική πλευρά του ακρωτηρίου εντοπίστηκαν και άλλοι κλίβανοι, οι οποίοι πιθανώς σχετίζονται με όπτηση πηλών για παραγωγή κεραμικής, δεδομένου ότι εκεί δεν βρέθηκαν επιφανειακά μεταλλουργικές σκωρίες. Επίσης, στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν κάποια ίχνη αρχιτεκτονικών καταλοίπων τα οποία πιθανώς ανήκουν σε δύο φάσεις κατοίκησης. Τμήματα των περιοχών που διερευνήθηκαν κατά μήκος της ακτής έδωσαν μεγαλύτερη πυκνότητα αρχιτεκτονικών λειψάνων προς τα ανατολικά, και ιδιαίτερα προς την περιοχή που βρίσκεται το ανοιχτό γήπεδο του Ίστρου. Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι τα ίχνη των αρχιτεκτονικών δομών μειώνονται προς τα νότια σταδιακά, ακολουθώντας την αύξηση της κλίσης του εδάφους προς τον κεντρικό δρόμο Αγ. Νικο-λάου-Σητείας (Εικ. 8), γεγονός το οποίο υποδεικνύει μία διαφορετική μορφολογία του εδάφους κατά το παρελθόν. Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη τη διεύθυνση ορισμένων ανωμαλιών υψηλής ηλεκτρικής αντίστασης μέσου βάθους (πιθανώς σε άμεση σχέση με διατα-ραγμένα στρώματα του υπεδάφους και δευτερογενείς αποθέσεις φερτού υλικού) που εντοπίστηκαν ΝΔ και ΝΑ της χερσονήσου, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι η παλαιότερη κοίτη του ποταμού Ίστρου κατευθυνόταν για κάποιο χρονικό διάστημα προς την θάλασσα και από τις δύο πλευρές της χερσονήσου, αφήνοντας ένα μικρό πέρασμα προς αυτή από τα ΝΔ. Τα παραπάνω ενισχύθηκαν από τη διάνοιξη ερευνητικών ορυγμάτων και την ανάλυση- χρονολόγηση δειγμάτων από γεωτρήσεις που απέδωσαν ακόμη περισσότερα δεδομένα όσον αφορά στη μετατόπιση της κοίτης του ποταμού προς Ανατολάς, η οποία, μαζί με άλλα φαινόμενα εποχιακών πλημμυρών, πιθανότατα προξένησε και την κάλυψη της περιοχής από αλλουβιακές αποθέ-σεις, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2000 ετών. Σεισμικές τεχνικές και ηλεκτρική τομογραφία που εφαρμόστηκε νότια και ανατολικά του ανοιχτού γηπέδου, εντόπισαν την παρουσία μιας μικρής επιμήκους λεκάνης, η χρήση της οποίας δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποσαφηνιστεί (ίσως χώρος ελλιμενισμού πλοίων;) καθώς και πιθανή παρουσία ενός ΒΑ-ΝΔ ρήγματος (Εικ. 3) που διατρέχει την περιοχή μελέτης και ενδεχομένως διαδραμάτισε ρόλο στην διαμόρφωση της σημερινής ακτογραμμής.
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 341 Εικόνα 9: Αποτελέσματα των μαγνητικών διασκοπήσεων στην κεντρική περιοχή του Πρινιάτικου Πύργου. Στο κέντρο εμφανίζονται οι περιοχές που υποδεικνύουν την παρουσία κλιβάνων ΣΥνθεση-ΣυμπερΑσματα Η αξιολόγηση που παρατέθηκε στις προηγούμενες σελίδες μαζί με τα αποτελέσματα όλων, για πρώτη φορά, των προσεγγίσεων που ακολουθήθηκαν στα διάφορα στάδια αυτής της μελέτης, σε συσχετισμό με τα δεδομένα που έχουν προκύψει από την αρχαιολογική έρευνα της περιοχής (Hayden 2004, Hayden et al. 2006), απέδωσαν νέα στοιχεία για την παλαιογεωγραφική εξέλιξη της περιοχής Ίστρου, την κατανόηση του παλαιοπεριβάλλοντος και των χρήσεων γης κατά τα τελευταία 7.000-10.000 χρόνια. Συνοπτικά, τα μέχρι τώρα συμπεράσματα είναι τα εξής: α) Η παράκτια ζώνη Ίστρου-Καλού Χωριού στη ΒΑ Κρήτη διατηρεί πολύτιμα αρχεία για τη μελέτη της ολοκαινικής εξέλιξης της Α. Μεσογείου, β) Στη διάρκεια των τελευταίων 10.000 ετών διαπιστώνεται μια συνεχής αλληλεπίδραση χέρσου-θάλασσας: Η χέρσος συνεισφέρει με ποτάμιες/δελταϊκές αποθέσεις ενώ η θάλασσα, ανυψούμενη λόγω ευστατισμού, προελαύνει και συναποθέτει ιζήματα και μικροαπολιθώματα από το βένθος, γ) Οι χρονολογήσεις, σε συνδυασμό με την ιζηματολογική ανάλυση, δίνουν στοιχεία ότι πριν 10.000 χρόνια περίπου, ο ποταμός διακλαδιζόταν δυτικά και ανατολικά του Πρινιάτικου Πύργου και συναντούσε τη
342 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ θάλασσα, εκβάλλοντας σ αυτήν, μερικές εκατοντάδες μέτρα βορειοανατολικότερα της σημερινής ακτογραμμής. Κάτω από το χρονολογημένο στρώμα των 9.600 ετών, εμφανίζεται μεγάλη απόθεση κροκάλων στη γεώτρηση 2, που δεν εμφανίζεται αντίστοιχα στους άλλους πυρήνες των γεωτρήσεων, ενισχύοντας έτσι αυτή την εκτίμηση. Μετά τα 9.000 χρόνια πριν από σήμερα, τεκμαίρεται η αρχή μετακίνησης της κοίτης του ποταμού προς τη θέση της γεώτρησης 1, ανατολικά του Πρινιάτικου Πύργου, η οποία ίσως να σχετίζεται τόσο με το τοπικό τεκτονικό καθεστώς, όσο και με κλιματικά φαινόμενα, δ) Η περιοχή στα δυτικά του Πρινιάτικου πύργου ήταν, βάσει των μορφολογικών, μικροπαλαιοντολογικών και παλυνολογικών δεδομένων, ελώδης καθ όλη σχεδόν τη διάρκεια των Μινωικών χρόνων, ενώ πριν 2.000 χρόνια η περιοχή του έλους είχε χερσεύσει (Εικ. 10), Εικόνα 10: Παλαιογεωγραφική αναπαράσταση της περιοχής Ίστρου περίπου 4.000 χρόνια πριν ε) Αξιόλογες υπόγειες μορφοδομές, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, εργαστηριακοί χώροι και υπεδάφιες μορφολογικές διαφοροποιήσεις εντοπίστηκαν στην παράκτια ζώνη με τις γεωφυσικές διασκοπήσεις που αναλήφθηκαν. Τα δεδομένα αυτά συνεισέφεραν ουσιαστικά, τόσο στις ανασκαφές που ακολούθησαν, όσο και στην τεκμηρίωση της ανασύστασης του αρχαίου τοπίου της περιοχής, και στ) Ως προς τη διερεύνηση περί της ύπαρξης ή
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΣΤΡΟΝ 343 μη αρχαίου λιμένα, τα γεωλογικά, τοπογραφικά, γεωφυσικά κ.ά. δεδομένα συνηγορούν στην υπόθεση ότι η υπεδάφια λεκανοειδής μορφοδομή που εντοπίστηκε ανατολικά του Πρινιάτικου Πύργου και προφυλάσσεται μέσω της γειτονικής χερσονήσου από τους ΒΑ ανέμους, διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά που ενδεχομένως θα μπορούσαν να την καταστήσουν χώρο ελλιμενισμού κατά τους ιστορικούς χρόνους. ΕυχαριστΙες Το γεωλογικό, γεωφυσικό και χρονολογικό μέρος των ερευνών χρηματοδοτήθηκε από το INSTAP/USA. Η συνέχιση των χρονολογήσεων χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη ΓΓΕΤ/Υπ. Ανάπτυξης, μέσω εγκεκριμένου έργου ΠΕΝΕΔ-2003. Οι συγγραφείς και οι λοιποί συντελεστές αυτού του ερευνητικού προγράμματος ευχαριστούν θερμά τους φορείς χρηματοδότησης. ΑναφορΕς Bate, R.H., Neale, J.W., Sheppard, L.M., and Siveter, D.J., 1985. A stereo-atlas of ostracod shells, The British Micropaleontological Society. Bottema, S., and Sarpaki, A., 2003. Environmental change in Crete: a 9000- year vegetation history and the effect of the Santorini eruption, The Holocene, 13.5, 733-749. Hall, E., 1914. Excavations in Eastern Crete, Vrokastro. University of Pennsylvania. The University Museum, Anthropological Publications 3:3, 17-185. Hayden, B., 2004. Reports on the Vrokastro area, Eastern Crete. Volume 2: The settlement history of the Vrokastro area and related studies, University of Pennsylvania, Museum of Archaeology and Anthropology, Philadelphia. Hayden, B.J., Bassiakos, Y., Kalpaxis, T., Sarris, A., and Tsipopoulou, M., 2006. Priniatikos Pyrgos: a primary harbour settlement and emporium in eastern Crete, Expedition, 48 (3), 33-39. ΙΓΜΕ, 1987. Γεωλογικός Χάρτης της Ελλάδας, Φύλλο Άγ. Νικόλαος, 1:50.000. Moody, J.A., 1997. The Cretan environment: Abused or just Misunderstood? in P.N Kardulias and M.T. Shutes, eds, Aegean Strategies, 61-77.
344 ΠΡΑΚΤΙΚΑ 5ου ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Murray, A.S., and Wintle, A.G., 2000. Luminescence dating of quartz using an improved single-aliquot regenerative-dose protocol, Radiation Measurements, 32, 57-73. Pavlopoulos, K., Theodorakopoulou,K., Bassiakos, Y., Hayden, B., Tsourou, T., Triantaphyllou, M., Kouli, K., and Vandarakis, D., 2007. Paleoenvironmental evolution of Istron (NE Crete), during the last 6.000 years: depositional environment, climate and sea level changes, Geodinamica Acta, 20/4, 219-229. Παυλόπουλος, K., Θεοδωρακοπούλου, K., Hayden, B., Τσουρού,Θ., Τριανταφύλλου, Μ., Κούλη, Κ., Μπασιάκος,Ι., και Βανδαράκης, Δ., 2005. Γεωμορφολογική εξέλιξη της παράκτιας περιοχής του Ίστρου-Καλού Χωριού του νομού Λασιθίου Κρήτης από το Μέσο Ολόκαινο μέχρι σήμερα, Δελ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρ., ΧΧΧVIII, 54-68. Sarris, Α., Kokkinou, Ε., Kouriati, E., Aedona, Ε., Karagianni, L., Vargemezis, G., Stamatis, G., Elvanidou, M., Katifori, E., Kaskanioti, M., Soetens, S., Kalpaxis, T., Bassiakos Y., Athanassas, C.,Hayden, B., and Brennan, T., 200. Geophysical and Geomorphological Studies at the Wider Istron Area, E. Crete, The 6 th International Conference on Archaeological Prospection, National Research Council (CNR), Rome, 14-17 September. Sarris, A., Kouriati, K., Kokkinou, E., Aedona, E., Karagianni,L.,Vargemezis,G.,Sta matis,g., Elvanidou, M., Katifori, E., Kaskanioti,M., Soetens, S., Kalpaxis, T., Bassiakos, Y., Athanassas,C., Hayden, B., and Brennan, T., 2007. A Multidisciplinary Approach to Industrial Sites of the Vrokastro Region of Mirabello, Eastern Crete, Proceedings of the XXXIII Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology Conference (March 2005, Tomar, Portugal): The World in Your Eyes, edited by A. Figueiredo & G. Velho, CAA Portugal Associacao para o Desenvolvimento das Aplicacoes Informaticas e Novas Technologias em Arqueologia, Tomar, pp. 211-217. Theodorakopoulou, K., Pavlopoulos, K., Tsourou,T., Triantafyllou, M., Kouli, K., Vandarakis, D., Bassiakos, Y., and Hayden,B., 2005. Coastal changes and human activities at Istron-Kalo Chorio (N.E. Crete) during the Upper Holocene, Revista de geomorphologie, 7, 21-31. Vita-Finzi, C., 1966. New Elysian fields, A.J.A,. 70, 175-178. Vita-Finzi, C., 1969. The Mediterranean valleys, Cambridge. Zacharias,N., Bassiakos, Y., Hayden, B., Theodorakopoulou, K., and Michael, C., 2009. Luminescence dating of nearshore deltaic deposits from Eastern Crete, Greece, Geomorpholgy, 109, 46-53.