Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "», που εδρεύει στην... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Σαρρή. Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Σ. του Α., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σαράντο Θεοδωρόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-12-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3602/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-11-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 1-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά μεν την διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ "ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες", κατά δε την διάταξη του επόμενου άρθρου 441 ΑΚ "ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνησία ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά
ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση "εξοφλήσεως" διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 664 ΑΚ, ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για την διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Μισθό όμως δεν αποτελεί η αξίωση αποζημιώσεως λόγω απολύσεως και συνεπώς δεν απαγορεύεται ο συμψηφισμός της αξιώσεως αυτής (ΑΠ 943/2010, 980/2009). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά την συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ' αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση εξοφλήσεως δια του συμψηφισμού, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, "ως γενόμενο κατά την συζήτηση", σημειώνεται στα πρακτικά. Από την δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠολΔ) συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (Ολ.ΑΠ 2/2005, ΑΠ 190/2011, 128/2008). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμός 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του ίδιου άρθρου αριθμ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς την διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (Ολ.ΑΠ 963/1985). Ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Στη διάταξη αυτή τονίζεται ο ουσιαστικός χαρακτήρας του κανόνα δικαίου που παραβιάσθηκε, αφενός για να αποκλεισθούν οι τυπικοί νόμοι και αφετέρου για να υπάρχει αντίθεση προς τους δικονομικούς κανόνες, αφού μόνο η παραβίαση ορισμένων δικονομικών κανόνων δημιουργεί λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικώς στους αριθμούς 2 έως 7, 9 11 έως 18 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, που
ενδιαφέρουν εδώ: Ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος, εργάσθηκε στην εναγόμενη, ήδη αναιρεσείουσα Τράπεζα, ως υπάλληλος αυτής, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από της προσλήψεώς του, στις 2-11- 1987, έως τις 6-10-2008, που η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και κατέβαλε στον ενάγοντα, ως αποζημίωση, λόγω απολύσεως, το ποσό των 33.844,12 ευρώ. Ο ενάγων, με την ένδικη από 24-12- 2008 αγωγή του, ισχυριζόμενος ότι η καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως εκ μέρους της εναγομένης ήταν άκυρη, λόγω (και) μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως, για την απόλυσή του, ανερχομένης, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, στο ποσό των 53.031,32 ευρώ και όχι στο ποσό των 33.844,12 ευρώ, που του κατέβαλε η εναγομένη, ζήτησε την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας. Το Εφετείο, ως προς τον αγωγικό αυτόν ισχυρισμό του ενάγοντος για ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεώς του, λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της καταγγελίας, που επιδόθηκε στον ενάγοντα την ημέρα της απολύσεώς του (6-10-2008), η εναγομένη, βάσει της χρονικής διάρκειας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και του ύψους των καταβαλλομένων σ' αυτόν τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός, υπολόγισε την οφειλόμενη, λόγω απολύσεως, αποζημίωσή του σε 42.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό η εναγομένη αφαίρεσε (παρακράτησε) τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος, ανερχόμενο σε 4.580 ευρώ (κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2238/ 1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 8 του Ν. 3091/ 2002) και συμψήφισε απαίτηση εκ ποσού 4.475,88 ευρώ, την οποία, όπως αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας, είχε κατά του ενάγοντος από δάνειο που του είχε χορηγήσει. Έτσι κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά την απόλυσή του, ως αποζημίωση, το ποσό των 33.844,12 ευρώ (42.900-4.580-4.475,88 = 33.844,12). Η εναγομένη - δέχθηκε στη συνέχεια το Εφετείο - με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι δεν κατέβαλε στον ενάγοντα μειωμένη αποζημίωση απολύσεως, καθόσον συμψήφισε στο ποσό της αποζημιώσεως απολύσεως, απαίτησή της, ύψους 4.475,88 ευρώ, από δάνειο που είχε χορηγήσει σ' αυτόν, χωρίς, όμως, να επικαλείται με τις προτάσεις της και να προσκομίζει αποδεικτικά μέσα ως προς τον ισχυρισμό αυτό (ένσταση συμψηφισμού), για τον οποίο ο ενάγων, με την προσθήκη - αντίκρουση στις πρωτόδικες προτάσεις του, ισχυρίσθηκε ότι δεν προβλήθηκε παραδεκτά από την εναγομένη κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και ότι ήταν αόριστος, αφού δεν προσδιοριζόταν το ποσό του δανείου, η ημερομηνία συνάψεώς του, η λήξη του και το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αυτού. Η εκκαλούμενη απόφαση - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - έκρινε ότι μπορούσε μεν να προβληθεί ένσταση συμψηφισμού κατά απαιτήσεως από αποζημίωση λόγω καταγγελίας, καθόσον αυτή δεν αποτελεί μισθό, αλλά ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προβλήθηκε παραδεκτά από την εναγομένη στη δίκη, που αφορούσε το σύνολο της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημιώσεως απολύσεως, ο ισχυρισμός της περί συμψηφισμού της ως άνω απαιτήσεώς της κατ' αυτού, ποσού 4.475,88 ευρώ. Και συνεχίζει το Εφετείο, ότι από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικών προκύπτει ότι ο ως άνω ισχυρισμός (ένσταση συμψηφισμού) της εναγομένης δεν προτάθηκε παραδεκτά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δηλαδή με προφορική ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού και με καταχώρηση της προφορικής προτάσεώς του στα ως άνω πρακτικά. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, η εκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε, με την ως άνω αιτιολογία, ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού στην καταβληθείσα στον ενάγοντα αποζημίωση απολύσεως, της απαιτήσεώς της κατ' αυτού από δάνειο, ποσού 4.475,88 ευρώ, και έκρινε ότι υφίσταται ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω καταβολής μειωμένης αποζημιώσεως κατά το ποσό αυτό (4.475,88 ευρώ), ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες δικονομικές διατάξεις. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο τον επίμαχο περί συμψηφισμού ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ο οποίος, σημειωτέον, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη προδιαληφθείσα νομική σκέψη, αποτελεί ένσταση εξοφλήσεως διά του επικαλούμενου συμψηφισμού, που έγινε πριν από την έναρξη της δίκης
(εξώδικα), μέρους της οφειλόμενης στον αναιρεσίβλητο αποζημιώσεως απολύσεως και έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, να προταθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με δήλωση της αναιρεσείουσας που να καταχωρηθεί στα πρακτικά (άρθρα 591 παρ. 1β, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ ΚΠολΔ). Έτσι δεν υπέπεσε το Εφετείο στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, αφού οι ως άνω διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, με την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού ως απαράδεκτου, είναι δικονομικές και όχι κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος. Τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή που έχει ως αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, είναι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η μη αποδοχή από τον εργοδότη των συμφωνημένων υπηρεσιών, που προσηκόντως του προσέφερε ο εργαζόμενος. Αν ο εργοδότης προτείνει κατ' ένσταση ότι έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η καταγγελία είναι άκυρη επέχει θέση αντενστάσεως, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως ή και μετά τη συζήτηση αυτή στις περιπτώσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ ή και καθ' υποφορά με την αγωγή. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων - αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε, εκτός άλλων, και τα εξής: Η εναγόμενη - αναιρεσείουσα Τράπεζα τον προσέλαβε στις 2-11-1987, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλό της, και έκτοτε προσέφερε σ' αυτήν τις υπηρεσίες του, συνεχώς και αδιαλείπτως, έως τις 6-10-2008, που η εναγομένη κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και τον απέλυσε. Η απόλυσή του αυτή ήταν άκυρη για τους επικαλούμενους λόγους, ένας από τους οποίους ήταν και η μη καταβολή της νόμιμης, λόγω απολύσεως, αποζημιώσεως, ανερχομένης στο ποσό των 53.031,32 ευρώ, ενόψει του ότι κατά την απόλυσή του είχε συμπληρώσει υπηρεσία στην εναγομένη, υπερβαίνουσα τα 20 έτη, και οι καταβαλλόμενες σ' αυτόν αποδοχές κατά τον τελευταίο, προ της απολύσεως, μήνα ανήρχοντο στο ποσό των 2.743 ευρώ. Το ποσό αυτό (2.743 ευρώ) αναλύεται ως εξής: 1958 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός του, συν 400 ευρώ, δηλαδή το 1/12 του ποσού των 5000 ευρώ, που του κατέβαλε η εναγομένη κατ' έτος ως επίδομα αποδόσεως (bonus), συν 120 ευρώ που του κατέβαλε η εναγομένη κάθε μήνα για τη βενζίνη του αυτοκινήτου του, συν 46 ευρώ που του κατέβαλε η εναγομένη κάθε μήνα ως σιτηρέσιο, συν 219 ευρώ που του κατέβαλε η εναγομένη κάθε μήνα ως επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού. Έτσι εδικαιούτο να λάβει για την απόλυσή του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 16 μηνών (16 Χ 2.743 = 43888), η οποία προσαυξάνεται κατά την αναλογία των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας (προσαύξηση που είναι ίση προς το 1/6 της όλης αποζημιώσεως), καθώς και κατά την αναλογία του επιδόματος ισολογισμού (ίση προς το 1/24 μισού μηνιαίου μισθού). Αντί του καταβλητέου ως άνω ποσού των 53.031,32 ευρώ, η εναγομένη του κατέβαλε, κατά την απόλυσή του, αποζημίωση εκ ποσού 33.844 ευρώ, δηλαδή του κατέβαλε αποζημίωση μικρότερη της νομίμου κατά 19.187,32 ευρώ.
Με βάση αυτά, ο ενάγων ζήτησε με την αγωγή του να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 6-10-2008 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να υποχρεωθεί η εναγόμενη Τράπεζα, η οποία περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας του, να του καταβάλει τους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 11-10-2008 έως 11-11-2010, ανερχομένους στο ποσό των 68.575 ευρώ. Όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, οι ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου έχουν ως γενεσιουργό αιτία την επικαλούμενη ακυρότητα της γενομένης, στις 6-10-2008, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και την περιέλευση, εξ αιτίας της ακυρότητας αυτής, της αναιρεσείουσας σε κατάσταση υπερημερίας, τα δε περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα αυτή εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια στην αγωγή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, και ως προς τις δύο αιτιάσεις του, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες καταλογίζεται στο Εφετείο ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη του το παραπάνω θεμελιωτικό της αγωγής γεγονός του συμψηφισμού, που άσκησε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, το οποίο, όμως, "δεν αναφερόταν καν στο δικόγραφο της αγωγής", ούτε προβλήθηκε με λόγο εφέσεως, είναι απορριπτέος προεχόντως, ως απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην ανακριβή προϋπόθεση ότι ο επικληθείς από την αναιρεσείουσα, με το έγγραφο της καταγγελίας, συμψηφισμός αποτελούσε στοιχείο, αναγκαίο για το ορισμένο της ένδικης αγωγής ως προς το αίτημα αυτής για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-11-2011 αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία " ", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3602/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ