ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΟΛΗΣ ΟΛΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ Μυθιστόρημα
Copyright Panos Kazolis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 Πάνος Καζόλης ΟΛΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ Μυθιστόρημα ISBN: 978 1 909550 92 6 Copyright Panos Kazolis 2013 CopyrightHouse.co.uk ID: 146368 Cover Images: Source: ShutterStock.com / Copyright: Zdenka Darula / File No: 121361704 PUBLICATIONS St Peters Vicarage, Wightman Road, London N8 0LY, UK T. 0044 203 28 66 550 T. 0044 203 28 96 550 F. 0044 203 43 25 030 M. 0044 7411 40 6562 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2013, London, UK
Στους απανταχού γερόλυκους τυχοδιώκτες, και πιο πολύ στον «Μπάφο»...
ΟΛΑ Η ΤΙΠΟΤΑ Η πίεση του αγκώνα της στα πλευρά του και οι σταγόνες που έσταζαν πάνω στο πρόσωπο του, ήταν παραπάνω από αρκετά για να σταματήσει να παριστάνει τον κοιμισμένο. «Μα είναι δυνατόν; Δεν το ακούς που χτυπάει τόση ώρα;» Στην τελευταία της λέξη το κουδούνισμα σταμάτησε. Η κοπέλα συμμάζεψε εκνευρισμένη τα μουσκεμένα μαλλιά της και ο άντρας γύρισε πλευρό, όταν το τηλέφωνο ξανάρχισε να χτυπά. «Τι θα γίνει, Άρη; Θα το σηκώσεις επιτέλους ή θα το αφήσεις να μου σπάσει τα νεύρα;» Ο άντρας άνοιξε το ένα του μάτι με κόπο και μίλησε χαμηλόφωνα: «Σήκωσέ το εσύ, Δανάη. Αν είναι για μένα, πες ότι έφυγα νωρίς το πρωί και θα γυρίσω το βράδυ». Έπεσε πάνω του βαριά, τέντωσε το χέρι της κι έπιασε το ακουστικό. «Εμπρός! Ναι, εντάξει, αλλά είχες δεν είχες μ' έβγαλες από το μπάνιο! Καλά, δεν πειράζει... Έφυγε από το πρωί για δουλειές, θα γυρίσει μετά το μεσημέρι. Ναι, κύριε Στάθη, και βέβαια θα του το πω. Γεια σου.» Άφησε το ακουστικό και τον κοίταξε αγριεμένη. «Άκουσες ποιος ήταν, έτσι; Είναι μεγάλη ανάγκη, λέει, να του τηλεφωνήσεις.» Ο Άρης άνοιξε και το άλλο του μάτι και μόρφασε. «Από τη μια ο χοντρο Στάθης με τα τηλεφωνήματά του, από την άλλη εσύ με την γκρίνια, δεν νομίζω ότι είναι κυριακάτικο ξύπνημα αυτό!» «Έχω δει κι άλλα αναίσθητα τέρατα στη ζωή μου, αλλά εσύ είσαι πρωταθλητής! Δεν θέλω να με ξαναβάλεις να πω ψέματα! Δεν μ' αρέσει! Καταλαβαίνεις;» «Τι ψέματα είπες; Επειδή ο χοντρός είναι ανάγωγος και ξυπνάει τον κόσμο όποτε του καπνίσει; Με έχεις ακούσει ποτέ να κάνω λόγο γι'
αυτόν; Τηλεφωνεί μόνο όταν έχει ανάγκη. Ούτε μια φορά για να ρωτήσει τι κάνω!» «Σε γνωρίζει καλά, αυτός ο Στάθης;» «Φυσικά και με γνωρίζει. Ήμασταν συνέταιροι κάποτε σ' ένα μικρό πλοίο.» «Τότε θα μ' έχει για ψεύτρα στα σίγουρα. Αφού σε γνωρίζει, πώς να πιστέψει ότι εσύ σηκώθηκες πρωί πρωί να πας να δουλέψεις;» «Σκασίλα μου τι πίστεψε. Άσε με να κοιμηθώ μια ώρα ακόμη.» «Όχι. Σήκω να πιούμε καφέ, όλο μόνη μου τον πίνω. Σήκω, διαφορετικά θα σου ρίξω νερό. Και κάνε ένα ντους, βρομάς ουίσκι ολόκληρος.» Όταν λίγο αργότερα βγήκε από το μπάνιο, το φως από τα ανοιχτά παράθυρα έλουζε το σπίτι, μοσκοβολούσε φρεσκοψημένος καφές κι έπαιζε μουσική. Τον περίμενε τυλιγμένη στην μπλε μεταξωτή της ρόμπα, με μια κανάτα πορτοκαλοχυμό και του χαμογελούσε με ένα από κείνα τα υπέροχα χαμόγελα που διέθετε. Όμορφη κοπέλα η Δανάη, καστανή και καλλίγραμμη, ήξερε να είναι κομψή χωρίς προσπάθεια και της άρεσε ο απλός τρόπος ζωής. Το μεγάλο της όνειρο να αποκτήσει ένα σπίτι στις Αντίλες για να ζήσει με τη φύση, όπως έλεγε, απαιτούσε πολλά εκατομμύρια που ακόμη δεν είχε. Γεννημένη στην Ιρλανδία από Έλληνα πατέρα και Ιρλανδέζα μητέρα, υποστήριζε ότι η γενιά της μάνας της καταγόταν από έναν Ισπανό hidalgo που το πλοίο του είχε εξοκείλει στις ακτές της Ιρλανδίας, μετά την ήττα της μεγάλης αρμάδας. Όταν ωστόσο τη ρωτούσαν από ποιον κληρονόμησε τον καβγατζίδικο χαρακτήρα της, αυτή έκανε την κουφή και κρυφογελούσε. Στο τρίτο τσιγάρο και το δεύτερο καφέ, ο Άρης άρχισε να συνέρχεται. «Πόσο ήπιες χθες βράδυ;» Τον κολάκευε που ζήλευε, αλλά συγκράτησε το χαμόγελο του και προσπάθησε να φανεί αυστηρός. «Δεν είναι το πόσο ήπια που σε νοιάζει, αλλά με ποιους τα ήπια. Όμως σου είχα προτείνει να έρθεις μαζί μας και αρνήθηκες. Μήπως το ξέχασες;»
Απασχολημένη να βγάλει ένα ανύπαρκτο σκουπιδάκι απ' το φλιτζάνι της, δεν του απάντησε. Η μπάσα φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής, τον παραξένεψε: «Τον κύριο Στάθη, παρακαλώ, ο Άρης είμαι». «Άρη, ο Μάκης είμαι, ο συνέταιρος του. Ο Στάθης δεν είναι εδώ, εγώ ήμουν νωρίτερα στο τηλέφωνο και είπα ότι είμαι ο Στάθης, για να καταλάβεις.» «Τώρα μάλιστα, κατάλαβα. Είσαι αυτός που μου φαρμάκωσε το πρωινό. Για λέγε λοιπόν, τι είναι αυτή η μεγάλη ανάγκη;» «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω απ' το τηλέφωνο, καλύτερα να βρεθούμε. Έλα από τον Πειραιά μια βόλτα να μιλήσουμε, να πιούμε και κάνα ούζο...» «Ξέρεις το "Γεροπλάτανο", την ταβέρνα που συναντιόμαστε με τον χοντρό;» «Ξέρω...» «Κατά τις δύο λοιπόν εκεί, και ξέχνα τον Πειραιά. Όποιος πάει πρώτος περιμένει.» Ακούμπησε το ακουστικό κι έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός τη συσκευή. Οι συναντήσεις με τη φάρα του χοντρο Στάθη αποτελούσαν πάντα την αφετηρία για μπελάδες, κάτι που ως παλιός συνεργάτης τους το γνώριζε στο πετσί του. Τα μπερδέματα από την προχειρότητα και τις τσαπατσουλιές τους όταν αποφάσιζαν κάποια κομπίνα, ήταν σχεδόν κανόνας και απολύτως βέβαιο ότι στο τέλος θα τρώγονταν σαν τα σκυλιά, για τα μερίδια. Οι όμορφες αναπολήσεις από τη δίχρονη συνεργασία μαζί τους, μετρούσαν ελάχιστες επιτυχίες, που όμως απέφεραν γερά κέρδη, όταν ο ίδιος μπορούσε να ελέγχει την επιχείρηση μέχρι τη λήξη της. Η Δανάη τον είδε να ανοίγει την ντουλάπα αφηρημένος και προσπάθησε να δώσει αδιάφορο τόνο στη φωνή της. «Πάλι μόνοι "μας" θα πάρουμε τους δρόμους;» Γέλασε και τη φίλησε. «Είναι ένα ραντεβού. Αν καταφέρεις να ετοιμαστείς σε δυο ώρες, μπορούμε να πάμε μαζί.»
Η επιλογή του «Γεροπλάτανου» ως σημείο συνάντησης, εδώ και χρόνια, ανήκε στο χοντρο Στάθη και οφειλόταν στο καλό φαγητό, τη δεύτερη λατρεία του μετά το χρήμα. Ύστερα από ένα πλούσιο γεύμα και δύο φιάλες καλό κρασί, ο Μάκης αποφάσισε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να ξαναρωτήσει: «Τελικά θα πας, είναι σίγουρο;» «Σου είπα ότι θα πάω, σου ξαναλέω όμως ότι αν τα πράγματα δεν είναι όπως μου τα περιέγραψες, θα επιστρέψω στην Ελλάδα με το πρώτο αεροπλάνο. Κι αυτό, για να μην έχετε ψευδαισθήσεις, ούτε εσύ ούτε ο χοντρός. Συνήθως, άλλα λέτε, άλλα κάνετε, και άλλα λέτε ότι κάνατε. Σας ξέρω όσο και η μάνα σας, γι' αυτό και σου ξηγιέμαι από τώρα, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις.» Ο Μάκης ανάσανε ανακουφισμένος: «Πιστεύω ότι δεν θα το μετανιώσεις. Αύριο στις δώδεκα λοιπόν. Θα σου έχω έτοιμο το εισιτήριο και ό,τι άλλο χρειάζεσαι». Με ένα απαλό τρίξιμο των τροχών του, το αεροπλάνο των λιβυκών αερογραμμών προσγειώθηκε στην πίστα του αεροδρομίου και οι λίγοι επιβάτες επιβράβευσαν τους άψογους χειρισμούς του πιλότου με χειροκροτήματα. Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε ως το τέλος του διαδρόμου και σταμάτησε κοντά στα κτίρια. Την κατάσταση μιας χώρας που έτρωγε τα σωθικά της σ' έναν εμφύλιο πόλεμο που διαρκούσε, πάνω κάτω τη γνώριζε. Την έκταση των καταστροφών δεν γνώριζε, και η πρώτη εικόνα τον ανάγκασε να στραβώσει τα μούτρα του. Τα ελάχιστα παράθυρα που είχαν ακόμη τζάμια, έμοιαζαν πολυτέλεια, ενώ οι τοίχοι των κτιρίων ήταν διάτρητοι από σφαίρες. Ομάδες ένοπλων περιφέρονταν παντού και στρατιωτικά οχήματα υπήρχαν σε κάθε γωνιά. Η αποπνικτική μυρωδιά του καμένου καουτσούκ τού δυσκόλευε την ανάσα. Στο εσωτερικό των εγκαταστάσεων η εικόνα δεν διέφερε πολύ, οι διατυπώσεις ωστόσο τέλειωσαν εύκολα και γρήγορα. Στην έξοδο τον περίμενε χαμογελαστός ο Μίμης, ο δεύτερος συνέταιρος του Στάθη. Μαζί του είχε ένα συμπαθητικό Λιβανέζο, που του τον σύστησε ως Ουατζή. Ήταν ένας καστανομάλλης σαραντάρης, λεπτός, με μέτριο ανάστημα και πολύ λευκό δέρμα. Ο Λιβανέζος του 'δωσε το χέρι και κούνησε λυπημένα το κεφάλι του: «Απ' αυτά που βλέπεις γύρω σου, σίγουρα θα σχημάτισες τη χειρότερη εντύπωση για μας».
Μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και έδειχνε ανήσυχος. «Πάμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε από δω;» Τα αποκεφαλισμένα φοινικόδεντρα, που κάποτε αποτελούσαν μια όμορφη δεντροστοιχία, τα καμένα αυτοκίνητα, οι κατεστραμμένοι κάδοι απορριμμάτων, και τα σπασμένα γυαλιά που πατούσαν σε κάθε τους βήμα, συνέθεταν τη φυσιογνωμία της φρίκης! Η Μερσεντές του Ουατζή, παρότι καινούργιο μοντέλο, ήταν τρακαρισμένη απ' όλες τις μεριές και γεμάτη τρύπες. «Δεν μου λες, Ουατζή, κουραστήκατε πολύ να καταστρέψετε αυτή την όμορφη χώρα;» Ο Λιβανέζος μόρφασε την απελπισία του και απάντησε ο Μίμης: «Να σου πω εγώ. Ακόμη δεν είδες τίποτα. Περίμενε και θα σε πιάσει τρόμος. Τέτοια βαρβαρότητα, δεν φαντάζεται ότι μπορεί να υπάρχει!» Το αυτοκίνητο ξεκίνησε κι ο Άρης έσκυψε να δει τι τον εμπόδιζε να απλώσει τα πόδια του. «Τι είναι αυτό το πράγμα, ρε Μίμη; Στον πόλεμο πάμε;» «Για το "Καλάσνικοφ" μιλάς; Μη φοβάσαι, δεν δαγκώνει. Εδώ όλοι οπλοφορούν, υπάρχει ακόμη ένα, εδώ στα πόδια μου, αλλά δεν τρέχει τίποτα, σε λίγες μέρες θα συνηθίσεις!» «Να συνηθίσω τι, ρε Μίμη; Εγώ ήρθα, να πάρω αύριο το καράβι και να φύγω.» «Αν δεν είναι αύριο, θα είναι μεθαύριο, και τι έγινε;» Ο Ουατζή τους διέκοψε, δείχνοντας με το δάχτυλο τους ατέλειωτους σωρούς των ερειπίων. «Τα βλέπετε εκεί πέρα; Εκεί ήταν ο παλαιστινιακός καταυλισμός TAL EL ZANTAR, πραγματικό φρούριο κάποτε. Είχαν υπόγειες αποθήκες με πολεμοφόδια, τρόφιμα, υπόγεια νοσοκομεία και στοές που οδηγούσαν μακριά, δηλαδή μια υπόγεια πόλη. Υπήρχαν και δύο χιλιάδες μαχητές, καλά εκπαιδευμένοι. Όλους αυτούς μετά από σκληρές μάχες, τους τσάκισαν οι φαλαγγίτες. Τους διέλυσαν στην κυριολεξία. Χιλιάδες Παλαιστίνιοι πέθαναν εκεί...»