ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ: ΔΙΚΑΙΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η στάση των Ελλήνων µαθητών απέναντι στους Τσιγγάνους. Ερευνητικά δεδοµένα συγκριτικής παρουσίασης µεταξύ δύο περιοχών στο νοµό Αχαΐας.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Σωτήρης Τοκαμάνης Φιλόλογος ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Ν. Ηρακλείου Διαπολιτισμική εκπαίδευση: σύγχρονη ανάγκη

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

Περιεχόμενα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και η προώθηση του σεβασμού και της ισότητας»

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μαθητές και πολιτισµική ετερότητα: Εµπειρίες, αντιλήψεις και στάσεις των µαθητών απέναντι στο διαφορετικό 2. Ιωάννινα 2004

Ηθεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sherif, 1966).

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Δευτέρα 10 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ρατσισμός]

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Η κοινωνική προκατάληψη των Ελλήνων µαθητών απέναντι στην πολιτισµική µειονότητα των Αθίγγανων µαθητών

Ο ρατσισµός είναι το δόγµα που αναπτύσσεται µε σύνδεσµο συγκεκριµένα γνωρίσµατα ", όπως π.χ. εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ., προκειµένου να αν

Parents for All. KA2 Στρατηγική Σύμπραξη για Καινοτομία στην Εκπαίδευση Ενηλίκων ASSESSMENT TOOLKIT

«Διδάσκω και διερευνώ τη διδασκαλία μου σε μια πολυπολιτισμική τάξη»

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Θεωρητικές προσεγγίσεις της επιπολιτισμοποίησης. Επίπεδα ανάλυσης Περιγραφικά μοντέλα Στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης

Το Μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Τμήμα Project 3 1 ο ΕΠΑ.Λ. Άνω Λιοσίων Μαθητές Α Τάξης ΕΠΑ.Λ. Εκπαιδευτικός : Στάμος Γ.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ & ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΤΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Περιβαλλοντικό άγχος. Ορισμοί και μοντέλα Πυκνότητα Αίσθημα συνωστισμού Θόρυβος

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ Επεξηγήσεις συμβόλων/αρχικών γραμμάτων:

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Στόχος υπό έμφαση για τη σχολική χρονιά

Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΡΓΟΥ. «Δίκτυο συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών για θέματα διαθρησκευτικού διαλόγου και άσκησης θρησκευτικών πρακτικών»

Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία με μετανάστες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΉ ΕΠΙΤΡΟΠΉ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΎ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟ ΟΞΊΑΣ

αντιπροσωπεύουν περίπου το τέσσερα τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού διαμορφώνονται νέες συνθήκες και δεδομένα που απαιτούν νέους τρόπους

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΜΑΘΗΣΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Eπιμορφωτικό σεμινάριο

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Πολυπολιτισμικότητα και Σχεδιασμοί Μάθησης

, Ph.D. SYLLABUS

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Αρβανίτη Ευγενία, ΤΕΕΑΠΗ, Πανεπιστήμιο Πατρών

Ο παιδικός σταθμός, είναι πράγματι ένας «σταθμός» στην πορεία ανάπτυξης και ζωής του ανθρώπου!

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Project A2- A3. Θέμα: Σχολείο και κοινωνική ζωή Το δικό μας σχολείο. Το σχολείο των ονείρων μας Το σχολείο μας στην Ευρώπη

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης. Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

«Ενισχύοντας την κοινωνική ένταξη των μαθητών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση»

Στόχοι και κατευθύνσεις στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Μεθόδευση της Παιδαγωγικής διαδικασίας. Μέσα Στιλ Αγωγής

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΉ ΕΠΙΤΡΟΠΉ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΎ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟ ΟΞΊΑΣ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Μάθηµα: Κοινωνική Ταυτότητα και ιοµαδικές Σχέσεις ιδάσκουσα: Αλεξάνδρα Χαντζή

ΑΣΠΑΙΤΕ ΕΠΠΑΙΚ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Δρ. Κατσιφή Χαραλαμπίδη Σπυριδούλα Σχολική Σύμβουλος

Ο σκοπός της πρότασης


Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Ειδίκευση: Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και τα ελληνικά ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα Διπλωματική Εργασία Θέμα εργασίας: «Στερεοτυπικές και προκαταληπτικές συμπεριφορές των εκπαιδευτικών σε γηγενείς μαθητές και μαθητές πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων.» Αντωνοπούλου Νικολίτσα (Α.Μ. 235) Επιβλέπων καθηγητής: Γεωργογιάννης Παντελής 1

Πάτρα, 2011 Περιεχόµενα 1. Εισαγωγή...4 2. Θεωρία...6 2.1. Αποσαφήνιση εννοιών... 6 2.1.1. Άτοµα πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων...6 2.1.2. Ταυτότητα...6 2.1.3. Ρατσισµός...7 2.1.4. ιάκριση...9 2.1.5. Κοινωνικός στιγµατισµός...10 2.1.6. ιαπολιτισµικότητα...11 2.1.7. ιαπολιτισµική εκπαίδευση...12 2.1.8. ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία...13 2.1.9. Προκατάληψη...14 2.1.10. Στερεότυπα...19 2.2. Θεωρητικές προσεγγίσεις για τα στερεότυπα και την προκατάληψη... 20 2.2.1. Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης...20 2.2.1.1. Κριτική στη θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης...21 2.2.2. Προσεγγίσεις για τη δηµιουργία στερεοτύπων...21 2.2.2.1. H ψυχοδυναµική προσέγγιση...22 2.2.2.2. Η κοινωνικο-πολιτισµική προσέγγιση...22 2.2.2.3. Η γνωστική προσέγγιση...23 2.2.2.4. Κριτική των προσεγγίσεων για τη δηµιουργία στερεοτύπων...24 2.2.3. Προσεγγίσεις για την αλλαγή των στερεοτύπων...24 2.2.3.1. Η προσέγγιση του G.Allport...24 2.2.3.2. Η γνωστική προσέγγιση...25 2.2.3.3. Κριτική στις προσεγγίσεις για την αλλαγή στερεοτύπων...26 2.3. Πρόσφατες έρευνες για τα στερεότυπα και την προκατάληψη... 27 2.3.1. Σε πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες...27 2.3.2. Σε µαθητές...27 2.3.3. Σε εκπαιδευτικούς...29 2.4. Τα στερεότυπα και η προκατάληψη στη διαπολιτισµική πραγµατικότητα... 29 2.4.1. Oι αρχές της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης...29 2.4.2. Η διαπολιτισµική πραγµατικότητα στην Ελλάδα...30 2.4.3. Σχέση εκπαιδευτικού και µαθητή...31 2.4.4. Σχέση εκπαιδευτικού και µαθητών πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων...32 2.5. Σκοπός της έρευνας... 34 2.6. Υποθέσεις της έρευνας... 34 2.6.1. Γενική υπόθεση...34 2.6.2. Επιµέρους υποθέσεις...34 3. Μεθοδολογία της έρευνας...35 3.1. είγµα της έρευνας... 35 3.2. Ερευνητικά εργαλεία... 36 2

3.3. Τρόπος ανάλυσης ερευνητικών δεδοµένων... 37 4. Παρουσίαση των αποτελεσµάτων της έρευνας...39 4.1. Ανάλυση δηµογραφικών δεδοµένων... 39 4.1.1. Εθνικότητα και φύλο του δείγµατος...39 4.1.2. Ηλικία του δείγµατος...39 4.1.3. Τάξη του δείγµατος...40 4.1.4. Χώρα γέννησης των µαθητών...40 4.2. Ο δάσκαλος στην τάξη συζητά για ανθρωπιστικά θέµατα σε σχέση µε την εθνικότητα και το φύλο.... 40 4.2.1. Συµπεράσµατα...48 4.3. Ο δάσκαλος στην τάξη οργανώνει διαδραστικές δραστηριοτήτες σε σχέση µε την εθνικότητα και το φύλο... 49 4.3.1. Συµπεράσµατα...57 4.4. Ο δάσκαλος στην τάξη κάνει ερωτήσεις στους µαθητές σε σχέση µε την εθνικότητα και το φύλο... 58 4.4.1. Συµπεράσµατα...64 4.5. Ο δάσκαλος στην τάξη χωρίζει σε οµάδες σε σχέση µε την εθνικότητα και το φύλο.... 64 4.5.1. Συµπεράσµατα...70 4.6. Ο δάσκαλος σε σχέση µε τους γηγενείς µαθητές ανά εθνικότητα και φύλο... 71 4.6.1. Συµπεράσµατα...84 4.7. Ο δάσκαλος σε σχέση µε τους πολιτισµικά διαφορετικούς µαθητές ανά εθνικότητα και φύλο.... 85 4.7.1. Συµπεράσµατα...102 5. Συµπεράσµατα...103 Βιβλιογραφία...106 Ελληνόγλωσση... 106 Ξενόγλωσση... 107 Ιστοσελίδες... 108 Ευρετήριο πινάκων...110 Ευρετήριο γραφηµάτων...112 Παράρτηµα...114 3

1. Εισαγωγή Στο πλαίσιο της παρούσας διπλωµατικής εργασίας θα εξεταστούν οι στερεοτυπικές και προκαταληπτικές συµπεριφορές των εκπαιδευτικών τόσο απέναντι σε γηγενείς µαθητές όσο και απέναντι σε µαθητές πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων µέσα στη σχολική τάξη. Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο της ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας, η µελέτη της προκατάληψης και των στερεοτύπων αποτελεί αντικείµενο πολλών ερευνών. Βασικό στοιχείο µελέτης της παρούσας εργασίας είναι η συνείδηση των στερεοτυπικών και των προκαταληπτικών συµπεριφορών του εκπαιδευτικού µέσα στη σχολική τάξη. Στόχος είναι η διερεύνηση από έναν συγκεκριµένο αριθµό µαθητώνγηγενών µαθητών αλλά και µαθητών πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων της Ε και Στ τάξης των ηµοτικών σχολείων Πάτρας- εάν εντοπίζουν στη συµπεριφορά του εκπαιδευτικού µέσα στη σχολική τάξη την ύπαρξη στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Η πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας έγκειται στην αναζήτηση στερεοτυπικών και προκαταληπτικών συµπεριφορών του εκπαιδευτικού από τους µαθητές και όχι από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Στην ελληνική σχολική πραγµατικότητα, η αύξηση των µαθητών από πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες, η έλλειψη κατάρτισης των εκπαιδευτικών σε θέµατα διαπολιτισµικής παιδαγωγικής και η διαρκής παρουσία στερεοτυπικών και προκαταληπτικών συµπεριφορών και µέσα στη σχολική τάξη οδήγησαν στην επιλογή του συγκεκριµένου θέµατος της παρούσας εργασίας. Αρχικά, παρουσιάζεται η αποσαφήνιση των όρων της προκατάληψης και των στερεοτύπων, δύο έννοιες πολύπλοκες που αποτελούν αντικείµενο έντονης ερευνητικής δραστηριότητας τις τελευταίες δεκαετίες. Παράλληλα, παρατίθενται ορισµοί εννοιών συναφών µε αυτές των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων, έννοιες όπως ρατσισµός, διάκριση, κοινωνικός στιγµατισµός και ταυτότητα. Στην ίδια υποενότητα δίνεται και ο ορισµός της διαπολιτισµικότητας, της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης, της διαπολιτισµικής κοινωνικής ψυχολογίας ολοκληρώνοντας µε τον τρόπο αυτό την περιγραφή των στοιχειωδών εννοιών της παρούσας εργασίας. Σηµαντικό µέρος της θεωρίας αποτελεί και η αναφορά στις διάφορες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για τις έννοιες της προκατάληψης και των στερεοτύπων. Στο υποκεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται επίσης και οι διάφορες προσεγγίσεις για τη δηµιουργία των στερεοτύπων (ψυχοδυναµική, κοινωνικο-πολιτισµική, γνωστική προσέγγιση), καθώς και τα τρία γνωστικά µοντέλα για την αλλαγή των στερεοτύπων. Τέλος, ακολουθεί η ενότητα που αναφέρεται στη διαπολιτισµική πραγµατικότητα, στην οποία αναλύονται οι αρχές της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης, η σχέση του εκπαιδευτικού και µαθητή αλλά και, πιο συγκεκριµένα, η σχέση εκπαιδευτικού και µαθητών πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων, καθώς και η διαπολιτισµική πραγµατικότητα στην Ελλάδα. Στη συνέχεια παρατίθεται το ερευνητικό µέρος της εργασίας, όπου παρουσιάζονται ο σκοπός και οι υποθέσεις της έρευνας, ενώ δίνεται µια περιγραφή του δείγµατος και των ερευνητικών εργαλείων. Έπειτα, ακολουθεί η παρουσίαση και ανάλυση των αποτελεσµάτων της έρευνας µέσω της περιγραφής πινάκων και γραφηµάτων. 4

Το τελευταίο µέρος της παρούσας εργασίας περιλαµβάνει τη διεξαγωγή των συµπερασµάτων της έρευνας καθώς και τον έλεγχο αποδοχή ή απόρριψη-των υποθέσεων. 5

2. Θεωρία 2.1. Αποσαφήνιση εννοιών 2.1.1. Άτοµα πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων Οι πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες αναφέρονται σε οµάδες που βρίσκονται όχι µόνο στο εσωτερικό µιας χώρας αλλά και εκτός των συνόρων της. Οι πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες εντός των συνόρων µιας χώρας είναι οι οµάδες αυτές των οποίων οι συνήθειες διαφοροποιούνται από τις επικρατούσες νόρµες-τις συνήθειες δηλαδή της κυρίαρχης οµάδας, όπως για παράδειγµα οι οµάδες που µιλούν µία διάλεκτο ή ιδιόλεκτο. Πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες εκτός των συνόρων θεωρούνται οι οικονοµικοί πρόσφυγες, οι παλιννοστούντες οµογενείς και οι µετανάστες από άλλες χώρες. 2.1.2. Ταυτότητα Η ταυτότητα δηµιουργείται µέσω της αλληλεπίδρασης (Interaktion) µε άλλα άτοµα. Στη συµβολική αλληλεπίδραση, το άτοµο επηρεάζεται από την κοινωνική ζωή και διαµορφώνει σταδιακά τη συµπεριφορά του και την ταυτότητά του. Το άτοµο συµµετέχει ενεργά στη διαµόρφωση και εξέλιξη της ταυτότητάς του, ερµηνεύοντας συµβολικά τις ενέργειες των άλλων ατόµων 1. Πρόκειται ουσιαστικά για µία δυναµική διαδικασία, κατά την οποία το άτοµο συµµετέχει ενεργά στη δηµιουργία της ταυτότητάς του. Ο θεµελιωτής της θεωρίας της συµβολικής αλληλεπίδρασης, George Mead ασχολήθηκε µε το πρόβληµα της ταυτότητας παραθέτοντας ένα κοινωνικοψυχολογικό σύστηµα, στο οποίο τονίζει τη σηµασία της ανθρώπινης συµπεριφοράς στις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Η ταυτότητα του ατόµου δεν αποτελεί κληρονοµίσιµη ιδιότητα αλλά εξελίσσεται και διαµορφώνεται ανάλογα µε τις σχέσεις που δηµιουργεί ένα άτοµο µε άλλα άτοµα στο πλαίσιο της επικοινωνίας. Η ταυτότητα διακρίνεται σε συνειδητή και µη συνειδητή. Η πρώτη επιτυγχάνεται µε τις γνωστικές επιδόσεις του ατόµου, ενώ η δεύτερη αφορά συµπεριφορές που υιοθετήθηκαν από το άτοµο ασυνείδητα. Εποµένως, η ταυτότητα χωρίζεται, κατά τον George Mead, στο «me» και στο «I» 2. Το κάθε άτοµο διαµορφώνει το δικό του «me», δηλαδή την ταυτότητά του, η οποία είναι συνειδητή. Το «I» αναφέρεται στις αντιδράσεις του ατόµου στις δραστηριότητες των άλλων. Το «me» και το «I» αποτελούν την ταυτότητα του ατόµου, η οποία εκφράζεται µε διαφόρα συµβόλα αλλά κυρίως µε τη χρήση της γλώσσας. Ο Ervin Goffman επιχειρεί να οριοθετήσει την ταυτότητα ερευνώντας τα άτοµα εκείνα στα οποία απευθύνεται η κοινωνική προκατάληψη. Υποστηρίζει ότι το κοινωνικό περιβάλλον διαµορφώνει και καθορίζει την ανθρώπινη συµπεριφορά. ιακρίνει την ταυτότητα σε προβολική και πραγµατική κοινωνική ταυτότητα. Η προβολική ταυτότητα σχετίζεται µε τις προσδοκίες που προβάλλει ένα άτοµο, ενώ η πραγµατική κοινωνική ταυτότητα αφορά τις ουσιαστικές, πραγµατικές και φανερές ιδιότητες του ατόµου. Επιπλέον, εισάγει την έννοια της προσωπικής ταυτότητας, αναφερόµενος στη 1 Blackledge, D.& Hunt, B. (1994), Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Αθήνα: Μεταίχµιο, σ. 419. 2 Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµ.ΙΙ, Αθήνα: Gutenberg, σσ. 58-61. 6

µοναδικότητα του ατόµου, αλλά και την έννοια της κοινωνικής ταυτότητας, η οποία αφορά κοινωνικά σύµβολα. Τόσο η προσωπική όσο και η κοινωνική ταυτότητα είναι απόρροια του εκάστοτε κοινωνικού περιβάλλοντος 3. Η θεωρία της ταυτότητας του Ervin Goffman συνδέει την προσωπική και κοινωνική ταυτότητα µε τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και παρουσιάζει την τραυµατική ταυτότητα ως αποτέλεσµα κοινωνικών προκαταλήψεων. Σύµφωνα µε τον Ervin Goffman, η κοινωνία δηµιουργεί κατηγορίες και προβαίνει σε οµαδοποιήσεις και κατηγοροποιήσεις, κατατάσσοντας τα άτοµα στις κατηγορίες αυτές και καθορίζοντας τα φυσιολογικά και απαξιωτικά χαρακτηριστικά 4. Τα «νορµάλ» άτοµα, δηλαδή αυτά που ανταποκρίνονται στις εκάστοτε κοινωνικές προσδοκίες, διαχωρίζονται από τα στιγµατισµένα, στα οποία δηµιουργείται µία απόσταση µεταξύ της προβολικής και της πραγµατικής ταυτότητας. Ο L. Krappmann επιχειρεί να ορίσει την ταυτότητα, ερευνώντας τους τρόπους και τα µέσα µε τα οποία το άτοµο µπορεί να δηµιουργήσει µία κοινωνικά αποδεκτή κοινωνική ταυτότητα. Για τον L. Krappmann είναι σηµαντικό το άτοµο να υιοθετεί µία έξυπνη κοινωνική επίδοση στα πλαίσια της επικοινωνίας. Η γλώσσα αποτελεί το πλέον βασικό µέσο επίτευξης της επικοινωνίας και της προβολής της ταυτότητας. Βασικές ατοµικές ικανότητες για τη διατήρηση της ταυτότητας αποτελούν η απόσταση των ρόλων, η ικανότητα του ανθρώπου να συναισθάνεται τις στάσεις των άλλων, η αµοιβαία ανοχή και η παρουσία της ταυτότητας που το άτοµο αποκτά κατά την κοινωνικοποίησή του 5. Η ταυτότητα δηλαδή περιλαµβάνει την έµµετρη αυτοπαρουσίαση στους άλλους, λαµβάνοντας πάντα υπόψη τις προσδοκίες τους. Αντίθετα µε τους υποστηρικτές της συµβολικής αλληλεπίδρασης, ο Erik Erikson καταπιάνεται µε τη διαµόρφωση της ταυτότητας στη διαχρονική της διάσταση. Η δηµιουργία της ταυτότητας είναι µια διεργασία που διαρκεί για όλη τη ζωή, περνά από πολλά στάδια και διακρίνεται στην «ταυτότητα του εγώ» και στην «οµαδική ταυτότητα» 6. Κατά τη διάρκεια των εξελικτικών φάσεων της ζωής του ατόµου, το ίδιο αναζητά και ανακαλύπτει τις ικανότητες του εγώ. Ο Erik Erikson υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη περνά από οκτώ ψυχοκοινωνικά στάδια (εµπιστοσύνη, αυτονοµία, πρωτοβουλία, φιλοπονία, ταυτότητα, οικειότητα, παραγωγικότητα και πληρότητα 7 ), και σε κάθε στάδιο επιτελείται ένα συγκεκριµένο έργο, το οποίο είναι υποχρεωτικό προκειµένου να µεταβεί το άτοµο στο επόµενο στάδιο ανάπτυξης. 2.1.3. Ρατσισµός Ο ρατσισµός αποτελεί µία έκφραση της ανθρώπινης συµπεριφοράς, ένα φαινόµενο που έχει απασχολήσει αρκετούς επιστηµονικούς κλάδους, όπως την ανθρωπολογία, τη βιολογία, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία. H προκατάληψη και ο ρατσισµός σχετίζονται σε µεγάλο βαθµό, καθώς η προκατάληψη αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόµενο του ρατσισµού. 3 Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµ.ΙΙ, Αθήνα: Gutenberg, σσ. 62-64. 4 Goffman, E. (2001), Στίγµα-Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 16. 5 Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµ.ΙΙ, Αθήνα: Gutenberg, σσ. 68-70. 6 Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµ.ΙΙ, Αθήνα: Gutenberg, σσ. 72-73. 7 Cole, M.& Cole, S. (2001), Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και µέση παιδική ηλικία, (µτφρ) Μ.Σόλµαν. Αθήνα: τυπωθήτω, σσ. 220-221 7

Ετυµολογικά, οι όροι «ράτσα» και «ρατσισµός» προέρχονται από την ισπανική λέξη «raza» και την πορτογαλική λέξη «raca» (γύρω στον 13 ο αι.), οι οποίες έχουν ως ρίζα τους την αραβικής προέλευσης λέξη «ras» που σηµαίνει «κεφάλι». Ο όρος, εποµένως, αποδίδεται στους Άραβες, καθώς ο νοµαδικός τρόπος ζωής που είχαν υιοθετήσει, επέβαλε στον καθένα από αυτούς να γνωρίζει την καταγωγή του και να την έχει µέσα στο «κεφάλι» του, έτσι ώστε µε τον τρόπο αυτό να ξεχωρίζει από τις άλλες φυλές (που έχουν άλλο «κεφάλι»). Εποµένως, από τις απαρχές εµφάνισης του όρου αυτού, υποδηλωνόταν µία άρνηση και υποβάθµιση της ετερότητας των άλλων 8. Είναι εµφανές δηλαδή ότι από πολύ παλιά υπήρχε επίγνωση της ανοµοιοµορφίας του ανθρώπινου γένους, µε αποτέλεσµα τη διαίρεση των ανθρώπων σε φυλές. Τη διαίρεση αυτή, όµως, ακολούθησε η µισαλλοδοξία και η εχθρότητα απέναντι στο ξένο, στο διαφορετικό, µε δυσµενείς συνέπειες τόσο για τη συνεργασία όσο και για την ενότητα ανάµεσα στους διαφόρους λαούς. Ο κάθε λαός εξύψωνε και εγκωµίαζε την υπεροχή της δικής του φυλής, πλάθοντας έτσι στη φαντασία του µία προνοµιούχα υπόσταση, µία ανύπαρκτη υπεροχή και ανωτερότητα. Η διατύπωση ενός ορισµού για το ρατσισµό κοινώς αποδεκτού από όλους τους ανθρώπους δεν εντοπίζεται στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στις διαφορετικές µορφές του ρατσισµού κατά την ιστορική του πορεία και εξέλιξη. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον D.Milner το 1981 στη συγκέντρωση όλων εκείνων των στοιχείων για τη προσέγγιση του όρου αυτού στο µεγαλύτερο δυνατό βαθµό. Σύµφωνα µε τον D.Milner, τα βασικά στοιχεία που ορίζουν και οριοθετούν τη φυλετική προκατάληψη αναφέρουν ότι αυτή: α) είναι µία άκαµπτη στάση που δύσκολα διαφοροποιείται και µεταβάλλεται, β) βασίζεται σε µία λανθασµένη και άκαµπτη γενίκευση, γ) αποτελεί προκατειληµµένη κρίση, δ) είναι µια στάση που προδιαθέτει το άτοµο να δράσει ευνοϊκά ή δυσµενώς απέναντι σε µία οµάδα, και ε) είναι λανθασµένη γιατί ο προκατειληµµένος άνθρωπος παρεκκλίνει από ιδανικούς κανόνες 9. Στενή είναι και η σχέση του ρατσισµού µε τον εθνικισµό. Ο E. Balibar αναφέρει ότι στη σηµερινή εποχή ο ρατσισµός δε σχετίζεται µε την ύπαρξη βιολογικών «φυλών». Αντίθετα, ο ρατσισµός αποτελεί ένα ιστορικό και πολιτιστικό προϊόν των ίδιων των ανθρώπων. Συνδέει το ρατσισµό µε τον εθνικισµό, καθώς κατά την προσπάθεια ορισµού του δεύτερου συναντώνται δυσκολίες χωρίς τα ρατσιστικά κινήµατα και τις συναφείς µε το ρατσισµό θεωρίες 10. Η συσχέτιση αυτή του ρατσισµού µε τον εθνικισµό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι διάφορες ρατσιστικές ιδεολογίες διαµόρφωσαν σταδιακά την εθνική ταυτότητα των σύγχρονων κρατών. Με τον τρόπο αυτό κατασκευάστηκε µία ενιαία αντίληψη για τους πολίτες ενός κράτους, η οποία τους διαφοροποιεί από τους ξένους, τους ετέρους. Οι πολίτες ενός κράτους παρουσιάζονται µε κοινές αντιλήψεις, κοινές παραδόσεις και κοινές πολιτιστικές, ιστορικές και συχνά- θρησκευτικές καταβολές, µε αποτέλεσµα να τρέφουν µίσος και εχθρότητα για τους άλλους λαούς, οι οποίοι υποθετικά χαρακτηρίζονται από διαφορετικά γνωρίσµατα και διαφορετική νοοτροπία. Το αίσθηµα ανωτερότητας και υπεροχής συντηρείται και προφυλάσσεται στα όρια του κράτους, µε 8 Μίτιλης, Α., (1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 57-58. 9 Μίτιλης, Α., (1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 60. 10 Βalibar, E.& Wallerstein, I. (1991), Race, Nation, Class, Ambiguous Identities. London& New York: Verso, σσ. 37-38. 8

συνέπεια την έξαρση ρατσιτικών φαινοµένων και την υιοθέτηση εθνικιστικών συµπεριφορών. Σύµφωνα µε τον Θ.Λίποβατς, ενισχύεται η παραπάνω θέση της συσχέτισης του ρατσισµού µε τον εθνικισµό, καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι η παραγωγή µιας ρατσιστικής ιδεολογίας αποτελεί έργο των διανοούµενων και των οργανώσεων που συστηµατοποιούν τα λανθάνοντα άγχη των ανθρώπων 11. Οι κυρίαρχες τάξεις κατασκευάζουν θεωρίες, οι οποίες είναι άµεσα κατανοητές από τις µάζες και έχουν προσαρµοστεί σε ένα χαµηλό επίπεδο ευφυίας, προκειµένου να ανταποκρίνονται στους στόχους χειραγώγησής τους. Με την πρακτική αυτή, δηµιουργούνται ρατσιτικές ιδεολογίες, σχηµατίζεται και εδραιώνεται το θεωρητικό υπόβαθρο του ρατσισµού. Σήµερα το νοµικό πλαίσιο των κρατών, διάφορα δηµοκρατικά κινήµατα και µη κυβερνητικοί οργανισµοί σε όλο τον κόσµο καταδικάζουν τις ρατσιστικές συµπεριφορές και πολιτικές και επικρίνουν τη δυσµενή µεταχείρηση ενός ατόµου λόγω εθνικότητας, φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Όµως, εµφανής είναι η παρουσία του «νεορατσισµού» στις σηµερινές κοινωνίες. Πρόκειται, σύµφωνα µε τον E. Balibar, για µία νέα µορφή ρατσισµού, η οποία στρέφεται κυρίως ενάντια στους µετανάστες και τους ξένους εργαζοµένους 12. Οι µετανάστες γίνονται θύµατα ρατσισµού και ξενοφοβίας από τους γηγενείς αλλά κυρίως από τις οµάδες του πληθυσµού που χαρακτηρίζονται από ανεργία και οικονοµική ανασφάλεια. 2.1.4. ιάκριση Ο όρος διάκριση, αν και γίνεται συχνή αναφορά σε αυτόν, στερείται ενός ορισµού κοινώς αποδεκτού. Ούτε η Οικουµενική ιακήρυξη Ανθρωπίνων ικαιωµάτων ούτε άλλες διεθνείς συµφωνίες διατυπώνουν έναν ορισµό του όρου αυτού 13. Ο όρος αυτός αφορά τη λιγότερο ευνοϊκή µεταχείριση ενός ατόµου ή µιας οµάδας ατόµων σε σύκριση µε ένα άλλο άτοµο ή µία οµάδα ατόµων 14, λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, τον σεξουαλικό προσανατολισµό, την κοινωνική και οικονοµική θέση. Εντοπίζονται δύο κατηγορίες διακρίσεων: οι άµεσες και οι έµµεσες διακρίσεις 15. Όταν ένα άτοµο υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή µεταχείριση συγκριτικά µε ένα άλλο λόγω των διαφορετικών του πεποιθήσεων σε προσωπικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και οικονοµικό επίπεδο, τότε γίνεται αναφορά στις άµεσες διακρίσεις. Ένα άτοµο ή µια οµάδα αντιµετωπίζει το άτοµο, που υφίσταται τη διάκριση, ως «ξένο», χρησιµοποιώντας εναντίον του ρατσιστικές πρακτικές και υιοθετώντας αρνητικές συµπεριφορές. Αντίθετα, οι έµµεσες διακρίσεις αφορούν τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες εµφανώς ουδέτερες συµπεριφορές ή πρακτικές ενδεχοµένως να προκαλέσουν δυσµενή µεταχείριση ατόµων λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των σωµατικών αδυναµιών τους. 11 Λίποβατς, Θ. (1991), Ζητήµατα Πολιτικής Ψυχολογίας, Αθήνα: Οδυσσέας, σ.235. 12 Βalibar, E.& Wallerstein, I. (1991), Race, Nation, Class, Ambiguous Identities. London& New York:Verso, σ.20. 13 Council of Europe. http://eycb.coe.int/compass/en/chapter_5/5_4.html#1 (προσπελάστηκε 15-03-2011) 14 www.irr.org.uk/.../discrimination.html (προσπελάστηκε 17-03-2011) 15 European Commission, Employment, Social Affairs and Equal Opportunities http://ec.europa.eu/employment_social/fdad/cms/stopdiscrimination/fighting_discrimination/what_is_discrimi nation.html?langid=en (προσπελάστηκε 19-03-2011) 9

Το άτοµο που συµπεριφέρεται µεροληπτικά και κάνει διακρίσεις απέναντι σε άτοµα ή οµάδες ατόµων ασκεί άκαµπτη και παγιωµένη κριτική απέναντί τους. Εξ αρχής διαµορφώνει και εκδηλώνει µία αρνητική συµπεριφορά, µε αποτέλεσµα να µη δύναται να αντιµετωπίσει το κάθε άτοµο ή την κάθε οµάδα µε βάση τα πραγµατικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, προβαίνει αρχικά σε οµαδοποιήσεις των ατόµων αυτών και οδηγείται, στη συνέχεια, στην άκριτη και συχνά λανθασµένη κατηγοριοποίησή τους. 2.1.5. Κοινωνικός στιγµατισµός Ο όρος στίγµα ετυµολογικά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη στίζω 16, η οποία σηµαίνει χαράζω, σκαλίζω και αναφέρεται σε ένα σηµάδι του δέρµατος. Στην αρχαία Ελλάδα συνήθιζαν να χαράσσουν σηµάδια στο σώµα κάποιου ηθεληµένα, προκειµένου να δηλωθεί ότι ο φέρων βρίσκεται σε µειωτική κοινωνική θέση, δηλαδή ότι ήταν σκλάβος ή εγκληµατίας ή προδότης. Ο στιγµατισµένος αποτελούσε ένα άτοµο µε παραµορφωµένα χαρακτηριστικά, το οποίο όφειλε να αποφεύγει τους υπόλοιπους πολίτες αλλά και τους δηµόσιους χώρους 17. Συνεπώς, τα στίγµατα ήταν σωµατικά γνωρίσµατα και οι φέροντες αυτά αντιµετωπίζονταν αρνητικά και µε προκατάληψη από την υπόλοιπη κοινωνία, καθιστώντας σαφή την υποδεέστερη θέση τους σε αυτή. Αποτελούσαν σηµάδια διαπόµπευσης ενός ατόµου τα οποία υποδήλωναν εµφανώς στους άλλους πολίτες τη «µιαρή» και ανήθικη συµπεριφορά. Στη σύγχρονη εποχή, το κοινωνικό στίγµα αφορά την κοινωνική αποδοκιµασία τόσο για τα προσωπικά χαρακτηριστικά όσο και για τις ατοµικές πεποιθήσεις ενός ατόµου, τα οποία αντιτίθενται σε συγκεκριµένες πολιτισµικές νόρµες 18. Εποµένως, το στίγµα συνδέεται περισσότερο µε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ατόµου και όχι µε τα εµφανή εξωτερικά σηµάδια, όπως κατά την αρχαιότητητα. Αφορά δηλαδή ανεπιθύµητες ιδιότητες ενός ατόµου που παρεκκλίνει από το «φυσιολογικό» κοινωνικό πρότυπο, και τα χαρακτηριστικά και οι συµπεριφορές που υιοθετεί ενεργοποιούν προκαταλήψεις και στερεότυπα εις βάρος του. Ο θεµελιωτής της θεωρίας του κοινωνικού στίγµατος, E. Goffman, ορίζει το στίγµα ως ένα αρνητικό χαρακτηριστικό, µία ανεπιθύµητη διαφορετικότητα από τις προσδοκίες που τρέφει κάποιος από ένα άτοµο 19. Το στιγµατισµένο άτοµο αποκλίνει δηλαδή από τις προσδοκίες της κοινωνίας, φυσικές και σταθερές 20. Και συνεχίζει, οριοθετώντας το στίγµα ανάµεσα στη προβολική κοινωνική ταυτότητα και πραγµατική κοινωνική ταυτότητα. Η προβολική κοινωνική ταυτότητα αφορά τις εν δυνάµει προσδοκίες για ένα άτοµο. Αντίθετα, η πραγµατική κοινωνική ταυτότητα αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που πραγµατικά έχει ένα άτοµο 21. Εποµένως, όταν το άτοµο δεν καθίσταται ικανό να ανταποκριθεί στο ρόλο ή στους ρόλους που του έχουν παραχωρηθεί από την κοινωνία και χαρακτηρίζεται από ιδιότητες που είναι αντίθετες σε κάποιο κοινωνικό πρότυπο, και δεν 16 Μπαµπινιώτης, Γ. (1998), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικογραφίας, σ. 1676. 17 Goffman, E., (1963), Stigma:Notes on the management of spoiled identity. Touchstone (1986): New York, σ.1. 18 http://en.wikipedia.org (προσπελάστηκε 19-03-2011). 19 Goffman, E., (1963), Stigma:Notes on the management of spoiled identity. Touchstone(1986): New York, σ.5. 20 Γεωργογιάννης, Π., (1996) Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, τόµ.ιι. Αθήνα:Guternberg, σ. 63. 21 Goffman, E., (2001), Στίγµα-Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ.64. 10

ανταποκρίνεται στις ισχύουσες κοινωνικές προσδοκίες, τότε θεωρείται «παρρεκλίνον» και στιγµατισµένο. Ο Jones και οι συνεργάτες του συσχετίζουν το στίγµα µε ένα σηµάδι, µία απόκκλιση δηλαδή από ένα πρότυπο ή έναν κανόνα 22. Πρόκειται δηλαδή για ένα χαρακτηριστικό που προέρχεται είτε από τη φύση του ατόµου είτε από τη συµπεριφορά του, το οποίο αντιβαίνει τους ρυθµιστικούς κανόνες και τα πρότυπα της εκάστοτε κοινωνικής δοµής. Η εµφάνιση του στίµατος σε µία κοινωνία πραγµατοποιείται όταν εντοπίζονται τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά-στάδια. Στο πρώτο στάδιο εντοπίζονται και προσδιορίζονται οι κοινωνικές διαφορές και αποκλίσεις. Κατά το δεύτερο συνδέονται οι διαφορές µεταξύ των ανθρώπων µε αρνητικές και ανεπιθύµητες συµπεριφορές. ηµιουργείται δηλαδή µία ετικέτα, ή διαφορετικά, ένα στερεότυπο. Στο επόµενο στάδιο γίνεται διαχωρισµός ανάµεσα σε «εµάς» και τους «άλλους». Με άλλα λόγια αποστασιοποιείται το «εµείς», η οµάδα, από τους «άλλους», την έξω-οµάδα. Σο τελευταίο στάδιο τα στιγµατισµένα άτοµα βιώνουν την κοινωνική υποβάθµιση και ποικίλες διακρίσεις, οι οποίες οδηγούν µε τη σειρά τους σε αρνητικές συµπεριφορές 23. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο όρος στίγµα εµφανίζεται σε εκείνα τα κοινωνικά περιβάλλοντα, όπου συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και εκδηλώνονται ταυτόχρονα η ετικετοποίηση, τα στερεότυπα, η διάκριση και η απώλεια του κοινωνικού status. Συµπερασµατικά, το κοινωνικό στίγµα αναφέρεται σε ένα αρνητικό χαρακτηριστικό το οποίο αποκλίνει από έναν κοινωνικό κανόνα και διαδραµατίζει καθοριστικό ρόλο στα πλαίσια της επικοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. 2.1.6. ιαπολιτισµικότητα Η διαπολιτισµικότητα είναι η «διαδικασία µε την οποία άτοµα, οµάδες ατόµων ή έθνη διαφορετικών πολιτισµών αντιλαµβάνονται, αναγνωρίζουν και βιώνουν την πολιτισµική ετερότητα, δηµιουργούν συνθήκες συνεργασίας µεταξύ τους και υιοθετούν χαρακτηριστικά αυτών των διαφορετικών πολιτισµών 24». Εποµένως αφορά µία διαδικασία συνεργασίας, οµαλής συµβίωσης και αλληλεπίδρασης µεταξύ πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων. Πρόκειται δηλαδή για µία συνένωση πολιτισµών που σταδιακά δηµιουργούν µία δική τους, µοναδική και ανεπανάληπτη, πολιτισµική ταυτότητα. Κατά µία άλλη έννοια, ο όρος «διαπολιτισµικότητα» δείχνει «µια διαλεκτική σχέση, µια δυναµική διαδικασία αλληλεπίδρασης και αµοιβαίας αναγνώρισης και συνεργασίας ανάµεσα σε άτοµα διάφορων εθνικών/µεταναστευτικών οµάδων 25». Άτοµα διαφορετικών πολιτισµικών οµάδων έρχονται σε επαφή και καταφέρνουν να συνεργαστούν χάρη στο σεβασµό στην ετερότητα και τη διαφορετικότητα. Ο όρος χρησιµοποιείται δηλαδή για να εκφράσει αλληλεπίδραση, διάδραση και δυναµική επικοινωνία µεταξύ ατόµων από διαφορετικές εθνικές και πολιτισµικές οµάδες. 22 Jones, E., Farina, A., Hastorf, A., Markus, H., Miller, D., Scott, R., (1984), Social Stigma The Psychology of Marked Relationships, New York: Freeman, σ.7. 23 www.stigmaconference.nih.gov/linkpaper.htm (προσπελάστηκε στις 19-03-2011). 24 Γεωργογιάννης, Π. (2008), ιαπολιτισµική Εκπαίδευση, Επιστηµονική σειρά: Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση-τόµος 7 ος, Πάτρα, σ.27. 25 Μάρκου, Γ. (1995), Εισαγωγή στη ιαπολιτισµική Εκπαίδευση, τόµος 1, Αθήνα, σ.271. 11

2.1.7. ιαπολιτισµική εκπαίδευση Σύµφωνα µε το Γάλλο καθηγητή, Emile Durkheim, κλασικό µελετητή της Κοινωνιολογίας και της Παιδαγωγικής, η Εκπαίδευση είναι «η ενέργεια που ασκούν οι γενιές των ωρίµων πάνω σε αυτές που δεν είναι ακόµα έτοιµες για την κοινωνική ζωή». Και συνεχίζει µε το σκοπό της εκπαίδευσης «να εγείρει και να αναπτύξει στο παιδί έναν ορισµένο αριθµό φυσικών, διανοητικών και ηθικών καταστάσεων που απαιτούν απ αυτό η πολιτική κοινωνία και το συγκεκριµένο περιβάλλον µέσα στο οποίο προορίζεται να ζήσει» 26. Η εκπαίδευση αποσκοπεί τόσο στη γνωστική καλλιέργεια του ατόµου όσο και στην οµαλή κοινωνική του ένταξη και ο διττός αυτός στόχος της προβάλλει τη σπουδαιότητά της. Με τις µετακινήσεις πληθυσµών και το κλίµα παγκοσµιοποίησης των τελευταίων δεκαετιών επήλθαν αλλαγές και στον εκπαιδευτικό χώρο. Η εκπαίδευση βρέθηκε και βρίσκεται- αντιµέτωπη µε καινούργιες προκλήσεις. Ο όρος διαπολιτισµική εκπαίδευση αναφέρεται σε εκείνα τα εκπαιδευτικά προγράµµατα που έχουν ως βασικό στόχο την κατάργηση των διακρίσεων, την αλληλοκατανόηση, την αλληλεγγύη, την ισονοµία και αφορούν όχι µόνο τους πολιτισµικά διαφορετικούς πληθυσµούς αλλά και τον εθνικό πληθυσµό της χώρας υποδοχής 27. Οι µαθητές από πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες µε την µετανάστευση τους σε µία άλλη χώρα αντιµετωπίζουν εκπαιδευτικά προβλήµατα. Η διαπολιτισµική εκπαίδευση προέκυψε από την προσπάθεια διευθέτησης των προβληµάτων των πολιτισµικά διαφορετικών µαθητών στο εκπαιδευτικό σύστηµα µιας χώρας. Η διαπολιτισµική εκπαίδευση επιχειρεί επίσης να λύσει και τα προβλήµατα ένταξης των οµάδων αυτών στο κοινωνικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής επιθυµώντας να διατηρήσουν την πολιτισµική και γλωσσική τους ταυτότητα 28. Η ιαπολιτισµική Εκπαίδευση θέτει τις βάσεις για επαναπροσδιορισµό του ρόλου της εκπαίδευσης και ενισχύει νέες αξίες στην παιδαγωγική πρακτική. Σύµφωνα µε το Συµβούλιο της Ευρώπης, η ιαπολιτισµική Εκπαίδευση αναφέρεται στην εµπειρία των παιδιών στις χώρες υποδοχής, δηµιουργεί αµοιβαιότητα στους αλληλεπιδρώντες πολιτισµούς και επανεξέταση και αναθεώρηση των κοινωνικοκεντρικών και εθνικοκεντρικών κριτηρίων του σχολείου και,τέλος, αποτελεί µέσο για την αξιολόγηση ευκαιριών στη ζωή και την επίτευξη της µέγιστης δυνατής κοινωνικής και οικονοµικής ένταξης 29. H ιαπολιτισµική Εκπαίδευση προϋποθέτει ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη, σεβασµό στην πολιτισµική διαφορετικότητα, συνεργασία και αλληλοκατανόηση, εξάλειψη του εθνικιστικού τρόπου σκέψης, των εθνικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων 30. Το διαπολιτισµικό µοντέλο είναι ένα ολοκληρωµένο µοντέλο εκπαίδευσης που λαµβάνει υπόψη του πάνω από όλα την αναγκαιότητα της αλληλεπίδρασης και αµοιβαίας 26 Durkheim, E.,(1973), Education et Sociologie, Παρίσι:PUF,σ.51-55. 27 Γεωργογιάννης, Π. (2008), Θεωρητικές προσεγγίσεις της διαπολιτισµικότητας. Στο Π. Γεωργογιάννης ( Επιµ.) ιαπολιτισµική εκπαίδευση- Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση- τόµος 7 ος, Πάτρα,σ.35. 28 Γεωργογιάννης, Π. (2008), Θεωρητικές προσεγγίσεις της διαπολιτισµικότητας. Στο Π. Γεωργογιάννης ( Επιµ.) ιαπολιτισµική εκπαίδευση- Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση- τόµος 7 ος Πάτρα, σ. 36. 29 Council of Europe: The CDCC s Project No 7: The Education and Cultural Development of Migrants (final Report), Strassbourg 1986. 30 Essinger, H.(1998), στο Γεωργογιάννης, Π., (1999), Θέµατα ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης, Αθήνα:Gutenberg,σσ. 50-51. 12

συνεργασίας ανάµεσα σε άτοµα διαφορετικών µεταναστευτικών οµάδων και έχει ως στόχο τη δηµιουργία ανοιχτών κοινωνιών που θα χαρακτηρίζονται από ισονοµία, αλληλοκατανόηση και αλληλοαποδοχή 31. Συνεπώς, βασικοί στόχοι της ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης είναι η ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών και πολιτισµικών οµάδων και η εξασφάλιση κοινωνικών συνθηκών που οδηγούν στην πρόοδο και την ευηµερία του ανθρώπινου γένους. 2.1.8. ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία Η ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία είναι µία επιστήµη που εντοπίζεται στο χώρο της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης και έχει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της την πολιτισµική διάσταση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων µεταξύ της κυρίαρχης οµάδας και των υπόλοιπων µειονοτικών οµάδων 32. Πρόκειται για µία επιστήµη, η οποία σχετίζεται µε τους κλάδους της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της διαπολιτισµικής εκπαίδευσης. Μελετά από κοινωνιολογική σκοπιά τις ψυχολογικές διεργασίες του ατόµου σε θέµατα πολιτισµικής ετερότητας. Εξετάζει δηλαδή κάθε αλληλεπίδραση µεταξύ ατόµων, οµάδων ή εθνών που έχουν διαφορές σε πολιτισµικό επίπεδο. Σύµφωνα µε τον Π.Γεωργογιάννη, η ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία µπορεί να οριστεί ως «η επιστήµη της διαπολιτισµικής αλληλεπίδρασης και διαπολιτισµικής επιρροής 33». Εποµένως πρόκειται για µία επιστήµη η οποία ερευνά την αλληλεπίδραση ανάµεσα σε πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες, καθώς και την επιρροή που δέχεται κάθε πολιτισµική οµάδα από αυτήν την αλληλεπίδραση. Αντικείµενο της Κοινωνικής Ψυχολογίας είναι «η µελέτη της επιρροής των άλλων ατόµων ή των οµάδων και του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος πάνω στη νόηση, στα συναισθήµατα και στη συµπεριφορά του ατόµου 34». Αντικείµενο της ιαπολιτισµικής Κοινωνικής Ψυχολογίας είναι η έρευνα που µελετά την επικοινωνία της κυρίαρχης οµάδας µε άλλες µειονοτικές οµάδες στα ίδια περιβάλλοντα. Στην έρευνα της ιαπολιτισµικής Κοινωνικής Ψυχολογίας λαµβάνονται υπόψη παράγοντες όπως οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι πολυπολιτισµικές κοινωνίες, ο βαθµός διαφοροποίησης της επικοινωνίας, η σύγκριση ηθών και εθίµων, η ανισοκατανοµή του πλούτου, η καταναλωτική συµπεριφορά, οι νέες κοινωνικές συνθέσεις, οι νέες ασθένειες και τα περιβαλλοντικά προβλήµατα 35. Η ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία είναι ένας επιστηµονικός κλάδος ο οποίος µελετά τις σχέσεις που αναπτύσσονται µεταξύ των πολιτισµικά διαφορετικών οµάδων σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. είχνει όχι µόνο τη σχέση που αναπτύσσουν δύο πολιτισµικά διαφορετικές οµάδες αλλά και την επιρροή που δέχεται κάθε πολιτισµική οµάδα από την άλλη. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις που απορρέουν από τα µέλη µίας πολιτισµικής οµάδας για τα µέλη µιας άλλης αποτελούν αντικείµενο της ιαπολιτισµικής 31 Γεωργογιάννης Π. (1999), Θέµατα ιαπολιτισµικής Εκπαίδευσης, Αθήνα:Gutenberg,σ.53. 32 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση-τόµος 5 ος - ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ.56. 33 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση-τόµος 5 ος - ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ.58. 34 Γέωργας,. (1995), Κοινωνική Ψυχολογία-τόµος Α, Αθήνα, σ.24. 35 Γεωργογιάννης, Π. (2007), Βηµατισµοί για µια αλλαγή στην εκπαίδευση-τόµος 5 ος - ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία και Έρευνα, Πάτρα, σ.58-60. 13

Κοινωνικής Ψυχολογίας. Η ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία ουσιαστικά µελετά την ύπαρξη των στερεοτύπων στα µέλη κάθε πολιτισµικής οµάδας απέναντι στα µέλη των άλλων πολιτισµικών οµάδων. 2.1.9. Προκατάληψη Σύµφωνα µε κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ψυχολόγους, η προκατάληψη παίζει καθοριστικό ρολο στην κατανόηση των σχέσων µετάξύ των διαφόρων οµάδων. Στη σχετική βιβλιογραφία εντοπίζονται ποικίλοι και διαφορετικοί ορισµοί για την έννοια της προκατάληψης. Στην ιστορία της ψυχολογίας, πολλοί ερευνητές έδειξαν µεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση και ερµηνεία των προκαταλήψεων. Οι περισσότεροι κοινωνικοί ψυχολόγοι, στηριζόµενοι στο κλασικό έργο του G. Allport, The Nature of Prejudice, ανέπτυξαν µία συστηµατική ανάλυση αναφορικά µε την προκατάληψη και τα φαινόµενα που συνδέονται µε αυτή. Η προκατάληψη συνδέεται τόσο µε θεωρητικές επιστήµες όπως την κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήµη, όσο και µε θετικές επιστήµες, όπως την ψυχολογία και τις νευροεπιστήµες 36. Ο G. Allport χαρακτηρίζει την προκατάληψη ως µία «αντιπάθεια που βασίζεται σε µια λανθασµένη και ανελαστική γενίκευση 37». Την αντιπάθεια αυτή είτε απλά τη νιώθει κάποιος είτε και την εκφράζει για ένα άτοµο µιας άλλης κοινωνικής οµάδας. Στο κλασικό έργο του «The Nature of Prejudice», ο G. Allpοrt υπογραµµίζει τον αρνητικό χαρακτήρα της προκατάληψης, διατυπώνοντας µία «κλίµακα αρνητικής δράσης», η οποία περιλαµβάνει πέντε στάδια. Στο αρχικό εντοπίζεται η προφορική-λεκτική επίθεση ενάντια στον «άλλο», ακολουθεί η αποφυγή ή ο χωρικός περιορισµός του «άλλου» και διακρίσεις εις βάρος του όπως για παράδειγµα η στέρηση των βασικών δικαιωµάτων. Έπεται η άµεση σωµατική επίθεση και το τελευταίο στάδιο αφορά την εξολόθρευση, τη γενοκτονία 38. Κατά τις προηγούµενες δεκαετίες, διάφοροι ψυχολόγοι υπέθεσαν ότι η προκατάληψη, όπως και οι υπόλοιπες συµπεριφορές που εκδηλώνονται στον άνθρωπο, οργανώνει υποκειµενικά το ανθρώπινο περιβάλλον. Η προκατάληψη βοηθά σε ψυχολογικές διεργασίες, όπως στην αύξηση της αυτοεκτίµησης, και παρέχει υλικά πλεονεκτήµατα. Όµως, ενώ οι ψυχολόγοι εστίασαν στη συµπεριφορά της προκατάληψης ως µία ψυχολογική εσωτερική διαδικασία, οι κοινωνιολόγοι έδωσαν έµφαση στις οµαδικές λειτουργίες της. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες τόνισαν την κοινωνική δυναµική των σχέσεων ανάµεσα στις οµάδες και ειδικότερα σε διαφορές φυλετικές. Αυτές αποδέχονται τη δυναµική των οµαδικών σχέσεων-οικονοµικών και ταξικών- και αποκλείουν τις ατοµικές επιρροές. Την δεκαετία του 1960, ο Blumer υποστηρίζει ότι η φυλετική προκατάληψη είναι µία «αµυντική αντίδραση», µία «µηχανή προστασίας». Αναφέρει επίσης ότι λειτουργεί µυωπικά, προκειµένου να διατηρήσει την ακεραιότητα και θέση της κυρίαρχης οµάδας 39. 36 Dovidio, J.F., Hewstone, M., Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice, stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.3. 37 Ιωαννίδου-Johnson, A.,(1998). Προκατάληψη. Ποιος;Εγώ; Η δυναµική ανάµεσα στην προκατάληψη και την ψυχολογική ωριµότητα. Αθήνα:Ελληνικά Γράµµατα, σ. 22. 38 Allport G., (1954), The Nature of Prejudice. Στο: Α.Μιτιλής, Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 59. 39 Dovidio, J.F., Hewstone, M., Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice, stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.6. 14

Σύµφωνα µε τους H.Tajfel και C.Fraser, η προκατάληψη χαρακτηρίζεται από ποικίλα και διαφορετικά στοιχεία. Ο κάθε άνθρωπος αποδίδει µε ευκολία αρνητικά γνωρίσµατα σε άτοµα άλλων οµάδων και δεν µεταβάλλει εύκολα την αντίληψη και γνώµη του αυτή. Η δυσκολία αυτή στη µεταβολή αντιλήψεων και στάσεων οφείλεται στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονοµικές συνθήκες. Επιπλέον, η επαφή και η εχθρότητα που συνήθως ακολουθεί, επιτείνουν την αρνητική συµπεριφορά. Τέλος, η προκατάληψη ξεκινά από µικρές ηλικίες και δύσκολα µεταβάλλεται 40. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της προκατάληψης υποδηλώνουν την απροθυµία ενός µέλους µιας οµάδας να σταµατήσει να επηρεάζεται αρνητικά για µία άλλη οµάδα στηριζόµενο πάντα στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονοµικές συνθήκες. Ο John F. Dovidio επιχειρώντας να προσδιορίσει την προκατάληψη, αναφέρει ότι «η προκατάληψη είναι µία συµπεριφορά (θετική ή αρνητική) ενός ατόµου απέναντι σε άλλες οµάδες και τα µέλη τους, η οποία δηµιουργεί ή διατηρεί ιεραρχικές σχέσεις κύρους ανάµεσα στις οµάδες 41». Ο D. Milner, στην προσπάθειά του να ορίσει την προκατάληψη, συγκέντρωσε διάφορα στοιχεία από κοινωνιολόγους και ψυχολόγους. Σύµφωνα µε αυτά τα στοιχεία, η προκατάληψη είναι «η στάση που προδιαθέτει ένα άτοµο να σκεφτεί ή να δράσει µε τρόπους ευνοϊκούς ή δυσµενείς έναντι µιας οµάδας ή έναντι των µεµονοµένων µελών της 42» και «µία συναισθηµατική, άκαµπτη στάση την οποία δεν αλλάζουν εύκολα οι αντίθετες πληροφορίες 43». Πρόκειται δηλαδή για την ψυχολογική στάση ενός ατόµου, το οποίο τρέφει και καλλιεργεί αρνητικά συναισθήµατα για άτοµα-µέλη µιας άλλης οµάδας. Κατά τον Giddens, «η προκατάληψη αναφέρεται σε γνώµες ή στάσεις που έχουν τα µέλη µιας οµάδας για τα µέλη µιας άλλης. Οι απόψεις που έχουν εκ των προτέρων σχηµατίσει οι προκατειληµµένοι άνθρωποι βασίζονται συνήθως σε φήµες µάλλον παρά σε αποδείξεις και δεν µεταβάλλονται εύκολα, ακόµα και αν έρθουν αντιµέτωπες µε νέες πληροφορίες 44». Η έννοια δηλαδή της προκατάληψης δε συνίσταται σε µία ρασιοναλιστική θεώρηση για το ατόµο που ανήκει σε µία διαφορετικά κοινωνική, οικονοµική, θρησκευτική, πολιτική ή πολιτισµική οµάδα. Αντίθετα, πρόκειται για µία αντίληψη η οποία στηρίζεται σε εικασίες και φήµες και δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Με βάση τον ορισµό του Giddens, η έννοια της προκατάληψης περιλαµβάνει είτε γνώµες είτε στάσεις προκατειληµµένων µελών µιας οµάδας απέναντι σε µία άλλη οµάδα. Οι γνώµες ή απόψεις των µελών µιας οµάδας είναι δυνατόν να µην µετατραπούν σε πράξη. Όταν όµως υλοποιηθούν, τότε πρόκειται για δυσµενή διακριτική µεταχείρηση 45. Στην περίπτωση αυτή, η στάση για µία άλλη οµάδα γίνεται πραγµατική συµπεριφορά. ηλαδή, µία οµάδα εφαρµόζει δυσµενείς πρακτικές, υιοθετεί εχθρικές συµπεριφορές και επιθετικές στάσεις απέναντι σε µία άλλη οµάδα. 40 Tajfel, H. Fraser C., (1978) Introducing socialpsychology, Harmodsworth Middlesex σ.427 41 Dovidio, J.F., Hewstone, M., Glick,P., Esses, V.M., (2010), The Sage Handbook of Prejudice, stereotyping and discrimination, London: SAGE Publications Ltd, σ.7. 42 Secord, P.-Backman, C. (1964), Social Psychology. Στο Α.Μιτιλής, Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση αλληλεπίδρασης, Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 59-60. 43 Krech, Crutchfield, Ballachkey (1962), Individual in society. A textbook of social psychology. Στο:Μιτιλής,Α., Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση αλληλεπίδρασης, Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 59-60 44 Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία (µτφρ.& επιµ.). Τσαούσης. Αθήνα: Gutenberg, σ.301. 45 Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία (µτφρ.& επιµ.). Τσαούσης. Αθήνα: Gutenberg, σ.302. 15

Όταν η προκατάληψη µετατρέπεται σε πραγµατική συµπεριφορά, το άτοµο οδηγείται σε «στάσεις απέχθειας και έµπρακτης εχθρότητας απέναντι σε κάποια άλλη κοινωνική οµάδα» 46. Με τις δραστηριότητες αυτές αποκλείονται τα µέλη µιας κοινωνικής οµάδας και µειώνονται οι ευκαιρίες και οι δυνατότητές τους εν συγκρίσει µε τα µέλη άλλων κοινωνικών οµάδων. ιάφορες θεωρίες επιχείρησαν να διασαφηνίσουν την υιοθέτηση προκαταλήψεων από ένα άτοµο ή από τα µέλη µιας οµάδας. Μία από αυτές αναφέρεται στον πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο της προσωπικότητας του ατόµου. Με βάση τη θεωρία της κοινωνικής µάθησης, οι προκαταλήψεις δηµιουργούνται λόγω της αλληλεπίδρασης των ατόµων µε τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειάς τους, ενώ µία άλλη θεωρητική προσέγγιση αφορά στις κοινωνικές και πολιτισµικές επιδράσεις που δεχεται ένα άτοµο 47. Και στις τρεις παραπάνω θεωρίες εντοπίζεται η επιρροή του ατόµου είτε από ατοµικά στοιχεία του χαρακτήρα του είτε από περιβαλλοντικές συνθήκες µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία συναισθηµάτων αρνητικών και ανταγωνιστικών για µέλη µιας άλλης κοινωνικής οµάδας. Συµπερασµατικά, ο ρόλος της προσωπικότητας, της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού, πολιτισµικού, οικονοµικού και πολιτικού περιβάλλοντος είναι καθοριστικός για την υιοθέτηση και διαµόρφωση των προκαταληπτικών συµπεριφορών. Σύµφωνα µε τον Duckitt, πολλές θεωρίες επιχείρησαν να εξηγήσουν και να ερµηνεύσουν την προκατάληψη. Ο Milner χαρακτηρίζει τις προκαταλήψεις ως αδικαιολόγητες στάσεις ή άδικες ιδιοσυγκρασίες έναντι άλλων οµάδων. Επιπλέον, ο ίδιος συνδέει την προκατάληψη µε τα στερότυπα και θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της προκατάληψης αφορούν γνωρίσµατα που αποδίδει αυθαίρετα µία κυρίαρχη οµάδα σε µία πολιτισµικά διαφοροποιηµένη οµάδα. Σύµφωνα µε τους Simpson και Yinger, πρόκειται για µία συναισθηµατική, αδιάλλακτη στάση, µια προδιάθεση να ανταποκρίνεται κάποιος έχοντας ένα συγκεκριµένο ερέθισµα, µε συγκεκριµένο τρόπο απέναντι σε ένα άτοµο ή σε µία οµάδα ατόµων. Κατά τον Allport, η προκατάληψη αναφέρεται στη νοσηρή σκέψη ενός ατόµου για µία άλλη οµάδα χωρίς επαρκή δικαιολογία, χωρίς εµφανείς λόγους. Ο Klineberg ορίζει ότι η προκατάληψη προδικάζει αστήρικτα ένα άτοµο ή µια οµάδα, τέινοντας προς µία πράξη κατά µια σύµφωνη κατεύθυνση. Η προκατάληψη ορίζεται επίσης από τους Ackerman και Jahoda ως δείγµα εχθρότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις το οποίο κατευθύνεται εναντίον ενός ατόµου ή µιας οµάδας, ικανοποιώντας µια συγκεκριµένη αδικαιολόγητη λειτουργία. Ο τελευταίος ορισµός που παρατίθεται από τον Duckitt, αναφέρεται στον ορισµό του Rose, σύµφωνα µε τον οποίο η προκατάληψη αφορά µία σειρα από συµπεριφορές που προκαλούν, στηρίζουν ή δικαιολογούν τις διακρίσεις 48. Από τις παραπάνω θέσεις είναι κατανοητό ότι η προκατάληψη αφορά µία αδικαιολόγητη και αυθαίρετη συναισθηµατική στάση ενός ατόµου απέναντι σε ένα άτοµο ή µία οµάδα ατόµων, η οποία προκαλεί εχθρότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και εναντιώνεται σε κάθε µορφή ετερότητας που εµφανίζεται σε ένα περιβάλλον. Ο Harding και οι συνεργάτες του, σε µία προσπάθεια ορισµού της προκατάληψης, αναφέρονται σε µία διαδικασία που οφείλεται είτε σε µια αποτυχία της λογικής µε το να είναι υπεργενικευµένη, άκαµπτη και στηριγµένη σε ανεπαρκείς αποδείξεις, είτε σε µία αποτυχία της δικαιοσύνης γιατί δεν µεταχειρίζεται ισότιµα όλα τα µέλη της κοινωνίας είτε 46 Abercrombie, N. Hill, S&Turner, B., (1992). Λεξικό Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Πατάκης, σ.305. 47 Μάρκου Γ.-Βασιλειάδου Μ. (1996), Στερεότυπα και προκαταλήψεις, ηµιουργία και Αντιµετώπιση, Αθήνα, σ.36-37. 48 Duckitt, J.H., (1992), The Psychology of Prejudice, New York:Praeger Publishers, σ.10. 16

σε µία αποτυχία της καλοκαρδίας στον άνθρωπο επειδή αρνείται τη βασική ανθρωπιά των άλλων 49. Ο προκατειληµµένος άνθρωπος, εποµένως, δε στηρίζεται σε έλλογες αποφάσεις και κρίσεις, δεν παραθέτει στοχαστικές αξιολογήσεις και αποδείξεις. Καταργείται η βασική αρχή της ισοτιµίας, θεµελιώδες συστατικό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων καθότι αντιµετωπίζονται µεροληπτικά άτοµα διαφορετικών οµάδων. Τέλος, η ανθρώπινη φύση υποβαθµίζεται αφού χάνεται ο ανθρωπισµός και ο σεβασµός στην ετερότητα. Κατά τους Baron και Byrne, η προκατάληψη είναι µία στάση προς τα µέλη µιας οµάδας, τις περισσότερες φορές αρνητική, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ανήκουν σε αυτή την συγκεκριµένη οµάδα 50. Πρόκειται δηλαδή για µία εχθρότητα σε µία διαφορετική οµάδα χωρίς να προηγηθεί διάδραση και επικοινωνία. Άκριτα και αυθαίρετα, εποµένως, τα άτοµα µίας κυρίαρχης οµάδας βάλλονται ενάντια στα µέλη µίας αλλης οµάδας. Στο έργο Stereotypes and Stereotyping, η προκατάληψη ορίζεται ως µία «αντιπάθεια που βασίζεται σε µία λανθασµένη και παγιωµένη γενικότητα 51». Την αντιπάθεια αυτή είτε τη νιώθει ένα άτοµο είτε την εκφράζει. Πρόκειται για µία άµεση, αρνητική και αδικαιολόγητη συµπεριφορά ενός ατόµου µίας κυρίαρχης οµάδας απέναντι σε ένα άτοµο που ανήκει σε µια διαφορετική οµάδα 52. Εξ ορισµού, είναι εµφανές ότι αφορά µία αντιπάθεια, µία αρνητική συναισθηµατική στάση απέναντι σε µέλη µίας διαφορετικής οµάδας. Ένα άτοµο είναι δυνατόν να νιώθει και να αντιλαµβάνεται την αντιπάθειαπροκατάληψη και να µην προβαίνει σε εφαρµογή της συναισθηµατικής του αντίληψης. Εντούτοις, συχνά η αντίληψη αυτή εκφράζεται στα άτοµα µίας διαφορετικής οµάδας, το αρνητικό µήνυµα γίνεται σχεδόν πάντα αντιληπτό από τον αποδέκτη. Η απορριπτική συµπεριφορά και η αυθαίρετη ιδιοσυγκρασία της κυρίαρχης οµάδας γίνεται εύκολα κατανοητή από έναν παρατηρητή, όχι όµως και από τα ίδια τα µέλη της οµάδας αυτής. Στην κοινωνική ψυχολογία, οι προκαταλήψεις είναι δυνατόν να εντοπίζονται σε ατοµικό-προσωπικό επίπεδο και σε οµαδικό επίπεδο. Σύγχρονοι ορισµοί γεφυρώνουν την ατοµική και οµαδική διάκριση της ψυχολογίας και κοινωνιολογίας αντίστοιχα, τονίζοντας τη δυναµική φύση της προκατάληψης. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην υπεραπλούστευση των χαρακτηριστικών µιας άλλης οµάδας στην προσπάθειά τους να την κατατάξουν και να την κατηγοριοποιήσουν. Στοχεύουν έτσι στην άµεση αναγνώρισή τους και την οµοιόµορφη κατηγοριοποίηση των κοινών γνωρισµάτων των ατόµων σε οµάδες. Τα γνωρίσµατα αυτά είναι προκαθορισµένα και προσδιορισµένα από την κοινωνία και τους θεσµούς της. Όταν τα άτοµα µιας οµάδας µοιράζονται την ίδια κοινωνική υπαγωγή, επιλέγουν την κατηγοριοποίηση των άλλων οµάδων στηριζόµενα σε πολιτιστικές παραδόσεις, σε οµαδικά συµφέροντα και σε κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τις άλλες οµάδες θεωρούνται κοινά και για κάθε µέλος της άλλης οµάδας χωριστά 53. 49 Μίτιλης, Α., (1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληµεπίδρασης, Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 59-60. 50 Smith, P.& Bond, M., ιαπολιτισµική Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα:Ελληνικά Γράµµατα, σ.317. 51 Μacrae, Neil,C., Stangor, C. & Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping, New York: The Guilford Press, σ.278. 52 Μacrae, Neil,C., Stangor, C. & Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping, New York: The Guilford Press, σ.278 53 Παπαστάµου, Σ., (1990), Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική ψυχολογία. ιοµαδικές σχέσεις. Αθήνα: Οδυσσέας, σ.135 17

Με βάση την ψυχολογική προσέγγιση του όρου «προκατάληψη» από τον ψυχολόγο D.Milner, τρία στοιχεία αναλύουν το φαινόµενο της προκατάληψης. Πρόκειται για το συναισθηµατικό, το γνωστικό και το βουλητικό 54. Το συναισθηµατικό στοιχείο αφορά ανθρώπινα συναισθήµατα όπως απέχθεια, αντιπάθεια, µίσος, αποστροφή και εχρότητα, το γνωστικό περιλαµβάνει αντιλήψεις, γνώµες και στερεότυπα για µία οµάδα-στόχο, ενώ τέλος, το βουλητικό αναφέρεται στην µεροληψία και την αρνητική προδιάθεση. Στην κοινωνική ψυχολογία, οι προκαταλήψεις είναι δυνατόν να εντοπίζονται σε ατοµικό-προσωπικό και σε οµαδικό επίπεδο. Σύγχρονοι ορισµοί γεφυρώνουν την ατοµική και οµαδική διάκριση της ψυχολογίας και κοινωνιολογίας αντίστοιχα, τονίζοντας τη δυναµική φύση της προκατάληψης. Οι άνθρωποι οδηγούνται στην υπεραπλούστευση των χαρακτηριστικών µιας άλλης οµάδας στην προσπάθειά τους να την κατατάξουν και να την κατηγοριοποιήσουν. Στοχεύουν έτσι στην άµεση αναγνώρισή τους και την οµοιόµορφη κατηγοριοποίηση των κοινών γνωρισµάτων των ατόµων σε οµάδες. Τα γνωρίσµατα αυτά είναι προκαθορισµένα και προσδιορισµένα από την κοινωνία και τους θεσµούς της. Όταν τα άτοµα µιας οµάδας µοιράζονται την ίδια κοινωνική υπαγωγή, επιλέγουν την κατηγοριοποίηση των άλλων οµάδων στηριζόµενα σε πολιτιστικές παραδόσεις, σε οµαδικά συµφέροντα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τις άλλες οµάδες θεωρούνται κοινά και για κάθε µέλος της άλλης οµάδας χωριστά 55. Οι προκατειληµµένοι άνθρωποι µπορούν να έχουν είτε ευνοϊκές προκαταλήψεις για τις οµάδες εκείνες µε τις οποίες συνδέονται στενά είτε αρνητικές για άλλες οµάδες 56. Μεροληπτούν απέναντι στα µέλη µίας οµάδας είτε θετικά είτε αρνητικά. Στην περίπτωση που κάποιο άτοµο µίας κυρίαρχης οµάδας είναι αρνητικά κατειληµµένο απέναντι σε µία µειονοτική οµάδα, είναι σχεδόν ανέφικτο να διαφοροποιήσει τη γνώµη του για την οµάδα αυτή. Από την άλλη, η θετική αντιµετώπιση ενός µέλους µίας µειονοτικής οµάδας είναι πιθανό να επιδρά θετικά στη διάδραση και επικοινωνία διαφορετικών οµάδων του κοινωνικού συνόλου. Η προκατάληψη εµφανίζεται και στις περιπτώσεις που η αντίδραση ενός ατόµου για ένα άτοµο µίας άλλης οµάδας έχει θετική χροιά. Αυτό µπορεί να συµβεί όταν κοινά στοιχεία στη γλώσσα, τη θρησκεία, το φύλο, την κοινωνικο-οικονοµική τάξη, την εθνικότητα δηµιουργούν θετική προκατάληψη για τον άλλο άνθρωπο. Οταν όµως τα µέλη µιας οµάδας αντιπαθούν και συµπεριφέρονται υποτιµητικά σε ένα µέλος µίας άλλης οµάδας διαφορετικής εθνικότητας, θρησκεύµατος, κοινωνικής και πολιτισµικής ταυτότητας, τότε πρόκειται για αρνητική προκατάληψη 57. Τις περισσότερες φορές η λέξη προκατάληψη υποδηλώνει µία αρνητική έννοια και σπάνια διαφαίνεται και ο θετικός χαρακτήρας της. Η αρνητική προκατάληψη είναι σε γενικές γραµµές «µια αδικαιολόγητη αρνητική συµπεριφορά, µια ανεπιθύµητη και άδικη γνώµη ή στάση απέναντι σε ένα άτοµο ή µία οµάδα 58». 54 Μίτιλης, Α., (1998), Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης, Αθήνα: Οδυσσέας, σ.60. 55 Παπαστάµου, Σ., (1990), Σύγχρονες έρευνες στην κοινωνική ψυχολογία. ιοµαδικές σχέσεις. Αθήνα: Οδυσσέας, σ.135 56 Giddens A. (2002), Κοινωνιολογία (µτφρ.& επιµ.). Τσαούσης. Αθήνα: Gutenberg, σ.301. 57 Βλαχόπουλος Στ., Γεωργούλας Α., Ιντζεσιλόγλου Ν., Κάλφας Αντ., Μπρίκα Ε. (1998). Στερεότυπα-Προκαταλήψεις. Στην Κοινωνιολογία Γ Λυκείου, Αθήνα, Υ.Π.Ε.Π.Θ., Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σελ.216. 58 Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό, (7191) Τόµ. 7, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, σ.4111. 18

2.1.10. Στερεότυπα Ο όρος στερεότυπα υποδηλώνει ένα σύνολο αρνητικών κυρίως γνωρισµάτων που αποδίδονται µε τρόπο γενικό και αµερόληπτο στα µέλη µιας κατηγορίας προσώπων 59. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύνολο χαρακτηριστικών που διασαφηνίζουν και ερµηνεύουν τη συµπεριφορά ενός ατόµου που ανήκει σε µία συγκεκριµένη οµάδα. Με απλοποιήσεις και γενικεύσεις διαστρεβλώνεται η κοινωνική πραγµατικότητα. ηλαδή τα άτοµα έχουν την τάση να παραποιούν τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών οµάδων και να τονίζουν ιδιαίτερα τα αρνητικά χαρακτηριστικά των οµάδων αυτών. Τα στερεότυπα είναι προκατασκευασµένα σχήµατα αντίληψης ή σκέψης τα οποία δηµιουργούν απλοποιήσεις, γενικεύσεις και διεστρεβλώσεις της πραγµατικότητας 60. Αφορούν εποµένως, ένα σύνολο πεποιθήσεων για τα προσωπικά χαρακτηριστικά µελών µιας κοινωνικής οµάδας, βάσει των οποίων κατηγοριοποιούνται τα άτοµα αυτά. Τα γνωρίσµατα ενός ατόµου που ανήκει σε κάποια οµάδα γενικεύονται και διευρύνονται σε όλη την οµάδα. Τα χαρακτηριστικά ενός ατόµου λανθασµένα και άκριτα χαρακτηρίζουν συνολικά την οµάδα. Το σύνολο των πεποιθήσεων για τα χαρακτηριστικά στοιχεία µελών που ανήκουν σε κάποιες κοινωνικές οµάδες επηρεάζουν τόσο τον τρόπο που οι άνθρωποι κατηγοριοποιούν, παρουσιάζουν και επανακτούν πληροφορίες για τους άλλους όσο και τη διαδικασία που κρίνουν και αντιδρούν σε αυτές τις πληροφορίες. Οι γνωστικές αυτές διαδικασίες δηµιουργούνται άλλοτε σε µεγαλύτερο και άλλοτε σε µικρότερο βαθµό ανάλογα µε την προσωπική αντίληψη του ατόµου για τα άτοµα άλλων κοινωνικών οµάδων 61. Τα στερεότυπα αναφέρονται σε χαρακτηριστικά γνωρίσµατα τα οποία θεωρούνται κοινά για τα µέλη µιας οµάδας. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που προσάπτονται στα µέλη µίας οµάδας ενδέχεται να ανταποκρίνονται ελάχιστα ή και καθόλου στην πραγµατικότητα. Υφίστανται, όµως, λόγω των προκαθορισµένων και υποκειµενικών υποθέσεων 62. Οι προσωπικές και υποκειµενικές αυτές υποθέσεις που κάνει το άτοµο για τα µέλη µιας άλλης οµάδας αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα οποία δεν προτίθεται να διαφοροποιήσει. Σύµφωνα µε τον Walter Lippmann, ο οποίος πρώτος το 1922 εισήγαγε τη λέξη «στερεότυπα» στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστηµών, τα στερεότυπα αποτελούν εικόνες που υπάρχουν στο µυαλό του ανθρώπου για άτοµα-µέλη µιας άλλης οµάδας 63. Οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να αναλύσουν σύνθετες πληροφορίες που προέρχονται από το περιβάλλον τους κάνουν χρήση των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα χρησιµοποιούνται από τον άνθρωπο για να δικαιολογήσουν τις στάσεις και τις συµπεριφορές του απέναντι σε άλλους άνθρωπους. Οι «εικόνες» που έχουν δηµιουργηθεί στο µυαλό του ανθρώπου µεταβάλλονται µόνο εφόσον καταβάλλει ο ίδιος προσπάθεια. Όταν όµως ο άνθρωπος δεν προτίθεται να γνωρίσει ένα άτοµο µιας άλλης οµάδας, εµµένει 59 Τσαούσης,., (1989), Χρηστικό Λεξικό κοινωνιολογίας, Αθήνα: Gutenberg, σ.244. 60 Βασιλείου, Θ., Σταµατάκης, Ν., (1992), Λεξικό Επιστηµών του Ανθρώπου, Αθήνα: Gutenberg, σ.350. 61 Macrae, N.C., Stangor, C., Hewstone, M., (1996), Stereotypes and Stereotyping, New York: The Guilford Press, σ. 279. 62 Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό, (1991), τόµ.8, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, σ. 4385. 63 Lippmann, W., (2004), Public Opinion, New York: Dover Publications, σ. 43. 19

στις στερεοτυπικές αντιλήψεις του. Συνεπώς, διατηρεί και συντηρεί τις υπάρχουσες «εικόνες του µυαλού», όπως αποκαλεί τα στερεότυπα ο Lippmann 64. Παρόµοιες αντιλήψεις για την έννοια των στερεοτύπων εντοπίζονται και στη θεωρία του Allport. Κεντρική θέση στη θεωρία του αποτελεί η απλοποίηση της επεξεργασίας των πληροφοριών στη γνωστική διαδικασία της κατηγοριοποίησης 65. Η κατηγοριοποίηση πραγµατοποιείται γιατί το µέγεθος των πληροφοριών που καλείται ένα άτοµο να διαχειριστεί κάθε φορά είναι τεράστιο. Όµως, η ίδια διαδικασία καθοδηγεί και τις καθηµερινές εµπειρίες του ατόµου και συµβάλλει στην αφοµοίωση των πληροφοριών και δεδοµένων. Συνεπώς, η κατηγοριοποίηση διευκολύνει την αντίληψη και συµπεριφορά του ατόµου. Στην περίπτωση βέβαια των στερεοτύπων, η απλοποίηση των πληροφοριών συντελεί σε «δικαιολογηµένη» συµπεριφορά απέναντι σε άτοµα άλλων οµάδων. 2.2. Θεωρητικές προσεγγίσεις για τα στερεότυπα και την προκατάληψη 2.2.1. Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης Η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (realistic group conflict theory-rct) αναπτύχθηκε από τους D.T.Campbell και Muzafer Sherif τη δεκαετία του 1960. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι αποτέλεσµα σύγκρουσης συµφερόντων µεταξύ δύο οµάδων 66. Αντίθετα µε τη θεωρία τη ρεαλιστικής σύγκρουσης, διάφορες ψυχολογικές θεωρίες θεωρούν τις συγκρούσεις µεταξύ των οµάδων ως µετατόπιση και προβολική έκφραση των προβληµάτων, τα οποία στην ουσία είναι προβλήµατα ενδοοµαδικά ή ακόµα και ενδοατοµικά 67. Ο D. Campbell αναφέρει ότι η σύγκρουση µεταξύ των οµάδων δικαιολογείται σύµφωνα µε τη θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης. Είναι λογική ενέργεια µε την έννοια ότι οι οµάδες αυτές έχουν θέσει ασυµβίβαστους µεταξύ τους στόχους και ανταγωνίζονται για ανεπαρκείς και περιορισµένους πόρους. Συνεπώς, η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται η θεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης υποστηρίζει ότι η διοµαδική σύγκρουση οφείλεται στην ανάγκη καταµερισµού περιορισµένων πόρων µεταξύ οµάδων. Όταν οι στόχοι που θέτει κάθε οµάδα είναι αµοιβαία αποκλειόµενοι, δηλαδή η επίτευξη του στόχου της µιας οµάδας συνεπάγεται τη µη επίτευξη του στόχου της άλλης οµάδας, τότε ευνοείται η προκατάληψη για τα µέλη της άλλης οµάδας και η σύγκρουση. O Μ.Sherif επιχείρησε την πρακτική εναρµόνιση της θεωρίας της ρεαλιστικής σύγκρουσης. Ο εµπειρικός έλεγχος της θεωρίας συντελέστηκε µε διάφορα ψυχολογικά πειράµατα, τα πιο γνωστά από τα οποία αφορούσαν τα πειράµατα των θερινών κατασκηνώσεων (The Robbers Cave experiment). Στα πειράµατα αυτά έλαβαν µέρος 20-25 αγόρια ηλικίας 10-12 ετών. Η οµάδα αυτή των 20-25 αγοριών ήταν οµοιογενής ως προς κάποια βασικά κοινωνικά, φυσικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Όταν έφτασαν στην κατασκήνωση, χωρίστηκαν σε δύο οµάδες, αγνοώντας η µία οµάδα την ύπαρξη της άλλης. 64 Lippmann, W., (2004), Public Opinion, New York:Dover Publications, σ. 43. 65 Allport, G., (1954) The Nature οf Prejudice. Στο: Α.Μιτιλής, Οι µειονότητες µέσα στη σχολική τάξη: Μια σχέση αλληλεπίδρασης. Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 59. 66 Γεώργας,. Κοινωνική Ψυχολογία, Τόµ.ΙΙ, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, σσ. 99-100. 67 Campbell, D.T., (1965), Ethnocentric and other altruistic motives. Στο Levine, D., Nebraska Symposium of Motivation, Lincoln, NE: University of Nebraska Press, σ. 287. στο http://www2.uni-jena.de/svw/igc/studies/ss04/campbell_1965.pdf 20