7ο μάθημα Περίοδος 1900-1940 Διδάσκουσα Δώρα Μονιούδη-Γαβαλά
Ο Μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική του δυτικού κόσμου Η αρχιτεκτονική στη δεκαετία του 1920 θα γνωρίσει μια «επανάσταση», μια οριστική και βαθιά ρήξη με την νεοκλασική και ιστοριστική γενικά ιδεολογία. Η πρωτοποριακή αρχιτεκτονική της περιόδου αυτής περιλαμβάνει μια ολόκληρη σειρά πρωταγωνιστών ατόμων και ομάδων που χωρίς να ταυτίζονται εύκολα μεταξύ τους στις επιμέρους ιδέες και στόχους, διακρίνονται από τα άλλα ρεύματα γιατί έχουν μερικές κοινές βασικές θέσεις, που είναι: α) αποστροφή προς τον ιστορισμό των μορφών (με ή χωρίς απόρριψη των αρχών κλασικής σύνθεσης και του ιστορικού πολιτιστικού πλαισίου) β) στροφή προς τη μηχανή και τις δυνατότητές της γ) ορθολογισμός στην οργάνωση και χρήση των υλικών (οικονομία των μέσων, τυποποίηση, προκατασκευή) δ) θαυμασμός για τη διαφάνεια, το δυναμισμό και την κίνηση της μορφής. Οι θέσεις αυτές, που χωρίς να είναι νέες αποτελούν το ιδεολογικό πλαίσιο για ένα νέο ξεκίνημα, αποβλέπουν στην επαναφορά της αρχιτεκτονικής στον ορθό δρόμο, ώστε να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου: τις φυσιολογικές απαιτήσεις για τους χώρους κατοικίας, εργασίας, ψυχαγωγίας, απαιτήσεις που τους οδηγούσαν σε μια νέα διατύπωση των παραγόντων δημιουργίας της μορφής. Η μορφή πρέπει, για να ικανοποιεί τους στόχους και τις ανάγκες που τη δημιουργούν, να ακολουθεί τη λειτουργία (form follows function), μια διατύπωση που έμελλε να γίνει το έμβλημα σε πολλές από τις αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Μεσοπολέμου.
Η έννοια της λειτουργικότητας φονξιοναλισμός (Functionalism) Ο όρος φονξιοναλισμός (λειτουργικότητα) αποτελεί έννοια κλειδί για τις μορφές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Χαρακτηριστική είναι η φράση του αρχιτέκτονα της Σχολής του Σικάγου Luis Sullivan: form follows function, η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία. Οι γενεσιουργές δυνάμεις για τις μορφές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1940) μπορούν να συνοψισθούν στη φράση: η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία και την κατασκευή (form follows function and construction). Oι παράγοντες λειτουργία και κατασκευή επηρεάζουν πολλούς αρχιτέκτονες, γιατί περικλείουν μια βασική απαίτηση: την ειλικρίνεια στη χρήση και παρουσίαση του υλικού κατά τη διαδικασία δημιουργίας της μορφής. Έτσι η μορφή γεννιέται από τις απαιτήσεις της λειτουργίας και της κατασκευής. Μια τέτοια θέση δηλώνει καθαρά την αντίδρασή της στις μορφές της κλασικιστικής, εκλεκτικιστικής και γενικά της ιστορικιστικής τεχνοτροπίας, που αντιγράφοντας παρωχημένα πρότυπα έχαναν την εσωτερική σχέση με τη λειτουργική αναγκαιότητα κα σκοπιμότητα των δημιουργούμενων νέων κτισμάτων. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε την ανάγκη να ξανατεθεί ένα πανάρχαιο όσο και η αρχιτεκτονική πρόβλημα, η αρμονική σχέση μορφής και λειτουργίας, που χαρακτηρίζει κάθε συνεπή και καλή αρχιτεκτονική.
Οι υπερβολές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής Η παραμέληση από την αρχιτεκτονική της ιστορικίζουσας μορφολογίας οδηγεί τους «μοντέρνους» να υπογραμμίσουν τη σημασία του λειτουργικού παράγοντα. Ο τονισμός αυτός δεν κρατήθηκε όμως στα σωστά μέτρα πάντοτε και είναι μοιραίο να φθάσει σε επικίνδυνες αφαιρέσεις και απλοποιήσεις, που μέλλουν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις. Το βασικό σφάλμα πολλών οπαδών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής βρίσκεται στο γεγονός ότι νόμισαν πως μόνο η λειτουργία κα η κατασκευή αρκούσαν για να δώσουν τη σωστή μορφή. Η ομορφιά και γενικά οι αισθητικές απαιτήσεις, που πρέπει να συγκεντρώνει ένα αρχιτεκτονικό έργο, θεωρήθηκε πως επιτυγχάνονται αυτόματα, αρκεί να διατυπωθεί σωστά η λειτουργική του αποστολή. Αυτό είχε ως συνέπεια την έλλειψη περισσότερης φροντίδας για την εμφάνιση του κτιρίου, που αφήνεται να οργανωθεί με λειτουργικά, πρακτικά κα οικονομικά κριτήρια, ενώ το «περιττό» (οπτική διαφοροποίηση, διακόσμηση και γενικά επιμέλεια των επιφανειών και των λεπτομερειών τους) εξοβελίζεται ως αμάρτημα ή ακόμα και ως έγκλημα (A. Loos). Δημιουργείται έτσι μια νέα υπερβολή, που επρόκειτο να οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα, ιδιαίτερα όταν η μοντέρνα μορφολογία επιβάλλεται μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και γίνεται πλέον το νέο κατεστημένο στην αρχιτεκτονική. Τότε τα έργα της (πολυκατοικίες, γραφεία και άλλα έργα σχεδιασμένα με φονξιοναλιστικά κριτήρια) που στο Μεσοπόλεμο ήταν ελάχιστα και εντυπωσίαζαν ανάμεσα στα κτίρια του ιστορισμού και εκλεκτικισμού με την απλή κυβιστική και λιτή μορφή τους, γίνονται με τον πολλαπλασιασμό τους μια μονότονη επανάληψη ανιαρών μορφών, που εξυπηρετούν λειτουργίες, αλλά δεν ικανοποιούν τις ψυχολογικές απαιτήσεις του ανθρώπου.
Παρόλα τα αρνητικά αυτά σημεία, γεγονός παραμένει ότι ο φονξιοναλισμός βοήθησε σε ριζική ανανέωση της αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής. Ήδη από την αρχαιότητα ο Βιτρούβιος διατύπωσε με μεγαλύτερη πληρότητα τις απαιτήσεις ενός ολοκληρωμένου φονξιοναλισμού, όταν υποστήριζε ότι ένα κτίριο πρέπει να συγκεντρώνει τρεις βασικές αρετές: αντοχή (firmitas) ή ορθή κατασκευαστική δομή, λειτουργική σκοπιμότητα (utilitas), αλλά και ομορφιά (venustas). O σύγχρονος φονξιοναλισμός ξανάφερε την αρχιτεκτονική στο θεμελιακό αυτό σημείο ξεκινήματος, μόνο που πίστεψε πως αν λυθεί το αρχιτεκτονικό πρόβλημα σύμφωνα με το σκοπό και τη λειτουργία και τηρηθεί η κατασκευαστική συνέπεια των υλικών, θα έχει αυτόματα καλυφθεί και η αισθητική απαίτηση, η ομορφιά του κτιρίου. Η θέση της είναι: να φροντίζεις για τη firmitas και τη utilitas και η venustas θα είναι η φυσική ακολουθία. Στο σημείο αυτό η μοντέρνα αρχιτεκτονική αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη, όπως θα φανεί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ελληνική αρχιτεκτονική στις αρχές του 20ού αιώνα Ο κλασικισμός, ο εκλεκτικισμός και ο ιστορισμός αποτελούν τις κύριες κατευθύνσεις τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στις ελληνικές πόλεις. Η ιστορική μορφολογία με κύριο δημιουργό τον Ερνέστο Τσίλερ (βλ. 2ο μάθημα) κυριαρχεί στην Αθήνα, τον Πειραιά και τις επαρχιακές πόλεις της «Παλαιάς Ελλάδας». Η κλασικιστική μορφολογία θα διαδοθεί και στις πόλεις των «Νέων Χωρών», που εντάσσονται στον ελλαδικό εθνικό κορμό. Εκτός από τις κατοικίες, η κλασικιστική μορφολογία θα επικρατήσει σε εκκλησίες, σχολικά κτίρια (αρχιτέκτων Δ. Καλλίας), διοικητήρια, δημαρχεία, δικαστικά μέγαρα, υποκαταστήματα Τραπεζών. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της Θεσσαλονίκης (βλ. 5ο μάθημα, Η Θεσσαλονίκη του Ερνέστ Εμπράρ). Η χρήση του μπετόν αρχίζει στην Ελλάδα σχετικά νωρίς. Ήδη το 1911 κτίζεται η οικία Αφεντούλη στην οδό Σταδίου, το μεταγενέστερο Athenee Palace απέναντι από το κτίριο της Παλαιάς Βουλής με οπλισμένο σκυρόδεμα, και κατασκευάζονται οι πρώτες γέφυρες στην οδό Πειραιώς και στη φαληρική παραλία επάνω στον Κηφισό ποταμό επίσης από μπετόν. Από τα πρώτα εργοστάσια που κτίζονται με το νέο υλικό είναι της Εταιρείας «Κρόνος» στην Ελευσίνα. Προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας σημειώνονται θεωρητικές αναζητήσεις και προσπάθειες καλλιτεχνών και διανοουμένων να στραφούν προς νέες ριζοσπαστικές ιδέες, που έχουν αρχίσει να ανανεώνουν την ευρωπαική καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική ατμόσφαιρα. Η σύνδεση με τις νέες αυτές τάσεις είναι μικρή μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει βαθιά τομή. Τα τεράστια προβλήματα που δημιουργήθηκαν με τον ερχομό του 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα, μαζί με τις επιπτώσεις από την εκβιομηχάνιση των μεγάλων αστικών κέντρων, οδήγησαν την αρχιτεκτονική και πολεοδομία σε οξύτατη κρίση στη δεκαετία του 20 και ανάγκασαν τους αρχιτέκτονες να προβληματιστούν. Δημιουργήθηκε έτσι η προυπόθεση για την αναζήτηση λύσεων πέρα από τα δοκιμασμένα σχήματα και τους συνδυασμούς τους και η διασύνδεση Ελλήνων αρχιτεκτόνων με τους εκπροσώπους των πρωτοποριακών ρευμάτων της Ευρώπης.
Ιστορισμός στο Νέο Φάληρο: Νεομπαρόκ ξενοδοχείο (κατεδαφισμένο)
Ιστορισμός στη Θεσσαλονίκη: Νεοβυζαντινά μέτωπα της πλατείας και της οδού Αριστοτέλους σε σχέδια του Ερνέστ Εμπράρ, που ανασχεδίασε τη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917
Οι τύποι των σχολείων του Καλλία με κλασικιστική μορφολογία. Το (πρώτο) κρατικό πρόγραμμα σχολικών κτιρίων του μηχανικού Δημητρίου Καλλία άρχισε να εφαρμόζεται το 1898. Επιβλήθηκε ενιαίος τύπος διδακτηρίων σε όλη τη χώρα. Οι τύποι αυτοί, πανομοιότυποι, εφαρμόστηκαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο και έγιναν η εικόνα του σχολείου. Το 1911 καταργήθηκαν οι τύποι Καλλία.
Η έλευση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα Τα μανιφέστα του Le Corbusier, τα προγράμματα του Gropius και οι ιδέες της διεθνιστικής αρχιτεκτονικής θα επηρεάσουν μια μειοψηφία αρχιτεκτόνων στην Ελλάδα. Η ίδρυση των «Διεθνών Συνεδρίων της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής» CIAM (το 1928) θα έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα μια αντίστοιχη ομάδα (Στ. Παπαδάκης, Πάτροκλος Καραντινός, Ιωάννης Δεσποτόπουλος κ.α.). Η ομάδα θα πάρει ενεργό μέρος στο Δ CIAM που θα γίνει στην Αθήνα το 1933 και θα έχει ευρύτερη επίδραση στη διάδοση των ιδεών αυτών.οι εργασίες του Συνεδρίου, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διατύπωση της «Χάρτας των Αθηνών», έγιναν με συμμετοχή του ΤΕΕ, Πολυτεχνείου, Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Ακαδημίας κ.α.. Δημιούργησαν ευνοικό κλίμα για την εδραίωση της «μοντέρνας» μορφολογίας, στην εποχή που αυτή είχε ήδη αρχίσει να βάλλεται από τους Ναζί. Στην Αθήνα κτίζονται κατοικίες και άλλα κτίρια με τις αρχές της «μοντέρνας» αρχιτεκτονικής. Παράλληλα οικοδομούνται χιλιάδες σχολικά κτίρια σε ολόκληρη την Ελλάδα, με την ίδια μορφολογία, στο πλαίσιο προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας. Αυτό ξεκίνησε το 1932 με μια ομάδα πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων (Πικιώνης, Μητσάκης, Καραντινός, Βαλεντής, Παναγιωτάκος κ.α.). Έτσι οι μορφές της πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής πραγματοποιούνται όχι μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και σε όλη την περιφέρεια, πράγμα που δεν έγινε σε άλλες χώρες. Από τα έργα αυτής της περιόδου: -Πικιώνη, Δημοτικό Σχολείο Πευκακίων -Καραντινού, Σχολεία στην Αθήνα και την Κομοτηνή, Μουσείο Ηρακλείου -Μητσάκη, Δημοτικό Σχολείο στον Κολωνό -Δεσποτόπουλου, Σανατόριο «Σωτηρία» -Παναγιωτάκου, Μουσείο Πατρών (1933). Η ελπιδοφόρα αυτή ανανέωση κάμπτεται μέσα στο γενικότερο αντιδραστικό κλίμα που κυριαρχεί ήδη στην Ευρώπη (ολοκληρωτικά καθεστώτα) και έρχεται στην Ελλάδα με τη δικτατορία Μεταξά. Αναβιώνει ο εθνικισμός, που θα αναζητήσει όχι μόνο την έμπνευση αλλά και τις μορφές στο ένδοξο παρελθόν. Δημιουργείται ένας ανάλογος νεοκλασικισμός ανάλογος της Ιταλίας, Γερμανίας, Ρωσίας κ.α.
Μοντέρνος κλασικισμός, στοιχεία art deco. Το κτίριο (ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο) σήμερα ανήκει στην Τράπεζα Πειραιώς (εμπορικό κέντρο Άττικα). Στο κεντρικότερο σημείο της πόλης σχεδιάζεται ένας άρτιος αρχιτεκτονικός οργανισμός του οποίου το κυριότερο στοιχείο είναι η αφαίρεση. «Μοντέρνα» μεταγραφή της εκλεκτικιστικής παράδοσης, στοιχεία νεωτερικότητας.
Τα σχολικά κτίρια της δεκαετίας του 20 Στη δεκαετία του 20 η χρονιά 1926 έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Ν. Μητσάκης προσλαμβάνεται στις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας. Εμπευστής του προγράμματος κατασκευής των σχολικών κτιρίων είναι ο νέος υπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας ομάδας σχεδιασμού αποτελούμενης από νέους αρχιτέκτονες. Είναι εξαιρετική ευκαιρία μοντέρνας σχεδιαστικής προσέγγισης για έργο που αφορά περισσότερες από 3000 μονάδες σε όλη τη χώρα. Ορίζονται τυπολογικές λύσεις με δύο ορόφους οι οποίες εφαρμόζονται σύμφωνα με το κατά περίπτωση κλίμα, εξασφαλίζεται αίθουσα για σχολικές τελετές και την άθληση, υιοθετούνται μεγάλα οριζόντια ανοίγματα παραθύρων ενώ τα υλικά κατασκευής είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα και η λιθοδομή. Οι προικισμένοι μελετητές καταφέρνουν να διακριθούν με το σχεδιασμό κτιρίων που συγκαταλέγονται στα πιο αξιόλογα επιτεύγματα της ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από μελετητές όπως ο Μητσάκης, Καραντινός, Παναγιωτάκος, Βαλεντής, Λέγγερης, Δεσποτόπουλος κ.α. αναπτύσσεται μια κτιριολογική παραγωγή διασπαρμένη σε όλη την Ελλάδα που διαδίδει παντού τον «πόθο του μοντέρνου», χαρακτηριστικό της στάσης των αρχιτεκτόνων που γεννήθηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερη αναφορά στα σχολικά κτίρια της δεκαετίας του 20 κάνει ο ξένος τύπος, ο οποίος σε πολυάριθμα έντυπα ακόμη και μετά τον πόλεμο προβάλει το ελληνικό επίτευγμα, αποδίδοντάς του κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της ελληνικής «νέας αρχιτεκτονικής».
Νέοι αρχιτέκτονες δημουργούν τα σχολεία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, από τα σημαντικότερα κτίρια μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Αριστερά, Δημοτικό σχολείο οδών Λιοσίων-Μιχ. Βόδα, Αθήνα, αρχιτέκτων Κ. Παναγιωτάκος (1931). Ο Le Corbusier έγραψε για αυτό στον τοίχο του τη λέξη compliments Δεξιά, Δημοτικό σχολείο οδού Κωλέττη, Αθήνα, αρχιτέκτων Ν. Μητσάκης (1932).
Η στροφή προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική Μια τρίτη τάση ανάμεσα στη μοντέρνα αρχιτεκτονική και στις κλασικιστικές επιβιώσεις γίνεται φανερή στην περίοδο του μεσοπολέμου. Είναι η στροφή προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που αρχίζει να συγκινεί αρχιτέκτονες και ζωγράφους (Πικιώνης, Μαλέας, Τζελέπης, Κωνσταντινίδης, Ζάχος κ.α.). Η κίνηση αυτή συνδέεται και με τις αναζητήσεις πρωτοποριακών αρχιτεκτόνων (ο Le Corbusier είχε μελετήσει την αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική πριν διατυπώσει τις μοντέρνες αρχές του). Η κίνηση αυτή για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική θα γίνει παγκόσμιο ιδεολογικό ρεύμα στην περίοδο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου ο Πικιώνης και ο Ζάχος στρέφονται με θέρμη προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που θα γίνει πηγή έμπνευσης στα έργα τους (Πικιώνη -Πειραματικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη, Ζάχου κατοικία Αγ. Χατζημιχάλη στην Αθήνα, Σχολικό Συγκρότημα στα Ιωάννινα κ.α.). Ο Α. Ζάχος έχει μεγάλη συνθετική ικανότητα. Ενστερνίζεται τις νέες ιδέες που επικρατούν στην Ευρώπη, που επιδίωκαν την απελευθέρωση όχι με το όραμα της αναβίωσης νεκρών μορφών του παρελθόντος αλλά της συνέχισης των επιβιωμένων μορφών της τοπικής αρχιτεκτονικής, προσαρμοσμένων στις σύγχρονες ανάγκες, υλικά και τεχνικές. Γίνεται έτσι ο αυθεντικός συνεχιστής μιας ζωντανής παράδοσης, η οποία τον εμπνέει, χωρίς να την αντιγράφει, όπως δείχνουν ιδιαίτερα οι εκκλησίες του. Ο Πικιώνης την ίδια περίοδο στρέφεται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά με κλασικίζουσες ή μοντέρνες αναζητήσεις. Αξιόλογος μελετητής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι ο Πάνος Νικολής Τζελέπης, που ως αρχιτέκτονας θα εργαστεί χωρίς να μεταφέρει μοτίβα και στοιχεία από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στα σύγχρονα κτίσματά του.