«ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ

Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 31/01/2011 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αύξηση πληθυσμού κατά 0,4 % ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ: Έτος 2009

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΛΛΑ ΟΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ (POPULATION PROJECTIONS)

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (FERTILITY)

ΚΑΠΝΙΣΜΑ: Ιανουάριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Αναπαραγωγικότητα. Δρ. Δέσποινα Ανδριώτη

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δημογραφία. Ενότητα 10: Προτυποποίηση. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Απασχόληση και Ανεργία

ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΡΟΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ

2.2. ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΑΙΤΙΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Υ: Νόσος. Χ: Παράγοντας Κινδύνου 1 (Ασθενής) 2 (Υγιής) Σύνολο. 1 (Παρόν) n 11 n 12 n 1. 2 (Απών) n 21 n 22 n 2. Σύνολο n.1 n.2 n..

Συστημική προσέγγιση που εφαρμόζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για τη βελτίωση της Υγείας Μητέρας-Παιδιού: Εφαρμογή στη χώρα Χ

1. Τακτικές στατιστικές σειρές: στοιχεία με. 2. Ειδικές επιδημιολογικές έρευνες: περιγραφικές. 10/10/ Απογραφή πληθυσμού

Euro-SDMX δομή μεταδεδομένων (ESMS) Ονομασία: ΕΡΕΥΝΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δημογραφία. Ενότητα 15: Προβολές Πληθυσμού. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Το υπουργείο μας. Ατυχήματα - πρώτες βοήθειες στο σχολείο

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ έτους 2012

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ. Έτος 2014

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ έτους 2013

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα : Ενδείξεις ανάκαμψης της μικρής επιχειρηματικότητας;»

Προσδιοριστής (determinant) Συνώνυμα

Υ: Νόσος. Χ: Παράγοντας Κινδύνου 1 (Ασθενής) 2 (Υγιής) Σύνολο. 1 (Παρόν) n 11 n 12 n 1. 2 (Απών) n 21 n 22 n 2. Σύνολο n.1 n.2 n..

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ από τον Σάββα Γ. Ρομπόλη

ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ Ε ΟΜΕΝΩΝ

κα π μ υλώ ν θνησιμότητας κα π μ ύλε ς θνησιμότητας

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

Μειώστε τον κίνδυνο για πρόωρο θάνατο µε τα Ωµέγα-3

Επιδημιολογία. Είδη υπό-μελέτη πληθυσμών. Ο ορισμός του υπό-μελέτη πληθυσμού ΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

Σχήμα 20: Τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

Γεννητικότητα-γονιμότητα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΣΤΟ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ:

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

plus Πειραματικό Γενικό Λύκειο Ηρακλείου Κρήτης Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου Κατηγορία A: Μαθητές Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων

Παραρτήματα Έκθεση Β. Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεπτέμβριος 2016

Προσδιοριστής (determinant) Συνώνυμα

. Τι πρακτική αξία έχουν αυτές οι πιθανότητες; (5 Μονάδες)

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Η μεταβλητή "χρόνος" στη δημογραφική ανάλυση - το διάγραμμα του Lexis

Επιδημιολογία καρκίνου του πνεύμονα Ενότητα 1: Ογκολογία Πνεύμονα. Κυριάκος Καρκούλιας, Επίκουρος Καθηγητής Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

Αριθμός Εργαζόμενων ΕΛΛΑΔΑ & Δ. ΕΥΡΩΠΗ Η.Π.Α ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΣΥΝΟΛΟ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Η αγορά εργασίας στελεχών στην Ελλάδα με βάση τα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Οι δείκτες υγείας και οι παράγοντες που τους προσδιορίζουν (με ειδική αναφορά στην Ελλάδα)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Αύγουστος 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 10 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ

2. Το δημογραφικό πλαίσιο και η σημασία του για τη σύνθεση των νοικοκυριών και της οικογένειας

Εβδομαδιαία Έκθεση Επιδημιολογικής Επιτήρησης της Γρίπης 28 Απριλίου 2010

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΑΠ ΑΥΤΟΝ ΑΤΟΜΩΝ ΝΕΑΡΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Σεπτέμβριος 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 8 Δεκεμβρίου 2016

Το Κεντρικό Οριακό Θεώρημα

Το Κεντρικό Οριακό Θεώρημα

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα.

Έγγραφο διαβούλευσης

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Ιανουάριος 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 6 Απριλίου 2017

ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ 2021 ΚΑΙ ΜΕΤΑ

Ερώτηση. Ποιο μέτρο συχνότητας υπολογίστηκε;

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

HOPEgenesis: Ελπίδα για την υπογεννητικότητα Οκτώβριος

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

«Παρατηρητηρίου Κοινωνικοοικονομικών και

Μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα Ανισότητες: από την καταγραφή στην ανατροπή

Κεφάλαιο 10 Εισαγωγή στην Εκτίμηση

Εναλλακτικά του πειράματος

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ ΚΑΛΑΜΠΑΛΙΚΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Α.Μ. 178 «ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» 1981 2000 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Κ. Φ. ΑΛΕΒΙΖΟΣ

2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1981 2000) Οκτώβριος 2005 Στην εργασία αυτή μελετάται η θνησιμότητα κατά αιτία θανάτου στον Ελληνικό πληθυσμό για τα έτη 1981-2000. Ειδικότερα μελετάται η θνησιμότητα για οκτώ αιτίες θανάτου και για τα δύο φύλλα και για συγκεκριμένες ομάδες ηλικιών. Η μελέτη γίνεται με τη βοήθεια δημογραφικών δεικτών όπως ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας, ο τυποποιημένος δείκτης θνησιμότητας και οι ειδικοί κατά ηλικία δείκτες θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου και κατά φύλλο. Εξετάζονται επίσης οι πίνακες συνάφειας με χρήση της θεωρητικής κατανομής x 2 (διωνυμική κατανομή) η οποία προϋποθέτει τη σύμπτυξη των δεδομένων με τη μορφή ενός δισδιάστατου πίνακα συχνοτήτων. Στη περίπτωση αυτή οι γραμμές του πίνακα αποτελούνται από τις κατηγορίες της μιας μεταβλητής και οι στήλες από τις κατηγορίες της άλλης, ενώ στον εσωτερικό χώρο βρίσκονται οι συχνότητες που αντιστοιχούν σ' όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των κατηγοριών των δύο μεταβλητών. Η πιο απλή περίπτωση ενός πίνακα συνάφειας που εξετάζεται είναι ο τετράπτυχος πίνακας (2 Χ 2) ο οποίος προκύπτει από τη διαξονική ταξινόμηση των συχνοτήτων των δύο δίτιμων μεταβλητών. Τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης είναι: - Η μείωση της θνησιμότητας κατά τα έτη που μελετώνται. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη μείωση του τυποποιημένου δείκτη θνησιμότητα, τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας και την αύξηση της προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση. - Οι άρρενες υπόκεινται σε μεγαλύτερη θνησιμότητα από ότι οι θήλεις. - Οι αιτίες που παρουσιάζουν αύξηση τα τελευταία έτη είναι, τα ατυχήματα από μεταφορικά μέσα, τα νεοπλάσματα στόματος και οργάνων του αναπνευστικού και τα καρδιακά για τα δύο φύλα, ενώ τα υπόλοιπα νεοπλάσματα αυξάνουν μόνο για τους άρρενες. Όλες οι υπόλοιπες αιτίες παρουσιάζουν μείωση.

3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η θνησιμότητα είναι ένα βιολογικό φαινόμενο με πολλές κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Διαφοροποιείται δε ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, τον τόπο διαμονής, διάφορες επιβλαβείς συνήθειες (κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα), την διατροφή, τις επικρατούσες συνθήκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και την κληρονομικότητα. Η θνησιμότητα είναι ένας από τους τρεις παράγοντες -οι άλλοι δύο είναι η γεννητικότητα και η μετανάστευση- οι οποίοι διαμορφώνουν το μέγεθος και τη σύνθεση κάθε πληθυσμού. Είναι δηλ. ένα σημαντικό δημογραφικό φαινόμενο το οποίο επηρεάζει την εξέλιξη και τη μορφή του πληθυσμού. Οι μετρήσεις της θνησιμότητας έχουν τεράστιο ενδιαφέρον από την πλευρά της πολιτείας γιατί έτσι γίνονται μακροχρόνια σχέδια για την υγεία, την εργασία και τη κοινωνική ασφάλιση. Η μελέτη τόσο της θνησιμότητας όσο και των αιτιών που την προκαλούν, είναι αναγκαία για την εξασφάλιση ενός σωστού και ευέλικτου προγράμματος δημόσιας υγείας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Vallin και Mesle (1988), στις αναπτυγμένες χώρες, η εξέλιξη της θνησιμότητας, κατά τη διάρκεια των τελευταίοι δεκαετιών, παρουσιάζει αρκετά παράδοξα. Ποιος μπορούσε να προβλέψει τη θεαματική πτώση της βρεφικής θνησιμότητας, την αντιστροφή, της επί εκαντονταετία, πτωτικής τάσης της θνησιμότητας των ενηλίκων, τη διεύρυνση του φάσματος μεταξύ των δύο φύλων, ή την περαιτέρω αύξηση της κοινωνικής ανισότητας απέναντι στον θάνατο; Η εξέλιξη της θνησιμότητας δεν μπορεί πλέον να κατανοηθεί μέσω ενός απλού συστήματος παραγόντων, ή μέσω της προσφυγής στην ερμηνευτική δυνατότητα ενός κυρίαρχου παράγοντα. Η αναφορά στη σαφή υποχώρηση των μολυσματικών ασθενειών, λόγω της προόδου της ιατρικής και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου δεν είναι πλέον επαρκής. Άρα χρειάζεται ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν τη θνησιμότητα αλλά και των διαφόρων αιτιών θανάτου οι οποίες μεταβάλλονται

4 πολύ περισσότερο από ότι η θνησιμότητα στο σύνολο της, όπως αναφέρουν οι Manton και άλλοι, (1991) και Vaupel, (1990). Η παρούσα εργασία αφορά την μελέτη της θνησιμότητας του Ελληνικού πληθυσμού για το χρονικό διάστημα 1981-2000. Στην εργασία εξετάζονται ξεχωριστά οκτώ συγκεκριμένες ομάδες αιτιών θανάτου που προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τα τελευταία έτη. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι η στατιστική διερεύνηση συγκεκριμένων αιτιών θανάτου έτσι ώστε να ελεγχθεί η ένταση με την οποία επηρεάζουν τη θνησιμότητα των Ελλήνων από το 1981 και μετέπειτα. Επίσης μελετάται η διαφοροποίηση της θνησιμότητας στα δύο φύλα και δίνεται απάντηση στο ερώτημα αν η θνησιμότητα μειώνεται ή όχι με την πάροδο των χρόνων στον Ελληνικό πληθυσμό. Η εργασία αποτελείται από τα παρακάτω έξι κεφάλαια : Το πρώτο είναι η Εισαγωγή. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται συνοπτικά, εργασίες άλλων συγγραφέων που ασχολούνται με το θέμα της θνησιμότητας και που αναφέρονται όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στον διεθνή χώρο. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα δεδομένα της εργασίας, πως και από πού προέκυψαν. Στο τέταρτο κεφάλαιο δίνεται η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε και αναλύονται οι δείκτες με τους οποίους έγινε η προσέγγιση του θέματος. Στο πέμπτο κεφάλαιο, αυτό της Ανάλυσης παρουσιάζονται οι οκτώ αιτίες θανάτου κατά φύλο για τα έτη που εξετάζονται χωρίς αλλά και με τυποποίηση (Ακαθάριστοι συντελεστές θνησιμότητας και τυποποιημένοι συντελεστές θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου). Υπάρχει αναφορά στη προσδοκώμενη ζωή, τους ειδικούς συντελεστές θνησιμότητας και τους δείκτες θνησιμότητας κατά ηλικία. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι πίνακες συνάφειας με έλεγχο σε τετράπτυχους πίνακες, σε πίνακες rxc και σε πολυδιάστατους πίνακες. Τέλος στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα αυτής της εργασίας.

5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Ο Pollard (1996) μελέτησε τη θνησιμότητα στην Αυστραλία από το 1982 έως το 1992. Αυτή η μελέτη εστιάζεται στη μείωση της θνησιμότητας των αρρένων σε μικρές ηλικίες, εξαιτίας τροχαίων ατυχημάτων και στις αλλαγές που συνέβησαν στη θνησιμότητα κατά αιτία, μέσα στη δεκαετία. Στη μελέτη αυτή προσεγγίζεται η θνησιμότητα κατά αιτία από μια σειρά δημογραφικών δεικτών και για τα δύο φύλα, όπως οι ειδικοί δείκτες κατά ηλικία θανάτου, οι ακαθάριστοι δείκτες για δεκαεπτά συνολικά ομάδες αιτιών, καθώς και οι τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για κάθε αιτία. Παρουσιάζει τους πίνακες της επιβίωσης των ετών 1982, 1992 και προβολή του 2002 και εξηγεί τις αλλαγές στην προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση καθώς και τις διαφορές της θνησιμότητας κατά αιτία στα δύο φύλα. Αντίστοιχη είναι η εργασία της Tickle (1996) με θέμα τις πρόσφατες τάσεις της θνησιμότητας στη Μ. Βρετανία. Η θνησιμότητα μελετάται για την ίδια δεκαετία και για τα δύο φύλα με τη βοήθεια των ακαθάριστων δεικτών θνησιμότητας, τους τυποποιημένους δείκτες και την προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση. Οι τάσεις της θνησιμότητας κατά ηλικία και η βελτίωση του ποσοστού της θνησιμότητας από το έτος 1982, εξετάζονται για κάθε φύλο ξεχωριστά για τις διάφορες αιτίες θανάτου. Η πιθανότητα θανάτου από κάποια συγκεκριμένη αιτία, η συνεισφορά των αιτιών στη βελτίωση της προσδοκώμενης ζωής και η θνησιμότητα κατά αιτία για τους νέους ανθρώπους, αποτελούν σημαντικά σημεία αναφοράς της μελέτης. Οι Hohn και Pollard (1991) στη μελέτη τους, επιχειρούν μια σύγκριση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία ως προς τη θνησιμότητα τους για έτη από το 1978 μέχρι το 1989. Τα δεδομένα όπως και στις προηγούμενες εργασίες επεξεργάζονται με τη βοήθεια του υπολογιστικού πακέτου LIFETIME το οποίο παράγει γρήγορα πίνακες επιβίωσης, δημογραφικούς δείκτες κατά αιτία θανάτου και ηλικία και διαφορές στην προσδοκώμενη ζωή για κάθε φύλο, ηλικία και αιτία. Όπως και στις άλλες εργασίες επιλέγονται και ομαδοποιούνται οι αιτίες θανάτου που

6 συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των ερευνητών και μελετώνται διεξοδικά με τη βοήθεια των δημογραφικών δεικτών. Ανάλογη είναι η μελέτη των Mesle και άλλοι (2002), για τη Σοβιετική Ένωση από το 1980 έως το 1997. Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι η αναθεώρηση των χρονολογικών σειρών θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, εξαιτίας αλλαγών στην ταξινόμηση των αιτιών θανάτου, που προέκυψε από την αναθεώρηση στο σοβιετικό σύστημα υγείας. Ακόμα αναλύονται τα κύρια χαρακτηριστικά της θνησιμότητας της περιόδου 1970-1987, χρησιμοποιώντας τους τυποποιημένους δείκτες θνησιμότητας για τις πιο σημαντικές αιτίες θανάτου. Ο Guo (2003) μελετά τις τάσεις και συγκρίνει τη θνησιμότητα κατά αιτία σε ανατολική και δυτική Ευρώπη από το 1980 έως το 2000. Επιχειρεί να μελετήσει τις αιτίες θανάτου χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Pollard (1988), της ανάλυσης των αλλαγών στη προσδοκώμενη ζωή στις ειδικές παραμέτρους για κάθε ομάδα και αιτία θανάτου. Ο ίδιος σημειώνει ότι η δυτική Ευρώπη έχει χαμηλότερη θνησιμότητα στα νεοπλάσματα και τις ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος κυρίως σε μεσαίες και μεγάλες ηλικίες καθώς και στις ασθένειες του κυκλοφορικού. Οι Spijker και άλλοι (2003), στη μελέτη τους με θέμα τις περιφερειακές διαφορές στη ειδική θνησιμότητα κατά αιτία, σε έντεκα ευρωπαϊκές χώρες κατά τα έτη 2000-2001 επιλέγουν συγκεκριμένες αιτίες θανάτου και ερευνούν τις διαφορές στη θνησιμότητα κατά ηλικία που παρουσιάζουν οι χώρες μεταξύ τους σε εθνικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο. Οι δέκα επιλεγμένες αιτίες συνδέονται με συγκεκριμένη συμπεριφορά (κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα και διατροφή) και δείχνουν την επίδραση που έχουν στην προσδοκώμενη ζωή. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται και εδώ είναι οι τυποποιημένοι συντελεστές θνησιμότητας οι οποίοι βοηθούν τις συγκρίσεις μεταξύ των χωρών με διαφορετική ηλικιακή δομή στον πληθυσμό. Η Tabeau (1995), παρουσιάζει μία εργασία με θέμα τη θνησιμότητα κατά αιτία θανάτου στην Ολλανδία. Και εδώ, έχουν επιλεγεί είκοσι αιτίες θανάτου οι οποίες μελετώνται για τα έτη 1950 έως 1990, η κάθε μία ξεχωριστά αφού έχει επιλεγεί το καλύτερο μοντέλο που την αντιπροσωπεύει. Μια σειρά από διαγράμματα για κάθε αιτία και φύλο παρουσιάζονται με την παρατηρούμενη και την προσαρμοσμένη θνησιμότητα για ορισμένα έτη, αλλά και για όλα τα έτη μαζί. Οι τυποποιημένοι

7 συντελεστές και εδώ διευκολύνουν το έργο του ερευνητή και παρουσιάζονται διαγραμματικά και για τα δύο φύλα, για κάθε αιτία από το 1950 μέχρι και το 1990. Οι Παπαευαγγέλου και Τσίμπος (1992), στο βιβλίο τους με θέμα, «Ιατρική δημογραφία και οικογενειακός προγραμματισμός» μεταξύ άλλων θεμάτων προσεγγίζουν και τη θνησιμότητα του ελληνικού πληθυσμού στα έτη 1960-1985. Εξετάζουν τη μέση ηλικία κατά το θάνατο, τη βρεφική θνησιμότητα στο σύνολο της χώρας, αλλά και κατά γεωγραφικό διαμέρισμα και παρουσιάζουν ακαθάριστους και τυποποιημένους δείκτες θνησιμότητας για τον ελληνικό πληθυσμό, για πέντε επιλεγμένες αιτίες θανάτου για τις χρονικές περιόδους 1965-1969, 1970-1974 και 1984-1988. Οι ίδιοι συγγραφείς στη μελέτη τους με θέμα. «Πίνακες επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού κατά αιτία θανάτου 1960-1980» ασχολούνται με την κατασκευή πινάκων επιβίωσης κατά αιτία θανάτου ξεπερνώντας τα προβλήματα της υιοθέτησης πρότυπων πληθυσμών ή δεικτών. Έτσι μελετούν τη θνησιμότητα για έξι συνολικά κατηγορίες αιτιών θανάτου και υπολογίζουν την επίπτωση που έχει κάθε μία από αυτές στη θνησιμότητα του πληθυσμού με τον υπολογισμό της προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση όταν εξαλείφεται εντελώς η επίδραση κάποιας αιτίας και με τη διαφορά της από τη μέση ζωή που υπολογίζεται όταν επιδρούν όλες οι αιτίες μαζί. Οι Κακλαμάνη και Κοτσυφάκης (1998), μελετούν τη φυσιογνωμία της θνητότητας στην Ελλάδα την περίοδο 1960-1998 και προσεγγίζουν τη θνησιμότητα μέσω πινάκων θνησιμότητας κατά φύλο, ηλικία και αιτία θανάτου. Εξετάζουν δε το ενδεχόμενο κέρδος από την πιθανή απουσία κάποιας αιτίας.

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΔΕΔΟΜΕΝΑ Για την ανάλυση της παρούσης μελέτης χρησιμοποιήθηκαν ως πρωτογενές υλικό οι συνεπτυγμένοι πίνακες αιτιών θανάτου κατά ομάδες ηλικιών Ο έως 85+, (εκτός από τα πρώτα πέντε έτη που είναι ξεχωριστά) και κατά φύλο, στο σύνολο της Ελλάδος όπως παρουσιάζονται στα ετήσια δημοσιεύματα Φυσικής Κίνησης Πληθυσμού της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Οι πίνακες αυτοί παρουσιάζουν τους θανάτους από τις συγκεκριμένες αιτίες, σύμφωνα με το Συνεπτυγμένο Διεθνή Κατάλογο του 1985, της ένατης αναθεώρησης της Διεθνούς Ταξινόμησης Αιτιών θανάτου της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας. Οι θάνατοι που αφορούν τις ηλικίες 1,2,3,4 εμφανίζονται στη μελέτη αθροιστικά στην ηλικιακή ομάδα 1-4, για χάρην ευκολίας στις απαιτούμενες συγκρίσεις, αφού είναι γνωστό ότι στις αντίστοιχες ηλικίες τα απόλυτα νούμερα θανάτων από συγκεκριμένες αιτίες είναι μικρά. Για τις ίδιες ομάδες ηλικιών χρησιμοποιήθηκε ο υπολογιζόμενος πληθυσμός στο μέσο του κάθε έτους, όπως εμφανίζεται στα αντίστοιχα ετήσια τεύχη. Τα δεδομένα αναφέρονται στα έτη 1982, 1987, 1990, 1997 και 2000. Για αρκετές συγκρίσεις μεταξύ θανάτων που συνέβησαν σε διαφορετικό έτος και φύλο χρησιμοποιούνται οι «τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας» οι οποίοι κατασκευάστηκαν λαμβάνοντας ως πρότυπο πληθυσμό τον πληθυσμό της απογραφής Πληθυσμού του έτους 1991. Οι διάφορες αιτίες ομαδοποιήθηκαν σε οκτώ κατηγορίες όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα:

9 Πίνακας 1 : Οι ομάδες αιτιών θανάτου και οι αντίστοιχοι κωδικοί τους σύμφωνα με την 9η αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Νοσημάτων και Κακώσεων της ΠΟΥ. ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΜΑΔΟΣ ΔΙΨΗΦΙΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ ΑΙΤΙΩΝ ΘΑΝΑΤΟΥ Κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος και 1 08+10 των οργάνων του αναπνευστικού Υπόλοιπα νεοπλάσματα 2 09+11-17 Καρδιακά 3 25-28 Εγκεφαλικά 4 29-30 Αναπνευστικά 5 31-32 Ατυχήματα από μεταφορικά μέσα 6 Ε47 Υπόλοιπα ατυχήματα 7 Ε48-Ε53 Άλλες αιτίες 8 01-07, 18-24, 33-46, Ε54-Ε56 Σύνολο αιτιών 9 01-56 Για την επιλογή των παραπάνω αιτιών θανάτου, ως αντικείμενο μελέτης, ελήφθει σοβαρά υπόψη το γεγονός της αύξησης, που παρουσιάζουν οι συγκεκριμένες αιτίες τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα για το έτος 2003 και έτσι όπως προκύπτει από τα στοιχεία των θανάτων, όπως παρουσιάζονται στην εισαγωγή του ετησίου δημοσιεύματος Φυσικής Κινήσεως της ΕΣΥΕ, οι θάνατοι που προέρχονται από τις επτά πρώτες ομάδες όπως παρουσιάζονται παραπάνω, ανέρχονται στο 83,9% του συνολικού αριθμού των θανάτων. Σύμφωνα με ετήσιο δημοσίευμα της Φυσικής Κίνησης Πληθυσμού του έτους 2003 οι πέντε σημαντικότερες αιτίες θανάτου είναι οι παρακάτω με τη σειρά που ακολουθούν: - Καρδιακά νοσήματα, (κωδ. 25-28) - Νεοπλάσματα γενικώς, (κωδ. 08-17) - Νόσοι των αγγείων του εγκεφάλου, (κωδ. 29) - Άλλες νόσοι του αναπνευστικού συστήματος, (κωδ. 32) - Ατυχήματα (κωδ. Ε47-Ε53)

10 Οι αιτίες αυτές αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες θανάτου των τελευταίων ετών και συγκεκριμένα για την περίοδο 1984-2003 που εξετάζουμε και αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου και στο άμεσο μέλλον. Σε αυτή τη μελέτη εξαιτίας του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, έχουν διαχωριστεί οι θάνατοι από νεοπλάσματα, σε νεοπλάσματα που οφείλονται κατά κύριο λόγο στο κάπνισμα (ομάδα 1) και στα υπόλοιπα νεοπλάσματα (ομάδα 2). Με το ίδιο σκεπτικό, υπάρχουν δύο ομάδες ατυχημάτων, α) από μεταφορικά μέσα (ομάδα 6) και β) τα υπόλοιπα ατυχήματα (ομάδα 7). Τέλος όλες οι υπόλοιπες αιτίες έχουν συμπεριληφθεί στις άλλες αιτίες (ομάδα 8).

11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η θνησιμότητα σε αυτή την εργασία, αναλύθηκε κατά φύλο, ηλικία (πενταετείς ομάδες ηλικιών) και αιτία θανάτου (επτά συγκεκριμένες ομάδες συν τις υπόλοιπες αιτίες όπως φαίνεται σε προηγούμενο κεφάλαιο) και αναφέρεται στο σύνολο της χώρας. Οι θάνατοι ομαδοποιήθηκαν κατά αιτία, σε οκτώ βασικές κατηγορίες οι οποίες αναλύονται και συγκρίνονται μεταξύ τους διαχρονικά αλλά και κατά φύλο. Η ομαδοποίηση των αιτιών θανάτου στη παρούσα μελέτη κρίθηκε αναγκαία τόσο γιατί διευκολύνει τις απαιτούμενες συγκρίσεις, όσο και γιατί οι επιμέρους αιτίες είναι από μόνες τους συχνά προβληματικές σε συγκρίσεις (Tabeau, 1995). Επίσης γιατί με την ομαδοποίηση αυτή μειώνονται σημαντικά τα σφάλματα διάγνωσης και κωδικοποίησης των αιτιών θανάτου όπως έχει διαπιστωθεί εμπειρικά ( Moriyama κ.ά., 1966, Cameron and Morgan, 1981) και τέλος για να μπορούν τα αποτελέσματα της εργασίας αυτής να είναι συγκρίσιμα με τα αποτελέσματα άλλων εργασιών με το ίδιο θέμα (Τσίμπος και Παπαευαγγέλου, 1983). Γενικά σε ότι αφορά τις αιτίες θανάτου καλό είναι να αναφέρουμε ότι "η ποιότητα των χρησιμοποιούμενων στοιχείων είναι προσδιοριστική για την αξιοπιστία των λαμβανομένων αποτελεσμάτων, ανεξάρτητα από την εφαρμοζόμενη τεχνική ανάλυσης" (Τσίμπος και Παπαευαγγέλου, 1990). Σχετικά με τις στατιστικές αιτιών θανάτου μπορούμε να επισημάνουμε τους παρακάτω κινδύνους: i. Κίνδυνος λανθασμένης καταγραφής, εξαιτίας της ασάφειας που παρατηρείται, μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς αιτίας θανάτου. ii. Ως προς την αξιοπιστία της μέτρησης, δεδομένου του τρόπου συλλογής των πρωτογενών στοιχείων, δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές μέγεθος του σφάλματος. iii. Ειδικότερα, ως προς τις κατηγορίες της μεταβλητής «αιτία θανάτου», όπως αυτές προκύπτουν από την Ταξινόμηση της Διεθνούς Οργάνωσης Υγείας.

12 Κατά συνέπεια, υφίσταται ένα θέμα συγκρισιμότητας των ταξινομήσεων (Κοτσυφάκης και Κακλαμάνη, 1998). Εντούτοις γεγονός είναι ότι τα τελευταία πενήντα έτη έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πρόοδος στις στατιστικές θανάτου κατά αιτία. Τα στοιχεία των θανάτων αναφέρονται στα έτη 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000, καθώς και οι αντίστοιχοι μέσοι πληθυσμοί που χρησιμοποιήθηκαν. Ο πρώτος δείκτης που υπολογίστηκε είναι ο ακαθάριστος συντελεστής θνησιμότητας (Crude death rate) κατά αιτία θανάτου για τα προαναφερθέντα έτη. Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται διαιρώντας το σύνολο των θανάτων με τον μέσο πληθυσμό και συνήθως αναφέρεται επί 1000 κατοίκων, εδώ όμως συναντάται και επί 100.000. Ενώ είναι εύκολο να υπολογισθεί εντούτοις είναι ακατάλληλος για συγκρίσεις μεταξύ πληθυσμών όταν αυτοί οι πληθυσμοί εμφανίζουν διαφορετική κατά ηλικία σύνθεση (Κωστάκη, 2001). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Τσίμπος και Παπαευαγγέλου, (1990) η καθιερωμένη μεθοδολογία για μία λεπτομερή ανάλυση της θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου, είναι ο υπολογισμός και η μελέτη των ειδικών κατά ηλικία, φύλο και αιτία ποσοστών θνησιμότητας ή των ανάλογων προτυποποιημένων δεικτών, οι οποίοι προσφέρονται κυρίως για διαχρονικές ή διαστρωματικές συγκρίσεις. Έτσι εδώ έχουν υπολογιστεί οι ειδικοί κατά ομάδα ηλικιών συντελεστές θνησιμότητας (age-specific death rates) κατά φύλο και αιτία θανάτου, αλλά και οι τυποποιημένοι δείκτες κατά φύλο, ηλικιακή ομάδα και αιτία θανάτου. Για τον υπολογισμό των τελευταίων χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπος πληθυσμός ο πληθυσμός της απογραφής του έτους 1991. Οι τυποποιημένοι δείκτες προκύπτουν αν διαιρεθεί το άθροισμα του τυπικού (πρότυπου) πληθυσμού κάθε ηλικίας πολλαπλασιαζόμενο με τον αντίστοιχο ειδικό συντελεστή θνησιμότητας με το σύνολο του τυπικού πληθυσμού. Παρότι ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας είναι ένας δείκτης που υπολογίζεται εύκολα και γίνεται γρήγορα κατανοητός, εντούτοις από μόνος του δεν είναι ικανός πάντα, να μας οδηγήσει σε σωστά και πλήρη συμπεράσματα σε μια μελέτη θνησιμότητας. Στη μελέτη μας, υπάρχουν οκτώ ομάδες αιτιών έτσι ώστε να δυσχεραίνεται το έργο της σύγκρισης με βάση τους ειδικούς κατά ηλικία συντελεστές

13 θνησιμότητας, οι οποίοι παρότι είναι κατάλληλα μέτρα για συγκρίσεις, είναι όμως τόσοι πολλοί, όσες και οι ηλικίες στον πληθυσμό (ή όσες οι ομάδες ηλικιών στις οποίες αναφέρονται) και αυτό κάνει τις συγκρίσεις πολύπλοκες (Κωστάκη, 2001). Αντίθετα οι τυποποιημένοι δείκτες που παρουσιάζονται παρακάτω, μας βοηθούν στο να πετύχουμε τις κατάλληλες συγκρίσεις μεταξύ των δύο φύλων διαχρονικά, γιατί υπολογίσθηκαν αφού εξουδετερώθηκε η επίδραση της διαφορετικής κατά ηλικία σύνθεσης των πληθυσμών (Παπαευαγγέλου και Τσίμπος, 1992). Όπως αναφέρουν οι Spijker και άλλοι (2003) η μέτρηση με τους τυποποιημένους δείκτες είναι ιδιαίτερα χρήσιμοι όταν συγκρίνεις δύο περιοχές με διαφορετικές κατανομές ηλικιών, καθώς είναι πιθανό οι δύο περιοχές να έχουν τους ίδιους κατά ηλικία συντελεστές θνησιμότητας σύμφωνα με το φύλο και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά, αλλά να διαφέρουν οι ακαθάριστοι συντελεστές τους. Σε αυτή την περίπτωση ο πληθυσμός με τη μεγαλύτερη ηλικιακά δομή, θα εμφανίζει τον υψηλότερο ακαθάριστο δείκτη θνησιμότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα μελέτη έχει δοθεί στη σύγκριση και παρουσίαση των αιτιών θανάτου στις μικρές ηλικίες, καθώς είναι γνωστό ότι μια μείωση της θνησιμότητας σε μικρές ηλικίες έχει μεγαλύτερη συνεισφορά στο επίπεδο της προσδοκώμενης ζωής ενώ αντίθετα κάθε μείωση της θνησιμότητας σε μεγαλύτερες ηλικίες, όσο μεγάλη και αν είναι, συνεισφέρει σχετικά λίγο στην αύξηση της προσδοκώμενης ζωής (Van der Veen, 1998). Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζονται επί το πλείστον στο κεφάλαιο της ανάλυσης των δεδομένων, με τη μορφή πινάκων, αλλά και διαγραμμάτων. Τέλος τα διαγράμματα που παρουσιάζονται στην εργασία κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS και στα περισσότερα οι δείκτες θνησιμότητας εκφράζονται επί 100.000 ατόμων.

14 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΑ Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της Ελλάδος είναι όμοια με εκείνα των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών και συγκλίνουν με αυτά των Ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών. Οι δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε χαμηλή γεννητικότητα, χαμηλή θνησιμότητα και γήρανση του πληθυσμού. Η πτώση της θνησιμότητας στην πάροδο των ετών είναι γεγονός, που οφείλεται τόσο στην βελτίωση του επιπέδου ζωής, αλλά και στην εξέλιξη της Ιατρικής. Μελετώντας τον ακαθάριστο δείκτη θνησιμότητας κατά την περίοδο 1933-1960 διαπιστώνεται πτώση. Το 1933 ήταν 16,82 ενώ το 1960 μόλις 7,27 επί 1000 κατοίκων. Η μείωση του αυτή μπορεί να θεωρηθεί εν μέρει και ως αποτέλεσμα της μείωσης της βρεφικής θνησιμότητας. Για τα ίδια έτη ο δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας ήταν το 1933 ίσος με 122,73, ενώ το 1960 ίσος με 40,07. Από το 1961 μέχρι το 2000 ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας αυξάνεται σταδιακά, γεγονός που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού, ενώ η βρεφική θνησιμότητα ακολουθεί την πτωτική πορεία της. Συγκεκριμένα ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας το 1961 ήταν 7,61 ενώ το 2000, 9,76, ενώ η βρεφική θνησιμότητα το 1961 ανερχόταν σε 39,85 και το 2000 σε 6,61 θανάτους βρεφών επί 1000 γεννηθέντων ζώντων. Η μείωση της θνησιμότητας γίνεται φανερή και από την αύξηση της προσδοκώμενης ζωής κατά τη γέννηση. Έτσι η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση των αρρένων και θηλέων όπως προκύπτει από τον Πίνακα 2 (ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα έτους 1997, Δημογραφική έκθεση έτους 2001) έχει ως εξής:

15 Πίνακας 2: Η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση αρρένων και θηλέων από το 1928-2000. Έτη Άρρενες Θήλεις 1928 44,95 47,46 1960 67,30 70,42 1990 74,60 79,40 1996 75,10 80,40 2000 75,30 80,50 Έτσι για τα έτη που μελετάμε 1981-2000 η τάση είναι αυτή που προαναφέραμε και φαίνεται εύκολα με την παρουσίαση του παρακάτω σχήματος, όπου έχουμε ταυτόχρονα και τη γενική αλλά και τη βρεφική θνησιμότητα (Διάγραμμα 1). Διάγραμμα 1: Η Θνησιμότητα στην Ελλάδα τα έτη 1981-2000. 20 18 16 14 12 10 8 Βρεφική θνησιμότητα Γενική θνησιμότητα 6 4 2 0 1981 1983 1985 1987 1989 1991 1993 1995 1997 1999

16 Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζεται η θεαματική πτώση του δείκτη της βρεφικής θνησιμότητας γεγονός που οφείλεται στη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αλλά και του τρόπου ζωής του πληθυσμού. Η θνησιμότητα στην Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία φαίνεται ότι ανέρχεται σταθερά, γεγονός που οφείλεται ουσιαστικά στη γήρανση του πληθυσμού. 5.1 ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 1 ο ακαθάριστος συντελεστής θνησιμότητας (crude mortality rate) ανέρχεται σταδιακά τα τελευταία έτη. Στη συνέχεια της μελέτης θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν υπάρχει όντως αύξηση της θνησιμότητας. Ο Πίνακας 3 δείχνει τον υπολογιζόμενο πληθυσμό στο μέσο των ετών 1982 και 2000, για τους άρρενες και τις θήλεις. καθώς και το σύνολο των θανάτων που συνέβησαν τα αντίστοιχα έτη και στα δύο φύλα. Υπολογίζεται δε ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας ο οποίος παρουσιάζει αύξηση για τους άρρενες γύρω στο 8% και για τις θήλεις στο 6% και που ίσως οφείλεται στην ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού. Πίνακας 3: Μέσος πληθυσμός, αριθμός θανάτων και ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας επί 100.000 για άρρενες, θήλεις τα έτη 1982 2000 Πληθυσμός Μέσος Πληθυσμός Θάνατοι Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας (επί 100000) Άρρενες, 1982 4733337 44942 949,48 Άρρενες, 2000 5183147 53637 1034,83 Θήλεις, 1982 4909168 42340 862,47 Θήλεις, 2000 5333219 49031 919,35

17 5.2 ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Ένα πιο χρήσιμο μέτρο της αλλαγής που υφίσταται η θνησιμότητα στη διάρκεια μιας περιόδου και που αποφεύγονται έτσι οι παραποιήσεις που συμβαίνουν με τον ακαθάριστο συντελεστή θνησιμότητας είναι ο τυποποιημένος συντελεστής θνησιμότητας (standardized mortality rate). Είναι δηλ. ο συνολικός συντελεστής θνησιμότητας που προκύπτει εάν οι ειδικοί συντελεστές θνησιμότητας εφαρμοστούν σε έναν πληθυσμό με δεδομένη ηλικιακά δομή (Tickle 1996). Ή όπως αναφέρει καλύτερα η Κωστάκη, (2001), θεωρούμε το συνολικό πληθυσμό της χώρας σαν τυπικό (ή πρότυπο) πληθυσμό. Υπολογίζουμε με αυτόν τον τρόπο ένα τυποποιημένο συντελεστή θνησιμότητας για τον κάθε πληθυσμό, σαν ένα συνολικό συντελεστή θνησιμότητας που θα χαρακτήριζε τον πρότυπο πληθυσμό εάν σε αυτόν αντιστοιχούσαν, για την κάθε ομάδα ηλικιών, οι ειδικοί συντελεστές θνησιμότητας του υπό εξέταση πληθυσμού. Εδώ χρησιμοποιείται ως πρότυπος πληθυσμός, το σύνολο του πληθυσμού Απογραφής του έτους 1991. Ο Πίνακας 4 δείχνει τους τυποποιημένους συντελεστές θνησιμότητας αρρένων και θηλέων για τα έτη 1982 και 2000. Η διαφορά στους δείκτες αντικατοπτρίζει τη συνολική βελτίωση της θνησιμότητας τη δεδομένη περίοδο, που είναι της τάξεως του 16% για τους άρρενες και 21% για τις θήλεις περίπου. Πίνακας 4: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000 για άρρενες και θήλεις των ετών 1982 2000 Πληθυσμός Τυποποιημένος δείκτης επί 100000 Άρρενες, 1982 1193 Άρρενες, 2000 1005 Διαφορά (επί % του δείκτη του 1982) -188 (-15,7%) Γυναίκες, 1982 892 Γυναίκες, 2000 701 Διαφορά (επί % του δείκτη του 1982) -191 (-21,4%)

18 5.3 ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ Το καλύτερο μέσο μετρήσεως της θνησιμότητας είναι οι πίνακες επιβίωσης. Η μία από τις στήλες των πινάκων αυτών, η στήλη της «προσδοκώμενης ζωής», αντανακλά το επίπεδο της θνησιμότητας: όσο υψηλότερη είναι η θνησιμότητα, τόσο μικρότερη είναι η προσδοκώμενη ζωή (ο αριθμός δηλαδή των ετών, τα οποία, άτομα ορισμένης ηλικίας, ελπίζεται να ζήσουν κατά μέσο όρο). Συνηθισμένο μέτρο συγκρίσεως είναι η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση (Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού της Ελλάδος). Η προσδοκώμενη ζωή δεν επηρεάζεται από τις αλλαγές στη δομή των ηλικιών και δίνει μεγαλύτερο βάρος στη θνησιμότητα των νέων από ότι ο τυποποιημένος συντελεστής θνησιμότητας (Tickle 1996). Στον Πίνακα 5 φαίνεται η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση, στην ηλικία 25 και στην ηλικία 65 για τους άρρενες και θήλεις, σύμφωνα με τους ελληνικούς πίνακες επιβίωσης των ετών 1982-2000 (ΕΣΥΕ, 1983, 2000). Πίνακας 5: Προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση, και τις ηλικίες 25, 65 των αρρένων και θηλέων των ετών 1982, 2000. Προσδοκώμενη ζωή Πληθυσμός Ηλικία 0 Ηλικία 25 Ηλικία 65 Άρρενες, 1982 72,15 49,74 14,59 Άρρενες, 2000 75,30 51,60 16,20 Διαφορά 3,15 1,86 1,61 Θήλεις, 1982 76,55 53,54 16,69 Θήλεις, 2000 80,50 56,30 18,60 Διαφορά 3,95 2,76 1,91

19 Έτσι η προσδοκώμενη ζωή των αρρένων κατά τη γέννηση, έχει βελτιωθεί κατά 3,15 έτη, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, ενώ η προσδοκώμενη ζωή των θηλέων παρουσιάζει μεγαλύτερη βελτίωση που ανέρχεται στα 3,95 έτη. Κατά την ηλικία των 25 ετών η προσδοκώμενη ζωή των αρρένων έχει βελτιωθεί από το 1982 έως το 2000 κατά 1,86 έτη, ενώ η αντίστοιχη των θηλέων κατά 2,76 έτη. Για τις ηλικίες των 65 ετών παρατηρείται παρόμοια βελτίωση για τα δύο φύλα ίση με 1,61 έτη για τους άρρενες και 1,91 έτη για τις θήλεις. Είναι φανερό ότι η θνησιμότητα των αρρένων αλλά και των θηλέων έχει μειωθεί κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ο βαθμός της βελτίωσης για τις θήλεις είναι μεγαλύτερος (Πίνακας 5). 5.4 ΕΙΔΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Το επίπεδο της θνησιμότητας διαφέρει σημαντικά από ηλικία σε ηλικία. Η ανάλυση της διαφορετικής κατά ηλικία θνησιμότητας επιτυγχάνεται με τον υπολογισμό των ειδικών κατά ηλικία δεικτών θνησιμότητας, που εκφράζουν τον αριθμό των θανόντων ηλικίας x ανά 1000 κατοίκους της ίδιας ηλικίας. Εδώ υπολογίζονται λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, σε πενταετείς ομάδες ηλικιών και για το κάθε φύλο ξεχωριστά. Επίσης παρουσιάζονται οι ανωτέρω δείκτες διαγραμματικά για τις ηλικιακές ομάδες 15-19, 20-24, 25-29, 30-34, και 35-39 εξαιτίας του ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι θάνατοι σε «μικρές» ηλικίες (Διαγράμματα 2 και 3).

20 Διάγραμμα 2: Ειδικοί δείκτες θνησιμότητας επί 1000 για τους άρρενες ηλικίας 15-39 ετών για τα έτη 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000. 1,8 1,6 1,4 1,2 1 0,8 0,6 1982 1987 1992 1997 2000 0,4 0,2 0 15-19 20-24 25-29 30-34 35-39 Διάγραμμα 3: Ειδικοί δείκτες θνησιμότητας επί 1000 για τις θήλεις ηλικίας 15-39 ετών για τα έτη 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000. 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 1982 1987 1992 1997 2000 0,2 0,1 0 15-19 20-24 25-29 30-34 35-39

21 Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω διαγράμματα οι ειδικοί δείκτες θνησιμότητας των αρρένων για τα έτη 1982-2000 για τις ηλικιακές ομάδες 15-19, 20-24, 25-29, 30-34 και 35-39 είναι σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο των θηλέων. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την αυξημένη θνησιμότητα των αρρένων σε μικρές ηλικίες, εξαιτίας του ρίσκου που έχουν την τάση να αναλαμβάνουν οι άρρενες σε σχέση με τις θήλεις (θάνατοι από μεταφορικά μέσα και κάθε είδους ατυχήματα). Εδώ το λεγόμενο accident hump παρατηρείται έντονα στην ηλικιακή ομάδα 20-24. Από την ομάδα 30-34 παρατηρείται αύξηση του ειδικού δείκτη θνησιμότητας και για τα δύο φύλα καθώς αυξάνονται οι θάνατοι που συμβαίνουν σε μεγαλύτερες ηλικίες και σχετίζονται με συγκεκριμένες αιτίες θανάτου, επηρεάζουν όμως εντονότερα τους άρρενες. 5.5 ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ Μελετώντας τον ακαθάριστο συντελεστή θνησιμότητας διαχρονικά, παρατηρείται μια αύξηση κατά έτος και φύλο. Αυτό όπως έχει αναφερθεί είναι φαινόμενο που οφείλεται στη δημογραφική ωρίμανση του πληθυσμού, όταν δηλ. αυξάνεται η μέση ηλικία του πληθυσμού ενώ μειώνονται τα επίπεδα γεννητικότητας (Κωστάκη, 2001). Παρότι συνήθως οι ακαθάριστοι συντελεστές θνησιμότητας είναι ακατάλληλα μέτρα για συγκρίσεις μεταξύ πληθυσμών όταν αυτοί εμφανίζουν διαφορετική κατά ηλικία σύνθεση, κρίθηκε αναγκαίο να παρουσιαστούν στην παρούσα μελέτη με σκοπό τη σύγκριση τους με άλλα πιο κατάλληλα μέτρα. Στους Πίνακες 6 και 7, παρουσιάζονται οι ακαθάριστοι δείκτες θνησιμότητας των αρρένων και θηλέων αντίστοιχα επί 100000 κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000.

22 Πίνακας 6: Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας των αρρένων επί 100000, κατά αίτια θανάτου για τα έτη 1982, 1987, 1992 1997 και 2000 Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 1987 1992 1997 2000 1 08+10 72 85 90 95 97 2 09+11-17 133 143 151 170 169 3 25-28 236 272 310 308 316 4 29-30 156 170 161 168 165 5 31-32 73 61 55 60 71 6 Ε47 28 33 34 36 34 7 Ε48-Ε53 27 27 19 22 24 8 Άλλες αιτίες 225 200 166 166 159 9 Όλες οι αιτίες 950 991 986 1025 1035 Μελετώντας τους θανάτους των αρρένων που συνέβησαν τα παραπάνω έτη παρατηρείται μια αύξηση του δείκτη θνησιμότητας όπως αναφέρθηκε πιο πριν, από 950 το 1982 σε 1035 το 2000. Γενικά οι αιτίες που εμφανίζουν αύξηση είναι γενικώς τα κακοήθη νεοπλάσματα (ομάδα 1 και 2), τα καρδιακά (ομάδα 3), τα εγκεφαλικά (ομάδα 4) και τα ατυχήματα από μεταφορικά μέσα (ομάδα 6). Τα αναπνευστικά, τα υπόλοιπα ατυχήματα και οι θάνατοι που οφείλονται σε άλλες αιτίες παρουσιάζουν μείωση από το 1982 μέχρι το 2000. Ειδικότερα κατά αιτία θανάτου για τους άρρενες παρατηρούνται τα εξής: οι θάνατοι από καρδιακά νοσήματα (ομάδα 3) εξακολουθεί να είναι η κύρια αιτία θανάτου των αρρένων από το 1982 έως και το 2000. Ακολουθούν τα υπόλοιπα νεοπλάσματα (ομάδα 2) τα οποία το 2000 βρίσκονται στη 2η θέση ενώ το 1982 ήταν στην 4η κατά σειρά θέση. Παρατηρείται δηλαδή μια αύξηση του δείκτη των νεοπλασμάτων από 133 που ήταν το 1982 σε 169 το 2000. Σαν 3η αιτία θανάτου εμφανίζονται τα εγκεφαλικά (ομάδα 4) το 1982 αλλά και το 2000. Οι θάνατοι από άλλες αιτίες (ομάδα 8) βρίσκονται στη 4η θέση (Διάγραμμα 4).

23 Πίνακας 7: Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας των θηλέων επί 100000, κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982 1987, 1992 1997 και 2000 Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 1987 1992 1997 2000 1 08+10 12 14 16 16 18 2 09+11-17 121 127 128 142 144 3 25-28 201 236 278 288 307 4 29-30 209 225 216 219 216 5 31-32 63 50 46 50 59 6 Ε47 8 11 11 11 11 7 Ε48-Ε53 24 17 14 9 9 8 Άλλες αιτίες 224 200 158 158 156 9 Όλες οι αιτίες 862 880 867 893 920 Σχετικά με τον ακαθάριστο δείκτη θνησιμότητας των θηλέων κατά αιτία θανάτου για τα έτη που μελετώνται, προκύπτει αύξηση του δείκτη σε σχέση με το έτος 1982, για τα νεοπλάσματα (ομάδα 1 και 2), τα καρδιακά (ομάδα 3), τα εγκεφαλικά (ομάδα 4) και τα ατυχήματα από μεταφορικά μέσα (ομάδα 6). Αντίθετα μείωση εμφανίζουν τα αναπνευστικά (ομάδα 5) τα υπόλοιπα ατυχήματα (ομάδα 7) και οι άλλες αιτίες (ομάδα 8). Το έτος 2000 την πρώτη θέση κατέχουν οι θάνατοι οι οφειλόμενοι σε καρδιοπάθειες, την δεύτερη τα εγκεφαλικά, την τρίτη οι άλλες αιτίες και ακολουθούν τα νεοπλάσματα και τα αναπνευστικά. Το 1982 την πρώτη θέση στις αιτίες θανάτου για τις θήλεις κατείχαν οι άλλες αιτίες, τη δεύτερη τα εγκεφαλικά, την τρίτη τα καρδιακά και μόλις την τέταρτη οι θάνατοι οι οφειλόμενοι σε νεοπλάσματα (Διάγραμμα 5).

24 Διάγραμμα 4: Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας των αρρένων επί 100.000, κατά αιτία θανάτου, των ετών 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000. 350 300 250 200 150 100 1982 1987 1992 1997 2000 50 0 1 2 3 4 5 6 7 8 Διάγραμμα 5: Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας των θηλέων επί 100.000, κατά αιτία θανάτου, των ετών 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000. 350 300 250 200 150 100 1982 1987 1992 1997 2000 50 0 1 2 3 4 5 6 7 8

25 Οι ακαθάριστοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000 για τους Έλληνες άρρενες και θήλεις στα έτη 1982-2000 παρουσιάζονται στον πίνακα 8 για τις 8 επιλεγμένες αιτίες θανάτου και για όλες τις αιτίες μαζί. Γεγονός είναι ότι μεταξύ των δύο φύλων οι άρρενες υπόκεινται κατά κανόνα σε μεγαλύτερη θνησιμότητα. Κατά τη διάρκεια των ετών που μελετώνται, οι θάνατοι από καρδιακά παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου και για τα δύο φύλα. Η καρδιακή θνησιμότητα οφείλεται κυρίως σε δύο παθολογικές κατηγορίες τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε και οι οποίες συγκλίνουν: τις ισχαιμίες και τις καρδιακές ανεπάρκειες. Οι πρώτες είναι στενά συνδεδεμένες με την αρτηριοσκλήρωση η οποία εξαρτάται μεταξύ άλλων από την κατανάλωση καπνού και την ατμοσφαιρική ρύπανση, αιτίες που κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου δεν σταμάτησαν να επιδεινώνονται, οπότε μπορεί να εξηγηθεί η άνοδος της θνησιμότητας που τους αναλογεί. Επίσης, η αρτηριοσκλήρωση οφείλεται στην κατανάλωση ζωικών λιπών, η οποία ομοίως αυξήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες (Κακλαμάνη, Κοτσυφάκης, 2000). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Waldron (1998), η διαφορά της θνησιμότητας μεταξύ αρρένων και θηλέων στο βιομηχανοποιημένο κόσμο οφείλεται κυρίως στη διαφορά που έχουν στους θανάτους από ισχαιμική καρδιοπάθεια. Η αμέσως επόμενη αιτία θανάτου για τους άρρενες είναι οι θάνατοι από νεοπλάσματα (ομάδα 2) και για τις θήλεις οι θάνατοι οι οφειλόμενοι στα εγκεφαλικά. Παρατηρώντας προσεκτικά τον Πίνακα 8, φαίνεται καθαρά η αύξηση που παρουσιάζουν οι συντελεστές θνησιμότητας των αρρένων, για τα έτη 1982-2000 για τις συγκεκριμένες ομάδες αιτιών που εξετάζονται, εκτός από τρεις ομάδες αιτιών που εμφανίζουν μείωση. Οι προαναφερθείσες ομάδες είναι η ομάδα που αναφέρεται στα υπόλοιπα ατυχήματα (ατυχήματα εκτός των μεταφορικών ατυχημάτων, ομάδα 6), η ομάδα που περιλαμβάνει όλες τις άλλες αιτίες μαζί (ομάδα 8) καθώς και η ομάδα 5 που αναφέρεται στα αναπνευστικά. Για τις θήλεις ισχύουν ακριβώς το ίδια με αυτά που αναφέρθηκαν για τους άρρενες. Πάντως γεγονός είναι ότι παρότι υπάρχει αύξηση των δεικτών και για τα δύο φύλα στο πέρασμα των ετών, εντούτοις για τις θήλεις τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα.

26 Πίνακας 8: Ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας επί 100000, κατά αιτία θανάτου και για τα δύο φύλα, για τα έτη 1982-2000. 1982 1987 1992 1997 2000 Ομάδα Α Θ Α Θ Α Θ Α Θ Α Θ 1 72 12 85 14 90 16 95 16 97 18 2 133 121 143 127 151 128 170 142 169 144 3 236 201 272 236 310 278 308 288 316 307 4 156 209 170 225 161 216 168 219 165 216 5 73 63 61 50 55 46 60 50 71 59 6 28 8 33 11 34 11 36 11 34 11 7 27 24 27 17 19 14 22 9 24 9 8 225 224 200 200 166 158 166 158 159 156 9 950 862 991 880 986 867 1025 893 1035 920 5.6 ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ Για να αποφευχθούν σε αυτή τη μελέτη τα προβλήματα που δημιουργούνται όταν χρησιμοποιούνται οι ακαθάριστοι συντελεστές θνησιμότητας, εξαιτίας της αλλαγής στην δομή των ηλικιών, υπολογίστηκαν τυποποιημένοι συντελεστές θνησιμότητας επί 100000 για τις ίδιες επιλεγμένες αιτίες αλλά και για όλες τις αιτίες μαζί. Όπως έχει αναφερθεί ξανά ο τυπικός (πρότυπος) πληθυσμός που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των δεικτών, είναι ο πληθυσμός της Απογραφής έτους 1991, για το σύνολο του πληθυσμού (άρρενες και θήλεις μαζί).

27 Πίνακας 9: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000, των αρρένων κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982-2000 Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 1987 1992 1997 2000 1 Κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος και 86 97 97 96 95 των οργάνων του αναπνευστικού 2 Υπόλοιπα νεοπλάσματα 161 165 165 173 165 3 Καρδιακά 303 327 346 314 305 4 Εγκεφαλικά 209 210 183 173 161 5 Αναπνευστικά 98 75 62 61 69 6 Ατυχήματα από μεταφορικά μέσα 29 34 35 36 33 7 Υπόλοιπα ατυχήματα 32 30 20 22 23 8 Άλλες αιτίες 276 239 186 170 155 9 Όλες οι αιτίες 1193 1176 1094 1045 1005 Οι τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας των αρρένων (Πίνακας 9), παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα της θνησιμότητας. Ενώ πριν μελετώντας τους ακαθάριστους συντελεστές θνησιμότητας συμπεραίναμε μια σταδιακή αύξηση της θνησιμότητας, τώρα έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα μελετώντας τους τυποποιημένους δείκτες θνησιμότητας. Στην πραγματικότητα το επίπεδο της θνησιμότητας του πληθυσμού της χώρας μας έχει σημειώσει κάμψη διαχρονικά, με εξαίρεση τη θνησιμότητα από χρόνιες παθήσεις (νεοπλάσματα, αγγειοκαρδιακά). Έτσι και εδώ υπάρχει μια μείωση της θνησιμότητας όσον αφορά τους άρρενες για τα έτη 1982-2000 από 1193 που ήταν το 1982 σε 1005 το 2000 δηλ. μια μείωση κατά 16% περίπου (Πίνακας 10). Τη μεγαλύτερη μείωση εμφάνισαν στο διάστημα 1982-2000 οι άλλες αιτίες (ομάδα 8) της τάξεως του 43,8% και αμέσως μετά τα αναπνευστικά με μείωση ίση με 29,6% όπως φαίνεται και στον Πίνακα 10.

28 Αντίθετα φαίνεται να υπάρχει μια αύξηση του δείκτη θνησιμότητας για τα ατυχήματα που σχετίζονται με μεταφορικά μέσα ίση με 13,8% (ομάδα 6), που είναι και η μεγαλύτερη, για τα νεοπλάσματα (ομάδα 1 και 2) της τάξεως του 10,5% και 2,5% αντίστοιχα, για τα καρδιακά (ομάδα 3) ίση με 0,7%. Όλες οι άλλες αιτίες παρουσιάζουν μείωση σε αυτή την εικοσαετία ακόμα και τα εγκεφαλικά τα οποία εμφάνιζαν αύξηση με την προηγούμενη μεθοδολογία (χρήση του ακαθάριστου συντελεστή θνησιμότητας). Πίνακας 10: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000, των αρρένων κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982-2000 και η μεταβολή τους. Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 2000 Μεταβολή % 1 08+10 86 95 10,5 2 09+11-17 161 165 2,5 3 25-28 303 305 0,7 4 29-30 209 161-23,0 5 31-32 98 69-29,6 6 Ε47 29 33 13,8 7 Ε48-Ε53 32 23-28,1 8 Άλλες αιτίες 276 155-43,8 9 Όλες οι αιτίες 1193 1005-15,7 Για καλύτερη προσέγγιση του θέματος παρουσιάζονται οι τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας των αρρένων και διαγραμματικά στο παρακάτω διάγραμμα:

29 Διάγραμμα 6: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας των αρρένων για τα έτη 1982 2000. 400 350 Κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος και των οργάνων του αναπνευστικού Υπόλοιπα νεοπλάσματα 300 Καρδιακά 250 Εγκεφαλικά 200 Αναπνευστικά 150 100 Ατυχήματα από μεταφορικά μέσα Υπόλοιπα ατυχήματα 50 0 1982 1987 1992 1997 2000 Άλλες αιτίες Και για τις θήλεις τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουμε συγκρίνοντας τα έτη 1982-2000 είναι παρόμοια (Πίνακας 12). Υπάρχει φανερή μείωση της θνησιμότητας στα αντίστοιχα έτη ίση με 21,4%. Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζουν οι θάνατοι από ατυχήματα ίση με 72%. Ακολουθούν οι θάνατοι από άλλες αιτίες (ομάδα 8) με μείωση 47,8%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μείωση που εμφανίζεται στις ομάδες που σχετίζονται με τα αναπνευστικά (ομάδα 5) με τα εγκεφαλικά (ομάδα 4), αλλά και με τα κακοήθη νεοπλάσματα (ομάδα 2). Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζουν οι θάνατοι από ατυχήματα με μεταφορικά μέσα (ομάδα 6) ίση με 25%, αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση στην ομάδα 1 δηλ. στα

30 νεοπλάσματα που οφείλονται κυρίως στο τσιγάρο (15,3%) αλλά και στα καρδιακά 7,6% (ομάδα 3). Πίνακας 11: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000, των θηλέων κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982-2000 Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 1987 1992 1997 2000 1 Κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος και 13 14 16 14 15 των οργάνων του αναπνευστικού 2 Υπόλοιπα νεοπλάσματα 124 127 128 123 119 3 Καρδιακά 210 236 278 228 226 4 Εγκεφαλικά 217 225 216 173 159 5 Αναπνευστικά 66 50 46 40 44 6 Ατυχήματα από μεταφορικά μέσα 8 11 11 10 10 7 Υπόλοιπα ατυχήματα 25 17 14 8 7 8 Άλλες αιτίες 230 200 158 129 120 9 Όλες οι αιτίες 892 880 867 725 701 Πίνακας 12: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100000, των θηλέων κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982-2000 και η μεταβολή τους. Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 2000 Μεταβολή % 1 08+10 13 15 15,3 2 09+11-17 124 119-4,0 3 25-28 210 226 7,6 4 29-30 217 159-26,7 5 31-32 66 44-33,3 6 Ε47 8 10 25 7 Ε48-Ε53 25 7-72 8 Άλλες αιτίες 230 120-47,8 9 Όλες οι αιτίες 892 701-21,4

31 Το Διάγραμμα 7 δείχνει τους τυποποιημένους δείκτες θνησιμότητας των θηλέων για τα έτη στα οποία αναφερόμαστε. Διάγραμμα 7: Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας των θηλέων για τα έτη 1982 2000. 300 250 Κακοήθη νεοπλάσματα του στόματος και των οργάνων του αναπνευστικού Υπόλοιπα νεοπλάσματα Καρδιακά 200 Εγκεφαλικά 150 Αναπνευστικά 100 Ατυχήματα από μεταφορικά μέσα 50 Υπόλοιπα ατυχήματα 0 1982 1987 1992 1997 2000 Άλλες αιτίες

32 Πίνακας 13 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100.000 και για τα δύο φύλα, κατά αιτία θανάτου για τα έτη 1982-2000. Ομάδα 1982 1987 1992 1997 2000 Α Θ Α Θ Α Θ Α Θ Α Θ 1 86 13 97 14 97 16 96 14 95 15 2 161 124 165 127 165 128 173 123 165 119 3 303 210 327 236 346 278 314 228 305 226 4 209 217 210 225 183 216 173 173 161 159 5 98 66 75 50 62 46 61 40 69 44 6 29 8 34 11 35 11 36 10 33 10 7 32 25 30 17 20 14 22 8 23 7 8 276 230 239 200 186 158 170 129 155 120 9 1193 892 1176 880 1094 867 1045 725 1005 701 Πίνακας 14 Λόγοι δεικτών αρρένων προς θήλεις Ομάδα Αιτία θανάτου 1982 2000 Μεταβολή % 1 08+10 6,62 6,33-4,38 2 09+11-17 1,30 1,39 6,92 3 25-28 1,44 1,35-6,25 4 29-30 0,96 1,01 5,21 5 31-32 1,48 1,57 6,08 6 Ε47 3,63 3,30-9,09 7 Ε48-Ε53 1,28 3,28 156,25 8 Άλλες αιτίες 1,20 1,29 7,50 9 Όλες οι αιτίες 1,34 1,43 6,72

33 Ο Πίνακας 13 δείχνει τους τυποποιημένους δείκτες θνησιμότητας κατά αιτία θανάτου για τους άρρενες και τις θήλεις για τα έτη 1982, 1987, 1992, 1997 και 2000. Σε γενικές γραμμές η θνησιμότητα από αιτίες που παρουσίασαν κάμψη μειώθηκε αναλογικά περισσότερο στις θήλεις, από ότι στους άρρενες με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της διαφορετικής κατά φύλο θνησιμότητας, που εκδηλώνεται με την αύξηση των λόγων των δεικτών μεταξύ ανδρικού και γυναικείου πληθυσμού, που για το σύνολο των αιτιών θανάτου ήταν της τάξης του 7% περίπου (Πίνακας 14). Συγκρίνοντας τη θνησιμότητα των αρρένων με αυτή των θηλέων κατ' έτος, οι άρρενες παρουσιάζουν μεγαλύτερη θνησιμότητα συνολικά αλλά και κατά αιτία θανάτου. Τα δύο φύλλα παρουσιάζουν την ίδια τάση με μόνη εξαίρεση τα υπόλοιπα νεοπλάσματα από τα οποία οι θήλεις πεθαίνουν όλο και λιγότερο όχι όμως και οι άρρενες. Τα εγκεφαλικά (ομάδα 4) η μοναδική από τις οκτώ ομάδες της οποίας ο τυποποιημένος δείκτης των θηλών, υπερείχε το έτος 1982 του δείκτη των αρρένων, το 2000 εμφανίζει μείωση της τάξεως του 26,7% με αποτέλεσμα ο δείκτης των θηλέων το 2000 να είναι μικρότερο του δείκτη των αρρένων (Διάγραμμα 8). Διάγραμμα 8 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από εγκεφαλικά, για τα έτη 1982-2000 αρρένων και θηλέων. 240 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 220 200 180 160 Άρρενες Θήλεις 140 1982 1987 1992 1997 2000

34 Η θνησιμότητα που οφείλεται στην ομάδα 8 (άλλες αιτίες) μειώνεται διαχρονικά και στα δύο φύλα. Ειδικά όσον αφορά τις θήλεις ο τυποποιημένος δείκτης το έτος 2000 έχει πέσει στο μισό (Διάγραμμα 9) Διάγραμμα 9 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από άλλες αιτίες, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 300 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 260 220 180 140 Άρρενες Θήλεις 100 1982 1987 1992 1997 2000 Για τα καρδιακά (ομάδα 3), ενώ παρατηρείται αύξηση του δείκτη από το 1982 έως και το 2000 και για τα δύο φύλλα, εντούτοις η αύξηση που παρουσιάζεται στις θήλεις είναι σαφώς μεγαλύτερη. (Διάγραμμα 10). Διάγραμμα 10 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από καρδιακά, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 360 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 340 320 300 280 260 240 220 Άρρενες Θήλεις 200 1982 1987 1992 1997 2000

35 Τα νεοπλάσματα (ομάδα 2) είναι η μοναδική αιτία που εμφανίζει διαφορετική τάση μεταξύ των δύο φύλων. Η θνησιμότητα για τους άνδρες τείνει να αυξάνεται ενώ για τις θήλεις μειώνεται από το 1982 και μετά. (Διάγραμμα 11). Διάγραμμα 11 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από νεοπλάσματα, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 180 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 170 160 150 140 130 120 Άρρενες Θήλεις 110 1982 1987 1992 1997 2000 Παρακάτω παρουσιάζονται διαγραμματικά και οι υπόλοιπες αιτίες οι οποίες μελετώνται στην παρούσα εργασία για να είναι ορατή η διαφορά της θνησιμότητας που υφίσταται μεταξύ των δύο φύλων (Διαγράμματα 12, 13, 14 και 15). Διάγραμμα 12 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από νεοπλάσματα στόματος και οργάνων του αναπνευστικού, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 120 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 100 80 60 40 20 Άρρενες Θήλεις 0 1982 1987 1992 1997 2000

36 Διάγραμμα 13 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από αναπνευστικά, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 110 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 100 90 80 70 60 50 40 Άρρενες Θήλεις 30 1982 1987 1992 1997 2000 Διάγραμμα 14 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για ατυχήματα από μεταφορικά μέσα, για τα έτη 1982-2000, αρρένων και θηλέων. 40 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 30 20 10 Άρρενες Θήλεις 0 1982 1987 1992 1997 2000

37 Διάγραμμα 15 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας για θανάτους από λοιπά ατυχήματα, για τα έτη 1982 2000, αρρένων και θηλέων. 40 Δείκτες θνησιμότητας (επί 100.000) 30 20 10 Άρρενες Θήλεις 0 1982 1987 1992 1997 2000 Οι διαφορές στη θνησιμότητα μεταξύ των δύο φύλων, στον αναπτυγμένο κόσμο, έχει κατά καιρούς απασχολήσει αρκετούς στατιστικούς δημογράφους οι οποίοι έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν το φαινόμενο. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Arjan Gjonea και άλλοι (Ιούλιος 2001), προσπαθούν να αναλύσουν τις αιτίες αυτής της υπεροχής των θηλέων. Στην εργασία αυτή, αναφέρεται μια σειρά παραγόντων, όπως η διατροφή, η στέγαση και τα γονίδια, καθώς η πρόσβαση στην εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη και οι συνθήκες εργασίας (Tabutin και Willems, 1998) που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της θνησιμότητας των θηλέων τον 19 ο αιώνα. Η ξαφνική βελτίωση της θνησιμότητας συνέβη το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ειδικά η προσδοκώμενη ζωή αυξήθηκε θεαματικά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η αύξηση αυτή συνοδεύτηκε και από μία αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, μεταξύ αρρένων και θηλέων. Σε πολλές περιπτώσεις υποστηρίζουν οι Arjan Gjonca και άλλοι (2001), ότι η αύξηση των δεικτών θνησιμότητας των αρρένων σε μικρές ηλικίες σε σχέση με των θηλέων, προκύπτει ως αύξηση των θανάτων από ατυχήματα και βίαιες ενέργειες και στις μεγαλύτερες ηλικίες ως μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων των αρρένων από καρδιακά και νεοπλάσματα. Έτσι το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων γι' αυτές τις κύριες αιτίες θανάτου έχει διευρυνθεί στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

38 Πάντως το ερώτημα γιατί οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άρρενες στον εικοστό αιώνα, παρότι ποικίλες ερμηνείες όπως βιολογικές διαφορές των δύο φύλων (Madigan, 1957), εντούτοις δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Πρόσφατες προσπάθειες να εξηγηθούν οι διαφορές στη θνησιμότητα των δύο φύλων, από τη μελέτη των κοινωνικοοικονομικών διαφορών, κατέληξαν ότι οι κοινωνικοεπαγγελματικοί παράγοντες δεν παίζουν τον κύριο ρόλο στην προώθηση της αύξησης της θνησιμότητας των αρρένων, στα τέλη του εικοστού αιώνα (Vallin, 1995). Πάντως όλοι συμφωνούν ότι οι καθημερινές συνήθειες όπως το κάπνισμα, η διατροφή και η φροντίδα της υγείας αποτελούν κάποιους παράγοντες για τη διαφορά της θνησιμότητας αρρένων και θηλέων. Οι αιτίες θανάτου που σχετίζονται άμεσα με το κάπνισμα όπως νεοπλάσματα στόματος και αναπνευστικού (ομάδα 1) αυξάνονται σταθερά τα τελευταία έτη και για τα δύο φύλα, έμμεσα όμως οι συνέπειες εμφανίζονται προς το παρόν εντονότερα στους άρρενες. Πίνακας 15 Λόγος της τυποποιημένης θνησιμότητας του έτους 2000, προς τη θνησιμότητα του έτους 1982 κατά αιτία για άρρενες και θήλεις. Ομάδα Αιτία θανάτου Άρρενες Θήλεις 1 08+10 1,10 1,15 2 09 +11-17 1,02 0,96 3 25-28 1,01 1,08 4 29-30 0,77 0,73 5 31-32 0,70 0,67 6 Ε47 1,14 1,25 7 Ε48-Ε53 0,72 0,28 8 Άλλες αιτίες 0,56 0,52 9 Όλες οι αιτίες 0,84 0,79 Όπως παρουσιάζεται και στον Πίνακα 15, σημαντική αύξηση εμφάνισαν τα ατυχήματα από μεταφορικά μέσα (ομάδα 6), τα νεοπλάσματα στόματος (ομάδα 1) και για τα δύο φύλα, στα έτη που εξετάζονται και αξιοσημείωτη μείωση τα υπόλοιπα ατυχήματα για τις θήλεις (ομάδα 7) καθώς και οι άλλες αιτίες (ομάδα 8) και για τα δύο φύλα.

39 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ Η χρήση της θεωρητικής κατανομής x 2 (διωνυμική κατανομή) προϋποθέτει τη σύμπτυξη των δεδομένων με τη μορφή ενός δισδιάστατου πίνακα συχνοτήτων ο οποίος ονομάζεται πίνακας συνάφειας. Οι γραμμές του πίνακα αποτελούνται από τις κατηγορίες της μιας μεταβλητής και οι στήλες από τις κατηγορίες της άλλης, ενώ στον εσωτερικό χώρο βρίσκονται οι συχνότητες που αντιστοιχούν σ' όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των κατηγοριών των δύο μεταβλητών. Η πιο απλή περίπτωση ενός πίνακα συνάφειας είναι ο τετράπτυχος πίνακας (2 Χ 2) ο οποίος προκύπτει από τη διαξονική ταξινόμηση των συχνοτήτων των δύο δίτιμων μεταβλητών. 6.1. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ x 2 ΣΕ ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 16 Τυποποιημένοι δείκτες θνησιμότητας επί 100.000, των αρρένων θηλέων, με ατυχήματα από μεταφορικά μέσα, για τα έτη 1982-2000. Θάνατοι από ατυχήματα με μεταφορικά μέσα για τα έτη 1982 2000 Φύλο Ναι Όχι Σύνολο Άρρενες 167 1336 1503 Θήλεις 50 332 382 Σύνολο 217 1668 1885