Το παρόν υλικό δόθηκε, στα πλαίσια του Προγράµµατος ια Βίου Μάθησης ΑΕΙ για την Επικαιροποίηση Γνώσεων Αποφοίτων ΑΕΙ "Σύγχρονες Εξελίξεις στις Θαλάσσιες Κατασκευές" (Επιχειρησιακό Πρόγραµµα "Εκπαίδευση και ια Βίου Μάθηση"), για αποκλειστική χρήση από τους εκπαιδευόµενους του Προγράµµατος. Τυχόν άλλη χρήση του υλικού ή/και αναπαραγωγή αυτού δεν επιτρέπεται, καθόσον αποτελεί πνευµατικό δικαίωµα του εκάστοτε διδάσκοντος. Εισαγωγή στο ίκαιο της Θάλασσας Το κείµενο που ακολουθεί αποτελεί τµήµα των παραδόσεων για µάθηµα του ιεθνούς ηµοσίου ικαίου (όπου βρίσκονται και οι παραποµπές και η βιβλιογραφική στήριξη). εν περιλαµβάνεται η αναφορά στην υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη, ούτε οι οριοθετήσεις των ζωνών, που απετέλεσαν αντικείµενο άλλης εισήγησης στα πλαίσια των µαθηµάτων. Για εκατοντάδες χρόνια το θαλάσσιο περιβάλλον παρέµενε ελεύθερο για αλιεία, ναυσιπλοΐα και εκµετάλλευση των θαλασσίων πόρων. Με το πέρασµα των χρόνων τα κράτη άρχισαν να αντιλαµβάνονται το ρόλο της θάλασσας στην εθνική τους ασφάλεια και άρχισαν να υιοθετούν κανόνες για την προστασία του διά θαλάσσης εµπορίου και των θαλασσίων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η προστασία της ναυσιπλοΐας έγινε πλέον πρωταρχική ανάγκη και για την εξ αυτής εξαρτώµενη προστασία σηµαντικών συµφερόντων. Μαζί γεννήθηκε και η κρατική εξουσία για τον έλεγχο επί των παρακτίων υδάτων. Τον 17 ο αιώνα ο πατέρας του ιεθνούς ικαίου Hugo Grotius αναγνωρίζει την ύπαρξη εθνικής δικαιοδοσίας επί παρακτίων υδάτων, που θα µπορούσαν να ελέγχονται από τη ξηρά. Στο βιβλίο του Mare Liberum αναγνωρίζει στην ανοικτή θάλασσα το καθεστώς res nullius, res communis και res publica και αναφερόµενος στους ωκεανούς αναφέρει «ότι δεν είναι δυνατό να κατακτηθεί, ή που δεν κατακτήθηκε ποτέ, δεν είναι δυνατό να είναι ιδιοκτησία κανενός αφού όλη η ιδιοκτησία προκύπτει από την κατάκτηση». Αντίθετα ο Selden στο έργο του Mare Clausum, που έγραψε το 1635 κατ εντολή του βασιλιά Καρόλου, δέχεται όχι µόνο την κυριαρχία του στέµµατος στις Βρετανικές Θάλασσες αλλά και την ύπαρξη µακράς πρακτικής κυριαρχίας επί των ωκεανών. Η ιδέα της εκ 200 ν.µ. από τις ακτές θαλάσσιας ζώνης, που αφορούσε σε κυριαρχικά δικαιώµατα οικονοµικής εκµετάλλευσης η σηµερινή Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη για πρώτη φορά υιοθετήθηκε το 1947 µεταξύ Χιλής και Περού. Τον Αύγουστο του 1952 η Χιλή, ο Ισηµερινός και το Περού υιοθέτησαν τη ιακήρυξη του Σαντιάγο που θεωρείται σηµαντική στο σύγχρονο ίκαιο της Θάλασσας. Στα µέσα της δεκαετίας του 1940 τα τεχνολογικά επιτεύγµατα των Ηνωµένων Πολιτειών όσον αφορά στην έρευνα και την εκµετάλλευση φυσικών πόρων στους ωκεανούς αποκτούν µεγάλο ενδιαφέρον και δηµιουργούν νέες καταστάσεις. Ήδη η κυβέρνηση Roosevelt είχε αρχίσει να λαµβάνει µέτρα για την αλιεία και την εκµετάλλευση της
υφαλοκρηπίδας. Στις 28 Σεπτεµβρίου ο πρόεδρος Truman εκδίδει δύο διακηρύξεις. Με την υπ αριθµόν 2667 αναφέρεται στη δικαιοδοσία του κράτους επί των πλουτοπαραγωγικών πηγών της υφαλοκρηπίδας υποστηρίζοντας ότι οι φυσικές πηγές του βυθού και του υπεδάφους της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας υπό την ανοιχτή θάλασσα, αλλά παρακείµενη στις ακτές των ΗΠΑ, υπόκεινται στη δικαιοδοσία και τον έλεγχο της χώρας, ενώ τα ύδατα υπεράνω της υφαλοκρηπίδας ρητά παραµένουν υπό το καθεστώς ανοικτής θαλάσσης. Η ιδέα βασίζεται στην ανάγκη διατήρησης και αξιοποίησης των φυσικών πόρων και στο γεγονός ότι η άσκηση δικαιοδοσίας του κράτους επί της παρακείµενης υφαλοκρηπίδας είναι λογική και ορθή αφού η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα θεωρείται προέκταση της ξηράς. Τα προβλήµατα για το ίκαιο της Θάλασσας τίθενται µε τρόπο συνολικό και ολοκληρωµένο όταν η Επιτροπή ιεθνούς ικαίου διαµόρφωσε προτάσεις που οδήγησαν στη σύγκληση στη Γενεύη της Πρώτης Συνδιάσκεψης των Ηνωµένων Εθνών για το ίκαιο της Θάλασσας το 1958. Στη Συνδιάσκεψη αυτή, στην οποία µετείχαν 86 κράτη και υπήρξε µία από τις µεγαλύτερες µέχρι τότε συνόδους κυριάρχησαν δύο θέµατα δηλ. ο ανταγωνισµός µεταξύ των υπερδυνάµεων και Ανατολής ύσης και η εµφάνιση των αδεσµεύτων χωρών και η µικρή αλλά δυναµική οµάδα των περίκλειστων κρατών, κατέληξε στην υπογραφή τεσσάρων σηµαντικότατων συνθηκών, που αφορούσαν την ανοιχτή θάλασσα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την αλιεία και την προστασία των βιολογικών πόρων στην ανοιχτή θάλασσα και οι οποίες απέβλεπαν στην κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, το οποίο ποτέ µέχρι τότε δεν είχε αποτελέσει αντικείµενο συµβατικών κειµένων τέτοιου εύρους και ισχύος, παρά ρυθµιζόταν κατά βάση από το εθιµικό δίκαιο ή από διµερείς µεταξύ των κρατών συµβάσεις. Σηµαντικό ζήτηµα, που παρέµεινε ανοιχτό και µετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνδιάσκεψης και την υπογραφή των τεσσάρων συνθηκών ήταν το νόµιµο πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης των παράκτιων κρατών. Σ' αυτό το θέµα, λοιπόν, εστίασε η εύτερη Συνδιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών για το ίκαιο της Θάλασσας, που συνήλθε το 1960, ξανά στη Γενεύη, µε τη συµµετοχή 87 κρατών. υστυχώς, για µία µόλις ψήφο, ούτε αυτή η συνδιάσκεψη κατάφερε να ρυθµίσει το επίµαχο αυτό ζήτηµα. Ο δρόµος άνοιξε και παρέµενε ανοιχτός για µια τρίτη συνδιάσκεψη, η οποία θα έπρεπε να ρυθµίσει όλα τα εκκρεµή από τις δύο προηγούµενες συνδιασκέψεις ζητήµατα, να λάβει υπόψη της τα αιτήµατα του µεγάλου αριθµού νέων, µετά τις αποαποικιοποιήσεις, αλλά και των αναπτυσσοµένων σε Ασία και Λατινική Αµερική κρατών, να εξοµαλύνει τις σχετικές διαφωνίες και αντίθετες απόψεις µεταξύ των διαφόρων µελών της διεθνούς κοινότητας και να καταλήξει σε µία κοινά αποδεκτή σύµβαση, η οποία θα κωδικοποιούσε πλήρως και οριστικώς το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, όπως
αποτυπώθηκε και στη συνέχεια εξελίχτηκε µέσα από τις συµβάσεις της Γενεύης του 1958. Το δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε να διεκπεραιώσει η Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών για το ίκαιο της Θάλασσας, της οποίας οι εργασίες ξεκίνησαν το 1974 στη Βενεζουέλα, µε τη συµµετοχή 151 κρατών και την εµφάνιση 5 περιφερειακών οµάδων της Αφρικανικής, Ασιατικής Λατινοαµερικάνικης υτικοευρωπαϊκής και Ανατολικοευρωπαϊκής και της οµάδας των 77, για να συνεχιστούν στη Ν. Υόρκη και τη Γενεύη µέχρι το 1981, οπότε και διαµορφώθηκε ένα «επίσηµο σχέδιο συµβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας», το οποίο περιλάµβανε πάνω από 400 άρθρα, ρυθµίζοντας το σύνολο των θεµάτων του δικαίου της θάλασσας, που έχρηζαν ρυθµίσεων. Το κείµενο αυτό πήρε, τελικά, την επίσηµη µορφή διεθνούς συνθήκης στις 10 εκεµβρίου του 1982 στο Montego Bay της Τζαµάικα, ως η Σύµβαση των Ηνωµένων Εθνών για το ίκαιο της Θάλασσας, ενώ απέκτησε δεσµευτική ισχύ 12 χρόνια αργότερα, σης 16 Νοεµβρίου 1994. Ανάµεσα στις σηµαντικότερες νέες ρυθµίσεις της Σύµβασης του 1982 ήταν ο καθορισµός του µέγιστου νόµιµου πλάτους της αιγιαλίτιδας ζώνης των παράκτιων κρατών στα 12 ναυτικά µίλια (άρθρο 3), η αποσαφήνιση του δικαιώµατος της αβλαβούς διέλευσης µέσω της αιγιαλίτιδας ζώνης τρίτων κρατών µε τη λεπτοµερή αναφορά των ενεργειών και δραστηριοτήτων, που δε συνιστούν αβλαβή διέλευση [άρθρο 19 (2)], καθώς και των νόµιµων µέτρων και ρυθµίσεων, που επιτρέπονται στο παράκτιο κράτος για την εξασφάλιση της αβλαβούς διέλευσης (άρθρο 21), η επέκταση της συνορεύουσας ζώνης από τα 12, που προέβλεπε η Σύµβαση της Γενεύης του 1958 (άρθρο 24) στα 24 ναυτικά µίλια από τις γραµµές βάσης της αιγιαλίτιδας ζώνης (άρθρο 33 Σύµβασης του 1982) και, φυσικά, η εισαγωγή του νέου θεσµού της αποκλειστικής οικονοµικής ζώνης (άρθρα 55-75). Γραµµές Βάσης Για τον προσδιορισµό της έκτασης της χωρικής Θάλασσας και των άλλων θαλασσίων ζωνών του παράκτιου κράτους είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί από ποια σηµεία της ακτής θα ξεκινήσει µε µέτρηση του εύρους των. Αυτό αποτελεί τη λειτουργία των γραµµών βάσης. Η γραµµή βάσης είναι λοιπόν η γραµµή από όπου προσδιορίζονται τα εξώτερα όρια της χωρικής, της συνορεύουσας και της αποκλειστικής οικονοµικής ζώνης. Τα ύδατα από την γραµµή αυτή προς τη ξηρά αποτελούν τα εσωτερικά ύδατα και άρα η γραµµή βάσης αποτελεί το όριο µεταξύ εσωτερικών υδάτων και χωρικής θάλασσας. Παραδοσιακά το ζήτηµα αντιµετωπίσθηκε ως τµήµα του σώµατος εκείνου του δικαίου που ασχολείται µε τη χωρική θάλασσα και αυτό ανάγεται στις εποχές που η χωρική θάλασσα αποτελούσε τη µοναδική ζώνη δικαιοδοσίας του παρακτίου
κράτους. Η συνθήκη της Γενεύης του 1958 ασχολείται µε το θάµα στα άρθρα 3-11 και 13 και η συνθήκη του Μontego Bay επαναλαµβάνει σχεδόν κατά λέξη τις διατάξεις αυτές στα άρθρα 4-14 και 16. Αν όλες οι ακτογραµµές ήταν ευθείες το ζήτηµα θα ήταν απλό, αφού θα έπρεπε να προσδιορισθεί η µεγίστη ή η ελαχίστη ρηχία. Στην πράξη όµως οι ακτές παρουσιάζουν µεγάλη ανοµοιογένεια, µε την ύπαρξη κόλπων, νησιών λιµενικών εγκαταστάσεων κλπ. Το ιεθνές ίκαιο διαφοροποιεί µεταξύ φυσικής και ευθείας γραµµής βάσης. Για τη φυσική γραµµή βάσης το άρθρο 5 της συνθήκης του Μontego Bay την προσδιορίζει ως τη γραµµή της κατωτάτης ρηχίας κατά µήκος της ακτής όπως αυτή εµφαίνεται στους ναυτικούς χάρτες µεγάλης κλίµακας που αναγνωρίζονται επίσηµα από το παράκτιο Κράτος, µολονότι το άρθρο 14 αµφισβητεί την φυσική γραµµή βάσης ως µοναδική επιλογή αναφέροντας ότι το παράκτιο Κράτος δύναται να καθορίσει γραµµές βάσεως χρησιµοποιώντας εναλλακτικά οποιαδήποτε από τις µεθόδους που προβλέπονται προκειµένου να εξυπηρετήσει διαφορετικές συνθήκες. Οι διαφορετικές συνθήκες µπορεί να αναφέρονται σε ακτές µε κόλπους, στόµια ποταµών, λιµενικές εγκαταστάσεις, νησιά, υφάλους κλπ. Το άρθρο 7 (1) αναφέρεται σε περιοχές όπου η ακτογραµµή παρουσιάζει βαθιές κολπώσεις και οδοντώσεις, ή υπάρχει κατά µήκος της και σε άµεση γειτνίαση µε αυτή, συστάδα νησιών, οπότε η µέθοδος των ευθειών γραµµών που συνδέουν κατάλληλα σηµεία µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την χάραξη της γραµµής βάσεως από την οποία µετριέται το εύρος της χωρικής θάλασσας. Φυσικά η αναφορά στη «δυνατότητα» χάραξης αφήνει στο παράκτιο κράτος την επιλογή. Η ύπαρξη κόλπων αναγνωριζόταν πάντοτε από το διεθνές δίκαιο ότι είχε σχέση µε την ξηρά, αλλά το εθιµικό δίκαιο απέτυχε στον προσδιορισµό σαφών νοµικών κανόνων για τα κριτήρια αναγνώρισης µιας πτύχωσης του εδάφους ως κόλπου και για το µέγιστο µήκος που θα µπορούσε να έχει η γραµµή που θα έκλινε έναν κόλπο. Έτσι το άρθρο 10 της συνθήκης προσδιορίζει ως κόλπο την ευδιάκριτη εσοχή ακτής της οποίας η διείσδυση στην ξηρά σε σχέση µε το πλάτος του στοµίου της είναι τέτοια, ώστε τα ύδατα που περικλείει να περικυκλώνονται από την ακτή αποτελώντας κάτι περισσότερο από µία απλή καµπυλότητα της ακτής. Εν τούτοις, µία τέτοια εσοχή της ακτής δεν θεωρείται κόλπος εκτός αν η επιφάνεια της είναι ίση ή µεγαλύτερη απ' εκείνη ενός ηµικυκλίου που έχει για διάµετρο την ευθεία τη φερόµενη κατά πλάτος του στοµίου της εσοχής. Για τους σκοπούς µέτρησης, ως επιφάνεια εσοχής θεωρείται αυτή που βρίσκεται µεταξύ της γραµµής της κατωτάτης ρηχίας γύρω από την ακτή της εσοχής και της γραµµής που συνδέει τα σηµεία της κατωτάτης ρηχίας της φυσικής της εισόδου. Χωρικά Ύδατα ή Αιγιαλίτιδα Ζώνη Τα χωρικά ύδατα αποτελούν επέκταση στη θάλασσα της εθνικής κυριαρχίας µιας χώρας πέρα από τις ακτές της. Θεωρούνται µέρος του εθνικού εδάφους και επ' αυτών
ασκείται πλήρης εξουσία από την παράκτια χώρα. Πρόκειται δηλαδή για µια ζώνη συνέχεια των ακτών, που καλύπτει µία απόσταση από τη φυσική ακτογραµµή, που είναι η γραµµή της κατωτάτης ρηχίας κατά µήκος της ακτής όπως αυτή εµφαίνεται στους ναυτικούς χάρτες µεγάλης κλίµακας που αναγνωρίζονται επίσηµα από το παράκτιο Κράτος Η χωρική θάλασσα ή αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελεί καθορισµένου πλάτους ζώνη περιµετρικά των ακτών µέσα στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός κράτους και περιβάλει το έδαφος ενός κράτους και των νησιών του. Κατά το άρθρο 3 της συνθήκης κάθε Κράτος έχει το δικαίωµα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά µίλια, µετρούµενα από γραµµές βάσεως που καθορίζονται σύµφωνα µε τη Σύµβαση. Το εξωτερικό όριο της χωρικής θάλασσας είναι η γραµµή της οποίας κάθε σηµείο βρίσκεται σε τόση απόσταση από το πλησιέστερο σηµείο της γραµµής βάσεως, όσο είναι το εύρος της χωρικής θάλασσας. Αρχιπέλαγος και Αρχιπελαγικά Ύδατα Αρχιπέλαγος χαρακτηρίζεται ο γεωλογικός σχηµατισµός που αποτελείται από µια αλυσίδα ή µια ανεπτυγµένη συστάδα νησιών και συνήθως µπορούµε να συναντήσουµε τέτοιους σχηµατισµούς στην ανοιχτή θάλασσα, αν και σε µερικές περιπτώσεις γειτνιάζουν µε µεγάλους όγκους ξηράς. Στο άρθρο 46 ο όρος προσδιορίζεται νοµικά ως «σύµπλεγµα νήσων, περιλαµβανοµένων και τµηµάτων νήσων, αλληλοσυνδεόµενα ύδατα και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι τόσο στενά συνδεδεµένα µεταξύ τους ώστε να σχηµατίζουν µια αυτοτελή γεωγραφική, οικονοµική και πολιτική ενότητα, ή που θεωρούνται ιστορικά ότι σχηµατίζουν µια τέτοια ενότητα». Στο ίδιο άρθρο το «αρχιπελαγικό κράτος προσδιορίζεται ως «κράτος αποτελούµενο καθ' ολοκληρία από ένα ή περισσότερα αρχιπελάγη και, ενδεχοµένως, και από άλλες νήσους». Το άρθρο 47(1) επιτρέπει στα Κράτη αυτά να κλείνουν περιµετρικώς µε Αρχιπελαγικές Γραµµές Βάσεως τα νησιά, τα νησιωτικά συµπλέγµατα που να ενώνουν τα ακρότατα σηµεία των πλέον αποµακρυσµένων νήσων και σκοπέλων του αρχιπελάγους υπό όρους και συγκεκριµένα «ότι το ίχνος αυτών των γραµµών βάσης περιλαµβάνει τις κύριες νήσους και ορίζει µια περιοχή στην οποία ο λόγος του εµβαδού των υδάτων της προς το εµβαδόν της ξηράς, συµπεριλαµβανοµένων και των κοραλλιογενών ατόλλων θα είναι µεταξύ 1 προς 1 και 9 προς 1». Από τον ορισµό του αρχιπελαγικού κράτους προκύπτει ότι κράτη µε ηπειρωτικό έδαφος αλλά και συστάδες νησιών, όπως η Ελλάδα, δεν νοµιµοποιούνται να κλείνουν περιµετρικώς τα νησιωτικά συµπλέγµατα µε αρχιπελαγικές γραµµές βάσεως. Η χάραξη των γραµµών βάσης δεν πρέπει να παρεκκλίνει αισθητά από τη γενική διαµόρφωση του αρχιπελάγους δεν πρέπει να χαράσσονται προς και από σκοπέλους, εκτός αν έχουν κτισθεί πάνω σε αυτούς φάροι ή παρόµοιες εγκαταστάσεις που να είναι µόνιµα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή
όπου ο σκόπελος βρίσκεται, εν όλω ή εν µέρει, σε απόσταση που δεν υπερβαίνει το εύρος της χωρικής θάλασσας από την πλησιέστερη νήσο. Το σύστηµα των γραµµών βάσης δεν θα εφαρµόζεται από ένα αρχιπελαγικό Κράτος, µε τέτοιο τρόπο ώστε να αποκόπτει την χωρική θάλασσα ενός άλλου Κράτους από την ανοιχτή θάλασσα ή από µία αποκλειστική οικονοµική ζώνη. Τα ύδατα που περικλείονται από τις αρχιπελαγικές γραµµές βάσης αποτελούν «αρχιπελαγικά ύδατα» και υπάγονται στην κυριαρχία του αρχιπελαγικού κράτους ανεξάρτητα από το βάθος ή την απόσταση τους από την ακτή. Τα πλοία όµως όλων των Κρατών απολαύουν του δικαιώµατος αβλαβούς διέλευσης µέσα από τα ύδατα αυτά. Στενά ιεθνούς Ναυσιπλοΐας To ζήτηµα των στενών και της διέλευσης δι αυτών απασχόλησε έντονα την Τρίτη συνδιάσκεψη των Ηνωµένων Εθνών για το ίκαιο της Θάλασσας, όπως είχε συµβεί και στη δεύτερη συνδιάσκεψη µε περιορισµένα όµως τότε αποτελέσµατα. Η αναφορά υπήρξε µόνο στο άρθρο 16 (4) σε σχέση µε τον ορισµό και το νοµικό καθεστώς της διέλευσης. Το άρθρο ορίζει ότι δεν πρέπει να υπάρχει διακοπή της αβλαβούς διέλευσης των ξένων πλοίων από τα στενά που χρησιµοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα µεταξύ ενός τµήµατος ανοικτής θάλασσας και ενός άλλου τµήµατος ανοικτής θάλασσας ή τη χωρική θάλασσα ενός ξένου κράτους. Με τη διάταξη αυτή το γεωγραφικό κριτήριο συνδυάζεται µε το λειτουργικό, αφού το στενό πρέπει να χρησιµοποιείται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Στην Τρίτη συνδιάσκεψη το θέµα της διέλευσης εξετάσθηκε σε συνάρτηση µε την ήδη θεσπισθείσα χωρική θάλασσα των 12 ν.µ. που αύξανε σηµαντικά τον αριθµό των στενών. Νέο καθεστώς τέθηκε µε τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ της συνθήκης του Montego Bay «περί στενών χρησιµοποιούµενων για τη διεθνή ναυσιπλοΐα» και ειδικότερα όσο αφορά στην εφαρµογή στην πράξη των άρθρων 36, 38, 41 και 42 της Συµβάσεως του ικαίου της Θάλασσας, σε περιοχές όπου είναι εγκατεσπαρµένα πολυάριθµα νησιά τα οποία σχηµατίζουν πληθώρα εναλλακτικών στενών που εξυπηρετούν ουσιαστικά µια και την αυτή οδό διεθνούς ναυσιπλοΐας. Από τις διατάξεις προκύπτουν κατηγορίες στενών που θέτουν και διαφορετικά κριτήρια διέλευσης. Για τα στενά που ενώνουν δύο τµήµατα Ανοικτής Θαλασσής ή Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη µε άλλα τµήµατα Ανοικτής θαλάσσης ή Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη προβλέπεται το καθεστώς του «πλου διέλευσης» (transit passage). Προβλέπεται η ελεύθερη συνεχής και ταχεία πλεύση εµπορικών και πολεµικών πλοίων και η διέλευση των υποβρυχίων σε κατάδυση, που ξεκινά από ανοικτή θάλασσα ή Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη και καταλήγει σε ανοικτή θάλασσα ή Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη. Το άρθρο 44 προβλέπει εν προκειµένω ότι παράκτια σε στενά κράτη δεν πρέπει
να παρεµποδίζουν τον πλου διέλευσης και πρέπει να δίνουν την δέουσα δηµοσιότητα σε οποιοδήποτε κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα ή την υπέρπτηση µέσα ή πάνω από το στενό, τον οποίο γνωρίζουν. Προβλέπεται ακόµη ότι η άσκηση του δικαιώµατος του πλου διέλευσης δεν δύναται να ανασταλεί. Το οικείο παράκτιο κράτος, κατά τα άρθρα 41 και 42, έχει την ευθύνη να προσδιορίζει τον ή τους διαδρόµους εκείνους, µέσα από αυτά τα εναλλακτικά στενά απ όπου τα πλοία και τα αεροσκάφη τρίτων κρατών θα µπορούν να διακινούνται µε καθεστώς transit passage, κατά τρόπο ώστε αφενός µεν να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της διεθνούς ναυσιπλοΐας και αεροπλοΐας µέσω της υπόψη περιοχής, αφετέρου δε να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις ασφαλείας τόσο των διερχοµένων πλοίων και αεροσκαφών όσον και του παράκτιου κράτους. Συνορεύουσα Ζώνη Συνορεύουσα Ζώνη, είναι η θαλάσσια ζώνη, της οποίας το εξωτερικό όριο εκτείνεται µέχρι 24 ναυτικά µίλια από τις γραµµές βάσης, από τις οποίες µετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας, σύµφωνα µε τη Σύµβαση του Μontego Bay. Σε περίπτωση που οποιοδήποτε τµήµα της Συνορεύουσας Ζώνης υπερκαλύπτει τµήµα της Συνορεύουσας Ζώνης οποιουδήποτε άλλου Κράτους, που διεκδικείται µε βάση τις σχετικές πρόνοιες της Σύµβασης, του οποίου οι ακτές βρίσκονται έναντι ή παραπλεύρως από αυτές του παρακτίου κράτους, η οριοθέτηση της Συνορεύουσας Ζώνης των δύο κρατών είναι δυνατό να καθορίζεται κατόπιν συµφωνίας µεταξύ τους. Ελλείψει δε συµφωνίας µεταξύ τους, η οριοθέτηση των συνόρων της ζώνης αυτής δεν θα επεκτείνεται πέραν της µέσης γραµµής ή της γραµµής ίσης απόστασης από τις εκατέρωθεν γραµµές βάσης από τις οποίες µετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας. Στη Συνορεύουσα Ζώνη, το παράκτιο κράτος έχει δικαίωµα να ασκεί τον απαραίτητο έλεγχο για: (α) να εµποδίζει την παραβίαση στο έδαφός του ή στα χωρικά του ύδατα των τελωνειακών, φορολογικών, µεταναστευτικών ή υγειονοµικών της νόµων και κανονισµών. (β) να τιµωρεί παραβιάσεις που αναφέρονται σε τελωνειακούς, φορολογικούς, µεταναστευτικούς ή υγειονοµικούς νόµους και κανονισµούς που διαπράχθηκαν µέσα στο έδαφος ή στα χωρικά της ύδατα και (γ) να ελέγχει την εµπορία αντικειµένων αρχαιολογικού και ιστορικού χαρακτήρα που βρέθηκαν στη ζώνη αυτή. Φυσικά η ανέλκυσή τους από το βυθό της θαλάσσιας αυτής ζώνης χωρίς την έγκριση του παράκτιου κράτους, αποτελεί παραβίαση µέσα στο έδαφός του ή τη χωρική του θάλασσα των νόµων και των Κανονισµών του κράτους αυτού σύµφωνα µε το άρθρο 303 της Σύµβασης για το ίκαιο της Θάλασσας που ορίζει για τα Αρχαιολογικά και ιστορικά αντικείµενα που βρίσκονται στη θάλασσα ότι τα κράτη έχουν την υποχρέωση να προστατεύουν αντικείµενα αρχαιολογικού και ιστορικού χαρακτήρα που βρίσκονται στη θάλασσα και συνεργάζονται για το σκοπό αυτό και, µε σκοπό τον έλεγχο της εµπορίας τέτοιων
αντικειµένων, το παράκτιο κράτος µπορεί, εφαρµόζοντας το άρθρο 33, να θεωρήσει ότι η ανέλκυση τους από το βυθό της θάλασσας µέσα στη ζώνη που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, χωρίς την έγκριση του, αποτελεί παραβίαση µέσα στο έδαφος του ή τη χωρική του θάλασσα των νόµων και κανονισµών που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο. Το άρθρο προβλέπει ότι καµία διάταξη του δεν θίγει τα δικαιώµατα των εξακριβωµένων ιδιοκτητών, το δίκαιο της ναυαγιαίρεσης ή άλλους κανόνες ναυτικού δικαίου ή τους νόµους και πρακτική σχετικά µε τις πολιτιστικές ανταλλαγές και δεν επηρεάζει άλλες διεθνείς συµφωνίες σχετικά µε την προστασία αντικειµένων αρχαιολογικού και ιστορικού χαρακτήρα. Ανοικτή Θάλασσα Ανοικτή Θάλασσα αποτελούν όλα τα θαλάσσια τµήµατα που δεν περιλαµβάνονται στην Αποκλειστική Οικονοµική Ζώνη, τη χωρική θάλασσα και τα εσωτερικά ύδατα ενός κράτους ή στα αρχιπελαγικά ύδατα ενός αρχιπελαγικού κράτους. Κατά τα άρθρα 87-89 η Ανοικτή Θάλασσα είναι ελεύθερη για όλα τα Κράτη, παράκτια ή µη. Η ελευθερία της ανοικτής θάλασσας ασκείται σύµφωνα µε τους όρους της Σύµβασης του Montego Bay και τους λοιπούς κανόνες του ιεθνούς ικαίου. Η ελευθερία αυτή περιλαµβάνει, µεταξύ άλλων, τόσο για τα παράκτια όσο και για τα άνευ ακτών Κράτη: (α) την ελευθερία ναυσιπλοΐας (β) την ελευθερία υπέρπτησης (γ) την ελευθερία τοποθέτησης υποβρυχίων καλωδίων και σωληναγωγών (τηρουµένων των διατάξεων του Μέρους VI), (δ) την ελευθερία κατασκευής τεχνητών νήσων και άλλων εγκαταστάσεων που επιτρέπονται κατά το διεθνές δίκαιο (τηρουµένων των διατάξεων του Μέρους VI), (ε) την ελευθερία αλιείας, τηρουµένων των όρων που αναφέρονται στο Τµήµα 2 (στ) την ελευθερία επιστηµονικής έρευνας, τηρουµένων των διατάξεων των Μερών VI και XIII. Οι ελευθερίες ασκούνται από όλα τα Κράτη, που πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τα συµφέροντα των άλλων Κρατών καθώς επίσης και τα δικαιώµατα που παρέχονται από τη Σύµβαση σχετικά µε τις δραστηριότητες εντός της Περιοχής. Η Ανοικτή θάλασσα προορίζεται για ειρηνικούς σκοπούς και κανένα κράτος δεν µπορεί νοµίµως να διεκδικήσει την υπαγωγή οποιουδήποτε µέρους της ανοικτής θάλασσας υπό την κυριαρχία του. Επίλυση ιαφορών Η υποχρέωση ειρηνικής επίλυσης των διαφορών προβλέπεται από το άρθρο 2 3 του καταστατικού Χάρτου του ΟΗΕ, ο οποίος και στο άρθρο 33 προσδιορίζει µέσα διευθέτησης που τα κράτη µπορούν να επιλέξουν για την επίλυση της διαφοράς. Οι διεθνείς διαφορές είναι δυνατό να διευθετηθούν µε τις διαδικασίες που
προβλέπονται - πολιτικές ή δικαστικές - ανάλογα µε τη φύση της διαφοράς. Η έλλειψη υποχρεωτικής δικαιοδοσίας στα τµήµατα των συµβατικών κειµένων που προβλέπουν τις διατάξεις περί επίλυσης διαφορών, οδηγούν συνήθως στη δικαστική προσφυγή. Οι υποθέσεις που έθεταν ζητήµατα του δικαίου της θάλασσας δεν ήταν πολλές. Τις τελευταίες όµως δεκαετίες, καθώς η εξάρτηση των κρατών για τροφή, ορυκτό πλούτο, ενέργεια κλπ. από τη θάλασσα αυξανόταν και τα συµφέροντα των κρατών συγκρούονταν µεταξύ τους, η κατάσταση άλλαξε και οι διαφορές τώρα εµφανίζονται περισσότερες και πιο πολύπλοκες. Η διαιτησία µπορεί να διαδραµατίσει ενδιαφέροντα ρόλο στην επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρµογή του ικαίου της Θάλασσας. Σαν θεσµός ενεργοποιείται είτε µετά από συµφωνία των εις τη διάφορο µερών, είτε προβλεποµένη από τις οικείες διεθνείς συνθήκες. Στην πρώτη περίπτωση η σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου και οι όροι της διαδικασίας καθορίζονται από κοινού, στη δεύτερη προβλέπονται από τις συµβατικές διατάξεις. Η πρόβλεψη από µια συνθήκη ότι ορισµένες διαφορές διευθετούνται δι ειδικών διαιτητικών διαδικασιών δεν είναι άγνωστη στο ιεθνές ίκαιο. Η προσφυγή στα διαιτητικά όργανα προϋποθέτει την εξάντληση των µέσων της εσωτερικής έννοµης τάξης. Η διαιτησία, σε σχέση µε τo δίκαιο της θάλασσας, έχει να επιδείξει τη σηµαντικότατη απόφαση του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο στενό της Μάγχης, αλλά και τις υποθέσεις µεταξύ Γουινέας/Γουϊνέας Μπισσάου και Γαλλίας/Καναδά. Η συναίνεση των µερών αποτελεί τη βάση της δικαιοδοσίας του ιεθνούς ικαστηρίου, µία συναίνεση που εκφράζεται είτε δι' ειδικής συµφωνίας των µερών (συνυποσχετικό/compromisum), είτε µέσω συµβατικής δέσµευσης, είτε µέσω πρότερης αποδοχής της αρµοδιότητος του δικαστηρίου για τις εµφανιζόµενες νοµικές διαφορές. Η εκ των προτέρων αποδοχή της αρµοδιότητος του ιεθνούς ικαστηρίου, που προβλέπεται από το άρθρο 36 2 του Κατ. Χ. ΟΗΕ, δεν έχει τύχει ακόµη της ευρύτερης αποδοχής από τα κράτη µέλη του Οργανισµού. Σηµαντικός αριθµός διεθνών συνθηκών περιέχει ρήτρα αρµοδιότητας του ιεθνούς ικαστηρίου, όµως η συναίνεση των µερών εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα, λόγο κυρίως της απροθυµίας των κρατών να δεσµευθούν µε τρόπο γενικό και αφηρηµένο, διατηρώντας πάντοτε το domain reserve για την κυριαρχία τους. Το ικαστήριο της Χάγης σποραδικά έχει ασχοληθεί µε διαφορές που εµπεριέχουν προβλήµατα του ικαίου της Θάλασσας, όπως π.χ. η υπόθεση των στενών της
Κέρκυρας (1947), η περί αλιείας Βρετανό-Νορβηγική διαφορά (1951) αλλά και οι υποθέσεις υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας (1969) για τον κόλπο του Maine, για την υφαλοκρηπίδα της Λιβύης µε Τυνησία και Μάλτα κλπ. Στις αποφάσεις αυτές το ικαστήριο προσπάθησε να αναλύσει προβλήµατα όπως τις γεωγραφικές παραµέτρους - φυσική προέκταση, µη εγκλωβισµό, εγγύτητα, αναλογία, διαµόρφωση ακτών κλπ. - τις γεωλογικές και γεωµορφολογικές συνθήκες αλλά και τα ιστορικά συµφέροντα και τις κοινωνικοοικονοµικές µεταβλητές - όπως οικονοµικές εξαρτήσεις, ενότητα αποθεµάτων, συµφέροντα άµυνας και ασφάλειας. Το ικαστήριο εξάλλου γνωµοδότησε συµβουλευτικά όσον αφορά στη σύσταση της επιτροπής Ναυτιλιακής Ασφαλείας του IMCO. Το Σύστηµα της Σύµβασης για την Επίλυση των διαφορών Στην επίλυση των διαφορών αφορούν οι παρακάτω διατάξεις της σύµβασης του Montego Bay.1) Το µέρος Χ (άρθρα 279-299) µε τίτλο «Επίλυση των διαφορών», στο οποίο περιλαµβάνεται ο κύριος όγκος των διατάξεων για επίλυση των διαφορών. Το µέρος αντιπροσωπεύει την επιθυµία ιδίως των σοσιαλιστικών κρατών, της περιόδου υιοθέτησης της συνθήκης, για την ύπαρξη ενός παραδοσιακού corpus δικαίου και πρακτικής για την επίλυση διεθνών διαφορών µέσα από διατάξεις για υποχρεωτικές διαδικασίες και δεσµευτικές λύσεις.2) Το τµήµα του µέρους XI (άρθρα 186-191) µε τίτλο «Επίλυση των διαφορών και γνωµοδοτήσεις», όπου ρυθµίζονται οι διαφορές που έχουν σχέση µε την εκµετάλλευση, εξερεύνηση και γενικά κάθε δραστηριότητα που αναλαµβάνεται στο βυθό της θάλασσας.3) Το Παράρτηµα V µε τίτλο «Συνδιαλλαγή» (άρθρα 1-14).4) Το Παράρτηµα VI µε τίτλο «Καταστατικό του ιεθνούς ικαστηρίου της Θάλασσας» (άρθρα 1-41).5) Το Παράρτηµα VII µε τίτλο «ιαιτησία» (άρθρα 1-13).6) Το Παράρτηµα VIII µε τίτλο «ιαδικασία Ειδικής ιαιτησίας» (άρθρα 1-5).