ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ ΚΑΜΠΕΡΗ Α.Μ. 1340200900143 Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» Επιβλέπων Καθηγητής : κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος ΑΘΗΝΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα Εισαγωγικές παρατηρήσεις. 4 ΜΕΡΟΣ 1 Ο : Οι ιστορικές απαρχές του θεσμού και η ιστορική του διαδρομή στην Ελλάδα 5 Οι απαρχές του θεσμού στη Μεγάλη Βρετανία..5 Η διαδρομή του θεσμού στη νεώτερη Ελληνική ιστορία μέχρι το Σύνταγμα του 1975..6 ΜΕΡΟΣ 2 Ο : Η νομική θεμελίωση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών.7 Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος.7 Οι ουσιαστικές ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος..9 Η απαγόρευση θέσπισης Ιδιώνυμων εγκλημάτων.9 Η παραγραφή των αδικημάτων που τελέστηκαν από Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του.11 Οι δικονομικές προϋποθέσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος..14 Α)Εισαγωγή 14 Β)Η διαδικασία συζήτησης της πρότασης..17 Γ)Η άσκηση της ποινικής δίωξης.18 Δ)Η ενδιάμεση διαδικασία (Τέλος της προδικασίας).19 2
Ε)Η διαδικασία στο ακροατήριο του ειδικού Δικαστηρίου..20 ΣΤ)Συμμέτοχοι 23 Ζ)Η ειδική επιτροπή του άρθρου 86 5.25 Η)Η απονομή χάριτος 25 ΜΕΡΟΣ 3 ο Η κριτική θεώρηση του θεσμού της ποινικής ευθύνης των Υπουργών 27 Βιβλιογραφία 30 3
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών για εγκλήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους συνδέεται αναπόδραστα με ίδια την ουσία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και την ανάγκη για διαφάνεια στη Δημόσια Διοίκηση. Παράλληλα η ειδικότερη διαμόρφωση και νομική εγκαθίδρυση του συνδέεται κυρίως με πολιτικές σταθμίσεις που αντικατοπτρίζουν και το επίπεδο του Κοινοβουλευτισμού και την πολιτική και ιστορική συγκυρία που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο συντακτικός νομοθέτης, ακολουθώντας την ήδη υπάρχουσα συνταγματική παράδοση των προηγούμενων προέβη γι αυτόν ακριβώς τον λόγο στην θέσπιση του θεσμού της ευθύνης των Υπουργών στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 86, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά την Αναθεώρηση του 2001. Παρ όλα αυτά η εν λόγω διάταξη θα αποτελούσε κενό γράμμα, αν δεν συνοδευόταν από τον αντίστοιχο εκτελεστικό νόμο της εν λόγω διατάξεως. Ο ισχύον σχετικός νόμος είναι ο 3126/2003, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά από τον νόμο 3961/2011. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας θα επιχειρηθεί μια παρουσίαση του θεσμού της ποινικής ευθύνης των Υπουργών στη νομική του διάσταση, καθώς και τις σύγχρονες προκλήσεις της κοινωνίας των πολιτών που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη περαιτέρω αναθεώρησης, αν όχι πλήρους αναμόρφωσης του θεσμού. 4
ΜΕΡΟΣ 1 Ο : ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. I) OI ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ Ο θεσμός αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη βρετανική κοινοβουλευτική πρακτική ήδη από το 1376 που η Βουλή των Κοινοτήτων μέσω του διαδικαστικού μέσου του «impeachment» είχε τη δυνατότητα να κατηγορεί τους Υπουργούς ενώπιον της Βουλής των Λόρδων, λειτουργούσας ως δικαιοδοτικό όργανο, για εγκλήματα κατά του Κράτους. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι μέσω της διαδικασίας αυτής δεν εξεταζόταν μόνο η νομιμότητα της πράξης, αλλά τόσο η χρηστότητα όσο και η σκοπιμότητα της. Η αρχή της υπουργικής προσυπογραφής έκανε την εμφάνιση της στη Μεγάλη Βρετανία το 1701 με τη θέση σε εφαρμογή της «Act of Settlement» που απαγόρευε την απονομή χάριτος σε Υπουργό, η οποία προέβλεπε ότι : «ποτέ η απονομή χάριτος δεν μπορεί να αντιταχθεί προς την κατηγορία που ασκεί η Βουλή των Κοινοτήτων». Ο θεσμός του «impeachment» άρχισε να υποχωρεί κατά τις αρχές του 19 ου αιώνα συνεπεία της εφαρμογής της Κοινοβουλευτικής ευθύνης. Μάλιστα η τελευταία εφαρμογή της εντοπίζεται το 1804 1. 1 ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995, σελ 57 επ., ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011, σελ 1172-1173 και ΜΑΥΡΙΑΣ Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, 5
II) Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 Τον θεσμό της ποινικής ευθύνης των Υπουργών υιοθέτησε ο Έλληνας Συντακτικός Νομοθέτης ήδη από το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) όπου γίνεται λόγος περί πολιτικού εγκλήματος. Και αργότερα στο Σύνταγμα του Άστρους (1823) υπό την ίδια ορολογία αναφέρονται και οι πράξεις που καθιστούσαν νομικά υπεύθυνους τους Υπουργούς και τον Γραμματέα του Εκτελεστικού, ενώ το Σύνταγμα της Τροιζήνος (1827) όριζε ότι η Βουλή, αν αποδεχόταν ότι έπρεπε να διεξαχθεί δίκη, μετασχηματιζόταν σε Δικαστήριο που δίκαζε τους Γραμματείς της Επικρατείας. Ο θεσμός της ευθύνης των Υπουργών εμφανίζεται και στο Σύνταγμα του 1844 και στο άρθρο 83, το οποίο ρητά όριζε «Η Βουλή έχει τό δικαίωμα νά κατηγορή τούς Υπουργούς ενώπιον της Γερουσίας, ήτις δικάζει αυτούς εις δημόσιαν συνεδρίασιν. Δέν λαμβάνουσι δέ μέρος εις την δίκην οι Γερουσιασταί, οίτινες διωρίσθησαν τυχόν, αφού επροτάθη ή εις δίκην εισαγωγή. Ειδικός Νόμος θέλει ορίσει τά περί ευθύνης των Υπουργών, τάς επιβλητέας ποινάς καί τήν διαδικασίαν.- Η αντιγραφή του αρχικού κειμένου του Συντάγματος του 1844 έγινε χρησιμοποιώντας το μονοτονικό σύστημα-» 2. Βέβαια ο προβλεπόμενος εκεί σχετικός νόμος της συγκεκριμένης διατάξεως δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο πρώτος νόμος που εκδόθηκε σχετικά ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, σελ 608 επ. 2 ΜΑΥΡΙΑ Κ. και ΠΑΝΤΕΛΗ Α, Συνταγματικά Κείμενα, Τόμος Πρώτος, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2007, σελ. 89 6
όπως τροποποιήθηκε από το Ν. ΧΕ του 1873, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1864 (άρθρο 80). Επίσης και στο κείμενο του Συντάγματος του 1927 (άρθρο 93 1) καθώς και του σχετικού νόμου 3398/1927 προβλεπόταν διαδικασία που όριζε τη Γερουσία ως το Ειδικό Δικαστήριο εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων 3. Το νομικό αυτό πλαίσιο μεταβλήθηκε, σχεδόν έναν αιώνα μετά, με το ν.δ. 802/1971. Υπό το ισχύον Συνταγματικό καθεστώς εκδόθηκε ο ν. 2509/1997 ως απόρροια των σκανδάλων του 1989 που ταλάνισαν την πολιτική ζωή και την κοινή γνώμη 4. ΜΕΡΟΣ 2 Ο : Η ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ I) Ο ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 86 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 ενώ δεν αναφέρεται στην αστική ευθύνη των Υπουργών, κάνει εκτενή αναφορά τόσο στην Κοινοβουλευτική ευθύνη των Υπουργών (πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, Κοινοβουλευτικός έλεγχος, αντικατάσταση Υπουργού με απόφαση του Πρωθυπουργού κλπ) όσο και στην 3 ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995, σελ 98 υποσημ. 37 4 ΜΑΥΡΙΑΣ Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ 615, ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 379, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011, σελ 1173 και άρθρο του Βαρβιτσιώτη Ιωάννη, 28/05/2006 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.tovima.gr 7
ποινική τους ευθύνη. Μάλιστα το Σύνταγμα του 1975, εν συγκρίσει με τα προγενέστερα, προβαίνει σε μια λεπτομερέστερη ρύθμιση του θεσμού της ποινικής ευθύνης των Υπουργών 5. Θεμελιώδης διάταξη για την επισκόπηση του θεσμού της ευθύνης των Υπουργών στη σύγχρονη νομική πραγματικότητα είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο δίνει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να διέπουν την ποινική δίωξη κατά των «μελών της Κυβέρνησης», κατά την ακριβή διατύπωση της διατάξεως του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή πάντως θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «εξαιρετική», καθώς εισάγει μια ξεκάθαρη εξαίρεση από τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 4 και 8 για την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου και του «φυσικού δικαστή» αντιστοίχως. Αλλά και των γενικών διατάξεων των άρθρων 96 και 97 που ρυθμίζουν την αρμοδιότητα των ποινικών Δικαστηρίων της χώρας. Συγκεκριμένα το άρθρο 96 αναφέρει : «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι.». Η ποινική ευθύνη είναι ευθύνη χαρακτηρίζεται και ειδική, καθώς το Σύνταγμα προβαίνει σε ειδική ποινική μεταχείριση των Υπουργών, η οποία διαφέρει από την ευθύνη που φυλάσσουν οι κοινές ποινικές διατάξεις (Ποινικός Κώδικας, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) σε άλλους δράστες, μη Υπουργούς. Η δικαιολογητική βάση και ο σκοπός του Συντακτικού Νομοθέτη δεν είναι, φυσικά, η εύνοια προς την πολιτική ηγεσία, αλλά η διαφύλαξη των θεσμών από τους κινδύνους που περιέχει 5 ΜΑΥΡΙΑΣ Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2005, σελ 616 8
η αλόγιστη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και η χρησιμοποίηση των νομικών διαδικασιών ως μέσων πολιτικού αγώνα, όπως συνέβαινε σε περιόδους που χαρακτηρίζονταν από πολιτικές διώξεις και ταραχές (πραξικοπήματα, δικτατορίες). Ο δικαιολογητικός λόγος της ειδικής αυτής ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών είναι διττός. Με τις διατάξεις αυτές, επιδιώκεται η προστασία κατά κύριο λόγο του ίδιου του Κράτους από ενέργειες των Υπουργών. Παράλληλα, όμως, επιδιώκεται και η προστασία των ίδιων των Υπουργών, όχι μόνο ως προσώπων, αλλά ως φορέων της εκτελεστικής εξουσίας. Η ειδική ποινική μεταχείριση συνίσταται κυρίως : α) στη μεσολάβηση της Βουλής στην όλη διαδικασία. β) Στην εκδίκαση από ειδικό δικαστήριο, το Υπουργοδικείο («Ειδικό Δικαστήριο», κατά την ακριβή διατύπωση του Συντάγματος) και γ) στη σύντομη παραγραφή 6. II) OI ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 86 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Α) Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΙΔΙΩΝΥΜΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ Η διάταξη αυτή περιέχει κατευθύνσεις προς τον κοινό νομοθέτη τόσο ουσιαστικής όσο και δικονομικής φύσεως με τις 6 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007,σελ 379, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011, σελ 1176 και ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2006,σελ 315-316 9
τελευταίες να αναλύονται με αρκετά λεπτομερειακό τρόπο στο κείμενο του Συντάγματος. Συγκεκριμένα το Σύνταγμα ρητά στο άρθρο 86 1 εδ. β ότι : «Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων». Σύμφωνα με τα διδάγματα της Ποινικής επιστήμης το ιδιώνυμο ή ιδιογενές έγκλημα (delictum sui generis) έχει νομική αυτοτέλεια έναντι του βασικού εγκλήματος και επομένως νομικό χαρακτηρισμό διάφορο του βασικού τόπου 7. Εν προκειμένω ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης ήθελε να αποφύγει την θέσπιση αδικημάτων που θα στοιχειοθετούσαν εγκλήματα βασισμένα στην υπουργική ιδιότητα κάποιου προσώπου. Η επιλογή αυτή του Νομοθέτη δεν είναι τυχαία και αντικατοπτρίζει τις εξελίξεις στη μετά των σκανδάλων του 1989 εποχή. Συγκεκριμένα ο πρώην Υπουργός Οικονομικών Δημήτριος Τσοβόλας είχε παραπεμφθεί να δικαστεί με το ιδιώνυμο αδίκημα της «εκ προθέσεως βλάβης των συμφερόντων του Κράτους» (ν.δ. 802/1971 άρθρο 2). Παράλληλα το 2001, ενόψει των συνθηκών που επικρατούσαν στο πολιτικό και το κοινωνικό επίπεδο της χώρας βούληση του Αναθεωρητικού Νομοθέτη ήταν η πλήρης απεμπλοκή της όλης διαδικασίας της δίωξης από τον «χώρο» των πολιτικών ποινικών ιδιώνυμων εγκλημάτων. Τα πολιτικά (ποινικά) ιδιώνυμα εγκλήματα, τα οποία επί της ουσίας ήταν εγκλήματα εναντίον των αντιφρονούντων της αστικής Δημοκρατίας έκαναν την εμφάνιση τους στην Ελλάδα με το νόμο του Ελευθερίου Βενιζέλου 4229/1929 (Π ερί μ έ τρω ν α σ φ α λείας τ ο υ κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας της 7 ΚΟΤΣΑΛΗΣ Λ., Ποινικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος) Α Τόμος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2007, σελ 96 υποσημ. 284 10
ελευθερίας των πολιτών) που εφαρμόστηκε με αρκετή αυστηρότητα και αυθαιρεσία την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά από το καθεστώς της 4 ης Αυγούστου. Ιδιώνυμα εγκλήματα είχαν προβλεφθεί στο ν.δ. 802 / 1971 (άρθρα 1, 2, 3 και 4 ). Βέβαια ήδη από τότε είχαν διατυπωθεί στη θεωρία έντονες ενστάσεις, ως προς τη συνταγματικότητα τους 8. Αυτό φυσικά δεν συνεπάγεται ότι τα εγκλήματα, τα οποία προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα και απαιτούν την υπαλληλική ιδιότητα δεν εφαρμόζονται στους Υπουργούς. Συγκεκριμένα στο άρθρο 2 3 του νόμου 3126/2003 τον οποίο υπερψήφισε και η Αντιπολίτευση-, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το νόμο 3961/2011, για την Ποινική ευθύνη των Υπουργών, ο οποίος εκδόθηκε κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος, Έννοια όρων του νόμου- ρητά αναφέρεται ότι : «Οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 περ.α του Ποινικού Κώδικα.». Οπότε και στους Υπουργούς τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που προβλέπουν αδικήματα, όπως η δωροδοκία κλπ. Β) Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΤΕΛΕΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΥΠΟΥΡΓΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το ζητούμενο της παραγραφής των αδικημάτων που τέλεσε Υπουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του ενόψει μάλιστα και των τελευταίων 8 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007,σελ 379, άρθρο με τίτλο : ««Ιδιώνυμο» η πρώτη ποινικοποίηση των κομμουνιστικών ιδεών στην Ελλάδα»,25/7/2012 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.tvxs.gr και Μανωλεδάκης, Υπεράσπιση 1993, σελίδες 439 επ. 11
σκανδάλων που βλέπουν με ιδιαίτερη συχνότητα τον τελευταίο καιρό το φως της δημοσιότητας. Όπως επικρατεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία 9 το ζήτημα της παραγραφής αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού δικαίου γι αυτό και εξετάζεται σε αυτό το κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα τα αδικήματα των Υπουργών υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς (ν.δ. 802/71 άρθρο 7-10 και ν. 3126/2003) παραγράφονταν ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό τους ως πλημμελήματα ή κακουργήματα, με την συμπλήρωση πέντε ετών από την μέρα που τελέσθηκαν. Η πενταετής αυτή παραγραφή χαρακτηριζόταν στη θεωρία ως νομική παραγραφή 11. Μετά, όμως, την τροποποίηση που έφερε ο νόμος 3961/2011 (ΦΕΚ Α97/29.4.2011) στο άρθρο 2 1 του νόμου 3126/2003 η παραγραφή για τα υπουργικά αδικήματα είναι η γενική παραγραφή των άρθρων 111 έως 113 του Ποινικού Κώδικα. Η προθεσμία αυτή της παραγραφής αναστέλλεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 1 : «Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 113 παράγραφοι 1 έως 3 του Ποινικού Κώδικα, και στις ακόλουθες περιπτώσεις : α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη και β) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για την αναστολή της ποινικής δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 6.» 9 ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Η παραγραφή της συμμετοχής σε έγκλημα Υπουργού, περιέχεται στο : Ποινική Δικαιοσύνη 2005, τ. 8, τεύχος 11, σελ 1311 10 ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995, σελ 98-99 11 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 382 και 12
Περαιτέρω, όμως, η ποινική δίωξη των Υπουργών για τα αδικήματα που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που ασκείται μόνο από την Βουλή με ειδική απόφασή της, πρέπει να ληφθεί το αργότερο μέχρι το τέλος της 2ης τακτικής συνόδου της επόμενης του αδικήματος βουλευτικής περιόδου, όπως ρητά αναφέρει και το Σύνταγμα στο άρθρο 86 3 εδ. 4. Σε αντίθετη περίπτωση εξαλείφεται ο αξιόποινος χαρακτήρας της πράξης (άρθρο 3 2 ν. 3126/2003). Αξίζει, όμως, να υπογραμμιστεί ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου προβλέπεται μόνο για τους Υπουργούς και όχι για τους τυχόν συμμετόχους 12. Η παραγραφή αυτή καλείται από τη θεωρία ως «πολιτική παραγραφή» 13 και συνιστά, ουσιαστικά, αποσβεστική προθεσμία. Η ratio της διάταξης αυτής του Συντάγματος αποκαλύπτει για άλλη μια φορά τη βούληση του Συντακτικού Νομοθέτη για ταχεία διευθέτηση των υπουργικών αδικημάτων ώστε να αίρονται σε σύντομο χρονικό διάστημα οι όποιες αμφιβολίες για το πρόσωπο κάποιου Υπουργού 14. 12 ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Η παραγραφή της συμμετοχής σε έγκλημα Υπουργού, περιέχεται στο : Ποινική Δικαιοσύνη 2005, τ. 8, τεύχος 11, σελ 1310 13 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 383 14 ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ Ι. οπ.π και ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995, σελ 101 επ. 13
III) ΟΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 86 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Α)ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το άρθρο 86 του Συντάγματος κάνει, όμως, μια εκτενέστατη αναφορά στις δικονομικές αρχές που πρέπει να διέπουν την δίωξη των Υπουργών, με αποτέλεσμα να μην αφήνει περιθώρια διαφορετικής αντιμετώπισης τους από τον κοινό νομοθέτη. Το κυριότερο γνώρισμα των δικονομικών αυτών αρχών είναι η ευμενέστερη δικονομική αντιμετώπιση των Υπουργών, από Συνταγματικής άποψης, συνίσταται στον έντονο πολιτικό χαρακτήρα της όλης διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή στο πλαίσιο της Ελληνικής Κοινοβουλευτικής πρακτικής της επονομαζόμενης «κομματικής Δημοκρατίας» αποκτά έντονα κομματικά χαρακτηριστικά από όλα τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία μέρη. Επιχειρώντας, όμως, μια τοποθέτηση του εν λόγω άρθρου στο σύγχρονο της ψήφισης του Συντάγματος πλαίσιο αντιλαμβάνεται κανείς τις «ανησυχίες» και τους «φόβους» που οδήγησαν στον Συντακτικό Νομοθέτη στη θέσπιση των εν λόγω πολιτικών «εχεγγύων». Το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μετά από μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο, της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, στην οποία κυριαρχούσαν οι πολιτικές διώξεις εναντίον προσώπων που άνηκαν στον Αριστερό χώρο και κυρίως στο χώρο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος με αθρόες προσαγωγές στελεχών, μελών και οπαδών του. Καθ αυτόν τον τρόπο η τότε Κυβέρνηση προσπάθησε να υιοθετήσει ένα πνεύμα φιλελευθερισμού και Δημοκρατικότητας σε όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα με 14
σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη όλων των κομμάτων και των ιδεολογιών και να δηλώσει την ξεκάθαρη μεταστροφή στον χώρο του Δημοκρατικού πλουραλισμού. Γι αυτό το λόγο έδωσε την αναγκαία δημοσιότητα και τη λαϊκή νομιμοποίηση της δίωξης, μέσω των Αντιπροσώπων του Λαού, τους Βουλευτές. Πιο συγκεκριμένα ο έκδηλος πολιτικός χαρακτήρας της διαδικασίας 15 εντοπίζεται στο γεγονός ότι η Βουλή είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για την έναρξη της ποινικής δίωξης, κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 86 : «Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει.» και της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου «Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.», κάποιου Υπουργού με αποφασιστική αρμοδιότητα καθ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Μάλιστα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 86 ρητά ορίζεται ότι : «Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφαση της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.». Ο νόμος 3126/2003 στο άρθρο 1 διευκρινίζει ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και του εν λόγου νόμου αφορούν την εκδίκαση πλημμελημάτων και κακουργημάτων που τελούνται από 15 ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Η ποινική ευθύνη των υπουργών, Προδημοσίευση από το συλλογικό τόμο «Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, ΙΣΤΑΜΕ, 2013, υποσημ. 14 15
Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως του αν διατηρεί ακόμα ή έχει παύσει να έχει την υπουργική ιδιότητα. Τα αδικήματα για τα οποία συντρέχει υπουργική ευθύνη πρέπει να τελέστηκαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων. Κατά συνέπεια τα εκτός της εκτέλεσης των υπουργικών καθηκόντων τελούμενα από τους Υπουργούς αδικήματα, καθώς και τα αδικήματα πταισματικού χαρακτήρα, υπάγονται στα κοινά δικαστήρια. Αξιόποινες πράξεις που τελούνται από Υπουργό και είναι άσχετες με την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από τα αρμόδια Ποινικά Δικαστήρια. Όπως επισημαίνεται μάλιστα : «Τα καθήκοντα του Υπουργού νοούνται με το εύρος που επιβάλλει η λειτουργία ενός σύγχρονού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Συνεπώς, περιλαμβάνονται όχι μόνο αδικήματα που συνδέονται με την έκδοση διοικητικών ή κυβερνητικών πράξεων από τον Υπουργό ως μονοπρόσωπο όργανο και από περισσότερους υπουργούς από κοινού ή από συλλογικό όργανο στο οποίο μετέχει ο υπουργός, αλλά και αδικήματα που τελούνται κατά την παρουσία του υπουργού στη Βουλή ή τις επιτροπές της, κατά τη δημόσια υποστήριξη ή προβολή των θέσεων της Κυβέρνησης κ.ο.κ.» 16. 16 ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥ., Το αναθεωρητικό κεκτημένο : Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21 ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002, σελ 292 16
Β) Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Η διαδικασία της ποινικής δίωξης κατά ρητή επιταξή του Συντάγματος άρχεται με πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων. Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση, καθώς και τα συναφή με αυτήν θέματα, άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές και εγγράφεται σε ειδική ημερήσια διάταξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 1 του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων (ΚτΒ) και πρέπει για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής δίωξης να λάβει την πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή 151 ψήφους υπέρ. Η συνεδρίαση αυτή πρέπει να είναι συνεδρίαση της Ολομελείας και η εν λόγω ψηφοφορία, καθώς και όλες τις προβλεπόμενες στο άρθρο 86 του Συντάγματος, είναι μυστική και δεν συμμετέχει σε αυτήν αυτός κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση, αν έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Μπορεί, όμως, αν το επιθυμεί να τοποθετηθεί κατά τη συζήτηση της πρότασης παραπομπής ή να αποστείλει υπόμνημα (άρθρο 155 3 και 5). Περαιτέρω η πρόταση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 153 3 ΚτΒ πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη τόσο ως προς τα νομικά όσο και ως τα πραγματικά περιστατικά, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εν συνεχεία εφόσον η πρόταση λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία των μελών του Σώματος, συγκροτείται δωδεκαμελής επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (Επιτροπή), η οποία έχει ως σκοπό την έκδοση πορίσματος επί της κατηγορίας και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού. Επίσης της τάσσεται προθεσμία από το Σώμα μέσα στην οποία οφείλει να περατώσει το έργο της. Στην Επιτροπή αυτή συμμετέχουν Βουλευτές των κοινοβουλευτικών ομάδων κατά αναλογία της 17
δύναμης των τελευταίων, ενώ υπάρχει σχετική νομοθετική «πρόνοια» ώστε να παρευρίσκεται στην Επιτροπή αυτή ένας τουλάχιστον Βουλευτής από κάθε κοινοβουλευτική ομάδα (άρθρο 156 1 και 2). Ο Κανονισμός της Βουλής διευκρινίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή : «έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελές πλημμελειοδικών, όταν αυτός διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.»(άρθρο 156 4 εδ. Α). Βέβαια διευκρινίζεται στο επόμενο εδάφιο ότι η Επιτροπή μπορεί επικουρικά να αναθέσει τη διενέργεια ειδικότερων πράξεων είτε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών η στον Εισαγγελέα Εφετών. Στην Επιτροπή μπορεί να παραστεί και ο Υπουργός κατά του οποίου στρέφεται η δίωξη για να παράσχει εξηγήσεις (άρθρο 156 4 ΚτΒ). Το μέρος αυτό της διαδικασίας τελειούται με την υποβολή του πορίσματος και του αποδεικτικού υλικού που συγκέντρωσε η Επιτροπή στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος γνωστοποιεί αυτή την κατάθεση στο Σώμα. Κάθε Βουλευτής, καθώς και ο Υπουργός κατά του οποίου στρέφεται η δίωξη έχουν το δικαίωμα να λάβουν γνώση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την Επιτροπή (άρθρο 156 5 και 7 ΚτΒ). Γ) Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ Το πόρισμα της Επιτροπής εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής σύμφωνα με τον Κανονισμό της. Το στάδιο αυτό της παραπομπής σε δίκη του κατηγορούμενου Υπουργού αρχίζει με τη συζήτηση του πορίσματος της προανακριτικής επιτροπής. Η συζήτηση είναι γενική και αναφέρεται στην παραδοχή ή μη της πρότασης για την 18
παραπομπή σε δίκη των προσώπων, που εισηγείται με το πόρισμά της η Επιτροπή (άρθρο 157 2 ΚτΒ). Αμέσως μετά τη λήξη της συζήτησης διεξάγεται μυστική ψηφοφορία για την πρόταση της Επιτροπής και χωριστά για κάθε καταγγελλόμενη πράξη ή παράλειψη. Η απόφαση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί σαν άρση της ασυλίας, αν ο Υπουργός έχει και την βουλευτική ιδιότητα 17. Αν η Βουλή δεχτεί την πρόταση της προανακριτικής επιτροπής για την παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη, εκλέγει επιτροπή από βουλευτές για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου (Υπουργοδικείου) και προχωρεί σε κλήρωση 12 τακτικών και 6 αναπληρωματικών μελών του δικαστηρίου αυτού (άρθρο 158.1 ΚτΒ και άρθρο 86 3 του Συντάγματος). Δ) Η ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ) Στο πλαίσιο της συγκρότησης του Ειδικού Δικαστηρίου προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 86 4) η συγκρότηση Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τα 17 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011, σελ 1181 19
καθήκοντα διενέργειας της κύριας ανάκρισης. Με απόφαση του Συμβουλίου αυτού ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, τα οποία κατά ρητή συνταγματική επιταγή, δεν μπορούν να είναι μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου και προέρχονται από κλήρωση από τα μέλη του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω καθήκοντα Εισαγγελέα τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο Ειδικό Δικαστήριο ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται με τον αναπληρωτή του (άρθρο 86 4 εδ. ζ). Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος που μπορεί να είναι απαλλακτικό ή παραπεμπτικό. Το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο (άρθρο 86 4 εδ. στ του Συντάγματος και άρθρο 11 3 εδ. α ν. 3126/2003) Ε) Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Σε περίπτωση έκδοσης βουλεύματος που παραπέμπει Υπουργό στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος της Βουλής κληρώνει σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής 13 τακτικά (έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου) και 6 αναπληρωματικά μέλη (τρία μέλη από τον Άρειο Πάγο και τρία από το Συμβούλιο της Επικρατείας) για τη συγκρότηση του κατά το άρθρο 86 4 του Σ Ειδικού Δικαστηρίου (άρθρο 12 2 και 3). Πρόεδρος του Ειδικού αυτού Δικαστηρίου ορίζεται ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη 20
του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιοβάθμων ο αρχαιότερος. Μάλιστα το Σύνταγμα του 1975 εισήγαγε σημαντική καινοτομία έναντι όλων των προηγούμενων Συνταγμάτων, καθώς αφαιρούσε από την διαδικασία της κλήρωσης, από την οποία θα προέκυπταν τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου τους Εφέτες 18. Κριτική, όμως, ασκείται για τη συμμετοχή του μεγάλου αριθμού Δικαστών που προέρχονται από το χώρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Ενώ, όπως υποστηρίζεται, η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη με σκοπό την ενημέρωση του Δικαστηρίου όταν οι υποθέσεις έχουν σχέση με διοικητικές πράξεις ή συμβάσεις, από την άλλη η «απειρία» τους σε θέματα που αφορούν την Ποινική Δίκη, ίσως να αποδειχθεί ως «δολιοφθορά» του συστήματος απονομής της ποινικής ευθύνης 19. Εν συνεχεία ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου, μόλις λάβει το πρακτικό της Βουλής, με το οποίο ορίζονται τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου, ορίζει με πράξη του τη δικάσιμο, σε χρονικό διάστημα από 40 ως 60 μέρες από την έκδοση της πράξης, τον τόπο όπου θα συνεδριάσει το Ειδικό Δικαστήριο και τον κατάλογο των μαρτύρων που θα εξεταστούν. Ο κατάλογος περιλαμβάνει όλους τους ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Η πράξη πρέπει να κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Βουλής και στον Εισαγγελέα του Ειδικού Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από την έκδοσή της. Ο κατηγορούμενος, οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες κλητεύονται στο ακροατήριο από τον από τον πρόεδρο με κλήση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα 18 ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995, σελ 98 υποσημ. 38 19 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 380 21
Ποινικής Δικονομίας. Στην κλήση του κατηγορουμένου πρέπει να περιλαμβάνεται και ο κατάλογος των μαρτύρων που αναφέρεται στην πράξη ορισμού δικασίμου (άρθρο 13 ν. 3126/2003). Η εν γένει διαδικασία στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου διαδικασία στο ακροατήριο εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτό, διεξάγεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 15 1). Παράλληλα απαγορεύεται ρητά η άσκηση πολιτικής αγωγής, η οποία, μαζί με την αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ασκείται κατά τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 15 5). Η εκδιθεισομένη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου είναι αμετάκλητη άρθρο 17 1 ν. 3126/2003 (δεν υπόκειται, δηλαδή, σε ένδικα μέσα). Το γεγονός ότι απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ενώ φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις κοινές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων των Ποινικών Δικαστηρίων είναι σε εναρμόνιση με τον εξαιρετικό και ειδικό χαρακτήρα των διατάξεων που διέπουν την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης από τον απόντα κατηγορούμενο δεν επιτρέπεται. Επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του κατηγορούμενου δεν επιτρέπεται. Αν συντρέχει περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου για τους λόγους που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2,3 και 4 του άρθρου 5 και 1 και 2 του άρθρου 6 του νόμου αυτού (άρθρο 17 2 επ.). Επιπλέον αν για οποιονδήποτε λόγο η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε με τους δικαστές που κληρώθηκαν, η δίκη επαναλαμβάνεται με νέα σύνθεση ( άρθρα 19 1 και 12 ν. 22
3126/2003). Και στο πεδίο των ποινών παρατηρείται, επίσης, μια ευμενέστερη μεταχείριση των Υπουργών, καθώς στους Υπουργούς δεν επιβάλλεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 61 του Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση που ο τελευταίος καταδικαστεί για πλημμέλημα. Επιπροσθέτως η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται σε Υπουργό για πλημμέλημα μετατρέπεται σε χρηματική. Παρ όλα αυτά ως προς τα κακουργήματα εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις (άρθρο 18 ν. 3126/2003). Τέλος οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου εκτελούνται με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (άρθρο 20 ν. 3126/2003). ΣΤ) ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΙ Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δέον είναι να παρατεθεί και η ευθύνη των τυχόν συμμετέχων στα τελεσθέντα κατά τα καθήκοντα τους τελούμενα αδικήματα των Υπουργών. Συγκεκριμένα τόσο κατά Συνταγματική επιταγή : «Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.» (άρθρο 86 4 in fine) όσο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο 3126/2003 στους συμμέτοχους επιφυλάσσεται η ίδια ποινική μεταχείριση, όπως και στους Υπουργούς. Ως συμμέτοχος νοείται «α) ο συναυτουργός, ηθικός 23
αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη που αποδίδεται στον Υπουργό και β) ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη, για την οποία αποδίδεται στον Υπουργό η κατηγορία του ηθικού αυτουργού, άμεσου ή απλού συνεργού» (άρθρο 2 2 ν. 3126/2003). Αν, όμως, η Βουλή αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη στον Υπουργό ή αν το βούλευμα του Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου είναι απαλλακτικό, τότε οι συμμέτοχοι δικάζονται από τα Τακτικά Ποινικά Δικαστήρια, των οποίων η δικαιοδοσία δεν θίγεται (άρθρα 7 και 11 4 ν. 3126/2003). Έντονη, όμως, κριτική ασκείται από την επιφύλαξη της ίδιας ποινικής μεταχείρισης με τους Υπουργούς στους συμμετόχους. Διαπιστώνεται ότι το τυχαίο γεγονός της εμπλοκής προσώπου που έχει την υπουργική ιδιότητα αποστερεί από τους συμμέτοχους το δικαίωμα να δικαστούν ενώπιον της κοινής Ποινικής Δίκης με αποτέλεσμα να τους αποστερείται το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη που προστατεύεται στο άρθρο 6 1 από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Έτσι η ρύθμιση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το εν λόγω άρθρο της Ε.Σ.Δ.Α.. Σχετική είναι και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Coene κατά Βελγίου (22 Ιουνίου 2000) 20. 20 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 382 24
Ζ) Η ΕΙΔΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 86 5 Το άρθρο 86 5 του Συντάγματος αναφέρει ρητά ότι : «Αν για οποιονδήποτε λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά πρόσωπον που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση τον ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.». Η πρόβλεψη τέτοιας Επιτροπής αποτελεί καινοτομία του Συντάγματος του 1975 και έχει κυρίως ηθική υφή, καθώς αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τιμής του προσώπου που προκλήθηκε από την κατηγορία που δέχτηκε. Η Βουλή, όμως, έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να συστήσει την επιτροπή αυτή, καθώς και να ορίζει κάθε φορά αν θα μετέχουν σε αυτή Δικαστικοί Λειτουργοί. Τη σύσταση της Επιτροπής αυτής μπορεί να την ζητήσει όποιος πιστεύει ότι έχει προσβληθεί η τιμή του και δεν μπορεί να δικαστεί (άρθρο 155 8-9 ΚτΒ). Μέχρι στιγμής ουδέποτε έχει συσταθεί αυτή η επιτροπή 21. Η) Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΧΑΡΙΤΟΣ Σύμφωνα με το άρθρο 47 2 του Συντάγματος : «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόνο με τη συγκατάθεση της Βουλής 21 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 383 25
έχει το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86.» Η διάταξη αυτή εισάγει έναν περιορισμό στο θεσμό της απονομής της χάριτος, καθώς το Σύνταγμα ρητά απαιτεί τη συγκατάθεση της Βουλής. Με αυτήν την «δικλείδα» ο Συντακτικός Νομοθέτης ήθελε να αποφύγει το ενδεχόμενο τυχόν συμπαιγνίας μεταξύ του Αρχηγού του Κράτους και των Υπουργών που θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του θεσμού. Βέβαια πιστεύεται ότι η θεώρηση αυτή απηχεί παρωχημένες αντιλήψεις. Πάντως, η διάταξη είναι μέσα στο πνεύμα της ισορροπίας των εξουσιών 22. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον νόμο 3126/2003 (άρθρο 19) όταν απονέμεται χάρη σε καταδικασθέντα Υπουργό η Βουλή μπορεί να δώσει τη συγκατάθεση της και για τη διαγραφή της ποινής από το ποινικό του μητρώο, εφόσον η χάρη εκτείνεται και στην άρση των συνεπειών της καταδίκης. Η πρακτική για την απονομή χάριτος που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του Δημήτρη Τσοβόλα (1993-1994) ήταν η υποβολή της σχετικής πρότασης στη Βουλή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και, εφόσον αυτή συγκατατέθηκε, ακολούθησε η πρόταση του τελευταίου για την έκδοση του σχετικού διατάγματος 23. 22 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 383-384 23 ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007, σελ 384 26
ΜΕΡΟΣ 3 ο Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, στη νομική του διάσταση, αποτελεί ένα ιδιαίτερα εριζόμενο ζήτημα τόσο στην Ελληνική κοινωνία όσο και στην Ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Η διαρκώς αυξανόμενη αμφισβήτηση των Ελλήνων πολιτών στο πολιτικό προσωπικό της χώρας σε συνάρτηση με των αριθμό των σκανδάλων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας προκαλεί την πλήρη αντίθεση τους στη νομοθεσία περί ευθύνης των Υπουργών, καθώς τη θεωρεί «χαριστική» προς τους τελευταίους και ότι ξεχωρίζει τους πολιτικούς από τους «απλούς πολίτες», επειδή τους εξασφαλίζει ευμενέστερη μεταχείριση. Μάλιστα σε δημοσκόπηση της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» με την πρόταση για κατάργηση της αρμοδιότητας της Βουλής «να αποφασίζει για το εάν θα δικάζονται οι πολιτικοί ή όχι» τάχθηκε το 82% των ερωτηθέντων 24. Η κοινωνική αυτή αποστροφή είναι έκδηλη και στην τοποθέτηση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χάρη Καστανίδη κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου «Τροποποίηση του ν. 3126/2003 για την Ποινική Ευθύνη των Υπουργών». Συγκεκριμένα αναφέρει ότι η τροποποίηση του μέχρι τότε υφιστάμενου νόμου είναι «πάνδημο αίτημα». Παράλληλα αναγνωρίζει και τον «συνταγματικό σκόπελο» της διάταξης του άρθρου 86 3 εδ. 4 και κάνει λόγο για «υποχρέωση της Βουλής των Ελλήνων να προχωρήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές του νόμου περί ευθύνης Υπουργών» που «πρέπει να περιμένει μέχρι την 24 Βλ Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 17-2-2013 27
έναρξη του επόμενου αναθεωρητικού εγχειρήματος.» 25. Στην θεωρία έχουν διατυπωθεί δύο κυρίως απόψεις. Η πρώτη προτάσσει την αναγκαιότητα της διατήρησης της ειδικής ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών, καθώς δεν θα πρέπει να υπάρχουν στρεβλώσεις στην πολιτική ζωή της χώρας προκαλούμενες από την ποινικοποίηση της πολιτικής και τη δυνατότητα κάθε πολίτη να προκαλεί τη δίωξη των Υπουργών. Επίσης θα αποτελούσουν προσβολή του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης οι διώξεις των Υπουργών για αποφάσεις καθαρά πολιτικής υφής (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις, αναθέσεις έργων κλπ) από τους πολιτικούς τους αντιπάλους 26. Υπέρ της άποψης αυτής είχε ταχθεί ήδη από το 1880 ο Ιωάννης Αραβαντινός στην κλασσική πραγματεία του «περί ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών. Αναφέρει μάλιστα στο έργο του αυτό χαρακτηριστικά ότι : «(ενν. η ανάθεση της ποινικής κατηγορίας) δεν είναι εφεύρεσις των νεώτερων νομοθεσιών Είναι απλούν και ιστορικώς ευεξήγητον φαινόμενον της πολιτικής ιστορίας.» και συμπληρώνει «δεν πρέπει να επιτραπή εις πάντα πολίτην η ενάσκησις του προς κατηγορίαν των υπουργών δικαιώματος>> 27. Η άποψη αυτή καταλήγει ότι δυνάμει των ανωτέρω προβληματισμών που απασχόλησαν και τον Συντακτικό Νομοθέτη η ποινική δίωξη των Υπουργών είναι πρωτίστως μια κοινοβουλευτική πολιτική διαδικασία και πρέπει να συνεχίσει να 25 Ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χάρη Καστανίδη κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ», Τετάρτη 13 Απριλίου 2013 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.ministryofjustice.gr 26 ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Η ποινική ευθύνη των υπουργών, Προδημοσίευση από το συλλογικό τόμο «Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, ΙΣΤΑΜΕ, 2013,υποσημ. 18 27 ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ Ι., Πραγματεία περί ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών,1880, σελ 258 επ. 28
έχει τα απαραίτητα νομικά εχέγγυα. Μάλιστα γίνεται και λόγος ότι ο θεσμός αυτός αποτελεί εχέγγυο για την ομαλή διακυβέρνηση της χώρας. Υπάρχει, όμως, και η αντίθετη φωνή που μιλάει για έναν καθαρά προνομιακό θεσμό που προσβάλλει το αίσθημα ισονομίας και ισότητας των πολιτών και έρχεται σε σύγκρουση με το θεμελιώδες δικαίωμα στη «Δίκαιη Δίκη» (άρθρο 6 Ε.Σ.Δ.Α.). Οι θιασώτες της άποψης αυτής κάνουν λόγο για ανύπαρκτη πολιτική αμεροληψία των Βουλευτών και προτάσσουν την άμεση κατάργηση της ειδικής ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών με επί μέρους αλλαγές, όπως η κατάργηση του «ακαταδίωκτου» των Βουλευτών, η ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, κλπ. Μάλιστα γίνεται λόγος για ένα ανήθικο προνόμιο συνώνυμο της πολιτικής και ηθικής αναξιοπιστίας που ταλανίζει τη χώρα. Τέλος διαπιστώνεται ότι το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. «δεν καταλαμβάνει το προνόμιο να κρίνονται οι εμπλεκόμενοι από τους ομοίους τους και όχι από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.» Γι αυτό γίνεται από τους θιασώτες αυτής της άποψης λόγος για την άμεση ανάγκη της αναθεώρησης του άρθρου 86 και την εξίσωση της ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών με αυτή των πολιτών κάνοντας λόγο για πλήρη αποσύνδεση της υπουργικής ευθύνης από την λαϊκή αντιπροσωπία. Την πρακτική αυτή ακολουθούν χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ιρλανδία, στη Γερμανία, την Ισπανία (με εξαίρεση κάποια πολιτικά εγκλήματα), την Γαλλία και την Ιταλία (με περιορισμένη δυνατότητα επέμβασης της Βουλής) 28. 28 ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Η ποινική ευθύνη των υπουργών, Προδημοσίευση από το συλλογικό τόμο «Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, ΙΣΤΑΜΕ, 2013 και ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ν., Ποινική ευθύνη υπουργών : Υπάρχει λύση, Εφημερίδα Καθημερινή, 12/07/2009. 29
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1) ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ Ν., Γύρω από την ποινική ευθύνη των Υπουργών, Παραγραφή Συμμέτοχοι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1989 2) ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ Ι., Πραγματεία περί ευθύνης των ηγεμόνων και των υπουργών,1880. 3) ΔΕΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ Α.Ν., Οι εξεταστικές επιτροπές, 1994 4) ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2011 5) ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου ΙΙ, Ι Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004, Αθήνα. 6) ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α., Πρακτικά θέματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, Γενική θεωρία Οργανωτικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθηνα Θεσσαλονίκη, 2004. 7) ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥ., Το αναθεωρητικό κεκτημένο : Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21 ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002 8) ΚΑΡΡΑΣ Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2007 9) ΚΟΤΣΑΛΗΣ Λ., Ποινικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος) Α Τόμος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2007 10) ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Κυβέρνηση, συλλογική λειτουργία και πολιτική ευθύνη, 1991. 30
11) ΛΟΒΕΡΔΟΣ Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1995. 12) ΜΑΥΡΙΑΣ Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2005 13) ΜΑΥΡΙΑ Κ. και ΠΑΝΤΕΛΗ Α, Συνταγματικά Κείμενα, Τόμος Πρώτος, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2007 14) ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Α, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2 η Έκδοση, Εκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα, 2007 15) ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ Ι., Ποινική ευθύνη υπουργών (Εκλαϊκευμένη νομική βιβλιοθήκη), 2011 16) ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Φ., Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 2006 ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1)ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ν., Ποινική ευθύνη υπουργών : Υπάρχει λύση, Εφημερίδα Καθημερινή, 12/07/2009. Του ίδιου, Νέος νόμος περί ευθύνης υπουργών (ν.3126/2003) : Ζητήματα παραγραφής. Απαράδεκτη η αυτοτελής δίωξη συμμετόχων για πράξεις τελεσθείσες προτού ο νόμος αυτός τεθεί σε ισχύ, περιέχεται στο : Ποινικά Χρονικά 2005, τ. ΝΕ, τεύχος 9, σελ 862-864 2)ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Η ποινική ευθύνη των υπουργών, Προδημοσίευση από το συλλογικό τόμο «Η πρόκληση της 31
αναθεώρησης του Συντάγματος, ΙΣΤΑΜΕ, 2013. 3)ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Ι., Η παραγραφή της συμμετοχής σε έγκλημα Υπουργού, περιέχεται στο : Ποινική Δικαιοσύνη 2005, τ. 8, τεύχος 11, σελ 1310-1311 και Προβλήματα από τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, περιέχεται στο : Υπεράσπιση, 1993, σελίδες 437 επ. 4) Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 17-2-2013 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ 1)Ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χάρη Καστανίδη κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ», Τετάρτη 13 Απριλίου 2013 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.ministryofjustice.gr 2)Άρθρο με τίτλο : ««Ιδιώνυμο» η πρώτη ποινικοποίηση των κομμουνιστικών ιδεών στην Ελλάδα»,25/7/2012 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.tvxs.gr 3)Άρθρο του Βαρβιτσιώτη Ιωάννη, 28/05/2006 που περιέχεται στο διαδικτυακό τόπο www.tovima.gr 32
33