ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ ΑΠΟΦΑΣΗ 769/2011 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2010, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Αλεξανδρής, Μ. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος. Για να δικάσει την από 22 Μαΐου 2000 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας "με την επωνυμία, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο, που την διόρισε με πληρεξούσιο η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία, η οποία κατά δήλωση της ως άνω πληρεξουσίου, απορρόφησε τον κατασκευαστικό κλάδο της αναιρεσίβλητης εταιρείας. κατά των 1. Υπουργού Οικονομικών και 2. Υπ. Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Αλεξ. Ροϊλό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθ. 5242/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των αναιρεσιβλήτων Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το νόμο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί τo κατά νόμον παράβολ0 (Α 2026970, 2026971/22.5.2000). 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ αριθ. 5242/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή της αναιρεσειούσης εταιρείας, αναδόχου εκτελέσεως του δημοσίου έργου «Κατασκευή αυτοκινητοδρόμου Αθηνών Κορίνθου, Τμήμα Αγ. Θεοδώρων Διϋλιστήρια», επί διαφοράς, η οποία προέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού και ειδικώτερον από την απόρριψη αιτήματος του αναδόχου καταβολής αποζημιώσεως διά μισθούς προσωπικού και μισθώματα μηχανημάτων, λόγω υπερημερίας του έργου, συνεπεία αρχαιολογικών ευρημάτων και μη εγκαίρου ολοκληρώσεως των αναγκαίων απαλλοτριώσεων. 3. Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν. 1418/1984 «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων (Α 23) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Αν ο κύριος του έργου
καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του, ο ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση μόνο για τις θετικές του ζημίες που προκαλούνται μετά την επίδοση από αυτόν σχετικής έγγραφης όχλησης...». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως του αναδόχου λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου, πρέπει στην έγγραφο όχληση του αναδόχου να αναφέρονται τουλάχιστον αφ ενός τα συνιστώντα την υπερημερία του κυρίου του έργου πραγματικά περιστατικά και αφ ετέρου οι θετικές ζημίες που προκαλούνται στον ανάδοχο από τα περιστατικά αυτά, για τις οποίες θα ζητηθεί στο μέλλον αποζημίωση, κατ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής (βλ. ΣτΕ 2362/2009, 1009/2009, 900/2009, 2746/2008, 163/2007, 1007/2005, 541/2004, 2671/2003). Εξ άλλου, η ανωτέρω όχληση αρκεί να είναι έγγραφος και δεν απαιτείται να είναι ειδική (βλ. ΣτΕ 1209/2009, 1054/2009, 1009/2009, 900/2009, 1375/2007, 1516/2006, 651/2006, 15/1993 7μ.). Περαιτέρω, στην έννοια της θετικής ζημίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και το ποσό, το οποίο καταβάλλει ο ανάδοχος για μισθούς και έξοδα (σίτισης, ενδιαίτησης, ασφάλισης κ.λπ.) προσωπικού και μισθώματα μηχανημάτων (λόγω σταλίας) είτε αυτά είναι μισθωμένα, είτε είναι ιδιόκτητα, διότι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για το ποσό που κατεβλήθη για την αγορά τους και αποσβέννυνται, μειουμένης της αξίας των. 4. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής πραγματικά περιστατικά : η αναιρεσείουσα εταιρεία ανέλαβε διά συμβάσεως στις 17.12.1991 την κατασκευή του έργου «Κατασκευή αυτοκινητοδρόμου Αθηνών Κορίνθου, Τμήμα Αγ. Θεοδώρων Διϋλιστήρια», με συμβατική προθεσμία περατώσεως 750 ημέρες, ήτοι μέχρι την 31.12.1993. Στην ειδική συγγραφή υποχρεώσεων (Ε.Σ.Υ.) ωρίσθη ότι ο ανάδοχος εντός 100 ημερών από την υπογραφή της συμβάσεως, υποχρεούται να εγκαταστήσει τα εργοταξιακά γραφεία και να έχει προσκομίσει στον τόπο του έργου τον κατάλληλο και εγκεκριμένο από την Υπηρεσία μηχανικό εξοπλισμό για τις χωματουργικές εργασίες, σκυρόδεμα και κατασκευή πασσάλων (άρθρο 4.2.3β), ότι η επιφάνεια κατασκευής των έργων θα αποδοθεί ελευθέρα υποχρεώσεων από απαλλοτριώσεις εντός 120 ημερών από της υπογραφής της συμβάσεως (άρθρο 6.1,2), ότι η περιοχή δεν εμφανίζει σοβαρές πιθανότητες ευρέσεως αρχαίων αντικειμένων και ότι σε περίπτωση ανευρέσεως αρχαιοτήτων ο ανάδοχος υποχρεούται να συνδράμει το έργο της ανασκαφής, αποζημιούμενος με ΠΚΤΜΝΕ, μη δικαιούμενος παρατάσεως ή αποζημιώσεως για σταλίες μηχανημάτων και συνεργείων και άλλες συνέπειες από την καθυστέρηση της βραδείας προόδου των ανασκαπτικών εργασιών (άρθρο 11.5.1,3). Εξ άλλου, στη σύμβαση προβλέπεται η πρόσθετος παροχή (πριμ) από το άρθρο 23 παρ. 1 και 2 της Διακηρύξεως, το οποίο ορίζει ότι «εάν και εφ όσον το σύνολο των εργασιών του έργου περατωθεί σε χρόνους μικροτέρους των προβλεπομένων στις προθεσμίες του άρθρου 4 της ΕΣΥ θα καταβληθεί στον ανάδοχο πρόσθετος παροχή (πριμ) συμφώνως με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του ν. 1418/1984 και 37 του Π.Δ. 609/1985... Για την εφαρμογή της ρήτρας προσθέτου παροχής (πριμ) οι συμβατικές προθεσμίες (συνολική και 3η αποκλειστική) θα επιμηκύνονται σε περίπτωση χορηγήσεως παρατάσεώς τους, το πολύ μέχρι 30 ημερολογιακές ημέρες για την καταβολή της πλήρους ημερησίας προσθέτου παροχής (0,5/1000) και το πολύ μέχρι 60 ημερολογιακές ημέρες για την καταβολή του ημίσεως της ημερησίας προσθέτου παροχής (0,25/1000), ασχέτως αν οι χορηγούμενες παρατάσεις είναι μεγαλύτερες». Το Δημόσιο, εκτελώντας τις υποχρεώσεις του, προχώρησε στην κήρυξη των απαλλοτριώσεων στις 7.8.1991 (ΦΕΚ τ. Δ 557/1991 ), η δε συζήτηση των υποθέσεων για τον καθορισμό της τιμής μονάδος έγινε στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, κατόπιν πολλών αναβολών, στις 23 και στις 25.9.1992, και η εν τω μεταξύ γενομένη επίταξη ανεστάλη δικαστικώς. Εξ άλλου, στον κόμβο Αγ. Θεοδώρων ανευρέθησαν αρχαιότητες, οι οποίες ήσαν τέτοιας σπουδαιότητος, ώστε το Δημόσιο απεφάσισε τη νέα χάραξη της οδού, τη σύνταξη νέων σχεδίων και τη διενέργεια νέων απαλλοτριώσεων. Τα ανωτέρω γεγονότα καθυστέρησαν την έναρξη των εργασιών και, για το λόγο αυτό, η Υπηρεσία, συμφώνως και με σχετική πρόβλεψη της Ε.Σ.Υ., εχορήγησε πέντε διαδοχικές παρατάσεις της προθεσμίας περατώσεως του έργου, με αναθεώρηση των τιμών. Η τελευταία παράταση έληξε στις 30.9.1995, ήτοι μετά από 21 μήνες, από το τέλος της συμβατικής προθεσμίας. Η ανάδοχος, αποδίδοντας υπαιτιότητα στον κύριο του έργου για την καθυστέρηση ενάρξεως των εργασιών, εζήτησε με το από 15.12.1992 έγγραφό της, μεταξύ άλλων, την καταβολή 62.455.234 δρχ. για έξοδα λειτουργίας εργοταξίου και των κεντρικών γραφείων της αναδόχου εταιρείας, για τη ζημία την οποία υπέστη από την καθυστερημένη κατά 7 μήνες, δηλαδή από 1.5.1992 μέχρι 30.11.1992, έναρξη των εργασιών. Επί πλέον
εζήτησε να αναγνωρισθεί ότι το προβλεπόμενο από τη σύμβαση πριμ οφείλεται και μετά την παράταση της προθεσμίας. Η αρμόδια ΔΕΚΕ, με το από 30.3.1993 έγγραφό της, ηρνήθη να ικανοποιήσει τα αιτήματα της αναδόχου εταιρείας και την έκδοση της οικείας εντολής προς πληρωμή και η ανάδοχος ηκολούθησε κατά της πράξεως αυτής, εμπροθέσμως, την προβλεπομένη ενδικοφανή διαδικασία, ασκώντας την από 14.4.1993 ένσταση ενώπιον του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και την από 25.8.1993 αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Εν συνεχεία, λόγω παρόδου απράκτου της σχετικής προθεσμίας προς λήψη αποφάσεως, ήσκησε την από 24.1.1994 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά της τεκμαιρομένης απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Με την ως άνω προσφυγή η ανάδοχος εταιρεία ισχυρίσθη ότι, προκειμένου να οργανώσει το εργοτάξιο και να είναι έτοιμη για την έναρξη των εργασιών στους χώρους των έργων τον μήνα Απρίλιο του έτους 1992, όπως προεβλέπετο από τη σύμβαση, εζήτησε και έλαβε προκαταβολή ύψους 456.563.894 δρχ., όπως είχε συμβατικό δικαίωμα, για δαπάνες κινητοποιήσεως, εγκαταστάσεων και μηχανικού εξοπλισμού. Όμως, λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητος του κυρίου του έργου, έγινε νέα χάραξη της οδού, συνετάγησαν νέα σχέδια και έγιναν νέες απαλλοτριώσεις. Επίσης, η ανάδοχος ισχυρίσθη ότι προσέλαβε προσωπικό από 75 άτομα, στα οποία κατέβαλε μισθούς ύψους 62.455.234 δρχ. και τα οποία ήτο αναγκασμένη να υποαπασχολεί, αναμένοντας την απόδοση ελευθέρου του χώρου εκτελέσεως των συμβατικών εργασιών από το Δημόσιο. Η ως άνω προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ετροποποιήθη η τεκμαιρομένη απόρριψη από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. της από 25.8.1993 αιτήσεως θεραπείας. Ειδικώτερον, μεταξύ άλλων, απερρίφθη ως απαράδεκτο το αίτημα της αναιρεσειούσης περί αναγνωρίσεως της δαπάνης για έξοδα προσωπικού δεδομένου ότι, όπως έκανε δεκτό το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας, η ανάδοχος δεν υπέβαλε την προβλεπομένη από το άρθρο 7 του ν. 1418/1984 προηγουμένη όχληση. 5. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως ότι μη νομίμως το δικάσαν Εφετείο απέρριψε το αίτημα για αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη η ανάδοχος εταιρεία λόγω καταβολής μισθών στο υποαπασχολούμενο προσωπικό της με την αιτιολογία ότι δεν είχε προηγηθεί η υποβολή της προβλεπομένης από το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984 οχλήσεως, για τον λόγο ότι δεν ελήφθησαν υπ όψιν και δεν εξετιμήθησαν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχε επικαλεσθεί η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής όσο και με το υποβληθέν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου από 20.9.1999 υπόμνημά της, και ειδικώτερον τα από 1.6.1992 και 25.6.1992 έγγραφά της, τα οποία υπεβλήθησαν ενώπιον της αρμοδίας Υπηρεσίας του Δημοσίου ήτοι της 2ας ΔΕΚΕ (με αριθμ. πρωτ. 2152/2.6.1992 και 2510/26.6.1992 αντιστοίχως), τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσειούσης εταιρείας, επέχουν θέση εγγράφου οχλήσεως κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984. 6. Επειδή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, όπως αυτό παρατίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής και στο ανωτέρω υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε η αναιρεσείουσα εταιρεία ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, επανάληψη δε του περιεχομένου αυτών γίνεται και στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, στο οποίο γίνεται συγχρόνως συγκεκριμένη παραπομπή στα δικόγραφα, με τα οποία έγινε επίκληση των ως άνω εγγράφων στο δικαστήριο της ουσίας (βλ. άρθρο 56 παρ. 2 του π. δ/τος 18/1989, ΣτΕ 228/2003, 2726/1991), με το από 25.6.1992 έγγραφο επεσημάνθη στην διευθύνουσα το έργο υπηρεσία ότι «η εργολαβία μας έχει περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο δεδομένου ότι κανένα από τα εμπόδια που αναφέρονται στο παραπάνω σχετικό έγγραφο δεν έχει αρθεί, το δε εργατοτεχνικό προσωπικό και τα μηχανήματα υποαπασχολούνται και αργούν από έλλειψη αντικειμένου εργασίας». Περαιτέρω δε, στο από 1.6.1992 έγγραφο έγινε αναφορά από την ανάδοχο εταιρεία στα σοβαρά προβλήματα, τα οποία παρεμπόδιζαν την έγκαιρο έναρξη των εργασιών εκτελέσεως του έργου και συγκεκριμένα στη μη παράδοση της μελέτης αποχετεύσεως της οδού, στη μη παράδοση της προμελέτης της γεφύρας στη Χ.Θ. 64+635, στη μη παράδοση των οριστικών μελετών γεφυρών και τοίχων, στον μη αποχαρακτηρισμό του αρχαιολογικού χώρου στη Χ.Θ. 63+500, λόγω μη ολοκληρώσεως των ανασκαφικών εργασιών, στη μη απόδοση ελευθέρας της επιφανείας κατασκευής του έργου λόγω μη συντελέσεως των αναγκαίων απαλλοτριώσεων και στη μη απομάκρυνση των στύλων της Δ.Ε.Η. Τα ως άνω
έγγραφα, τα οποία πράγματι η προσφεύγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία επεκαλέσθη το πρώτον με το δικόγραφο της προσφυγής (βλ. σελ. 3 της προσφυγής), είχε δε ισχυρισθεί σχετικώς ότι με τα ανωτέρω έγγραφα είχε διατυπώσει διαμαρτυρίες στην αρμοδία υπηρεσία του Δημοσίου για τα προβλήματα της καθυστερήσεως της συντελέσεως των αναγκαίων απαλλοτριώσεων, της μεταθέσεως του κόμβου των Αγίων Θεοδώρων και της αλλαγής της χαράξεως της οδού λόγω ανευρέσεως αρχαιολογικών ευρημάτων, συνεπεία των οποίων η ανάδοχος εταιρεία αδυνατούσε να προχωρήσει στην εκτέλεση των εργασιών, μολονότι η ιδία εταιρεία είχε επανδρώσει εγκαίρως το εργοτάξιο με το κατάλληλο προσωπικό (74 ατόμων) και είχε εγκαταστήσει τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό, τα προσεκόμισε δε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (ως σχετικά με αριθμ. 14 και 15 έγγραφα), προ της επ ακροατηρίου συζητήσεως της υποθέσεως (ήτοι την 15.9.1999), περαιτέρω δε ανάπτυξη του περιεχομένου τους έλαβε χώρα με το από 20.9.1999 υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε η προσφεύγουσα εταιρεία ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 138 παρ. 1 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας προθεσμίας (βλ. σελ. 4 και 5 του υπομνήματος). Τα έγγραφα αυτά, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούν, κατά την συνδυαστική εκτίμηση του περιεχομένου τους, τις προϋποθέσεις της κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984 εγγράφου οχλήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον ανάδοχο σε περίπτωση υπερημερίας του κυρίου του έργου και μετά την περιέλευση της οποίας στον κύριο του έργου και για το εφ εξής διάστημα θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως για την θετική ζημία, την οποία υπέστη ο ανάδοχος από την υπερημερία του Δημοσίου περί την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του, αναφορικώς με την παράδοση στον ανάδοχο των αναγκαίων εδαφών για την έγκαιρο και απρόσκοπτο έναρξη των εργασιών. Και τούτο, διότι, με τα ανωτέρω έγγραφα, εν όψει του προαναφερθέντος περιεχομένου τους, προσδιορίζονται τα συνιστώντα την υπερημερία του κυρίου του έργου πραγματικά περιστατικά, ήτοι η μη απόδοση του χώρου κατασκευής του έργου ελευθέρου από κάθε εμπόδιο (νομικό ή πραγματικό), λόγω μη συντελέσεως των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, οι οποίες απητούντο για την διάνοιξη του αυτοκινητοδρόμου, λόγω ανευρέσεως αρχαιοτήτων και μη απομακρύνσεως των δικτύων κοινής ωφελείας, καθώς και η καθυστέρηση παραδόσεως των εγκεκριμένων συμβατικών μελετών, με παράλληλο αναφορά στις διατάξεις της συμβάσεως και των συμβατικών τευχών (Ε.Σ.Υ.), οι οποίες προέβλεπαν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, για την εκπλήρωση των οποίων κατέστη αυτός υπερήμερος (βλ. ΣτΕ 2134/2008, 1007/2005). Περαιτέρω δε, γίνεται σαφής αναφορά στη θετική ζημία, την οποία υφίσταται η ανάδοχος εταιρεία συνεπεία των ανωτέρω περιστατικών, ήτοι την διατήρηση σε αργία των ευρισκομένων σε ετοιμότητα και απαραιτήτων για τις εργασίες μηχανημάτων και προσωπικού, για την οποία θα ζητούσε, στο μέλλον, να της καταβληθεί αποζημίωση με τον κύριο του έργου, με αφετηρία την επίδοση της εν λόγω οχλήσεως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη μνείας, κατά ειδικώτερο τρόπο, της ζημίας της αναδόχου και υπάρξεως συγκεκριμένου αιτήματος για ανόρθωση της ζημίας αυτής (βλ. ΣτΕ 651/2006, 1516/2006, 2134/2008, 1209/2009, πρβλ. και ΣτΕ 2671/2003). Κατά συνέπειαν, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω από 1.6.1992 και 25.6.1992 έγγραφα, τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα εταιρεία, πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως «οχλήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, από την επίδοση της οποίας στον κύριο του έργου θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως μόνον για την θετική ζημία, η οποία προκαλείται μετά από αυτήν (την επίδοση), λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου περί την εκπλήρωση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεών του (βλ. ΣτΕ 1009/2009). Επομένως, τα ως άνω έγγραφα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, άρα μη νομίμως δεν ελήφθησαν υπ όψιν και δεν εξετιμήθησαν από το δικάσαν Εφετείο, η απόφαση του οποίου παρίσταται, κατά τούτο, πλημμελώς ητιολογημένη, κατ αποδοχήν ως βασίμου του σχετικού μόνου λόγου αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 1375/2007). 7. Επειδή, κατά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό να παραπεμφθεί στο δικάσαν Εφετείο προς νέα νόμιμο κρίση. Διά ταύτα
Δέχεται την κρινομένη αίτηση. Αναιρεί εν μέρει την 5242/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εις το οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς νέα νόμιμο κρίση, κατά τα εις το αιτιολογικό αναφερόμενα. Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου. Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο την καταβολή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσιβλήτου εξ ενεακοσίων είκοσι (920) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2011.