Τ.Ε.Ι. ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΌΨΕΙΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΚΑΡΑΜΑΝΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, (830) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ, 2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Όψεις εθνικισμού στην εκλογική συμπεριφορά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Στην παρούσα συγγραφή, επιχειρείται, αρχικά, μια προσέγγιση σε θεωρητικό επίπεδο του εθνικισμού ως μηχανισμού που μπορεί να ερμηνεύει την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων ψηφοφόρων. Ο εθνικισμός εξαιτίας της διασύνδεσής του με κάποια πολιτισμικά χαρακτηριστικά παρουσιάζει τα στοιχεία που μπορούν να απασχολήσουν την ερμηνεία μιας εκλογικής πράξης. Όμως, εκτός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ο εθνικισμός εκδηλώνεται, πλέον φανερά, μέσα από ρατσιστικές και ξενοφοβικές στάσεις απέναντι σε μειονότητες και διαφορετικά κοινωνικά σύνολα. Η επιβεβαίωση της συμμετοχής του εθνικισμού στην εκλογική διαδικασία, σε θεωρητικό επίπεδο, πηγάζει μέσα από τα μοντέλα ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς. Η εκλογική κοινωνιολογία, ως μοντέλο ανάλυσης, εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό πλαίσιο όπου τα κοινωνικά δρώμενα και οι κοινωνικές εντάξεις στις οποίες εμπίπτει κάποιος είναι δυνατόν να υπαγορεύουν ανάλογες πολιτικές τοποθετήσεις. Με την μέθοδο των δειγματοληπτικών ερευνών είναι εφικτή η πρόβλεψη, η παρατήρηση και η διαπίστωση αιτιατών σχέσεων κάποιων υποθετικών αλληλεπιδρώμενων καταστάσεων. Η χρήση των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας επιτρέπει τη μελέτη τέτοιων σχέσεων στο πλαίσιο των δύο πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων των ελληνικών κομμάτων. Χρησιμοποιώντας πίνακες διασταύρωσης (cross tabulation tables), αλλά και με την χρήση γραφημάτων, γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης και παρουσίασης των σημαντικότερων στάσεων που μπορεί να έχουν οι σημερινοί Έλληνες ψηφοφόροι σε θέματα σχετικά με τον εθνικισμό. Ταυτόχρονα, με τη χρήση των δεδομένων που έχουν προκύψει από τη μελέτη και ταξινόμηση των προεκλογικών προγραμμάτων από την Ομάδα Διερεύνησης Προεκλογικών Κειμένων (Manifesto Research Group), ανακαλύπτεται η διάσταση της αξιακής τομής «εθνοκεντρισμού έναντι διεθνισμού» σε επίπεδο πεποιθήσεων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων μέσω των αναφορών που κάνουν στα προεκλογικά τους προγράμματα και γίνεται δυνατή έως έναν βαθμό η σύγκριση των αναφορών αυτών με τις πεποιθήσεις των Ελλήνων ψηφοφόρων. 2
ABSTRACT Sides of ethnicism at the electional behavior of the modern Greek society. Firstly, at this project, an approach of ethnicism as mechanism is attempted in a theoretical level which can explain the electional behavior of greek voters. In a closer look, ethnicism because of its connection with some cultural characteristics, shows the clues which can explain an electional action. Instead of the other characteristics, ethnicism, can be obviously expressed through racistic and xenophobic behaviors against minorities and social groups. The confirmation of the participation of ethnicism at the electional procedure, in a theoretical level, comes out through the analysis models of the electional behavior. The electional sociology as an analysis model, enrolls in a specific philosophical frame where the social proceedings and conformism, in which someone comes, it is possible to prescribe relative political choices. With the method of sampling researches, prediction, observation and finding of cause and effect relations of some hypothetical interactive situations are possible. Using the data of European Social Survey allows the study of these kind of relations in the sphere of the last two electional rounds of greek parties. Using cross-tabulation tables and diagrams an attemption takes place for the elevation and representation of the most important political attitudes which the greek voters in our days may have in relative issues with ethnicism. At the same time, using the data that have been found from the research and classification of the manifestos by the Manifesto Research Group, the dimension of ethnocentrism against internationalism has been discovered in a level of beliefs through the reports of ethnicism in manifestos of the greek political parties. Also, up to a point, the comparison of these reports with the beliefs of greek voters is possible. 3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή...6-8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Εθνικισμός και πατριωτισμός: δύο έννοιες σε σύγχυση...10-11 1.1. Ο εθνικισμός, το έθνος και το έθνος-κράτος...12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 2. Ο εθνικισμός και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα...14 2.1. Η γλώσσα και η σχέση της με τον εθνικισμό...14-15 2.2. Η παράδοση και η σχέση της με το έθνος...15-17 2.3. Ορθόδοξη παράδοση, θρησκεία και έθνος...17-18 2.4. Η κοινή καταγωγή και το έθνος...18-19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 3. Ο εθνικισμός και οι διαδικασίες διάκρισης...21 3.1. Έθνος και παγκοσμιοποίηση...21-22 3.2. Εθνικισμός, ρατσισμός και ξενοφοβία...22-23 3.3. Η μετανάστευση και οι μειονότητες στην Ελλάδα...23-25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 4. Η απεικόνιση του εθνικισμού στην εκλογική συμπεριφορά...27 4.1 Μεθοδολογία...27 4.2. Η εκλογική κοινωνιολογία και ο Lazarsfeld...27-29 4.3. Η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα...29-30 4.4. Η διαδικασία ανίχνευσης των μεταβλητών...31-32 4.5. Στατιστική ανάλυση: μεταβλητές και εργαλεία...32-35 4
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (ΣΥΝΕΧΕΙΑ) 4.6. Ανάλυση των θέσεων των Ελλήνων ψηφοφόρων επί διαστάσεων του εθνικισμού...36-42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 5. Αξιοποιώντας τα προεκλογικά προγράμματα με την χρήση του SPSS...44 5.1. Μεθοδολογία...44-47 5.2. Προσέγγιση της αξιακής τομής εθνοκεντρισμού-διεθνισμού μέσα από τα δημοσιευμένα προεκλογικά προγράμματα των πολιτικών κομμάτων...47-50 5.3. Πολιτικά κόμματα και οι ψηφοφόροι: ο εθνικισμός και η επικοινωνία στο δρόμο αυτής της σχέσης...51-53 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ 6. Συμπεράσματα-προτάσεις...55-57 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...58-59 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ І Πίνακες διασταύρωσης (crosstabulation tables)...61-78 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ІІ Γραφήματα (simple bar και stacked) αναπαράστασης πινάκων διασταύρωσης...80-97 Γραφήματα (multiple lines) αναφορικά με τα προεκλογικά προγράμματα...98-103 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ. O εθνικισμός είναι φαινόμενο που απασχολεί για πολλές δεκαετίες την εγκαθίδρυση και αρμονική συνέχεια των εθνών-κρατών, ιδιαίτερα δε αυτών που σχηματίστηκαν μετά την υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο εθνικισμός, αρχίζει να γίνεται εμφανής μέσα από τις επευφημίες για το έθνος που σηματοδοτούν την ιδιαίτερη σημασία που έχει η υπεροχή και η συνέχεια αυτού. Αναπόφευκτα, η σημασία του εθνικισμού έχει ριζώσει βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση και αποτελεί πάντοτε μέρος του ενδιαφέροντος των ανθρωποκεντρικών επιστημών. Στη μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς, μιας από τις νεότερες ανθρωποκεντρικές επιστήμες, η μελέτη του συγκεκριμένου ιδεολογήματος κάθε άλλο παρά έχει παραμεληθεί. Με πρόσφατο το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου ο ακροδεξιός Jean-Marie Le Pen κατάφερε να συγκεντρώσει υψηλά ποσοστά στις εθνικές εκλογές του 2002, αλλά και με καθημερινές περιπτώσεις που αναγγέλλουν τα ελληνικά ΜΜΕ για «εκρήξεις» εθνικισμού και φανατισμού, όπως για παράδειγμα αυτή των Γκρίζων Λύκων στη γειτονική Τουρκία, το ζήτημα του εθνικισμού έρχεται και πάλι στο επίκεντρο της συζήτησης για την εκλογική συμπεριφορά. Ας μην ξεχνάμε την σχετικά επιτυχή ίδρυση του ΛΑΟΣ στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Στα επόμενα κεφάλαια που ακολουθούν εξηγείται είτε έμμεσα, είτε άμεσα πώς ο εθνικισμός αποτελεί το επίκεντρο αυτής της εργασίας. Οι κοινωνικές καταβολές του εθνικισμού επιτρέπουν την ταξινόμησή του στο ερμηνευτικό πλαίσιο κάποιου από τα μοντέλα ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς που έχουν διαμορφωθεί από τις διαπιστώσεις εγκεκριμένων επιστημόνων τις τελευταίες δεκαετίες. Διακρίνοντας τους λόγους που ο εθνικισμός μπορεί να συμμετέχει σε μια εκλογική επιλογή και γενικότερα κατά την εκλογική διαδικασία, διαφαίνονται και τα στοιχεία που μπορούν να συσχετιστούν με την ψήφο για να αποδώσουν στο σύνολό τους την εικόνα που μπορεί σήμερα ο εθνικισμός να αναβιώνει. Στο φάσμα αυτής της συζήτησης εκτός των άλλων συγκαταλέγονται η παράδοση, η θρησκεία και οι μετανάστες. Παράλληλα, για τους στόχους της εργασίας, χρήσιμα αναδεικνύονται τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (European Social Survey). Τα δεδομένα της έρευνας αυτής γίνονται περισσότερο εύχρηστα εξαιτίας του ότι είναι καταχωρημένα στο SPSS (Statistical Package for the Social Sciences). Έτσι, με την χρήση των πινάκων διασταύρωσης 6
(cross-tabulation tables) αλλά και γραφικών σχημάτων γίνονται εμφανείς κάποιες πρώτες ενδείξεις της γενικότερης στάσης των Ελλήνων ψηφοφόρων γύρω από τα ζητήματα εθνικισμού που τέθηκαν νωρίτερα. Ταυτόχρονα, γίνεται εφικτή μια πρώτη διαπίστωση της κομματικής προέλευσης των ψηφοφόρων στο πλαίσιο των εθνικιστικών ζητημάτων. Στην προσπάθεια αναζήτησης αιτίας και αποτελέσματος χρησιμοποιείται μια διαχρονική μελέτη των προεκλογικών προγραμμάτων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Η δουλειά αυτή έχει γίνει από την Ομάδα Διερεύνησης Προεκλογικών Προγραμμάτων (Manifesto Research Group) και συμπεριλαμβάνει μια πληθώρα αναφορών στα προεκλογικά προγράμματα των πολιτικών κομμάτων γύρω από διάφορα θέματα μεταξύ των οποίων και της διάστασης του άξονα εθνοκεντρισμούδιεθνισμού. Η σκέψη για την οποία χρησιμοποιείται η μελέτη αυτή, προήλθε από το γεγονός ότι τα κόμματα είτε διαμορφώνουν τις πολιτικές τους κατευθύνσεις γύρω από τις πεποιθήσεις της κοινής γνώμης, είτε η κοινή γνώμη επηρεάζεται ανάλογα με την επικοινωνιακή πολιτική των κομμάτων. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων με τα αποτελέσματα των πεποιθήσεων των ελληνικών κομμάτων γύρω από το θέμα του εθνικισμού επιτρέπει μια κριτική αντιμετώπιση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως αυτή τείνει να διαμορφώνεται σήμερα. Στη βάση συγκεκριμένων υποθέσεων που τίθενται στο διάβα της εργασίας, υποστηρίζεται και το κύριο μέρος. Από τις υποθέσεις αυτές, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι μπορεί να παρουσιάζουν συγκεκριμένες κομματικές προτιμήσεις λόγω συγκεκριμένων θέσεων που οι ίδιοι υποστηρίζουν επί ζητημάτων εθνικισμού. Όπως εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς η λογική αυτή ακολουθία πηγάζει μέσω των συγκεκριμένων θέσεων που λαμβάνουν σε σχετικά ζητήματα εθνικισμού τα ελληνικά πολιτικά κόμματα εδώ και δεκαετίες. Όμως, όσο απλός και εμφανής μπορεί να φαίνεται αυτός ο παραλληλισμός, άλλο τόσο σημαντικός προκύπτει για την μελέτη της εκλογικής συμπεριφοράς. Τα λεγόμενα «αριστερά» ή «δεξιά» θέματα εθνικισμού μπορεί να υποστηρίζονται άλλοτε λιγότερο ή περισσότερο ή ακόμα και καθόλου από τα πολιτικά κόμματα, άσχετα από την κεντρική ιδεολογική εικόνα (αναφορικά με τον εθνικισμό) που έχουν υποδείξει από την πολιτική γραμμή που έχουν χαράξει. Επίσης, το ίδιο, μπορεί να συμβαίνει με τους αντίστοιχους ψηφοφόρους οι οποίοι αν και ψηφίζουν πολιτικά κόμματα με συγκεκριμένες θέσεις πάνω σε ζητήματα εθνικισμού μπορεί να μην υποδεικνύουν αντίστοιχο ενδιαφέρον για 7
τα ζητήματα αυτά. Τέτοιου είδους περιπτώσεις, συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της εργασίας οδηγώντας σε αντίστοιχης σημασίας συμπεράσματα. 8
9
1. Εθνικισμός και πατριωτισμός: δύο έννοιες σε σύγχυση. Είναι ενδιαφέρον πριν ακολουθήσει η όποια τοποθέτηση και ανάλυση επί της ουσίας αυτής της εργασίας, να δούμε αν συμπορεύονται και που διαφοροποιούνται οι έννοιες του πατριωτισμού και του εθνικισμού. Σε περίπτωση που κάποιος έθετε σε παράλληλο εννοιολογικό πλαίσιο τις δύο έννοιες εξαιτίας μιας μακρόχρονης συγγένειας των δύο, προκαλώντας πιθανότατα προβληματισμό για το σημείο αναφοράς της εργασίας που δεν είναι άλλο από τον εθνικισμό, ίσως είναι μια ευκαιρία να γίνει μια σύντομη αναφορά εδώ. Οι απαντήσεις βρίσκονται στην στάση των κοινωνικών υποκειμένων πάνω σε ζητήματα εθνικής σημασίας. Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει η παντοδυναμία μιας κοινότητας (πχ. του έθνους). Όμως, η τακτική «φταίνε οι άλλοι και όχι εμείς» οδηγεί στην παραγνώριση της πραγματικότητας περί παντοδυναμίας. Έτσι λοιπόν το κοινωνικό υποκείμενο είτε θα δεχθεί την έλλειψη (της παντοδυναμίας) και θα συνεργαστεί προς το καλύτερο με άλλα υποκείμενα είτε όπως αναφερθήκαμε προηγουμένως θα απαρνηθεί την έλλειψη κατά έναν φαντασιακό τρόπο και θα χρησιμοποιήσει διάφορα φετίχ που του δίνουν την αυταπάτη ότι κυριαρχεί. Τέτοιου είδους φετίχ, για τους Έλληνες, μπορεί να είναι η ανωτερότητα των προγόνων, η ανωτερότητα της βυζαντινής ορθοδοξίας ή η καθαρότητα της φυλής. Εκτιμάται ότι πολλές φορές άλυτα κοινωνικά ή ψυχικά προβλήματα των ατόμων μεταφέρονται σε ένα εθνικό-συλλογικό επίπεδο ή και το αντίστροφο. Η διαταραγμένη ταυτότητα, όπως αυτή συχνά σχηματίζεται στην παιδική ηλικία και την καθημερινότητα μπορεί να οδηγήσει σε περιπτώσεις τύφλωσης, εμπάθειας ή υστερίας γύρω από ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος. Οι ανασφάλειες και οι αμφιβολίες του ίδιου του εαυτού του Έλληνα δημιουργούν μια κάποια επιθετικότητα. Πιθανότατα, η αποτυχία των διαδικασιών του εκσυγχρονισμού της χώρας, να οδηγεί τους Έλληνες προς αναζήτηση μιας άλλης καλύτερης ταυτότητας. Όπως φαίνεται, πρόκειται για έναν μηχανισμό που λειτουργεί σε παραδοσιακές κλειστές κοινωνίες αλλά και στις σύγχρονες ανοιχτές κοινωνίες. Η σημερινή πραγματικότητα μας το αποδεικνύει αυτό μέσα από εθνικιστικές και ρατσιστικές εκδηλώσεις. Εκτός των άλλων, η πραγματικότητα αυτή φέρνει στο προσκήνιο το δίλημμα: απόρριψη ή αποδοχή του «άλλου». Θέλοντας κανείς να απαντήσει εδώ, συναντά και το σημείο διαφοροποίησης των εννοιών του εθνικισμού και του πατριωτισμού. Ο 10
εθνικισμός σημαίνει την αυτό-εξύψωση και απόρριψη του άλλου και κρύβει μιαν ασυνείδητη ανασφάλεια που αφορά την συγκρότηση του εαυτού, ενώ ο πατριωτισμός σημαίνει την ήρεμη αυτό-παραδοχή του εαυτού μας και του άλλου (Λίποβατς 2000:128-131). Μια άλλη διάσταση στο θέμα δίνει ο Elie Kedourie (2003: 115): «Ο πατριωτισμός είναι η αγάπη για την χώρα σου ή για την κοινότητα στην οποία ανήκεις, είναι η νομιμοφροσύνη στους θεσμούς της κοινωνίας σου και ο ζήλος σου να την υπερασπιστείς. Πρόκειται λοιπόν για συναίσθημα γνωστό σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλους τους ανθρώπους. Το ίδιο ισχύει και για την ξενοφοβία, που δηλώνει την εχθρότητα προς τον ξένο και τον παρείσακτο, την απροθυμία σου να τον δεχτείς στην ομάδα σου. Κανένα όμως από τα δύο αυτά συναισθήματα δεν προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη στάση απέναντι στο ζήτημα του κράτους ή στις σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και το κράτος. Αντίθετα, όμως κάτι τέτοιο ισχύει για τον εθνικισμό [...]. Ο εθνικισμός κατόρθωσε να προσαρτήσει τα καθολικά συναισθήματα του πατριωτισμού και της ξενοφοβίας στο δικό του δόγμα, για να εξυπηρετήσουν τη δική του ανθρωπολογία και μεταφυσική». Αξίζει να σημειωθεί τελικά ότι όταν μιλάμε για τις δυο έννοιες, μιλάμε για δυο διαφορετικές καταστάσεις. Με μια πιο προσεκτική ματιά θα έλεγε κανείς ότι ο πατριωτισμός εκφράζει το απλό και αγνό συναίσθημα του ανθρώπου-πατριώτη, ενώ ο εθνικισμός αντλεί την εκφραστικότητά του από ένα σύνολο σχέσεων του ανθρώπου με την κοινωνία που ζει. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να δημιουργούνται μέσω της παράδοσης, της κοινής γλώσσας, της κοινής καταγωγής ή της θρησκείας, όμως σε κάθε περίπτωση βασίζονται σε αποκλίνοντα του φυσιολογικού συναισθήματα για την αξία του έθνους. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα αυτή, ο εθνικισμός μας προσφέρει τα χαρακτηριστικά που «προδίδουν» την ύπαρξή του μέσα σε μια κοινότητα, τουλάχιστον έως ένα βαθμό και ξεκαθαρίζεται καλύτερα το τοπίο στο οποίο φαίνεται να κινείται η σημασία και το περιεχόμενο της έννοιάς του. 11
1.1 Ο εθνικισμός, το έθνος και το έθνος-κράτος. Στη σφαίρα του εθνικισμού περιβάλλονται και έννοιες όπως το έθνος και το έθνος-κράτος. Είναι γεγονός ότι η μία αλληλοσυμπληρώνει την άλλη, αλλά δε πρέπει να μας διαφύγει ότι ο εθνικισμός εντάσσεται σ ένα ξεχωριστό πλαίσιο, το ιδεολογικό (Λέκκας 1996: 12). Επίσης, συμβαίνει πολλές φορές, ο εθνικισμός ως ιδεολογικός μηχανισμός να λειτουργεί ως παράγοντας εξασφάλισης της ύπαρξης του έθνους και την ίδια στιγμή ως υπερασπιστής της λειτουργίας του έθνους-κράτους. Υπάρχει δηλαδή μια σχέση που προκαλεί ενδιαφέρον πριν από όποια προσέγγιση ακολουθηθεί. Αρχικά μπορεί κανείς να συναντήσει δύο απόψεις για το έθνος. Από τη μια, το έθνος μπορεί να αποτελεί μια κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο γιατί κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα τα συναντήσει, ούτε καν θα ακούσει γι αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν ( Άντερσον 1997: 26). Από την άλλη, το να ανήκει κανείς σε ένα έθνος σημαίνει ότι ανήκει σε μια ομάδα στην οποία όλοι έχουν τα ίδια τυπικά δικαιώματα και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την κρατική προστασία και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων. Με αυτήν την επίδραση που προκαλείται στην διαμόρφωση της ζωής των κοινωνικών υποκειμένων και της ιστορίας, το έθνος, ως έννοια, ανήκει και στην σφαίρα της πραγματικότητας (Βεντούρα 1994: 77-79). Παράλληλα, ένα έθνος μπορεί να θεωρείται μοναδικό εν συγκρίσει με άλλα έθνη, διότι αποτελεί φορέα και εκφραστή ξεχωριστού πολιτισμού, εξαιτίας δηλαδή μιας ιδιαίτερης καταγωγής, πολιτισμικής κληρονομιάς, γλώσσας ή θρησκείας (Λέκκας 1996: 104-105). Το κράτος, όμως, δηλώνει μια γεωγραφική θέση και κάποια διοικητική οργάνωση. Στα πλαίσια αυτού, παίρνονται αποφάσεις που θα γίνουν αποδεκτές μέσω της βίας ή όχι και οι οποίες δεσμεύουν τους πολίτες. Ακόμα, οι δραστηριότητες του κράτους από οικονομική πλευρά είναι εξαρτημένες (π.χ. φορολογία ). Η σύζευξη του έθνους με το κράτος συγκροτεί το έθνος-κράτος. Το εθνικό κράτος τελικά μπορεί να οριστεί ως μια συνεχής και ενιαία εδαφική περιοχή που χωρίζεται με σαφή όρια από άλλες παρόμοιες περιοχές, που περικλείει ολόκληρο το εθνικό σώμα (έθνος) ή έστω μεγάλο μέρος του και διοικείται με θεσμούς οι οποίοι εκφράζουν το χαρακτήρα και τη βούληση αυτού του σώματος (Λέκκας 1996: 101-102). 12
13
2. Ο εθνικισμός και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ο εθνικισμός πρακτικά επιχειρεί να διατηρεί ή άλλοτε να ενισχύει τους δεσμούς του έθνους με το κράτος. Η δυναμική του εθνικισμού μπορεί να χαρακτηριστεί «κινητήριος» γιατί συνέχει το εθνικό σώμα, το διατηρεί σε βάθος χρόνου και ενίοτε το ενεργοποιεί προς μια κοινή πορεία. Οι πηγές από τις οποίες ο εθνικισμός αντλεί την δυναμική του αυτή δεν είναι άλλες από την κοινή καταγωγή, τα ήθη και έθιμα, τη γλώσσα ή τη θρησκεία όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως και θα αναλυθούν παρακάτω. Οι πηγές αυτές είναι κάποια πολιτισμικά χαρακτηριστικά που μπορούν να παραλληλιστούν με ένα «κοινωνικό κεφάλαιο» το οποίο ο εθνικισμός προτίθεται να αξιοποιήσει μακροχρόνια ή βραχυχρόνια για να μνημονεύσει και να επιβεβαιώσει ότι το έθνος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. 2.1 Η γλώσσα και η σχέση της με τον εθνικισμό. Η γλώσσα είναι ένα στοιχείο που έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο στην διάδοση του εθνικισμού και ακόμα και αν στην εργασία αυτή η αναφορά της δεν θα ξεπεράσει τα όρια του χωρίου αυτού, αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Από τα υπόλοιπα πολιτισμικά κριτήρια, η γλώσσα συγκεντρώνει την σπουδαιότητά της στο γεγονός ότι δηλώνει τη διαφορετικότητα μιας κοινωνικής ομάδας από μια άλλη με διαφορετική γλώσσα, έτσι ώστε τελικά να είναι το λιγότερο αμφισβητούμενο κριτήριο εθνικής ιδιαιτερότητας (Λέκκας 1996: 163-164). Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ενισχύεται όταν κανείς προβάλει το επιχείρημα της αρχαιότητας των γλωσσών. Η γέννηση μιας γλώσσας δεν μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά. Αυτό σημαίνει ότι καθεμιά αναδύεται ανεπαίσθητα από ένα παρελθόν του οποίου ο ορίζοντας δε διακρίνεται. Γενικότερα, οι γλώσσες φαίνεται να έχουν βαθιές ρίζες στις σύγχρονες κοινωνίες, σχεδόν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο (Άντερσον 1997: 216). Ταυτόχρονα είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι εθνικοί ηγέτες και όλες οι σημαντικότερες προσωπικότητες του πολιτισμού αντιλαμβάνονταν τη γλώσσα ως τον ισχυρότερο ενοποιητικό παράγοντα μιας εθνικής ομάδας (Todorova 2000: 397). Πέραν όμως αυτών των τοποθετήσεων γύρω από τη γλώσσα αναδύεται κατά την γνώμη μου και μια άλλη αξία της γλώσσας: αυτής ως τρόπου επικοινωνίας και μετάδοσης της εθνικιστικής ιδεολογίας. Ουσιαστικά, οι θέσεις, οι ιδέες και το πνεύμα 14
του εθνικισμού μπορούν να διαδοθούν μόνο μέσα από την γλώσσα. Αρχικά, στο γεγονός αυτό βοήθησε η διάδοση του εντύπου (Άντερσον 1997: 59) και αργότερα τα υπόλοιπα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, είναι ενδεικτική μια αναφορά που κάνει ο Άντερσον: «Ως τα τέλη του 18 ου αιώνα, ο τεράστιος μόχθος των Γερμανών, Γάλλων και Άγγλων λόγιων κατέστησε διαθέσιμο σε εύχρηστη έντυπη μορφή ουσιαστικά το πλήρες σώμα των διασωζόμενων έργων των Ελλήνων κλασικών μαζί με τις απαραίτητες φιλολογικές και λεξικογραφικές προσθήκες που αναπαρήγαγε σε δεκάδες βιβλία ένα ακτινοβόλο και έντονα παγανιστικό, αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα ένας μικρός αριθμός νέων ελληνόφωνων χριστιανών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν ταξιδέψει ή σπουδάσει έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέκτησε πρόσβαση σ αυτό το παρελθόν. Με υψηλό φρόνημα χάρη στο φιλελληνισμό στα κέντρα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού ανέλαβαν τον από-βαρβαρισμό των νεότερων Ελλήνων, δηλαδή τον μετασχηματισμό τους σε όντα αντάξια του Περικλή και του Σωκράτη». Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι εξελίξεις αυτές έδωσαν το έναυσμα για την ανάπλαση ή την καλλιέργεια μιας εθνικής συνείδησης, που οδήγησε τελικά στην ενεργοποίηση του απελευθερωτικού κινήματος. 2.2 Η παράδοση και η σχέση της με το έθνος. Αρχικά, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι σε αυτό το υποκεφάλαιο θα ασχοληθούμε σφαιρικά με την έννοια της παράδοσης. 1 Επίσης, στόχος δεν είναι να αναζητηθούν οι λόγοι που οδήγησαν σταδιακά μέχρι σήμερα στην διαμόρφωση της ελληνικής παράδοσης όπως για παράδειγμα η βυζαντινή κληρονομιά ή ο Διαφωτισμός κτλ. Ο στόχος παραμένει ο ίδιος, δηλαδή η περιγραφή και κατανόηση των χαρακτηριστικών που τροφοδοτούν τη «γλώσσα» του εθνικισμού και αργότερα θα μας οδηγήσουν στην αναζήτηση των μεταβλητών εκείνων για την διερεύνηση της εκλογικής συμπεριφοράς. Η παράδοση σχηματικά θα μπορούσε να οριστεί ως η απεριόριστη και αυθόρμητη επανάληψη πράξεων, που νομιμοποιούνται και επικυρώνονται το ίδιο αυθόρμητα και φυσικά, επειδή ακριβώς η ανέκαθεν ισχύς τους δεν έχει αμφισβητηθεί 1 Προκύπτει ωστόσο και το ζήτημα της ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης το οποίο θεωρώ ότι από την σκοπιά αυτής της εργασίας είναι καλύτερα να συζητηθεί μαζί με την θρησκεία σε ακόλουθο χωρίο. 15
(Λέκκας 1996: 210). Παρόμοια, οι σχέσεις του ατόμου με την φυσική κοινότητα ρυθμίζονται καταλεπτώς από την εθιμική παράδοση, η οποία έχει αδιαφιλονίκητη ισχύ, για να χρησιμοποιήσουμε όρους του Kedourie, αφού θεωρείται μέρος της «Φύσης» ή «επιταγή της Θείας Πρόνοιας». Η παράδοση λοιπόν δεν είναι ούτε συλλογική διακήρυξη ούτε νομοθετικό διάταγμα. Αντιθέτως, τα μέλη μιας φυσικής κοινότητας συμμορφώνονται με την παράδοση όχι επειδή έτσι αποφασίζουν, αλλά επειδή έτσι επιτάσσει το ίδιο το γεγονός της γέννησής τους στην συγκεκριμένη ομάδα (Kedourie 2003: 116). Για τη σύλληψη του νοήματος που περιστοιχίζει την παράδοση μεγάλης σημασίας καταλαμβάνει και η έννοια του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συμμετέχουν ενίοτε στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνεται η παράδοση. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, για παράδειγμα, η αίσθηση του χρόνου φαίνεται να χάνεται από το γεγονός ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν έχουν διακριτές διαχωριστικές γραμμές. Η διαδικασία, που το παρελθόν αναπαράγεται στο παρόν και το μέλλον προδιαγράφεται μέσω του ίδιου του παρελθόντος, ευνοεί αυτήν την «θόλωση». Στον αντίποδα τώρα οι σύγχρονες κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως σύγχρονες διότι η ίδια η παράδοση έχει εκλάβει έναν χαρακτήρα επαναδιαπραγμάτευσης ή αμφισβήτησης καθώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του παρόντος χρόνου. Ουσιαστικά, όπως ο Δεμερτζής (2000: 43-47) τονίζει, τρεις είναι οι οπτικές γωνίες που μπορεί κανείς να αντιληφθεί την σημασία της παράδοσης. Πρώτον, ως μια διαδικασία μεταβίβασης που επιτρέπει την (συνήθως προφορική) επικοινωνία ανάμεσα στις γενεές, δεύτερον ως μια κοινωνική κληρονομιά όπου σημασία δεν έχει το πώς μεταβιβάζεται κάτι αλλά το τι μεταβιβάζεται, οπότε μπορούμε να μιλάμε για μια στατική εννόηση της κληρονομιάς και τρίτον, ως μια επιλογή που χρίζει επιτακτικής αξιολόγησης. Στην τελευταία αυτή πλευρά της παράδοσης θα πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο. Εδώ, έμμεσα γίνεται λόγος για την επινοημένη παράδοση, μια έννοια που πρωτοεμφανίστηκε το 1983 στο βιβλίο του Έρικ Χόμπσμπαουμ και έφερε τον τίτλο Η Επινόηση της παράδοσης (Λιάκος 2005: 94). Τα κοινωνικά υποκείμενα είναι σε θέση να αντιληφθούν την παράδοση έτσι όπως την βιώνουν στο παρόν. Η διαφορά είναι ότι η παράδοση πρέπει να αντιλαμβάνεται με κριτική σκέψη και να απορρίπτεται η στερεοτυπική αντίληψη ότι η ίδια είναι ότι έχει εισπραχθεί από το παρελθόν. Ειδάλλως, μπορεί κανείς να υποπέσει σε σύγχυση μεταξύ πραγματικής και κατασκευασμένης παράδοσης. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει μια μόνο παράδοση αλλά διαφορετικές παραδόσεις που 16
μεταξύ τους εμπλέκονται. Μπορεί να γίνει λόγος για εθνική παράδοση, για ταξική παράδοση, παραδόσεις μικρό-ομάδων, αλλά και ατόμων. Αυτό που επισημαίνεται είναι ότι η παράδοση μπορεί να εκληφθεί ως μια διαδικασία διαρκούς επιλογής και ερμηνείας, της ιστορίας και του παρελθόντος (Δεμερτζής 2000: 47-50). 2.3 Ορθόδοξη παράδοση, θρησκεία και έθνος. Είναι γεγονός ότι η ορθόδοξη παράδοση έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τον ελληνισμό. Αυτό το γεγονός με την λογική των συγκοινωνούντων δοχείων οδηγεί στην σύνδεση και με τον εθνικισμό. Η σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το έθνος είχε μπει ήδη από πολύ νωρίς στο επίκεντρο της συζήτησης κατά την διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο όμως, ότι η σχέση αυτή έχει κατά καιρούς μπει στο μικροσκόπιο της κριτικής από πολλούς αναλυτές και ανθρώπους των γραμμάτων. Η διαφωνία έγκειται στο ότι η κοινότητα των πιστών σύμφωνα με τον χριστιανισμό του Ευαγγελίου είχε σχηματιστεί σε αντιδιαστολή προς κάθε επίγεια διάκριση φυλής, τάξης ή φύλου, ελευθερίας ή δουλείας, σοφίας ή άγνοιας, κάτι που σήμαινε μια καθολική ορθόδοξη οικουμενική Εκκλησία των πιστών, τελικά δηλαδή απομακρυσμένη από έννοιες εθνικής ταυτότητας και κοσμικού κράτους (Κιτρομηλίδης 1999:104). Πάντως, για διάφορους λόγους η ορθόδοξη ελληνική παράδοση ταυτίστηκε με το ελληνικό έθνος κυρίως όμως λόγω της σημαντικής προσφοράς της Εκκλησίας τα χρόνια της δουλείας και κατά τον απελευθερωτικό αγώνα από τον τουρκικό ζυγό. Ειδικότερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεσμοποίησε και διασφάλισε τη διάκριση των χριστιανών υποδούλων πληθυσμών από τους μουσουλμάνους δυνάστες τους, γεγονός με θρησκευτικό περιεχόμενο και όχι εθνικό. Επίσης, η Εκκλησία με τους μοναστικούς της θεσμούς είχε πετύχει να διατηρήσει την γλώσσα και μνήμες του παρελθόντος, κληρονομιά που αργότερα επρόκειτο να πολιτικοποιηθεί από τον εθνικισμό. Ακόμα, εξαιτίας μιας ελληνόφωνης ηγεσίας στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δημιουργείται η αίσθηση της αποκλειστικότητας για τους φορείς του δόγματος. Ο τελικός γεωγραφικός περιορισμός των πιστών εξέθρεψε την αντίληψη της συνάφειας μεταξύ Ορθοδοξίας και εθνικότητας (Κιτρομηλίδης 1999: 104-106). Αρχικά, ποτέ η θρησκεία δε θα μπορούσε να γίνει επαρκές στοιχείο εθνικής ταυτότητας, καθώς η πρωταρχική συμβολή της ήταν να ενισχύσει την αντίθεση προς 17
τους μουσουλμάνους ηγέτες. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει η Maria Todorova, η θρησκεία ερχόταν τελευταία στον αγώνα της διαμόρφωσης νέων εθνικών ταυτοτήτων και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έγινε λειτουργικό στοιχείο εθνικού καθορισμού παρά μόνο όταν τα εθνικά κράτη εθνικοποίησαν τις εκκλησίες τους (Todorova 2000: 398). Σήμερα, η σύγχυση φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Μάλιστα, η σύγχυση αυτή λαμβάνει χώρα στο ελληνικό σχολείο, σε κείμενα με θέματα για την υπεράσπιση της πατρίδας από το Βυζάντιο μέχρι τη ναζιστική εποχή, καθώς το θρησκευτικό στοιχείο συνυπάρχει, δίνοντας την αίσθηση της συνάφειας μεταξύ έθνους και Ορθοδοξίας. Ταυτόχρονα, παρατηρείται ότι οι θρησκευτικές εκδηλώσεις παίρνουν μέρος σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητες της κοινωνίας, ώστε τελικά να δημιουργούνται στενές σχέσεις με την καθημερινότητα του ατόμου (Ασκούνη 1997: 457-458). 2.4 Η κοινή καταγωγή και το έθνος. Ένα από τα στοιχεία που συνιστούν την βάση της εθνικιστικής ιδεολογίας, είναι και η κοινή καταγωγή. Το επιχείρημα αυτό έχει να κάνει με τα βιολογικά χαρακτηριστικά που συμμετέχουν σε μια διαδικασία προσδιορισμού και διάκρισης από κάποιον «άλλον». Ακόμα, το γεγονός αυτό έρχεται για να επιβεβαιώσει και να εξασφαλίσει την συνέχεια του έθνους στο πέρασμα του χρόνου. Από τη στιγμή που τα βιολογικά χαρακτηριστικά συγκροτούν μια αίσθηση ιδιαιτερότητας, το έθνος λαμβάνει την όψη ενός σώματος. Μάλιστα, εφόσον το έθνος αναγνωρίζει τα βιολογικά χαρακτηριστικά και το κράτος τα προστατεύει, το έθνοςκράτος αποκτά μια ισχυρή σωματικότητα. Ταυτόχρονα, η σωματικότητα αυτή ενισχύει τις οποιεσδήποτε ιδεολογίες περί αρχέγονων δεσμών με το έθνος. Ως εκ τούτου, το έθνος μπορεί να σωματοποιείται ως φυλή, ως καταγωγή, ως κοινότητα προγόνων και απογόνων. Επίσης, τη διάσταση αυτή του έθνους εκφράζουν οι δημογραφικές ανησυχίες για την υπογεννητικότητα, τη γήρανση του πληθυσμού, τη δημόσια υγιεινή, την πολιτική μητρότητας και το κράτος πρόνοιας (Λιάκος 2005: 117). Ένα παράδειγμα κοινής καταγωγής, για την ελληνική περίπτωση, είναι η διασύνδεση των Μακεδόνων ως απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Το γεγονός αυτό έχει κατά την άποψή μου διττή σημασιολογική αξία. Πρώτον, οι σημερινοί Μακεδόνες συνδέονται με το ένδοξο παρελθόν και τα κατορθώματα του Μ. Αλεξάνδρου που 18
επιφέρουν μια αίσθηση ανωτερότητας και δεύτερον, η διασύνδεση αυτή λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο για την γνησιότητα και τον καθορισμό της περιοχής από γείτονες διεκδικητές. Η αναζήτηση αναφορών από επιτόπιες έρευνες αρχαίων ερειπίων, οι ελληνικές επιγραφές στην περιοχή και το γεγονός της ελληνικότητας του ονόματος, αποτέλεσαν σαφείς ενδείξεις για την επίμονη προσπάθεια διασύνδεσης των Μακεδόνων ως απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου (Κωφός 1999: 205-206, Καφετζής 1998: 32-33). Έτσι λοιπόν, κατά αυτόν τον τρόπο, ο εθνικισμός θέτει όρους ταξινόμησης και ιεράρχησης μεταξύ των κοινωνικών συνόλων και κατ επέκταση μεταξύ των εθνών. Αξίζει εδώ να δούμε αυτούσιο ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Todorova (2000) Βαλκάνια, η Δυτική Φαντασίωση: «Ο άνθρωπος εν γένει προσπαθεί να δώσει νόημα, να επιβάλει μια τάξη στον κόσμο γύρω του. Αυτή η δραστηριότητα έχει αποκληθεί νομιμοποιητική και συμπεριλαμβάνει τη διαδικασία τυποποίησης των πραγμάτων, η οποία τα καθιστά αναγνωρίσιμα και προβλέψιμα. Δεν έχει δοθεί ακόμη επίσημη απάντηση με κατηγορηματικό τρόπο στο ερώτημα τι ακριβώς είναι αυτό που επιβάλει στους ανθρώπους την ανάγκη να αναπτύσσουν τέτοιες τυπικές κατηγορίες. Είναι όμως φανερό ότι πρόκειται για βαθιά ανθρώπινη ανάγκη» (263). Πάντως, με παρόμοια λογική, ορισμένα κοινωνικά υποκείμενα ορίζονται από κάποια άλλα ως εγγενώς κατώτερα σε μια προσπάθεια αποκλεισμού τους, μέσα από ένα σύστημα κοινωνικών διακρίσεων και ιεραρχήσεων που λαμβάνουν ως κριτήριο την καταγωγή είτε αυτή πρόκειται να έχει φυλετική χροιά είτε εθνική ή πολιτισμική (Βεντούρα 1994: 67). 19
20