Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Γεώργιο Χλαμπουτάκη και Γεώργιο Καράμπελα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24ην Μαϊου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Ακριβής Παπαπαναγιώτου, για να δικάσει μεταξύ : Της αναιρεσείουσας-καθής η κλήση : Της ".", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μανιάτη. Των αναιρεσιβλήτων-καλούντων :, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Βλαστό, βάσει δηλώσεως κατ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-12-1997 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 2358/2000 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 6790/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 28 Απριλίου 2002 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 1317/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι καλούντες με την από 21-12-2004 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αμελαδιώτης ανέγνωσε την από 6 Οκτωβρίου 2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι ΙΙ. Κατά το άρθρο 250 αρ. 17 του Αστ. Κωδ. σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερουμένων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που καταβάλλεται περιοδικά. Και κατά το άρθρο 254 του ιδίου Κώδικα, αν πρόκειται για περιοδικές παροχές που οφείλονται αυτοτελώς και δεν εξαρτώνται από κεφάλαιο, η παραγραφή του καθολικού δικαιώματος αρχίζει από το χρονικό σημείο που η πρώτη καθυστερούμενη περιοδική δόση έγινε απαιτητή. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι προκειμένου για περιοδικές παροχές, που δεν εξαρτώνται από κεφάλαιο (όπως λ.χ. οι τόκοι) αλλά απορρέουν αμέσως από νόμο ή δικαστική απόφαση ή δικαιοπραξία, υπάρχουν δυο αξιώσεις, ήτοι: α) αξίωση από το νόμο ή τη δικαστική απόφαση ή τη δικαιοπραξία προς λήξη περιοδικών παροχών και β) χωριστή και αυτοτελής αξίωση για λήψη συγκεκριμένης περιοδικής παροχής. Για την πρώτη ισχύει η γενική εικοσαετής παραγραφή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο (Α.Κ. 249) και για τη δεύτερη η πενταετής παραγραφή του άρθρου 250 Α.Κ. Εάν παραγραφεί η κυρία αξίωση, δηλ. το καθολικό δικαίωμα για λήψη περιοδικών παροχών, συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες αυτοτελείς αξιώσεις για λήψη των επιμέρους παροχών έστω και αν γι' αυτές δεν έχει συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή (Α.Κ. 274). Ειδικότερα επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας ο μισθωτός έχει κατά του εργοδότη δυο δικαιώματα, ήτοι: α) το δικαίωμα για λήψη των περιοδικώς καταβαλλομένων
μισθών και πάσης φύσεως επιδομάτων, που απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας του, τις κανονιστικές διατάξεις των Συλλ. Συμβ. Εργασίας και το νόμο και β) το δικαίωμα για λήψη κατά ορισμένη χρονική περίοδο (εβδομάδα, 15ήμερο, μήνα κλπ) ορισμένου χρηματικού ποσού ως μισθού για την παρασχεθείσα εργασία του κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, το οποίο (δικαίωμα) πηγάζει από το προαναφερθέν καθολικό δικαίωμα του προς λήψη περιοδικών μισθών. Το πρώτο δικαίωμά του, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, υπόκειται σε εικοσασετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο κατέστη απαιτητός ο πρώτος μισθός, δηλαδή, εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, από το τέλος του ορισμένου κατά τη διάρκεια της συμβάσεως για τον υπολογισμό του μισθού χρονικού διαστήματος που έπρεπε να καταβληθεί ο πρώτος μισθός (Α.Κ. 655). Και το δεύτερο για λήψη αυτοτελούς μισθού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που παρείχε την εργασία του, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε και κατέστη απαιτητή η αξίωση του για καταβολή του συγκεκριμένου αυτοτελούς μισθού. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή και την ενσωματωθείσα σ' αυτήν υπ' αριθμ. 2358/2000 πρωτόδικη απόφαση προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι αναιρεσίβλητοι σε εκτέλεση αντιστοίχων συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας απησχολούντο στην αναιρεσείουσα. Αυτοί μέχρι τις 31.12.1973 ειργάζοντο ως καταμετρητές σε θέσεις της τέως HEAP (την οποία διαδέχθηκε η αναιρεσείουσα) και πραγματοποιούσαν μετρήσεις των ενδείξεων των μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος. Στη συνέχεια μετετάγησαν και σε άλλες κατηγορίες. Με την από 6.7.1990 Επιχ. Συλλ. Συμβ. Εργασίας παρεσχέθη το επίδομα μέσου όρου ενδείξεων και στους καταμετρητές οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με την ιδιότητα αυτή σε θέσεις της πρώην ΗΕΑΠ, πραγματοποίησαν καταμετρήσεις μέχρι 31.12.1973 και στη συνέχεια μετετάγησαν σε άλλες κατηγορίες. Έτσι και οι αναιρεσίβλητοι έχουν αξίωση για λήψη του εν λόγω επιδόματος. Η αξίωση αυτή αποτελεί το καθολικό δικαίωμα για λήψη των περιοδικώς καταβαλλομένων επιδομάτων μέσου όρου ενδείξεων και υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή. Και, αφού η αξίωση αυτή γεννήθηκε με την υπογραφή και κατάθεση της ανωτέρω Ε.Σ.Σ.Ε. (έτος 1990), η δε αγωγή επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 17 Δεκεμβρίου 1997, δεν αποσβέσθηκε λόγω παραγραφής, ενόψει του ότι από τη γένεση του δικαιώματος (1990) και μέχρι την άσκηση της αγωγής (17.12.97) δεν παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της εικοσαετίας. Και με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας περί παραγραφής του καθολικού δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων για καταβολή του επιδόματος μέσου όρου ενδείξεων. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 17 και 254 του Αστ. Κωδ. Επομένως ο περί του αντιθέτου και από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. ΙΙΙ. Για το ορισμένο του από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, ότι δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη, απαιτείται να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ότι ο αποτελών "πράγμα" ισχυρισμός, δηλαδή αυτός που τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, είχε προταθεί παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε νομότυπα στο εφετείο ή ότι νομίμως προτάθηκε για πρώτη φορά στο εφετείο γιατί συνέτρεχε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ και ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν νόμιμος. Στην προκειμένη περίπτωση με τα πρώτο και τρίτο μέρη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι επίδικες συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της
αναιρεσείουσας ως εργοδότριας, αφενός, και των α) δευτέρου, β) πέμπτου, γ) έκτου, δ) εβδόμου και ε) ογδόου αναιρεσιβλήτων, ως μισθωτών, αφετέρου, λύθηκαν στις α) 30.7.1997, β) 1.6.1991, γ) 1.6.1992, δ) 1.3.1992 και ε) 1.8.1995, αντίστοιχα με την αποχώρηση των εν λόγω αναιρεσιβλήτων από την υπηρεσία τους στην αναιρεσείουσα λόγω συνταξιοδοτήσεώς τους και συνεπώς, αφού οι εργασιακές αυτές συμβάσεις λύθηκαν, οι μισθωτοί αυτοί δεν δικαιούνται των επιδίκων επιδομάτων για το μετά τη λύση των συμβάσεων τους χρόνο. Το γεγονός αυτό συνιστά καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό, ο οποίος έπρεπε να προταθεί από την αναιρεσείουσα. Η τελευταία όμως δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι πρότεινε παραδεκτώς τον ισχυρισμό αυτόν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τον επανέφερε νομότυπα στο Εφετείο ή ότι πρότεινε αυτόν για πρώτη φορά στο Εφετείο με λόγο εφέσεως ή με τις προτάσεις γιατί συνέτρεχε κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 527 ΚΠολΔ. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά τα από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτο και τρίτο μέρη, είναι αόριστος και άρα απαράδεκτος και πρέπει ν' απορριφθεί. IV. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. β' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός απαιτείται όπως το "πράγμα", δηλαδή ο αυτοτελής ισχυρισμός έχει ουσιώδη επίδραση στη δίκη, δηλαδή να τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που έχει αντικείμενο και ιστορική και νομική αιτία τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην αγωγή. Και δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όταν τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση άλλου δικαιώματος, που έχει αντικείμενο και ιστορική και νομική αιτία διαφορετικά από εκείνα στα οποία ο ενάγων στηρίζει την ασκουμένη με την αγωγή αξίωση του. Έτσι εάν με την αγωγή προβάλλεται απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση είναι απαράδεκτος ο ισχυρισμός που τείνει στην κατάλυση αξιώσεις από αδικοπραξία. Στη προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι με την από 12.12.1997 αγωγή τους, την οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) - όπως από αυτή προκύπτει, ισχυρίσθηκαν τα ακόλουθα: Αυτοί σε εκτέλεση αντιστοίχων συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας απησχολούντο στην αναιρεσείουσα. Μέχρι τις 31.12.1973 ειργάζοντο ως καταμετρητές σε θέσεις της τέως. (την οποία διαδέχθηκε η αναιρεσείουσα) και πραγματοποιούσαν μετρήσεις των ενδείξεων των μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος. Στη συνέχεια μετετάγησαν σε άλλες κατηγορίες. Με την από 6.7.1990 Επιχ. Συλλ. Συμβ. Εργασίας παρεσχέθη το επίδομα "μέσου όρου ενδείξεων" και στους καταμετρητές, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει με τη ιδιότητα αυτή σε θέσεις της πρώην ΗΕΑΠ, πραγματοποιήσαν καταμετρήσεις μέχρι 31.7.1973 και στη συνέχεια μετετάγησαν σε άλλες κατηγορίες και συνεπώς δικαιούνται του εν λόγω επιδόματος. Και με βάση αυτά ζήτησαν α) Να αναγνωρισθεί δικαστικώς ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται να λάβουν το επίδομα "μέσου όρου ενδείξεων" και β) Να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλει στον καθένα από αυτούς για τα έτη 1992-1995 το για το καθένα σημειούμενο στην αγωγή χρηματικό ποσό προς ικανοποίηση της απαιτήσεις τους για το ανωτέρω επίδομα. Η αγωγή αυτή έχει αντικείμενο αξίωση πηγάζουσα από σύμβαση εργασίας, ιστορική αιτία τη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας και την παροχή αυτής κατά τα έτη 1992-1995 και νομική αιτία της κανονιστικές διατάξεις της από 6.7.1990 Ε.Σ.Σ.Ε. σε συνδυασμό με το άρθρο 648 και επ. Α.Κ. Και δεν έχει αντικείμενο αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, ιστορική βάση αδικοπραξία του Νομικού Προσώπου της αναιρεσείουσας και νομική τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 και επ. Α.Κ. Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι οι απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων
υπέκυψαν στην πενταετή παραγραφή, που προβλέπεται από το άρθρο 937 Α.Κ. για τις απαιτήσεις από αδικοπραξία, δεν είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της προκειμένης δίκης και ήταν αλυσιτελής. Επομένως ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, κατά τον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος και πρέπει ν' απορριφθεί. V. Ο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη αν και την είχε κατά νόμο. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ η δικαστική ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολογεί και η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και κατά την ειδική διαδικασία εκδικάσεως των εργατικών διαφορών (άρθρα 663-676 ΚΠολΔ), γιατί η από το άρθρο 671 ΚΠολΔ προβλεπομένη κατά τη διαδικασία αυτή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων δεν περιλαμβάνει και την δικαστική ομολογία. Το Δικαστήριο συνεπώς της ουσίας, μη προσδίδοντας στη δικαστική ομολογία την αυξημένη αποδεικτική δύναμη, υποπίπτει στην πλημμέλεια του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της δικαστικής ομολογίας, ποιος παραδεκτώς προταθείς αυτοτελής ισχυρισμός αποδεικνύεται από αυτήν, ποια επίδραση θα ασκούσε αυτός όταν έκβαση της δίκης καθώς και ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε τη δικαστική ομολογία του αντιδίκου του. Διότι ναι μεν η δικαστική ομολογία περιλαμβάνεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο, για να δημιουργηθεί όμως λόγος αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να ισχυρίζεται ότι την επικαλέσθηκε και να αποδεικνύει αυτό προσκομίζοντας τις σχετικές προτάσεις του. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι οι συνταξιούχοι 20ς, 5ος, 6ος, 7ος και 8ος από τους αναιρεσιβλήτους δικαιούνται το επίδομα μέσου όρου ενδείξεων παρά τη συνομολόγηση από αυτούς του γεγονότος ότι ήταν συνταξιούχοι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ. Δεν αναφέρει όμως στο αναιρετήριο ότι αυτή επικαλέσθηκε τη δικαστική ομολογία τους κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Επομένως ο λόγος αυτός ως αόριστος και άρα απαράδεκτος πρέπει ν' απορριφθεί. VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως "έγγραφα" νοούνται μόνο αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα από τα άρθρα 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ. Δεν αποτελούν "έγγραφα" κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης, όπως η αγωγή, οι προτάσεις, η δικαστική απόφαση κλπ. και η παραμόρφωση του περιεχομένου των διαδικαστικών αυτών εγγράφων δεν ιδρύει τον από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Επομένως ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 12.12.1997 ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος και πρέπει ν' απορριφθεί. VII. Κατά το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι όταν αυτό αποφάνθηκε επί υποθέσεως που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του όπως στην περίπτωση που δίκασε υπόθεση υπαγομένη στη δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και των άρθρων 1 περ. α' του ΚΠολΔ και Ι παρ. Ι του Ν. 1406/1993, συνάγεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές, στη δε δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας. Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο α) το περιεχόμενο της αγωγής και β) τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο και θεμελιωτικά της κρίσεώς του για το χαρακτηρισμό της διαφοράς ως ιδιωτικού δικαίου ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν από τα επικαλούμενα με την αγωγή πραγματικά περιστατικά σε συνδυασμό με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο προκύπτει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, οπότε το πολιτικό δικαστήριο που αποφάνθηκε επ' αυτής δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του, ή διοικητική διαφορά ουσίας οπότε το πολιτικό δικαστήριο δικάσαν αυτήν υπερέβη τη δικαιοδοσία του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του υπερέβη τη δικαιοδοσία του γιατί αρμόδιο όργανο για την απονομή συντάξεως και εφάπαξ βοηθήματος στους 2ο, 5ο, 6ο, 7ο και 8ο από τους αναιρεσιβλήτους είναι το Συμβούλιο Ασφαλίσεως της, οι αποφάσεις των οποίων αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Δεν παρατίθενται όμως στο αναιρετήριο το ιστορικό και αιτητικό της αγωγής ως προς τους παραπάνω πέντε αναιρεισβλήτους, δηλαδή εάν αυτοί με την αγωγή τους επικαλούμενοι δικαίωμα απονομής συντάξεως και εφάπαξ βοηθήματος ζητούσαν την επιδίκαση αυτών, οπότε η διαφορά υπήγετο στα διοικητικά δικαστήρια, ή εάν επικαλούντο σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας και τα από αυτήν και τις κανονιστικές διατάξεις των σχετικών Συλλ. Συμβ. Εργασίας δικαιώματά τους προς λήψη ορισμένων επιδομάτων ως αντάλλαγμα της εργασίας τους, οπότε η διαφορά υπήγετο στα πολιτικά δικαστήρια, και επίσης δεν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο για το χαρακτηρισμό της διαφοράς και τη θεμελίωση της κρίσεώς του περί υπαγωγής της διαφοράς αυτής, στη δικαιοδοσία του. Επομένως ο από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και άρα απαράδεκτος και πρέπει ν' απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.4.2002 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " " για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6790/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει σε τετρακόσια είκοσι (420) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2003. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 14 Ιανουαρίου 2004.