12 Χρήμα και επιτόκιο Σκοπός Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι η ανάλυση της αγοράς χρήματος κατά την κλασική θεωρία. Στην ανάλυση αυτή εντάσσονται δύο καίρια για την κλασική θεωρία θέματα, Το πρώτο είναι η ποσοτική θεωρία του χρήματος, που είναι και θεωρία σχηματισμού των τιμών. Το δεύτερο είναι ο προσδιορισμός του επιτοκίου στην αγορά χρηματικών κεφαλαίων. Προσδοκώμενα αποτελέσματα Όταν θα έχετε μελετήσει αυτό το κεφάλαιο θα γνωρίζετε: Πώς προσδιορίζονται οι τιμές κατά τους κλασικούς. Πώς προσδιορίζεται το επιτόκιο. Έννοιες-κλειδιά ποσοτική θεωρία ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος δανειακά κεφάλαια 12.1 Το γενικό επίπεδο των τιμών Στο κλασικό μακροοικονομικό υπόδειγμα, το επίπεδο των τιμών προσδιορίζεται από την ποσοτική σχέση που υπάρχει, σε κάθε περίοδο, μεταξύ της ποσότητας του χρήματος και του προϊόντος. Η ποσότητα του χρήματος μεταβάλλεται από τις νομισματικές αρχές. Το προϊόν, όπως, είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, προσδιορίζεται από τη συνάρτηση παραγωγής σε συνδυασμό με την αγορά εργασίας, που προσδιορίζει την απασχόληση του εργατικού δυναμικού. 12.1.1 Η ποσοτική θεωρία του χρήματος: Η εκδοχή Fisher Η ποσοτική θεωρία του χρήματος είναι μία θεωρία προσδιορισμού του επιπέδου τιμών, σύμφωνα με την οποία, το επίπεδο των τιμών προσδιορίζεται από την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία σε σχέση με το μέγεθος της παραγωγής. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην εξίσωση των συναλλαγών η οποία είναι MV = PY Η εξίσωση αυτή περιλαμβάνει μια νέα μεταβλητή, το V, που είναι η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος (το V είναι το πρώτο γράμμα της λέξης Velocity = ταχύτητα). Το V μάς πληροφορεί πόσες φορές ένα ευρώ έχει χρησιμοποιηθεί για συναλλαγές μέσα σε μια χρονική περίοδο. Φυσικά, το V μπορεί να είναι διαφορετικό για κάθε ευρώ. Εάν έχετε ένα ευρώ ξεχασμένο σε ένα συρτάρι, η ταχύτητα κυκλοφορίας του είναι μηδέν. Εάν κάποιο άλλο το χρησιμοποιήσατε τον Ιανουάριο για να πάρετε σπίρτα, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τον περιπτερά για να πληρώσει το ενοίκιο του Φεβρουαρίου, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου, κ.ο.κ., το ευρώ αυτό μπορεί να χρησιμοποιήθηκε στις συναλλαγές, π.χ., δέκα φορές, έτσι για αυτό το ευρώ η ταχύτητα κυκλοφορίας είναι V = 10. Συνεπώς, το V της εξίσωσης των συναλλαγών έχει σχέση με τον αριθμό των συναλλαγών που έγιναν μέσα σε μία περίοδο. Το σύνολο των νομισματικών μονάδων που χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές είναι το γινόμενο MV. Εάν, π.χ., έχουμε 100 ευρώ, και κάθε ευρώ χρησιμοποιήθηκε σε μια περίοδο 5 φορές κατά μέσο όρο, έχουμε Μ = 100, V = 5, και MV = 500. Το άλλο μέρος της εξίσωσης, το ΡΥ, είναι το γινόμενο των προϊόντων που αγοράσθηκαν (και πωλήθηκαν) σε μία περίοδο, επί την τιμή αυτών των προϊόντων. Εάν, π.χ. έχουμε τέσσερα προϊόντα σε ποσότητες y 1 = 50, y 2 = 40, y 3 = 20, και y 4 = 50, και οι αντίστοιχες τιμές τους ήταν p 1 = 2, p 2 = 3, p 3 = 4, και p 4 = 4, το άθροισμα των γινομένων είναι y 1 p 1 + y 2 p 2 + y 3 p 3 + y 4 p 4 = 100 + 120 + 80 + 200 = 500. Ουσιαστικά, το 142
å i y i p i είναι ίσον προς το ΡΥ. Αυτό φαίνεται ως εξής: εάν υπολογίσουμε τον σταθμικό μέσο όρο των τιμών θα βρούμε ότι είναι P = 3,125 και το άθροισμα των προϊόντων, σε φυσικές μονάδες, είναι Υ = 160. Το γινόμενο των δύο είναι ΡΥ = 500. Είναι, λοιπόν, χρήσιμο στο πλαίσιο της ποσοτικής θεωρίας να θεωρούμε το επίπεδο των τιμών Ρ ως τον σταθμικό μέσο όρο όλων των τιμών, και το επίπεδο της παραγωγής Υ ως το σύνολο των προϊόντων σε φυσικές μονάδες. Τώρα, γιατί πρέπει κατ ανάγκη το MV να ισούται με το ΡΥ; Ένας τρόπος για να γίνει κατανοητή αυτή η εξίσωση είναι να θεωρήσουμε ότι το MV δείχνει τη συνολική αξία των συναλλαγών. Όμως, η αξία των συναλλαγών είναι εξ ορισμού ίση με την αξία των αγαθών που πωλούνται (και αγοράζονται), δηλαδή με το PY. Αυτό μάς λέει αμέσως ότι η παραπάνω εξίσωση είναι ουσιαστικά μια ταυτότητα. Το MV είναι εξ ορισμού ίσο προς το PY. H μέτρηση του V είναι αδύνατη εάν πρόκειται να μετρήσουμε την ταχύτητα κάθε μονάδας και μετά να υπολογίσουμε τον μέσο όρο. Ο υπολογισμός γίνεται από την εξίσωση των συναλλαγών επί τη βάσει των μετρήσεων των άλλων μεγεθών. Εάν ξέρουμε τις τιμές των Μ, Ρ, και Υ μπορούμε να υπολογίσουμε την ταχύτητα κυκλοφορίες του χρήματος, διότι PV V = M Τι αξία έχει, ως θεωρία, η εξίσωση των συναλλαγών, εάν ισχύει κατ ανάγκη και συνεπώς είναι μία ταυτότητα; Η αξία της εξίσωσης των συναλλαγών προκύπτει από δύο βασικές υποθέσεις. Πρώτον, υποτίθεται ότι το σύνολο της παραγωγής είναι δεδομένο στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, όπως γνωρίζουμε από την κλασική θεωρία. Δεύτερον, η ταχύτητα κυκλοφορίας είναι βραχυχρονίως σταθερή, διότι προσδιορίζεται από παράγοντες που δεν αλλάζουν γρήγορα, όπως, π.χ. οι συναλλακτικές συνήθειες και η ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος (πιστωτικές κάρτες, μηχανές αυτομάτων αναλήψεων (ΑΤΜ), κ.λπ.). Εάν το V και το Υ είναι σταθερά, τότε έχουμε την εξίσωση V P = M Y που δείχνει ότι το επίπεδο των τιμών εξαρτάται από την ποσότητα του χρήματος. Εάν η ποσότητα του χρήματος αυξηθεί (ή μειωθεί) κατά ένα ποσοστό, κατά το ίδιο ποσοστό θα αυξηθεί (ή μειωθεί) και το επίπεδο των τιμών. Αυτό το οποίο μετατρέπει τη ταυτότητα σε θεωρία, είναι η υπόθεση περί σταθερότητας του Υ, η οποία προκύπτει από τη ανάλυση της αγοράς εργασίας, και η υπόθεση περί σταθερότητας του V, η οποία προκύπτει από το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας. Για να κατανοήσετε τα παραπάνω κάνετε το εξής νοητικό πείραμα. Υποθέστε ότι ξαφνικά, και μέσα σε μία ημέρα, η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει να χαρίσει σε κάθε πολίτη ένα χρηματικό ποσό, ίσο προς την ποσότητα του χρήματος που ο καθένας κατέχει. Υποθέστε ακόμη ότι το προϊόν δεν αυξάνει, διότι η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη απασχόληση, και ότι η συμπεριφορά των ατόμων δεν αλλάζει, δηλ. δεν αποθησαυρίζουν χρήμα στο συρτάρι, ούτε χρησιμοποιούν χαρτονομίσματα για να ανάψουν το τζάκι. Τι θα συμβεί στο επίπεδο των τιμών; Το αποτέλεσμα της δωρεάς της Κεντρικής Τράπεζας θα είναι διπλασιασμός της ποσότητας του χρήματος που οι άνθρωποι θα έχουν στη διάθεσή τους και, εφόσον η οικονομική συμπεριφορά τους δεν αλλάζει, θα εμφανισθεί αύξηση της ζήτησης όλων των προϊόντων. Όμως, με δεδομένη την ποσότητα που προσφέρεται, διότι το Υ είναι σταθερό, οι τιμές θα αυξηθούν μέχρι το σημείο εκείνο που θα επέλθει νέα ισορροπία προσφοράς και ζήτησης, δηλ. οι τιμές θα διπλασιασθούν. Με διπλάσια εισοδήματα και διπλάσιες τιμές, τα πραγματικά εισοδήματα θα επανέλθουν στο αρχικό τους επίπεδο. Το παραπάνω πείραμα δείχνει ότι, εφόσον το V και το Υ είναι σταθερά, διπλάσιο Μ σημαίνει διπλάσιο Ρ. Στην εξίσωση των συναλλαγών, το Y αναφέρεται σε όλες τις συναλλαγές που γίνονται στη διάρκεια μίας χρονικής περιόδου, δηλαδή περιλαμβάνει τα αγαθά που παρήχθησαν στην ίδια περίοδο, αλλά και αγαθά που είχαν παραχθεί στο παρελθόν. Για τον λόγο αυτό, το P αναφέρεται στις τιμές όλων των αγαθών που γίνονται αντικείμενα αγοραπωλησίας. Όμως, η ίδια λογική που ισχύει για όλες τις συναλλαγές, ισχύει και τις συναλλαγές επί των προϊόντων που παρήχθησαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Συνεπώς, η ποσοτική θεωρία ισχύει και για την τρέχουσα παραγωγή. 143
12.1.2 Η ποσοτική θεωρία του χρήματος: Η εκδοχή Cambridge Η ποσοτική θεωρία κατά την ανωτέρω διατύπωση είναι η φισεριανή εκδοχή, από το όνομα του Irving Fisher. Υπάρχει και άλλη διατύπωση της ποσοτικής θεωρίας, η οποία αναπτύχθηκε την ίδια περίπου εποχή στο πανεπιστήμιο του Cambridge της Αγγλίας και αναφέρεται ως εκδοχή του Cambridge. Στην εκδοχή αυτή, η ποσοτική θεωρία διατυπώνεται σε όρους προσφοράς και ζήτησης χρήματος. Η προσφορά χρήματος προσδιορίζεται από τη νομισματική αρχή και σε κάθε χρονική περίοδο έχει ένα ορισμένο μέγεθος, έστω M s. Η ζήτηση χρήματος είναι συνάρτηση του εισοδήματος. Σύμφωνα με τη εκδοχή αυτή, η ζήτηση χρήματος προέρχεται από την ανάγκη των οικονομούντων ατόμων (καταναλωτών και επιχειρηματιών) για συναλλαγές, και η ποσότητα του χρήματος που ζητείται για τις ανάγκες είναι συνάρτηση του εισοδήματος, και συγκεκριμένα είναι μια αναλογία του εισοδήματος. Έτσι η ζήτηση χρήματος είναι M d = kyp με 0 < k < 1 Το k είναι η αναλογία. Για να έχουμε ισορροπία στην αγορά χρήματος, πρέπει M s = kyp Εάν τώρα συγκρίνουμε τις δύο εκδοχές της θεωρίας, δηλαδή την ΜV = PY με την M s = kpy, και δεδομένου ότι M = M s, φαίνεται σαφώς ότι V = 1/k Με άλλα λόγια, η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος είναι ίση με το αντίστροφο της ζήτησης χρήματος. Όπως στην εκδοχή του Fisher, έτσι και στην εκδοχή του Cambridge, η αύξηση της ποσότητας του χρήματος θα αυξήσει αναλογικά τις τιμές, εφόσον το Υ και το k είναι σταθερά. Στη θεωρία αυτή δεν υπάρχει ζήτηση χρήματος για άλλους σκοπούς πλην της ανάγκης των συναλλαγών. Συνεπώς, εάν τα άτομα βρεθούν με περισσότερο χρήμα από εκείνο που χρειάζονται για συναλλαγές το πλεόνασμα θα το δαπανήσουν. Αυτό σημαίνει αύξηση των τιμών, εφόσον το εισόδημα είναι σταθερό. 12.1.3 Η διαγραμματική απεικόνιση της ποσοτικής θεωρίας Οι δύο βασικές σχέσεις που περιέχονται στην ποσοτική θεωρία παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 12.1. Οι καμπύλες Μ 1 και Μ 2 είναι ισοσκελείς υπερβολές, διότι το γινόμενο PY είναι σταθερό και ίσο προς την ποσότητα του χρήματος MV. Η σχέση τιμών-προϊόντος είναι αρνητική. Όταν το εισόδημα αυξάνει από Y 1 σε Y 2, οι τιμές μειώνονται από P 1 σε P 2, και αντιστρόφως. Η σχέση χρήματος-τιμών είναι θετική. Όταν η ποσότητα του χρήματος αυξάνεται, ολόκληρη η καμπύλη μετατοπίζεται προς τα δεξιά, και, σε κάθε επίπεδο εισοδήματος, οι τιμές αυξάνονται. 144
Διάγραμμα 12.1 Η σχέση τιμών και εισοδήματος. Άσκηση 12.1 Δείξτε διαγραμματικά τη σχέση προϊόντος και τιμών που υπάρχει στην ποσοτική θεωρία του χρήματος για μια δεδομένη ποσότητα χρήματος, M 0, και βρείτε το επίπεδο των τιμών για μια δεδομένη ποσότητα προϊόντος Y 0. Επαναλάβετε την ίδια διαδικασία για μια αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε M 1. Απάντηση Η σχέση προϊόντος-τιμών παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 12.2 για ποσότητες χρήματος Μ 0 και Μ 1 με σταθερό το V. Όταν το εισόδημα είναι Υ 0, το επίπεδο τιμών είναι Ρ 0. Για το ίδιο εισόδημα, αλλά με αύξηση της ποσότητας του χρήματος σε Μ 1, οι τιμές αυξάνονται σε Ρ 1. 145
Διάγραμμα 12.2 Η σχέση τιμών και εισοδήματος (Άσκηση 12.1). Άσκηση 12.2 Έστω ότι σε μια οικονομία η συνάρτηση παραγωγής είναι Y = 25L 1/2. Από την αγορά εργασίας, η απασχόληση προσδιορίζεται σε L = 225. Η ποσότητα του χρήματος είναι Μ = 200 και η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος είναι V = 3,75. Βρείτε το επίπεδο των τιμών και κατασκευάστε τα σχετικά διαγράμματα. Απάντηση Η απασχόληση είναι L = 225. Από τη συνάρτηση παραγωγής βρίσκουμε το εισόδημα που είναι Y = 25 225 = 375. Η ποσότητα του χρήματος επί την ταχύτητα κυκλοφορίας είναι 200 3,75 = 750. Από την ποσοτική θεωρία έχουμε MV = PY ή 750 = 375Ρ και Ρ = 2. Το Διάγραμμα 12.3 παρουσιάζει τις δύο σχέσεις. Διάγραμμα 12.3 Η συνάρτηση παραγωγής και η ποσότητα χρήματος (Άσκηση 12.2). 146
12.2 Δανειακά κεφάλαια και επιτόκιο Στο κλασικό οικονομικό υπόδειγμα το ύψος του επιτοκίου προσδιορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση των δανειακών κεφαλαίων. Δανειακά κεφάλαια είναι τα χρηματικά ποσά που προσφέρονται, από διάφορες πηγές, προς δανεισμό και ζητούνται, για διάφορους λόγους, από άτομα τα οποία βρίσκονται στην ανάγκη δανεισμού. 12.2.1 Η προσφορά δανειακών κεφαλαίων Η προσφορά δανειακών κεφαλαίων προέρχεται από τρεις πηγές: (α) από τις αποταμιεύσεις των ατόμων, (β) από το νέο χρήμα που το τραπεζικό σύστημα θέτει στη διάθεση του κοινού, και (γ) από ποσά τα οποία κρατούσαν τα άτομα σε ρευστή μορφή για διάφορους λόγους, και τώρα αποφασίζουν να διαθέσουν στην αγορά δανειακών κεφαλαίων (πρόκειται για αντιθησαυρισμό που είναι τα αντίθετο του αποθησαυρισμού). Αποταμίευση Σύμφωνα με την κλασική θεωρία, η αποταμίευση των ατόμων εξαρτάται από το επιτόκιο. Σε κάθε χρονική περίοδο, κάθε άτομο αποφασίζει πόσο μέρος του εισοδήματός του θα καταναλώσει και πόσο θα αποταμιεύσει. Καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση αυτή, είναι το επιτόκιο. Όσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο των ατόμων να αυξήσουν την αποταμίευσή τους, και ταυτοχρόνως να υποστούν τη θυσία να μειώσουν την κατανάλωση προκειμένου να έχουν μεγαλύτερο εισόδημα από τόκους στο μέλλον. Τα άτομα, δηλαδή, συγκρίνουν την απώλεια της χρησιμότητας, που υφίστανται στο παρόν από τη μείωση της κατανάλωσης, με την αυξημένη χρησιμότητα, που θα προέλθει στο μέλλον από τη σημερινή αποταμίευση. Όσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο, που μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή για τη θυσία της σημερινής απώλειας χρησιμότητας, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι αποταμιεύσεις των ατόμων. Συνεπώς, σύμφωνα με την κλασική θεωρία, η αποταμίευση είναι θετική συνάρτηση του επιτοκίου. Νέο χρήμα από τις τράπεζες Όπως γνωρίζουμε, οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να κρατούν ρευστά διαθέσιμα σύμφωνα με το ποσοστό των υποχρεωτικών καταθέσεων που επιβάλλει η Κεντρική Τράπεζα. Οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να κρατούν (και συχνά το κάνουν) ρευστά διαθέσιμα, επιπλέον των υποχρεωτικών, για λόγους ασφαλείας. Η διατήρηση των επιπλέον διαθεσίμων σημαίνει απώλεια κερδών για τις τράπεζες, διότι τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να τα δανείσουν και να έχουν έσοδα. Όταν το επιτόκιο αυξάνει, τόσο οι απώλειες από τη διατήρηση προσθέτων διαθεσίμων αυξάνουν, και τόσο ισχυρότερο γίνεται το κίνητρο για μείωση των διαθεσίμων. Συνεπώς, η αύξηση του επιτοκίου αυξάνει τα δάνεια που οι τράπεζες επιθυμούν να διαθέσουν στην αγορά. Αντιθησαυρισμός Εάν τα άτομα κρατούν ρευστά διαθέσιμα εκτός του τραπεζικού συστήματος (λόγω φόβου, πολιτικής α- στάθειας, αβεβαιότητας, κ.λπ.), υφίστανται το κόστος της απώλειας των τόκων που θα μπορούσαν να εισπράξουν. Όταν το επιτόκιο αυξάνει, το κόστος του αποθησαυρισμού αυξάνει και το κίνητρο για το αντίθετο, δηλαδή για αντιθησαυρισμό, γίνεται πιο ισχυρό. Έτσι, η αύξηση του επιτοκίου αυξάνει την προσφορά δανειακών κεφαλαίων και από αυτήν την πηγή. Η προσφορά δανειακών κεφαλαίων σε κάθε επιτόκιο είναι το άθροισμα των ποσών που προέρχονται από τις ανωτέρω τρεις πηγές. Η ευθεία S του Διαγράμματος 12.4 παρουσιάζει τη συνάρτηση αποταμιεύσεων του κλασικού υποδείγματος. 12.2.2 Η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων Η κύρια ζήτηση δανειακών κεφαλαίων προέρχεται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες ζητούν χρηματικά κεφάλαια για επενδύσεις και γενικά για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. 147
Η ζήτηση αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή δανείων από τις εμπορικές τράπεζες ή έκδοσης και διάθεσης ομολόγων προς το κοινό. Η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων για την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων είναι αρνητική συνάρτηση του επιτοκίου. Όταν το επιτόκιο μειώνεται, τα επενδυτικά σχέδια που γίνονται κερδοφόρα αυξάνονται και η ζήτηση κεφαλαίων για τη χρηματοδότησή τους αυξάνει. Τα αντίθετο συμβαίνει όταν το επιτόκιο αυξάνει. Η σχέση επιτοκίου και επενδύσεων στο κλασικό υπόδειγμα είναι η ίδια όπως και στο κεϋνσιανό. Μία άλλη σημαντική ζήτηση δανειακών κεφαλαίων προέρχεται από τις ανάγκες του Δημοσίου η ο- ποία εκφράζεται στην αγορά με έκδοση, και διάθεση στο κοινό, κρατικών ομολόγων με ορισμένο επιτόκιο. Με την έκδοση ομολόγων, η κυβέρνηση ζητά δανειακά κεφάλαια από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, και τις εμπορικές τράπεζες. Στην περίπτωση αυτή, το επιτόκιο μπορεί να μην έχει την ίδια σημασία όπως στο δανεισμό των επιχειρήσεων, αλλά γενικά, όσο αυξάνει το επιτόκιο, τόσο πιο διστακτική μπορεί να είναι μία κυβέρνηση για προσφυγή σε έκδοση ομολόγων. Η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων από νοικοκυριά για χρηματοδότηση για αγορά κατοικίας και καταναλωτικών αγαθών είναι επίσης σημαντική. Στην περίπτωση αυτή, η σημασία του επιτοκίου είναι σημαντικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της ζητούμενης ποσότητας. Φυσικά, η σχέση είναι αρνητική. Αύξηση του επιτοκίου μειώνει τη ζητούμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων, και αντιστρόφως. Η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων και από τις τρεις πηγές παρουσιάζεται με την ευθεία Ι στο Διάγραμμα 12.4. 12.2.3 Ο προσδιορισμός του επιτοκίου Ο προσδιορισμός του επιτοκίου κατά το κλασικό υπόδειγμα παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 12.4. Ο μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης δανειακών κεφαλαίων εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ προσφερομένων και ζητουμένων δανειακών κεφαλαίων, δηλαδή I = S, σε επιτόκιο r 1. Διάγραμμα 12.4 Η προσφορά και η ζήτηση δανειακών κφαλαίων. Όπως σε όλες τις αγορές, οι καμπύλες προσφοράς και ζήτησης μετατοπίζονται εάν μεταβληθούν οι εξωγενείς παράγοντες. Εάν π.χ. βελτιωθούν οι επιχειρηματικές προσδοκίες για την εξέλιξη της κερδοφορίας, η ευθεία της ζήτησης επενδύσεων θα μετατοπισθεί προς τα δεξιά, και το επιτόκιο θα αυξηθεί. Εάν η κυβέρνηση μειώσει τον δανεισμό της λόγω μείωσης των κρατικών δαπανών, η ευθεία των επενδύσεων, δηλαδή της ζήτησης δανειακών κεφαλαίων, θα μετατοπισθεί προς τα αριστερά, και το επιτόκιο θα μειωθεί. Ανάλογες μετατοπίσεις θα γίνουν στην ευθεία της προσφοράς εάν αλλάξουν οι εξωγενείς παράγοντες που την επηρεάζουν. Π.χ. εάν οι εμπορικές τράπεζες θελήσουν, λόγω αβεβαιότητας στις διεθνείς χρημα- 148
τοπιστωτικές αγορές, να αυξήσουν τα διαθέσιμα ρευστά που κρατούν επιπλέον των υποχρεωτικών, η ευθεία της προσφοράς θα μετατοπισθεί προς τα αριστερά, και το επιτόκιο θα αυξηθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κλασικό υπόδειγμα, ο ρόλος του επιτοκίου είναι διττός. Αφ ενός, εξασφαλίζει ισορροπία στην αγορά δανειακών κεφαλαίων, αφ ετέρου, καθορίζει την κατανομή του εισοδήματος σε κατανάλωση και αποταμίευση διότι επηρεάζει τις σχετικές αποφάσεις των ατόμων. Σύνοψη Στο κεφάλαιο εξετάσαμε δύο βασικά ζητήματα του κλασικού μακροοικονομικού υποδείγματος. Την ποσοτική θεωρία του χρήματος, με την οποία εξηγείται πώς προσδιορίζεται το επίπεδο των τιμών, και την αγορά των δανειακών κεφαλαίων, στην οποία προσδιορίζεται το επιτόκιο. Αυτά τα δύο βασικά μέρη, μαζί με την αγορά εργασίας, αποτελούν το απλό κλασικό υπόδειγμα, το οποίο θα παρουσιάσουμε συνολικά στο επόμενο κεφάλαιο. Βιβλιογραφία Λιανός, Θ. Π. και Μπένος, Θ. Ε. (2013). Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Ζ έκδοση. Αθήνα: Εκδ. Μπένου. Kεφάλαια 8-9. Froyen, R. T. (1990). Macroeconomics: Theories and Policies. New York: MacMillan. Κεφάλαια 3-4. Mankiw, G. (2002). Μακροοικονομική Θεωρία. Αθήνα: Gutenberg. Κεφάλαιο 7. 149