Πίστη καί Ἐπιστήμη στόν 21 ο αἰῶνα

Σχετικά έγγραφα
Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Ἕνα συγκλονιστικό περιστατικό ἀκούσαμε σήμερα

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας (Α Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Ἐµπειρική Δογµατική. τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Θεολογία γεγονότων. Ὅπως ἡ ἰατρική ἐπιστήμη μεταδίδεται ἀπό ἰατρούς σέ μαθητές, ἔτσι μεταδίδεται καί ἡ πνευματική ἰατρική ἐπιστήμη στούς

Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019.

Δερμάτινοι Χιτῶνες Ἀναφορά στήν βιολογική ζωή, τίς ἀσθένειες, τά γηρατειά, τόν θάνατο καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου

Αι ιστορικαί χειροτονίαι των Γ.ΟΧ. υπό του αειμνήστου Επισκόπου Βρεσθένης κυρού Ματθαίου του Α’ το έτος 1948

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

Εἰς τήν Κυριακήν μετά τά Φῶτα.

ατηρηθῆ ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν χάνεται ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια (δόγμα) καί ἡ ἀσκητική - νηπτική προϋπόθεση βιώσεως καί διατηρήσεως τοῦ

Ἡ θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Κυριακή 14 Ἀπριλίου 2019.

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019.

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Kataskinosis2017B_ ÎÔ Ï 8/28/17 6:58 PM Page 1. Κατασκήνωση «ΘΑΒΩ Ρ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος. «Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ» στήν ΕΛΑΝΗ Κασσανδρείας

Εἰς τήν Κυριακήν τῶν Μυροφόρων.

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Κυριακή 30 Ἰουνίου 2019.

Παντί τῷ πληρώματι τῆς καθ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀττικῆς καί Βοιωτίας.

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Πώς οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς.

Ποιος είναι ο Θεός κατά την πίστη του Χριστιανισμού. Διδ. Εν. 4

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Οι τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική φιλοσοφία

π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως (Γ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

GEORGE BERKELEY ( )

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Κυριακή 29η Σεπτεμβρίου 2019 (Κυριακή Β Λουκᾶ).

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Αρχή και Πορεία του Κόσμου (Χριστιανική Κοσμολογία) Διδ. Εν. 9

Τά δύο βιβλία τοῦ Θεοῦ

Σχέδιο υποβολής Ερευνητικής Εργασίας

Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες. Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, 9.00 π.μ. Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» Πειραιῶς

Κυριακή 5 Μαΐου 2019.

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

Μαθημα 1. Η λατρεία στη ζωή των πιστών σήμερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Στοιχεία συνάντησης της εξομολόγησης με την προσωποκεντρική θεωρία

ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ. Metr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Χριστιανική Γραμματεία

Μεταξύ των αιτιών της αναπτύξεως των αιρέσεων και της παραθρησκείας πρέπει να θεωρήσουμε τον έντονο μεταφυσικό προβληματισμό του σύγχρονου ανθρώπου

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019.

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ Β' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον.

«To be or not to be?». Τό ἐρώτημα γιά τή ζωή *

Κατακόρυφη πτώση σωμάτων

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α' ΕΞΑΜΗΝΟ

Κυριακή 12 Μαΐου 2019.

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Οι Καθολικές επιστολές

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΞΑΜΗΝΟ. 3 5 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Χρήστος Καραγιάννης ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Αλεξάνδρα Παλάντζα 30693

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Να ιεραρχήσετε τα παρακάτω στάδια από τις φάσεις της θείας οικονομίας

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

* * * Κάθε ἀξίωμα πού δίνει ὁ Θεός τό δίνει γιά νά εἶναι ὁ χαρισματοῦχος διάκονος τοῦ λαοῦ καί νά ὑπηρετήση τόν λαό καί ὄχι

ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Κατερίνα Νικηφοράκη Ακτινοφυσικός (FORTH)

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἀσώτου.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013)

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Παραλύτου.

Transcript:

Πίστη καί Ἐπιστήμη στόν 21 ο αἰῶνα Πρωτοπρεσβυτέρου π. Σωτηρίου Ὀ. Ἀθανασούλια Ἐφημερίου Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Bασιλείου Τριπόλεως Ἡ ἀνάδυση τοῦ προβλήματος στήν ἐποχή μας Τό ζήτημα τῶν σχέσεων τῆς πίστης (καί εἰδικότερα, τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης) μέ τή λογική καί τήν ἐπιστήμη δέν εἶναι πρόσφατο, εἶναι πολύ παλαιό. Κατά καιρούς ἐπανέρχεται στό προσκήνιο μέ ἔντονο πολλές φορές τρόπο. Στούς τελευταίους αἰῶνες, ἀπό τήν ἐποχή εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (17ος - 18ος αἰ.) καί ὕστερα, ἡ σχέση αὐτή κατανοήθηκε κατά κανόνα ὡς ἀντίθεση καί σύγκρουση. Πίστη καί ἐπιστήμη θεωρήθηκαν ἀλληλοαποκλειόμενες ἔννοιες. Ἡ πίστη θεωρήθηκε στοιχεῖο τοῦ παρεθόντος, σχετιζόμενο μέ τή μυθολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἄγνοια καί τόν σκοταδισμό. Τό ἀντικείμενό της, ὁ «θεός», θεωρήθηκε προϊόν τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας ἤ γέννημα ψυχολογικῶν αἰτίων ἤ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπαντήσει στά ὑπαρξιακά του ἐρωτήματα ἤ νά κατανοήσει τή δομή τοῦ κόσμου. Στό μέλλον, ὅπως πίστευαν πολλοί, ὅλα θά ἀπαντηθοῦν ἀπό τήν ἐπιστήμη. Αὐτή θά λύσει ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, τά προσωπικά, τά κοινωνικά καί τά παγκόσμια. Ἡ πίστη, μή ἔχοντας τί νά προσφέρει, θά τεθεῖ ἀναγκαστικά στό περιθώριο. Ἀπό ἐκεῖ θά ἱκανοποιεῖ κάποιους, πού σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ἀκόμη μέ μυθολογικές κατηγορίες. Ὅταν ἐκλείψουν κι αὐτοί, θά ἐκλείψει μαζί τους καί ἡ πίστη. Κατά συνέπειαν, τό μέλλον ἀνήκει στόν ὀρθό λόγο καί στήν ἐπιστήμη. Αὐτά ὁδηγοῦν μέ βεβαιότητα στήν ἀλήθεια, τά δέ συμπεράσματά τους εἶναι τά μόνα ἔγκυρα καί ἀδιαμφισβήτητα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στίς δυνατότητες τῆς ἐπιστήμης ἔλαβε κάποτε τεράστιες διαστάσεις, σχεδόν μεταφυσικές, ἔγινε ἡ νέα θρησκεία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ λογική ἐνθρονίστηκαν στή θέση τοῦ Θεοῦ καί λατρεύτηκαν ὡς νέες θεότητες! Οἱ πεποιθήσεις αὐτές χαρακτηρίζουν τήν περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ, πού ἀποκαλεῖται συνήθως «Νεοτερικότητα» ἤ «Μοντερνισμός» (μέσα 17ου - μέσα 20οῦ αἰ.). Εἶναι γεγονός, ὅτι ἐνισχύθηκαν καί ἀπό μεγάλες ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως τοῦ Κοπέρνικου (1473-1543), τοῦ Γαλιλαίου (1546-1642), τοῦ Κέπλερ (1571-1630), τοῦ Νεύτωνα (1643-1727) κ.ἄ., πού ἄλλαξαν τήν ἀντίληψή μας γιά τόν κόσμο. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἔγιναν καί πολιτική ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε μέ τή βία, σέ χῶρες, μάλιστα, πού ἐπικρατοῦσε ἡ Ὀρθοδοξία (Ρωσία καί «ἀνατολικές χῶρες») μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα. Στή χώρα μας αὐτή ἡ πολιτική ἰδεολογία προβάλλεται ἀρκετά καθυστερημένα, ὡς κάτι «νέο» καί «σύγχρονο», μέ τήν ἐπιλογή τῆς πλειοψηφίας τῶν μελῶν τῶν τελευταίων Κυβερνήσεων νά δίνουν πολιτικό «ὅρκο», ἐκπέμποντας σαφές μήνυμα περιφρόνησης τῆς πίστης τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ, καί μέ ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες. 1

Ὡστόσο, ἀπό τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰῶνα, ὅταν γιά τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ ἄρχισε νά ἀνατέλει μιά νέα περίοδος, πού ἀποκαλεῖται συνήθως «Ὕστερη Νεοτερικότητα» ἤ «Μετανεοτερικότητα» («Μεταμοντερνισμός»), ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ἐπιστήμης καί στήν παντοδυναμία τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἄρχισαν νά κλονίζονται σοβαρά. Σ αὐτό συνέβαλλαν νέες θεωρίες στόν χῶρο τῆς φυσικῆς, ὅπως τῆς «σχετικότητας» τοῦ Albert Einstein (1879-1955) καί τῆς «ἀπροσδιοριστίας» τοῦ Werner Heisenberg (1901-1976), πού ἔδωσαν μιά ἐντελῶς νέα ἑρμηνεία τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἀλλά καί παράγοντες μᾶλλον «ψυχολογικοί», ὅπως ἡ ἀδυναμία τῆς ἐπιστήμης νά ἐπιλύσει τά μεγάλα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά φέρει τήν εἰρήνη στόν κόσμο, ἡ ἀπειλή συντριβῆς τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἀπό τήν κυριαρχία τῶν ἐπιτευμάτων τῆς σύγχρονης τεχνολογίας κ.ἄ. Στόν νέο πολιτισμό τῆς Μετανεοτερικότητας, ἡ ἀντίληψη ὅτι ὑπάρχει μιά ἀπόλυτη ἀντικειμενική ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο καί τήν ἱστορία του, στήν ὁποία ὁδηγοῦν ὁ ὀρθός λόγος καί ἡ ἐπιστήμη, ὄχι μόνο ἀμφισβητεῖται, ἀλλά θεωρεῖται τό ἴδιο σχετική μέ ὁποιαδήποτε θρησκευτική γνώση. Στό κλίμα αὐτό ἡ πίστη, ἀντί νά ἔχει ἐξαλειφθεῖ, ὅπως ἀναμενόταν, ἐπανέρχεται στό προσκήνιο μέ δυναμικό τρόπο, δυστυχῶς ὅμως, ὄχι πάντοτε στήν αὐθεντική της μορφή. Νέες αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες, ἀποκρυφιστικές καί ἀκραῖες σατανιστικές ὀργανώσεις, πρόσωπα καί ὁμάδες πού προβάλλουν ἀντιλήψεις καί τεχνικές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ καί τοῦ Βουδισμοῦ ἐξαπλώνονται ραγδαία μεταξύ τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου, δηλαδή μεταξύ ὅσων πίστευαν στήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς. Παράλληλα, παρατηρεῖται μιά ἄνευ προηγουμένου ἔξαρση τοῦ ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ, μέ φαινόμενα πού γιά αἰῶνες εἶχαν ἐκλείψει ἤ τουλάχιστον εἶχαν περιοριστεῖ, ὅπως διώξεις καί μαρτύρια χριστιανῶν ἤ ἑτεροθρήσκων, θρησκευτικοί πόλεμοι, τρομοκρατία μέ θρησκευτικό ὑπόβαθρο κ.ἄ. Ἀπό τά παραπάνω προκύπτουν ἐρωτήματα, ὅπως: Ποιός εἶναι, τελικά, ὁ νικητής στή σύγκρουση πίστης καί ἐπιστήμης καί πῶς θά ἐξελιχθεῖ αὐτή ἡ σχέση στό μέλλον; Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ἀναγκασμένος νά ἐπιλέξει ἕνα ἀπό τά δύο; Ἄν δέχεται τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει νά ἀπορρίψει τήν πίστη ὡς κατάσταση προεπιστημονική; Τό θέμα, βέβαια, εἶναι τεράστιο καί κάθε πλευρά ἔχει διαφορετική ἄποψη. Ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει, προφανῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική ἄποψη, στήν ὁποία ἔχουμε ἀναφερθεῖ καί σέ προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (Νο 80) μέ ἄλλη ἀφορμή. Πῶς, ὅμως, προῆλθε ἡ σύγκρουση πίστης καί ἐπιστήμης; Οἱ ἀπαρχές μιᾶς ἐπερχόμενης ρήξης Ἄν ἐρευνήσουμε προσεκτικά τά Βιβλικά κείμενα (τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), θά διαπιστώσουμε ὅτι τέτοια σύγκρουση ἤ ἀντίθεση δέν μαρτυρεῖται σ αὐτά. Πίστη καί ἐπιστήμη κατανοοῦνται σέ μιά ἑνότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀξιολογεῖται θετικά, ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἡ Ἁγ. Γραφή διερωτᾶται «οὐχί ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καί ἐπιστήμην;» (Ἰώβ 21,22), καί προτρέπει «ἄκουσόν 2

μου, τέκνον, καί μάθε ἐπιστήμην» (Σοφ. Σειρ. 16,24), ἐνῶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος «προσέθηκεν αὐτοῖς (τοῖς ἀνθρώποις) ἐπιστήμην» (Σοφ. Σειρ. 17,11). Ἡ σύγκρουση προκύπτει ὅταν κάποια πλευρά ὑπερβαίνει τά ὅριά της ἤ ὅταν συγχέονται τά ὅρια μεταξύ πίστης καί ἐπιστήμης. Στόν Χριστιανισμό κάτι τέτοιο συνέβη μέ τίς αἱρέσεις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κατηγοροῦν τούς αἱρετικούς ὅτι θεολογοῦν «ἀριστοτελικῶς», δηλαδή ὅτι εἰσάγουν τόν ἀριστοτελικό συλλογισμό καί, γενικά, τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας ἐντός τῆς Θεολογίας, ὡς μέθοδο γιά τήν ἀναζήτηση τῆς Ἀλήθειας. Ὅμως, ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ Θεός, δέν ἀνακαλύπτεται μέ ἀνθρώπινους συλλογισμούς, ἀλλά φανερώνεται ὁ Ἴδιος στόν ἄνθρωπο καί γίνεται γνωστός μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων Του. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι μέθοδος ἐμπειρική, δηλαδή βασίζεται στίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ καί στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων. Κατ ἐξοχήν φορεῖς της (Θεολόγοι) εἶναι οἱ Ἅγιοι καί χῶρος δημιουργίας της εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὁ στίβος τῶν ἀγωνιζομένων ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου, πιστῶν. Εικόνα 1: Ὁ Γαλιλαῖος (1546-1642) ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι ἡ γῆ δέν κινεῖται, γιά νά ἀποφύγει τίς συνέπειες τῆς παρέμβασης τῆς δυτικῆς Θεολογίας σέ θέματα ἐπιστήμης. Δυστυχῶς, ὅμως, κατά τή σκοτεινή περίοδο τοῦ Μεσαίωνα (στ'- ιε' αἰ.) στή Δύση, μαζί μέ ἄλλες ἐκτροπές τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Θεολογία ἀπώλεσε τόν ἐμπειρικό χαρακτῆρα της καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ κι αὐτή «ἀριστοτελικῶς», δηλαδή μέ τή μέθοδο τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Ἡ ζῶσα ἐμπειρική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν θεολογικό στοχασμό καί κατέληξε σέ ἕνα εἶδος θρησκευτικῆς φιλοσοφίας. Φορεῖς της δέν ἦταν πλέον οἱ Ἅγιοι, ἀλλά κάποιοι πανεπιστημιακοί καθηγητές καί διανοούμενοι, πού ἔγραφαν ἐπιστημονικά συγγράμματα μέ παραπομπές, ἡ δέ πηγή της μεταφέρθηκε ἀπό τό πεδίο τῆς ζωῆς στά ἀποπνικτικά ἐργαστήρια τῶν δυτικῶν Πανεπιστημίων. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀφηρημένου θεολογικοῦ στοχασμοῦ ἦταν ἡ πλήρης ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως, μέ τή διατύπωση ἀκόμη καί «ἀποδείξεων γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ». Ἡ φιλοσοφία εἶχε διαφθείρει τή χριστιανική Θεολογία ἐσωτερικά, παρά τίς διακηρύξεις ὅτι εἶναι 3

«ὑπηρέτρια τῆς Θεολογίας». Παράλληλα, ὅσο ἡ ἐπιστήμη ἀνακτοῦσε κῦρος, τόσο ἡ δυτική Θεολογία ἐπιχειροῦσε νά περιβληθεῖ τό κῦρος αὐτό, προβαλλόμενη ὡς «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Ὁ πομπώδης αὐτός αὐτοπροσδιορισμός ἐκλάμβανε τή Θεολογία ὡς ἕνα εἶδος ὑπερεπιστήμης, ἤ ὡς μέθοδο περισσότερο ἐπιστημονική ἀπ ὅ,τι οἱ ἄλλες ἐπιστῆμες. Ὡστόσο, ἡ νεότερη σκέψη (φιλοσοφία καί ἐπίστημη) ἀπέδειξε ὅτι ὅλοι οἱ συλλογισμοί τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἦταν ἐσφαλμένοι καί δέν ὁδηγοῦσαν στή γνώση κανενός «θεοῦ». Οὐσιαστικά, κατέληξε σέ ὅ,τι τόνιζε πρίν ἀπό αἰῶνες ὁ ἀποστόλος Παῦλος καί ἀκολουθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, δηλαδή στό ὅτι «διά τῆς σοφίας» δέν γνώρισε ποτέ κανείς τόν Θεό, οὔτε πρόκειται νά Τόν γνωρίσει (πρβλ. Α' Κορ. 1,21). Ὅμως, ἡ ταύτιση τῆς Θεολογίας μέ τήν ἐπιστήμη ἐπέφερε τήν κατάρρευση τῆς πρώτης. Ἡ δυτική Θεολογία καί, γενικότερα, κάθε θρησκευτική πίστη, θεωρήθηκαν ψευδοεπιστῆμες ἤ καταστάσεις προεπιστημονικές ἤ μέθοδοι ἀσυμβίβαστες μέ τή σύγχρονη σκέψη. Ἡ ρήξη Θεολογίας καί ἐπιστήμης ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ταύτισης. Θεολογία, ἐπιστήμη καί φιλοσοφία στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση Ἀντίθετα, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, Θεολογία, ἐπιστήμη καί φιλοσοφία εἶναι τρεῖς ἐντελῶς διαφορετικές ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ἔτσι, ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη δέν τίθεται κἄν τό ἐρώτημα ἄν εἶναι ἡ Θεολογία ἐπιστήμη. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο δέν ταυτίζεται οὔτε μέ τήν ἐπιστήμη, οὔτε μέ τή φιλοσοφία. Βέβαια, ὑπάρχουν ὁμοιότητες καί διαφορές καί, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίθεται τό ἐρώτημα μέ τί μοιάζει περισσότερο ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, μέ τήν ἐπιστήμη ἤ μέ τή φιλοσοφία; Γιά νά ἀπαντήσουμε, ἀποφεύγοντας πολύπλοκα ἐπιμέρους ζητήματα, θά συγκρίνουμε τήν ἐπιστήμη, τή φιλοσοφία καί τήν (Ὀρθόδοξη) Θεολογία σέ τρία γενικά χαρακτηριστικά τους: α) στό ἀντικείμενο, β) στό γνωστικό ὄργανο καί γ) στή μέθοδο. Ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἔρευνα ἑνός ἀντικειμένου μέ μιά συγκεκριμένη μέθοδο, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναγνωρίζεται, γενικότερα, ὡς ἐπιστημονική. Ἀντικείμενό της εἶναι τό ἐπιστητό, δηλαδή ὅ,τι γίνεται ἀντιληπτό μέ τίς αἰσθήσεις μας, ἀλλά καί μέ τά διάφορα ὄργανα, πού ἀποτελοῦν προέκταση τῶν ἀνθρώπινων αἰσθήσεων. Γνωστικό ὄργανο πρόσβασης σ αὐτό εἶναι ὁ λόγος: ἡ ἐπιστήμη εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Μέθοδός της εἶναι ἡ ἐμπειρία, ἡ ὁποία βασίζεται στήν παρατήρηση, στήν ἀπόδειξη καί στό πείραμα. Ἡ ἐπιστήμη δέν λειτουργεῖ μέ τή μέθοδο τῆς φιλοσοφίας, πού εἶναι ὁ συλλογισμός. Γι αὐτήν, οἱ συλλογισμοί τῆς φιλοσοφίας ἔχουν ἀξία μόνο, ὅταν ἐπιβεβαιώνονται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Ἴσως εἶναι χρήσιμοι ὡς ὄργανο ἤ ὡς μέσο γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καί, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μπορεῖ νά ἀποτελοῦν μέρος ἐπιστημονικῶν θεωριῶν. Ἄν ὅμως, δέν ἐπιβεβαιωθοῦν ἀπό τήν ἐμπειρία, οὔτε οἱ συλλογισμοί, οὔτε οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες ἀποτελοῦν ἐπιστημονικές ἀλήθειες. Ἄλλο εἶναι ἡ ἐπιστημονική θεωρία καί ἄλλο ἡ ἐπιστημονική ἀλήθεια. 4

Ἡ φιλοσοφία ἀσχολεῖται μέ πολλά ζητήματα. Ὅμως τό κατ ἐξοχήν ἀντικείμενό της εἶναι τό λεγόμενο «ὀντολογικό ἐρώτημα», «τό πάλαι τε καί νῦν καί ἀεί ζητούμενον καί ἀπορούμενον», δηλαδή τό ἐρώτημα «τί τό ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία», κατά τόν Ἀριστοτέλη (Μετά τά Φυσικά, Ζ', 1028b). Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «φιλοσοφία ἐστί γνῶσις τῶν ὄντων, ᾗ ὄντα ἐστί, τουτέστι γνῶσις τῆς τῶν ὄντων φύσεως» (Διαλεκτικά, Γ', MPG, τ. 94, 533). Ἀντικείμενό της εἶναι τό «ὄν» ἤ τό «εἶναι» ἤ ἡ «οὐσία». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ φιλοσοφία ἀναζητεῖ τό σταθερό καί ἀμετάβλητο θεμέλιο κάτω ἀπό τήν μεταβλητότητα καί τήν συνεχή ροή τῶν ἐπιμέρους πραγμάτων, τό ὁποῖο γιά ἄλλους εἶναι ἡ ὕλη, γιά ἄλλους ἡ ἰδέα καί γιά ἄλλους κάποια ἄλλη ἀρχή. Ἡ ἀπόπειρα αὐτή κατανόησης τοῦ κόσμου στό σύνολό του καί ἀπό μιά συγκεκριμένη ἀρχή ἀποκαλεῖται Ὀντολογία ἤ Μεταφυσική. Ὄργανο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ὁ λόγος, ὅπως καί στήν περίπτωση τῆς ἐπιστήμης: καί ἡ φιλοσοφία εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Ἡ μέθοδος, ὡστόσο, τῆς φιλοσοφίας, στήν παραδοσιακή της, τουλάχιστον, μορφή εἶναι ὁ συλλογισμός. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν μάταια τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά συλλάβει τήν ἀρχή (τό «εἶναι» ἤ τήν «οὐσία») τοῦ κόσμου καί μάλιστα, μέσω τοῦ μεταφυσικοῦ στοχασμοῦ, καί δέν ἔχουν σέ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση τή φιλοσοφία. Στήν Ἁγ. Γραφή συναντᾶμε ὑποτιμητικές ἐκφράσεις γι αὐτήν, ὅπως ἡ ἔκφραση «κενή ἀπάτη» τοῦ ἀπ. Παύλου (Κολ. 2,8). Ἀλλά, καί στούς νεότερους χρόνους ἡ φιλοσοφία ὡς Ὀντολογία - Μεταφυσική, δέχθηκε ἰσχυρότατα πλήγματα. Στή σύγχρονη ἔρευνα ἔχει πλέον διαμορφωθεῖ ἡ σταθερή πεποίθηση ὅτι τό ἀμετάβλητο, πού ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς Μεταφυσικῆς, τελικά δέν ὑπάρχει. Μέ τίς σύγχρονες, τέλος, ἀνακαλύψεις στόν χῶρο τῆς φυσικῆς (εἰδικότερα, μετά τήν ἐμφάνιση τῆς κβαντομηχανικῆς) κατέρρευσε καί τό τελευταῖο ὀχυρό τῆς Μεταφυσικῆς, τά καθαρά μαθηματικά. Θεολογία σημαίνει, γενικά, λόγος περί Θεοῦ. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ λόγος αὐτός, γιά νά εἶναι αὐθεντικός, προϋποθέτει μιά ἐμπειρία, μιά πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά, ἤ θά εἶναι μεταφυσικός στοχασμός περί Θεοῦ (θρησκευτική φιλοσοφία), χωρίς κανένα ἀντίκρισμα στήν πραγματικότητα καί χωρίς καμμία ἀξία, ἤ θά εἶναι ἁπλῶς προϊόν τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Πῶς, ὅμως μπορεῖ νά ὑπάρξει γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεός χαρακτηρίζεται «ἀόρατος», «ἀκατάληπτος», «ἀπερινότητος» κ.λπ.; Ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι («θεόπτες») τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ἰσχυρίζονται ὅτι βλέπουν καί γνωρίζουν πραγματικά τόν ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι κάποιο κτιστό σύμβολό Του, προκύπτει ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀπό τόν Θεό, πού μπορεῖ νά γίνει γνωστό, καί κάτι πού παραμένει παντελῶς καί γιά πάντα ἄγνωστο. Τό ἄγνωστο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσία Του καί τό γνωστό εἶναι οἱ, ἐπίσης, ἄκτιστες ἐνέργειές Του, οἱ ὁποῖες, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, φτάνουν μέχρι ἐμᾶς. Αὐτές γίνονται γνωστές ἀπό ὅσους βρίσκονται στήν ἀνώτατη κατάσταση πού μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος καί πού εἶναι ἡ κατάσταση τῆς θεοπτίας (θεώσεως ἤ ἁγιότητος). 5

Εικόνα 2: Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ (1296-1359), ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία ὁδηγοῦν σέ ἀλήθειες γιά τόν κόσμο καί εἶναι χρήσιμες γιά τή βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς μας, δέν συμβάλλουν, ὅμως, στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν στά ἄκτιστα καί δέν ἀποτελοῦν μέρος τοῦ ἐπιστητοῦ, τότε οὔτε ὁ Θεός, οὔτε οἱ ἐνέργειές Του μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτά ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ οὔτε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει, πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά «περιγράψει» τόν Θεό. Ἄν κάνει κάτι τέτοιο, ὑπερβαίνει τά ὅριά της καί παύει νά λειτουργεῖ ὡς ἐπιστήμη. Τότε ἐκπίπτει σέ μεταφυσικό στοχασμό καί ἡ σύγκρουσή της μέ τή Θεολογία εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἄν, ὅμως, λειτουργεῖ στά ὅριά της, τότε δέν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο σύγκρουσης μέ τή Θεολογία, ἀφοῦ ἡ μέν ἀναφέρεται στήν ἀλήθεια γιά τά κτιστά καί ἡ δέ στήν ἀλήθεια γιά τά ἄκτιστα (γιά τόν Θεό καί γιά τίς σχέσεις Του μέ τόν κόσμο). Τά παραπάνω ἰσχύουν κατά τόν ἴδιο τρόπο καί γιά τή φιλοσοφία. Ὡστόσο, ὑπερβάσεις ὁρίων παρατηροῦνται καί ἐκ μέρους τῆς Θεολογίας. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τή δυτική σκέψη, πού ἐπιχειρηματολογοῦσαν γιά τό ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι μιά ἐπιστήμη, ἡ ὁποία δέν ὑστερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, πιστεύοντας ὅτι ἔτσι ἡ Θεολογία ἀποκτᾶ κῦρος. Προφανῶς, οἱ παραπάνω Θεολόγοι παρέβλεπαν τό ἁπλό δεδομένο ὅτι τό «ἀντικείμενο» τῆς Θεολογίας (ὁ Θεός) βρίσκεται ἐκτός τοῦ ἐπιστητοῦ, δηλαδή ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς ἐπιστήμης, καί δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά γίνει ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Πράγματι, ὅσοι ἔχουν θεοπτικές ἐμπειρίες, δηλαδή οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, βεβαιώνουν ὅτι οἱ ἐμπειρίες αὐτές ὑπερβαίνουν καί τήν αἴσθηση καί τή λογική (εἶναι ἐμπειρίες «ὑπέρ λόγον» καί «ὑπέρ ἔννοιαν»). Ἡ πρόσβαση σ αὐτές δέν γίνεται μέσω τοῦ λόγου, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά μέσω τοῦ «νοῦ» καί, ἀκριβέστερα, μέσω τοῦ «κεκαθαρμένου νοῦ». Ὁ νοῦς, κατά τήν Πατερική Παράδοση, εἶναι γνωστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου («μέρος τῆς 6

ψυχῆς»), πού διαφέρει τοῦ λόγου, δηλαδή τῆς νόησης, τῆς λογικῆς. Στήν περίπτωση τοῦ μέσου (πεπτωκότος) ἀνθρώπου ὁ νοῦς εἶναι ἀδρανής, ἤ κατά τήν Πατερική ὁρολογία «ἐσκοτισμένος». Ὅταν, ὅμως, μέ τά ἱερά Μυστήρια καί μέ τήν ἀσκητική διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη, τότε καί ὁ νοῦς καθαίρεται, ἐνεργοποιεῖται καί «ὁρᾶ» (βλέπει ἤ γνωρίζει) τόν Θεό. Στή συνέχεια, ὁ λόγος ἐπιχειρεῖ νά διατυπώσει αὐτές τίς «ὑπέρ λόγον» ἐμπειρίες μέ κτιστά «ρήματα» (λόγια) καί «νοήματα» καί μέ μοναδικό σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος τῆς Θεολογίας εἶναι σωτηριώδης, δηλαδή ἀποβλέπει καί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἐπίσης, εἶναι λόγος παραδειγματικός ἤ συμβολικός, δηλαδή δέν ὑπάρχει πλήρης ἀντιστοιχία μεταξύ ἀφ ἑνός τῶν «ρημάτων» καί «νοημάτων» τῆς Θεολογίας καί ἀφ ἑτέρου τῆς πραγματικότητας τήν ὁποία ἐπισημαίνουν, ἀφοῦ τά μέν «ρήματα» καί «νοήματα» εἶναι κτιστά, ἡ δέ πραγματικότητα στήν ὁποία ἀναφέρονται εἶναι ἄκτιστη. Ἔτσι, μέθοδος καί θεμέλιο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ἡ ἐμπειρία καί, εἰδικότερα, οἱ θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, καί ὄχι ὁ συλλογισμός (στοχασμός) περί Θεοῦ. Ἀπό τά παραπάνω προκύτει ὅτι Θεολογία καί φιλοσοφία διαφέρουν καί ὡς πρός τό ἀντικείμενο καί ὡς πρός τό γνωστικό ὄργανο καί ὡς πρός τή μέθοδο. Θεολογία καί ἐπιστήμη, ὅμως, ἐνῶ διαφέρουν ὡς πρός τά δύο πρῶτα, ὁμοιάζουν ὡς πρός τή μέθοδο, πού εἶναι καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ ἐμπειρία, μιά διαδικασία πού μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα (τή θέωση στήν περίπτωση τῆς Θεολογίας). Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ θέση τῆς πίστης στίς σχέσεις Θεολογίας, ἐπιστήμης καί φιλοσοφίας; Κατά τή Θεολογία, ὁ ἄνθρωπος σώζεται «διά πίστεως». Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία, ἀντίθετα, ἀπορρίπτουν τήν πίστη καί τό θαῦμα. Ἡ πίστη θεωρεῖται αὐθαίρετη ἐνέργεια, χωρίς λογικά ἐρείσματα, καί τό θαῦμα ἐντάσσεται στά ἀνεξήγητα φαινόμενα, μέ τήν ἐλπίδα κάποτε νά ἐξηγηθεῖ. Ὅμως, ἄν ἡ πίστη εἶναι κάτι αὐθαίρετο στίς θρησκεῖες, δέν ἰσχύει τό ἴδιο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐδῶ ἡ πίστη βασίζεται σέ συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα, σέ δυναμικές παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσα στόν χρόνο καί στήν ἱστορία. Τέτοιες παρεμβάσεις εἶναι τά θαύματα. Τά θαύματα ἀποκαλοῦνται «σημεῖα» στήν Ἁγ. Γραφή, πού σημαίνει σημάδια, ἰσχυρές ἐνδείξεις (ὄχι, ὅμως, καί ἀποδείξεις) τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἦταν ἀποδείξεις, θά εἶχαν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, θά βίαζαν τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί θά καταργοῦσαν τήν πίστη. Ἐπειδή, ἀκριβῶς, δέν εἶναι ἀποδείξεις, ἡ πίστη παραμένει ὡς ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς μέθοδος, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία. 7