ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ Επικίνδυνη αναζήτηση
Όταν ήμουν μαθήτρια, μου άρεσε να διαβάζω ιστορίες. Όταν μεγάλωσα, έγινα καθηγήτρια λογοτεχνίας κι έτσι μπορούσα να μιλάω με τους φοιτητές μου για ό,τι αγαπούσα. Τους χρωστάω πάρα πολλά. Μοιράστηκα μαζί τους την αγάπη μου για τα βιβλία. Κάτι πολύ σημαντικό όμως έγινε μέσα μου όταν γεννήθηκε η Λυδία, η εγγονή μου. Ήθελα να της διηγηθώ ιστορίες! Νομίζω πως όλες οι γιαγιάδες αυτό θέλουν. Έτσι άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία για τη Λυδία και για τον Κωνσταντίνο που ήρθε αργότερα. Αλλά και για όλη την παρέα τη Δανάη, τη Μελίνα, τον Κάρολο, την Ιόλη, τη Δεσποινούλα και για όλους εσάς που δεν ξέρω το όνομά σας, σας έχω όμως στον νου μου όταν γράφω!
ΛΙΝΑ ΛΥΧΝΑΡΑ Επικίνδυνη αναζήτηση O ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Στις Μητέρες των Χωριών SOS
1 Εγώ τον πατέρα μου θα τον βρω. Και τη Γη ολόκληρη να χρειαστεί να γυρίσω, θα τη γυρίσω, αλλά μια μέρα θα τον βρω. Κι ας είμαι μικρός ακόμα. Θα τα καταφέρω. Δεν ξέρω ποια θα είναι η στιγμή που θα αρχίσω το ψάξιμο, δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω μόνος μου, όσο μεγαλώνω, όμως, ξέρω πως αυτή η στιγμή πλησιάζει. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή, όταν ήμουνα ακόμα πολύ μικρός και με έφεραν στο Χωριό, πως εγώ τον πατέρα μου θα τον βρω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μια σταλιά παιδί ήμουνα όταν μου είπαν την ιστορία μου, μου είχε μπει και μια άλλη ιδέα. Μπορεί, σκεφτόμουνα, να ψάχνει και ο πατέρας μου να με βρει. Άμα χάσουν τα παιδιά τους οι πατεράδες, έτσι κάνουν. Αυτό το σκέφτηκα από την πρώτη στιγμή. Καλά, μην τα παραλέμε κιόλας! Από την πρώτη στιγμή! Τεσσάρων χρονών ήμουνα όταν με φέραν στο Χωριό. Η μαμά Αντωνία μου είπε πως ήμουνα ένα διαολάκι, μα ένα διαολάκι! Μου αρέσει πολύ όταν το λέει αυτό. Χαμογελάει πονηρά και με κοιτάει σαν να λέει πως ό,τι σκανταλιά και να κάνω, αυτή πάντα θα 9
με συγχωρεί, κι εγώ νιώθω πως είμαι ο αγαπημένος της. Νομίζω πως το ίδιο νιώθουν και τα άλλα αδέρφια μου, αλλά δε με πειράζει. Το έχει αυτό η μαμά Αντωνία. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει, αλλά κάνει τον καθένα μας να νιώθει πως είναι το ξεχωριστό, το μοναδικό της παιδί. Νομίζω πως θυμάμαι την πρώτη στιγμή που με έφεραν στο σπίτι του Χωριού. Τη στιγμή που η μαμά Αντωνία με πήρε στην αγκαλιά της και με σήκωσε ψηλά. Τι λέω, «νομίζω»! Σίγουρος είμαι. Θυμάμαι τη χαρά που έβλεπα στα μάτια της. Μου είπε, «Με λένε Αντωνία, εσύ όμως θα με λες μαμά». Εγώ της είπα, «Εντάξει, μαμά Αντωνία». Αυτή γέλασε! Και τη φωνάζω έτσι από τότε. Μετά θυμάμαι κι άλλα πράγματα, αλλά είναι κάτι εικόνες που μπερδεύονται η μία με την άλλη. Θυμάμαι τη μαμά Αντωνία να μου φέρνει πατάτες τηγανητές, που είναι το αγαπημένο μου φαγητό, τη θυμάμαι να μου βάζει τις φωνές όταν πήγα να κατέβω μόνος μου τις σκάλες κι έφαγα τη μεγάλη τούμπα. Σε λίγες μέρες ήρθαν και τα άλλα παιδιά στο σπίτι του Χωριού. Ο Μιχάλης ήταν μεγαλύτερος από μένα, η Άννα και η Λουκία, οι δίδυμες, μικρότερες. Ο Παντελής ήταν δύο χρονών. Μωρό σχεδόν. Ο μικρότερος του Χωριού. Η μαμά Αντωνία τον έβαλε στο δωμάτιό της, γιατί ξυπνούσε τη νύχτα και ξεφώνιζε. Έβλεπε εφιάλτες και η μαμά Αντωνία ήθελε να είναι κοντά του. Τον νανούριζε, τον έβγαζε έξω στη βεραντούλα ή τον έπαιρνε αγκαλιά και περπατούσε μέσα στο σπίτι μέχρι να ηρε- 10
μήσει. Φοβόταν μη μας ξυπνήσει κι εμάς. Αν κανένας από μας ξυπνούσε, ερχόταν στο κρεβάτι του αφού είχε κοιμίσει το μωρό, έτσι έλεγε τον Μιχάλη, και μας φιλούσε. «Άντε, κοιμηθείτε κι εσείς» μας έλεγε. «Τώρα κοιμήθηκε το μωρό, δε θα ξαναξυπνήσει. Το καημένο. Έχουν δει πολλά τα ματάκια του». Όταν το έλεγε σ εμένα αυτό, έμενα πολλή ώρα ξύπνιος προσπαθώντας να φανταστώ τα τρομερά πράγματα που μπορεί να είχε δει το μικρό. Κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα κι έφτιαχνα με το μυαλό μου τρομερές ιστορίες. Βέβαια, τώρα που έχω μεγαλώσει ξέρω πως κάθε παιδί στο σπίτι μας, αλλά και στα άλλα σπίτια του Χωριού, έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Δεν είμαστε σαν όλα τα παιδιά. Είναι πολύ παράξενο το Χωριό μας. Δε μοιάζει με αυτά που ξέρετε. Ακόμα και το όνομά του είναι παράξενο. Το λένε Χωριό SOS. Τα μικρά δεν μπορούν να το πουν. Κι εγώ μικρός δυσκολευόμουν. «Μένω στο Σες» μου έχει πει η μαμά Αντωνία πως έλεγα. Αφού μας έμεινε, και όποτε βγούμε για να πάμε κάπου, η μαμά Αντωνία λέει όταν έρθει η ώρα να επιστρέψουμε: «Άντε, είναι ώρα να γυρίσουμε στο Σες». Οι οικογένειες λοιπόν που ζουν στα σπίτια του Χωριού μας είναι πολύ διαφορετικές από τις άλλες οικογένειες. Δεν είναι όπως αυτές που τα παιδιά είναι από την αρχή με τη μητέρα τους και τον πατέρα τους και μπορεί να έχουν και αδέρφια. Εμείς ερχόμαστε ο καθένας από άλλο μέρος. Κάποια παιδιά έρχονται από 11
ιδρύματα, άλλα μένουν στο Χωριό μας γιατί οι γονείς τους δεν μπορούν να τα κρατήσουν. Εδώ, όμως, έχουμε δικό μας σπίτι και μια κυρία που τη λέμε μαμά και μας φροντίζει. Και κάθε παιδί έχει τη δική του ιστορία. Μας μιλάνε γι αυτό. Εμένα τη δική μου ιστορία μού την είπαν αμέσως. Η μητέρα μου, λέει, όταν ήταν να με γεννήσει, βρισκόταν σε ένα λεωφορείο και έγινε ένα δυστύχημα. Το λεωφορείο, που πήγαινε στη Λαμία, τράκαρε με ένα φορτηγό. Την πήγαν, μου είπαν, στο νοσοκομείο βαριά τραυματισμένη. Πρόλαβαν και πήραν το παιδί, εμένα δηλαδή. Μετά πέθανε. Τον πατέρα μου δεν τον ξέρει κανείς. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα η μάνα μου. Ούτε ποια ήταν πρόλαβε να πει. Δεν ξέρουν, γιατί τα χαρτιά της, η τσάντα της δηλαδή και ό,τι άλλο είχε, κάηκαν στη φωτιά που τύλιξε το λεωφορείο μετά το δυστύχημα. Μπερδεμένη ιστορία. Μου είπαν πως όταν μεγαλώσω θα πάρω τον φάκελό μου και θα καταλάβω. Όλα εκεί μέσα υπάρχουν. Αυτή είναι η ιστορία μου, μου είπε ο ψυχολόγος, και γι αυτό με έφεραν στο Χωριό SOS. Για να έχω σπίτι και μια μάνα να με αγαπάει και να με φροντίζει. Εγώ λοιπόν σκέφτηκα και από τότε μέχρι τώρα, που έφτασα έντεκα χρονών, το ίδιο σκέφτομαι: η μάνα μου πέθανε και τώρα μάνα μου είναι η μαμά Αντωνία. Οκέι. Κι εγώ έτσι νιώθω, σαν να είναι αληθινά μάνα μου. Όμως ο πατέρας μου, σκέφτηκα, δεν πέθανε. Δε μου είπαν κάτι τέτοιο, άρα ζει. Κάπου θα βρίσκε- 12
ται, λοιπόν, και πρέπει να τον βρω. Από τόσο δα πιτσιρίκι που ήμουνα το αποφάσισα. Θα ψάξω και θα τον βρω. Το είπα στον ψυχολόγο που μου μίλησε. «Εγώ θα τον βρω» του είπα. «Μπορεί. Να ψάξεις, όταν μεγαλώσεις. Να ξέρεις όμως ότι μπορεί και να μην τον βρεις ποτέ» μου απάντησε. «Όταν γίνεις δεκαοκτώ θα πάρεις τον φάκελό σου, ψάξε αν θέλεις. Σε προειδοποιώ, όμως, δε θα είναι καθόλου εύκολο!» Δεν του είπα πως αυτό που ήθελα ήταν να ψάξω αμέσως, γιατί τώρα τον θέλω τον πατέρα μου, σκεφτόμουνα. Όχι άμα μεγαλώσω! Τα παιδιά όταν είναι μικρά θέλουν πατέρα. Και όσα ξέρω εγώ έχουν. Και όλο μιλάνε για τον πατέρα τους, τι κάνει, πού πηγαίνουν μαζί του, τέτοια πράγματα. Δεν του τα είπα βέβαια αυτά. «Μπορεί να με ψάχνει κι εκείνος» του είπα μόνο. «Μπορεί» μου απάντησε. Με τον Μιχάλη, που σας έλεγα, αυτόν που μένουμε στο ίδιο σπίτι του Χωριού και τον λέω αδερφό μου, έχουμε το ίδιο δωμάτιο και μιλάμε πολύ. Όμως, ο κολλητός μου είναι ο Νικόλας. Πάει κι αυτός στο ίδιο σχολείο όπως κι εγώ, σε άλλο όμως τμήμα. Μένει στο τελευταίο σπίτι του Χωριού, αυτό που είναι πιο ψηλά από τα άλλα. Η μάνα του είναι, λέει, ξένη και τον παράτησε και έφυγε. Ο πατέρας του είναι στη φυλακή. Για τη μητέρα του δε μου μίλησε ποτέ. Αφού δεν τη γνώρισε, τι να μου πει; Τον πατέρα του, όμως, τον πάνε και τον βλέπει, όποτε έχει επισκεπτήριο στη φυλα- 13
κή. Τον πηγαίνει εκεί η θεία μας, έτσι λέμε κάποιες κυρίες που μένουν σε ένα σπίτι και βοηθούν τη μαμά SOS. Θα σας μιλήσω πιο κάτω για όλα αυτά, γιατί τώρα ξεκίνησα να μιλάω για τον Νικόλα. Δηλαδή για τον πατέρα του Νικόλα. Κάθε φορά, λοιπόν, που πάει να δει τον πατέρα του, τον περιμένω για να μου πει τι έγινε. Γιατί μου αρέσει να φαντάζομαι πώς θα είναι όταν κι εγώ συναντήσω τον δικό μου πατέρα. Βέβαια ο Νικόλας μου περιγράφει όλο το ίδιο πράγμα. Όταν τον πάνε στη φυλακή να δει τον πατέρα του και τον βάζει μια κυρία, η κοινωνική λειτουργός, σε ένα δωμάτιο, έρχεται και ο πατέρας του μέσα και κάθονται σε ένα τραπέζι. Ο πατέρας του κάθε φορά μένει κάμποση ώρα χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Βουρκώνει, καμιά φορά βάζει τα κλάματα, και τον κοιτάει σαν να ντρέπεται. Και μου λέει ο Νικόλας πως κι αυτός δεν ξέρει τι να του πει. Μετά ο πατέρας του κάπως συνέρχεται και τον ρωτάει πάντα το ίδιο τον ρωτάει: «Είσαι καλά, αγόρι μου; Σε φροντίζουν;». Ο Νικόλας απαντάει κι αυτός το ίδιο κάθε φορά. «Καλά είμαι» του λέει. Και δεν έχουν τι άλλο να πουν εκτός από τις φορές που συμβαίνει κάτι στο Χωριό μας και του το λέει ο Νικόλας, όπως τότε που βγήκε η θεία με τις δίδυμες. Είχαν πάει να ψωνίσουν σε ένα μαγαζί από αυτά τα μεγάλα που έχουν κυλιόμενες σκάλες. Όταν έφτασαν στο τελευταίο σκαλοπάτι, λοιπόν, η μία από τις δίδυμες έπεσε. Η σκάλα όμως συνέχισε να κατεβάζει κόσμο κι έπεσε η μία δίδυμη πάνω στην άλλη και από πάνω της η θεία και μετά μια κυρία Χα- 14
μός. Δε χτύπησε κανείς, γιατί έπεσαν στη μοκέτα του καταστήματος, ήταν παχιά. Η θεία πρόλαβε και τράβηξε τις δίδυμες. Όμως έγινε πραγματικά χαμός. Και όσοι έπεσαν προσπαθούσαν να σηκωθούν γρήγορα μην τους έρθουν οι άλλοι στο κεφάλι! Όταν ο Νικόλας είπε αυτή την ιστορία στον πατέρα του εκείνος γέλασε, λέει, με ένα τόσο βροντερό γέλιο που τον έπιασε βήχας. Σκέφτηκα πως αυτή την ιστορία θα την πω και στον δικό μου πατέρα όποτε τον βρω. Θα γελάσει. Θα του πω κι άλλες ιστορίες. Θα του διηγηθώ πώς ζούμε στο Χωριό. Θα του πω για τη μαμά Αντωνία. Γιατί, πραγματικά, σκέφτομαι τη στιγμή της συνάντησης με τον πατέρα μου συνέχεια. Ακούω τα παιδιά στο σχολείο που λένε έκανα αυτό, έκανα εκείνο, ας πούμε πήγα στο γήπεδο με τον πατέρα μου ή παίξαμε μπάσκετ, και άμα κάτι μου αρέσει λέω πως αυτό θα το κάνω κι εγώ με τον πατέρα μου. Και όταν στο σχόλασμα έρχεται ο πατέρας κανενός παιδιού να το πάρει, σκέφτομαι να, έτσι θα έρχεται να με πάρει κι εμένα ο πατέρας μου. Μια φορά είπα και ψέματα σε ένα παιδί. Είχε έρθει να με πάρει από το σχολείο ο κύριος Γρηγόρης, ο ψυχολόγος, γιατί δεν μπορούσε η μαμά Αντωνία, και ένα παιδί από άλλη τάξη, που δε με ήξερε, μου είπε όπως βγαίναμε: «Τι σπρώχνεις έτσι;». «Με περιμένει ο πατέρας μου» απάντησα χωρίς να το σκεφτώ. Σας είπα, με τον Νικόλα κουβεντιάζουμε πολύ. Σ αυτόν έχω πει το μυστικό μου. Θα ψάξω να βρω τον πατέρα μου. 15
2 Και ξαφνικά συνέβη κάτι καταπληκτικό. Κάτι που με αναστάτωσε σε σημείο να μην μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο! Και όλα όσα έγιναν μετά ξεκίνησαν από αυτό το συμβάν. Θα τα πω από την αρχή. Δεν έκανα γυμναστική, γιατί είχα χτυπήσει το πόδι μου. Στο μπάσκετ. Το είπα στον κύριο Πούλο που μας κάνει γυμναστική, ήρθε και το κοίταξε και μου είπε: «Εσύ μην κάνεις τίποτα σήμερα». Έκατσα, λοιπόν, στην αυλή και χάζευα. Κάποια στιγμή πείνασα και πήγα στην καντίνα να πάρω ένα κουλούρι. Αυτός που δούλευε στην καντίνα με ήξερε. Με κοιτούσε πάντα λίγο παράξενα. Νόμιζα πως είναι η ιδέα μου, αλλά άμα σας πω τι μου είπε εκείνη τη μέρα θα καταλάβετε πως είχα δίκιο. Τρελάθηκα με αυτό που άκουσα. Μου δωσε το κουλούρι και πλήρωσα. «Από το Χωριό εκεί απάνω είσαι;» μου λέει. Και μου έδειξε το Χωριό SOS. «Ναι» του λέω. «Γιατί;» «Έτσι ρωτάω» μου λέει. «Πειράζει;» 16
«Όχι» του λέω και πάω λίγο πιο κει να φάω το κουλούρι μου. Εκείνη την ώρα τα παιδιά της τάξης μου έκαναν διατάσεις. Ο κύριος Πούλος σφύριζε. «Έλα, ρε Αθανασίου, σήμερα βαριέσαι να κουνήσεις!» φώναζε. Ξαναπλησίασα την καντίνα για να πάρω νερό, και τότε άκουσα τον άντρα που μου είχε δώσει το κουλούρι να λέει στον κύριο Κώστα, τον επιστάτη: «Ρε συ, Κώστα, ξέρεις γιατί ρώτησα τον πιτσιρικά αν είναι από το Χωριό; Ρε παιδί μου, είναι ίδιος με έναν που ήξερα στη Λαμία. Μα ίδιος! Τέτοια ομοιότητα! Ούτε παιδί του να τανε». Τρελάθηκα! Ήξερε κάποιον στη Λαμία που μου έμοιαζε σαν να ήμαστε πατέρας και γιος! Στη Λαμία γέννησε η μάνα μου! Και εκεί υπήρχε κάποιος που μου έμοιαζε; Ποιος μου έλεγε πως δεν είναι ο πατέρας μου; Όταν χτύπησε το κουδούνι και μπήκαμε μέσα για μάθημα, είχα αλλού το μυαλό μου. Η δασκάλα μας με ρώτησε κάτι κι εγώ δεν μπορούσα καλά καλά να καταλάβω για τι μίλαγε. Ξαφνιάστηκε, γιατί είμαι καλός μαθητής. Αλλά εγώ είχα αλλού τον νου μου. Περίμενα πώς και πώς να τελειώσει το σχολείο για να πάω να μιλήσω στον Νικόλα! Το μεσημέρι ήρθε και με πήρε από το σχολείο η μαμά Αντωνία. Το πα στον οδηγό που μας παίρνει. «Δε θα έρθω μαζί σας, σήμερα θα με πάρει η μαμά μου» του είπα. «Να τη, ήρθε». Στο σχολείο δεν τη λέω μαμά Αντωνία. Σκέτα μα- 17
μά, όπως λένε και οι άλλοι τις μαμάδες τους. Δε θέλω να ξέρουν πως δεν είναι αληθινή μάνα μου. Τέλος πάντων, ήρθε η μαμά Αντωνία και με πήγε στον οδοντίατρο. Βιαζόμουνα να γυρίσω στο σπίτι, να κάνω τα μαθήματά μου και να πάω στον Νικόλα να του πω τα νέα. Για τον άνθρωπο στη Λαμία που του μοιάζω. Να τα συζητήσουμε, να μου πει κι αυτός τι να κάνω. Όταν τελικά φτάσαμε σπίτι μετά τον οδοντίατρο, τα άλλα παιδιά είχανε φάει, τους είχε βάλει η θεία μας. Μου έβαλε κι εμένα να φάω και στρώθηκα να κάνω τα μαθήματά μου, γιατί αν δεν τα τελείωνα δε θα με άφηνε να πάω στον Νικόλα. Ήρθε λοιπόν η μαμά Αντωνία στο δωμάτιό μου, είδε ότι είχα γράψει μια έκθεση που είχαμε για το σπίτι, είδε και το τετράδιο αγγλικών όπου είχα κάνει τις ασκήσεις μου, της είπα και την ιστορία, νεράκι την είχα μάθει, και με έβαλε να φτιάξω και την τσάντα μου για την άλλη μέρα. «Τώρα να πάω λίγο στον Νικόλα, να παίξουμε;» «Καλά, να πας. Στάσου πρώτα να ρωτήσω τη Μαρία αν τέλειωσε τα μαθήματά του. Άμα δεν τέλειωσε, δε θα πας». Η Μαρία είναι η μαμά του Νικόλα, δηλαδή η μαμά του στο Χωριό SOS. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, η μαμά Αντωνία μου είπε: «Εντάξει, τέλειωσε κι αυτός. Πήγαινε, αλλά στις οκτώ να γυρίσεις». Δεν περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά. Όρμησα στην πόρτα να βγω έξω. 18
«Στάσου, καλέ, πώς κάνεις έτσι; Βρέχει. Ρίξε απάνω σου το μπουφάν σου. Βάλε και την κουκούλα! Να μη βρέξεις το κεφάλι σου». Το τελευταίο το άκουσα όταν πια ήμουνα έξω, γιατί είχα αρπάξει το μπουφάν μου και είχα φύγει τρέχοντας. Το σπίτι του Νικόλα είναι, όπως σας είπα, πιο πάνω, στην ανηφόρα. Μου άνοιξε το Φιρίκι. Φιρίκι λέμε ένα μικρό κοριτσάκι που είναι αδερφάκι SOS του Νικόλα, και που όταν το ρωτάμε πώς το λένε λέει κάτι σαν «Φιρίκι» Ευρυδίκη το λένε, δεν μπορεί όμως να το πει, κι εμείς του βγάλαμε το παρατσούκλι. Αλλά εγώ εκείνο το απόγευμα δεν είχα μυαλό να παίξω με το Φιρίκι. «Ο Νικόλας πού είναι;» ρώτησα αμέσως. «Απάνω, στο δωμάτιό του. Πήγαινε» είπε η μαμά Μαρία, που είχε έρθει στην πόρτα. Δεν έχασα στιγμή. Ανέβηκα αμέσως στον Νικόλα. Τον βρήκα να κάθεται μπροστά στο κομπιούτερ και να παίζει. «Πάτα λίγο την παύση. Έχω να σου πω κάτι σημαντικό». Ο Νικόλας με κοίταξε πολύ παραξενεμένος. Έκατσα στο κρεβάτι του δίπλα στο γραφείο του. «Νομίζω πως βρήκα τον πατέρα μου» του είπα. «Τι; Τι λες, ρε Χρόνη;» έκανε κι άνοιξε το στόμα του σαν χαζός. Από κάτω ακούστηκε το Φιρίκι που έκλαιγε. Αμέ- 19
σως μετά ακούσαμε τη μαμά Μαρία που έλεγε γλυκόλογα και προσπαθούσε να το ηρεμήσει. «Πού τον βρήκες; Πότε; Ποιος είναι;» ρώτησε ο Νικόλας, που είχε γυρίσει για να βλέπει εμένα και όχι την οθόνη του κομπιούτερ. «Περίμενε» είπα. «Δεν τον βρήκα ακριβώς. Θα σου εξηγήσω». Ο Νικόλας συνέχισε να με κοιτάζει σαστισμένος. «Αυτόν που δουλεύει στην καντίνα τον ξέρεις;» τον ρώτησα. «Τον έχω δει. Αυτός είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε ακόμα πιο έκπληκτος. «Όχι, όχι. Κάτσε ν ακούσεις. Σήμερα δεν έκανα γυμναστική. Πόναγε το πόδι μου. Καθόμουνα και κοίταζα τους άλλους, που τους είχε βάλει ο κύριος Πούλος κι έπαιζαν μπάσκετ, και πείνασα και πήγα στην καντίνα να πάρω ένα κουλούρι. Πήγα λίγο πιο κει να το φάω, και ξέρεις τι άκουσα τον άλλο να λέει;» «Λέγε, με έπρηξες. Πού θες να ξέρω;» ξέσπασε τσατισμένος ο Νικόλας. «Έλεγε στον κυρ Κώστα πως αυτό το παιδί, εγώ δηλαδή, είμαι ίδιος με κάποιον που ξέρει στη Λαμία. Κατάλαβες τι σου λέω;» Ο Νικόλας με κοίταζε πάντα χωρίς να μιλάει. Νευρίασα. «Μα δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Στη Λαμία, ακούς, στη Λαμία, υπάρχει κάποιος που είναι φτυστός, ίδιος εγώ!» 20
«Εντάξει, περίεργο είναι, αλλά» μουρμούρισε τελικά ο Νικόλας. «Τι αλλά, ρε Νικόλα; Στη Λαμία με γέννησε η μάνα μου. Μπορεί να ήταν από κει ή να πήγαινε να βρει τον πατέρα μου. Ωραία, θα μου πεις, δεν ξέρουνε ποιος είναι ο πατέρας μου. Αν όμως υπάρχει στη Λαμία κάποιος που είναι ίδιος εγώ, εσύ τι καταλαβαίνεις; Ο πατέρας μου δεν πρέπει να είναι; Ποιος θα είναι, δηλαδή;» «Χρόνη, μην τρελαίνεσαι! Ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα» είπε ο Νικόλας. Εδώ τα πήρα. «Τι να μην τρελαίνομαι, ρε Νικόλα! Αφού σου λέω πως στη Λαμία κάποιος είναι ίδιος μ εμένα». «Κάτσε, περίμενε. Πόσων χρονών είναι;» ρώτησε αυτός. «Ξέρω γω; Πού να ξέρω!» του απάντησα. «Μπορεί να είναι μικρός». Τον χαβά του ο Νικόλας, ήθελε να μου κόψει τη φόρα. Εγώ όμως επέμενα. «Όχι. Ο τύπος είπε ούτε παιδί του να τανε. Άρα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μικρός». «Κάτσε ρε, που έχεις φρικάρει τελείως. Άκουσε τι λέω. Αύριο θα πας και θα του πεις: Σε άκουσα να λες πως μοιάζω σε κάποιον στη Λαμία. Ποιος είναι αυτός; Τι κάνει, πώς τον λένε;». Δίκιο είχε ο Νικόλας. Έκατσα χωρίς να μιλάω. Ούτε κι εκείνος έλεγε τίποτα. Σκεφτόμασταν. Ξαφνικά πήρα την απόφασή μου. «Αυτό θα κάνω. Θα πάω αύριο κατευθείαν και θα 21
τον ρωτήσω. Είπες θα του πω πως στη Λαμία κάποιος είναι ίδιος μ εμένα. Ο πατέρας μου είναι. Πες μου πού είναι να πάω να τον βρω. Κι αυτός θα μου πει ποιος είναι, κι εγώ θα το πω στη μαμά Αντωνία ή στον κύριο Γρηγόρη και θα πάμε να τον βρούμε μαζί. Μπορεί να με ψάχνει κι αυτός. Δηλαδή, μπορεί να μην ξέρει πως η μάνα μου γέννησε σε αυτό το νοσοκομείο και μπορεί να μη βρίσκει την άκρη». Ο Νικόλας με έβλεπε έτσι αναστατωμένο και κατάλαβα πως αυτός δεν ήταν σίγουρος πως θα έβρισκα οπωσδήποτε τον πατέρα μου. Ίσως γιατί δεν καταλάβαινε ότι κι ο πατέρας μου έψαχνε εμένα, πράγμα για το οποίο ήμουν σίγουρος. «Καλά» είπε. «Ξεκόλλα τώρα, και αύριο θα δούμε». Έκατσα λίγο και παίξαμε στον υπολογιστή. Όμως ήμουν νευρικός, έκανα όλο λάθος κινήσεις. Ευτυχώς ο Νικόλας καταλάβαινε πώς ένιωθα κι έκανε υπομονή. Σε λίγο σηκώθηκα. «Φεύγω» του λέω. «Θα τα πούμε αύριο». 22