ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ (ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΤΗΝ 31 η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007 (1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007 ) ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΤΥΠΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ (ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΥΙΟΘΕΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ) ΑΙΓΑΛΕΩ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Σελίδα Έκθεση Ελέγχου Ανεξάρτητου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή 2 Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης για την χρήση που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2007 3 Ισολογισμός της 31 ης Δεκεμβρίου 2007 Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης για τη χρήση που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2007 5 Κατάσταση Ταμειακών Ροών (Έμμεση Μέθοδος) για την χρήση που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2007 7 4 Σημειώσεις επί των Ετήσιων Οικονομικών Καταστάσεων 8
ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ Προς τους Μετόχους της «Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε.» Έκθεση επί των Οικονομικών Καταστάσεων Ελέγξαμε τις συνημμένες εταιρικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της Ανώνυμης Εταιρείας Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε. (η «Εταιρεία»), που αποτελούνται από τον εταιρικό και ενοποιημένο ισολογισμό της 31 ης Δεκεμβρίου 2007, και τις καταστάσεις αποτελεσμάτων, μεταβολών ιδίων κεφαλαίων και ταμειακών ροών της χρήσεως που έληξε την ημερομηνία αυτή καθώς και περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και λοιπές επεξηγηματικές σημειώσεις. Ευθύνη Διοίκησης για τις Οικονομικές Καταστάσεις Η Διοίκηση της Εταιρείας έχει την ευθύνη για την κατάρτιση και εύλογη παρουσίαση αυτών των οικονομικών καταστάσεων σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευθύνη αυτή περιλαμβάνει σχεδιασμό, εφαρμογή και διατήρηση συστήματος εσωτερικού ελέγχου σχετικά με την κατάρτιση και εύλογη παρουσίαση οικονομικών καταστάσεων, απαλλαγμένων από ουσιώδη ανακρίβεια, που οφείλεται σε απάτη ή λάθος. Η ευθύνη αυτή περιλαμβάνει επίσης την επιλογή και εφαρμογή κατάλληλων λογιστικών πολιτικών και την διενέργεια λογιστικών εκτιμήσεων που είναι λογικές για τις περιστάσεις. Ευθύνη Ελεγκτή Δική μας ευθύνη είναι η έκφραση γνώμης επί αυτών των οικονομικών καταστάσεων, με βάση τον έλεγχό μας. Διενεργήσαμε τον έλεγχο σύμφωνα με τα Ελληνικά Ελεγκτικά Πρότυπα, που είναι εναρμονισμένα με τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα. Τα Πρότυπα αυτά απαιτούν τη συμμόρφωσή μας με τους κανόνες δεοντολογίας και το σχεδιασμό και διενέργεια του ελέγχου μας με σκοπό την εύλογη διασφάλιση ότι οι οικονομικές καταστάσεις είναι απαλλαγμένες από ουσιώδη ανακρίβεια. Ο έλεγχος περιλαμβάνει τη διενέργεια διαδικασιών για την συγκέντρωση ελεγκτικών τεκμηρίων, σχετικά με τα ποσά και τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις. Οι διαδικασίες επιλέγονται κατά την κρίση του ελεγκτή και περιλαμβάνουν την εκτίμηση του κινδύνου ουσιώδους ανακρίβειας των οικονομικών καταστάσεων, λόγω απάτης ή λάθους. Για την εκτίμηση του κινδύνου αυτού, ο ελεγκτής λαμβάνει υπόψη το σύστημα εσωτερικού ελέγχου σχετικά με την κατάρτιση και εύλογη παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, με σκοπό το σχεδιασμό ελεγκτικών διαδικασιών για τις περιστάσεις και όχι για την έκφραση γνώμης επί της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου της Εταιρείας. Ο έλεγχος περιλαμβάνει επίσης την αξιολόγηση της καταλληλότητας των λογιστικών πολιτικών που εφαρμόσθηκαν και του εύλογου των εκτιμήσεων που έγιναν από τη Διοίκηση, καθώς και αξιολόγηση της συνολικής παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων. Πιστεύουμε ότι τα ελεγκτικά τεκμήρια που έχουμε συγκεντρώσει είναι επαρκή και κατάλληλα για τη θεμελίωση της γνώμης μας. Γνώμη Κατά τη γνώμη μας, οι συνημμένες εταιρικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζουν εύλογα από κάθε ουσιώδη άποψη την οικονομική κατάσταση της Εταιρείας και του Ομίλου κατά την 31 Δεκεμβρίου 2007, την χρηματοοικονομική τους επίδοση και τις ταμειακές τους ροές για τη χρήση που έληξε την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, όπως αυτά υιοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφορά επί άλλων νομικών και κανονιστικών θεμάτων Η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται από τα άρθρα 43α παράγραφος 3 και 107 παράγραφος 3 του Κ.Ν. 2190/20 και το περιεχόμενό της είναι συνεπές με τις συνημμένες οικονομικές καταστάσεις. Αθήνα, 29 Απριλίου 2008 Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής Χρήστος Πελεντρίδης Α.Μ. ΣΟΕΛ 17831 ΕΡΝΣΤ & ΓΙΑΝΓΚ (ΕΛΛΑΣ) ΟΡΚΩΤΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΛΟΓΙΣΤΕΣ Α.Μ. ΣΟΕΛ 107 2
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ Ο Όμιλος Η Εταιρεία Σημ. 01.01-31.12.2007 01.01-31.12.2006 01.01-31.12.2007 01.01-31.12.2006 Πωλήσεις 228.112 197.453 77.612 70.061 Κόστος πωλήσεων (161.778) (145.459) (58.901) (53.289) Μικτό κέρδος 66.334 51.994 18.711 16.772 Έξοδα διάθεσης και διοίκησης 6 (35.883) (31.811) (13.512) (13.043) Λοιπά έσοδα/(έξοδα) 7 (2.117) (739) 3.325 2.168 Χρηματοοικονομικά έξοδα 8 (22.714) (20.482) (16.749) (15.781) Χρηματοοικονομικά έσοδα 8 33 98 5.964 5.625 Έσοδο/(έξοδο) από συναλλαγματικές διαφορές (5.374) 1.055 46 (134) Αρνητική υπεραξία από εξαγορά θυγατρικής 11-2.177 - - Κέρδη/(ζημία) προ φόρων 279 2.292 (2.215) (4.393) Φόροι εισοδήματος έσοδα/(έξοδα) 9 (2.016) 96 488 271 Καθαρά κέρδη/(ζημιές) (1.737) 2.388 (1.727) (4.122) Αποδιδόμενα σε: Μετόχους της μητρικής εταιρείας 10 (1.650) 2.203 (1.727) (4.122) Δικαιώματα μειοψηφίας (87) 185 - - (1.737) 2.388 (1.727) (4.122) Κέρδη/(ζημία) ανά μετοχή αποδιδόμενα στους μετόχους της μητρικής εταιρείας Βασικά και Απομειωμένα 10 (0,10) 0,14 (0,11) (0,26) Μέσος Σταθμικός Αριθμός Μετοχών, Βασικές και Απομειωμένες 10, 20 16.108.000 16.108.000 16.108.000 16.108.000 Οι συνοδευτικές σημειώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Οικονομικών Καταστάσεων. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου & Διευθύνων Σύμβουλος Αιγάλεω, 29 Απριλίου 2008 Ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου & Διευθύνων Σύμβουλος Ο Οικονομικός Διευθυντής Ομίλου Ο Οικονομικός Διευθυντής Ευάγγελος Κ. Βουλγαράκης Αναστάσιος Κ. Βουλγαράκης Γεώργιος Π. Φραγκούλης Δημήτριος Λ. Χουλιάρας Α.Δ.Τ. ΑΒ 600529 Α.Δ.Τ. ΑΕ 076262 Α.Δ.Τ. Σ 151479 Α.Δ.Τ. Χ 635404 Αρ.Αδείας Ο.Ε.Ε. 0038471 Α Τάξεως 3
ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 31ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2007 (ΧΡΗΣΗ 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2007) Ο Όμιλος Η Εταιρεία Σημ. 31.12.2007 31.12.2006 31.12.2007 31.12.2006 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Μακροπρόθεσμο Ενεργητικό Ενσώματα πάγια στοιχεία 12 325.602 281.723 69.286 67.754 Ασώματα πάγια στοιχεία 13 1.951 2.493 54 66 Υπεραξία 11 1.565 1.724 - - Συμμετοχές σε θυγατρικές επιχειρήσεις 11 - - 61.731 61.731 Διαθέσιμες προς πώληση επενδύσεις 14 98 88 88 88 Μακροπρόθεσμες απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις 17 - - 82.402 72.865 Λοιπές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις 15 223 296 189 261 Αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις 9 128 40 - - Σύνολο μακροπρόθεσμου ενεργητικού 329.567 286.364 213.750 202.765 Κυκλοφορούν Ενεργητικό Αποθέματα 16 73.084 70.848 36.175 35.652 Εμπορικές απαιτήσεις 17 62.875 54.706 30.210 25.432 Απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις 17 - - 22.149 18.794 Δάνεια προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις 17 - - 20 139 Προκαταβολές και λοιπές απαιτήσεις 18 6.972 6.890 1.122 1.365 Χρηματικά διαθέσιμα 19 6.244 8.147 2.320 1.454 Σύνολο κυκλοφορούντος ενεργητικού 149.175 140.591 91.996 82.836 ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 478.742 426.955 305.746 285.601 ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Ίδια κεφάλαια αποδιδόμενα στους μετόχους της μητρικής Μετοχικό κεφάλαιο 20 32.377 32.377 32.377 32.377 Κεφαλαιοποιημένα αποθεματικά αναπροσαρμογής παγίων στοιχείων 20 (1.933) (1.933) (1.933) (1.933) Υπέρ το άρτιο 17.902 17.902 17.902 17.902 Αποτελέσματα εις νέον 3.328 3.473 (4.285) (4.063) Τακτικό, αφορολόγητα και ειδικά αποθεματικά 21 19.400 20.905 13.953 15.458 Αποθεματικό εύλογης αξίας 56.882 26.429 15.178 14.251 Λοιπά αποθεματικά (2.762) 2.054 - - 125.194 101.207 73.192 73.992 Δικαιώματα μειοψηφίας 10.594 6.625 - - Σύνολο ιδίων κεφαλαίων 135.788 107.832 73.192 73. 992 Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις: Μακροπρόθεσμα δάνεια, σε αναπόσβεστο κόστος 23 198.973 191.718 173.135 173.989 Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης 24 152 74-26 Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις 600 600 600 600 Προβλέψεις για αποζημίωση προσωπικού 25 2.207 1.558 1.561 1.333 Επιχορηγήσεις 26 3.276 3.714 3.169 3.575 Αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις 9 14.268 16.125 3.346 3.963 Σύνολο μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων 219.476 213.789 181.811 183.486 Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις: Εμπορικές υποχρεώσεις 32.613 23.952 6.220 5.682 Υποχρεώσεις προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις 17 - - 14.338 5.593 Βραχυπρόθεσμα δάνεια 28 58.893 42.193 18.501 7.249 Βραχυπρόθεσμο μέρος μακροπρόθεσμων εντόκων δανείων 23 7.385 20.221 1.300 3.600 Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης 24 155 337 26 248 Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις συμβάσεων factoring 17-307 - - Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις εξαγοράς θυγατρικών 11 1.500 3.000 - - Φόροι εισοδήματος πληρωτέοι 2.878 1.959 846 815 Δεδουλευμένες και λοιπές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις 29 20.054 13.365 9.512 4.936 Σύνολο βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων 123.478 105.334 50.743 28.123 ΣΥΝΟΛΟ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ 478.742 426.955 305.746 285.601 Οι συνοδευτικές σημειώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Οικονομικών Καταστάσεων. 4
ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ Ο Όμιλος Αναλογούντα στους μετόχους της μητρικής εταιρείας Μετοχικό κεφάλαιο Κεφαλαιοποιημένα αποθεματικά αναπροσαρμογής παγίων στοιχείων Υπέρ το άρτιο Τακτικό, αφορολόγητα, και ειδικά αποθεματικά Αποθεματικό εύλογης αξίας Αποτελέσματα εις νέον Συναλλαγματικές διαφορές κέρδη/(ζημίες) Σύνολο Δικαιώματα μειοψηφίας Σύνολο ιδίων κεφαλαίων Υπόλοιπο, 1 Ιανουαρίου 2006 30.444-17.902 19.613 17.204 2.562 2.000 89.725 5.431 95.156 Διανομή κερδών σε τακτικό, αφορολόγητα και ειδικά αποθεματικά - - - 1.292 - (1.292) - - - - Συναλλαγματικές διαφορές - - - - - - 54 54 304 358 Αναπροσαρμογή γηπέδων - - - - 10.434 - - 10.434 1.082 11..516 Αναβαλλόμενοι φόροι αναπροσαρμογής γηπέδων (1.766) (1.766) (183) (1.949) Αναβαλλόμενοι φόροι στο αποθεματικό εύλογης αξίας λόγω μεταβολής των φορολογικών συντελεστών - - - - 557 - - 557-557 Συνολικά έσοδα και έξοδα που αναγνωρίστηκαν απευθείας στα ίδια κεφάλαια - - - 1.292 9.225 (1.292) 54 9.279 1.203 10.482 Κέρδη χρήσεως - - - - - 2.203-2.203 185 2.388 Συνολικά έσοδα και έξοδα χρήσεως - - - 1.292 9.225 911 54 11.482 1.388 12.870 Μερίσματα πληρωθέντα στους μετόχους μειοψηφίας των θυγατρικών - - - - - - - - (194) (194) Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου λόγω μεταφοράς από αποθεματικό αναπροσαρμογής παγίων στοιχείων 1.933 (1.933) - - - - - - - - Υπόλοιπο, 31 Δεκεμβρίου 2006 32.377 (1.933) 17.902 20.905 26.429 3.473 2.054 101.207 6.625 107.832 Μεταφορά αφορολόγητου αποθεματικού σε αποτελέσματα εις νέο - - - (1.505) - 1.505 - - - - Συναλλαγματικές διαφορές - - - - - - (4.816) (4.816) (412) (5.228) Αναπροσαρμογή γηπέδων - - - - 30.616 - - 30.616 4.427 35.043 Αναβαλλόμενος φόρος αναπροσαρμογής γηπέδου (627) - - (627) (1) (628) Αναβαλλόμενοι φόροι στο αποθεματικό εύλογης αξίας λόγω μεταβολής των φορολογικών συντελεστών - - - - 464 - - 464 78 542 Συνολικά έσοδα και έξοδα που αναγνωρίστηκαν απευθείας στα ίδια κεφάλαια - - - (1.505) 30.453 1.505 (4.816) 25.637 4.092 29.729 Ζημιές χρήσεως - - - - - (1.650) - (1.650) (87) (1.737) Συνολικά έσοδα και έξοδα χρήσεως - - - (1.505) 30.453 (145) (4.816) 23.987 4.005 27.992 Μερίσματα πληρωθέντα στους μετόχους μειοψηφίας των θυγατρικών - - - - - - - - (36) (36) Υπόλοιπο, 31 Δεκεμβρίου 2007 32.377 (1.933) 17.902 19.400 56.882 3.328 (2.762) 125.194 10.594 135.788 Οι συνοδευτικές σημειώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Οικονομικών Καταστάσεων. 5
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ Η Εταιρεία Μετοχικό κεφάλαιο Κεφαλαιοποιημένα αποθεματικά αναπροσαρμογής παγίων στοιχείων Υπέρ το άρτιο Τακτικό, αφορολόγητα, και ειδικά αποθεματικά Αποθεματικό εύλογης αξίας Αποτελέσματα εις νέον Σύνολο ιδίων κεφαλαίων Υπόλοιπο, 1 Ιανουαρίου 2006 30.444-17.902 15.458 12.457 59 76.320 Κέρδη χρήσεως - - - - - (4.122) (4.122) Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου λόγω μεταφοράς από αποθεματικό αναπροσαρμογής παγίων στοιχείων 1.933 (1.933) - - - - - Μεταβολή αποθεματικού εύλογης αξίας - - - - 1.794-1.794 Υπόλοιπο, 31 Δεκεμβρίου 2006 32.377 (1.933) 17.902 15.458 14.251 (4.063) 73.992 Ζημίες χρήσεως - - - - - (1.727) (1.727) Μεταφορά αφορολογήτων αποθεματικών σε αποτελέσματα εις νέον - - - (1.505) - 1.505 - Μεταβολή αποθεματικού εύλογης αξίας - - - - 927-927 Υπόλοιπο, 31 Δεκεμβρίου 2007 32.377 (1.933) 17.902 13.953 15.178 (4.285) 73.192 Οι συνοδευτικές σημειώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Οικονομικών Καταστάσεων. 6
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ Σημ. 01.01-31.12.2007 Ο Όμιλος 01.01-31.12.2006 01.01-31.12.2007 Η Εταιρεία 01.01-31.12.2006 Ταμειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες Κέρδη/(ζημίες) χρήσεως προ φόρων 279 2.292 (2.215) (4.393) Προσαρμογές για: Αποσβέσεις 5, 12, 13, 26 26.694 23.148 3.296 3.956 Πρόβλεψη για αποζημίωση προσωπικού 4, 25 799 1.611 299 1.590 Πρόβλεψη για επισφαλείς απαιτήσεις 6, 17 1.033 206 300 - Χρηματοοικονομικά έξοδα 8 22.714 20.482 16.749 15.781 Χρηματοοικονομικά έσοδα 8 (33) (98) (5.964) (5.625) Ζημίες πώλησης επενδύσεων σε ακίνητα - 16 - - (Κέρδη)/ζημίες από εκποίηση ενσώματων παγίων 386 (195) (264) (895) Αρνητική υπεραξία από εξαγορά θυγατρικής - (2.177) - - Λειτουργικό κέρδος προ μεταβολών του κεφαλαίου κίνησης 51.872 45.285 12.201 10.414 (Αύξηση)/Μείωση σε: Αποθέματα (2.990) 3.516 (523) 7.717 Εμπορικές απαιτήσεις (9.891) (1.085) (5.078) (1.425) Προκαταβολές και λοιπές απαιτήσεις (390) 2.014 243 1.226 Απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις - - (3.373) (7.238) Αύξηση/(Μείωση) σε: Εμπορικές υποχρεώσεις 10.620 (11.131) 538 (3.595) Υποχρεώσεις προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις - - 8.745 (330) Δεδουλευμένες και λοιπές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις 7.652 (2.194) 4.791 (1.151) Τόκοι πληρωθέντες (22.703) (20.825) (16.521) (15.497) Φόροι εισοδήματος πληρωθέντες (2.761) (1.316) (407) (737) Πληρωμές για αποζημίωση προσωπικού 25 (150) (1.502) (71) (1.462) Λοιπές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις 71 34 72 34 Λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις - - - (1) Ταμειακές εισροές / (εκροές) από/(για) λειτουργικές δραστηριότητες 31.330 12.796 617 (12.045) Ταμειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες Αγορές ενσώματων παγίων στοιχείων 12 (43.609) (50.931) (4.281) (8.269) Αγορές ασώματων παγίων στοιχείων 13 (271) (756) (22) (15) Πωλήσεις ενσώματων παγίων στοιχείων 82 827 582 4.418 Εισπράξεις από πώληση επενδύσεων σε ακίνητα - 2.505 - - Εξαγορές θυγατρικών εταιριών (έπειτα από αφαίρεση των διαθεσίμων τους) 11 (1.500) (12.211) - - Μακροπρόθεσμα δάνεια προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις - - (9.398) (25.308) Αγορά διαθέσιμων προς πώληση επενδύσεων (10) - - - Τόκοι και συναφή έσοδα εισπραχθέντα 8 33 98 5.964 5.625 Ταμειακές εκροές για επενδυτικές δραστηριότητες (45.275) (60.468) (7.155) (23.549) Ταμειακές ροές από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες Καθαρή μεταβολή βραχυπρόθεσμων δανείων 17.301 (22.106) 11.252 (25.036) Καθαρή μεταβολή συμβάσεων factoring (294) (2.060) - - Εισπράξεις από μακροπρόθεσμα δάνεια 23 8..500 56.500-40.000 Πληρωμές μακροπρόθεσμων δανείων 23 (12.958) (13.037) (3.600) (3.175) Καθαρή μεταβολή χρηματοδοτικών μισθώσεων (105) (482) (248) (101) Είσπραξη επιχορηγήσεων 26-165 - - Μερίσματα καταβληθέντα στην μειοψηφία (36) (194) - - Ταμειακές εισροές από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες 12.408 18.786 7.404 11.688 Επίδραση μεταβολών ισοτιμιών στα χρηματικά διαθέσιμα (366) 537 - - Καθαρή αύξηση /(μείωση) χρηματικών διαθεσίμων (1.903) (28.349) 866 (23.906) Χρηματικά διαθέσιμα στην αρχή του έτους 19 8.147 36.496 1.454 25.360 Χρηματικά διαθέσιμα στο τέλος του έτους 19 6.244 8.147 2.320 1.454 Οι συνοδευτικές σημειώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των Οικονομικών Καταστάσεων. 7
1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΤΗΣ: Η Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε, (εφεξής καλούμενη «Εταιρεία») ιδρύθηκε στην Ελλάδα, στις 5 Αυγούστου 1959, από τους κ.κ. Κυριάκο και Ιωάννη Βουλγαράκη, ως συνέχεια προσωπικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί το Σεπτέμβριο του 1947 από τα ίδια πρόσωπα. Η Εταιρεία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών και μετά από τροποποιήσεις, σήμερα έχει ΑΡ.Μ.Α.Ε. 7725/01ΔΤ/Β/86/27. Αναφορές εφεξής με την λέξη «Όμιλος» ή «Γιούλα Α.Ε.» περιλαμβάνουν, εκτός και εάν ορίζεται διαφορετικά, την Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε, και τις ενοποιούμενες θυγατρικές της. Οι βασικές δραστηριότητες της Εταιρείας, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι η παραγωγή και εμπορία ειδών κατασκευασμένων από γυαλί, κρύσταλλο και πλαστικό. Οι εργασίες της ξεκίνησαν το 1947 στην Ελλάδα και επεκτάθηκαν στη Βουλγαρία το 1997, στη Ρουμανία το 2003 και στην Ουκρανία το 2005. Η Εταιρεία, σήμερα, είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς προϊόντων από γυαλί στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Έδρα της Εταιρείας έχει οριστεί ο Δήμος Αιγάλεω, και συγκεκριμένα το ιδιόκτητο ακίνητο επί της οδού Ορυζομύλων 5, 122 44 όπου ευρίσκεται το εργοστάσιο της, οι κεντρικές αποθήκες καθώς και η διοίκηση της. Η διάρκεια της Εταιρείας, σύμφωνα με το καταστατικό της, ανέρχεται σε ενενήντα (90) χρόνια από την ίδρυσή της, με δυνατότητα επέκτασης της διάρκειας μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της. Ο μέσος αριθμός προσωπικού του Ομίλου στις 31 Δεκεμβρίου 2007 ανέρχεται σε 3.091 εργαζόμενους, ενώ της Εταιρείας σε 334 εργαζόμενους. Στις 31 Δεκεμβρίου 2006 ο αντίστοιχος αριθμός του προσωπικού ήταν 3.497 εργαζόμενοι για τον Όμιλο και 341 εργαζόμενοι για την Εταιρεία. 2. ΒΑΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ: (α) Βάση Σύνταξης Οικονομικών Καταστάσεων: Οι συνημμένες οικονομικές καταστάσεις έχουν καταρτισθεί σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (εφεξής ΔΠΧΠ). Οι παρούσες οικονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί σύμφωνα με την αρχή του ιστορικού κόστους, εκτός από τα γήπεδα, τα οικόπεδα και τα διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά στοιχεία τα οποία αποτιμώνται στην εύλογη αξία. Η προετοιμασία των οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με τα ΔΠΧΠ, απαιτεί τη χρήση κρίσιμων λογιστικών εκτιμήσεων. Επίσης απαιτείται η κρίση της Διοίκησης στην εφαρμογή των λογιστικών πολιτικών που έχουν υιοθετηθεί. Οι τομείς που απαιτούν υψηλότερου βαθμού κρίση ή είναι εξαιρετικά πολύπλοκοι ή οι τομείς όπου οι υποθέσεις και οι εκτιμήσεις είναι σημαντικές για τις λογιστικές καταστάσεις, αναφέρονται στις Σημαντικές λογιστικές εκτιμήσεις και κρίσεις (Σημείωση 2ε). (β) Μεταβολές στις Λογιστικές Αρχές: Οι λογιστικές αρχές που έχουν εφαρμοστεί είναι σύμφωνες με αυτές της προηγούμενης χρήσης εκτός από το γεγονός ότι ο Όμιλος εφάρμοσε τα νέα/αναθεωρημένα πρότυπα και διερμηνείες που είναι υποχρεωτικά για τις χρήσεις που αρχίζουν την ή και μετά την 1 η Ιανουαρίου 2007. 8
Τα πρότυπα αυτά και η σχετική επίδρασή τους στις οικονομικές καταστάσεις ήταν η εξής: (i) ΔΠΧΠ 7, Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις. Το πρότυπο αυτό απαιτεί γνωστοποιήσεις που παρέχουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη σημαντικότητα των χρηματοοικονομικών μέσων του Ομίλου καθώς και τη φύση και έκθεση σε κινδύνους που προκύπτουν από αυτά τα χρηματοοικονομικά μέσα. Οι νέες αυτές γνωστοποιήσεις περιλαμβάνονται σε διάφορες σημειώσεις στις οικονομικές καταστάσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίπτωση στη χρηματοοικονομική θέση και στα αποτελέσματα της Εταιρείας, έχουν επαναδιατυπωθεί συγκριτικά στοιχεία, όπου χρειάζονταν. (ii) Τροποποίηση ΔΛΠ 1, Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων - Γνωστοποιήσεις κεφαλαίου. Η τροποποίηση αυτή απαιτεί γνωστοποιήσεις που παρέχουν στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τους στόχους, τις αρχές και τον τρόπο διαχείρισης των κεφαλαίων της Εταιρείας, καθώς και τυχόν απαιτήσεις ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας από Εποπτικές ή άλλες Αρχές. Οι νέες αυτές γνωστοποιήσεις περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις στη σημείωση 32. (iii) Διερμηνεία 7, Εφαρμογή της Προσέγγισης αναμόρφωσης του ΔΛΠ 29, Οικονομικές καταστάσεις σε υπερπληθωριστικές οικονομίες. Η Διερμηνεία 7 απαιτεί όπως στην περίοδο κατά την οποία μια εταιρία διαπιστώνει την ύπαρξη υπερπληθωρισμού στην οικονομία του λειτουργικού της νομίσματος, χωρίς να υπήρξε υπερπληθωρισμός την προηγούμενη περίοδο, να εφαρμόζει τις απαιτήσεις του ΔΛΠ 29 σαν να ήταν πάντοτε η οικονομία σε κατάσταση υπερπληθωρισμού. Η Διερμηνεία 7 δεν έχει εφαρμογή στον Όμιλο και δεν είχε επίδραση στις οικονομικές του καταστάσεις. (iv) Διερμηνεία 8, Πεδίο εφαρμογής ΔΠΧΠ 2. Η Διερμηνεία 8 διευκρινίζει ότι το ΔΠΧΠ 2 «Παροχές που εξαρτώνται από την αξία των μετοχών» εφαρμόζεται σε συναλλαγές στις οποίες μια εταιρία παραχωρεί συμμετοχικούς τίτλους ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία (που βασίζονται στην τιμή των μετοχών της), όταν το προσδιορίσιμο αντάλλαγμα που έχει ληφθεί φαίνεται να είναι χαμηλότερο από την εύλογη αξία των συμμετοχικών τίτλων που παραχωρούνται ή των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται. Καθώς ο Όμιλος δεν έχει παραχωρήσει συμμετοχικούς τίτλους η διερμηνεία δεν είχε επίπτωση στα αποτελέσματα και την χρηματοοικονομική του θέση. (v) Διερμηνεία 9, Επανεκτίμηση Ενσωματωμένων Παραγώγων. Η Διερμηνεία 9 απαιτεί όπως μια εταιρία εκτιμά κατά πόσο ένα συμβόλαιο περιέχει ένα ενσωματωμένο παράγωγο κατά τη στιγμή σύναψης του συμβολαίου, και απαγορεύει μεταγενέστερη επανεκτίμηση εκτός εάν υπάρχει μεταβολή στους όρους του συμβολαίου που μεταβάλλουν ουσιαστικά τις ταμιακές ροές. Καθώς ο Όμιλος δεν έχει συμβάσεις με ενσωματωμένα παράγωγα, η Διερμηνεία δεν είχε επίπτωση στα αποτελέσματα και την χρηματοοικονομική του θέση. 9
(vi) Διερμηνεία 10, Ενδιάμεση Οικονομική Έκθεση κι Απομείωση. Η Διερμηνεία 10 μπορεί να έχει επίδραση στις οικονομικές καταστάσεις, σε περίπτωση που αναγνωριστεί ζημία απομείωσης σε ενδιάμεση περίοδο αναφορικά με υπεραξία ή επενδύσεις σε συμμετοχικούς τίτλους διαθέσιμους προς πώληση ή μη εισηγμένους συμμετοχικούς τίτλους που τηρούνται στο κόστος, καθώς αυτή η απομείωση δεν μπορεί να αντιλογιστεί σε επόμενες ενδιάμεσες ή ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Καθώς ο Όμιλος δεν έχει απομειώσεις οι οποίες να έχουν προηγουμένως αντιλογιστεί, η Διερμηνεία δεν είχε επίπτωση στα αποτελέσματα και την χρηματοοικονομική του θέση. (γ) Νέα Πρότυπα και Διερμηνείες: Μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων, έχουν εκδοθεί νέα ΔΠΧΠ, διερμηνείες και τροποποιήσεις υφιστάμενων προτύπων, η εφαρμογή των οποίων δεν είναι υποχρεωτική για την τρέχουσα λογιστική περίοδο και τα οποία ο Όμιλος δεν εφάρμοσε νωρίτερα, ως ακολούθως: (i) Πρότυπα και διερμηνείες που έχουν εκδοθεί από το ΣΔΛΠ και υιοθετήθηκαν από την ΕΕ: ΔΠΧΠ 8 Λειτουργικοί Τομείς (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή μετά της 1 Ιανουαρίου 2009). Το ΔΠΧΠ 8 αντικαθιστά το ΔΛΠ 14, Οικονομικές Πληροφορίες Κατά Τομέα και υιοθετεί την προσέγγιση της διοίκησης αναφορικά με τις οικονομικές πληροφορίες που δίνονται κατά τομέα. Η πληροφόρηση που θα γνωστοποιείται θα είναι αυτή που χρησιμοποιεί η διοίκηση εσωτερικά για την αξιολόγηση της απόδοσης των λειτουργικών τομέων και την κατανομή πόρων σε αυτούς τους τομείς. Αυτή η πληροφόρηση μπορεί να διαφέρει από αυτή που παρουσιάζεται στον ισολογισμό και την κατάσταση αποτελεσμάτων και οι εταιρίες θα πρέπει να δώσουν επεξηγήσεις και συμφωνίες αναφορικά με τις εν λόγω διαφορές. Ο Όμιλος βρίσκεται στη διαδικασία εκτίμησης της επίδρασης του εν λόγω προτύπου στις οικονομικές καταστάσεις. Διερμηνεία 11, ΔΠΧΠ 2 Συναλλαγές με Ίδιες Μετοχές και Μεταξύ Εταιριών του Ιδίου Ομίλου (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή μετά της 1 Μαρτίου 2007). Η Διερμηνεία 11 απαιτεί όπως συναλλαγές, στις οποίες παραχωρείται δικαίωμα επί συμμετοχικών τίτλων της Εταιρείας, θεωρούνται για σκοπούς λογιστικής αντιμετώπισης, ως αμοιβές που καθορίζονται από την αξία των μετοχών διακανονιζόμενες με συμμετοχικούς τίτλους, ακόμη και στην περίπτωση όπου η Εταιρεία επιλέγει ή έχει την υποχρέωση να αγοράσει αυτούς τους συμμετοχικούς τίτλους από τρίτους ή όπου οι μέτοχοι της Εταιρείας παρέχουν τους προς παραχώρηση τίτλους. Η Διερμηνεία επεκτείνεται επίσης και στον τρόπο που οι θυγατρικές εταιρίες χειρίζονται, στις εταιρικές οικονομικές τους καταστάσεις, προγράμματα όπου οι εργαζόμενοι τους λαμβάνουν δικαιώματα επί συμμετοχικών τίτλων της μητρικής Εταιρείας. Η Διερμηνεία 11 δεν έχει εφαρμογή στον Όμιλο. 10
(ii) Πρότυπα και Διερμηνείες που έχουν εκδοθεί από το ΣΔΛΠ και δεν υιοθετήθηκαν ακόμη από την ΕΕ: Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 23 Κόστος Δανεισμού (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή μετά της 1 Ιανουαρίου 2009). Με βάση τις τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 23, καταργείται η επιλογή (που υπάρχει στο υφιστάμενο πρότυπο) για αναγνώριση του κόστους δανεισμού που μπορεί να κατανεμηθεί άμεσα σε ένα περιουσιακό στοιχείο που πληρεί τις προϋποθέσεις στα έξοδα περιόδου. Όλα τα κόστη δανεισμού που μπορεί να κατανεμηθούν άμεσα στην απόκτηση, κατασκευή ή παραγωγή ενός περιουσιακού στοιχείου που πληρεί τις προϋποθέσεις πρέπει να κεφαλαιοποιούνται. Ένα περιουσιακό στοιχείο που πληρεί τις προϋποθέσεις είναι ένα περιουσιακό στοιχείο που κατ ανάγκη χρειάζεται μια σημαντική χρονική περίοδο προετοιμασίας για τη χρήση για την οποία προορίζεται ή για την πώλησή του. Επειδή η Εταιρεία ακολουθεί την επιτρεπόμενη επιλογή του ΔΛΠ 23 και κεφαλαιοποιεί τα κόστη δανεισμού που μπορεί να κατανεμηθούν άμεσα σε ένα περιουσιακό στοιχείο, αυτή η τροποποίηση του Προτύπου δεν αφορά την Εταιρεία. Διερμηνεία 12, Συμβάσεις Παραχώρησης (Service Concession Arrangements) (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιανουαρίου 2008). Η Διερμηνεία 12 πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο οι παραχωρησιούχοι θα πρέπει να εφαρμόζουν τα υπάρχοντα ΔΠΧΠ για να καταχωρήσουν τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που τους παραχωρούνται στις σχετικές συμβάσεις παραχώρησης. Με βάση τη Διερμηνεία οι παραχωρησιούχοι δεν θα πρέπει να αναγνωρίσουν τη σχετική υποδομή ως ενσώματα πάγια στοιχεία, αλλά να αναγνωρίσουν ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού ή ένα ασώματο περιουσιακό στοιχείο. Η Διερμηνεία 12 δεν έχει εφαρμογή στον Όμιλο. Διερμηνεία 13, Προγράμματα Επιβράβευσης Πελατών (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιουλίου 2008). Η Διερμηνεία 13 απαιτεί όπως τα ανταλλάγματα (πιστώσεις) επιβράβευσης (loyalty award credits) απεικονίζονται λογιστικά ως ένα ξεχωριστό μέρος της συνολικής πώλησης με την οποία παραχωρούνται, και συνεπώς μέρος της εύλογης αξίας του τιμήματος πώλησης επιμερίζεται σε αυτά και καταχωρείται κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία εξασκούνται τα ανταλλάγματα αυτά. Ο Όμιλος δεν αναμένει ότι αυτή η Διερμηνεία θα έχει επίδραση στις οικονομικές καταστάσεις εφόσον δεν εφαρμόζει τέτοια προγράμματα. Διερμηνεία 14, ΔΛΠ 19, Το Όριο στην αναγνώριση Περιουσιακού Στοιχείου Καθορισμένων Παροχών, οι Ελάχιστες Απαιτήσεις Χρηματοδότησης και οι Αλληλεπιδράσεις τους (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιανουαρίου 2008). Η Διερμηνεία 14 παρέχει οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εκτίμησης του ορίου στο ποσό του πλεονάσματος που μπορεί να καταχωρηθεί σαν περιουσιακό στοιχείο σε ένα πρόγραμμα καθορισμένων παροχών σύμφωνα με το ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζόμενους. Επίσης, επεξηγεί πως αυτό το όριο μπορεί να επηρεαστεί όταν υπάρχει νομική ή συμβατική απαίτηση ελάχιστης χρηματοδότησης και τυποποιεί την υφιστάμενη πρακτική. 11
Η Εταιρεία αναμένει ότι αυτή η Διερμηνεία δε θα επηρεάσει την οικονομική της θέση ή απόδοση δεδομένου ότι δεν έχει χρηματοδοτούμενα προγράμματα καθορισμένων παροχών. Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 1, Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιανουαρίου 2009). Το ΔΛΠ 1 έχει τροποποιηθεί για να αναβαθμίσει τη χρησιμότητα των πληροφοριών που παρουσιάζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Από τις πιο σημαντικές τροποποιήσεις είναι: η απαίτηση όπως η κατάσταση μεταβολών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνει μόνο συναλλαγές με μετόχους, η εισαγωγή μιας καινούριας κατάστασης συνολικού εισοδήματος ( comprehensive income ) που συνδυάζει όλα τα στοιχεία εσόδων και εξόδων που αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων με «λοιπά εισοδήματα» ( comprehensive income ) και της απαίτησης όπως επαναδιατυπώσεις στις οικονομικές καταστάσεις ή αναδρομικές εφαρμογές νέων λογιστικών πολιτικών παρουσιάζονται από την αρχή της ενωρίτερης συγκριτικής περιόδου, δηλαδή σε μια τρίτη στήλη στον ισολογισμό. Η Εταιρεία θα κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στην παρουσίαση των οικονομικών της καταστάσεων για το 2009. Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΠ 2, Παροχές που Εξαρτώνται από την αξία των Μετοχών (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιανουαρίου 2009). Η τροποποίηση διευκρινίζει δύο θέματα: Τον ορισμό της προϋπόθεσης κατοχύρωσης, με την εισαγωγή του όρου μη-προϋπόθεση κατοχύρωσης για όρους που δεν αποτελούν όρους υπηρεσίας ή όρους απόδοσης. Επίσης διευκρινίζεται ότι όλες οι ακυρώσεις, είτε προέρχονται από την οντότητα είτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, πρέπει να έχουν την ίδια λογιστική αντιμετώπιση. Η Εταιρεία δεν αναμένει ότι αυτή η τροποποίηση θα έχει επίδραση στις οικονομικές της καταστάσεις. Αναθεωρημένο ΔΠΧΠ 3, Συνενώσεις Επιχειρήσεων και Τροποποιημένο ΔΛΠ 27 Ενοποιημένες Ιδιαίτερες Οικονομικές Καταστάσεις (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιουλίου 2009). Το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων δημοσιοποίησε στις 10 Ιανουαρίου 2008 το Αναθεωρημένο ΔΠΧΠ 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων και το Τροποποιημένο ΔΛΠ 27 Ενοποιημένες Ιδιαίτερες Οικονομικές Καταστάσεις. Το Αναθεωρημένο ΔΠΧΠ 3 εισάγει μια σειρά αλλαγών στο λογιστικό χειρισμό συνενώσεων επιχειρήσεων οι οποίες θα επηρεάσουν το ποσό της αναγνωρισθείσας υπεραξίας, τα αποτελέσματα της περιόδου στην οποία πραγματοποιείται η συνένωση επιχειρήσεων και τα μελλοντικά αποτελέσματα. Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν την εξοδοποίηση των δαπανών που σχετίζονται με την απόκτηση και την αναγνώριση μελλοντικών μεταβολών στην εύλογη αξία του ενδεχόμενου τιμήματος στα αποτελέσματα (αντί για προσαρμογή της υπεραξίας). Το Τροποποιημένο ΔΛΠ 27 απαιτεί όπως συναλλαγές που οδηγούν σε αλλαγές ποσοστών συμμετοχής σε θυγατρική καταχωρούνται στην καθαρή θέση. Συνεπώς δεν επηρεάζουν την υπεραξία ούτε δημιουργούν αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία). Επιπλέον το τροποποιημένο πρότυπο αλλάζει τον τρόπο που λογίζονται οι ζημιές θυγατρικών καθώς και η απώλεια ελέγχου θυγατρικής. Όλες οι αλλαγές των ανωτέρω προτύπων θα εφαρμοστούν από την ημερομηνία εφαρμογής τους και θα επηρεάσουν μελλοντικές εξαγορές και συναλλαγές με μετόχους μειοψηφίας από την ημερομηνία αυτή και μετά. 12
Τροποποιήσεις στο ΔΛΠ 32, και ΔΛΠ 1 Χρηματοοικονομικά Μέσα διαθέσιμα από τον κάτοχο (ή puttable μέσα) (εφαρμόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά ή μετά την 1 Ιουλίου 2009). Η τροποποίηση στο ΔΛΠ 32 απαιτεί όπως ορισμένα χρηματοοικονομικά μέσα διαθέσιμα από τον κάτοχο ( puttable μέσα) και υποχρεώσεις που ανακύπτουν κατά την ρευστοποίηση μιας οντότητας καταταχθούν ως Ίδια Κεφάλαια εάν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια. Η τροποποίηση στο ΔΛΠ 1 απαιτεί γνωστοποίηση πληροφοριών αναφορικά με τα puttable μέσα που κατατάσσονται ως Ίδια Κεφάλαια. Η Εταιρεία αναμένει ότι αυτές οι τροποποιήσεις δεν θα επηρεάσουν τις οικονομικές της καταστάσεις. (δ) Έγκριση των Οικονομικών Καταστάσεων: Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε. ενέκρινε τις απλές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις για την χρήση που έληξε την 31 η Δεκεμβρίου 2007, στις 29 Απριλίου 2008. Οι οικονομικές αυτές καταστάσεις υπόκεινται σε οριστική έγκριση από την ετήσια Γενική Συνέλευση των Μετόχων. (ε) Σημαντικές Λογιστικές Εκτιμήσεις και Κρίσεις: Ο Όμιλος προβαίνει σε εκτιμήσεις, παραδοχές και αξιολογικές κρίσεις προκειμένου, είτε να επιλέξει τις καταλληλότερες λογιστικές αρχές είτε σε σχέση με τη μελλοντική εξέλιξη γεγονότων και συναλλαγών. Οι εν λόγω εκτιμήσεις, παραδοχές και κρίσεις επανεξετάζονται περιοδικά προκειμένου να ανταποκρίνονται στα τρέχοντα δεδομένα και να αντανακλούν τους εκάστοτε τρέχοντες κινδύνους και βασίζονται στην προγενέστερη εμπειρία της Διοίκησης σε σχέση με το επίπεδο / όγκο των συναφών συναλλαγών ή γεγονότων. Οι βασικές εκτιμήσεις και αξιολογικές κρίσεις οι οποίες αναφέρονται σε δεδομένα, η εξέλιξη των οποίων θα μπορούσε να επηρεάσει τα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων τους επόμενους 12 μήνες, έχουν ως κάτωθι: (i) (ii) Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις: Η Διοίκηση του Ομίλου προβαίνει σε περιοδική επανεκτίμηση της επάρκειας της πρόβλεψης σχετικά με τις επισφαλείς απαιτήσεις σε συνάρτηση της πιστωτικής της πολιτικής και λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία των Νομικών Συμβούλων του Ομίλου, τα οποία προκύπτουν βάσει επεξεργασίας ιστορικών δεδομένων και πρόσφατων εξελίξεων των υποθέσεων που διαχειρίζονται. Πρόβλεψη για φόρο εισοδήματος: Η πρόβλεψη για φόρο εισοδήματος με βάση το ΔΛΠ 12 υπολογίζεται με εκτίμηση των φόρων που θα καταβληθούν στις φορολογικές αρχές και περιλαμβάνει τον τρέχοντα φόρο εισοδήματος για κάθε χρήση, πρόβλεψη για τους πρόσθετους φόρους που πιθανόν να προκύψουν από μελλοντικούς φορολογικούς ελέγχους και αναγνώριση μελλοντικών φορολογικών ωφελειών. Η τελική εκκαθάριση των φόρων εισοδήματος ενδέχεται να αποκλίνει από τα σχετικά ποσά τα οποία έχουν καταχωρηθεί στις οικονομικές καταστάσεις. (iii) Συντελεστές απόσβεσης: Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία του Ομίλου αποσβένονται σύμφωνα με την υπολειπόμενη ωφέλιμη ζωή τους. Αυτές οι υπολειπόμενες ωφέλιμες ζωές επανεκτιμώνται περιοδικά για να καθορίσουν κατά πόσο συνεχίζουν να είναι κατάλληλες. Οι πραγματικές ωφέλιμες ζωές των πάγιων περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να διαφοροποιηθούν από παράγοντες όπως η τεχνολογική καινοτομία και τα προγράμματα συντήρησης. 13
(iv) (v) (vi) Έλεγχοι απομείωσης υπεραξίας: Ο Όμιλος διενεργεί τον σχετικό έλεγχο απομείωσης της υπεραξίας τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Προκειμένου να γίνει ο έλεγχος απομείωσης γίνεται προσδιορισμός της αξίας χρήσης (value in use) των μονάδων παραγωγής ταμειακών ροών στις οποίες έχει κατανεμηθεί η υπεραξία. Ο εν λόγω προσδιορισμός της αξίας χρήσης απαιτεί να γίνει μία εκτίμηση των μελλοντικών ταμειακών ροών της κάθε σημαντικής μονάδας παραγωγής ταμειακών ροών και να επιλεγεί το κατάλληλο επιτόκιο προεξόφλησης, με βάση το οποίο θα καθοριστεί η παρούσα αξία των ανωτέρω μελλοντικών ταμειακών ροών. Απομείωση ενσώματων παγίων στοιχείων: Τα ενσώματα πάγια στοιχεία ελέγχονται για σκοπούς απομείωσης όταν γεγονότα ή αλλαγές στις συνθήκες υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία μπορεί να μην είναι ανακτήσιμη. Για τον υπολογισμό της αξίας χρήσεως η Διοίκηση εκτιμά τις μελλοντικές ταμειακές ροές από το περιουσιακό στοιχείο ή την μονάδα ταμειακής ροής και επιλέγει τον κατάλληλο συντελεστή προεξόφλησης για να υπολογίσει την παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών. Αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις: Αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αναγνωρίζεται για όλες τις αχρησιμοποίητες φορολογικές ζημιές στον βαθμό που είναι πιθανό ότι θα υπάρξουν επαρκή φορολογικά κέρδη που θα συμψηφιστούν με αυτές τις φορολογικές ζημιές. Για τον καθορισμό του ύψους της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που μπορεί να αναγνωριστεί απαιτούνται σημαντικές κρίσεις και εκτιμήσεις της Διοίκησης του Ομίλου, οι οποίες βασίζονται στα μελλοντικά φορολογικά κέρδη σε συνδυασμό με τις μελλοντικές φορολογικές στρατηγικές που θα ακολουθηθούν. (vii) Πρόβλεψη για αποζημίωση προσωπικού: Το ύψος της πρόβλεψης για αποζημίωση προσωπικού βασίζεται σε αναλογιστική μελέτη. Η αναλογιστική μελέτη περιλαμβάνει την στοιχειοθέτηση παραδοχών σχετικά με το προεξοφλητικό επιτόκιο, το ποσοστό αύξησης των αμοιβών των εργαζομένων, την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή και την αναμενόμενη εναπομένουσα εργασιακή ζωή. Οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται εμπεριέχουν σημαντική αβεβαιότητα και η Διοίκηση του Ομίλου προβαίνει σε συνεχή επανεκτίμησή τους. 14
3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚEΣ ΑΡΧΕΣ: Οι βασικές λογιστικές αρχές που υιοθετήθηκαν κατά τη σύνταξη των συνημμένων οικονομικών καταστάσεων, είναι οι ακόλουθες: (α) Βάση Ενοποίησης: Οι συνημμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του Ομίλου περιλαμβάνουν τις οικονομικές καταστάσεις της μητρικής Εταιρείας Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε. καθώς και όλων των θυγατρικών εταιρειών στις οποίες η Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε. έχει τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου. Ο έλεγχος υφίσταται όταν η Υαλουργική Βιομηχανία Γιούλα Α.Ε. μέσω άμεσης ή έμμεσης κατοχής διατηρεί την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου ή έχει τη δύναμη άσκησης ελέγχου στο Διοικητικό Συμβούλιο των θυγατρικών. Οι θυγατρικές ενοποιούνται από την ημερομηνία που ο ουσιαστικός έλεγχος μεταφέρεται στον Όμιλο και παύουν να ενοποιούνται από την ημέρα κατά την οποία ο έλεγχος παύει να υφίσταται. Όλες οι ενδοεταιρικές συναλλαγές και υπόλοιπα έχουν απαλειφθεί στις συνημμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Όπου απαιτήθηκε, οι λογιστικές αρχές των θυγατρικών έχουν τροποποιηθεί έτσι ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια με τις λογιστικές αρχές που υιοθετήθηκαν από τον Όμιλο. Η λογιστική μέθοδος αγοράς χρησιμοποιείται για τον λογισμό απόκτησης θυγατρικών. Το κόστος μιας απόκτησης υπολογίζεται ως το άθροισμα των εύλογων αξιών, κατά την ημερομηνία συναλλαγής, των περιουσιακών στοιχείων που προσφέρονται, των μετοχών που εκδίδονται και των υποχρεώσεων που υφίστανται ή αναλαμβάνονται πλέον οποιουδήποτε κόστους που σχετίζεται άμεσα με την απόκτηση. Τα αποκτώμενα στοιχεία ενεργητικού, οι υποχρεώσεις και ενδεχόμενες υποχρεώσεις υπολογίζονται αρχικά στην εύλογη αξία τους κατά την ημερομηνία συναλλαγής, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσοστού της μειοψηφίας. Η διαφορά μεταξύ του κόστους απόκτησης και της εύλογης αξίας της καθαρής θέσης της θυγατρικής που αποκτήθηκε, αναγράφεται ως υπεραξία. Όταν το κόστος της απόκτησης είναι μικρότερο από την εύλογη αξία της καθαρής θέσης της θυγατρικής που αποκτήθηκε, η διαφορά αναγνωρίζεται άμεσα στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης. Οι αγορές δικαιωμάτων μειοψηφίας λογίζονται με την αναγνώριση της μείωσης δικαιωμάτων μειοψηφίας με βάση το μεταφερόμενο ποσό της καθαρής θέσης κατά την ημερομηνία κτήσης. Οποιαδήποτε υπέρβαση ή έλλειμμα στα ποσά που καταβάλλονται πάνω από το ποσοστό του μεταφερόμενου ποσού της καθαρής θέσης που αποκτήθηκε αναγνωρίζεται απευθείας στην καθαρή θέση. Η παράγραφος (ι) περιγράφει τη λογιστική αρχή σχετικά μα την υπεραξία. Τα δικαιώματα μειοψηφίας εμφανίζονται στην αναλογία της μειοψηφίας πάνω στην τρέχουσα αξία των αναγνωρισθέντων στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων κατά την ημερομηνία της εξαγοράς συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας της μειοψηφίας στη μεταβολή της καθαρής θέσης της θυγατρικής μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού. Δεν αποδίδονται ζημιές στα δικαιώματα μειοψηφίας από τη στιγμή που η φερόμενη αξία των βιβλίων έχει γίνει μηδέν. Οι αγορές δικαιωμάτων μειοψηφίας, που ουσιαστικά αποτελούν αγορές που γίνονται μετά την απόκτηση του ελέγχου μιας επιχείρησης, υπολογίζονται με την αναγνώριση της μείωσης δικαιωμάτων μειοψηφίας με βάση το μεταφερόμενο ποσό καθαρής θέσης κατά την ημερομηνία κτήσης. Οποιαδήποτε υπέρβαση στα ποσά που καταβάλλονται πάνω από το ποσοστό της αξίας της καθαρής θέσης που αποκτήθηκε αναγνωρίζεται ως υπεραξία. Οποιοδήποτε έλλειμμα στα ποσά που καταβάλλονται επί του ποσοστού της λογιστικής αξίας της καθαρής θέσης που αποκτήθηκε καταχωρείται άμεσα στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων. 15
(β) ι. Συμμετοχές σε Συγγενείς: Οι συμμετοχές του Ομίλου σε επιχειρήσεις στις οποίες ασκεί σημαντική επιρροή λογιστικοποιούνται σύμφωνα με τη μέθοδο της καθαρής θέσης. Με βάση αυτή την μέθοδο, η συμμετοχή σε συγγενή επιχείρηση καταχωρείται στο κόστος κτήσεως πλέον της μεταβολής στο ποσοστό του Ομίλου στην καθαρή τους θέση μετά την αρχική ημερομηνία κτήσεως, μείον τυχόν προβλέψεις για απομείωση αξίας. Η ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων απεικονίζει την αναλογία του Ομίλου στα αποτελέσματα των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Κατά την 31 Δεκεμβρίου 2007 και 2006 δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις. ιι. Συμμετοχές σε Θυγατρικές (ατομικές οικονομικές καταστάσεις): Οι συμμετοχές σε θυγατρικές επιχειρήσεις στις ατομικές οικονομικές καταστάσεις αποτιμώνται στο κόστος κτήσης μείον τυχόν σωρευμένες ζημίες απομείωσης. (γ) Νόμισμα Λειτουργίας και Παρουσίασης και Μετατροπή Ξένων Νομισμάτων: Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις απεικονίζονται σε Ευρώ το οποίο αποτελεί το νόμισμα λειτουργίας και παρουσίασης της Υαλουργικής Βιομηχανικής Γιούλα Α.Ε. Κάθε εταιρεία του Ομίλου διαμορφώνει το νόμισμα λειτουργίας της και τα κονδύλια τα οποία περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις της αποτιμούνται με τη χρήση αυτού του νομίσματος. Οι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα της κάθε εταιρείας χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία των συναλλαγών. Κατά την ημερομηνία σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων τα νομισματικά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που είναι εκφρασμένα σε ξένα νομίσματα προσαρμόζονται ώστε να αντανακλούν τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Τα κέρδη και οι ζημίες που προκύπτουν από την αποτίμηση νομισματικών στοιχείων σε ξένα νομίσματα απεικονίζονται στις συνημμένες καταστάσεις αποτελεσμάτων. Τα κέρδη ή ζημίες που προκύπτουν από συναλλαγές απεικονίζονται επίσης στις συνημμένες καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως. Το νόμισμα λειτουργίας των θυγατρικών της Εταιρείας είναι το τοπικό νόμισμα της χώρας που η καθεμία δραστηριοποιείται. Κατά την ημερομηνία σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων τα νομισματικά στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των θυγατρικών εταιρειών μετατρέπονται σε Ευρώ χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες κατά την ημερομηνία των ισολογισμών. Τα έσοδα και τα έξοδα των θυγατρικών εταιρειών μετατρέπονται σε Ευρώ με την μέση σταθμισμένη ισοτιμία του ξένου νομίσματος κατά την διάρκεια της χρήσης. Τα κέρδη και οι (ζημίες) από συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τη μετατροπή αυτή εμφανίζονται στην ενοποιημένη καθαρή θέση στο λογαριασμό «Λοιπά αποθεματικά» και ανέρχονται σε (2.762) και 2.054, κατά την 31 η Δεκεμβρίου, 2007 και 2006, αντίστοιχα. Η υπεραξία και οι αναπροσαρμογές στην εύλογη αξία που προκύπτουν κατά την απόκτηση εταιρείας του εξωτερικού εμφανίζονται ως στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρείας του εξωτερικού και μετατρέπονται με την ισοτιμία της ημερομηνίας κλεισίματος. (δ) Έξοδα Έρευνας και Ανάπτυξης: Τα έξοδα έρευνας εξοδοποιούνται κατά την πραγματοποίησή τους. Τα έξοδα ανάπτυξης πραγματοποιούνται κυρίως για την ανάπτυξη προϊόντων. Τα έξοδα ανάπτυξης ενός επιμέρους έργου αναγνωρίζονται ως ασώματα πάγια στοιχεία μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΔΛΠ 38 «Ασώματα Πάγια». Τα έξοδα ανάπτυξης που πραγματοποιήθηκαν κατά τις χρήσεις 2007 και 2006, εξοδοποιήθηκαν καθότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις αναγνώρισής τους. 16
(ε) Αναγνώριση Εσόδων: Τα έσοδα αναγνωρίζονται στο βαθμό που είναι πιθανό ότι τα οικονομικά οφέλη θα εισρεύσουν στον Όμιλο και τα σχετικά ποσά μπορούν να μετρηθούν αξιόπιστα. Τα έσοδα απεικονίζονται στην εύλογη αξία του εισπρακτέου τιμήματος, μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων τζίρου και κινήτρων πωλήσεων. Τα παρακάτω συγκεκριμένα κριτήρια αναγνώρισης θα πρέπει επίσης να ικανοποιούνται κατά την αναγνώριση του εσόδου: Πώληση αγαθών: Τα έσοδα από την πώληση αγαθών αναγνωρίζονται όταν μεταφέρονται στον αγοραστή οι σημαντικοί κίνδυνοι και τα οφέλη που απορρέουν από την ιδιοκτησία των αγαθών, συνήθως κατά την αποστολή τους. Παροχή υπηρεσιών: Τα έσοδα από την παροχή υπηρεσιών αναγνωρίζονται με βάση το στάδιο ολοκλήρωσης. Το στάδιο ολοκλήρωσης προσδιορίζεται με βάση τις ώρες εργασίας ως το τέλος της χρήσης ως ποσοστό επί του συνόλου των εκτιμώμενων ωρών εργασίας ανά σύμβαση. Σε περίπτωση που το αποτέλεσμα της σύμβασης δεν μπορεί να προσδιορισθεί αξιόπιστα, ως έσοδο αναγνωρίζεται μόνο το ποσό των εξόδων που μπορούν να ανακτηθούν. Έσοδα από τόκους: Τα έσοδα από τόκους αναγνωρίζονται με βάση τη λογιστική αρχή του δεδουλευμένου με τη χρήση του πραγματικού επιτοκίου. Έσοδα από μερίσματα: Τα έσοδα από μερίσματα αναγνωρίζονται όταν το δικαίωμα είσπραξης τους από την Εταιρεία έχει κατοχυρωθεί. (στ) Ενσώματα Πάγια Στοιχεία: Τα γήπεδα, αποτιμώνται στις εύλογες αξίες τους. Τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα και ο μηχανολογικός εξοπλισμός αποτιμώνται στο κόστος κτήσης, μείον τις σωρευμένες αποσβέσεις και τις τυχόν προβλέψεις απομείωσής τους. Το κόστος κτήσης περιλαμβάνει και το κόστος αντικατάστασης τμήματος των μηχανημάτων και του μηχανολογικού εξοπλισμού, όταν τέτοιο κόστος πραγματοποιείται, στην περίπτωση που τα κριτήρια για την αναγνώριση του πληρούνται. Τα μεταφορικά μέσα, τα έπιπλα και ο λοιπός εξοπλισμός αποτιμώνται στο κόστος κτήσης, μείον τις σωρευμένες αποσβέσεις και τις τυχόν προβλέψεις απομείωσής τους. Οι αποτιμήσεις πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να διασφαλιστεί ότι η εύλογη αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αποτιμώνται δεν διαφέρει ουσιωδώς από τη λογιστική τους αξία. Η υπεραξία από την αναπροσαρμογή πιστώνεται στο αποθεματικό εύλογης αξίας το οποίο περιλαμβάνεται στο αντίστοιχο τμήμα της καθαρής θέσης των ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία αντιλογίζεται μια μείωση της εύλογης αξίας του ίδιου στοιχείου του ενεργητικού η οποία προηγούμενα είχε αναγνωρισθεί στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, περίπτωση κατά την οποία η αύξηση αναγνωρίζεται επίσης στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Η ζημία από την αναπροσαρμογή καταχωρείται στα αποτελέσματα χρήσης, εκτός της περίπτωσης που η συγκεκριμένη ζημιά απευθείας συμψηφίζει προηγούμενα αναγνωρισμένη υπεραξία υπολογιζόμενη πάνω στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο. Κόστος δανεισμού το οποίο πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της κατασκευής, το οποίο σχετίζεται απευθείας με την εξαγορά, κατασκευή ή παραγωγή ενός στοιχείου ενεργητικού κεφαλαιοποιείται ως τμήμα του κόστους του παγίου χρησιμοποιώντας το σχετικό κόστος δανεισμού. 17
Συγκεκριμένοι φούρνοι χρειάζονται μερική ή ολική ανακατασκευή περίπου κάθε 6 με 14 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της ανακατασκευής, το σχετικό κόστος προστίθεται στην λογιστική αξία του παγίου εξοπλισμού αν τα κριτήρια για την αναγνώριση του ικανοποιούνται. Όλα τα άλλα κόστη επισκευής και συντήρησης εξοδοποιούνται στην χρήση στην οποία πραγματοποιούνται. Τα στοιχεία των παγίων διαγράφονται κατά την πώληση ή απόσυρση τους ή όταν δεν αναμένονται περαιτέρω οικονομικά οφέλη από τη συνεχιζόμενη χρήση τους. Τα κέρδη ή οι ζημιές που προκύπτουν από την διαγραφή ενός παγίου περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα χρήσης κατά την οποία διαγράφεται το εν λόγω πάγιο. Κατά την πώλησή ή την διαγραφή γηπέδων αποτιμημένων στην εύλογη αξία το αντίστοιχο τμήμα του σχηματισθέντος αποθεματικού αναπροσαρμογής που οριστικοποιείται μεταφέρεται, χωρίς να περιληφθεί στην κατάσταση αποτελεσμάτων, απ ευθείας στα αποτελέσματα εις νέον. (ζ) Αποσβέσεις Ενσώματων Παγίων Στοιχείων: Οι αποσβέσεις υπολογίζονται με βάση τη σταθερή μέθοδο με συντελεστές οι οποίοι προσεγγίζουν τις σχετικές ωφέλιμες διάρκειες ζωής των σχετικών παγίων. Οι συντελεστές που χρησιμοποιούνται είναι οι εξής: Ετήσιος Συντελεστής Είδος Παγίου Απόσβεσης Κτίρια 2% - 5% Μηχανήματα και λοιπός μηχανολογικός εξοπλισμός 7% - 15% Μεταφορικά μέσα 15% - 20% Έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός 15% Καλούπια 10% - 20% (η) Υπεραξία: Η υπεραξία που προκύπτει κατά την εξαγορά αρχικά αναγνωρίζεται στο κόστος το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος και της εύλογης αξίας κατά την ημερομηνία της συναλλαγής, των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν. Η υπεραξία από εξαγορά των θυγατρικών απεικονίζεται διακριτά στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Η υπεραξία υπόκειται σε έλεγχο απομείωσης σε ετήσια βάση ή συχνότερα αν γεγονότα ή αλλαγές συνθηκών υποδηλώνουν ότι η αξία της μπορεί να έχει απομειωθεί και αποτιμάται στο κόστος μείον τις σωρευμένες ζημίες απομείωσης. Κατά την ημερομηνία εξαγοράς (ή κατά την ημερομηνία ολοκλήρωσης του σχετικού επιμερισμού του τιμήματος εξαγοράς), η υπεραξία που αποκτάται, κατανέμεται στις μονάδες δημιουργίας ταμειακών ροών, ή σε ομάδες μονάδων δημιουργίας ταμειακών ροών που αναμένεται να ωφεληθούν από τη συνένωση αυτή. Η απομείωση προσδιορίζεται με εκτίμηση του ανακτήσιμου ποσού των μονάδων δημιουργίας ταμειακών ροών, οι οποίες σχετίζονται με την υπεραξία. Αν η λογιστική αξία μιας μονάδας δημιουργίας ταμειακών ροών, συμπεριλαμβανομένης και της αναλογούσας υπεραξίας, υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό της, τότε αναγνωρίζεται ζημία απομείωσης. Οι ζημιές απομείωσης της υπεραξίας δεν αντιλογίζονται. Αν τμήμα μιας μονάδας δημιουργίας ταμειακών ροών στην οποία έχει κατανεμηθεί υπεραξία πωληθεί, τότε η υπεραξία που αναλογεί στο πωληθέν τμήμα συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία του τμήματος αυτού προκειμένου να προσδιορισθεί το κέρδος ή η ζημία. Η αξία της υπεραξίας που αναλογεί στο πωληθέν τμήμα προσδιορίζεται βάσει των σχετικών αξιών του τμήματος που πωλήθηκε και του τμήματος της μονάδας δημιουργίας ταμειακών ροών που παραμένει. Η αρνητική υπεραξία η οποία αναγνωρίζεται όταν η αναλογία της αποκτώσας πάνω στην εύλογη αξία της αποκτηθείσας υπερβαίνει το κόστος εξαγοράς μεταφέρεται απευθείας στα αποτελέσματα. 18
(θ) Ασώματα Πάγια Στοιχεία: Οι ασώματες ακινητοποιήσεις αποτελούνται κυρίως από τα κόστη λογισμικού που αγοράζεται και τις σχετικές δαπάνες για να τεθεί σε λειτουργία, καθώς και τα εμπορικά σήματα, το πελατολόγιο και τις τεχνολογικές γνώσεις που αποκτώνται κατά την συνένωση επιχειρήσεων (Σημείωση 11). Η απόσβεση των ασώματων ακινητοποιήσεων υπολογίζεται με βάση τη σταθερή μέθοδο με συντελεστές οι οποίοι προσεγγίζουν τις σχετικές ωφέλιμες διάρκειες ζωής των αντίστοιχων παγίων. Οι συντελεστές που χρησιμοποιούνται είναι για λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών 20% - 25%, για τα εμπορικά σήματα 20%-33%, και 14%-25% για το πελατολόγιο και τις τεχνολογικές γνώσεις. Μετά την αρχική αναγνώριση η Διοίκηση του Ομίλου και της Εταιρείας ελέγχει τα υπόλοιπα των ασώματων ακινητοποιήσεων για σκοπούς απομείωσης, όταν γεγονότα ή αλλαγές στις συνθήκες υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία μπορεί να μην είναι ανακτήσιμη. Όπου υπάρχουν ενδείξεις ότι η λογιστική αξία κάποιου περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό του, η αντίστοιχη ζημία απομείωσής του καταχωρείται στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως. (ι) Απομείωση Αξίας Λοιπών Περιουσιακών Στοιχείων: Με την εξαίρεση της υπεραξίας και των ασώματων παγίων στοιχείων με απεριόριστη διάρκεια ζωής, τα οποία ελέγχονται για απομείωση τουλάχιστον σε ετήσια βάση, οι λογιστικές αξίες των λοιπών μακροπρόθεσμων στοιχείων του ενεργητικού ελέγχονται για σκοπούς απομείωσης όταν γεγονότα ή αλλαγές στις συνθήκες υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία μπορεί να μην είναι ανακτήσιμη. Όταν η λογιστική αξία κάποιου περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό του, η αντίστοιχη ζημία απομείωσής του καταχωρείται στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσεως. Η ανακτήσιμη αξία προσδιορίζεται ως η μεγαλύτερη αξία μεταξύ της καθαρής τιμής πώλησης και της αξίας χρήσεως. Καθαρή τιμή πώλησης είναι το ποσό που μπορεί να ληφθεί από τη πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου στα πλαίσια μιας αμφοτεροβαρούς συναλλαγής στην οποία τα μέρη έχουν πλήρη γνώση και προσχωρούν οικιοθελώς, μετά την αφαίρεση κάθε πρόσθετου άμεσου κόστους διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου, ενώ, αξία χρήσης είναι η καθαρή παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμειακών ροών που αναμένεται να πραγματοποιηθούν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από την πρόσοδο που αναμένεται να προκύψει από την διάθεσή του στο τέλος της εκτιμώμενης ωφέλιμης ζωής του. Για τους σκοπούς προσδιορισμού της απομείωσης, τα στοιχεία του ενεργητικού ομαδοποιούνται στο χαμηλότερο επίπεδο για το οποίο οι ταμειακές ροές δύναται να αναγνωριστούν ξεχωριστά. Ζημιές απομείωσης οι οποίες είχαν αναγνωρισθεί σε προηγούμενες χρήσεις αντιλογίζονται μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι υποθέσεις, που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του ανακτήσιμου ποσού, έχουν αλλάξει. Στις περιπτώσεις αυτές ο σχετικός αντιλογισμός αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα χρήσης. 19