Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος Λίνα Παπαδοπούλου Αν Καθ Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή, ΑΠΘ
το δίλημμα της συνταγματικής δικαιοσύνης εγγύηση και προστασία της συνταγματικής νομιμότητας και της κανονικής λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών ή αντικειμενικό και αφηρημένο έλεγχο (συνήθως) Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωση του νόμου προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών; (συνήθως) συγκεκριμένος, διάχυτος και δηλωτικός έλεγχος 2
Διακρίσεις του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας συγκεντρωτικός ή διάχυτος δηλωτικός ή ακυρωτικός συγκεκριμένος ή αφηρημένος παρεμπίπτων ή κύριος 3
Δύο βασικά συστήματα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας Συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου σε 21 / 28 κράτη της ΕΕ Σύστημα διάχυτου ελέγχου Ελλάδα Σουηδία, Φινλανδία Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής Δανία = σπάνια - νομολογιακή θεμελίωση Ολλανδία απαγορεύεται ρητά (ά 110 Σ) ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας ΙΔΕΟΤΥΠΟΙ 4/37
Συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου Συνήθη χαρακτηριστικά: Συνταγματική δικαιοσύνη = ειδικός δικαιοδοτικός κλάδος ειδικό Συνταγματικό Δικαστήριο παραπομπή από τα κοινά δικαστήρια στο συνταγματικό δικαστήριο (ΣΔ) άμεση ατομική συνταγματική προσφυγή απευθείας στο ΣΔ ιδιώτες και κρατικά όργανα το ΣΔ επιλύει και συνταγματικές διαφορές ειδική στελέχωση με πολιτικό έλεγχο - επιλογή από Βουλή (συνήθως) Δεδικασμένο: erga omnes 5
Σύστημα διάχυτου ελέγχου όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών με αφορμή τις υποθέσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους για τις ανάγκες των υποθέσεων αυτών δεδικασμένο inter pares 6
Η τάση σύγκλισης Δεν αποκλείεται η διασταύρωση χαρακτηριστικών μικτό σύστημα συνταγματικής δικαιοσύνης το πλέον ιδεώδες και λειτουργικό 7
συγκεκριμένος ή αφηρημένος έλεγχος Συγκεκριμένος το ζήτημα της συνταγματικότητας τίθεται μετά από αίτημα διαδίκου, που ζητά να προστατευτεί συγκεκριμένη νομική του κατάσταση από την εφαρμογή νόμου, που θίγει συνταγματικά δικαιώματά του ο δικαστής της συνταγματικότητας καλείται να αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη του τη συγκεκριμένη κατάσταση του προσώπου ο έλεγχος υπακούει σε μια λογική υποκειμενική. Αφηρημένος μετά από προσφυγή κρατικού οργάνου ή παράγοντα της πολιτικής ζωής, που αποβλέπει στην επίλυση κάποιας σύγκρουσης διατάξεων διαφορετικής βαθμίδας ή πηγών δικαίου ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων (περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους ή κράτους με περιφερειακή αυτονομία), σύγκρουση μεταξύ οργάνων ο δικαστής της συνταγματικότητας ενεργεί και αποφασίζει αντικειμενικά και αφηρημένα, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκειμενική κατάσταση προσώπου, προς το συμφέρον του πολιτεύματος και των αγαθών που το ίδιο προστατεύει 8
Χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων
Κατασταλτικός δικαστικός έλεγχος ά 93 παρ 4 Σ 4. Tα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. 87 παρ 2 Σ 2. Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. 10
Χαρακτηριστικά δικαστικού ελέγχου ά 93 παρ 4 Σ: Tα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα Tα δικαστήρια = όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών Διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος υποχρεούνται = αυτεπαγγέλτως αλλά και βάσει νομικού ισχυρισμού διαδίκου, που μπορεί να αποτελέσει και λόγο ακύρωσης κανονιστικής ή ατομικής δ.π. να μην εφαρμόζουν = όχι να ακυρώνουν συγκεκριμένος και δηλωτικός έλεγχος νόμο = και τυπικό και ουσιαστικό που το περιεχόμενό του = ουσιαστική αντισυνταγματικότητα είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα Έλεγχος αντίθεσης, όχι συμφωνίας κανονιστικές συνέπειες για τα όρια του ελέγχου αλλά και προς ΕΣΔΑ και ενωσιακό δίκαιο (ά 28 Σ) 11
Ο έλεγχος είναι: 1. Διάχυτος όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και δικαιοδοσιών Εξαίρεση: ΑΕΔ 2. Παρεμπίπτων Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν είναι το κύριο αντικείμενο μιας ειδικής δίκης αλλά τίθεται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε δίκης ανοικτής σε οποιοδήποτε δικαστήριο η κρίση περί (αντι)συνταγματικότητας δεν τίθεται στο διατακτικό, αλλά στο σκεπτικό της απόφασης εξαίρεση: το ΑΕΔ 12/37
3. συγκεκριμένος δικονομικά Ο έλεγχος είναι: το δικαστήριο κρίνει τη συνταγματικότητα της κρίσιμης διάταξης και μόνο αυτής δεν επεκτείνεται στο σύνολο του νόμου κρίσιμη = αυτή με βάση την οποία θα επέλυε τη διαφορά αν δεν την έκρινε ως αντισυνταγματική μεθοδολογικά συγκεκριμένη ερμηνεία ενόψει των συγκεκριμένων περιστατικών 13
Υποκειμενικός χαρακτήρας Η παρεμπίπτουσα και συγκεκριμένη έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων προσανατολισμό υποκειμενικό: προϋποθέτει την ύπαρξη επίδικης διαφοράςαποβλέπει στην προστασία, έστω και έμμεσα, των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων 14
4. δηλωτικός Ο έλεγχος είναι: έννομη συνέπεια = παραμερισμός της συνταγματικής διάταξης μη εφαρμογή στη συγκεκριμένη υπόθεση όχι ακύρωση η διάταξη εξακολουθεί να ισχύει εξαίρεση: ΑΕΔ 15
Αποκλείονται του ελέγχου ένας κύκλος κρατικών αρμοδιοτήτων και πράξεων άμεσων οργάνων του κράτους που ΔΕΝ υπόκεινται σε συνταγματικό έλεγχο οι αμφισβητήσεις που αφορούν πράξεις ή αποφάσεις (ή και παραλείψεις) της Βουλής που δεν ανάγονται στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, π.χ. η απόφαση εκλογής ΠτΔ ή η χορήγηση χάρης σε καταδικασθέντα από το Ειδικό Δικαστήριο υπουργό απόφαση συγκρότησης εξεταστικής επιτροπής κ.ά πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ως άσκηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων, π.χ. διάλυση Βουλής προκήρυξη εκλογών διορισμός πρωθυπουργού κ.ά. Κυβερνητικές πράξεις πράξεις που αφορούν τις σχέσεις κυβέρνησης και Βουλής 16
Αντισυνταγματικότητα των νόμων στην Ελλάδα αφορά κυρίως υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης (43 2Σ) Θεμελιώδη δικαιώματα αρχές της ισότητας, βεβαιότητας και τυπικότητας των φορολογικών νόμων αρχής της διάκρισης των λειτουργιών 17
Δικονομικές προσβάσεις οι συνήθεις για κάθε δικαστήριο και δικαιοδοσία ισχυρισμός αντισυνταγματικότητας σε κάθε στάση της πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης και σε οποιοδήποτε βαθμό ειδική διαδικασία: ΑΕΔ: ά 100 1 παρ ε Σ & ά 48 ν 345/1976 (περί Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου) Άρθρο 100: (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) 1. Συνιστάται Aνώτατο Eιδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: ε) H άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας, του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου. 18
Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος (2): εφαρμογές και αποκλίσεις Λίνα Παπαδοπούλου Aν Καθ Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή, ΑΠΘ
Παρεμπίπτων έλεγχος (εφαρμογές) ΣτΕ 106/1991 (ΔιΔικ 1992. 1053) Δεν εξετάζεται λόγος αντισυνταγματικότητας τον οποίο ο αιών δεν μπορεί να προβάλει μετ εννόμου συμφέροντος, δηλαδή παραδεκτώς. ΣτΕ 173/1998 ΕΔΔΔ 1998.296 Αντίθετη από την προηγούμενη απόφαση, ο αιτών δύναται να επικαλεστεί διάταξη νόμου αντισυνταγματική, έστω και αν ο ίδιος είχε ωφεληθεί από την εφαρμογή της 20/37
Συγκεκριμένος έλεγχος (ορισμός - επανάληψη) ασκείται με αφορμή την εφαρμογή και ερμηνεία της κρίσιμης νομοθετικής διάταξης ή των κρίσιμων διατάξεων σε μια συγκεκριμένη διαφορά και η κρίση για την αντισυνταγματικότητα διατυπώνεται ενόψει των πραγματικών και νομικών περιστατικών της επίδικης διαφοράς και για τις ανάγκες επίλυσής της. περιορίζεται άρα αποκλειστικά στην κρίσιμη διάταξη και στο νόημα που αυτή αποκτά για την επίλυση της διαφοράς 21
Συγκεκριμένος έλεγχος (εφαρμογές) ΣτΕ 527/2003 Αίτηση ακυρώσεως κατά της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να κινήσει τη διαδικασία μετάθεσης του αιτούντος, από το δικηγορικό σύλλογο Χίου στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 24 παρ.5 του ν. 1868/1989 Με βάση ένα νέο για το δικαστήριο δεδομένο, κρίθηκε αντισυνταγματική διάταξη και μεταστράφηκε η προγενέστερη αντίθετη σχετική του ίδιου δικαστηρίου που πρόβλεπε την απαγόρευση μετάθεσης δικηγόρου από την περιφέρεια στην Αθήνα, ως αντικειμένη πλέον στο άρθρο 4 παρ. 1Σ. 22
Δηλωτικός χαρακτήρας - κάμψη ΣτΕ 2176/2004 Ολ Υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλέσει τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν με νόμιμο έρεισμα την ίδια διάταξη τυπικού νόμου που έχει κριθεί αντισυνταγματική από το ΣτΕ. Κάμψη του δηλωτικού χαρακτήρα ενόψει των επιταγών που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου. 23
Εφαρμοστέος κανόνας μετά τον παραμερισμό του αντισυνταγματικού i) εφαρμογή του γενικού νομοθετικού κανόνα και πλήρωση του κενού, που δημιουργείται, μετά τον παραμερισμό της αδικαιολόγητης εξαίρεσης ή της δυσμενούς μεταχείρισης μιας κατηγορίας πολιτών. (:ΑΠ 1771/1981 ΝοΒ 1982. 1066 [επίδομα δημοσίων υπαλλήλων-υπερωριακή απασχόληση] και ΑΠ 20/1989 ΝοΒ 1990.620 (=ΕλλΔνη 1990.809). ii) iii) αναβίωση αυτόματη της προγενέστερης ευμενούς ειδικής ρύθμισης μετά τον παραμερισμό νεότερης δυσμενούς άνισης μεταχείρισης επέκταση του ευνοϊκού κανόνα και εφαρμογή του σε κατηγορία περιπτώσεων, όπως η επίδικη, που είχαν αντισυνταγματικά -κατά παράβαση της αρχής της ισότηταςαποκλεισθεί ή δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ειδική ευνοϊκή ρύθμιση. (ΑΠ 1751/1984, ΑΠ 1104/1986, [επίδομα αντί χρήσεως αυτοκινήτου-μη εφαρμογή διάταξης που παραγράφει αξιώσεις δικαστικά αναγνωρισμένες], ΑΠ 8, 12, 14/1988 (Όλομ), [επέκταση της απονομής αποδοχών-αποκαταστατική ισότητα- η ισότητα ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα] και ΑΠ 18, 19 20/1989, [=δυσμενής διάκριση σε σχέση με το γενικό κανόνα-αντισυνταγματική η νομοθετική παραγραφή αξιώσεων που θεμελιώνονται σε κανόνα δικαίου κατ επέκταση της αρχής της ισότητας-επεκτατική ισότητα- παρέκκλιση από το άρθρο 80 παρ.1 προς παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας- άσκησης πλήρους ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων]. 24
Αυτεπάγγελτος (εφαρμογές) ΣτΕ 1386/2010 Το διοικητικό δικαστήριο δύναται μεν να προβεί και αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο της συνταγματικότητας ή της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων, κατ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, υποχρεούται όμως να περιορίσει τον έλεγχο αυτό επί του κεφαλαίου της πράξεως που αμφισβητήθηκε με την προσφυγή και εντός των ορίων του αιτήματος της τελευταίας. ΣτΕ 3718/2003 Αυτεπάγγελτος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων-και των διοικητικών πράξεων. ΣτΕ 3195/2000 Ζήτημα αντισυνταγματικότητας ενός κανόνα δικαίου δύναται να θέσει, πλην των διαδίκων, όχι μόνον ο εισηγητής-δικαστής αλλά και οποιοδήποτε μέλος του δικαστηρίου κατά τη διάσκεψη. Σε αυτές μόνον τις περιπτώσεις το δικαστήριο υποχρεούται να εκφέρει ειδική κρίση επί του ζητήματος στο κείμενο της αποφάσεως του. 25
Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου 1. ΑΕΔ: ά 100 1 παρ ε Σ & ά 48 ν 345/1976 (περί Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου) Άρθρο 100: (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) 1. Συνιστάται Aνώτατο Eιδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: ε) H άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας, του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου. 26
ά 48 ν 345/1976 (περί Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου) «Αμφισβήτησις περί της Συνταγματικότητος ή της εννοίας τυπικού νόμου» 1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εν περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής συνταγματικότητος ή της εννοίας αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή το Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτησιν κατόπιν αιτήσεως: α) του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικού Συνεδρίω ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) παντός έχοντος έννομον συμφέρον. 2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Αρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εαν αποφασίση επι της Συνταγματικότητος ή της έννοιας Νόμου τυπικού, κατ` αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκείνης υπο την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασιν του, να παραπέμψη τούτο δι` ειδικής αποφάσεως του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθή προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου. 3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται εφ` όσον η μία τουλάχιστον των αντιθέτων αποφάσεων δημοσιεύθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. 27
Η μετατροπή του ελέγχου ενώπιον του ΑΕΔ ο έλεγχος διάχυτος συγκεντρώνεται αν εκκρεμεί η υπόθεση αναβάλλεται από δηλωτικός = ακυρωτικός με erga omnes ισχύ το αποτέλεσμα ΠΡΟΣΟΧΗ: για την ίδια διάταξη οι αντικρουόμενες αποφάσεις, βλ. 39/2011 ΑΕΔ 28
ΑΕΔ 39/2011: άγαμες θυγατέρες και άγαμοι γιοι για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανώτατων Δικαστηρίων, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Όμως, δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το νομικό ζήτημα, που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο, για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα, που είχε αχθεί ενώπιόν του και δ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (βλ Α.Ε.Δ. 3/2006, πρβλ. επίσης, Α.Ε.Δ. 5/2009, 32/2008, Α.Ε.Δ. 8/2003, 9/2003, 5/2002). 29
Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου 1. ΑΕΔ: ά 100 1 παρ ε Σ 2. ά 100 5 Σ: «Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας.» ίσχυε δικονομικά και πριν την αναθεώρηση του 2001 βλ ΣτΕ Ολ 527/2003 επιρροή νομολογίας ανώτερων στα κατώτερα (αν και όχι τυπικά δεδικασμένο) 30/37
Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου: ά 100 5 Σ ίσχυε δικονομικά και πριν την αναθεώρηση του 2001 επιρροή νομολογίας ανώτερων στα κατώτερα (αν και όχι τυπικά δεδικασμένο) Θίγεται ο διάχυτος χαρακτήρας του ελέγχου; 31
Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου: ά 100 5 Σ Θίγεται ο διάχυτος χαρακτήρας του ελέγχου; ΣτΕ (Διοικ. Ολ.) 4/2001 «Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει ελεύθερα τη δυνατότητα παραπομπής του ζητήματος της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των νόμων από τα τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων στις οικείες ολομέλειες, χωρίς να τίθεται ζήτημα παράβασης του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς τα τμήματα και η ολομέλεια αποτελούν δικαστικούς σχηματισμούς του ίδιου δικαστηρίου. Μειοψηφία: Η τροποποίηση του ουσιαστικού περιεχομένου του άρθρου 93 παρ.4 του συντάγματος με προσθήκη διατάξεως στο άρθρο 100, αποτελεί παράβαση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110), καθώς η διάταξη της οποίας το κανονιστικό περιεχόμενο τροποποιείται δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτές που προτάθηκαν για αναθεώρηση από την πρώτη βουλή. Εξάλλου, ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί το κύριο στήριγμα της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου, συγκαθορίζει τη βάση του πολιτεύματος και αποτελεί μη αναθεωρητέα διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 110 του συντάγματος». 32
Περιορισμός της συγκέντρωσης κατ ά 100 παρ 5 Σ ΣτΕ 1502/2009 «κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Α` 84), δεν επιβάλλεται η παραπομπή από το Τμήμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου, όταν η Ολομέλεια ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει για τη συνταγματικότητα άλλης μεν διατάξεως τυπικού νόμου, πλην ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με την εφαρμοστέα, ώστε, στην περίπτωση αυτή, να πρόκειται αναμφιβόλως για το αυτό κατ` ουσίαν νομικό ζήτημα (Σ.Ε. 1476/2004 Ολομ)» 33/37
Μεταξύ διάχυτου και συγκεντρωτικού ΣτΕ (Διοικ. Ολ.) 4/2007 «Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί θεμελιώδη θεσμό του κράτους και αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος με μακρά και επιτυχή ιστορική παράδοση, που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η πρόταση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Χώρα μας - ενός ξένου προς την ελληνική συνταγματική παράδοση και ιστορία θεσμού - η οποία κατατίθεται σε εποχή ομαλού πολιτικού βίου, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται ούτε η συγκρότησή του, ούτε ο τρόπος αναδείξεως των μελών του, στοιχειοθετεί την ριζικότερη δυνατή ανατροπή στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα και άγει σε περιορισμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια και θα οδηγήσει σε μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης». Βλ. επίσης ΠΠρωτΑθ 1101/2012 (ΕΕΤΗΔΕ- «χαράτσι»). 34/37
Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου 1. ΑΕΔ: ά 100 1 παρ ε Σ 2. ά 100 5 Σ 1. αίτηση ακύρωσης και αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ (ά 94-95 Σ) για μεγάλη κατηγορία υποθέσεων ο έλεγχος συγκεντρώνεται στο ΣτΕ, ιδίως με αίτηση ακύρωσης δ.π. λόγω αντισυνταγματικότητας της διάταξης του τυπικού νόμου που αποτελεί το έρεισμά της δ.π. 35
Βιβλιογραφία Τσιλιώτης Χαράλαμπος, Απολογισμός της υπερεκατονταετούς εφαρμογής του ελληνικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ενόψει της συζήτησης για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα Quo vadis?, ΤοΣ 2006, 1144 επ. Πικραμένος Μιχάλης, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων υπό το άρθρο 100 παρ. 5 Συντ. και το πρόβλημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε: Ξενοφών Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, 2006, 775 επ. Ματθίας Στέφανος, Η άρση από το ΑΕΔ αμφισβητήσεων για τη συνταγματικότητα ή για την έννοια διατάξεων νόμου, ΕλλΔνη 2005, 313 επ. Μανιτάκης Αντώνης / Φωτιάδου Αλκμήνη (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2008 36
Ευχαριστώ για την προσοχή σας Λίνα Παπαδοπούλου Αν Καθ Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή, ΑΠΘ http://law-constitution.web.auth.gr/lina/courses/syntagmatiko-emvathunsi/ 37