1 8 ο ΓΕΛ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, Γ ΤΑΞΗ Υπεύθυνη καθηγήτρια: Δέσποινα Παπαστάθη, ΠΕ02 Κείμενο: «Όνειρο στο κύμα», Αλ. Παπαδιαμάντη Ενότητα 4 η, σελ. 171-174 «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το ως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύον φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.» Θέμα 1 ο : Το φυσικό στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη την επιστροφή στην αγνότητα και την απόλυτη ευτυχία. Μπορείτε να επαληθεύσετε την άποψη με βάση το απόσπασμα; (Μόρια 15) Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι συγγραφέας του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα στον ανοιχτό χώρο της φύσης. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει τα δρώμενα. Είναι ένα άλλο κτίσμα και όχι προέκταση του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δεν μπορεί με το αζημίωτό του, να ξεκόψει από τη φύση. Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι ο Παπαδιαμάντης νοσταλγεί το «κατά φύσιν», το αρχαίο κάλλος και την παρθενικότητα. Το μέσο για την επαφή με το κάλλος αυτό είναι η φύση. Η φύση λοιπόν, γίνεται ο καταλύτης που βοηθά τον άνθρωπο να συνδιαλαγεί με τον Κτίστη και της φύσης και του ανθρώπου. Στο απόσπασμα που εξετάζουμε το φυσικό στοιχείο αποτελεί την πηγή όχι μόνο της αγνότητας αλλά και της απόλυτης ευτυχίας. Η περιγραφή της Μοσχούλας εντάσσεται στο φυσικό περιβάλλον της θάλασσας. Η ομορφιά της φύσης: των βράχων, το νερού, του φεγγαριού, είναι τόση ώστε η ομορφιά της κοπέλας ξεπερνά το επίπεδο της ύλης και φτάνει στο χώρο των ιδεών. Το απόκοσμο και μυστηριακό φως της σελήνης τονίζει τα όμορφα φυσικά χαρακτηριστικά της κοπέλας και την μετατρέπει σε ένα πλάσμα εξωανθρώπινο. Για άλλη μια φορά η φύση συμπληρώνει και τονίζει την ομορφιά των ανθρώπων τόσο σε επίπεδο ύλης, όσο και σε επίπεδο αξιών και ιδεών. Θέμα 2 ο : α) Να εντοπίσετε τρεις (3) αφηγηματικές τεχνικές που υπάρχουν στο συγκεκριμένο απόσπασμα, να αναφέρετε παραδείγματα και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους μέσα στο κείμενο. (Μόρια 10) Στο απόσπασμα μπορούμε να εντοπίσουμε τις εξής τρεις αφηγηματικές τεχνικές: α) αφήγηση σε α πρόσωπο, β) περιγραφή, γ) εσωτερικός μονόλογος. Η αφήγηση σε α πρόσωπο προσδίδει έντονη παραστατικότητα, ζωντάνια και δραματικότητα στο διήγημα. Ο αφηγητής συμμετέχει στα δρώμενα (ομοδιηγηματικός) καθώς είναι ο βασικός ήρωας του διηγήματος. Η εσωτερική
2 εστίαση στη φωνή του προσδίδει μια πιο προσωπική, ανθρώπινη διάσταση στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Την αφήγηση την εντοπίζουμε κάθε φορά που ο αφηγητής μας δίνει πληροφορίες για το τι πρόκειται ή για το τι θα ήθελε να κάνει. Για παράδειγμα: «Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχε άλλον μέσον ή προσφυγήν ειμή, ν αποφασίσω να ριφθώ», κτλ. Η περιγραφή είναι μια από τις πιο συνηθισμένες αφηγηματικές τεχνικές που συναντάμε στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ο λυρισμός τους είναι έκδηλος και χαρακτηριστικός, ενώ η συχνότητά τους γίνεται πολλές φορές η αιτία για έλλειψη δράσης μέσα στα διηγήματα. Με τις περιγραφές ο συγγραφέας μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες είτε για τους ήρωες, τη συναισθηματικής τους κατάσταση, είτε για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τον περιβάλλοντα χώρο, τα τεκταινόμενα. Η περιγραφή της Μοσχούλας στην αγκαλιά της θάλασσας είναι ίσως από τα ωραιότερα αποσπάσματα του διηγήματος: «Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης..το θείον άρωμα.» Τέλος ο εσωτερικός μονόλογος συμπληρώνει την προσπάθεια του συγγραφέα να ψυχογραφήσει τους ήρωές του. Μέσω της αποκάλυψης των ενδόμυχων σκέψεων του αφηγητή κατορθώνουμε να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη και αληθινή άποψη για την προσωπικότητά του, τις αξίες, τα ιδανικά, τα θέλω και τα πρέπει που συνθέτουν τον ψυχισμό του. Έτσι τον παρακολουθούμε να σκέφτεται τα εξής: «Αυτή δεν θ αργήση, έλεγα μέσα μου. Τώρα θα κολυμπήσει, θα ντυθή και θα φύγη.θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κ εγώ τον κρημνό μου!.» β) Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται εντελώς προσωπική, ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Να σχολιάσετε τα επίπεδα της γλώσσας του μεγάλου πεζογράφου και να δώσετε παραδείγματα της γλωσσικής του ιδιοτυπίας. (Μόρια 10) Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς ιδιότυπη: στους διαλόγους συναντάμε την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Στην αφήγηση, έχουμε καθαρεύουσα, με στοιχεία δημοτικής. Πρόκειται για τη γλώσσα που συνθέτει το προσωπικό ύφος του συγγραφέα, ενώ στις περιγραφές και τις λυρικές παρεκβάσεις εντοπίζουμε μια πολύ προσεγμένη καθαρεύουσα. Επίσης στη γλώσσα του συγγραφέα είναι διάχυτα τα στοιχεία από τις εκκλησιαστικές επιδράσεις που έχει αυτός δεχθεί από τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο, καθώς και από τα αναγνώσματά του. Ειδικότερα, στα σημεία που συναντάμε στο απόσπασμα εσωτερικό μονόλογο βρίσκουμε τη γλώσσα των διαλόγων. Η περιγραφή της Μοσχούλας καθώς κολυμπάει στην αγκαλιά της φύσης, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πλούσιας και προσεγμένης καθαρεύουσας. Τέλος στην αφήγηση εύκολα διαπιστώνουμε την ύπαρξη στοιχείων της δημοτικής, καθώς και μιας πιο απλουστευμένης, λιτής καθαρεύουσας, μιας ιδιότυπης σύνθεσης που μόνο ο Παπαδιαμάντης είναι σε θέση να υλοποιήσει. Θέμα 3 ο : Ο Τέλλος Άγρας επισημαίνει για την πεζογραφία του Παπαδιαμάντη πως η περιορισμένη δράση και οι σύντομοι διάλογοι των ηρώων του συμπληρώνονται
3 με εκτεταμένες ψυχολογικές αναλύσεις από τον αφηγητή. Επαληθεύεται η άποψη με αφορμή το απόσπασμα από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα»; (Μόρια 20) Όπως ήδη επισημάναμε η παρουσία πολλών περιγραφών στο κείμενο σε συνδυασμό με την απουσία εκτεταμένων διαλόγων ανάμεσα στους ήρωες, δίνει την εντύπωση, η οποία είναι πραγματικότητα, της απουσίας εμφανούς δράσης στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Πράγματι αν μελετήσουμε προσεκτικά το συγκεκριμένο διήγημα θα παρατηρήσουμε πως οι διάλογοι είναι ελάχιστοι, ενώ τα γεγονότα που προωθούν την οικονομία της αφήγησης είναι πολύ λίγα. Απ την άλλη πλευρά ο αφηγητής συμπληρώνει το κενό αυτό με εκτεταμένες ψυχολογικές αναλύσεις κυρίως του εαυτού του. Άλλωστε η χρονική απόσταση που διατηρεί ο ώριμος αφηγητής (Εγώ της αφήγησης), από τον ήρωα βοσκό (Εγώ της ιστορίας) του δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξει με κριτικό μάτι το παρελθόν και να σκιαγραφήσει την ψυχική του κατάσταση με ευκρίνεια. Έτσι τον παρακολουθούμε στο απόσπασμα που εξετάζουμε να κάνει την αυτοκριτική του λέγοντας πως το δίλημμα στο οποίο ουσιαστικά βρίσκεται συνίσταται στην αποφυγή ή όχι του γυναικείου πειρασμού. (Κ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα- Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!) Η ερωτική επιθυμία, φυσιολογική ανάγκη του νεαρού βοσκού, συγκρούεται με τις επιταγές της παιδείας και αγωγής που ελάμβανε από τους προστάτες του μοναχούς. Ο αφηγητής ξετυλίγει σιγά σιγά την ψυχή του μπροστά στα μάτια του αναγνώστη αλλά και μπροστά στα μάτια της δικής του ψυχής, με στόχο να φτάσει στην πολυπόθητη αυτογνωσία. Ίσως το συμπέρασμα σχετικά με τον απολογισμό ζωής που τελικά κάνει ο ώριμος αφηγητής, να μην είναι θετικό, είναι όμως η ρεαλιστική πραγματικότητα. Θέμα 4 ο : Πως συνδέεται ο τίτλος του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» με το συγκεκριμένο απόσπασμα; Να προσπαθήσετε να ερμηνεύσετε τον τίτλο με αφορμή το απόσπασμα αυτό. (Μόρια 25) Ο τίτλος του διηγήματος ίσως δημιουργήσει αμηχανία στον αναγνώστη με την πρώτη ματιά, καθώς είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το περιεχόμενό του. Δύο ουσιαστικά κυριαρχούν σ αυτόν: όνειρο, που μας παραπέμπει σε μια κατάσταση ξεχωριστή, εξωανθρώπινη και εξωλογική και κύμα που μας παραπέμπει σε ένα από τα βασικότερα στοιχεία της ελληνικής φύσης, τη θάλασσα. Πρόκειται επομένως για ένα ξεχωριστό γεγονός, που θα διαδραματιστεί στο υδάτινο περιβάλλον της θάλασσας. Πράγματι το απόσπασμα που εξετάζουμε επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του αναγνώστη. Η εικόνα της λουομένης Μοσχούλας είναι ονειρική. Η ομορφιά της ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας και γι αυτό ο αφηγητής δε διστάζει ίσως με μια δόση υπερβολής να την χαρακτηρίσει ως ναυ μαγική, ως ναυ των ονείρων. Η Μοσχούλα καθώς πλέει γυμνή στην αγκαλιά της θάλασσας είναι ένα όνειρο, ένα θαύμα, μια απόλαυση. Η ομορφιά της όμως αυτή δεν είναι τυχαία. Η φύση είναι αυτή που τη συμπληρώνει. Η φύση δίνει διάσταση εξωτική και εξωλογική, μη ανθρώπινη στη φυσική ομορφιά της νεαρής κοπέλας. Έτσι η σκηνή αυτή αποτελεί την κεντρική, τη κορυφαία σκηνή του διήγηματος καθώς ο αφηγητής αποκαλεί την κοπέλα «όνειρον επιπλέον εις το κύμα»,
4 δικαιώνοντας έτσι τις προβλέψεις και τις υποθέσεις, για την ερμηνεία του τίτλου, και των πιο απαιτητικών αναγνωστών. Θέμα 5 ο : Η μορφή της λουομένης Μοσχούλας θυμίζει πολύ έντονα μια άλλη «λουομένη» της λογοτεχνίας, τη Φεγγαροντυμένη από τον «Κρητικό» του Διονύσιου Σολωμού. Να εντοπίσετε ομοιότητες ως προς τον τρόπο που δίνεται η περιγραφή των δύο αυτών μορφών και ως προς το ρόλο της φύσης στη «ζωγραφική» της ξεχωριστής ομορφιάς τους. (Μόρια 20) Κείμενο: Δ. Σολωμού «Ο Κρητικός» 3[20] Ακόμη εβάστουνε η βροντή Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει, Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα, Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ άστρα. Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν αφήσει. Δεν είν πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας, Όμως κοντά στην κορασιά, που μ έσφιξε κι εχάρη, Εσειότουν τ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει, Κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της, Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της. 4[21] Εκοίταξε τ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν, Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, Κυπαρισσένιο ανάερα το ανάστημα σηκώνει, Κι ανεί τς αγκάλες μ έρωτα και με ταπεινοσύνη, Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει, Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει. Τέλος σ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα, Όχι στην κόρη, αλλά σ εμέ την κεφαλή της κλίνει. Την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ εκοίταζε κι εκείνη. Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω, Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μο, Καν τ όνειρο, όταν μ έθρεφε το γάλα της μητρός μου. Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη, Που ομπρός μου τώρα μ όλη της τη δύναμη προβαίνει Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν αναβρύζει
5 Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα, Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, Που ετρέμαν και δε μ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.. Η λουομένη Μοσχούλα του διηγήματος είναι μια μορφή που μας θυμίζει πολύ έντονα μια άλλη λουομένη της ελληνικής λογοτεχνίας, τη Φεγγαροντυμένη από τον Κρητικό του Διονύσιου Σολωμού. Είναι δύο μορφές μαγικές, ονειρικές με θεϊκές, εξωανθρώπινες διαστάσεις. Τόσο η Μοσχούλα όσο και η φεγγαροντυμένη εντοπίζονται ως προς το επίπεδο του χώρου, στο περιβάλλον της θάλασσας. Είναι νύχτα, ενώ το φως του φεγγαριού προσδίδει μια απόκοσμη διάσταση στο σκηνικό. Τόσο ο Παπαδιαμάντης όσο και ο Σολωμός επιμένουν στην περιγραφή των λεπτομερειών της φυσικής ομορφιάς τους. Είναι δύο θηλυκές υπάρξεις απαράμιλλης ομορφιάς: η κορμοστασιά τους είναι κυπαρισσένια, τα μαλλιά τους είτε είναι χρυσαφένια (φεγγαροντυμένη), είτε μοιάζουν με χρυσαφένια (Μοσχούλα) κάτω από το φως της σελήνης. Το πρόσωπό και το σώμα τους γίνονται το σύμβολο του ερωτισμού ντυμένου όμως με μια έντονη διάσταση αγνότητας, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Τόσο ο αφηγητής στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, όσο και ο Κρητικός του Σολωμού νιώθουν έκσταση μπροστά στις μορφές αυτές. Χάνουν την επαφή τους με την πραγματικότητα, οδηγούνται στη βαθύτερη γνώση του εαυτού τους με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να αποκτήσουν την πολυπόθητη αλλά και ακριβοπληρωμένη αυτογνωσία. Έτσι βλέπουμε πως ενώ ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί πεζό λόγο, ο δε Σολωμός ποιητικό, δίνουν και οι δύο το ιδανικό της γυναικείας ομορφιάς. Ωστόσο τίποτε από αυτά δεν θα ήταν εφικτό εάν οι μορφές αυτές δεν εντάσσονταν στο συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον. Η φύση είναι αυτή που καθιστά τις ηρωίδες τόσο ξεχωριστές. Η γαλήνη της θάλασσας, η λαμπρότητα του φεγγαριού συμμετέχουν στην πανδαισία της θηλυκής ομορφιάς. Η φύση συμπληρώνει και ολοκληρώνει τις περιγραφές της Μοσχούλας και της Φεγγαροντυμένης. Άλλωστε μόνο μέσα σε ένα τόσο όμορφο χώρο θα μπορούσε να ενταχθεί η τελειότητα αυτή των δύο ηρωίδων.