συνειδητοποιώντας τη θέση της στην αυτοκρατορική κρατική μηχανή και κοινωνία καθώς και τις ευθύνες και τα προνόμια που πηγάζουν από αυτή, θέλησε ή αναγκάστηκε να αποκτήσει νέα μορφή, αυτή της νόμιμης, «προοδευτικής» πολιτικής αρχής. Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο σουλτάνος είχε προωθήσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις καθώς και άλλες, όπως την εισαγωγή του τηλέγραφου, με σκοπό τόσο την ενίσχυση της αυτοκρατορίας όσο και της δικής του πολιτικής θέσης μέσα σε αυτήν. Ο φόβος ότι η αύξηση της πολιτικής δύναμης της στρατιωτικής και γραφειοκρατικής ελίτ θα μείωνε τη δική του εξουσία, υποχρέωσε τον Αμπντουλ Χαμίντ Β' να επιβάλει στενότερο έλεγχο επί των πολιτικών κινήσεων και δηλώσεων των μελών τους. Ο έλεγχος των μελών της πολιτικο-στρατιωτικής γραφειοκρατίας ήταν περισσότερο αποτελεσματικός, ιδίως όταν οι τελευταίοι κατοικούσαν στην πρωτεύουσα ή σε γειτονικές περιοχές. Αντίθετα, ο έλεγχος του στρατιωτικού προσωπικού ήταν ασθενέστερος, λόγω του ότι ο στρατός χρειαζόταν ένα μεγάλο αριθμό αξιωματικών για να καλύψει τις ανάγκες του και ήταν αδύνατον να ελέγχονταν όλοι στενά από τις σουλτανικές αρχές, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι μονάδες του στρατού βρίσκονταν διασκορπισμένες σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και η συνεχής εμπλοκή τους σε πολεμικές αποστολές καθιστούσε τη στενή επιτήρηση των αξιωματικών δυσχερέστατη. Αν και οι αλλοδαποί αξιωματικοί, όπως ο στρατηγός Φον ντερ Γκολτζ, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο βαθμό ομοιογένειας του σώματος των αξιωματικών, το επίπεδο θεσμικής αυτονομίας που κατέκτησαν οι στρατιωτικοί ήταν αξιοσημείωτο. Συνεπώς, όταν έφθασε η χρονική στιγμή της σύγκρουσης μεταξύ των μελών της στρατο-γραφειοκρατικής αριστοκρατίας και του σουλτάνου σχετικά με την κατανομή πολιτικής εξουσίας στην αυτοκρατορία, ο τελευταίος ήταν αυτός που πληρούσε το τίμημα. Η δια της βίας μετατροπή του θεσμού του σουλτάνου σε θεσμό με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, έδωσε την ευκαιρία στις στρατιωτικές και όχι στις πολιτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας να καταλάβουν την πολυτιμότερη θέση του οθωμανικού πολιτικού οικοδομήματος, αυτή του κέντρου λήψης αποφάσεων. Η εποχή των Νεότουρκων Αυτό που άρχισε ως ανταρσία στην Τρίτη Στρατιά που στρατοπέδευε στη Μακεδονία το 1908, με σαφή πολιτικά αιτήματα για την αποκατάσταση του Συντάγματος του 1876, ολοκληρώθηκε με την πλήρη ανάμιξη των σώματος των αξιωματικών στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Παρά τη νίκη τους επί του σουλτάνου, η Επιτροπή
Ενότητας και Προόδου (Ittihat ve Terakki Cemiyeti), η οποία είχε καταφέρει να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, απέτυχε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία: ούτε το σουλτάνο εκθρόνισε αλλά ούτε την πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας πήρε στα χέρια της. Αντίθετα, προτίμησε να επιστρέψει τη δύναμη λήψης αποφάσεων στην υπάρχουσα κυβέρνηση. Τρεις παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό. Πρώτον, η ανυπαρξία κατάλληλου προγράμματος το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για τη μετα-επαναστατική πορεία του κινήματος. Δεύτερον, η ύπαρξη διάφορων ιδεολογικών ομάδων τόσο στο στράτευμα όσο και στη διοίκηση, καθώς και η παρουσία πολλών νέων σε ηλικία, φιλόδοξων και ικανών αξιωματικών, δυσκόλευαν τη λήψη συναινετικών αποφάσεων. Τρίτον, η οικονομικά ισχυρή, μη μουσουλμανική μεσαία τάξη αντιδρούσε σθεναρά στις προσπάθειες για περαιτέρω συγκεντρωτισμό στην άσκηση πολιτικής εξουσίας. Η διστακτικότητα που επέδειξε η Επιτροπή Ενότητας και Προόδου για την ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας είχε σοβαρές συνέπειες για την αυτοκρατορία. Τη νύχτα της 12ης Απριλίου 1909 εκδηλώθηκε ένοπλη εξέγερση με τη συμμετοχή περισσότερων από 3.000 στρατιώτες του πεζικού και του πυροβολικού της Πρώτης Στρατιάς. Ένας αριθμός από φοιτητές θεολογικών σχολών, μέλη των ουλεμάδων και απότακτων alayli 36 αξιωματικών τούς ακολούθησαν. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν γύρω από το Κοινοβούλιο και απαιτούσαν την επαναφορά του νόμου της Σεριά. Η αντίδραση της Τρίτης Στρατιάς ήταν άμεση και δυναμική. Δημιουργήθηκε μια ομάδα κρούσης {action army) υπό τις διαταγές του Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά, η οποία προέλασε προς την πρωτεύουσα. Η Δεύτερη Στρατιά, με βάση την Ανδριανούπολη, δήλωσε την υποστήριξη της στους στόχους της Επιτροπής Ενότητας και Προόδου. Το κίνημα κατεστάλη, το Σύνταγμα αποκαταστάθηκε και τροποποιήθηκε και ο σουλτάνος αντικαταστάθηκε από το μικρότερο αδελφό του, τον Μεχμέτ Δ', γνωστό και ως σουλτάνο Ρεσάτ. Η εξέγερση αυτή και η έκβαση της είχε τεράστιο αντίκτυπο στο σώμα των αξιωματικών. Η απομάκρυνση από το στράτευμα όλων των alayli αξιωματικών και η απόλυτη κυριαρχία των mektepli σηματοδότησε την πλήρη μετατροπή του στρατού σε μια από τις φανατικότερες φιλοδυτικές ομάδες της αυτοκρατορίας, μια παράδοση που διατηρείται έως τις ημέρες μας. Επίσης, ένα μεγάλο τμήμα των alayli αποτελείτο από μουσουλμάνους μη τουρκικής καταγωγής (Αλβανούς και Άραβες), η απομάκρυνση των οποίων συνέβαλε στην ανάδειξη του σώματος των αξιωματικών ως της πρώτης τουρκικής εθνικιστικής, πολιτικής ομάδας του οθωμανικού κράτους. Τέλος, η ίδρυση του Συμβουλίου Στρατιωτικών Υποθέσεων, αποτελούμενο από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και τους
διοικητές των μεγαλύτερων περιφερειακών μονάδων υπό την προεδρία του υπουργού Πολέμου, θεσμοθέτησε τη διακοπή των στενών επαφών του σώματος των αξιωματικών και του σουλτάνου. Η αυτονομία των στρατιωτικών και η απόλυτη ανεξαρτητοποίηση τους από πολιτικές παρεμβάσεις ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο υπουργός Πολέμου, ο οποίος ήταν και ο ίδιος ανώτατος αξιωματικός, ήταν ο μοναδικός σύμβουλος της κυβέρνησης με αρμοδιότητα τα θέματα που απασχολούσαν το στράτευμα. Οι σημαντικότερες όμως συνέπειες της εξέγερσης αφορούσαν την εξέλιξη των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανικανότητα των πολιτικών, είτε να αποτρέψουν την εξέγερση είτε να γίνουν αυτοί που θα καθόριζαν την επίλυση του όλου προβλήματος, επέτρεψε την πλήρη κυριαρχία των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας. Όπως παρατηρεί ο Άκσιν, η γρήγορη αντίδραση των mektepli ενάντια στους εξεγερθέντες εκδηλώθηκε μόνο για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων. 39 Η επιβολή του στρατιωτικού νόμου σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας από το στρατό, πράξη την οποία μόνο το Κοινοβούλιο είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει, και η τεράστια πολιτική δύναμη που απέκτησε ο Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά ως επιθεωρητής της Πρώτης, Δεύτερης και Τρίτης Στρατιάς, θέση που τον έθετε υπεράνω των νόμων της πολιτείας, αποτελούν απόδειξη για το ότι οι πολιτικοί είχαν περιορισμένη συμβολή στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής της χώρας. Το γεγονός ότι ο στρατός είχε τη δυνατότητα να δείξει στα μέλη του, και όχι μόνο, ότι είχε την ικανότητα και τη θέληση να δώσει αποτελεσματικές λύσεις σε προβλήματα κοινωνικής αναταραχής ενίσχυσε την πίστη τους σε αυτόν ως προστάτη του κράτους, τόσο από εξωτερικούς όσο και από εσωτερικούς εχθρούς. Πέρα από όλα αυτά, τα γεγονότα που ακολούθησαν την εξέγερση κατέστησαν σαφές ότι, λόγω του υψηλού βαθμού πολιτικοποίησης των αξιωματικών, τα εσωτερικά προβλήματα που θα αντιμετώπιζε το στράτευμα θα έβρισκαν λύση κατά πάσα πιθανότητα στον πολιτικό στίβο της χώρας. Από την πλευρά τους, οι πολιτικοί και ιδιαίτερα τα μέλη της Επιτροπής Ενότητας και Προόδου κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να καταστήσουν αναξιόπιστο το Κοινοβούλιο. Οι Ενωτικοί φοβούνταν ότι κάθε πρόκληση προερχόμενη από τις δυνάμεις της αντιπολιτευόμενης Ένωσης Φιλελευθέρων ήταν «σημάδι της επικείμενης πτώσης τους», και έτσι χρησιμοποιούσαν βία και τρομοκρατία για να κερδίσουν τις εκλογές. «Η χειραγώγηση του Κοινοβουλίου από την κυβέρνηση και η περιφρόνηση που έδειξε προς την αντιπολίτευση», επισημαίνει ο Άχμαντ, είχε καταστήσει φανερή «τη ματαιότητα της προσπάθειας να επέλθουν αλλαγές ειρηνικά και σύμφωνα με το νόμο». Μέτρα όπως αυτά κατέλυαν τη
συνταγματικότητα του πολιτεύματος και περιφρονούσαν τους πολιτικούς. Επιπλέον, η απροθυμία των Ενωτικών να βασισθούν στο λαό για την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, μολονότι διοργάνωναν μαζικές συγκεντρώσεις και παλλαϊκές διαμαρτυρίες, ήταν μια ένδειξη ότι η εξέλιξη της πολιτικής ζωής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμενε εσωτερικό θέμα της άρχουσας τάξης. Όπως παρατηρεί ο Άχμαντ, η Επιτροπή «δεν είχε ποτέ πρόθεση να διευρύνει τη δομή εξουσίας ώστε να συμπεριλάβει τους εργάτες των πόλεων ή τους χωρικούς». Καθώς ο στρατός έδειχνε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, οποιαδήποτε πολιτική αντίσταση προς το υπάρχον καθεστώς θα ήταν αδύνατη δίχως την υποστήριξη του σώματος των αξιωματικών ή μέρους αυτο3ν. Έτσι, η εμφάνιση, το 1912, μιας ομάδας αξιωματικών που αυτοαποκαλούνταν «Σωτήρες», με επικεφαλής το συνταγματάρχη Σαδίκ, και η αξίωση τους για παραίτηση της κυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του καθεστώτος των Ενωτικών, κάτι που καμία ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Το γεγονός αυτό επιβεβαίωσε όχι μόνο την κυρίαρχη θέση του στρατού στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, αλλά και την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να εκμεταλλευτούν προς όφελος τους τη διαίρεση του σώματος των αξιωματικών σε δύο μεγάλες ομάδες, αυτούς που. υποστήριξαν το κίνημα των Ενωτικών και αυτούς που αντιτίθενταν σε αυτό. Παράλληλα, παρά τις μεγάλες εδαφικές απώλειες της αυτοκρατορίας κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, η εμπόλεμη κατάσταση μάλλον ευνόησε τη θέση των αξιωματικών ως πολιτική ομάδα. Η γενική επιστράτευση και άλλα παρόμοια μέτρα που έπρεπε να παρθούν βοήθησαν, όπως είναι φυσικό, τους στρατιωτικούς στη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας και επιρροής στα χέρια τους. Με βάση αυτά τα γεγονότα, οι στρατιωτικοί δεν έδειξαν καμία διάθεση να παραχωρήσουν την εξουσία τους σε άλλες κοινωνικοπολιτικές ομάδες της αυτοκρατορίας. Η αποφασιστικότητα του σώματος των αξιωματικών να διατηρήσει το ρόλο του ως απόλυτου ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα γίνεται φανερή και από την πορεία των ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν. Στις 23 Ιανουαρίου του 1913, μια ομάδα αξιωματικών που υποστήριζαν την Επιτροπή Ενότητας και Προόδου εκδήλωσαν πραξικόπημα, γνωστό και ως η «Επιδρομή κατά της Υψηλής Πύλης», το οποίο υποχρέωσε την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Σχηματίστηκε νέο Υπουργικό Συμβούλιο και ο Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά διορίσθηκε Μέγας Βεζίρης και υπουργός Πολέμου. Η βασιζόμενη στην υποστήριξη των στρατιωτικών Επιτροπή Ενότητας και Προόδου έδειχνε να έχει τον απόλυτο έλεγχο των εσωτερικών θεμάτων της χώρας. Αντί όμως να αποσυρθούν από τα τεκταινόμενα στην πολιτική ζωή και να αφήσουν στους πολιτικούς
το καθήκον της μεταρρύθμισης, μετά από κάθε επέμβαση οι στρατιωτικοί επέκτειναν το εύρος των δραστηριοτήτων τους τόσο στα εσωτερικά όσο και στα διεθνή ζητήματα που απασχολούσαν τη χώρα τους. Η ύπαρξη ανίκανων πολιτικών βοήθησε σημαντικά το έργο τους. Με τη δολοφονία του Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά τον Ιούνιο του 1913, ο δρόμος για την ηγεσία της Επιτροπής Ενότητας και Προόδου και την εκπλήρωση κρυφών φιλοδοξιών των νέων αξιωματικών, όπως του Ενβέρ Πασά, ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Ενβέρ είχε επωφεληθεί από την απομάκρυνση 1.100 περίπου αξιωματικών από το στράτευμα, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν θεωρηθεί υπαίτιοι για τα ολέθρια αποτελέσματα του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Η ανάμιξη της αυτοκρατορίας στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο και η ανακατάληψη της Ανδριανούπολης από τους Βούλγαρους, μια κίνηση την οποία η πολιτική ηγεσία δίσταζε να διατάξει, όχι μόνο εξύψωσε το ηθικό φρόνημα του στρατού, αλλά απέδειξε ότι ο έλεγχος της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας είχε περιέλθει στη νεότερη γενιά αξιωματικών. Από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις αρχές της δεκαετίας του 1920 Η αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού και ο βαθμός ελέγχου του από τους ανώτατους αξιωματικούς προκάλεσαν ανησυχίες στους στρατιωτικούς ηγέτες. Με στόχο την επιβολή της τάξης στο σώμα των αξιωματικών και την εξάλειψη της πολιτικοποίησης τους, ο Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά ήταν ο πρώτος που σκέφθηκε να ζητήσει τη βοήθεια των Γερμανών αξιωματικιόν. Θεώρησε επίσης σκόπιμη την καθολική απαγόρευση συγκεκριμένων πράξεων, όπως το δικαίωμα των αξιωματικών να εκλέγουν και να εκλέγονται σε πολιτικά αξιώματα. Ο θάνατος του όμως δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τα σχέδια του. Ωστόσο ο Ενβέρ Πασά, ως νέος υπουργός Πολέμου και ισχυρότερος άνδρας στην Αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο, θέλοντας να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του στρατεύματος, προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια του Σεβκέτ Πασά. Άρχισε λοιπόν με την εκκαθάριση πολλών αξιωματικών, μεγαλύτερων από τον ίδιο σε βαθμό και ηλικία, που ενδεχομένως να μην του ήταν πιστοί. Επίσης, ανέθεσε σε μια «γερμανική στρατιωτική αποστολή εβδομήντα αξιωματικών με επικεφαλής το στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς... το καθήκον αναμόρφωσης του [οθωμανικού] στρατού». Για πρώτη φορά στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και «σε αντίθεση με προηγούμενες στρατιωτικές αποστολές,