του Ανέστη Ταρπάγκου Αν οι ρυθμίσεις του Ενιαίου Μισθολογίου που αφορούν τον εργαζόμενο δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο επιφέρουν τη στασιμότητα των εισοδημάτων στη Δημόσια Διοίκηση, η οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης στην ιδιωτική οικονομία (βιομηχανία, εμπόριο, κατασκευές, υπηρεσίες κλπ.) διαγράφεται με ακόμη μελανότερα χρώματα. Αποτέλεσμα της υπερδεκαετούς οικονομικής πολιτικής καθήλωσης των εργατικών αμοιβών, των αλλεπάλληλων ΕΓΣΣΕ της «εργασιακής ειρήνης» μεταξύ ΓΣΕΕ και ΣΕΒ, του δυσμενούς συσχετισμού των δυνάμεων σε βάρος της μισθωτής εργασίας, της αποψίλωσης τους οργανωτικού συνδικαλιστικού ιστού, η οικονομική κατάσταση των μισθωτών εργαζομένων της καπιταλιστικής παραγωγής βρίσκεται στα χαμηλότερα ιστορικά της μεταπολιτευτικά επίπεδα. Η σημερινή συγκυρία που σηματοδοτεί την περίοδο επαναδιαπραγμάτευσης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) υπαγορεύει την ανάγκη της διερεύνησης της πραγματικής εισοδηματικής υπόστασης της εργατικής τάξης καθώς και την ανάλυση των ζωτικών κοινωνικών της αναγκών, που χρειάζεται να τεθούν στο επίκεντρο των σημερινών διεκδικήσεων. Ποιοι οικονομικοί όροι προσδιορίζουν το επίπεδο αμοιβής της μισθωτής εργασίας στη σύγχρονη κοινωνική παραγωγή της ιδιωτικής οικονομίας με βάση τις ισχύουσες ΣΣΕ μέχρι το τέλος 1996 - αρχές του 1997; Μια συστηματική διερεύνηση των εργατικών εισοδημάτων που ισχύουν για το μισθωτό κόσμο της βιομηχανίας - εμπορίου - υπηρεσιών οδηγεί κατ' αρχήν στη διαφοροποίηση τριών βασικά επιπέδων αμοιβών: Της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατοτεχνιτών που υφίστανται την πολιτική λιτότητας στην πιο οξυμένη της μορφή, την ενδιάμεση κατηγορία των τεχνικών στελεχών εφαρμογής όπου τα χαρακτηριστικά αυτά παρουσιάζονται σχετικά αμβλυμένα, καθώς και τη μειονότητα των επιστημονικών στελεχών της κοινωνικής παραγωγής που βρίσκονται σ' ένα σαφώς διαφοροποιημένο εισοδηματικό επίπεδο. Στο επίπεδο των μηνιαίων αποδοχών των μισθωτών εργατοτεχνιτών του συνόλου της ιδιωτικής οικονομίας, με την εκπνοή του 1996 και την αρχή του 1997, με βάση την αναλυτική εξέταση των ΣΣΕ διαφόρων ενδεικτικών κλάδων και κατηγοριών επαγγελμάτων (παίρνοντας την ενδεικτική περίπτωση εργαζομένων μισθωτών με δεκαετή προϋπηρεσία και οικογενειακά βάρη), καταγράφεται μια κλιμάκωση που ξεκινάει από το επίπεδο των 180 χιλιάδων μικτών μηνιαίων αποδοχών και φτάνει μέχρι το επίπεδο, προσεγγιστικά, των 250 χιλιάδων ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών (πριν την παρακράτηση της ασφαλιστικής εισφοράς και του άμεσου φόρου που αθροιστικά φτάνουν περίπου στο 20%). Γενικά τα 2/3 των εργατικών κατηγοριών βρίσκονται σε επίπεδα μικτών αποδοχών που δεν ξεπερνούν τις 200 χιλιάδες μηνιαία, ενώ οι κατηγορίες που εμφανίζονται με υψηλότερες αποδοχές αφορούν συνήθως περιπτώσεις εργαζομένων είτε με υψηλό επίπεδο επικινδυνότητας και ανθυγιεινών συνθηκών (λ.χ. βιομηχανία τσιμέντου), είτε εργαζομένων που αντικειμενικά δεν καλύπτουν το σύνολο των ετησίων ημερομισθίων (π.χ. οικοδομικές εργασίες). Έτσι, ο μέσος όρος ενδεικτικά των αμοιβών αυτών των πλειοψηφικών κατηγοριών εργαζομένων βρίσκεται στο επίπεδο των μικτών μηνιαίων αποδοχών των 207 χιλιάδων [ ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ]. Αυτές, με την αφαίρεση των αντίστοιχων κρατήσεων του ΙΚΑ, κατέρχονται στο επίπεδο των 173 χιλιάδων, και με την αφαίρεση των υπολοίπων κρατήσεων (ΦΜΥ κλπ.) φτάνουν στις 165 χιλιάδες καθαρές μηνιαίες αποδοχές για το μέσο όρο των εργατοτεχνιτών της καπιταλιστικής παραγωγής. Αν σ' αυτό το πρώτο επίπεδο της εργατικής πλειονότητας οι αμοιβές της εργασίας διαμορφώνονται σ' αυτό το μέσο επίπεδο της έσχατης ανέχειας, ωστόσο διαφοροποιημένη σχετικά εμφανίζεται η μισθολογική κατάσταση σ' ό,τι αφορά τα επιστημονικο-τεχνικά στελέχη της παραγωγής, που βέβαια στην ιδιωτική οικονομία αποτελούν περιορισμένη μειοψηφία (σ' αντίθεση με τις δημόσιες υπηρεσίες όπου καταγράφεται πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση εργαζόμενου διανοητικού δυναμικού), και κατέχουν γενικά θέσεις υπευθυνότητας, διανοητικής εργασίας, οργάνωσης και εποπτείας. Παίρνοντας υπ' όψη ενδεικτικές κατηγορίες μηχανικών, χημικών κλπ. Σελίδα 1 / 10
Διαπιστώνεται ότι οι μικτές μηνιαίες τους αποδοχές βρίσκονται στο επίπεδο κατά μέσο όρο των 368 χιλιάδων, δηλαδή κατά 80% περίπου πάνω από τις αμοιβές των μισθωτών εργατοτεχνιτών [ΠΙΝΑΚΑΣ 3.-Α]. Πρόκειται για μια οικονομική διαφοροποίηση που συνδυαζόμενη με την κατοχή θέσεων διεύθυνσης και ελέγχου, καθώς και με το εκπαιδευτικό επίπεδο και το μορφωτικό περιεχόμενο της αντίστοιχης δραστηριότητας, διαφοροποιεί αισθητά αυτή την κοινωνική κατηγορία προς τη σφαίρα της «νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης», η οποία εν-δυνάμει στη συγκυρία της οικονομικής λιτότητας μπορεί να γύρει προς την ταξική πλευρά. Ενδιάμεσα εμφανίζεται να τοποθετείται η οικονομική θέση των μεσαίων τεχνικών στελεχών της κοινωνικής παραγωγής (τεχνολόγων, εργοδηγών βιομηχανίας, τεχνικών έργων κ.ά.) των οποίων οι μηνιαίες μικτές αποδοχές βρίσκονται κατά μέσο όρο στο επίπεδο των 263 χιλιάδων που δεν απέχει παρά μόνον κατά 25% περίπου από τις μικτές αμοιβές των εργατοτεχνιτών. [ ΠΙΝΑΚΑΣ 3.-Β ]. Με δεδομένο ότι η τεχνική τους απασχόληση εφαρμογής προσεγγίζει την εργασία των ειδικευμένων τεχνιτών και χειριστών, η θέση τους προσεγγίζει ουσιαστικά εκείνη των εργατοτεχνιτών της ιδιωτικής οικονομίας. Κατά συνέπεια, το σύνολο των εργατών, τεχνιτών, χειριστών καθώς και τεχνικών εφαρμογής της ιδιωτικής καπιταλιστικής οικονομίας, κι ακόμη των επιστημονικο-τεχνικών στελεχών της παραγωγής (αν και με περισσότερο αμβλυμένο τρόπο) υφίσταται με τον πλέον οξυμένο τρόπο την εισοδηματική πολιτική της άκρατης λιτότητας. Η αντιπαραβολή της εξέλιξης των εργατικών αυτών μισθών και του ετήσιου πληθωρισμού οδηγεί στη διαπίστωση της σχετικής σταδιακής υστέρησης των αποδοχών της εργατικής τάξης σε σχέση με τις διακυμάνσεις του τιμαρίθμου, της τάξης του 3% κατά μέσον όρο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990. Για τη 12ετία 1985-96 (μονιμοποίηση του μονεταρισμού και του φιλελευθερισμού) προέκυψε αθροιστικά μια μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων του επιπέδου του 20%. Μόνον στην πρόσφατη περίοδο 1990-96, η εισοδηματική απώλεια στις κατώτερες αποδοχές της ΕΓΣΣΕ υπολογίζεται, λόγω της διαφοράς ονομαστικών αυξήσεων και ύψους του πληθωρισμού, στο ποσοστό του 10,5% (εφ' όσον το κατώτατο εργατικό ημερομίσθιο διαμορφώνεται στις 31-12-1996 στις 5.753 δρχ., ενώ με βάση τη στοιχειώδη ΑΤΑ θα έπρεπε να βρίσκεται στις 6.543 δρχ.) [ ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ]. Ωστόσο στην τελευταία περίοδο (μέσα της δεκαετίας του 1990), καταγράφεται μια σχετική αντιστοίχηση επιπέδου πληθωρισμού και χορηγούμενων ετήσιων ονομαστικών αυξήσεων, πράγμα που αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση της συνομολόγησης των διετών ΕΓΣΣΕ «εργασιακής ειρήνης» των τελευταίων χρόνων μεταξύ της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ. Έτσι, μια συνδικαλιστική και οικονομική οπτική επικεντρωμένη μονομερώς στην επιζήτηση θεσμοθέτησης της ΑΤΑ, όσο κιαν αυτή αντιπροσωπεύει μια ασφαλιστική εισοδηματική δικλείδα για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, εντούτοις είναι σαφέστατα ανεπαρκής. Βέβαια, ακόμη και μ' αυτά τα δεδομένα είναι αναγκαία η αναπλήρωση της 12ετούς απώλειας του 20% του πραγματικού εργατικού εισοδήματος (με βάση την αντίληψη μιας πραγματικής ΑΤΑ που εφαρμόζεται πάγια κι όχι κατά το δοκούν της όποιας κυβερνητικής και εργοδοτικής εξουσίας), ή του 10% των εισοδηματικών απωλειών που έχουν υπάρξει στο πρώτο μισό της τρέχουσας δεκαετίας, πράγμα που η συμβατική διαπραγματευτική πρακτική της ΓΣΕΕ αφήνει προκλητικά ακάλυπτο. Και σ' αυτήν ακόμη όμως την περίπτωση (πλήρης εναρμόνιση πληθωρισμού - ονομαστικών αυξήσεων), σαν βάση των εργατικών αμοιβών που τιμαριθμοποιούνται εκλαμβάνεται ένα δοσμένο ιστορικό επίπεδό τους (αυτό των μέσων της δεκαετίας του 1980), γεγονός που αποβαίνει τριπλά σε βάρος της εργατικής τάξης. Κι αυτό γιατί τίθενται στο απυρόβλητο οι βασικές παράμετροι της «οικονομικής ανάπτυξης», του φορολογικού Σελίδα 2 / 10
συστήματος και του λεγόμενου «κοινωνικού μισθού». Μ' άλλες λέξεις, και πέρα απ' την αναγκαία επιζήτηση της πραγματικής αύξησης των εργατικών αποδοχών της ΕΓΣΣΕ κατά το ποσοστό των μέχρι σήμερα απωλειών (20%), σ' ολόκληρη την τελευταία περίοδο: * Η κερδοφορία των βιομηχανικών, εμπορικών, τραπεζικών κλπ. επιχειρήσεων κατέγραψε μια αλματώδη άνοδο, σε πολλές περιπτώσεις υπέρτερη του αντίστοιχου ετήσιου πληθωρισμού, γεγονός που τροφοδοτήθηκε τόσο από την εισοδηματική αυτή λιτότητα, όσο και από τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς και εκκαθαρίσεις παραγωγικών μονάδων, που προσαύξησαν το ποσοστό της εργατικής ανεργίας (πάλι δηλαδή μείωση του συνολικού εργατικού εισοδήματος). * Το γενικό πλαίσιο του «κοινωνικού μισθού» έχει υποστεί μια σαφέστατη αποψίλωση, στο βαθμό που έχουν περικοπεί οι κρατικές κοινωνικές δαπάνες (μείωση του δημόσιου ελείμματος και αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων με όπλο την πάγια συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών), όπως της κοινωνικής πρόνοιας, της υγειονομικής περίθαλψης, των ασφαλιστικών παροχών κλπ. Αυτό το γεγονός μειώνει περαιτέρω τα εργατικά εισοδήματα εφ' όσον ο εργαζόμενος κόσμος οδηγείται στην αύξηση των δαπανών του προκειμένου να καλύψει ή να συμπληρώσει τις κοινωνικές του ανάγκες που παραμένουν ακάλυπτες (λ.χ. προσφυγή σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, ασφάλισης κλπ.), που προηγούμενα καλύπτονταν, αν και ανεπαρκώς, από τον κρατικό κοινωνικό προϋπολογισμό. * Τέλος, η ετήσια πραγματική προσαύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών εργαζομένων (με την απουσία τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, προσαύξηση των εμμέσων φόρων σε ποσοστά υπέρτερα του τιμαρίθμου, που επιβαρύνουν κύρια τη λαϊκή κατανάλωση), αποψιλώνει σ' ολόκληρη την 6ετία του 1990 ακόμη παραπέρα το εργατικό εισόδημα στην καπιταλιστική κοινωνική παραγωγή. Κατά συνέπεια, η αναγκαία προσαύξηση των εργατικών μισθών και ημερομισθίων στο 1997 (πέραν της επιζήτησης της κάλυψης των απωλειών του 20%), είναι υποχρεωμένη να πάρει υπ' όψιν της και τις τρεις αυτές οικονομικές, κοινωνικές και φορολογικές παραμέτρους, με μια διπλή μορφή: Είτε, στη μία περίπτωση, της επιπλέον αύξησης των εργατικών μισθών στη βάση της κερδοφόρας απόδοσης των επιχειρήσεων και της αναγκαίας αναπλήρωσης των απωλειών που προέρχονται από τη μείωση του «κοινωνικού μισθού» και την ένταση της άμεσης και έμμεσης φορολόγησης της εργατικής τάξης. Είτε, στην άλλη περίπτωση, της επιβολής μορφών κοινωνικοποίησης και κοινωφελούς χρησιμοποίησης της υπεραυξημένης κερδοφορίας του κεφαλαίου, όπως εξίσου και της ανατροπής των κρατικών δημοσιονομικών ρυθμίσεων που αποδομούν τους κρατικούς προνοιακούς θεσμούς και αντιστροφής των σχέσεων φορολόγησης κεφαλαίου - περιουσίας και εργασίας - λαϊκής κατανάλωσης. Μ' αυτή την έννοια επιβάλλεται η άμεση ντε φάκτο καταγγελία της διετούς ΕΓΣΣΕ «εργασιακής ειρήνης» (1996-97) που περιορίζει τις ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις στο επίπεδο του φετινού προϋπολογισμού (περί το 7%), και η θέση στο επίκεντρο των ριζοσπαστικών εργατικών διεκδικήσεων, ενός καίριου διπόλου συνδικαλιστικών στόχων: Αφ' ενός προσαύξηση των εργατικών αποδοχών στο ποσοστό των πραγματικών εισοδηματικών απωλειών του 20%, που έχουν επιβληθεί με τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας. - Αφ' ετέρου, μορφές κοινωνικής ιδιοποίησης και χρήσης της καπιταλιστικής υπερκερδοφορίας, κατοχύρωση των παροχών του «κοινωνικού μισθού», απαλλαγή της λαϊκής κατανάλωσης από τις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις, προσαρμογή της φορολογικής κλίμακας των μισθωτών στα σημερινά τιμαριθμικά επίπεδα. Ωστόσο σ' αυτή την αναγκαιότητα δεν ανταποκρίνεται η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ όπως και των δευτεροβάθμιων εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφ' όσον έχουν συναινέσει στις διετείς ΕΓΣΣΕ «εργασιακής ειρήνης.» Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι με τις αναπτυσσόμενες πρακτικές τους οδηγούν το όποιο εργατικό Σελίδα 3 / 10
κίνημα αντιπροσωπεύουν στη μετατροπή του σε «σύμβουλο βιομηχανικής ανάπτυξης» του ελληνικού κεφαλαίου και σε μοχλό προώθησης της «οικονομικής επέκτασης» των ελληνικών επιχειρήσεων. Μ' άλλες λέξεις σε διεκδικητή περισσότερο ενός «σχεδίου ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας, της παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου», παρά σε κίνημα των εργαζομένων πολιτών για τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση των κυρίαρχων αστικών κατευθύνσεων και ανταπόκρισης στην ικανοποίηση των ζωτικών κοινωνικών τους αναγκών. Πέρα βέβαια απ' το γεγονός αυτού του προσανατολισμού που θέτει στο απυρόβλητο της συνδικαλιστικής κριτικής και δράσης την οικονομική και ειδικότερα την εισοδηματική πολιτική, κι όταν ακόμη επιχειρήθηκε η παρέμβασή του σε άλλα επίπεδα κίνησης, όπως στο τέλος 1996 - αρχές 1997 (πανελλαδικές απεργίες της 28-Νοέμβρη, 17-Δεκέμβρη και 23-Γενάρη), η καταγραμμένη απεργιακή συμμετοχή υπήρξε εντελώς αναιμική, χωρίς καμιά κλιμακωμένη προοπτική και κυρίως δίχως κανένα αποτέλεσμα. Η αποψίλωση του συνδικαλιστικού οργανωτικού ιστού, η αποστασιοποίηση του εργαζόμενου κόσμου, η συναινετική, εκσυγχρονιστική και αναπτυξιακή πρακτική των συνδικαλιστικών οργάνων, ο ατελέσφορος και αναποτελεσματικός χαρακτήρας των όποιων κινήσεων, εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο την κρίση κοινωνικής εκπροσώπησης και παρέμβασης της εργατικής τάξης στις σημερινές συνθήκες. (Πέρα προφανώς από επιμέρους αποσπασματικές αναγκαστικές κινητοποιήσεις αμυντικού χαρακτήρα όπου η ιδιωτικοποίηση - εκκαθάριση χτυπάει την πόρτα επιχειρήσεων όπως της Σόφτεξ, των Ναυπηγείων Ελευσίνας, της Χαλυβουργικής κλπ.). Αυτή η καθεστωτική συνδικαλιστική πρακτική, επειδή ακριβώς δεν εδράζεται στη διαπραγμάτευση ΣΣΕ στη βάση της ταξικής αντιπαράθεσης, που εμφανίζεται απονευρωμένη στην καπιταλιστική παραγωγή, καταλήγει σε τελική ανάλυση στη συστηματική προσφυγή της γραφειοκρατικής συνδικαλιστικής πλευράς στην επίκληση της παρέμβασης του ΟΜΕΔ (Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας του Ν. 1876 / 90), προκειμένου να συνομολογηθούν κλαδικές συμβάσεις στα κατώτατα όρια της ΕΓΣΣΕ της διετούς «εργασιακής ειρήνης». Ενώ δηλαδή παραδοσιακά, στην ιστορική μεταπολεμική διαδρομή του, το ελληνικό εργατικό κίνημα εξέφραζε την εναντίωσή του στην παραπομπή των διαφορών στην «υποχρεωτική διαιτησία» (Ν. 3239 / 55), διαδικασία που δρούσε ανασταλτικά στην απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων (και γι' αυτό άλλωστε είχε θεσπιστεί), στη σημερινή περίοδο της συνδικαλιστικής παραφθοράς στην ιδιωτική οικονομία, ο αποψιλωμένος καθεστωτικός συνδικαλισμός καταφεύγει ο ίδιος στην «κρατική διαμεσολάβηση». Αυτό γίνεται με σκοπό να επιτύχει διαιτητικές αποφάσεις καθορισμού ελαχίστων ορίων εργατικών αμοιβών, στο μέτρο που αδυνατεί να εκπροσωπήσει πλειοψηφικά τους εργαζόμενους και πολύ περισσότερο να επιτύχει τη δραστηριοποίησή τους, και στο βαθμό που η εργοδοτική πλευρά, αξιοποιώντας αυτή την πολύμορφη συνδικαλιστική ανεπάρκεια, δεν πιέζεται κατά κανέναν τρόπο κοινωνικά ώστε να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε διαδικασία διαπραγμάτευσης. Η πρακτική αυτή είναι σχεδόν κανόνας σε αρκετές κλαδικές εργατικές ομοσπονδίες (όπως λ.χ. της Ομοσπονδίας Επισιτισμού και Τουρισμού, της Ομοσπονδίας Σωματείων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδας κλπ.), που προσφεύγουν από μόνες τους στον ΟΜΕΔ στην αρχή του 1997, ενώ άλλες δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ουδέ καν οδηγούνται στη φετινή συλλογική διαπραγμάτευση (π.χ. Πανελλήνια Ομοσπονδία Μετάλλου, Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων κ.ά.), εφ' όσον έχουν ήδη συνυπογράψει κλαδικές ΣΣΕ διετούς «εργασιακής ειρήνης» κατά τα πρότυπα της ΕΓΣΣΕ (1996-97) της ΓΣΕΕ. Σ' αυτήν άλλωστε τη βάση έρχεται η διεύθυνση του ίδιου του ΟΜΕΔ στον τελευταίο πενταετή απολογισμό της δράσης της (Φεβρουάριος 1997), να επιχειρηματολογήσει για το γεγονός ότι «στους κλάδους της βιομηχανίας, του εμπορίου και των υπηρεσιών σήμερα έχουν εξασφαλιστεί υψηλοί βαθμοί συναίνεσης, μέσω θεσμοθετημένων μηχανισμών διαλόγου...ενώ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελούσαν βασικό πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων». Και παράλληλα, συνεχίζει η ανακεφαλαιωτική έκθεση του ΟΜΕΔ, «οι συγκρούσεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας σχεδόν έχουν εκλείψει, επειδή έχουν επικρατήσει μηχανισμοί θεσμικού διαλόγου», μια και όπως διατείνεται, «οι εργαζόμενοι συμφιλιώθηκαν με την ιδέα της επιχειρηματικότητας αποδέχθηκαν την ανάγκη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων κλπ.» Σελίδα 4 / 10
Να ποια είναι τα αποτελέσματα της πρακτικής των ΣΣΕ «εργασιακής ειρήνης» του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, οι συνέπειες των ιδεολογικών κηρυγμάτων της «πατριωτικής οικονομικής ανασυγκρότησης»,του «παραγωγικού εκσυγχρονισμού», της «εθνικής συναίνεσης»: Η ίδια η απονεύρωση και η ταξική αφαίμαξη του κινήματος της μισθωτής εργασίας και τελικά η ουσιαστική κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, είναι αυτή η πραγματικότητα του ταξικού συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων στην καπιταλιστική παραγωγή που οδηγεί τα αστικά επιχειρηματικά κέντρα στην αμφισβήτηση πλέον και αυτού του θεσμού των ΣΣΕ που διασφαλίζουν τις κατώτατες εργατικές αμοιβές, οι οποίες είναι ήδη προσαρμοσμένες στα επίπεδα που υπολείπονται της αντίστοιχης εξέλιξης του επιπέδου του πληθωρισμού. Κι είναι επόμενο να συμβαίνει αυτό, όταν απέναντι στον ΣΕΒ και στις υπόλοιπες εργοδοτικές οργανώσεις αντιπαρατίθεται μια ΓΣΕΕ χωρίς εργατική υπόβαση (πέραν της Κοινής Ωφέλειας που ανήκει στο δημόσιο τομέα της οικονομίας), στερούμενη αξιοπιστίας, δίχως ριζοσπαστικό προσανατολισμό, αποκομμένη από την όποια φερέγγυα απεργιακή διεκδικητική πρακτική. Γιατί σ' αυτή την περίπτωση, κι αυτές οι ίδιες οι ΣΣΕ των ελαχίστων ορίων αμοιβών της εργατικής τάξης, γίνονται πλέον βάρος και εμπόδιο στην επιδιωκόμενη ολοσχερή επιχειρηματική «ελαστικοποίηση» της μισθωτής εργασίας, που δεν περιλαμβάνει μόνον τους γενικούς όρους της παροχής της (ωράριο, περιεχόμενο, προσωρινότητα), αλλά και την ίδια πλέον την ιστορικά κατοχυρωμένη κατώτατη αμοιβή «εργασιακής ασφάλειας». Αυτή η απόπειρα σταδιακής ακύρωσης κι αυτών ακόμη των ΣΣΕ που ισχύουν στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα επιχειρείται στην τελευταία περίοδο να προωθηθεί δια μέσου των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται σε επτά περιοχές της χώρας με έντονα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Πραγματικά με το πρόσχημα της καταπολέμησης της σχετικής ανεργίας και με την ευρωπαϊκή ώθηση και χρηματοδότηση, προάγεται η σύναψη τριμερών συμφωνιών «τοπικού χαρακτήρα» (γενικεύσιμου προφανώς στη συνέχεια), μεταξύ επιχειρηματικών φορέων, τοπικών αρχών και εργατικών εκπροσώπων, που μεταξύ των άλλων μπορούν να προβλέπουν, προκειμένου να διευκολυνθεί η επενδυτική εργοδοτική δραστηριότητα, την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, και τη συνομολόγηση συμφωνιών απασχόλησης ανέργων που να περιλαμβάνουν την παράκαμψη των κατωτάτων ορίων αμοιβής, χρόνου απασχόλησης και κοινωνικής ασφαλιστικής κάλυψης. Είναι κατά συνέπεια επείγουσα η αναγκαιότητα της υλικής ανάδειξης μιας εργατικής ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, ενός αντικαπιταλιστικού ρεύματος των εργαζομένων που να οδηγήσει στην τρέχουσα περίοδο στη ντε φάκτο καταγγελία της ΕΓΣΣΕ, στην επιζήτηση του ριζικού μετασχηματισμού της εισοδηματικής πολιτικής, στην εισαγωγή μιας καθολικής συλλογικής διαπραγματευτικής διαδικασίας (στο εργοστασιακό, κλαδικό και εθνικό επίπεδο), στη δρομολόγηση σταθερών, αξιόπιστων και συμμετοχικών εργατικών παρεμβάσεων και κινητοποιήσεων. Μόνον μ' αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η προοπτική ανάδειξης της οικονομικής (και ευρύτερα πολιτικής και κοινωνικής) χειραφέτησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας: Στην αντίθετη περίπτωση ο δρόμος της παραφθοράς, της εισοδηματικής αποστέρησης, της αφερεγγυότητας και της αδιάλειπτης συρρίκνωσης του εργατικού συνδικαλιστικού δυναμικού, της περιθωριοποίησης της εργατικής τάξης θα γίνεται όλο και περισσότερο δρόμος χωρίς επιστροφή και διέξοδο. Π Ι Ν Α Κ Α Σ 1 ----------------- ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩν ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟυ ------------------------------------------- ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΚΑΙ Σελίδα 5 / 10
Έτος Κατώτατο Κατώτατος Ετήσια Επίπεδο Διαφορά αναφοράς μερ/ματο μισθός επιπέδων ---------------------------------------------------------- αύξηση πλη/σμού 1/1/1990 2.911 65.105 13,5 % 21 % - 7,5 % 1/9/1990 3.118 69.728 1/1/1991 3.315 74.121 12 % 17 % - 5,0 % 1/7/1991 3.501 78.272 1/1/1992 3.721 83.160 9,5 % 15 % - 5,5 % 1/7/1992 3.870 86.487 1/1/1993 4.081 91.206 13 % 14,5 % - 1,5 % 1/7/1993 4.411 98.568 1/1/1994 4.632 103.497 10,5 % 11 % - 0,5 % 1/7/1994 4.934 110.225 1/1/1995 5.132 114.634 7,5 % 9,5 % - 2,0 % 1/7/1995 5.338 119.220 1/1/1996 5.531 123.520 8 % 8,5 % - 0,5 % 1/7/1996 5.753 128.460 1/1/1997 5.980 133.600 7 % 7 % +-0,0 % * Μισθοί και ημερομίσθια στο επίπεδο των κατωτάτων αποδοχών όπως ετήσια προσδιορίζονται με βάση την ΕΓΣΣΕ. Σελίδα 6 / 10
* Επίπεδο πληθωρισμού ως μέσος όρος των δημοσιευμένων δεικτών από διάφορες πηγές υπολογισμού. * Τα βασικά κατώτατα μεροκάματα και μισθοί της ΕΓΣΣε είναι τα μικτά, ενώ οι καθαρές αποδοχές είναι κατά 20% κατώτερες (αφαίρεση κρατήσεων ΙΚΑ και ΦΜΥ). Π Ι Ν Α Κ Α Σ 2 ----------------- ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΚΛΑΔΩν ------------------------------------------------------- Βασικός Επίδομα Επίδομα Ανθ/εινό Σύνολο μισθός συζύγου τριετιών επίδομα αποδοχών ---------------------------------------------------------- Ασφαλιστικοί υπάλληλοι (ΔΕΝ, τ.1252) 182.400 18.240 18.240-218.880 Βιομηχανικοί εργατοτεχνίτες (ΔΕΝ, τ.1250) 152.000 15.200 45.600 22.800 235.600 Βυρσοδέψες εργάτες (ΔΕΝ, τ.1247) 7.527 Χ 22=165.594 16.559 24.839 24.839 231.831 Εργαζόμενοι επιχειρήσεων ελαστικών (ΔΕΝ, τ.1246) 5.753 Χ 22=126.566 12.657 18.985 12.657 170.865 Εμποροϋπάλληλοι (ΔΕΝ, τ.1252) 182.432 - - - 182.432 Καπνεργάτες (ΔΕΝ, τ.1247) 6.010 Χ 22=132.220 13.222 19.833 17.189 182.464 Κλωστοϋφαντουργικοί εργαζόμενοι (ΔΕΝ, τ.1250) 7.044 Χ 22=154.968 15.497 23.245-193.710 Λιθογράφοι, τυπογράφοι, εκτυπωτές (ΔΕΝ, τ.1245) 8.650 Χ 22=190.300 19.030 28.545-237.875 Μεταλλωρύχοι ορυχείων (ΔΕΝ, τ.1245) Σελίδα 7 / 10
6.670 Χ 22=146.740 14.674 22.011 14.674 198.099 Ξυλοβιομηχανία (ΔΕΝ, τ.1248) 6.815 Χ 22=149.930 14.993 22.490 7.497 194.910 Οικοδόμοι εργατοτεχνίτες (ΔΕΝ, τ.1248) 9.840 Χ 22=216.480-32.472-248.952 Ποτοποιία - Οινοποιία (ΔΕΝ, τ.1246) 6.510 Χ 22=143.220 14.322 21.483-179.025 Σιδηροβιομηχανία - Μηχανοτεχνίτες κλπ. (ΔΕΝ, τ.1254) 6.795 Χ 22=149.490 14.949-13.134 177.573 Τσιμεντοβιομηχανικές επιχειρήσεις (ΔΕΝ, τ.1252) 156.040 15.604 46.812 31.208 249.664 Χημικά εργοστάσια (ΔΕΝ, τ.1247) 6.568 Χ 22=144.496 14.450 21.674 21.674 202.294 Μέσος όρος εργατοτεχνικών αποδοχών: 206.944 -------------------------------------------- * ΔΕΝ: Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας όπου και η συστηματική δημοσίευση των ΣΣΕ των κλάδων του 1996-97. * Σαν βάση υπολογισμού των εργατικών αποδοχών παίρνεται η περίπτωση του έγγαμου εργατοτεχνίτη δεκαετούς προϋπηρεσίας. * Το επίδομα συζύγου είναι στο 10%, το επίδομα τριετιών ανέρχεται στο 5% μέχρι 10% για κάθε τριετία, το ανθυγιεινό επίδομα στο 10% με 15%. * Ο υπολογισμός των βασικών μηνιαίων μισθών γίνεται με τα πραγματικά πραγματοποιούμενα ημερομίσθια (22) του 5ήμερου και 40ωρου. * Οι αναφερόμενες αποδοχές αφορούν τους μικτούς μισθούς [ Καθαρές αποδοχές = Μικτοί μισθοί - Εισφορά ΙΚΑ (16,5%) και Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών (συνολικά περί το 20%) ]. Π Ι Ν Α Κ Α Σ 3 ---------------- 3.Α ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗς ---------------------------------------------------------- Σελίδα 8 / 10
Βασικός Επίδομα Επίδομα Ανθ/εινό Επίδομα Σύνολο μισθός γάμου ευθύνης επίδομα συνθηκών αποδοχών ---------------------------------------------------------- Μηχανικοί Βιομηχανικών Επιχειρήσεων (ΔΕΝ, τ.1253) 293.790 29.380 35.255 - - 358.425 Μηχανικοί Τεχνικών Κατασκευών (ΔΕΝ, τ.1256) 288.942 28.895 34.673-28.895 381.405 Χημικοί Βιομηχανικών Μονάδων (ΔΕΝ, τ.1247) 265.050 26.505 39.758 31.806-363.119 Μέσος όρος μισθών επιστημονικών στελεχών: 367.650 ------------------------------------------------------ 3.Β ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩν ------------------------------------------------------- Βασικός Επίδομα Επίδομα Ανθ/εινό Επίδομα Σύνολο μισθός γάμου ευθύνης επίδομα συνθηκών αποδοχών ---------------------------------------------------------- Τεχνολόγοι Εργοδηγοί Βιομηχανίας (ΔΕΝ, τ.1253) 193.480 19.348 23.218 - - 236.046 Εργοδηγοί Τεχνικών Εταιριών (ΔΕΝ, τ.1249) 207.585 20.758 24.910-20.758 274.011 Εργοδηγοί Χημικής Βιομηχανίας (ΔΕΝ, τ.1248) 206.700 20.670 24.804 26.871-279.045 Μέσος όρος αποδοχών τεχνικών εφαρμογής: 263.034 ------------------------------------------------------ * ΔΕΝ: Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας όπου και οι αντίστοιχες ισχύουσες ΣΣΕ για την περίοδο 1996-97. * Στους μισθολογικούς υπολογισμούς χρησιμοποιείται το ενδεικτικό παράδειγμα εγγάμου εργαζόμενου με 10ετή εμπειρία. * Το επίδομα γάμου ανέρχεται σε 10%, το επίδομα υπευθυνότητας κυμαίνεται μεταξύ 12% και 15%, το ανθυγιεινό επίδομα βρίσκεται στο 12% - 13%, το εργοταξιακό επίδομα είναι της τάξης του 10%. * Οι παραπάνω αμοιβές αναφέρονται στα μικτά εισοδήματα ενώ οι καθαρές αποδοχές προκύπτουν μετά την αφαίρεση του 20% Σελίδα 9 / 10
των κρατήσεων (ΙΚΑ και άμεσης φορολογίας). Σελίδα 10 / 10