Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ο Τομ Σόγιερ και οι δύο φίλοι του έχουν φύγει κρυφά από τα σπίτια τους και έχουν κατασκηνώσει δίπλα στο ποτάμι. Ο Τομ ξυπνά πρώτος το πρωί.] Μια καφεκόκκινη πασχαλίτσα σκαρφάλωνε στα ιλιγγιώδη ύψη ενός χόρτου. Ο Τομ έσκυψε κοντά της και της είπε: «Πασχαλίτσα, πασχαλίτσα, πέταξε στη φωλιά σου το σπίτι σου έπιασε φωτιά και κλένε τα παιδιά σου». Αμέσως εκείνη πέταξε μακριά να πάει να δει πράγμα που δεν παραξένεψε καθόλου τον Τομ, γιατί το είχε δοκιμάσει κι άλλες φορές και ήξερε πως το έντομο αυτό σε πίστευε αμέσως άμα του μίλαγες για πυρκαγιά. Να κι ένα σκαθάρι που με δυσκολία μετέφερε την μπαλίτσα του. Ο Τομ το άγγιξε μόνο και μόνο για να το δει να μαζεύεται και να κάνει το πεθαμένο. Τώρα πια τα πουλιά χαλούσαν τον κόσμο. Ένα κοτσύφι κάθισε σ ένα κλαρί πάνω από τον Τομ κι άρχισε ολόχαρο να κελαηδάει και να μιμείται τους γείτονές του. Μια καρακάξα σαν γαλάζια φλόγα πέταξε σ ένα κλαρί ακόμη πιο κοντά στον Τομ μέχρι που, αν ήθελε, θα μπορούσε να την αγγίξει- κι άρχισε να περιεργάζεται τους ξένους γεμάτη περιέργεια. Ενας γκρίζος σκίουρος και ένα μικρό ζώο συγγενικό της αλεπούς ήρθαν τρέχοντας με μικρά βήματα, και κάθε τόσο σταματούσαν και κοίταζαν τα παιδιά εξεταστικά και τους μιλούσαν, το κάθε ζωάκι στη γλώσσα του φαίνεται πως δεν είχαν ξαναδεί ανθρώπους και δεν ήξεραν αν έπρεπε να φοβούνται ή όχι. Τώρα όλη η φύση 1 / 9
είχε ξυπνίσει για τα καλά και βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στο στερέωμα και μακριές λωρίδες φωτός παιρνούσαν μέσα από τα πυκνά φυλλώματα. Δυο τρεις πεταλούδες ήρθαν πετώντας να συμπληρόσουν το σκηνικό. Ο Τομ ξύπνησε τους άλλους πειρατές, και όλοι μαζί έτρεξαν με χαρούμενες φωνές, γδύθηκαν στα γρήγορα και άρχισαν τα κυνηγητά και τις τούμπες μες στο ρηχό κρυστάλλινο νερό, εκεί που ο βυθός ήταν στρωμένος με λευκή άμμο. Δεν ένιωθαν καμιά νοσταλγία για το μικρό χωριό που κοιμόταν ακόμα, πέρα από τη μαγευτική απεραντοσύνη του ποταμού. Ένα ξαφνικό ρέμα ίσως ή κάποια φουσκονεριά είχε παρασύρει τη σχεδία στα βαθιά, αλλά αυτό όχι μόνο δεν τους στενοχώρησε αλλά, απεναντίας, το χάρηκαν κιόλας ήταν σαν να κόβονταν έτσι οι γέφυρες ανάμεσα σ αυτούς και τον πολιτισμό. Γύρισαν πίσω κεφάτοι και ολόδροσοι. Δεν έβλεπαν μπροστά τους από την πείνα, γι αυτό φ ρόντησαν να σκαλίσουν πάλι τη φωτιά να φουντώσει. Ο Χακ βρήκε εκεί κοντά μια πηγή με πεντακάθαρο κρύο νερό και ήπιαν μέσα σε πρόχειρα ποτήρια που έφτιαξαν από πλατιά φύλλα βελανιδιάς και αγριοκαρυδιάς. Είχε τέτοια νοστιμιά εκείνο το νερό το μυρωμένο από τη φυσική αγριάδα, που δε θα το άλλαζαν για όλους τους καφέδες του κόσμου. [Μαρκ Τουέιν, Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ] Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 2 / 9
1. α) Με τι ασχολιόταν ο Τομ, ενώ οι φίλοι του κοιμούνταν; β) Τι έκαναν τα παιδιά, όταν ξύπνησαν; (μονάδες 2,5) 2. α) Να διορθώσετε τα ορθογραφικά λάθη στις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου. (μονάδες0,5) β) Αντικαταστήστε κάθε λέξη του κειμένου που είναι με έντονα στοιχεία επιλέγοντας τη λέξη που ταιριάζει καλύτερα από αυτές που ακολουθούν: πήγαινε 3 / 9
ανέβαινε έσερνε έφερνε κοιτάζει βλέπει όμοιο κοντινό απέναντι από μακριά από μονάδες 2) ( 4 / 9
3. Συμπληρώστε τον παρακάτω πίνακα με τα στοιχεία των ρημάτων που ζητούνται: Ρήματα Φωνή Συζυγία Άλλη Φωνή Αποθετικά είχε δοκιμάσει 5 / 9
ήρθαν φοβούνται 6 / 9
περνούσαν στενοχώρησε 7 / 9
(μονάδες 2,5) 4. καφεκόκκινη, ξαναδεί, είχε παρασύρει, πεντακάθαρο, αγριοκαρυδιά: Να εντοπίσετε το α συνθετικό κάθε λέξης και να σημειώσετε σε ποιο μέρος του λόγου ανήκει (μονάδες 2,5) Γ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Σε μια σελίδα του ημερολογίου σας να αφηγηθείτε σε τρεις παραγράφους μία φιλονικία ή παρεξήγηση που είχατε με τον καλύτερο φίλο σας (για ποιο λόγο μαλώσατε, πώς καταφέρατε να συμφιλιωθείτε και πώς επηρέασε η φιλονικία αυτή τη φιλία σας). (μονάδες 10) Φιλόλογος Γυμνασίου Β. Έβρου 8 / 9
9 / 9