ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 23.5.2016 «ΑΡΧΕΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ» Σεβαστή Μελετλίδου, Πρόεδρος Τριμελούς Διεύθυνσης Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης: Τίτλος εισήγησης : Οι 15 βασικές αρχές διαχείρισης του δικαστικού χρόνου του SATURN (Study and Analysis of judicial Time Use Research Network) οι 7 βασικοί τομείς Διάγραμμα Εισαγωγή για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) και το Δίκτυο Μελέτης και Ανάλυσης του δικαστικού χρόνου (SATURN). 1. Οι 15 βασικές αρχές του SATURN (Study and Analysis of judicial Time Use Research Network) Σχεδιασμός και συλλογή πληροφοριών Παρέμβαση σε περίπτωση υπέρβασης του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης ο εύλογος χρόνος σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ: κριτήρια, τρόπος υπολογισμού, τα αίτια της καθυστέρησης, διάρκεια Συλλογή πληροφοριών Συνεχής ανάλυση Προσδιορισμός στόχων Διαχείριση κρίσεων Καθορισμός της διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας σε συμφωνία με τους διαδίκους και τους δικηγόρους 2. Εφαρμογή των αρχών: ανάλυση των υποδομών και δεδομένων του Δικαστηρίου Α. Υποδομές
Β. Δομή των υποθέσεων (εκκρεμείς, εισαγόμενες κλπ.) δείκτες ανάλυσης των στατιστικών 3. Οι προτάσεις της CEPEJ για τη βελτίωση της απόδοσης των δικαστηρίων Αιτήματα που μπορούν να υποβάλουν οι διοικήσεις των δικαστηρίων στις αρμόδιες αρχές. 4. Επίλογος: Τα τρία επίπεδα διαχείρισης των δικαστικών υποθέσεων στα κράτη μέλη ο τελικός στόχος.
Μια μικρή εισαγωγή σχετικά με τη CEPEJ (Commission Europeenne pour l efficacite de la Justice) 1 και το κέντρο SATURN (Study and Analysis of judicial Time Use Research Network) 2 : Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης αποτελεί όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης και δραστηριοποιείται από το έτος 2002. Στόχος της είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέσω της εφαρμογής βέλτιστων πρακτικών, που εκπορεύονται κυρίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με υποθέσεις παραβίασης του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), λόγω υπέρβασης της εύλογης χρονικής διάρκειας εκδίκασης των διαφόρων υποθέσεων από τα εθνικά δικαστήρια. Η μελέτη της χρονικής διάρκειας των δικών οδήγησε την Επιτροπή να προχωρήσει το έτος 2007 στην ίδρυση του SATURN, ενός Δικτύου μελέτης και ανάλυσης της χρήσης του δικαστικού χρόνου, που έχει ως αντικείμενο την συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών, που δίδονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες δικαιοσύνης των κρατών μελών, με σκοπό την προώθηση λύσεων που συντείνουν στην καλύτερη διαχείριση του δικαστικού χρόνου. Για το σκοπό αυτό το παραπάνω Δίκτυο έχει εκδώσει ένα εγχειρίδιο με συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες, στις οποίες περιλαμβάνονται δεκαπέντε βασικές αρχές 3. 1. Οι 15 βασικές αρχές του SATURN (Study and Analysis of judicial Time Use Research Network) Οδηγίες προς τα δικαστήρια. 1 Ο δικτυακός τόπος της CEPEJ: www.coe.int/cepej, στον οποίο είναι αναρτημένες όλες οι εκθέσεις της. 2 Βλ. Οργάνωση & Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, Η Ευρωπαϊκή εμπειρία, Εισαγωγή Επιμέλεια Μιχάλης Πικραμένος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2015, σελ. 63 επ. «Οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες του ερευνητικού κέντρου SATURN του Συμβουλίου της Ευρώπης, σχετικά με τη διαχείριση του δικαστικού χρόνου». 3 Βλ. Saturn Guidelines for judicial time management Comments and Implementation examples, Marco Fabri & Nadia Carboni, Strasbourg 22 June 2015.
Οι αρχές αυτές αποτελούν τις «προτεραιότητες της SATURN» και είναι όλες θεωρητικά εφαρμόσιμες αυτόνομα από το ίδιο το δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται η ανάμειξη άλλων δικαστικών αρχών, μόνο η συναίνεσή τους, εκτός εξαιρέσεων: Σχεδιασμός και συλλογή πληροφοριών: Αρχή 1 η : Η διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας πρέπει να έχει σχεδιαστεί, τόσο σε γενικό επίπεδο (μέσος χρόνος διάρκειας για τη συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων), όσο και σε συγκεκριμένο επίπεδο. Η δυνατότητα πρόβλεψης αποτελεί ουσιώδη παράμετρο της απονομής δικαιοσύνης, καθώς η γνώση της χρονικής διάρκειας εκ των προτέρων μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για την άσκηση του ένδικου βοηθήματος. Αρχή 2 η : Οι χρήστες του δικαστικού συστήματος 4 δικαιούνται να έχουν λόγο στη διαχείριση του χρόνου και τον καθορισμό της διάρκειας όλης της διαδικασίας. Παρέμβαση: Αρχή 3 η : Αν παρατηρηθεί απόκλιση από τους στόχους και τις χρονικές προθεσμίες, πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αποκατάσταση των αιτιών της απόκλισης. Αρχή 4 η : Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις υποθέσεις, όπου η συνολική διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή του δικαιώματος για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου. Ο εύλογος χρόνος συνοπτικά, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ 5 : Τα κριτήρια που συνεκτιμούνται προκειμένου να κριθεί εάν η διάρκεια της διαδικασίας ήταν εύλογη είναι: 4 Ο όρος «χρήστης του δικαστικού συστήματος» περιλαμβάνει τόσο τον διάδικο, όσο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. 5 Βλ. την έκθεση Length of court proceedings in the member states of the Council of Europe based on the case law of the European Court of Human Rights, που συντάχθηκε στις 31.7.2011 από την Francoise Calvez, (Δικαστής Γαλλίας), ενημερωμένη στις 26.3.2012 από τον Nicolas Regis, η οποία υιοθετήθηκε από την CEPEJ στο Στρασβούργο στις 7.12.2012.
Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης: από μόνη της δεν επαρκεί πάντα για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση. Η συμπεριφορά του διαδίκου : είναι το μοναδικό κριτήριο που οδήγησε το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, παρά τη σημαντική καθυστέρηση. Η συμπεριφορά των αρμόδιων αρχών: εάν οι αρχές έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να διαχειριστούν την προσωρινή απρόβλεπτη υπερφόρτωση των δικαστηρίων, η καθυστέρηση σε κάποιες υποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί. Το ζήτημα που διακυβεύεται για τον διάδικο: υπάρχουν υποθέσεις «προτεραιότητας», που απαιτούν μεγαλύτερη ταχύτητα (εργατικές υποθέσεις που αφορούν απολύσεις ή καταβολή μισθών, αποζημίωση για θύματα ατυχημάτων, υποθέσεις αστυνομικής βίας, υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και όταν ο διάδικος εκτίει ποινή ή υγεία του είναι σε κρίσιμη κατάσταση ή είναι προχωρημένης ηλικίας ή έχει περιορισμένη σωματική ικανότητα). Το σημείο έναρξης του υπολογισμού είναι διαφορετικό στις αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις. Στις αστικές υποθέσεις είναι η ημερομηνία που η υπόθεση κατατέθηκε στο δικαστήριο. Στις ποινικές υποθέσεις μπορεί να είναι είτε η ημερομηνία που ο ύποπτος έχει συλληφθεί ή του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, είτε η έναρξη της προκαταρκτικής έρευνας. Στις διοικητικές υποθέσεις, είναι η ημερομηνία, κατά την οποία ο αιτών προσφεύγει για την υπόθεσή του στις διοικητικές αρχές. Η λήξη της περιόδου για τον υπολογισμό του εύλογου χρόνου είναι η έκδοση οριστικής απόφασης, το ΕΔΔΑ όμως λαμβάνει υπόψη του και τη χρονική διάρκεια που απαιτείται για την εκτέλεση της απόφασης. Τα αίτια της καθυστέρησης: Σε όλες τις υποθέσεις, η καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται: (α) πριν την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας: στη διάρθρωση των δικαστηρίων γεωγραφική κατανομή της αρμοδιότητας των δικαστηρίων, στη
μετάθεση ή ανεπαρκή αριθμό δικαστών, στη συστηματική χρήση πολυμελών συνθέσεων, στις χρονίζουσες υποθέσεις κλπ., (β) από την έναρξη μέχρι τη λήξη της συζήτησης: σε αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, άκυρες κλητεύσεις, καθυστέρηση διαβίβασης φακέλου, καθυστερήσεις που αποδίδονται στους δικηγόρους ή τις αρχές, συχνές αναβολές, μεγάλα διαστήματα μεταξύ των ακροάσεων, συμμετοχή εμπειρογνωμόνων κλπ. και (γ) μετά τη συζήτηση: στην παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης και την κοινοποίησή της στο δικαστήριο ή τους διαδίκους. Στις διοικητικές υποθέσεις μπορεί η καθυστέρηση να οφείλεται στη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών αρχών. Στις αστικές υποθέσεις μπορεί η καθυστέρηση να οφείλεται σε απουσία ή ανεπάρκεια των δικονομικών κανόνων. Στις ποινικές υποθέσεις μπορεί η καθυστέρηση να οφείλεται σε προβλήματα στην οργάνωση της υπηρεσίας δίωξης ή στη μη προσέλευση μαρτύρων. Η διάρκεια του εύλογου χρόνου: Η συνολική διάρκεια μέχρι δύο χρόνια για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας στις κανονικές (όχι πολύπλοκες) υποθέσεις θεωρείται γενικά ως εύλογος χρόνος. Όταν η διαδικασία διαρκεί περισσότερο από δύο χρόνια, το ΕΔΔΑ εξετάζει προσεκτικά κάθε υπόθεση για να κρίνει εάν οι εθνικές αρχές έχουν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια στη διαδικασία. Στις υποθέσεις προτεραιότητας, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι υπάρχει παραβίαση ακόμα και αν η διαδικασία έχει διαρκέσει λιγότερο από δύο χρόνια. Στις πολύπλοκες υποθέσεις, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά δίνει ιδιαίτερη σημασία στις υπερβολικές περιόδους αδράνειας. Η μεγαλύτερη διάρκεια σπάνια υπερβαίνει τα πέντε χρόνια και ποτέ τα οκτώ χρόνια συνολικά. Αρχή 5 η : Πρέπει να διασφαλίζεται ότι στη δικαστική διαδικασία δεν υπάρχουν μεγάλες περίοδοι αδράνειας (χρόνος αναμονής) και όπου
υπάρχουν πρέπει να γίνονται ιδιαίτερες προσπάθειες για την επιτάχυνση και εξισορρόπηση της καθυστέρησης. Σημαντικό, επίσης, για το ΕΔΔΑ, είναι να προβλέπεται εσωτερικό ένδικο βοήθημα για την αποκατάσταση της βλάβης (δίκαιη ικανοποίηση) του αιτούντος σε περίπτωση υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (βλ. άρθρα 53 59 του ν.4055/2012 για τη διοικητική δίκη και άρθρα 1 7 του ν.4239/2014 για την αστική και ποινική δίκη και για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Ήδη, στην τελική του απόφαση στην υπόθεση «Τεχνική Ολυμπιακή ΑΕ κατά Ελλάδας της 23.10.2013», το ΕΔΔΑ απέρριψε ως απαράδεκτη προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, για το λόγο ότι υφίσταται σχετικό εσωτερικό ένδικο βοήθημα για δίκαιη ικανοποίηση και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν έκανε χρήση αυτού. Συλλογή πληροφοριών Αρχή 6 η : Η διεύθυνση του δικαστηρίου πρέπει να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τα σημαντικότερα βήματα στη δικαστική διαδικασία. Πρέπει να τηρεί αρχεία σχετικά με τη διάρκεια μεταξύ των βημάτων αυτών. Αρχή 7 η : Οι πληροφορίες που συλλέγονται πρέπει να είναι διαθέσιμες στους δικαστές και στις κεντρικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διοικητική δικαιοσύνη. Στην κατάλληλη μορφή, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στους διαδίκους και στο γενικό κοινό. Συνεχής ανάλυση: Αρχή 8 η : Όλες οι πληροφορίες πρέπει να αναλύονται συνεχώς και να χρησιμοποιούνται για την παροχή κινήτρων και την βελτίωση της απόδοσης του δικαστηρίου. Αρχή 9 η : Οι εκθέσεις για τα αποτελέσματα της ανάλυσης πρέπει να γίνονται σε τακτά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, με τις κατάλληλες προτάσεις. Προσδιορισμός στόχων: Αρχή 10 η : Πέρα από τις προδιαγραφές και στόχους που τίθενται σε ανώτερο επίπεδο (εθνικό, περιφερειακό), το κάθε δικαστήριο πρέπει να
έχει εξειδικευμένους στόχους. Η διοίκηση του δικαστηρίου πρέπει να έχει επαρκή εξουσία και αυτονομία, ώστε να θέτει ή να συμμετέχει στη θέση τέτοιων στόχων. Αρχή 11 η : Οι στόχοι πρέπει να προσδιορίζουν ξεκάθαρα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Θα πρέπει να δημοσιεύονται και να υπόκεινται σε περιοδική επαναξιολόγηση. Αρχή 12 η : ΟΙ στόχοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της απόδοσης του δικαστηρίου. Εάν δεν επιτευχθούν, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για να διορθωθεί η κατάσταση. Διαχείριση κρίσεων: Αρχή 13 η : Σε περίπτωση που παρατηρείται σημαντική απόκλιση από τους στόχους που τέθηκαν στο επίπεδο του δικαστηρίου, θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για να αντιμετωπιστεί η αιτία του προβλήματος. Καθορισμός της διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας σε συμφωνία με τους διαδίκους και τους δικηγόρους: Αρχή 14 η : Όπου είναι δυνατό, ο δικαστής πρέπει να επιχειρεί να επιτύχει μία συμφωνία με όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να έχει τη συνδρομή του κατάλληλου δικαστικού προσωπικού (υπαλλήλους) και της τεχνολογίας της πληροφορίας. Αρχή 15 η : Οι αποκλίσεις από το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα πρέπει να είναι ελάχιστες και να περιορίζονται σε δικαιολογημένες περιπτώσεις. Σαν αρχή, η παράταση των καθορισμένων χρονικών προθεσμιών θα είναι δυνατή μόνο με συμφωνία όλων των μερών ή εάν απαιτείται από το συμφέρον της δικαιοσύνης. 2. Εφαρμογή των αρχών: ανάλυση των υποδομών και δεδομένων του Δικαστηρίου Α. Υποδομές
Διαπιστώνεται ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών και η τυχόν ύπαρξη οργανικών κενών θέσεων, η διάρθρωση των τμημάτων και το είδος των υποθέσεων που εκδικάζονται σε μονομελείς ή πολυμελείς συνθέσεις. Διαπιστώνεται ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων, η κατανομή του έργου τους και επισημαίνεται η σημασία της ύπαρξης νομομαθών βοηθών δικαστών, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιφορτιστούν με τις ακόλουθες εργασίες: Κατηγοριοποίηση των εισαγόμενων υποθέσεων, αναζήτηση της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας, έλεγχος της αρμοδιότητας ώστε να αποσταλεί σύντομα η υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, οργάνωση του φακέλου και έλεγχος της πληρότητας των εγγράφων κλπ. Η χρησιμοποίηση των βοηθών αυτών θα βοηθούσε τους δικαστές να επικεντρώσουν την εργασία τους στην επίλυση υποθέσεων και θα βελτίωνε την απόδοση των δικαστηρίων. Διαπιστώνεται η επάρκεια ή η ανάγκη βελτίωσης των εγκαταστάσεων και δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην επάρκεια του πληροφοριακού συστήματος: α) δυνατότητα συλλογής πληροφόρησης σχετικά με τα χρονικά διαστήματα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα διάφορα βήματα της δικαστικής διαδικασίας (ώστε να διαπιστώνεται ο χρόνος αδράνειας) και στην επισήμανση με «συναγερμούς» σε περίπτωση υπέρβασης του εύλογου χρόνου, β) εφαρμογή νέων εργαλείων που να επιτρέπουν την εισαγωγή ηλεκτρονικών φακέλων, την ηλεκτρονική επικοινωνία του δικαστηρίου με τους διαδίκους, έκδοση στατιστικών κλπ., γ) βελτίωση της πρόσβασης σε νομικές βάσεις δεδομένων νομολογίας και νομοθεσίας. Β. Δομή των υποθέσεων (εκκρεμείς, εισαγόμενες κλπ.) Οι βασικοί δείκτες ανάλυσης των στατιστικών του Δικαστηρίου α. Δείκτης ρυθμού εκκαθάρισης (Clearance Rate indicator): Δείχνει την ποσοστιαία σχέση ανάμεσα στις καινούργιες (εισαγόμενες) υποθέσεις και τις διεκπεραιωθείσες μέσα σε μία συγκεκριμένη περίοδο.
Ρυθμός εκκαθάρισης CR (%) = διεκπεραιωθείσες υποθέσεις/ εισαγόμενες υποθέσεις χ 100. Παράδειγμα: Εάν μέσα σε ένα έτος εισαχθούν 500 υποθέσεις και το Δικαστήριο διεκπεραιώσει 550 υποθέσεις ο δείκτης αυτός θα είναι: 550/500 χ 100 = 110%. Εάν το Δικαστήριο διεκπεραίωνε 400 υποθέσεις, ο δείκτης θα ήταν 400/500 χ 100 = 80%. Ένας ρυθμός εκκαθάρισης πάνω από το 100% σημαίνει ότι ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων μειώνεται. Πράσινος δείκτης = CR > 95% Κίτρινος δείκτης = CR>75% Μπλε δείκτης = CR>50% Κόκκινος δείκτης = CR<51% β. Αναλογία του κύκλου εργασιών (Case Turnover Ratio): Η σχέση μεταξύ του αριθμού των υποθέσεων που έχουν κριθεί και του αριθμού των υποθέσεων που δεν έχουν κριθεί στο τέλος του έτους. Αναλογία του κύκλου εργασιών = Αριθ. υποθέσεων που έχουν κριθεί/αριθ. υποθέσεων που δεν έχουν κριθεί γ. Δείκτης χρόνου αναμονής (Disposition Time indicator): Συγκρίνει τον αριθμό των υποθέσεων που κρίθηκαν με τον αριθμό των υποθέσεων που δεν κρίθηκαν στο τέλος της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Το 365 διαιρείται με τον αριθμό των κριθέντων υποθέσεων, διαιρουμένου με τον αριθμό των μη κριθέντων υποθέσεων, έτσι ώστε να προκύψει ο χρόνος αναμονής σε ημέρες. Η αναλογία μετράει πόσο γρήγορα το δικαστικό σύστημα (του δικαστηρίου) διεκπεραιώνει τις εισαγόμενες υποθέσεις δηλαδή, πόσος χρόνος απαιτείται για την επίλυση συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων. Ο δείκτης παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πώς ένα δικαστικό σύστημα διαχειρίζεται τη ροή των υποθέσεων.
Χρόνος Αναμονής (DT σε ημέρες) = 365/αναλογία του κύκλου εργασιών 3. Οι προτάσεις της CEPEJ για τη βελτίωση της απόδοσης των Δικαστηρίων Αιτήματα που μπορούν υποβάλουν οι διοικήσεις των δικαστηρίων στις αρμόδιες αρχές Αύξηση του αριθμού των δικαστών: α) Στα Δικαστήρια που έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας ή χρονίζουσες υποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές του κράτους καλούνται να διορίσουν δικαστές μέχρι την κάλυψη των οργανικών θέσεων. β) Προσωρινά, μέχρι να τελειώσει η εκκρεμότητα, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να διορίσουν επιπλέον δικαστές στο δικαστήριο. γ) Οι αρμόδιες αρχές καλούνται να μελετήσουν, εάν θα ήταν χρήσιμο και εφικτό να δημιουργήσουν μία ομάδα μετακινούμενων δικαστών (γενικού αντικειμένου), για τη διεκπεραίωση υποθέσεων κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου σε όλα τα υπερφορτωμένα δικαστήρια. Δημιουργία θέσεων βοηθών δικαστών Βελτίωση των υποδομών και του πληροφοριακού συστήματος Μείωση των εκκρεμών χρονιζουσών υποθέσεων με: α) μεταφορά των υποθέσεων σε άλλο δικαστήριο, ή εντός του δικαστηρίου, σε άλλο τμήμα ή δικαστή, β) μετακίνηση δικαστών στο υπερφορτωμένο δικαστήριο (taskforce), γ) θέση στόχων για την επίλυση των παλιών υποθέσεων στα τμήματα του δικαστηρίου, δ) απλοποίηση της διαδικασίας με τους παρακάτω τρόπους θέσπιση κινήτρων για γραπτή απόφαση μόνο εφόσον ζητηθεί
εάν η αιτιολογία της απόφασης πρέπει να είναι γραπτή, να απλοποιηθεί η αιτιολογία μείωση των πολυμελών συνθέσεων σε κατηγορίες υποθέσεων μείωση του αριθμού των ακροάσεων εφαρμογή απλοποιημένης διαδικασίας, ειδικά όταν η υπόθεση αναπέμπεται από ανώτερο δικαστήριο ε) αποφυγή συστηματικών εφέσεων από τις αρχές στ) αύξηση του αριθμού των δικαστών και του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς καθηκόντων από τους δικαστές στο προσωπικό ζ) αύξηση της αποδοτικότητας με την εξειδίκευση των δικαστών η) ενημέρωση σχετικά με τον εκτιμώμενο χρόνο διεκπεραίωσης και, εφόσον είναι εφικτό, σύναψη συμφωνιών για τη διάρκεια της διαδικασίας με τους διαδίκους και τους δικηγόρους. 4. Επίλογος: Συνολικά, τα χρονικά περιθώρια για την επίλυση των υποθέσεων κατηγοριοποιούνται από τη CEPEJ σε τρία επίπεδα και στόχος των κρατών μελών είναι να φθάσουν όλοι στο πρώτο επίπεδο (σύμφωνα με τα αποτελέσματα της συνάντησης των εμπειρογνωμόνων με εκπροσώπους των δικαστηρίων, που έλαβε χώρα στις 23.9.2015 στο Στρασβούργο): Σύμφωνα με το πρώτο επίπεδο (Time Frame A), όλες οι αστικές και διοικητικές υποθέσεις πρέπει να επιλύονται σε διάστημα από 12 μήνες (το 75% των υποθέσεων) έως 18 μήνες (το 25% των υποθέσεων) από την κατάθεσή τους στο δικαστήριο, ενώ οι ποινικές υποθέσεις σε διάστημα από 6 μήνες (το 75% των υποθέσεων) έως 12 μήνες (το 25% των υποθέσεων). Σύμφωνα με το δεύτερο επίπεδο (Time Frame Β), το διάστημα αυξάνεται από 18 έως 24 μήνες για τις αστικές και διοικητικές υποθέσεις και από 12 έως 18 μήνες για τις ποινικές.
Σύμφωνα με το τρίτο επίπεδο (Time Frame C), το διάστημα αυξάνεται από 24 έως 30 μήνες για τις αστικές και διοικητικές υποθέσεις και από 18 έως 24 μήνες για τις ποινικές. Σε κάθε περίπτωση 5% των υποθέσεων μπορούν να ξεπερνούν τους προβλεπόμενους χρόνους κάθε επιπέδου λόγω εξαιρετικών παραγόντων (δυσκολίας, πολυπλοκότητας κλπ.).