Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου Προπτυχιακή Εργασία ηµοσίου ικαίου Μάθηµα Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα ιδάσκων ηµητρόπουλος Ανδρέας Θέµα εργασίας Ο «ΦΥΣΙΚΟΣ ΙΚΑΣΤΗΣ» Κούρλη Γεωργία Α.Μ. 1340200000255 ΑΘΗΝΑ 2006
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α ΜΕΡΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ι. Γενικές παρατηρήσεις Εννοιολογική και τελολογική προσέγγιση......3 ΙΙ. Ιστορική προσέγγιση.....5 Β ΜΕΡΟΣ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΙΚΑΣΤΗ Ι. Ο «φυσικός» δικαστής.. 6 ΙΙ. ιαιτησία... 8 ΙΙΙ. Φορείς δικαιώµατος... 10 ΙV. ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια διάκριση εννοιών και διαφορές.10 V. Αντιδιαστολή των εκτάκτων δικαστηρίων µε τα εξαιρετικά και τα ειδικά δικαστήρια....12 VI. υνατότητα αναστολής του άρθρου 8 του Συντάγµατος..13 Γ ΜΕΡΟΣ ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 14 ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΛΗΜΜΑΤΑ..15 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ. 16 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...19 2
Α ΜΕΡΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ι. Γενικές παρατηρήσεις Εννοιολογική και τελολογική προσέγγιση Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η συνοπτική προσέγγιση της έννοιας του «φυσικού» δικαστή και η κατάδειξη της σπουδαιότητάς της σε µία κοινωνία δικαίου πάντα µέσα στα πλαίσια µίας νοµοθετικής θεµελίωσης των παραπάνω. Σε µία προσπάθεια γενικότερης εννοιολογικής προσέγγισης της έννοιας του «φυσικού» 1 (νόµιµου) δικαστή θα µπορούσαµε να πούµε τα εξής: υπό τους όρους του άρθρου 8 του Συντάγµατος, αφενός µεν «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος.» ( παρ. 1), αφετέρου δε «ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν.» ( παρ. 2). Το παραπάνω άρθρο, αποκρυσταλλώνοντας την αρχή του νόµιµου φυσικού δικαστή, αποτελεί σπουδαίο µέσο προστασίας της δικαστικής οργάνωσης της χώρας. Πραγµατικά, απαρτίζει ουσιώδη εγγύηση αφενός της προσωπικής ασφάλειας και αφετέρου του συστήµατος των συνταγµατικών εγγυήσεων που περιβάλλουν την απονοµή της δικαιοσύνης. Θα ήταν, πραγµατικά, ανώφελη η συνταγµατική προστασία όχι µόνο της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας, αλλά και γενικότερα των ατοµικών δικαιωµάτων, αν ήταν δυνατόν να στερηθεί κάποιος ανεξάρτητα από εθνικότητα το νόµιµο δικαστή του, που περιβάλλεται µε εγγυήσεις ανεξαρτησίας, προσωπικής και λειτουργικής ( Σ 87 παρ. 1 ). Παράλληλα, µε την αρχή του νόµιµου δικαστή, η δικαστική προστασία εξασφαλίζεται θετικά αφενός µε την πρόβλεψη δικαστηρίων που εξασφαλίζουν ανεµπόδιστη πρόσβαση των πολιτών σε αυτά και την έκδοση 1 Ο όρος φυσικός δικαστής ήταν συνηθισµένος παλαιότερα, κατά τα επαναστατικά και µεταεπαναστατικά γαλλικά συντάγµατα, όπου µιλούσαν για «juge naturel». Συναντάται, όµως, και σήµερα (π.χ. άρθρο 25 παρ. 1 του Ιταλικού Συντάγµατος, όπου αναφέρεται ως «judice naturale». Ο όρος «φυσικός» δικαστής δεν ακριβολογεί. Είναι όρος που ενδέχεται να δηµιουργήσει συγχύσεις µε αναφορές σε φυσικό δίκαιο (βλ. Μάνεση, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982, σελ. 144 επ.). 3
δικαστικής απόφασης, και αφετέρου αρνητικά µε την απαγόρευση να στερηθεί κανείς το νόµιµο δικαστή του 2. Μιλώντας για την αρχή του νόµιµου δικαστή πρέπει να υπογραµµίσουµε την διττή του νοµική φύση. Με την διάταξη 8 του Συντάγµατος θεµελιώνεται ένα πρωταρχικής σηµασίας ατοµικό δικαίωµα και παράλληλα ένας αντικειµενικός κανόνας της δικαστικής οργάνωσης και γενικότερα της δικαιοδοτικής λειτουργίας 3. Η αρχή του νόµιµου δικαστή αφορά τόσο το άτοµο, προστατεύοντας το συµφέρον του να µην στερείται του δικαστή που ο νόµος ορίζει ως αρµόδιο, όσο και το δικαιοδοτικό όργανο, ως εγγύηση, οι δίκες της αρµοδιότητάς του να µην αφαιρούνται ούτε µε αναδροµική ισχύ, ούτε µε αποφάσεις διακριτικού χαρακτήρα. Ως «φυσικός» δικαστής νοείται αυτός που προβλέπεται από το νόµο κατά τρόπο αφηρήµενο και γενικό και µε αντικειµενικά κριτήρια 4. Το Σύνταγµα δεν επιτρέπει την στέρηση και αφαίρεση του για να αποτρέψει επέµβαση είτε επιζήµια, είτε επωφελή για τους διαδίκους στην απονοµή της δικαιοσύνης. Με την απαγόρευση της εκ των υστέρων αφαίρεσης συγκεκριµένης υπόθεσης από τον αρµόδιο για την κρίση της δικαστή και της αναθέσεώς της σε άλλον ειδικά οριζόµενο - για να την αναλάβει, δηµιουργείται θεµελιώδης εγγύηση προστασίας υπέρ των ατόµων που υπόκεινται στην δικαστική εξουσία. Το δικαίωµα του νόµιµου δικαστή σκοπεύει στην προστασία του ατόµου απέναντι στην επέµβαση τρίτων στο έργο της δικαιοσύνης και στην αυθαιρεσία της εκτελεστικής, της δικαστικής και της νοµοθετικής εξουσίας. Η ratio της συνταγµατικής αυτής αρχής είναι να ενισχύσει την εµπιστοσύνη της κοινής γνώµης στην αντικειµενικότητα και την αµεροληψία της κρίσης των δικαστηρίων, διασφαλίζοντας το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης 5. Η αρχή του νόµιµου δικαστή αφορά πρωτίστως την προστασία του ατόµου κατά την ποινική δίωξη. Ωστόσο, 2 ηµ. Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, 1993, σελ. 473. 3 Βλ. Τσάτσος ό.π, σελ 475. 4 Κώστας Χ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2002, σελ. 379. 5 Βλ. Χρυσογόνος ό.π, σελ. 379. 4
µολονότι ιστορικά συνδέεται µε την ποινική δίκη και παρά την θέση της διάταξης µετά την κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας και των θεµελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου, σήµερα βρίσκει γενικά εφαρµογή στο σύνολο της δικαιοσύνης. Τούτο δε είναι ορθό, καθώς εφ όσον πρόκειται για την προστασία του ατόµου από την αυθαιρεσία στο πεδίο της δικαιοδοτικής Κρατικής λειτουργίας, η προστασία οφείλει να περιλαµβάνει όλη την έννοµη τάξη. Ισχύει, λοιπόν, σε κάθε άλλη δίκη, πολιτική, διοικητική, ακόµη και στις πειθαρχικές δίκες 6. ΙΙ. Ιστορική προσέγγιση Η πρώτη υποτυπώδης αναγνώριση της αρχής του νόµιµου δικαστή ανάγεται στα αγγλικά κείµενα της Magna Carta του 1215 και στο Bill of Rights του 1689. Με τη σύγχρονη µορφή της διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγµα της Γαλλίας του 1791 ( Κεφάλαιο V, άρθρο 4 ) και του 1795( άρθρο 204), και αργότερα στους Συνταγµατικούς Χάρτες του 1814 ( άρθρα 52 63) και 1830 (άρθρα 53 54 ) 7. Πρότυπο για τα µεταγενέστερα ευρωπαϊκά συντάγµατα αποτέλεσε, όµως, το Βέλγικο σύνταγµα του 1831 ( άρθρα 8 και 94 ). Στην Ελλάδα καθιερώθηκε για πρώτη φορά από το «Νόµο της Επιδαύρου» του 1823 στο Σύνταγµα του Άστρους (άρθρα ί και πά) και της Τροιζήνας του 1827 ( άρθρα 22 και 138) 8. Από το Σύνταγµα δε του 1844 (άρθρο 89) η αρχή του νόµιµου δικαστή διακηρύχτηκε για πρώτη φορά µε διατύπωση σχεδόν σαν τη σηµερινή και επαναλήφθηκε σε όλα τα επόµενα συντάγµατα. Ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγµατος, στη ιεθνή Σύµβαση της Ρώµης ( άρθρο 6 παρ. 1), στη ιεθνή Σύµβαση των αστικών και πολιτικών δικαιωµάτων των Ηνωµένων Εθνών (άρθρο 14), καθώς και στο άρθρο 109 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας. 6 Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 214. 7 Βλ. Μάνεσης ό.π., σελ 212. 8 Π.. αγτόγλου, ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο, 1994, σελ. 245. 5
Β ΜΕΡΟΣ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΙΚΑΣΤΗ Ι. Ο «φυσικός» δικαστής Σύµφωνα µε την διάταξη 8 παρ. 1 του Συντάγµατος, η αρχή του νόµιµου δικαστή ορίζει ότι κανείς δε µπορεί να στερηθεί το δικαστή που ορίζει ο νόµος, γενικά και εκ των προτέρων, ως αρµόδιο να κρίνει και κάθε άλλη υπόθεση όµοια µε τη συγκεκριµένη. Το Σύνταγµα, αναφερόµενο στο νόµιµο δικαστή, εννοεί το µονοπρόσωπο ή συλλογικό δικαστικό όργανο που, οριζόµενο από γενικό κανόνα δικαίου και µε τη βοήθεια αφηρηµένων εννοιών (λόγου χάρη κατοικία του εναγοµένου, αξία του αντικειµένου της δίκης), είναι αρµόδιο να δικάζει κατηγορία υποθέσεων και µε αυτόν τον τρόπο δεν είναι γνωστό από πριν σε ποιο δικαστήριο θα εισαχθεί κάποια υπόθεση ή θα υπαχθεί ορισµένο πρόσωπο 9. Νόµιµος δικαστής σηµαίνει αυτόµατη εξατοµίκευση του ίδιου µε βάση µία οριοθετηµένη νοµιµοποίηση από το νόµο ως προς το δικαστήριο και τη σύνθεσή του 10. Το Σύνταγµα δεν επιτρέπει να στερηθεί κάποιος το νόµιµο δικαστή και µε αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η υπαγωγή ορισµένης υπόθεσης στη δικαιοδοσία διαφορετικού δικαστηρίου από εκείνο που έχει γενικά προβλέψει ο νόµος 11. Νόµιµος δικαστής, λοιπόν, είναι αυτός που καθορίζεται µε νοµοθετική ρύθµιση γενική και αφηρηµένη. Είναι καταρχήν αδιάφορο το αν αυτή η νοµοθετική ρύθµιση θα έχει τη µορφή τυπικού νόµου ή κανονιστικής πράξης της διοίκησης. Ως «νόµος» νοείται ο ουσιαστικός και όχι µόνον ο τυπικός νόµος 12. Η αρχή του νόµιµου δικαστή έγκειται στα εξής: I. Το δικαστήριο που δικάζει µία υπόθεση οφείλει, από τη µία πλευρά, να καθορίζεται από το νόµο εκ των προτέρων, και όχι ad hoc, εν όψει του αντικειµένου ή των διαδίκων συγκεκριµένης 9 Πέτρος Ι. Παραράς, Σύνταγµα, 1975 Corpus I άρθρα 1-50, 1982, σελ. 172. 10 Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος, Η εξαίρεση του δικαστή, 1992, σελ. 36. 11 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 213. 12 ηµ. Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, 1993, σελ. 475. 6
δίκης, από την άλλη πλευρά δε ο καθορισµός αυτός να έχει γίνει µε κριτήρια γενικά και αφηρηµένα 13. ΙΙ. Τα εκάστοτε πρόσωπα που συνθέτουν το δικαστήριο δεν πρέπει να επιλέγονται διακριτικά σύµφωνα µε την εκάστοτε βούληση του προϊσταµένου του ικαστηρίου ή της Εισαγγελίας, αλλά να ορίζονται επίσης µε αντικειµενικά κριτήρια που να αποκλείουν τον οποιοδήποτε σύνδεσµο µεταξύ της ιδιοµορφίας µίας υπόθεσης και της προσωπικότητας των διαδίκων ή την δυνατότητα επιλογής µεταξύ δύο ή περισσοτέρων δικαστών 14. Από το άρθρο 8 απορρέει και ο ειδικότερος κανόνας, ότι ο κύκλος των προσώπων δικαστών που θα αποτελέσουν τη σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει, θα πρέπει να είναι γνωστά στον πολίτη. Γι αυτό το λόγο, δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και τα διατάγµατα για το διορισµό, τις προαγωγές κτλ. των δικαστικών λειτουργών. Η αρχή του νόµιµου δικαστή δεν αναφέρεται µόνο στη δικαιοδοσία και αρµοδιότητα του δικαστηρίου, αλλά αφορά περαιτέρω και τη σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει τη συγκεκριµένη υπόθεση. Το άρθρο 8 του Συντάγµατος θεωρεί ως «δικαστές» τόσο τα δικαστήρια, ως πολιτειακά όργανα, όσο και τους δικαστές, ως φυσικά πρόσωπα. Ενδεχόµενη άποψη που ορίζει ότι ο νόµιµος δικαστής αφορά µόνο το όργανο και όχι και το πρόσωπο του δικαστή, παραµελεί το ότι η αµεροληψία και η ανεξαρτησία µε τις οποίες συνδυάζεται ο νόµιµος δικαστής έχουν νόηµα µόνο αν αναφέρονται στο πρόσωπό του. Παράλληλα, µια τέτοια ενδεχόµενη θεώρηση στερεί την εγγύηση που θέτει η αρχή του φυσικού δικαστή από το ουσιαστικό και ενεργό περιεχόµενό της. Στηρίζεται δε σε µία καθαρά λογική αφαίρεση του ότι δικάζει το όργανο και όχι τα υποκείµενα της σύνθεσης του 15. Η αρχή του νόµιµου δικαστή παραβιάζεται, όταν οποιαδήποτε µορφή εξουσίας επηρεάζει αυθαίρετα τις δικαστικές αποφάσεις είτε όταν µία υπόθεση αφαιρείται από ένα δικαστή και ανατίθεται σε άλλον, είτε µε την ανάθεση της άσκησης της δικαιοδοσίας προληπτικά, πριν να ανακύψει η 13 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 213. 14 Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος, Η εξαίρεση του δικαστή, 1992, σελ. 37. 15 Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος, Η εξαίρεση του δικαστή, 1992, σελ. 37 κ.ε. 7
διαφορά, είτε µε τον καθορισµό, µε οποιοδήποτε τρόπο, του φυσικού προσώπου που θα κρίνει τη συγκεκριµένη υπόθεση 16. Επίσης, θεωρείται ότι προσβάλλεται η αρχή του νόµιµου δικαστή, όταν ο δικαστής ορίζεται µετά την έναρξη της δίκης, µετά τη έναρξη της εκκρεµοδικίας, δηλαδή αφού ασκηθεί π.χ. αγωγή δικαστικής προστασίας. Στέρηση, όµως, του νόµιµου δικαστή δεν επιτρέπεται ούτε µετά την έναρξη της εκκρεµοδικίας. Γι αυτό αποτελεί και προσβολή της αρχής του νόµιµου δικαστή η αναδροµική κατάργηση ένδικων µέσων µε νοµοθετική διάταξη, όταν όµως αναφέρεται σε ήδη πρωτοδίκως εκδοθείσες αποφάσεις, καθώς και η κατάργηση της ήδη υπάρχουσας δικαιοδοσίας χωρίς την παράλληλη πρόβλεψη άλλης 17. Συγκεκαλυµµένη στέρηση του νόµιµου δικαστή µπορεί να αποτελέσει και ο καθορισµός των δικαστικών εξόδων µε τέτοιο τρόπο, ώστε οι πτωχότεροι να µην µπορούν να προσφύγουν στο νόµιµο δικαστή. Παράλληλα, η αρχή του νόµιµου δικαστή προσβάλλεται όταν µετέχουν στη σύνθεση του δικαιοδοτικού οργάνου περισσότεροι δικαστές από τον αριθµό της νόµιµης συγκρότησης του δικαστηρίου, ακόµα και αν η παρουσία τους έχει ως πρόσχηµα την αποτροπή αντικαταστάσεων λόγω ασθένειας κλπ. Η εκδίκαση της υπόθεσης από µη νόµιµο δικαστή δηµιουργεί λόγο αναίρεσης για µη προσήκουσα σύνθεση του δικαστηρίου κατά το άρθρο 559 αρ. 2 Κ.Πολ.. Αντίθετα, η αρχή του νόµιµου δικαστή δε σηµαίνει ότι αποκλείονται µεταβολές - ενεργούµενες πάντα µε νόµο αναφορικά µε την οργάνωση, τη συγκέντρωση και τη λειτουργία των δικαστηρίων. Ειδικότερα, δεν αντίκεινται στην αρχή του νόµιµου δικαστή οι δικονοµικές διατάξεις που προβλέπουν υπό ορισµένες προϋποθέσεις παραποµπή µίας υπόθεσης από ένα δικαστήριο σε άλλο ισόβαθµο και οµοειδές 18. Παράλληλα, µε την αρχή του νόµιµου δικαστή δεν απαγορεύεται η αναδροµική ισχύς των δικονοµικών νόµων ή η 16 Στέφανος Στ. Πανταζόπουλος, Η εξαίρεση του δικαστή, 1992, σελ. 40. 17 ηµ. Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, 1993, σελ. 475 κ.ε. 18 Κ. Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 2001, σελ. 528. 8
υπαγωγή εκκρεµών υποθέσεων στη ρύθµισή τους ή επίσης η τροποποίηση της καθ ύλην ή κατά τόπο αρµοδιότητας των δικαστηρίων (µε την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν αντίκεινται σε άλλες Συνταγµατικές διατάξεις) 19. ΙΙ. ιαιτησία Κατά το Σύνταγµα «κανένας δε στερείται χωρίς τη θέλησή του». Από την αναφορά στη θέληση του φορέα του δικαιώµατος δε µπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής καµµία γενική αρχή ότι παρέχεται δήθεν στους διαδίκους ιδιώτες κατηγορουµένους η δυνατότητα να επιλέγουν το δικαστήριο που θα τους δικάσει και να καθορίζουν ή να τροποποιούν την αρµοδιότητά του ή ότι η συναίνεσή τους νοµιµοποιεί τη στέρηση του νόµιµου δικαστή. ε σηµαίνει, όµως, αυτή η αναφορά στη διάταξη ότι οι διάδικοι µπορούν να υπάγουν οποιαδήποτε διαφορά τους σε διαιτησία, αλλά ότι απλά επιτρέπεται η λύση διαφορών µε εκούσια διαιτησία, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει κάθε φορά ο νόµος. Η ρήτρα «χωρίς τη θέλησή του» δεν αφορά παρά µόνο τις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νόµος προβλέπει για το φορέα του δικαιώµατος µε γενικά και αφηρηµένα κριτήρια τη δυνατότητα εξαίρεσης από το φυσικό δικαστή. Τέτοιες εξαιρέσεις είναι η εκούσια διαιτησία ( άρθρα 867 επ Κ.Πολ..) και η παρέκταση της κατά τόπον αρµοδιότητας 20. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ακόµα και αυτές οι διατάξεις περί εκούσιας διαιτησίας είναι δυνατό να καταργηθούν µε νόµο, παρά τη θέληση των ενδιαφεροµένων, χωρίς αυτοί να ερωτηθούν και χωρίς να δικαιούνται να ζητήσουν αποζηµίωση 21. Υποχρεωτική διαιτησία, επιβαλλόµενη ακόµα και µε νόµο παρά τη θέληση των διαδίκων, απαγορεύεται από το Σύνταγµα (άρθρα 8,25 παρ. 3, 87 παρ.1), εκτός και αν ορίζεται επιτρεπτή από το ίδιο το Σύνταγµα (π.χ. στο πλαίσιο των συλλογικών 19 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 215. 20 ηµ. Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, 1993, σελ. 477. 21 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 217. 9
διαφορών εργασίας) 22. Ο δηµοσίας τάξεως χαρακτήρας των διατάξεων των δικονοµικών νόµων περί αρµοδιότητας των δικαστηρίων αποκλείει τη δυνατότητα µεταβολής ή κατάργησής τους µε τη βούληση των ενδιαφεροµένων. Παράλληλα, όµως, αν κάτι τέτοιο ήταν επιτρεπτό, θα ήταν αντίθετο και προς την ίδια την εύρυθµη λειτουργία της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της οποίας αποτελεί έναν από τους κυρίους σκοπούς της διατάξεως 23. ΙΙΙ.Φορείς του δικαιώµατος Φορέας των δικαιωµάτων που απορρέουν από το άρθρο 8 του Συντάγµατος είναι, όπως άλλωστε ορίζει το ίδιο το Σύνταγµα «Κανένας δε στερείται», ο καθένας, φυσικό ή νοµικό πρόσωπο. Η αρχή του νόµιµου δικαστή ισχύει υπέρ όλων των πολιτών που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους, καθώς η συγκεκριµένη διάταξη εφαρµόζεται όχι µόνο στους ηµεδαπούς, αλλά και στους αλλοδαπούς. Η συνταγµατική αρχή του νόµιµου δικαστή δεσµεύει όλα τα κρατικά όργανα και της νοµοθετικής, και της εκτελεστικής, και της δικαστικής εξουσίας. Από την ίδια τη φύση του, άλλωστε, το δικαίωµα του νόµιµου δικαστή δε µπορεί παρά να στρέφεται κατά της κρατικής εξουσίας, ρυθµιστή της οργάνωσης και της απονοµής δικαιοσύνης. IV. ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια διάκριση εννοιών και διαφορές Κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 8 του Συντάγµατος, «ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Η διάταξη αυτή εµπεριέχεται ήδη στην παράγραφο 1 του ίδιου 22 Π.. αγτόγλου, ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο, 1994, σελ. 248. 23 Κώστας Χ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2002, σελ. 383. 10
άρθρου, καθώς τα παραπάνω συγκροτούνται µε ατοµική ρύθµιση για να δικάσουν ορισµένο άτοµο ή συγκεκριµένη υπόθεση. Με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 συγκεκριµενοποιείται η απαγόρευση της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, που πάντως θα ήταν αρκετή και µόνη της για να καλύψει το περιεχόµενο της παραγράφου 2 24. Το εδάφιο αυτό µπορεί να θεωρηθεί περιττό µε µία πρώτη µατιά. Ωστόσο, αν και αποτελεί πλεονασµό, αφού το περιεχόµενό του καλύπτεται ήδη από το πρώτο του ίδιου άρθρου, η επανάληψη αυτή οφείλεται σε λόγους έµφασης, καθώς και σε ιστορικούς λόγους, δεδοµένου ότι η συνηθέστερη µορφή αφαίρεσης του νόµιµου δικαστή είναι η σύσταση δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων 25. ικαστικές επιτροπές είναι αυτές που αποτελούνται από πρόσωπα που ορίζονται ειδικά για να δικάσουν µία ορισµένη υπόθεση ή ένα συγκεκριµένο άτοµο (κυρίως µε σκοπό να το καταδικάσουν). Μπορούν να συµµετέχουν σε αυτές, είτε δικαστικοί ή άλλοι δηµόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, είτε ιδιώτες 26. Οι δικαστικές επιτροπές έχουν δικαστικές αρµοδιότητες, χωρίς ωστόσο να είναι δικαστήρια, χωρίς δηλαδή να συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές µε λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία σύµφωνα µε το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγµατος. Άρα, βάσει των διατάξεων 26 παρ.3 και 87 παρ.1 του Συντάγµατος οι δικαστικές επιτροπές είναι ήδη απαγορευµένες, αφού οι τελευταίες επιφυλάσσουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και την απονοµή δικαιοσύνης αποκλειστικά σε δικαστήρια συγκροτούµενα από τακτικούς δικαστές που απολαµβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Ιστορικά η απαγόρευση των δικαστικών επιτροπών έχει υπ όψη τις ειδικές επιτροπές που αποτελούνται κατά ένα µέρος ή στο σύνολο τους από µη δικαστές µε προκατειληµµένη ήδη την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση 27. 24 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 218. 25 ηµ. Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, 1993, σελ. 477. 26 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 218. 27 Π.. αγτόγλου, ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο, 1994, σελ. 249. 11
Έκτακτα δικαστήρια είναι τα δικαστήρια που ιδρύονται ή ορίζεται η σύνθεσή τους ad hoc για να δικάσουν συγκεκριµένη υπόθεση ή συγκεκριµένα άτοµα, µετά συνήθως την τέλεση αξιόποινης πράξης ή τη δηµιουργία της διαφοράς. Η σύνθεση και η αρµοδιότητα των εκτάκτων δικαστηρίων δεν ορίζονται από πριν γενικά και αφηρηµένα, αλλά ιδρύονται ad hoc και ex post facto για να δικάσουν συγκεκριµένες υποθέσεις ή πρόσωπα που είναι ήδη δεδοµένα. Υπάρχουν αρκετά σηµεία που διακρίνουν τις δικαστικές επιτροπές από τα έκτακτα δικαστήρια. Η διαφορά τους είναι ότι τα έκτακτα δικαστήρια συγκροτούνται από δικαστές που απολαµβάνουν των συνταγµατικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, ενώ οι δικαστικές επιτροπές αποτελούνται και από τρίτα πρόσωπα. Τα έκτακτα δικαστήρια είναι από κάθε άποψη λειτουργίας, σύνθεσης και οργάνωσης δικαστήρια, πράγµα που δεν ισχύει για τις δικαστικές επιτροπές 28. Η ξεχωριστή πάντως αναφορά στις δικαστικές επιτροπές και τα έκτακτα δικαστήρια στην παρ. 2 του άρθρου 8 του Συντάγµατος έχει ως άµεση συνέπεια ότι τα τελευταία δε θα µπορούσαν να λειτουργήσουν ακόµη και στην περίπτωση που και οι ίδιοι οι διάδικοι συµφωνούσαν να υπαχθούν σε αυτά 29. V. Αντιδιαστολή των εκτάκτων δικαστηρίων µε τα εξαιρετικά και τα ειδικά δικαστήρια Τα απαγορευµένα έκτακτα δικαστήρια θα πρέπει να διακρίνονται αφενός από τα εξαιρετικά δικαστήρια που προβλέπει το Σύνταγµα και αφετέρου από τα ειδικά δικαστήρια. Τα εξαιρετικά δικαστήρια (π.χ. έκτακτα στρατοδικεία) όχι µόνο δεν απαγορεύονται, αλλά αντίθετα η λειτουργία τους προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγµα στο άρθρο 48, οριζόµενα εκ των προτέρων και µε τρόπο γενικό και αφηρηµένο, όταν αναστέλλονται οι ατοµικές ελευθερίες 30. 28 Αρ. Ι. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες Α, 1982, σελ. 218. 29 Κώστας Χ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2002, σελ. 385. 30 Βλ. και άρθρα 5-8 ν. 566/1977 «περί καταστάσεως πολιορκίας». Με πράξη αυξηµένης τυπικής ισχύος (συντ. πράξη της 6/11/1944 «περί επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων µετά του εχθρού») θεσπίστηκαν στο παρελθόν εξαιρέσεις από την αρχή του νόµιµου δικαστή. 12
Παράλληλα, τα έκτακτα δικαστήρια δεν πρέπει να συγχέονται και µε τα ειδικά δικαστήρια ή δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας που είναι αρµόδια για την εκδίκαση ορισµένων µόνο κατηγοριών διαφορών ή υποθέσεων ή συγκεκριµένης κατηγορίας προσώπων που υπάγονται σε αυτά µε νόµο, όπως είναι π.χ. το Ελεγκτικό Συνέδριο, τα δικαστήρια ανηλίκων, το Συµβούλιο της Επικρατείας κτλ. Τα ειδικά δικαστήρια ασκούν ειδική και πάντοτε εκ των προτέρων καθοριζόµενη δικαιοδοσία, χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριµένη υπόθεση ή πρόσωπο και κατά τούτο διακρίνονται από τα τακτικά δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία γενική. ιαφέρουν, εποµένως, από τα έκτακτα δικαστήρια χάρη στην πρόβλεψη της δικαιοδοσίας και της αρµοδιότητάς τους, εκ των προτέρων και µε αφηρηµένα κριτήρια. Εξυπακούεται ακόµα ότι δεν είναι απαγορευµένες από το Σύνταγµα οι διοικητικές επιτροπές που επιβάλλουν καθαρά διοικητικές κυρώσεις και που διαθέτουν αυτονόητη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της νοµιµότητας αυτών (πρβλ άρθρο 95 παρ.1 περ. α Συντάγµατος ) 31. VI. υνατότητα αναστολής του άρθρου 8 Το άρθρο 8 περιλαµβάνεται στις διατάξεις εκείνες του Συντάγµατος που µπορούν να ανασταλούν εν όλω ή εν µέρει από τη Βουλή, στο πλαίσιο των εξαιρετικών εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 48 του Συντάγµατος (περίπτωση εσωτερικών ή εξωτερικών κινδύνων κτλ). εν προκύπτει σαφώς από τις εργασίες των συνταγµατικών επιτροπών για πιο λόγο περιλήφθηκε το άρθρο 8 για το νόµιµο δικαστή στα αναστελλόµενα άρθρα του Συντάγµατος στο Σύνταγµα του 1952 (για πρώτη φορά µέχρι τότε δεν είχε καν συζητηθεί η περίπτωση αναστολής του). Ωστόσο, η αναστολή της ισχύος του άρθρου 8 του Συντάγµατος σε κατάσταση πολιορκίας επαναλήφθηκε µε την αναθεώρηση του 1975. 31 Κώστας Χ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2002, σελ. 385. 13
Η δυνατότητα, όµως, αναστολής του άρθρου 8 φαίνεται να πλεονάζει, αφού το ίδιο το άρθρο 48 του Συντάγµατος ορίζει αυτοτελώς τη δυνατότητα σύστασης εξαιρετικών δικαστηρίων. Γ ΜΕΡΟΣ ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Συµπερασµατικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι η συνταγµατική κατοχύρωση της αρχής του νόµιµου δικαστή στο άρθρο 8 αποτελεί µία γενικότερη δικονοµική αρχή από την οποία πηγάζουν θεµελιώδεις εγγυήσεις για την ασφάλεια του ατόµου. Πρόκειται για δηµόσιο δικαίωµα των ατόµων αλλά παράλληλα και αντικειµενική αρχή, δηλαδή µία θεσµική εγγύηση της δικαστικής οργάνωσης και της δικαιοδοτικής λειτουργίας γενικότερα. Με την αρχή του νόµιµου δικαστή αποκλείεται η εκ των υστέρων αφαίρεση συγκεκριµένης υπόθεσης από τον αρµόδιο για την υπόθεση δικαστή και η ανάθεσή της σε άλλον, ειδικά οριζόµενο για να την αναλάβει. Νόµιµος κατά το Σύνταγµα είναι ο δικαστής που ορίζεται από το νόµο (ουσιαστικό ή τυπικό) και που κανείς δεν µπορεί να στερηθεί χωρίς τη θέλησή του. Το Σύνταγµα αποκλείει την παρά την θέληση των διαδίκων υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία δικαστηρίου διαφόρου από εκείνο που ορίζει ο νόµος. Οι διάδικοι δεν δύνανται να επιλέγουν το δικαστήριο που θα τους δικάσει και δεν µπορούν να υπάγουν κάθε διαφορά τους σε διαιτησία. Επιτρέπεται, όµως, η λύση διαφορών µε εκούσια διαιτησία, σύµφωνα πάντα µε τις ισχύουσες διατάξεις. Αυτοί οι κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων είναι δηµοσίας τάξεως και η εφαρµογή τους είναι ανεξάρτητη από τη βούληση των διαδίκων. Η παρ.2 της διάταξης συγκεκριµενοποιεί την γενική απαγόρευση της παρ.1 του άρθρου 8 απαγορεύοντας τη σύσταση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων. Η συχνότερη µορφή παραβίασης της αρχής αυτής αποτέλεσε η σύσταση εκτάκτων στρατοδικείων. Ωστόσο, από τα έκτακτα 14
δικαστήρια πρέπει να διακρίνονται τα ειδικά δικαστήρια, καθώς και τα εξαιρετικά, που άλλωστε προβλέπονται και ρητά από το Σύνταγµα( κατάσταση πολιορκίας). ΜΕΡΟΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΛΗΜΜΑΤΑ Ο «φυσικός δικαστής». Η δικονοµική εγγύηση της αρχής του νόµιµου δικαστή δεν αποτελεί αποκλειστικά ατοµικό δικαίωµα κατοχύρωσης της προσωπικής ασφάλειας, αλλά συνιστά και θεσµική εγγύηση για την εύρυθµη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ο καθορισµός της σύνθεσης και της αρµοδιότητας των δικαστηρίων µε βάση κριτήρια γενικά, αφηρηµένα και οριζόµενα εκ των προτέρων µε νόµο, συµβάλλει σε µία δίκαιη απονοµή της δικαιοσύνης, µε αποκλεισµό της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας. Η ratio της συνταγµατικής επιταγής του νόµιµου δικαστή είναι η παρεµπόδιση της επέµβασης τρίτων κατά τη δικαιοδοτική λειτουργία µε την παράλληλη διασφάλιση της αµερόληπτης κρίσης των ατόµων που έχουν προσφύγει στη δικαιοσύνη, καθώς και η ενίσχυση της κοινής γνώµης στην αντικειµενικότητα της δικαιοσύνης. Λήµµατα νόµιµος δικαστής φυσικός δικαστής 15
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανδρουλάκης Ν., Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα,1994 Γεωργόπουλος Κ., Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2001 αγτόγλου Π.., ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο, εύτερη έκδοση αναθεωρήµενη και συµπληρωµένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1994 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα Β, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 1991 ηµητρόπουλος Ανδρ. Γ., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ΙΙΙ, Θ έκδοση, Αθήνα, 2001 Καρράς Α., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Α, Αθήνα Κοµοτηνή, 1998 Κασιµάτης Ι. Γεώργιος Κώστας Μαυριάς, Ερµηνεία Του Συντάγµατος τόµος α, εύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 2003 Κεραµεύς Κ., Αστικό ικονοµικό ίκαιο, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 1986 Μάνεσης Ι. Αριστόβουλος, Συνταγµατικά ικαιώµατα α ατοµικές ελευθερίες, Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις, Έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1982 Μανιτάκης Αντώνης, Κράτος ικαίου Και ικαστικός Έλεγχος Της Συνταγµατικότητας Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994 Πανταζόπουλος Στέφανος Στ.,Η Εξαίρεση Του ικαστή (Συµβολή Στην Αρχή Του Φυσικού ικαστή), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,Αθήνα - Κοµοτηνή, 1992 Παραράς Πέτρος Ι., Σύνταγµα 1975 Corpus Ι άρθρα 1 50, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή,1982 Σβώλος Α. Ι. Βλάχος Γ.Κ., Το Σύνταγµα Της Ελλάδος, Μέρος Ι Ατοµικά ικαιώµατα, Τόµος Β, Αθήνα, 1955 16
Τσάτσος ηµήτρης Θ., Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β - Οργάνωση Και Λειτουργία Της Πολιτείας, εύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,Αθήνα Κοµοτηνή,1993 Φλογαϊτης Θεόδωρος Ν., Εγχειρίδιον Συνταγµατικού ικαίου 1895, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,Αθήνα Κοµοτηνή,1987 Χρυσογόνος Κώστας Χ., Ατοµικά Και Κοινωνικά ικαιώµατα, εύτερη Έκδοση Αναθεωρηµένη Και Συµπληρωµένη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή,2002 ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ Μπέης Κ., Ο Ισόβιος Νόµιµος ικαστής Και Η Κοινή Γνώµη, Προς τιµήν Γ.Ράµµου, τµ ΙΙ, 1979 Μπέης Κ., Τα Συνταγµατικά Θεµέλια Της ικαστικής Προστασίας. Αφιέρωµα Γ.Οικονοµόπουλο, 1981 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣτΕ 5025/1987 ( η σχετική απόφαση για την αναπλήρωση του διοικητικού πρωτοδίκη από πολιτικό πρωτοδίκη πρέπει να αναφέρει τη συνδροµή της νόµιµης προϋπόθεσης για το ανέφικτο της αναπλήρωσης από άλλο διοικητικό πρωτοδίκη του ίδιου ή δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, Ελλ νη 1989, 406 επ. ΣτΕ 2152/1993, Ολ Το Σ 1994, 117 επ. ΣτΕ 2153/1993 (αντισυνταγµατική η διάταξη του Ν.2145/1993 περί µεταβολής της κατανοµής 17
αρµοδιοτήτων των τµηµάτων του ΣτΕ, διότι δεν συνδέονται µε πραγµατικές οργανωτικές ανάγκες του δικαστηρίου), Ελλ νη,1993 σελ. 1570 επ. Ε Α υπόθεση Pfeifer κατά Αυστρίας, ΕΕΕυρ, 1993,647 ΑΠ. 4/1996, Ολ.Ελλ /νη 1996,1041 επ. ΑΠ.35/1996,ΟλΤοΣ 1998,σελ. 172 ΣτΕ 2724/1996, Ελλ νη 1997,σελ. 97 18
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Π. Άρειος Πάγος Βλ Βλέπε Εκδ. Έκδοση Επ. Επόµενα Ε...Α. Ευρωπαϊκό ικαστήριο ικαιωµάτων του Ανθρώπου Ελλ Ελληνική δικαιοσύνη ΕΕΕυρ Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού ικαίου Κ. ε. Και εξής Κτλ. Και τα λοιπά Ν Νόµος Ο. π. Όπου παραπάνω Παρ. Παράγραφος Πρβλ Παράβαλε Π.χ. Παραδείγµατος χάρη 19