Διδάσκων: A. Δημητρόπουλος. Μάθημα: Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ονοματεπώνυμο: Ελένη Κουτσούκου. Αρ. Μητρώου: 117/

Σχετικά έγγραφα
Σελίδα 1 από 5. Τ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΔΡΥΜΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Συνθήκη της Λισαβόνας

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Α. Η Ιταλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση Β. Συνταγµατική θεµελίωση της Ιταλίας και της Ελλάδας στην Ε.Ε. Γ. Ο εκδηµοκρατισµός της Ένωσης και η θέση του πολίτη

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Προπτυχιακή Εργασία. Τριάντου Θεοδώρα. Το Σύνταγμα υπό Τυπική Έννοια «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΥΠΟ ΤΥΠΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ»

Μάθημα: «Συνταγματικό Δίκαιο, » Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ιστορία, θεωρίες και θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, 88 σελ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΠΑΠΑΣ. Επιβλέπων Καθηγητής: Βασιλειάδης Νικόλαος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 1. Το Σύνταγμα ως αντικείμενο των πολιτειακών επιστημών

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «I/A» Γενικής Γραμματείας την ΕΜΑ / το Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.:6110/11 FREMP 9 JAI 77 COHOM 34 JUSTCIV 16 JURINFO 4 Θέμα:

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΙΔΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ "ΠΡΟΣΒΑΣΗ"

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/2292(REG)

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

ιαδικασία διορισµού των µελών της Επιτροπής των Περιφερειών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΔEE 225 / Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Transcript:

Διδάσκων: A. Δημητρόπουλος Μάθημα: Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα Ονοματεπώνυμο: Ελένη Κουτσούκου Αρ. Μητρώου: 117/1340201000638 Τηλ. : 6978018556 Email: elena.koutsoukou@yahoo.com Είδος word: Microsoft word 2010

Πίνακας περιεχομένων ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 3 1. Εισαγωγή... 4 2. Σύνταγμα... 5 2.1 Τι είναι σύνταγμα... 6 2.2 Oι έννοιες του όρου σύνταγμα... 7 2.2.1 Διακρίσεις των ουσιαστικών συνταγμάτων... 8 2.2.2 Διακρίσεις των τυπικών συνταγμάτων... 10 2.3 Τα συνταγματικά δικαιώματα... 11 2.4 Η Συντακτική εξουσία και η αναθεωρητική αρμοδιότητα... 13 2.4.1 Συντάγματα παραχωρημένα και συντάγματα-συναλλάγματα... 13 2.5 Ευρωπαϊκό σύνταγμα... 13 2.5.1 Η τήρηση του συντάγματος... 17 2.5.2 Η αλλοίωση του συντάγματος... 17 2.5.3 Η ερμηνεία του συντάγματος... 18 2.6 Η αξιολόγηση του συντάγματος... 18 3. Πνευματική ιδιοκτησία... 20 3.1 Ορισμός και εννοιολογικά γνωρίσματα της Πνευματικής ιδιοκτησίας... 20 3.2 Σκοπός της Πνευματικής ιδιοκτησίας... 21 3.3 Ιστορία και εξέλιξη της πνευματικής ιδιοκτησίας... 22 3.4 Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας στο ελληνικό δίκαιο... 24 3.5 Διεθνής Προστασία... 26 3.6 Οι κοινοτικές οδηγίες... 26 3.7 Η συνταγματική προστασία... 28 3.8 Εθνική νομοθεσία... 28 3.9 Ο οργανισμός Πνευματικής ιδιοκτησίας... 33 3.9.1 Ο όρος <<διανοητική ιδιοκτησία>>... 36 1

3.10 Η νομοθετική πολιτική στην ψηφιακή εποχή... 36 3.11 Η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου και οι σύγχρονες τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση... 38 4. Επίλογος... 40 5. Βιβλιογραφία... 41 2

Περίληψη Η εργασία αναφέρεται στις δύο βασικές έννοιες του Συντάγματος και της Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Όσον αφορά το μέρος της εργασίας που αναφέρεται στο σύνταγμα δίνεται αναλυτικά η έννοια του συντάγματος μέσα από το πρίσμα διαφορετικών προσεγγίσεων και γίνεται προσπάθεια π σύλληψης όλων των επιμέρους στοιχείων που σχετίζονται με το Σύνταγμα, τις διακρίσεις και την ερμηνεία ή την αξιολόγηση του. Από την άλλη πλευρά αντικείμενο εργασίας όσον αφορά την Πνευματική ιδιοκτησία είναι η ερμηνευτική επεξεργασία των θεμελιωδών θεμάτων που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις όλων των Κεφαλαίων του Ν. 2121/1993, όπως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί μέσα από την πρακτική που διαμορφώθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια αλλά και μέσα από το πρίσμα των διεθνών και κοινοτικών εξελίξεων. Ειδικότερα αναλύονται τα εννοιολογικά γνωρίσματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθορίζεται το αντικείμενο και το υποκείμενο της προστασίας εξετάζεται το ηθικό και το περιουσιακό δικαίωμα του δημιουργού προσδιορίζεται το περιεχόμενο του δικαιώματος παρακολούθησης,ερμηνεύονται οι βασικοί κανόνες που αφορούν την εκμετάλλευση του έργου μελετάται η διάρκεια της προστασίας εκτίθενται αναλυτικά οι περιορισμοί του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων. Εξετάζονται οι διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία των πληροφοριών.επίσης αναλύονται διεξοδικά οι κοινοτικές Οδηγίες που αποτελούν το κοινοτικό κεκτημένο για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα. Summary of work The project refers to two basic concepts of the Constitution and Intellectual Property. On the part of the work mentioned in the constitution is given in detail the concept of the constitution through the prism of different approaches and tries pi capture all of the components associated with the Constitution, discrimination and the interpretation or evaluation. On the other side of workpiece on Intellectual property is the interpretive process of fundamental issues are included in all arrangements Chapters of Law 2121/1993, as subsequently amended through practice that emerged in our country in recent years and through the prism of international and community development. Specifically analyzed the conceptual features of the intellectual property, indicates the subject and the subject of protection considering the moral and economic rights of the designer specifies the content of the right monitoring and defines the basic rules on operation of the project to study the duration of protection are detailed restrictions on asset copyright and related rights. Consider the international conventions ratified by Greece, and the institutional framework for the protection of copyright and related rights in the information society. Also analyzed in detail the EU Directives which constitute the acquis communautaire on copyright and neighboring rights. 3

1. Εισαγωγή Η εργασία που ακολουθεί αναφέρεται σε δύο βασικές έννοιες, στην έννοια του Συντάγματος και στην έννοια της Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, η εργασία αρχίζει με την ανάλυση του συντάγματος. Αρχικά δίνεται ο ορισμός για το σύνταγμα και έπειτα ακολουθούν οι έννοιες που περιλαμβάνει ο όρος σύνταγμα (Ουσιαστικό, τυπικό σύνταγμα). Στη συνέχεια, ακολουθεί η παρουσίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων καθώς και η συντακτική εξουσία με την αναθεωρητική αρμοδιότητα της. Τέλος, γίνεται αναφορά στο ευρωπαϊκό σύνταγμα. Το δεύτερο κομμάτι περιλαμβάνει την πνευματική ιδιοκτησία, τον ορισμό και τα εννοιολογικά γνωρίσματα, τον σκοπό και την ιστορική εξέλιξη της. Ύστερα, αναλύεται το θεσμικό πλαίσιο, η διεθνής προστασία, οι κοινοτικές οδηγίες και η εθνική νομοθεσία. Στη συνέχεια παρατίθενται πληροφορίες για τον οργανισμό της πνευματικής ιδιοκτησίας, την νομοθετική πολιτική στην ψηφιακή εποχή, την αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου και των σύγχρονων τάσεων στην Ε.Ε. Τέλος η εργασία κλείνει με την παράθεση συμπερασμάτων σχετικά με το σύνταγμα και την πνευματική ιδιοκτησία. 4

2. Σύνταγμα Η συνταγματική οργάνωση του κράτους είναι αγγλική καινοτομία κίνδυνος για τα δικαιώματα των άγγλων, τα οποία αναγνωρίζει το κοινό δίκαιο ήταν τότε οι βασιλικές προνομίες αριστοκρατία και ο λαός ενώνονται για να περιορίσουν τη βασιλική εξουσίασε όπλο το κοινοβούλιο που τους αντιπροσωπεύει εξασφαλίζουν εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους. οι εγγυήσεις αυτές δεν μπορεί παρά να είναι γραπτές μέγας χάρτης των ελευθεριών θεωρείται ο πρώτος γραπτός αγγλικός νομός αναφορά των δικαιωμάτων νόμος του habeas corpus(1679),η διακήρυξη των δικαιωμάτων είναι νομοί του κοινοβουλίου σαν όλους τους άλλους και κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα. Πρόκειται για αναγνώριση καθιερωμένων αρχών του ορθού λόγου δηλαδή του φυσικού δικαίου. Από αυτές τις αρχές πηγάζει το αγγλικό σύνταγμα ρόλος του κοινοβουλίου για την κατοχύρωση τους είναι τόσο αποφασιστικός, που το ίδιο το κοινοβούλιο θεωρείται η καλύτερη προστασία των δικαιωμάτων. Έτσι, δεν υπάρχει διάκριση συντάγματος και νόμου. Θεωρητικά, αλλά μόνο θεωρητικά, το κοινοβούλιο μπορεί να καταργήσει κάθε νομό όποτε θέλει. Αυτήν την ισοδυναμία συντάγματος και νόμου εγκαταλείπουν πρώτες οι Ηνωμένες πολιτείες. Κάθε πολιτεία αποκτά γραπτό Σύνταγμα, που περιέχει αφ ενός διακήρυξη δικαιωμάτων και αφετέρου την οργάνωση του πολιτεύματος. Συγχρόνως, επειδή στην Αμερική δεν υπάρχει μονάρχης, που είναι αντίβαρο στα αντιπροσωπευτικά σώματα. Οι αιρετές βουλές αποδεικνύονται πολύ γρήγορα εξίσου τυραννικές με τον κληρονομικό δεσπότη. Πρέπει, λοιπόν, το σύνταγμα να προστατευτεί από τις επεμβάσεις των βουλών. Είναι αναγκαίο να εισαχτεί διάκριση μεταξύ νόμου και συντάγματος. Η τυπική αυτή διάκριση προϋποθέτει και οργανική διάκριση. Άλλο όργανο παράγει το σύνταγμα και άλλο νόμους, ειδεμή σύνταγμα και νόμοι ταυτίζονται. Με αλλά λόγια συντακτική εξουσία διαφέρει από τη νομοθετική. Το σύνταγμα το θέτει συνήθως μία συντακτική συνέλευση,εκλεγμένη με ειδική διαδικασία, και όχι η κοινή βουλή. Για να είναι, όμως, σεβαστή η διάκριση συντάγματος και νόμου πρέπει να ελέγχεται η συνταγματικότητα των νόμων, και αυτό το έργο δεν μπορεί παρά να είναι αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας. Στον έλεγχο της συνταγματικότητας οδηγεί και ο χαρακτήρας του ομοσπονδιακού συντάγματος, το οποίο, ως σύμβαση μεταξύ των πολιτειών, πρέπει να τηρείται. Χωρίς έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων η υπεροχή του συντάγματος παραμένει χωρίς συνέπειες. Η Γαλλική επανάσταση εισάγει μια ατελέστατη διάκριση συντάγματος και νόμου. Τα ατομικά δικαιώματα καταγράφονται σε διακηρύξεις που δεν αποτελούν μέρος των συνταγμάτων και Γι αυτό δεν έχουν ρυθμιστικό περιεχόμενο. Τα συντάγματα διαφέρουν από τους νόμους, αλλά υπό την επίδραση του Ρουσσώ, που θεωρεί τον νόμο έκφραση της γενικής θελήσεως, δεν υπάρχει κανόνας δικαίου ανώτερος από τον νόμο. Παρομοίως, επικρατεί κάποια σύγχυση ανάμεσα στη συντακτική και τη νομοθετική εξουσία, που και οι δύο ανήκουν στο έθνος ή στο λαό. Η Γαλλία καθιερώνει το <<κράτος του νόμου>> κατά το οποίο η νομοθετική εξουσία, που ρυθμίζει μόνη της όλο το κράτος με νόμο και κατ επέκταση η εκτελεστική εξουσία υπόκειται πέρα για πέρα στον νόμο. Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων δεν υπάρχει. Αρχικά, το Γαλλικό σύστημα πλησιάζει το αγγλικό. Η ηπειρωτική Ευρώπη ακολουθεί, γενικώς, το γαλλικό σύστημα. Η εικόνα στην Ευρώπη αλλάζει άρδην μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κατ αρχάς, οι Αμερικάνοι 5

υποδεικνύουν στους ηττημένους, και ιδίως στη Γερμανία, να υιοθετήσουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Είναι μία μικρή εγγύηση ότι δεν θα επαναληφθεί μία πολύ θλιβερή ιστορία. Για παρόμοιους λόγους υιοθετούν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας η Πορτογαλία και η Ισπανία κατά τη δεκαετία του 1970 και τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης κατά τη δεκαετία του 1990. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία προσχωρεί και αυτή(1971-1974)στον έλεγχο της συνταγματικότητας και, τώρα <<ο νόμος είναι έκφραση της γενικής θελήσεως, μόνον εφόσον σέβεται το Σύνταγμα>> 2.1 Τι είναι σύνταγμα Το Σύνταγμα με μια ευρύτατη έννοια του όρου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «σύνολο θεμελιωδών κανόνων» (με οποιαδήποτε ή και χωρίς καμία τυπική μορφή) και διακρίνεται σε τρεις μερικότερες μορφές, το οιονεί Σύνταγμα, το παραδοσιακό ή Σύνταγμα υπό ευρεία έννοια και το σύγχρονο ή υπό στενή νομική έννοια Σύνταγμα, το οποίο ανταποκρίνεται περισσότερο στα σημερινά Συντάγματα. Υπό την παραδοσιακή διαδυστική στενή έννοια το Σύνταγμα είναι σύνολο κανόνων (γραπτών ή άγραφων, ήπιων ή αυστηρών, τυπικά ανώτερων ή ισοδύναμων προς το κοινό δίκαιο), που καθορίζουν ποια μορφή θα έχει το κράτος, ποια θα είναι τα όρια και η οργάνωση της κρατικής εξουσίας και τη σχέση του με τους πολίτες. Η μονιστική θεωρία διακρίνει το Σύνταγμα σε κατά κυριολεξία ή υπό στενή νομική έννοια και σε οιονεί Σύνταγμα. Υπό στενή νομική έννοια Σύνταγμα είναι ο γραπτός, σε ιδιαίτερο κείμενο, διατυπωμένος, υπέρτατος, γενικός, καθολικός, θεμελιώδης νόμος, που έχει τεθεί με ειδική διαδικασία, ρυθμίζει τη συνολική κοινωνική, πολιτική, οικονομική ζωή και έννομη τάξη, έχει αυξημένη τυπική ισχύ και μεταβάλλεται με διαδικασία δυσχερέστερη της προβλεπόμενης για τους κοινούς νόμους, των οποίων ιεραρχικά προηγείται. Οιονεί Σύνταγμα ή προσύνταγμα είναι οποιοδήποτε συνταγματικό μόρφωμα συγκεντρώνει ορισμένα, όχι όμως όλα τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά του συντάγματος. Η πρώτη λοιπόν προσέγγιση, η παραδοσιακή, αντιλαμβάνεται το Σύνταγμα με μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει όλων των ειδών τα Συντάγματα και τα συνταγματικά μορφώματα, τα οποία αντιμετωπίζει στο σύνολο τους χωρίς διακρίσεις. Όλα τα συνταγματικά μορφώματα, τυπικά ή άτυπα, γραπτά ή άγραφα, αυστηρά ή ήπια, τυπικά ανώτερα ή ισοδύναμα, ανήκουν στην εννοιολογική κατηγορία του Συντάγματος. Η δεύτερη προσέγγιση, η σύγχρονη ή στενή, διακρίνει ανάμεσα στα Συντάγματα και στα οιονεί Συντάγματα. Με την αυστηρή νομική έννοια του όρου Σύνταγμα είναι μόνο αυτό που διαθέτει τύπο, δηλαδή το γραπτό κείμενο που είναι αυστηρό και τυπικά ανώτερο σύνολο κανόνων δικαίου. Τα κατά κυριολεξία Συντάγματα, ως «τέλειες» συνταγματικές μορφές, διαφέρουν λοιπόν από τα «οιονεί Συντάγματα» που αποτελούν «ατελή» συνταγματικά μορφώματα και προηγήθηκαν ιστορικά από τα σύγχρονα Συντάγματα. Και οι δύο αυτές αντιλήψεις για την έννοια του Συντάγματος συμφωνούν στο ότι Συντάγματα είναι τα «τυπικά» δηλαδή τα γραπτά, τυπικά και ανώτερα. Η διαφορά τους έγκειται στις «άτυπες» μορφές, τα οιονεί συντάγματα κατά τη στενή έννοια, τα οποία αποτελούν κατά κυριολεξία Συντάγματα σύμφωνα με την ευρεία έννοια. Η διαφορά τους εντοπίζεται δηλαδή στην αναγκαιότητα της ύπαρξης του τύπου για τη γέννηση και την ύπαρξη του Συντάγματος. Η παραδοσιακή ευρεία θεωρία έχει διαδυστική προέλευση ενώ η σύγχρονη στενή πρόταση έχει μονιστική αφετηρία. Η διαφορετικότητα επομένως στις προσεγγίσεις μονισμού και δυϊσμού γίνεται φανερή και στον καθορισμό της έννοιας του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη μονιστική αντίληψη τύπος και ουσία, corpus και animus, αναγκαία συνυπάρχουν επομένως 6

το Σύνταγμα πρέπει να διαθέτει αναγκαία συστατικό τύπο. Αντίθετα κατά το δυϊσμό corpus και animus υφίστανται αυτοτελώς επομένως μπορούν να υπάρχουν «τυπικά» και «άτυπα» Συντάγματα. Οι θεωρίες αυτές οδηγούν και σε διαφορετική κατανόηση της υπόστασης του τυπικού και ουσιαστικού στοιχείου του Συντάγματος. Σύμφωνα λοιπόν με τη διαδυστική θεωρία το ουσιαστικό Σύνταγμα είναι «είδος» Συντάγματος, ενώ κατά τη μονιστική ως αυθυπόστατο αποτελεί απλώς μερικότερη διάσταση, την ουσιαστική, του Συντάγματος. Ο ορισμός της νομικής έννοιας του Συντάγματος βασίζεται πάντως στη μονιστική προσέγγιση που αποδεικνύεται άλλωστε ορθότερη ιστορικά και περισσότερο κατάλληλη για νομικές εφαρμογές. 2.2 Oι έννοιες του όρου σύνταγμα Η ιστορική εξέλιξη εξηγεί γιατί ο όρος Σύνταγμα έχει τρεις έννοιες, την ιδανική, την ουσιαστική και την τυπική. Ως προϊόν επαναστάσεων, ο όρος σύνταγμα ξεκινά με έντονη ιδεολογική φόρτιση. Αυτή η ι δ α ν ι κ η έννοια του όρου σημαίνει ότι το πολίτευμα πρέπει να εξασφαλίζει την πολιτική και ατομική ελευθερία. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι αρκετά ασαφές. Αυτή την αντίληψη απηχεί η Διακήρυξη του 1879 στο άρθρο 16 που παραθέσαμε. Την ιδανική έννοια του Συντάγματος υποκαθιστά βαθμηδόν η έννοια του κράτους δικαίου ή της <<κυριαρχίας του νόμου>>. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα είναι αγγλική επινόηση που εξελίσσεται με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση εξηγεί τον σχηματισμό της ουσιαστικής και της τυπικής έννοιας του όρου. Το υπό ουσιαστική έννοια Σύνταγμα (ή ουσιαστικό Σύνταγμα )κάθε κράτους ταυτίζεται με το συνταγματικό του δίκαιο. Το υπό τυπική έννοια Σύνταγμα (ή τυπικό Σύνταγμα) είναι ο γραπτός θεμελιώδης νόμος του, που προέρχεται από τον συντακτικό νομοθέτη και συνήθως έχει αυξημένη ισχύ. Θεμελιώδης χαρακτηρίζεται ο νόμος που σε γενικές γραμμές έχει περιεχόμενο του ουσιαστικού συντάγματος. Ουσιαστικό σύνταγμα έχουν όλα τα κράτη, ασχέτως από το πολίτευμα τους. Π.χ., κατά την απόλυτη μοναρχία του Όθωνα υπήρχε ουσιαστικό Σύνταγμα, όχι όμως τυπικό. Εφόσον υπάρχει έννομη τάξη, υπάρχει και ουσιαστικό Σύνταγμα. Σε αντίθεση με την ιδανική έννοια του Συντάγματος, που εμπεριέχει αξιολογική κρίση, η ουσιαστική έννοια είναι ουδέτερη. Στα δημοκρατικά, πάντως, κράτη το ουσιαστικό Σύνταγμα περιλαμβάνει την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και την αδρομερή οργάνωση του κράτους, η οποία είναι τέτοια που εξασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων. Στον ορισμό του συνταγματικού δικαίου, αλλά και στην ανάπτυξη της ύλης του, θα έπρεπε ίσως να προτάσσεται η προστασία των δικαιωμάτων και να ακολουθεί το οργανωτικό μέρος. Για λόγους, όμως, παιδαγωγικούς και συστηματικούς γίνεται το αντίθετο. Πράγματι, είναι αδύνατο να προσεγγίσει κανείς τα ατομικά δικαιώματα, που αποτελούν σταυροδρόμι περισσότερων κλάδων της νομικής επιστήμης, πριν μελετήσει την οργάνωση του κράτους, στην οποία στηρίζεται όλο το σύστημα των κανόνων δικαίου. Το ουσιαστικό και το τυπικό Σύνταγμα είναι έννοιες δ ι ά λ η λ ε ς.αφ ενός το ουσιαστικό Σύνταγμα περιλαμβάνει κανόνες δικαίου από κάθε βαθμίδα της πυραμίδας (τυπικό Σύνταγμα, νόμους, διοικητικές πράξεις κλπ.). Αφ ετέρου το τυπικό σύνταγμα περιλαμβάνει συχνά όχι μόνο κανόνες του συνταγματικού δικαίου, αλλά και άλλων κλάδων. 7

2.2.1 Διακρίσεις των ουσιαστικών συνταγμάτων ν. Από τη στιγμή που το ρυθμιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος Την ουσιαστική διάσταση του Συντάγματος την εκφράζει το σύνολο των ρυθμίσεών του, ταυτίζεται με τον animus του Συντάγματος και αναφέρεται στο περιεχόμενο του Συντάγματος. Το ουσιαστικό Σύνταγμα ταυτίζεται δηλαδή με το Συνταγματικό δίκαιο. Το περιεχόμενο κάθε συνταγματικού κανόνα ρυθμίζεται με βάση τρία κριτήρια: α) το υλικό, που αφορά το είδος της ύλης που ρυθμίζεται β) το αξιολογικό (αφορά την αξιολόγηση) γ) το χωρικό στοιχείο που αναφέρεται στη ρυθμιστική ευρύτητα του Συντάγματος. Α) Γενικός νόμος (lex generalis) Το πρώτο λοιπόν στοιχείο του περιεχομένου αφορά τα θέματα στα οποία αναφέρονται οι συνταγματικές ρυθμίσεις, τα οποία δεν διαφέρουν από εκείνα που ρυθμίζουν οι κοινοί νόμοι. Οι διατάξεις του κοινού δικαίου απλώς εξειδικεύουν όσα ορίζει το Σύνταγμα, δηλαδή συντακτικός και κοινός νομοθέτης έχουν κοινό ρυθμιστικό πεδίο δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Το Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες αλλά μόνο τις βασικές ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τη συνολική έννομη τάξη. Στις συνταγματικές διατάξεις απλώς θίγονται ή ρυθμίζονται πολύ περιληπτικά ορισμένα θέματα, τα οποία καλείται να ρυθμίσει λεπτομερώς η κοινή νομοθεσία. Ο συντακτικός νομοθέτης επομένως ρυθμίζει γενικά και αφαιρετικά. Η διαφορά λοιπόν που υπάρχει στον τρόπο αναφοράς στα θέματα που ρυθμίζονται μεταξύ συνταγματικού και κοινού δικαίου είναι αυτή που υπάρχει στο γενικό- ειδικό, στη γενική ρύθμιση και την εξειδίκευση. Αυτή η διαφορετικότητα του τρόπου ρύθμισης εξασφαλίζει διαφορετικούς ρόλους στη σύμπραξη κοινού και συντακτικού νομοθέτη στο ίδιο αντικείμενο, δηλαδή ο κοινός ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του συντακτικού. Όλοι λοιπόν οι νόμοι ισχύουν υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας τους με το Σύνταγμα. Επομένως το Σύνταγμα ρυθμίζει κανόνες δικαίου, είναι ο νόμος των νόμων και ρυθμίζει (έμμεσα) και την ανθρώπινη συμβίωση. Αυτή η συμμόρφωση των νόμων προς το Σύνταγμα αφορά τόσο τη διαδικασία παραγωγής όσο και το περιεχόμενο και είναι η συνταγματικότητα των νόμων.το Σύνταγμα λοιπόν δεν είναι απλώς δίκαιο αλλά ρυθμίζει το δίκαιο και εγκαθιστά ένα σύστημα αξιών. Ο πολιτειολογικός του χαρακτήρας είναι βέβαια σημαντικός αλλά δεν είναι ο μόνος. Β) Θεμελιώδης νόμος (lex fundamentalis) Το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος, στον οποίο περιέχονται οι βασικότεροι κανόνες της έννομης τάξης, δηλαδή οι συνταγματικοί κανόνες είναι οι σπουδαιότεροι από άποψη ουσίας. Το γεγονός αυτό προσδίδει στο Σύνταγμα κύρος, ιδιαίτερα από τη στιγμή που υπάρχει ένα Σύνταγμα σε κάθε έννομη τάξη. Η ουσιαστική υπεροχή οδήγησε και στην τυπική υπεροχή του Συντάγματος, καθώς οι θεμελιώδεις κανόνες έπρεπε να διαχωρίζονται από τους άλλους να έχουν δηλαδή ανώτερη τυπική ισχύ και διάρκεια. Οι πολιτειολογικές διατάξεις δεν είναι οι μόνες θεμελιώδεις καθώς στην ίδια κατηγορία ανήκουν για παράδειγμα και οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές (ισότητα, ελευθερία κλπ.). Η έννοια του θεμελιώδους έχει αξιολογικό προσανατολισμό, ωστόσο δεν παραμένει στατική, συνεχώς μεταβάλλεται. Ο συντακτικός νομοθέτης είναι αρμόδιος να κρίνει το θεμελιώδη κανόνα δικαίου, ωστόσο απαιτείται και η τοποθέτησή του στην ιστορική πραγματικότητα. Από ιστορική άποψη θεμελιώδη είναι τα ζητήματα που έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα και προκάλεσαν εντάσεις, δηλαδή τα αιτήματα των πολιτικών αγώνων. Με την αυστηρή νομική προσέγγιση όλοι οι θεμελιώδεις κανόνες της έννομης τάξης βρίσκονται στο Σύνταγμα, όπου τους έχει τοποθετήσει ο συντακτικός νομοθέτης. Θεωρητικά όμως υπάρχουν θεμελιώδεις κανόνες δικαίου που εκούσια ή ακούσια δεν συμπεριλήφθηκαν στο Σύνταγμα, αποτελούν δηλαδή οιονεί συνταγματικούς κανόνες. Και 8

πάλι σύμφωνα με τη νομική προσέγγιση όλοι οι κανόνες του Συντάγματος είναι θεμελιώδεις. δεν αποκλείεται όμως στο Σύνταγμα να υπάρχουν και δευτερεύοντες κανόνες, οι οποίοι είναι τυπικά συνταγματικοί. ωστόσο τα Συντάγματα κατά κανόνα δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μη θεμελιώδεις, λεπτομερειακές ρυθμίσεις, που αφορούν το κοινό δίκαιο. Γ) Καθολικός νόμος (lex universalis) Το Σύνταγμα, όπως ορίζει και το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο. γ του ισχύοντος Συντάγματος, ρυθμίζει τη συνολική ζωή και έννομη τάξη. Η καθολικότητα αυτή του Συντάγματος πηγάζει από τη μονιστική αρχή και την ενότητα της έννομης τάξης. Το Σύνταγμα είναι λοιπόν καθολικός, οικουμενικός νόμος που ρυθμίζει τόσο την κρατική όσο και την κοινωνική περιοχή και διαχωρίζεται σε τρία μερικότερα Συντάγματα, το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό. Η καθολικότητα και η πολυμορφία του Συντάγματος προσδίδουν στο Σύνταγμα μοναδικότητα και το διακρίνουν από τους κοινούς νόμους. Η ρυθμιστική εμβέλεια του Συντάγματος προκύπτει από την ιεραρχική θέση που καταλαμβάνει στην ενιαία έννομη τάξη, δηλαδή από την τυπική και ουσιαστική του υπεροχή έναντι των κοινών νόμων επεκτείνεται σε όλη την έννομη τάξη, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του ουσιαστικού Συντάγματος με κριτήριο την ύλη που περιέχει, προκύπτει δηλαδή αδυναμία ορισμού του ουσιαστικού Συντάγματος. Το συνταγματικό δίκαιο όμως έχει υπερκλαδικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί μερικότερο σύνολο κανόνων δικαίου, είναι15 και την ενότητα της έννομης τάξης. Το Σύνταγμα είναι λοιπόν καθολικός, οικουμενικός νόμος που ρυθμίζει τόσο την κρατική όσο και την κοινωνική περιοχή και διαχωρίζεται σε τρία μερικότερα Συντάγματα, το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό. Η καθολικότητα και η πολυμορφία του Συντάγματος προσδίδουν στο Σύνταγμα μοναδικότητα και το διακρίνουν από τους κοινούς νόμους. Η ρυθμιστική εμβέλεια του Συντάγματος προκύπτει από την ιεραρχική θέση που καταλαμβάνει στην ενιαία έννομη τάξη, δηλαδή από την τυπική και ουσιαστική του υπεροχή έναντι των κοινών νόμων. Από τη στιγμή που το ρυθμιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος επεκτείνεται σε όλη την έννομη τάξη, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του ουσιαστικού Συντάγματος με κριτήριο την ύλη που περιέχει, προκύπτει δηλαδή αδυναμία ορισμού του ουσιαστικού Συντάγματος. Το συνταγματικό δίκαιο όμως έχει υπερκλαδικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί μερικότερο σύνολο κανόνων δικαίου, είναι δηλαδή ο κλάδος που μελετά τις γενικές και θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης, τους βασικούς κανόνες πάνω στους οποίους βασίζονται οι μερικότεροι κλάδοι δικαίου και ευρύτερα μελετά τους κανόνες με ανώτερη τυπική δύναμη. Το Σύνταγμα επομένως αναφέρεται τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική έννομη τάξη. Το Σύνταγμα αποτελεί τη πηγή νομιμοποίησης όλων των μερικότερων κλάδων δικαίου. Κάθε μερικότερος κλάδος δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποτελείται από τις γενικές συνταγματικές αρχές, τις ειδικές συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις κοινού δικαίου. Η καθολικότητα του Συντάγματος έρχεται σε αντίθεση με αρχές της παραδοσιακής θεωρίας όπως η διάκριση κράτους κοινωνίας, η διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό, η κλασική έννοια του Συντάγματος ως σύνολο κανόνων δημοσίου δικαίου. Η διεύρυνση της ρυθμιστικής εμβέλειας του Συντάγματος συνδέεται στενά με την ενοποίηση της έννομης τάξης και την υπέρβαση του δυαδισμού της. Το Σύνταγμα ρυθμίζει επομένως το συνολικό πολιτικό και δικαιϊκό σύστημα και σε αυτό πρέπει να αναζητηθούν οι γενικές αρχές του δικαίου. 9

2.2.2 Διακρίσεις των τυπικών συνταγμάτων Η τυπική διάσταση του Συντάγματος αναφέρεται στου τύπο, στην εξωτερική μορφή, στον τρόπο παρουσίασης του συνταγματικού κανόνα. Κάθε Σύνταγμα με τη σύγχρονη έννοια του όρου διαθέτει συστατικό τύπο, δηλαδή συνδυάζει τύπο και ουσία. Τρία επιμέρους στοιχεία συνθέτουν το συνταγματικό τύπο ο γραπτός τύπος, η αυστηρότητα και η τυπική υπεροχή. Η τυπική υπεροχή και η αυστηρότητα διαφοροποιούν το Σύνταγμα από τους κοινούς νόμους. Ένας κανόνας δικαίου για να θεωρείται συνταγματικός πρέπει να περιβληθεί τον κατάλληλο τύπο. Το σύγχρονο Σύνταγμα δημιουργείται λοιπόν με την ολοκλήρωση της τυπικής του διάστασης, δηλαδή μόλις τεθεί επικεφαλής της έννομης τάξης. Α) Γραπτός νόμος (lex scripta) Σύνταγμα είναι ο γραπτά διατυπωμένος θεμελιώδης νόμος, δηλαδή δεν υπάρχουν άγραφα Συντάγματα, αλλά ο γραπτός τύπος είναι συστατικός. Ο τύπος αυτός είναι η ελάχιστη τυπική απαίτηση και αποτελεί τη βάση για τα άλλα τυπικά στοιχεία, ενώ αν και είναι συστατικός τύπος δεν αποτελεί διακριτικό γνώρισμα του Συντάγματος (και οι κοινοί νόμοι είναι γραπτοί). Η σπουδαιότητα και η ανωτερότητα του Συντάγματος επέβαλλαν τη γραπτή του μορφή. Οι άγραφοι κανόνες είναι πολύ πιο αόριστοι και μπορούν πιο εύκολα να αμφισβητηθούν τόσο ως προς την ύπαρξη όσο και ως προς το περιεχόμενό τους. Επιπλέον ο θεμελιώδης και συνοπτικός χαρακτήρας του Συντάγματος ευνόησε τη γραπτή εμφάνισή του. Υπάρχει και ιστορική εξήγηση για το γεγονός αυτό. Τα πρώτα Συντάγματα υπήρξαν αποτέλεσμα πολιτικών συγκρούσεων και υπήρχε η αναγκαιότητα έγγραφης διατύπωσης για την εξασφάλιση των ρυθμίσεων και την αποφυγή αμφισβητήσεων. Συνταγματικός κανόνας εξάλλου δεν είναι μόνο ο γραπτός αλλά ο σε ιδιαίτερο κείμενο διατυπωμένος θεμελιώδης νόμος. Οι συνταγματικοί κανόνες είναι συγκεντρωμένοι σε ένα ιδιαίτερο, ενιαίο κείμενο και όχι διάσπαρτοι σε περισσότερα κείμενα. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για Σύνταγμα γίνεται αναφορά σε ένα συγκεκριμένο κείμενο. Ορισμένες φορές βέβαια προσδίδεται αυξημένη τυπική ισχύς και σε άλλα κείμενα όπως οι συντακτικές πράξεις. Ωστόσο Σύνταγμα είναι ένα ενιαίο κείμενο (κώδικας) που φέρει την ονομασία «Σύνταγμα» ή άλλη παρόμοια και την ονομασία αυτή τη διατηρεί μόνο αυτό όσα «συνταγματικού χαρακτήρα» κείμενα και αν υπάρχουν. Β )Αυστηρός νόμος (dura lex, rigida lex) Το Σύνταγμα είναι αυστηρός νόμος και η αυστηρότητα αυτή αφορά τη διαδικασία παραγωγής και όχι το περιεχόμενο. Αυστηρότητα κατά κυριολεξία είναι η παρεμπόδιση της μεταβολής του Συντάγματος, η «διατήρησή» του. Μπορεί να είναι απόλυτη ή σχετική. Είτε πρόκειται δηλαδή για απόλυτη απαγόρευση κάθε μεταβολής είτε για δυνατότητα μεταβολής με δυσχερέστερη διαδικασία. Αυτό το νομικό χαρακτηριστικό ξεκίνησε ως ιστορική αναγκαιότητα. Προέκυψε δηλαδή από την ανάγκη να διασφαλίσουν οι κοινωνίες το χαρακτήρα την μονιμότητας για κάποια θέματα, ότι δηλαδή ή δεν θα μπορούν να αλλάξουν ή δεν θα αλλάζουν τόσο εύκολα όσο οι κοινοί κανόνες δικαίου. Οι κοινωνίες ήθελαν να διασφαλίσουν νομικά ότι αποκτήθηκε με πολλούς αγώνες και δυσκολίες. Η σχετική αυστηρότητα προβλέπει τη δυσχερέστερη μεταβολή των συνταγματικών κανόνων. Ορίζονται από το Σύνταγμα ειδική αναθεωρητική διαδικασία, δυσχερέστερη από την αντίστοιχη του κοινού δικαίου, και ειδικό όργανο ο αναθεωρητικός νομοθέτης. Σχετικά αυστηροί είναι οι συνταγματικοί κανόνες που δεν είναι απόλυτα αυστηροί. Είναι επίσης σαφές ότι κανόνες που δεν παράγονται με συγκεκριμένη, ειδική, αυστηρότερη διαδικασία, αλλά με τη συνήθη δεν είναι συνταγματικοί. Εξαίρεση αποτελούν οι εθιμικοί συνταγματικοί κανόνες οι οποίοι αν και δεν παράγονται με την προβλεπόμενη τυπική διαδικασία έχουν αυξημένη τυπική δύναμη. Η αυστηρότητα μπορεί όμως να είναι και απόλυτη όταν ορισμένα 10

θέματα δεν μπορούν από νομική άποψη να αλλάξουν ποτέ. Βέβαια με αυτό τον τρόπο οι προηγούμενες γενιές δεσμεύουν τις επόμενες, ωστόσο δεν υπάρχει Σύνταγμα αυστηρό στο σύνολό του και η απόλυτη αυστηρότητα περιβάλλει μόνο πολύ σημαντικές διατάξεις. Γ) Ανώτατος νόμος (suprema lex) Το Σύνταγμα δεν συνιστά μόνο θεμελιώδη αλλά και υπέρτατο νόμο, δηλαδή δεν περιέχει απλώς τους κανόνες με τη μεγαλύτερη σημασία, αλλά δεν υπάρχουν και άλλοι κανόνες δικαίου ανώτεροι από τους συνταγματικούς. Οι κανόνες με τη μεγαλύτερη σημασία πρέπει να έχουν και τη μεγαλύτερη τυπική δύναμη. Η τυπική υπεροχή αποτελεί τη νομική αναγνώριση της ουσιαστικής υπεροχής του Συντάγματος. Οι συνταγματικοί κανόνες υπερέχουν λοιπόν των κανόνων του κοινού δικαίου και σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους οι συνταγματικοί υπερέχουν. Επομένως η τυπική υπεροχή είναι τυπικό χαρακτηριστικό που παράγει σημαντικότατα ουσιαστικά αποτελέσματα, όπως η συμμόρφωση του κοινού δικαίου προς το συνταγματικό. Είναι το ανώτατο σημείο εξέλιξης της τυπικής πλευράς του Συντάγματος, που άρχισε με το γραπτό τύπο. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει υπό νομική έννοια Σύνταγμα. Η τυπική ανωτερότητα δεν προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα ωστόσο προκύπτει μέσω των διατάξεων για την αυστηρότητα και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η κατά κυριολεξία στιγμή γένεσης του Συντάγματος είναι η στιγμή που προσέλαβε αυτή ακριβώς την ιδιότητα της τυπική υπεροχής, που είναι το κύριο τυπικό χαρακτηριστικό του Συντάγματος. Παρά το ότι η κλασική θεωρία αντιμετωπίζει την αυστηρότητα και την τυπική υπεροχή ως ενιαίο τυπικό χαρακτηριστικό είναι απαραίτητο να τις διακρίνουμε. Η τυπική υπεροχή αναφέρεται στη θέση των συνταγματικών κανόνων στην ιεραρχία της έννομης τάξης. Η αυστηρότητα αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής των συνταγματικών κανόνων και με αυτό τον τρόπο προηγείται και έπεται η τυπική υπεροχή που αναφέρεται στην εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων. Οι συνταγματικοί κανόνες υπερέχουν τυπικά του κοινού δικαίου (δημοσίου ή ιδιωτικού), ώστε αν οι δεύτεροι έρχονται σε σύγκριση με τους πρώτους δεν εφαρμόζονται. Η έννομη συνέπεια της ασυμφωνίας τους προς το Σύνταγμα είναι η κύρωση. Με αυτό τον τρόπο αποκτά η υπεροχή του Συντάγματος πρακτικό περιεχόμενο. Η αυστηρότητα και η τυπική υπεροχή, που βασίζεται σε αυτή οδήγησαν στην υποταγή του κοινού στο συνταγματικό δίκαιο και επομένως στην συνταγματικότητα και στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος δεν προβλεπόταν αρχικά από κάποια ειδική διάταξη. Τον έλεγχο της συνταγματικότητας θεμελιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 87 παρ.2 και 93 παρ.4. Σύμφωνα άλλωστε με την πρώτη διάταξη ο δικαστής οφείλει υπακοή πρώτα στο Σύνταγμα και έπειτα στους νόμους. Η τυπική υπεροχή προσδίδει στο Σύνταγμα διπλό ρυθμιστικό ρόλο, καθώς δεν ρυθμίζει μόνο άμεσα την ανθρώπινη συμβίωση, αλλά και μέσω του κοινού δικαίου. Με την έννοια αυτή είναι ο ρυθμιστής των ρυθμίσεων και της συνολικής έννομης τάξης, εφόσον είναι ο νόμος που πρέπει να ακολουθούν οι νόμοι ώστε να εφαρμόζονται. 2.3 Τα συνταγματικά δικαιώματα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΩΡΙΑ: Παραδοσιακή και σύγχρονη είναι, δύο βασικές θεωρίες, δύο διαφορετικές αντιλήψεις, που διεκδικούν τη νομική αλήθεια και αντιμάχονται για τον καθορισμό των διαφόρων θεμάτων, που ανακύπτουν, αναφορικά προς την κατανόηση των νομικών εννοιών και φαινομένων και τη λύση των προβλημάτων, που ανάγονται στα συνταγματικά δικαιώματα. Η αποδοχή της μιας ή της άλλης βασίζεται σε διαφορετικές ερμηνευτικές βάσεις, εμπεριέχει αποδοχή συγκεκριμένων θέσεων. Η 11

γενικότερη αναγκαιότητα ερμηνευτικής θεωρίας, η επιλογή ερμηνευτικών θέσεων για την έρευνα και για την αντιμετώπιση των νομικών φαινομένων, εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη στην περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Αποτελεί, πράγματι, απαραίτητη προϋπόθεση, τη στερεή αφετηρία χωρίς την οποία κάθε προσπάθεια προσέγγισης των σχετικών νομικών ζητημάτων εμφανίζεται παρακινδυνευμένη. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η γενικότερη φιλοσοφική διαπάλη υποκειμενισμού και αντικειμενισμού, μεταφερόμενη στο πεδίο των συνταγματικών δικαιωμάτων, οδήγησε τελικά στη διαμόρφωση των δύο βασικών θεωριών. Η παραδοσιακή θεωρία είναι κατ εξοχήν υποκειμενική, ενώ αντίθετα έντονο αντικειμενικό χαρακτήρα έχει η σύγχρονη θεωρία. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ: Ο υποκειμενισμός προσανατολίζει αποκλειστικά προς το δικαίωμα, με αποτέλεσμα η νομική σκέψη να αγνοεί το θεσμικό περιβάλλον και να οδηγείται στην υποκειμενική και απρόσφορη αντιπαράθεση δικαιώματος και θεσμού. Ο υποκειμενισμός στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς το υποκειμενικό στοιχείο, προς το δικαίωμα απομονωμένα και αποχωρισμένο από το αντικειμενικό περιβάλλον της έννομης σχέσης ή του θεσμού μέσα στον οποίο εφαρμόζεται. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ: Αποκτά ιδιαίτερη σημασία η διαπίστωση ότι αναγκαία το δικαίωμα δεν ασκείται απομονωμένο, αλλά σε ένα ευρύτερο αντικειμενικό θεσμικό νομικό περιβάλλον, μέσα σε κάποια έννομη σχέση ή θεσμό από το όποιο επηρεάζεται έντονα. Η εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται μόνον από το περιεχόμενο τους αλλά και από το αντικειμενικό νομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ασκούνται και τη σχέση τους με αυτό. Αυτή η ίδια η φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο διαφορετικό. Κατά την αντικειμενική θεωρία οι συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν μόνο υποκειμενικά δίκαια, αλλά και αντικειμενικές αρχές. ΜΟΝΙΣΜΟΣ/ΔΥΙΣΜΟΣ.Η ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Μεθοδολογικά η μονιστική θεώρηση ωθεί παραπέρα, στην ενιαία και ομοιόμορφη αντιμετώπιση των προβλημάτων, τόσο στην περιοχή του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα με τον μονισμό, η αντιμετώπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι ενιαία και ο τρόπος εφαρμογής τους αποδεικνύεται βασικά ο ίδιος και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο δίκαιο. Η αρχή του αιτιώδους των περιορισμών εφαρμόζεται και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και στις σχέσεις δημοσίου δικαίου. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ: Μεγάλη είναι επίσης η σημασία και η εφαρμογή για την περιοχή των συνταγματικών δικαιωμάτων, της θεωρίας της καταστατικής αρχής. Η καταστατική αρχή της έννομης τάξης, η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας, αποτελεί ταυτόχρονα και συνταγματικό μητρικό δικαίωμα και χρωματίζει όλες τις μερικότερες περιοχές του δικαίου.η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ: Αναδεικνύεται ως ορθότερη και απαραίτητη μέθοδος για την ανάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο ως μέσο για την κατανόηση της δομής, της λειτουργίας και της εφαρμογής τους. Χωρίς τη φύση του πράγματος δεν είναι πράγματι δυνατή η μελέτη και η διαμόρφωση συγκεκριμένων λύσεων κατά την εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Το ουσιαστικό περιεχόμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων αναλύεται σε μερικότερα αντικειμενικά στοιχεία, όπως προκύπτουν από τη φύση του πράγματος. 12

2.4 Η Συντακτική εξουσία και η αναθεωρητική αρμοδιότητα Εφόσον κάθε έννομη τάξη έχει ουσιαστικό Σύνταγμα, φορέας της εξουσίας που το θεσπίζει είναι το ίδιο το κράτος.έτσι, συντακτική εξουσία λέγεται η βούληση η οποία θέτει το Σύνταγμα. Προφανώς,τη συντακτική εξουσία την έχει το κράτος. Στην πράξη όμως η εξουσία αυτή δεν έχει φορέα παρά το κυρίαρχο όργανο και έτσι η << εξουσία>> αυτή γίνεται αρμοδιότητα. Ανάλογα με την αριθμητική σύνθεση του κυρίαρχου οργάνου διακρίνουμε τα Συντάγματα σε θεμελιωμένα στη δημοκρατική, τη μονοκρατική ή την ολιγοκρατική αρχή. Στα κράτη με γραπτό Σύνταγμα, από τη συντακτική διαφέρει η αναθεωρητική αρμοδιότητα για τροποποίηση του Συντάγματος. Αυτή τη ρυθμίζει το δίκαιο του κράτους και μάλιστα λεπτομερώς όταν το Σύνταγμα είναι αυστηρό. Η συντακτική εξουσία είναι πρωτογενής. Δηλαδή ασκείται πάντοτε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου που ισχύουν μέχρι τότε. Η συντακτική εξουσία καταλύει μία έννομη τάξη και ιδρύει μία άλλη. Η συντακτική εξουσία ασκείται όταν ιδρύεται νέο κράτος ή όταν παραβιάζονται οι κανόνες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, οπότε το κράτος ανασυντάσσεται. Τουλάχιστον στις δημοκρατικές, η συντακτική εξουσία συνδυάζεται ανέκαθεν με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Την ασκεί ειδική συνέλευση αντιπροσώπων του λαού. Αυτή η συντακτική συνέλευση είναι επαναστατική και θεωρείται κυρίαρχη. Αντίθετα, η συνέλευση με αναθεωρητική αρμοδιότητα υπόκειται στους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς περιορισμούς για την αναθεώρηση του Συντάγματος. 2.4.1 Συντάγματα παραχωρημένα και συντάγματα-συναλλάγματα Τα Συντάγματα που στηρίζονται στη μοναρχική αρχή χαρακτηρίζονται π α ρ α χ ω ρ η μ έ ν α,διότι με αυτά ο μονάρχης παραχωρεί στον λαό ορισμένες αρμοδιότητας. Θεωρητικώς μπορεί να ανακαλέσει ένα τέτοιο Σύνταγμα. Στην ιστορική εξέλιξη, μεταξύ παραχωρημένων και δημοκρατικών Συνταγμάτων εμφανίζονται ενίοτε λεγόμενα Συντάγματα συναλλάγματα. Στην κατάρτιση τους ο μονάρχης και ο λαός συντρέχουν κατά κάποιο τρόπο ισοδυνάμως διότι τότε η πολιτική δύναμη του μονάρχη και λαός συντρέχουν κατά κάποιο τρόπο ισοδυνάμως διότι τότε η πολιτική δύναμη του μονάρχη μειώνεται και του λαού αυξάνει και σχηματίζεται μία συγκυριακή ισορροπία. Έτσι, ο μονάρχης και ο λαός συνάπτουν <<σύμβαση>>. Συμβατικό χαρακτήρα έχουν οπωσδήποτε και τα ομοσπονδιακά Συντάγματα. Έστω και ατύπως αποτελούν συνθήκη μεταξύ των ομόσπονδων κρατών. 2.5 Ευρωπαϊκό σύνταγμα Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι η νέα μεγάλη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να την κάνουν πιο ισχυρή σε διεθνές επίπεδο και πιο αποτελεσματική στο εσωτερικό της, για να απλοποιήσουν τη λειτουργία της και να διευκρινίσουν τις αρμοδιότητές της.2 Με το Σύνταγμα η Ένωση θα μπορέσει να ξεπεράσει πιο εύκολα τις δυσκολίες που δημιουργεί το μέγεθός της. Οι πολίτες της θα γνωρίζουν τι είναι η Ένωση και τι μπορεί να κάνει. Πάνω απ' όλα όμως το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δίνει στους πολίτες τα δικαιώματα που ορίζει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Είναι, επομένως, μια συμβολή σε μια Ευρώπη της ελευθερίας, της ειρήνης και της δημοκρατίας στον 21ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αποτελεί ταυτόχρονα συνθήκη που διέπεται από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και Σύνταγμα διότι περιέχει 13

στοιχεία συνταγματικής φύσης. Το Σύνταγμα της Ευρώπης προετοιμάστηκε βάσει διαφανούς και δημοκρατικής διαδικασίας, κυρίως από μια Ευρωπαϊκή Συνέλευση 72 αντιπροσώπων (επί 105 μελών) εκλεγμένων με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Το έργο αυτό ολοκληρώνεται με διαδικασία επικύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια, επίσης εκλεγμένα με άμεση καθολική ψηφοφορία, των 25 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με δημοψήφισμα. Η επικύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και από τα 25 κράτη μέλη θα είναι σίγουρα μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. ΠΑΡΑΓΩΓΗ: 1. Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη από τους ηγέτες των 25 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η "Συνθήκη για τη Θέσπιση του Συντάγματος της Ευρώπης". Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όμως επικράτησε να ονομάζεται, θα τεθεί σε ισχύ την 1 Νοεμβρίου 2006 μετά την έγκρισή του σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες κάθε χώρας. Το Σύνταγμα επανιδρύει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντικαθιστώντας τις καταστατικές Συνθήκες της, ενώ η Ένωση αποκτά ένα συνεκτικό θεμελιώδες κείμενο που προσδιορίζει τους σκοπούς και τις αξίες της και οργανώνει τη δομή, τη λειτουργία και τις πολιτικές της. 2. Η Διακυβερνητική Διάσκεψη, ως πρότυπο για την αναθεώρηση των Καταστατικών Συνθηκών, άρχισε προς το τέλος της δεκαετίας του '90 να συναντά τα όριά της. Δημοκρατικό έλλειμμα, έλλειψη δημοσιότητας και διαφάνειας, αποξένωση των Ευρωπαίων πολιτών από τη λήψη των αποφάσεων και αδυναμία εξεύρεσης ισόρροπων συνθέσεων για την ανανέωση της Ένωσης είναι οι κύριοι λόγοι που, φυσικά μαζί με τη διεύρυνση, ανέδειξαν μετά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας (2000) την ανάγκη να αναπροσδιοριστεί το πρότυπο που γνωρίζαμε για τη θεσμική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την εμβάθυνση της ενοποίησης συνειδητοποιούνταν, ολοένα και περισσότερο στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η σημασία μιας πιο συνεκτικής και αποτελεσματικής δομής της διευρυμένης Ένωσης. Αυτή ακριβώς επέβαλε με τη σειρά της μια πιο ανοικτή και νομιμοποιημένη διαδικασία για την παραγωγή των καταστατικών κειμένων. Έτσι προέβαλε στο προσκήνιο η προοπτική της συνταγματοποίησής της και άρχισε η συζήτηση για την αναμόρφωση του προτύπου σχετικά με την παραγωγή του θεμελιώδους κειμένου της. Παράλληλα, άρχισε να υιοθετείται και να γενικεύεται, αντί της ονομασίας "Συνθήκη", η ονομασία "Συνταγματική Συνθήκη" ή, πιο απλά, "Σύνταγμα".3. Η Σύνοδος Κορυφής του Laeken (2001), αξιοποιώντας το προηγούμενο της Συνέλευσης του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποφάσισε τη συγκρότηση ενός σώματος με αντιπροσωπευτική σύνθεση, τη Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης. Σε αυτήν συμμετείχαν εκπρόσωποι των αρχηγών κρατών καικυβερνήσεων και των εθνικών κοινοβουλίων τόσο των παλαιών όσο και των νέων κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Η Συνέλευση εργάστηκε από το Φεβρουάριο του 2002 εντατικά και μεθοδικά και υπέβαλε το Σχέδιό της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης στις 20 Ιουνίου 2003. Αξίζει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η Ένωση με τη συνταγματοποίησή της εμπλουτίζεται με αρχές και θεσμούς γνώριμους προ πολλού στην Πολιτεία, που συμπροσδιορίζουν τη βαθύτερη ουσία της. Το γεγονός αυτό δε σημαίνει πάντως ότι θα συνεχίσουν να διατηρούν το παραδοσιακό περιεχόμενό τους. Οι νέες αρχές και οι θεσμοί του Ευρωπαϊκού Συντάγματος δεν πρέπει λοιπόν να ταυτίζονται με το περιεχόμενο και τη λειτουργία τους που προσιδιάζει στο εθνικό Σύνταγμα. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την Ευρωπαϊκή Συνέλευση, η οποία επωμίσθηκε την ιστορική ευθύνη να εκπονήσει το Σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, χωρίς βέβαια να ασκεί συντακτική εξουσία με την έννοια του όρου που είναι γνωστή στην Πολιτεία. 4. Το "Σχέδιο Συνθήκης για τη Θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος" που επεξεργάσθηκε η Συνέλευση αποτέλεσε, 14

όπως αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης, "καλή" βάση για τις εργασίες της Διακυβερνητικής Διάσκεψης. Η Διακυβερνητική, συγκλήθηκε την 4η Οκτωβρίου 2003 στη Ρώμη, συνεδρίασε σε περισσότερες Συνόδους αποκλειστικά σε επίπεδο Αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των είκοσι πέντε κρατών μελών (παλαιών και νέων) της Ένωσης, με την επικουρία των Υπουργών Εξωτερικών. Με τον τρόπο αυτό διαφοροποιήθηκε από τις έως τώρα Διακυβερνητικές, οι οποίες διεξάγονταν σε πρώτη προπαρασκευαστική φάση σε επίπεδο εθνικών αντιπροσώπων και συγκαλούνταν σε επίπεδο ηγετών σε μία μόνο (τελική) Σύνοδο. Οι συζητήσεις έγιναν, εξ άλλου, σε ένα εντελώς διαφορετικό, πιο ώριμο, πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, με συγκροτημένη βάση και με περισσότερο πληροφορημένους και ευαισθητοποιημένους πολίτες. Τα διακυβεύματα που απασχόλησαν τη Διακυβερνητική είχαν ήδη αποτελέσει, στο πλαίσιο της Συνέλευσης και του Forum για το μέλλον της Ευρώπης, αντικείμενο εκτενούς δημόσιας συζήτησης, με διεξοδική παρουσίαση της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, ανάδειξη των καίριων ζητημάτων και συνειδητοποίησης της σημασίας τους για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η διακυβερνητική Διάσκεψη διακόπηκε το Δεκέμβριο του 2003, γιατί δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία, συνεχίστηκε δε τον Απρίλιο του 2004. Στις 17 Ιουνίου 2004, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών υπό την Ιρλανδική Προεδρία παραμερίστηκαν οι τελευταίες διαφωνίες και επιτεύχθηκε ο τελικός συμβιβασμός. Το Σύνταγμα μαζί με τα άλλα κείμενα της Τελικής Πράξης, δηλαδή τα Πρωτόκολλα και τις Δηλώσεις, υποβλήθηκαν στη συνέχεια σε νομοτεχνική επεξεργασία, υιοθετήθηκε δε σε πανηγυρική τελετή την 29η Οκτωβρίου 2004 στη Ρώμη. 5. Η παραγωγή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος οργανώθηκε έτσι σε δύο σαφώς διακριτά στάδια, τη Συνέλευση και τη Διακυβερνητική. Τα δύο στάδια συναρθρώνονται λειτουργικά και συνιστούν ένα εντελώς νέο πρότυπο στην ιστορία των θεσμών. Η τελική διαμόρφωση του Συντάγματος με τις σχετικά περιορισμένες αλλαγές που επέφερε η Διακυβερνητική στο Σχέδιο της Συνέλευσης κατέδειξε την πολιτική δυναμική της Συνέλευσης. Υπογράμμισε όμως παράλληλα και τη δεσμευτικότητα που προσέλαβε ουσιαστικά το Σχέδιο με τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη λειτουργία της. Η Συνέλευση ως όργανο διαβούλευσης, διαμόρφωσης και παραγωγής του σχεδίου Συντάγματος, η Διακυβερνητική ως θεσμός αρμόδιος για τη λήψη της τελικής απόφασης και η έγκριση του Συντάγματος σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες που προβλέπονται γι' αυτό το σκοπό στα κράτη μέλη συγκροτούν το νέο ιστορικό πρότυπο για τη θεσμική ανασυγκρότησης της Ένωσης και την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος υπογράφτηκε από τα είκοσι πέντε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) στις 29 Οκτωβρίου 2004. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένα σύνταγμα θεσπίζεται μέσω (διακρατικής) Συνθήκης, όπου, από διαδικαστικής νομικής πλευράς τουλάχιστον, το Σύνταγμα έχει το χαρακτήρα μιας συνθήκης, όπως οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Από ουσιαστικής πολιτικής και συμμετοχικής πλευράς, όμως, έχουμε ένα κείμενο που δικαιολογημένα τιτλοφορείται Σύνταγμα4. Περιέχει τα κύρια στοιχεία ενός "συνταγματικού Συντάγματος": περιορισμούς στην άσκηση της εξουσίας, προσδιορισμό της κατανομής της εξουσίας ανάμεσα σε διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης, οργανωτικές αρχές και παραμέτρους για τη συγκρότηση του πολιτικού και θεσμικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. κ.α. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα υπήρξε το προϊόν μια καινοτόμο διαδικασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: της διαδικασίας της Συνέλευσης (Convention). Η διαδικασία για τη συγκρότηση της Συνέλευσης ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 15

2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, το οποίο, ως Διακυβερνητική Διάσκεψη (ΔΔ), υιοθέτησε την ομώνυμη Συνθήκη. Τότε, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων αποφάσισαν, με Διακήρυξή τους, ότι θα έπρεπε να ανοίξει ένας ευρύτερος διάλογος για το "Μέλλον της Ευρώπης". Ο διάλογος αυτός θα έπρεπε να έχει δημοκρατικό χαρακτήρα. Θα έπρεπε, δηλαδή, να συμμετέχουν οι πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης μέσω των εκπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα εθνικά κοινοβούλια, αλλά και η "κοινωνία των πολιτών" μέσω των διαφόρων φορέων της (συνδικαλιστικές ενώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις ΜΚΟ, κ.α.). Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες και τα μέσα με την αξιοποίηση και της σύγχρονης τεχνολογίας (διαδίκτυο, κ.α.). Ο διάλογος θα έπρεπε να καταλήξει σε μια νέα Διακυβερνητική Διάσκεψη για υιοθέτηση μιας νέας Συνθήκης για τη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από μια περίοδο ανοιχτής συζήτησης που διήρκεσε από το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο του 2001, αποφασίστηκε ο διάλογος για το "Μέλλον της Ευρώπης" να προσλάβει "δομημένο χαρακτήρα", μέσα, όμως, σε ένα δημοκρατικό θεσμό πλαίσιο, με τη συμμετοχή των πολιτικών και κοινωνικών συντελεστών, φορέων και παραγόντων. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken (Δεκέμβριος 2001) αποφάσισε, ανταποκρινόμενο και σε σχετικό αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τη σύγκληση Συνέλευσης (Convention) αποτελούμενης από (α) εκπροσώπους αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των δεκαπέντε κρατών μελών με τους αναπληρωτές τους καθώς και των δεκατριών υποψηφίων κρατών (β) δύο εκπροσώπους από το κοινοβούλιο κάθε κράτους μέλους και των υποψηφίων κρατών (σύνολο 30 + 26) (γ) δεκαέξι εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και (δ) δύο εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνολικά 105 μέλη. Πρόεδρος της Συνέλευσης ορίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Valery Giscard d' Estaing10 και δύο αντιπρόεδροι, οι G. Amato (πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας) και J. L. Dehaene (πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου). Στο προεδρείο όμως της Συνέλευσης, εκτός από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, συμμετείχαν εκπρόσωποι των κυβερνήσεων που στη διάρκεια των εργασιών της Συνέλευσης θα ασκήσουν την Προεδρία του Συμβουλίου (δηλ. Ισπανία, Δανία και Ελλάδα), δύο αντιπρόσωποι των εθνικών κοινοβουλίων, δύο αντιπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και εκπρόσωπος των υποψηφίων κρατών. Ως παρατηρητές, συμμετείχαν επίσης στις εργασίες της Συνέλευσης εκπρόσωποι της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής Περιφερειών και ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής. Οι εργασίες της Συνέλευσης ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου 2002 και ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2003.12 Η Συνέλευση αποτέλεσε έναν εντελώς καινοτόμο θεσμό στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήταν η πρώτη φορά που η Ένωση επιχείρησε να διαμορφώσει τη μελλοντική πολιτική και θεσμική της συγκρότηση όχι μέσα από κλειστές, γραφειοκρατικές διπλωματικού τύπου διαδικασίες, αλλά με έναν περισσότερο δημοκρατικό, ανοιχτό τρόπο. Η Συνέλευση επέτρεψε την άμεση συμμετοχή στην ενοποιητική διαδικασία των εθνικών κοινοβουλίων (η πλειοψηφία των εκπροσώπων ανήκε στα κοινοβούλια, εθνικά και Ευρωπαϊκό) αλλά και εκπροσώπων της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών. Για πρώτη φορά, ο απλός πολίτης είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του για την οργάνωση της Ε.Ε., την πορεία, το περιεχόμενο, τους στόχους και τις αξίες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από την άποψη αυτή, η Συνέλευση αποτέλεσε ένα σημαντικό θεσμικό βήμα για "περισσότερη δημοκρατία" στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα βήμα που ισχυροποίησε τη δημοκρατική νομιμότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ένα σοβαρό βήμα για την ευρωπαϊκή, υπερεθνική δημοκρατία. Για τις εργασίες της Συνέλευσης, το 16

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken, σε Δήλωση που υιοθέτησε, προσδιόρισε τη γενικότερη αποστολή της Συνέλευσης τονίζοντας ότι "Η Ένωση πρέπει να γίνει περισσότερο δημοκρατική, διαφανής και αποτελεσματική. Και πρέπει να βρει την απάντηση σε τρεις θεμελιώδεις προκλήσεις: Πώς θα επιτευχθεί η προσέγγιση μεταξύ πολιτών, και κατά κύριο λόγο των νέων, και του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, καθώς και των ευρωπαϊκών θεσμών; Πώς θα διαμορφωθεί ο πολιτικός βίος και ο ευρωπαϊκός πολιτικός χώρος σε μια διευρυμένη Ένωση; Πώς θα καταστεί η Ένωση παράγοντας σταθερότητας και πρότυπο για το νέο 2.5.1 Η τήρηση του συντάγματος Πώς εξασφαλίζεται η τήρηση των κανόνων του αυστηρού Συντάγματος; Το πρόβλημα έχει δύο παραμέτρους. Αφ ενός, πολύ συχνά τα συντάγματα δεν προβλέπουν έννομες συνέπειες για παράβαση διατάξεων τους όλων ή ορισμένων. Πολλές διατάξεις τους θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν leges imperfectae, μολονότι δεν παύουν να είναι κανόνες διέπουν τη δράση των άμεσων οργάνων του κράτους που δεν εξαρτώνται το ένα από το άλλο αλλά είναι νομικώς ισοδύναμα. Επειδή εδώ ο νομικός καταναγκασμός είναι μάλλον αδύνατος τα Συντάγματα δημιουργούν ολόκληρο σύστημα κατά το οποίο το ένα όργανο ασκώντας την αρμοδιότητα του αποτρέπει την παράβαση του Συντάγματος από το άλλο. Οι νομικές εγγυήσεις για την τήρηση του Συντάγματος είναι προληπτικές ή κατασταλτικές. Υπάρχουν βέβαια και πολιτικές εγγυήσεις από τις οποίες οι κυριότερες είναι το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα για αντίσταση. Οι προληπτικές εγγυήσεις εμποδίζουν την αντισυνταγματική δράση ενός οργάνου και οι κατασταλτικές προβλέπουν συνέπειες για τέτοια δράση.η δράση συνίσταται σε παραγωγή κανόνα δικαίου ή σε παράλειψη. Σε προληπτικές εγγυήσεις στηρίζεται όλο το κοινοβουλευτικό σύστημα ενώ η σπουδαιότερη κατασταλτική εγγύηση είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. 2.5.2 Η αλλοίωση του συντάγματος Η εφαρμογή του γραπτού Συντάγματος όπως και κάθε κανόνα δικαίου σημαίνει την υποχρεωτική υποταγή των εκάστοτε περιπτώσεων στο ρυθμιστικό του περιεχόμενο. Ενίοτε όμως συμβαίνει το αντίθετο.αντί να υποτάσσεται η πράξη στο Σύνταγμα, προσαρμόζεται το Σύνταγμα στην πράξη. Το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων παραμένει άθικτο, αλλά κατά την εφαρμογή τους το αρχικό τους νόημα μεταβάλλεται σιωπηρά. Το φαινόμενο αυτό λέγεται αλλοίωση ή καταστρατήγηση του Συντάγματος. Η αλλοίωση επιφέρει μεταβολή των Συντάγματος ή πρωτογενή άσκηση συντακτικής εξουσίας. Η αλλοίωση προϋποθέτει επανάληψη, διότι χωρίς επανάληψη διότι χωρίς επανάληψη το Σύνταγμα δεν αλλοιώνεται αλλά απλώς παραβιάζεται. Η επανάληψη δίνει το νέο νόημα νόημα στις συνταγματικές διατάξεις ενώ το γράμμα παραμένει σεβαστό. Την επανάληψη διευκολύνει η απουσία οργανωμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των ενεργειών των διαφόρων οργάνων ή η ανοχή των οργάνων που είναι αρμόδια να αντιδράσουν. Η αλλοίωση του Συντάγματος είναι έννοια που χρησιμεύει για να καλύπτουμε κατά νομική κυριολεξία παραβάσεις του. Η αλλοίωση μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες του πολιτεύματος ή έθιμα ή να προλειάνει το έδαφος για αναθεώρηση του Συντάγματος. Η αλλοίωση γίνεται με θετικές πράξεις ή με παραλείψεις των οργάνων που είναι αρμόδια να 17