Ομιλία διάρκειας 20 στο Συνέδριο του Τ.Ε.Ε. στις 19.4.2005 ΘΕΜΑ: «Νομοθεσία Δημοσίων Έργων» Εισηγητής: Αλέξανδρος Ροϊλός Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Α. Η ανάθεση και κατασκευή των δημοσίων έργων διέπεται κυρίως από το Ν.1418/1984 και το εκτελεστικό του Π.Δ. 509/1985, όπως ισχύουν. Από το νόμο αυτό προβλέφθηκε η δυνατότητα εξαίρεσης με Κ.Υ.Α. από τις διατάξεις του, έργων που προγραμματίζονται και εκτελούνται από Ν.Π.Ι.Δ. Επίσης με ειδικούς νόμους εξαιρέθηκαν από το νομικό καθεστώς του ν. 1418/1984 έργα φορέων, όπως η εταιρεία με την επωνυμία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.», «ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.» κ.α. Τα δημόσια έργα δηλαδή εκείνα τα έργα που εκτελούνται από τους φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, περιλαμβανομένων και των πλωτών τμημάτων τους, κατασκευάζονται είτε από ειδικευμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις, που είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.Ε.Π. του ΥΠΕΧΩΔΕ και στην αντίστοιχη με το έργο κατηγορία και τάξη εγγραφής, είτε από τον ίδιο το φορέα κατασκευής με αυτεπιστασία. Στην περίπτωση που τα δημόσια έργα κατασκευάζονται από ειδικευμένες εργοληπτικές επιχειρήσεις, η επιλογή του αναδόχου γίνεται: α. Με ανοικτή δημοπρασία, β. Με δημοπρασία προεπιλογής, γ. Με απευθείας επιλογή. Ο διαγωνισμός για την ανάδειξη του αναδόχου διενεργείται με Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, κ.α., όταν όμως η προϋπολογιζόμενη δαπάνη του έργου είναι ίση ή υπερβαίνει το «κατώφλι», σήμερα, των 5.924.624 ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Λόγω του περιορισμένου χρόνου δεν θα επεκταθώ περισσότερο στο διάταγμα αυτό, απλά θα πρέπει να αναφέρω ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η επιλογή του αναδόχου με βάση αντικειμενικά κριτήρια, το Π.Δ. 334/2004 δέχεται τα εξής μόνο κριτήρια: α. τη χαμηλότερη τιμή και 2
β. την πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εκτός από τα ανωτέρω νομοθετικά κείμενα (Ν. 1418/84, Π.Δ. 609/85) τα οποία ως γνωστόν υπέστησαν αλλεπάλληλες τροποποιήσεις (2229/1994, 2338/1996, 2372/1996, 2576/1998, 2940/2001, 3212/2003) με τελευταία αυτή του ν. 3263/2004 υπάρχει μια πληθώρα διατάξεων σε νόμους, Π.Δ/γματα και κανονιστικές αποφάσεις που αναφέρονται στις φάσεις ανάθεσης και εκτέλεσης ενός δημοσίου έργου. Ενδεικτικά αναφέρω το Π.Δ. 82/1996 (ονομαστικοποίηση μετοχών), Ν. 2522/1997, Ν.2741/1999 (προσυμβατικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο), Ν. 3021/2002 (ΕΣΡ) και Ν. 3310/2005 (Ε.Σ.Ρ.), κ.α. Να σημειωθεί δε ότι και μερικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται συμπληρωματικά τόσο στην διαδικασία ανάθεσης όσο και σ αυτή της εκτέλεσης του δημοσίου έργου βάση σχετικής κανονιστικής πράξης, την Διακήρυξη, η οποία περιλαμβάνει ένα ελάχιστο περιεχόμενο καθοριζόμενο από το νόμο, και το σχετικό εγκεκριμένο πρότυπο. Κριτήριο επιλογής του αναδόχου μετά την ισχύ του νόμου 3263/2004 (διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1) είναι αυτό της χαμηλότερης τιμής (απόλυτη μειοδοσία). Κριτήριο επιλογής του αναδόχου είναι και αυτό της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς, όταν ως σύστημα προσφοράς είναι: α. της μελέτης κατασκευής β. της αξιοποίησης ακινήτων με αντιπαροχή και γ. της μερικής ή ολικής αυτοχρηματοδότησης του έργου. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας ανάθεσης εγκρίνεται πάντοτε από την προϊσταμένη αρχή. Σημαντικό για τη νομοθεσία των δημοσίων έργων είναι και το Π.Δ. 334/2000 «προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για τα δημόσια έργα προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε». Με το διάταγμα αυτό ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το περιεχόμενο της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. Από την εφαρμογή του εν λόγω 3
Π.Δ/γματος αποκλείεται οποιαδήποτε παρέκκλιση, καθόσον αυτό εφαρμόζεται υποχρεωτικά απ όλες τις αναθέτουσες αρχές της Χώρας, δηλ. Δημόσιο, Ο.Τ.Α.. Με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 3263/2004 «περί μειοδοτικού διαγωνισμού» επανεισήχθη ο θεσμός της απολύτου μειοδοσίας. Πέραν των άλλων θετικών σημείων του νέου (λ.χ. ελάφρυνση διαδικασίας, χρόνος περαίωσης της ανάθεσης κλπ) αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του έχουν εφαρμογή σ όλο τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (εποπτεία - Συντονισμός ΓΓΔΕ κλπ) Ειδικότερα: Για το Ν.2522/1997 «Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της συμβάσεως δημοσίων έργων σύμφωνα με την οδηγία 89/665/ΕΟΚ έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Εργολήπτης που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί σύμβαση δημοσίου έργου και έχει υποστεί ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από παράβαση της κοινοτικής ή της εθνικής νομοθεσίας, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το Συμβούλιο της Επικρατείας (σύμβαση διοικητική) ή από το Μονομελές Πρωτοδικείο (σύμβαση αστική) προσωρινή δικαστική προστασία. Για το Ν. 2741/1999 Συμβάσεις που αφορούν σε δημόσια έργα προϋπολογισμού μελέτης (χωρίς το ΦΠΑ) άνω των 2.900.000 ευρώ υπόκεινται πριν τη σύναψή τους, σε έλεγχο νομιμότητας υπό κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Β. Το εργολαβικό συνάλλαγμα συνάπτεται με την κοινοποίηση της κατακυρωτικής αποφάσεως της προϊσταμένης αρχής προς τον ανάδοχο. Αύξηση του ποσού της σύμβασης εξαιτίας προσθήκης εξωσυμβατικών εργασιών δεν είναι δυνατή. Η καταβολή του εργολαβικού ανταλλάγματος στον ανάδοχο γίνεται τμηματικά και ανάλογα με την πρόοδο του έργου και το αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα. 4
Ισχύει ο κανών της απαγόρευσης της εκχωρήσεως ή κατασχέσεως καθ όλη την διάρκεια εκτέλεσης του έργου και ένα μήνα μετά την περαίωσή του. Πρόσθετες εγγυήσεις όταν η έκπτωση εκ μέρους του αναδόχου υπερβαίνει το εύλογο ποσοστό που καθορίζεται με την Διακήρυξη. Η επίβλεψη και η εν γένει διοίκηση της εκτέλεσης του δημοσίου έργου ανήκει στην Διευθύνουσα Υπηρεσία Σε κάθε εργολαβική σύμβαση προβλέπονται οι συνολικές και οι τμηματικές προθεσμίες, οι οποίες μπορούν να παρατείνονται με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής. Ποινικές Ρήτρες. Μετά την έκδοση της βεβαίωσης περαίωσης του έργου, αυτό παραλαμβάνεται προσωρινά και οριστικά. Ο χρόνος εγγυήσεως, κατά την διάρκεια του οποίου ο ανάδοχος εξακολουθεί να φέρει τον κίνδυνο του έργου και υποχρεούται στη συντήρησή του και μετά την πάροδο του οποίου ενεργείται η οριστική παραλαβή, ορίζεται γενικά σε 15 μήνες. Στο στάδιο της εκτέλεσης και σε περίπτωση αναφυομένων διαφορών μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου κλπ αυτές επιλύονται «διοικητικώς» με τα δύο ένδικα βοηθήματα: την ένσταση και την αίτηση θεραπείας (Υποχρεωτική προδικασία, αρχή διαδοχής, αρχή ταυτότητας διαφοράς). Η αίτηση θεραπείας απευθύνεται στον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ ή στο αρμόδιο «αποφαινόμενο όργανο», όπως αυτό προσδιορίζεται από τα οικεία Π.Δ/τα περί αποφαινομένων οργάνων. Αν η διαφορά δεν επιλυθεί διοικητικώς επιλαμβάνονται τα δικαστήρια. Σύμφωνα με το οργανικό κριτήριο δηλ. την οργάνωση του εργοδότη ως ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ δημιουργούνται διαφορές από διοικητική 5
σύμβαση ή σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, οπότε δικαιοδοσία έχουν ανάλογα τα διοικητικά ή τα πολιτικά δικαστήρια. Να τονισθεί δε ότι διοικητική σύμβαση υπάρχει όταν το ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το κράτος ή άλλο Ν.Π.Δ.Δ., επιδιώκεται με αυτή δημόσιος σκοπός και τελεί υπό νομικό καθεστώς που διασφαλίζει στο κράτος ή το Ν.Π.Δ.Δ. υπερέχουσα θέση απέναντι στον αντισυμβαλλόμένο του (να συντρέχουν σωρευτικά). Όταν δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά δικαστήρια καθ ύλη αρμόδια είναι τα τριμελή διοικητικά εφετεία και κατά τόπο αρμόδια αυτά της υπογραφής της εργολαβικής συμβάσεως. Σε περίπτωση δικαιοδοσίας πολιτικών δικαστηρίων καθ ύλη αρμοδιότητα έχουν τα πενταμελή πολιτικά εφετεία και κατά τόπο αρμόδια είναι αυτά του τύπου κατασκευής των έργων. Αναιρετικά οι αποφάσεις ελέγχονται για μεν τα διοικητικά εφετεία από το Συμβούλιο της Επικρατείας, για δε τα πολιτικά εφετεία από τον Άρειο Πάγειο. Γ. Από το έτος 1984 έως σήμερα πραγματοποιήθησαν νομοθετικές επεμβάσεις θεμιτές κατ αρχήν λόγω κυρίως της εναρμόνισης της εθνικής έννομης τάξης με το δίκαιοι της Ε.Ε. Δυστυχώς όμως, οι επεμβάσεις αυτές έγιναν με τρόπο αποσπασματικό με αποτέλεσμα την δημιουργία προβλημάτων στην ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων της Νομοθεσίας των δημοσίων έργων, τα οποία επιτάθηκαν και από την Νομολογία των δικαστηρίων (ειδικότερη αναφορά στο Σ.τ.Ε.). Κατά συνέπεια η πολυνομία, η διασπορά των διατάξεων καθώς και η ανωτέρω επιφύλαξη στη νομολογία (επικαιρότητα αποφάσεων) έχει, πιστεύω, δημιουργήσει ένα περιβάλλον ανασφάλειας δικαίου. Αδήριτη η ανάγκη της δημιουργίας επιτροπής νομοπαρασκευαστικής με σκοπό την κωδικοποίηση. 6
Στην κωδικοποίηση αυτή ιδιαίτερα κεφάλαια στην κοινοτική νομοθεσία και στη σύμβαση παραχώρησης. Ιδιαίτερη μνεία στο κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα στην προστασία που παρέχεται απ αυτό. Κοινοτικό δίκαιο εννοούμε το δίκαιο που περιλαμβάνει τις συνθήκες της ΕΟΚ, ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ. Το δίκαιο των συνθηκών ονομάζεται πρωτογενές και το δίκαιο που περιέχει νομικές πράξεις που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα (οδηγίες κλπ) ονομάζεται παράγωγο. Βασική αρχή: Το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει των αντιστοίχων εθνικών δικαίων (ενωσιακό στοιχείο). Άρθρο 226 Συνθήκης: α) Καταγγελία (και από ιδιώτη - μυστικότης) β) Προειδοποιητική επιστολή (παράβαση) γ) Ατιολογημένη γνώμη (Συμμόρφωση) δ) Προσφυγή στο Δ.Ε.Κ. (Δικαστήριο) Τέλος αναφορά στο Προδικαστικό Ερώτημα (Άρθρο 234 Συνθ. E.K.) 7