ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Θεωρία επιλογής του καταναλωτή και του παραγωγού

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών Επιστημών. Δημόσια Οικονομική Ι. Στέλλα Καραγιάννη Καθηγήτρια

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Διάλεξη 8. Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή

Εισαγωγικά. Εισαγωγικά. Διανομή εισοδήματος. Διάλεξη 8. Διανομή εισοδήματος Συντελεστής Gini

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

ΜΙΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΜΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Οικονομίες & Νεοκλασική Πολιτική Οικονομία

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ Ε.Σ.Δ.Δ.Α. ΔΕΙΓΜΑ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Υπεύθυνος μαθήματος Καθηγητής Μιχαήλ Ζουμπουλάκης

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Διάλεξη 2α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

To 2 ο Θεμελιώδες Θεώρημα Ευημερίας

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 3 η. Αποτελεσματικότητα και Ευημερία

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

Ο Φιλελευθερισμός του Καρλ Πόππερ. Όμιλος Ανοιχτή Κοινωνία & Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων 23 Οκτωβρίου 2014

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Άριστες κατά Pareto Κατανομές

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 17

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Άριστες κατά Pareto Κατανομές και το Πρώτο Θεώρημα Ευημερίας


ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)


(γ) Τις μορφές στρατηγικής αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Μικροοικονομική Ανάλυση της Κατανάλωσης και της Παραγωγής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Μακροοικονομική. Ενότητα 10: Η θεωρία της ανάπτυξης Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι. Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΜΑΘΗΜΑ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

9. Πως εξηγείται η ύπαρξη κρίσεων στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς;

3. Θεωρητικές ερμηνείες της ανεργίας

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο 1.2 Η Επιχείρηση

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ιστορία Οικονομικών Θεωριών. Η οικονομική σκέψη του 20 ου αιώνα

1 η ΟΜΑΔΑ ΘΕΜΑ Α. Α1. α) Σωστό β) Λάθος γ) Λάθος δ) Σωστό ε) Λάθος Α2. 1 δ 2 γ 3 β 4 α Α3. 1 β 2 γ ΘΕΜΑ Β

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Εξεταστική περίοδος Σεπτεµβρίου

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 4 ΣΕΛΙ ΕΣ

Transcript:

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» Μαρία Καραμεσίνη Επίκουρη Καθηγήτρια Αθήνα 2006

Οι σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων του μαθήματος των Οικονομικών Θεωριών της Κοινωνικής Πολιτικής στηρίχθηκαν στην εξής βασική βιβλιογραφία: J. Le Grand, C. Propper and R. Robinson, The Economics of Social Problems, Macmillan 1992. N. Barr, The Economics of the Welfare State, Oxford University Press, 1998. R. Boyer, Justice sociale et performances économiques: de l alliance cachée au conflit ouvert?, Couverture orange 9135, CEPREMAP, Paris 1991. A. Gélédan, Histoire des pensées économiques, éd. Sirey, Paris 1988. I. Gough, The Political Economy of the Welfare State, Macmillan, 1979. E. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, New American Library 1962 (ελλ. έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992). I. I. Rubin, Ιστορία οικονομικών θεωριών, Μόσχα και Λένινγκραντ 1929 (ελλ. έκδοση Κριτική, Αθήνα 1994). Δ. Καράγιωργας, Δημόσια οικονομική 1: Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους, Παπαζήσης, 1979. J. Stiglitz, The Economics of the Public Sector, 1988 (ελληνική έκδοση, Κριτική, Αθήνα 1992). Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές θεωρίες και κοινωνική πολιτική, Αίολος, 1997. Την ευθύνη της σύνταξής τους φέρει αποκλειστικά η διδάσκουσα. 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Εισαγωγή 1.1 Σκοπός του μαθήματος και βασικά ερωτήματα 1.2 Κοινωνικοί στόχοι και τρόποι κατανομής των κοινωνικών πόρων και διανομής του εισοδήματος και του πλούτου 2. Πολιτική θεωρία της κρατικής παρέμβασης και κοινωνικό κράτος 2.1 Πολιτικo-φιλοσοφικές θεωρίες για την κοινωνία και κρατική παρέμβαση 2.2 Η στάση των θεωρητικών ρευμάτων απέναντι στο κοινωνικό κράτος 3. Οικονομική θεωρία και κοινωνική πολιτική σύντομη επισκόπηση 3.1 Κλασική σχολή: η κοινωνική πολιτική είναι άχρηστη και επιζήμια 3.2 Νεοκλασική σχολή: κρατική παρέμβαση όπου αποτυγχάνει η αγορά 3.3 Κεϋνσιανή θεωρία: η κοινωνική πολιτική τονώνει την οικονομική μεγέθυνση 3.4 Μαρξιστική θεωρία και πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους 4. Νεοκλασική οικονομική θεωρία της ευημερίας 4.1 Αποτελεσματική κατανομή πόρων ποσότητα παραγωγής ενός προϊόντος 4.2 Η άριστη/αποτελεσματική κατά Παρέτο κατανομή πόρων 4.3 Οι ανεπάρκειες της αγοράς για την επίτευξη αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης και η θεωρητική δικαιολόγηση της κρατικής παρέμβασης 4.4 Η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης 5. Οικονομική θεωρία και κρατική παρέμβαση σε εφαρμοσμένα πεδία κοινωνικής πολιτικής 5.1 Κοινωνική ασφάλιση 5.2 Εκπαίδευση 5.3 Υγειονομική περίθαλψη 5.4 Κοινωνική μέριμνα 5.5 Στέγαση 3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η συμβατική διάκριση της οικονομικής από την κοινωνική πολιτική γίνεται στη βάση της αμφιλεγόμενης διάκρισης των οικονομικών από τα κοινωνικά προβλήματα, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα το σύνολο των προβλημάτων μιας κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, αποτελούν κοινωνικά προβλήματα. Σύμφωνα με τη συμβατική διάκριση, τα βασικά οικονομικά προβλήματα αναφέρονται στην οικονομική ανάπτυξη, την ανεργία και τον πληθωρισμό, ενώ τα κοινωνικά προβλήματα εμφανίζονται σε πεδία όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η στέγαση, η κοινωνική ασφάλιση και μέριμνα, το περιβάλλον, η διανομή του εισοδήματος κλπ.. Για τις πρακτικές ανάγκες του μαθήματος «Οικονομικές θεωρίες της κοινωνικής πολιτικής», θα δεχθούμε τη συμβατική διάκριση των οικονομικών από τα κοινωνικά προβλήματα, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι αυτή οριοθετεί και τα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αντίστοιχα. 1.1 Σκοπός του μαθήματος και βασικά ερωτήματα Ο σκοπός του μαθήματος είναι να δείξει πώς η(οι) οικονομική(ες) θεωρία(ες) δικαιολογεί(ούν) την κρατική παρέμβαση στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής και ποιές μορφές μπορεί να πάρει ανάλογα με το πρόβλημα που καλείται να επιλύσει. Τα κομβικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στο μάθημα είναι τα εξής: 1. Ποιοί είναι οι βασικοί κοινωνικοί στόχοι και πώς η οργάνωση της οικονομίας σε μια κοινωνία συνδέεται με την επίτευξή τους; 2. Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της αγοράς ως προς την επίτευξη των κοινωνικών στόχων στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών; 3. Σε ποιές περιπτώσεις (πότε) πρέπει να παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία και στα βασικά πεδία της κοινωνικής πολιτικής εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση, φροντίδα, στέγαση βάσει ποιάς λογικής (γιατί) και με ποιά μορφή (πώς); 1.2 Κοινωνικοί στόχοι και εναλλακτικοί τρόποι οικονομικής οργάνωσης Η ευημερία αποτελεί βασική έννοια της οικονομικής επιστήμης. Τα άτομα αντλούν ευημερία από την ικανοποίηση των αναγκών τους μέσω της κατανάλωσης προϊόντων και ελεύθερου χρόνου. Η παραγωγή έχει ως απώτερο σκοπό την κατανάλωση και γι αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται ποσοτικά και ποιοτικά στις κοινωνικές ανάγκες. 4

Αν ο κεντρικός στόχος μιας οργανωμένης κοινωνίας είναι η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, οριζόμενη ως η μέγιστη δυνατή ευημερία για το μέγιστο αριθμό ή το σύνολο των ατόμων, τότε η εκπλήρωσή του προϋποθέτει την επίτευξη δύο άλλων ενδιάμεσων στόχων που είναι η οικονομική αποτελεσματικότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη. Οι τελευταίες αναγνωρίζονται μεν ευρέως ως οι βασικοί κοινωνικοί στόχοι, αλλά δεν είναι και οι μοναδικοί. Άλλοι στόχοι που μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας είναι η ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, η ελευθερία επιχειρηματικής δράσης, η κοινωνική αλληλεγγύη κ.α.. Η σχετική βαρύτητα που έχουν οι παραπάνω στόχοι σε μία συγκεκριμένη κοινωνία μία δεδομένη χρονική στιγμή είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης συμφερόντων, που συντελούνται στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας. Σ αυτήν την αντιπαράθεση και σύγκρουση αξιοποιούνται αμέσως ή εμμέσως οι διάφορες φιλοσοφικο-πολιτικές θεωρίες για την κοινωνία, οι οποίες επιλέγουν και ιεραρχούν τους κοινωνικούς στόχους. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσει κανείς ότι μερικοί από τους στόχους που μόλις παραθέσαμε μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους. Συχνά η επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας εξασφαλίζεται εις βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μία κοινωνία όπου η ελευθερία του επιχειρείν είναι απόλυτη είναι απίθανο να χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό κοινωνικής αλληλεγγύης. Οταν μία κοινωνία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελευθερία επιλογής του καταναλωτή είναι πολύ πιθανόν να μην είναι δίκαιη. Αυτό σημαίνει, ότι σε οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τον «καλύτερο δυνατό» τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων και διανομής του κοινωνικού προϊόντος, ενδέχεται να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ κοινωνικών στόχων. Οταν η επιδίωξη ενός στόχου προχωρεί πολύ μακριά, τότε το ενδεχόμενο επίτευξης κάποιων άλλων απομακρύνεται. Κάθε κοινωνία οργανώνει την οικονομία της με κάποιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνει ένα μίγμα από τους προαναφερθέντες κοινωνικούς στόχους. Το μίγμα αυτό επιλέγεται μέσω της πολιτικής διαδικασίας και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Έχουν υπάρξει ιστορικά διαφορετικοί τρόποι οικονομικής οργάνωσης των κοινωνιών. Κάθε τρόπος οικονομικής οργάνωσης περιλαμβάνει έναν τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων 1 μεταξύ εναλλακτικών παραγωγικών χρήσεων, 2 1 Αναφερόμαστε στου παραγωγικούς πόρους της κοινωνίας: τη γη (έδαφος, υπέδαφος, πρώτες ύλες), την εργασία και το υλικό κεφάλαιο (ζώα, εργαλεία, μηχανήματα). 5

έναν τρόπο παραγωγής του προϊόντος της οικονομίας 3 και έναν τρόπο διανομής του παραχθέντος προϊόντος. 4 Η κατανομή των κοινωνικών πόρων συνδέεται με κάποιο τρόπο με τις κοινωνικές ανάγκες ή/και προτιμήσεις. 5 Στον καπιταλισμό, τόσο η διαπίστωση των κοινωνικών αναγκών και προτιμήσεων όσο και η αντιστοιχούσα σ αυτές τις ανάγκες/προτιμήσεις κατανομή πόρων συντελούνται μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων με χρήμα στην αγορά. Οι αυξομειώσεις των τιμών υποδηλώνουν την έλλειψη ή υπερ-επάρκεια των παραγόμενων προϊόντων σε σχέση με τις ανάγκες/προτιμήσεις των καταναλωτών, ενώ το ύψος των τιμών των προϊόντων και των παραγωγικών πόρων καθορίζει το κέρδος των επιχειρήσεων υπό τις δεδομένες συνθήκες παραγωγής. Εφόσον η καπιταλιστική παραγωγή είναι παραγωγή εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος, οι διαφορετικές προσδοκίες κέρδους ρυθμίζουν το ύψος των επενδύσεων και άρα την κατανομή της εργασιακής δύναμης, των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων που διαθέτει η κοινωνία στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Από την άλλη, η διανομή του προϊόντος ως εισόδημα εξαρτάται από το βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και από την αναλογία μεταξύ των διαφόρων μερών στα οποία διασπάται η υπεραξία (κέρδος, τόκος, γαιοπρόσοδος, φόροι κλπ.). Στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», η διαπίστωση των κοινωνικών αναγκών και προτιμήσεων και η αντιστοιχούσα σ αυτές κατανομή της εργασιακής δύναμης, των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων δεν συντελείτο από την αγορά, αλλά ρυθμιζόταν αν και όχι αποκλειστικά, ωστόσο σε ευρεία κλίμακα συνειδητά από το κράτος μέσω του σχεδίου (πλάνου). Η κυρίαρχη μορφή παραγωγής ήταν η παραγωγή εμπορευμάτων από κρατικές επιχειρήσεις όχι με σκοπό το κέρδος, αλλά με σκοπό την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, όπως αυτές ορίζονταν και ιεραρχούνταν από τους υπεύθυνους του κεντρικού σχεδιασμού. 2 Δηλαδή μεταξύ της παραγωγής διαφορετικών προϊόντων. 3 Ένας τρόπος παραγωγής δεν περιλαμβάνει μόνο τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής (τρόπος συνδυασμού των παραγωγικών πόρων) αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και του προϊόντος της εργασίας, μορφές εργασίας). 4 Η διαδικασία διανομής μετατρέπει το προϊόν σε εισόδημα (χρηματικό ή σε είδος). Κατ οικονομία συχνά χρησιμοποιούμε την έννοια διανομή του εισοδήματος αντί της ορθότερης φράσης «διανομή του προϊόντος υπό μορφή εισοδήματος». 5 Οι κοινωνικές ανάγκες δεν είναι σταθερές, αλλά μεταβάλλονται με το ύψος του εισοδήματος, τα καταναλωτικά πρότυπα και τις αξίες μιας κοινωνίας. 6

Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, ιδίως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιωτική παραγωγή εμπορευμάτων και η κατανομή των κοινωνικών πόρων μέσω της αγοράς συνυπήρχε για πολλές δεκαετίες με έναν εκτεταμένο δημόσιο τομέα και την κατανομή κοινωνικών πόρων μέσω του κράτους (δημόσιες δαπάνες). Τα μερίδια της αγοράς και του κράτους ως προς την κατανομή των συνολικών κοινωνικών πόρων και την παραγωγή του συνολικού προϊόντος της οικονομίας διέφερε από χώρα σε χώρα. Οι μεταπολεμικές καπιταλιστικές οικονομίες ονομάστηκαν μικτές, εξαιτίας της συνύπαρξης αγοράς και κράτους και του διευρυνόμενου ρόλου του τελευταίου. Την τελευταία εικοσιπενταετία η έκταση του δημόσιου τομέα έχει περιοριστεί, μέσω ενός προγράμματος «απελευθέρωσης» της οικονομίας από τα «δεσμά» του κράτους. Το πρόγραμμα αυτό αντανακλά το πολιτικό πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού. 1.3 Σπάνις πόρων, κόστος ευκαιρίας και οικονομική αποτελεσματικότητα Η οικονομική επιστήμη ασχολείται με το πώς η κοινωνία χρησιμοποιεί τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει για να παράγει αγαθά και υπηρεσίες που ικανοποιούν τις ανάγκες των μελών της. Ο παραπάνω ορισμός, που εμπεριέχεται στα περισσότερα εγχειρίδια εισαγωγής στην οικονομική θεωρία, αποκρύπτει μέσω μιας ανιστορικής γενίκευσης το γεγονός ότι το κύριο σώμα της οικονομικής επιστήμης έχει ασχοληθεί με την ανάλυση των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών, που χαρακτηρίζονται αφενός από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις άνισες σχέσεις δύναμης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, αφετέρου από την ελεύθερη επιχειρηματική δράση και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων στην αγορά. Σύμφωνα με την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση, η σπάνις (=ανεπάρκεια, έλλειψη) πόρων σε σχέση με τις κοινωνικές ανάγκες, αναγκάζει κάθε κοινωνία να επιλέγει ποιά προϊόντα πρέπει να παραχθούν και σε ποιές ποσότητες. Επιπλέον, η σπάνις πόρων συνεπάγεται ότι η παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος έχει κόστος, με τη μορφή άλλων αγαθών και υπηρεσιών που θα μπορούσαν να παραχθούν στη θέση του με τους ίδιους πόρους που αναλώνονται για την παραγωγή του. Για παράδειγμα, ο χρόνος εργασίας και οι μηχανές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αυτοκινήτων δεν μπορούν να διατεθούν για την κατασκευή σχολείων. Το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, οριζόμενο ως ισοδύναμο του κόστους των προϊόντων που θα μπορούσαν να είχαν παραχθεί εναλλακτικά στη θέση του, αποκαλείται κόστος ευκαιρίας. Κάθε προϊόν έχει ένα κόστος ευκαιρίας μόνο όταν οι 7

κοινωνικοί πόροι χρησιμοποιούνται πλήρως. Όταν υπάρχουν αργούσες παραγωγικές δυνατότητες, δηλαδή υποαπασχολούνται οι παραγωγικοί πόροι (ανεργία ή μη πλήρης αξιοποίηση του υπάρχοντος αποθέματος μηχανών), τότε η παραγωγή ενός προϊόντος έχει μηδενικό κόστος ευκαιρίας, διότι δεν στερεί ήδη απασχολούμενους παραγωγικούς πόρους από την παραγωγή άλλων προϊόντων. Η σπάνις των πόρων και το κόστος ευκαιρίας επιβάλλουν τη μη σπατάλη των πόρων, ώστε να μεγιστοποιηθεί το παραγόμενο προϊόν, η κατανάλωση και άρα η κοινωνική ευημερία. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με την εναρμόνιση της κατανομής των πόρων μεταξύ παραγωγικών χρήσεων με τις κοινωνικές ανάγκες και προτιμήσεις, αφετέρου, με την εξοικονόμηση πόρων κατά την παραγωγή των προϊόντων. Έτσι η κοινωνία αποφεύγει να παράγει άχρηστα προϊόντα που κανείς δεν επιθυμεί να καταναλώσει ή να παράγει μεν χρήσιμα προϊόντα αλλά με περισσότερους πόρους από αυτούς που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αν τους συνδύαζε καλύτερα. Η αποφυγή της σπατάλης των παραγωγικών πόρων της κοινωνίας, μέσω μιας διαρκούς προσπάθειας εξοικονόμησης και πλήρους αξιοποίησής τους, συνδέεται με την έννοια της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Μια οικονομία είναι αποτελεσματική όταν δεν σπαταλά τους περιορισμένους πόρους της παράγοντας άχρηστα προϊόντα και όταν μεγιστοποιεί το παραγόμενο προϊόν εξασφαλίζοντας την πλήρη χρήση τους και τον άριστο συνδυασμό τους. Επειδή το καπιταλιστικό σύστημα έχει ως δομικό στοιχείο την ανεργία και περιοδικές φάσεις υπερπαραγωγής ή υποαπασχόλησης πόρων, πάσχει μόνιμα από οικονομική αναποτελεσματικότητα. 1.4 Δίκαιη διανομή της ευημερίας και κοινωνική δικαιοσύνη Το να είναι ένα κοινωνικό σύστημα οικονομικά αποτελεσματικό είναι σπουδαίο επίτευγμα, διότι μεγιστοποιεί τις παραγωγικές και καταναλωτικές δυνατότητες της κοινωνίας και άρα την κοινωνική ευημερία. Όμως ένα οικονομικά αποτελεσματικό κοινωνικό σύστημα δεν είναι απαραίτητα δίκαιο, διότι η κοινωνική ευημερία μπορεί να διανέμεται άνισα μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Ο πλούτος για μερικούς μπορεί να συνυπάρχει με τη φτώχεια για πολλούς άλλους. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι εξίσου σημαντικός κοινωνικός στόχος και αναφέρεται στη δίκαιη διανομή του κοινωνικού προϊόντος ως εισόδημα και στη δίκαιη κατανομή του πλούτου μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών τάξεων. Διότι είναι αυτές που καθορίζουν ποιών κυρίως οι ανάγκες/προτιμήσεις λαμβάνονται υπόψιν και ποιών 8

άλλων ικανοποιούνται σε μικρότερο βαθμό ή και καθόλου. Η κοινωνική δικαιοσύνη επίσης αναφέρεται στην ισότητα πρόσβασης σε ορισμένα αγαθά, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η στέγαση, ο δημόσιος χώρος, ο καθαρός αέρας κλπ. Το περιεχόμενο της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης εξαρτάται από τις ηθικές απόψεις μιάς κοινωνίας για το τί είναι δίκαιο και τί άδικο και από την πολιτική διαδικασία, μέσω της οποίας η σύγκρουση των διαφορετικών απόψεων και συμφερόντων καταλήγει σε πολιτικές επιλογές για το κοινωνικά «δέον γενέσθαι». Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δύο ερμηνείες της δικαιοσύνης που συνδέονται με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Μία από αυτές είναι αυτή των ελάχιστων ορίων: κανένας δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος ή κατανάλωσης. Ετσι κάθε οικογένεια πρέπει να ζει σε μία αξιοπρεπή κατοικία έστω και αν μερικές οικογένειες θα έχουν καλύτερης ποιότητας στέγη από άλλες. Κάθε άτομο που έχει ανάγκη θα λαμβάνει τουλάχιστον ένα κατώτατο επίπεδο ιατρικής περίθαλψης, έστω και άν άλλα άτομα λαμβάνουν καλύτερη περίθαλψη. Η άλλη ερμηνεία είναι η πλήρης ισότητα: καθένας πρέπει να έχει ίση μεταχείριση για ίσες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης ή να λαμβάνει ίση εκπαίδευση ανάλογα με τις ικανότητές του κλπ. Υποστηρίζεται ότι οι οικονομολόγοι δεν είναι καλύτερα εφοδιασμένοι από τους υπόλοιπους πολίτες για να εκφράζουν απόψεις σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο πώς θα επιτευχθεί ο δήθεν απαλλαγμένος από αξιολογικές κρίσεις στόχος της αποτελεσματικότητας του συστήματος, αφήνοντας τα θέματα δικαιοσύνης στην πολιτική διαδικασία. Θα έπρεπε κάποιος να δυσπιστεί προκαταβολικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς, που παραπέμπουν σε μία δήθεν «καθαρή» από αξιολογικές κρίσεις γι αυτό και «ανώτερη» κοινωνική επιστήμη. Για παράδειγμα, πολλοί από τους οικονομολόγους που προτείνουν τη βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας του συστήματος υπαινίσσονται ότι αυτό είναι ένα ηθικά ουδέτερο τεχνικό ζήτημα, χωρίς να συνειδητοποιούν ή να αποκαλύπτουν, ότι η εκ των προτέρων αποδοχή εκ μέρους τους της υπάρχουσας διανομής του εισοδήματος αποτελεί έμμεση αξιολογική επιλογή. Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά μεταξύ της αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης ως προς την εξάρτησή τους από αξιολογικές κρίσεις και επιλογές 9

είναι η μεγαλύτερη συναίνεση που υπάρχει μεταξύ οικονομολόγων ως προς το τί είναι αποτελεσματικότητα σε σχέση με το τί θεωρείται δικαιοσύνη. Οι μέθοδοι ανάλυσης των οικονομολόγων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση των διαφορετικών τρόπων οικονομικής οργάνωσης ως προς την επίτευξη τόσο της αποτελεσματικότητας όσο και της ισότητας, καθώς και άλλων στόχων όπως η προώθηση των καταναλωτικών επιλογών και η κοινωνική αλληλεγγύη. Αν και, όπως προαναφέραμε, ο προσδιορισμός των κοινωνικών στόχων είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, η οικονομική επιχειρηματολογία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διαδικασία αποσαφήνισης των στόχων και των επιλογών. Γενικά στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση αντίστροφης αναλογίας μεταξύ των στόχων της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι αυτό διότι όταν οι μισθωτοί εργαζόμενοι και άλλες κοινωνικές τάξεις και στρώματα επιτυγχάνουν αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελός τους, τότε ενδέχεται το ποσοστό κέρδους να πέφτει, με αποτέλεσμα το κεφάλαιο να μειώνει το ύψος των επενδύσεων και ο ρυθμός αύξησης του προϊόντος να επιβραδύνεται. Αρα η αποτελεσματικότητα της οικονομίας ενδέχεται να μειώνεται ως αποτέλεσμα της αναδιανομής του εισοδήματος, αν και η τελευταία συμβάλλει στην επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε, ότι η κοινωνική ευημερία, που αντλείται από την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω της κατανάλωσης, εξαρτάται από την εναρμόνιση των κοινωνικών προτιμήσεων για κατανάλωση προϊόντων με την κατανομή των κοινωνικών πόρων στην παραγωγή τους, από την αποτελεσματική χρήση των πόρων στην παραγωγή προϊόντων, από τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, που εξασφαλίζουν ότι η κοινωνική ευημερία διανέμεται δίκαια μεταξύ του συνόλου των μελών της κοινωνίας. Η εναρμόνιση των κοινωνικών προτιμήσεων για κατανάλωση προϊόντων με την κατανομή των κοινωνικών πόρων για την παραγωγή τους και η αποτελεσματική χρήση των πόρων στην παραγωγή προϊόντων παραπέμπουν ευθέως στον στόχο της οικονομικής αποτελεσματικότητας, ενώ η δίκαιη διανομή του εισοδήματος και η δίκαιη κατανομή του πλούτου σ αυτόν της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι δύο στόχοι ενδέχεται να συγκρούονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών. 10

2. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα της οικονομικής επιστήμης αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο το ρόλο του κράτους στη προώθηση της κοινωνικής ευημερίας. Οι προτάσεις τους για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει το κράτος είναι άμεσα ή έμμεσα επηρεασμένες από τις πολιτικές θεωρίες για την κοινωνία και από από τις βασικές παραδοχές που κάνουν για την οικονομική οργάνωση. Μ αυτές τις θεωρίες και τις παραδοχές θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. 2.1 Πολιτικο-φιλοσοφικές θεωρίες για την κοινωνία και κρατική παρέμβαση Παρακάτω θα εξετάσουμε συνοπτικά διαφορετικές θεωρίες της κοινωνίας ως προς τις αξίες-στόχους που προκρίνουν και το ρόλο που προβλέπουν για το κράτος. Οι θεωρίες αυτές περιλαμβάνουν τον φιλελευθερισμό, τον ωφελιμισμό, τις απόψεις του Ρόουλς για την κοινωνική δικαιοσύνη και το σοσιαλισμό. Εδώ θα αναφερθούμε στις σύγχρονες εκφάνσεις αυτών των θεωριών. Φιλελεύθεροι Για τους φιλελεύθερους, ο πρωταρχικός στόχος της κοινωνίας είναι η ατομική ελευθερία και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η οικονομική της διάσταση είναι ο ανταγωνισμός στην αγορά και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι, όπως οι Χάγιεκ, Φρήντμαν και Νόζικ, αντλούν από δύο διαφορετικές φιλοσοφικές παραδόσεις. Οι δύο πρώτοι υπερασπίζονται την αγορά και την ατομική ιδιοκτησία επειδή αυτές μεγιστοποιούν την κοινωνική ευημερία και χρησιμοποιούν επιχειρήματα που ανάγονται ιστορικά στους φιλοσόφους Χιούμ 6 και Μπένθαμ 7. Αντίθετα, ο δεύτερος υπερασπίζεται την ατομική ιδιοκτησία ως φυσικό δικαίωμα με ηθικά επιχειρήματα, που ανάγονται ιστορικά στο φιλόσοφο Σπένσερ. 8 Ο Νόζικ 9 θεωρεί την κρατική παρέμβαση ηθικά λανθασμένη, διότι παραβιάζει το φυσικό δικαίωμα κατοχής πλούτου. Η φορολογία είναι κλοπή και δουλεία, διότι αποσπά από τα άτομα εισόδημα που απέκτησαν νόμιμα και τα αναγκάζει να ξοδεύουν μέρος του χρόνου τους εργαζόμενα για το κράτος. Ο Νόζικ είναι υπέρμαχος του 6 D. Hume, Enquiry Concerning the Principles of Morals, in Essays and Treatise on Several Subjects, Cadell, London 1770. 7 J. Bentham, An Introduction to the Principles of Morals and Legislation, Payne, London 1789. 8 H. Spencer, The Man versus the State, Appleton, New York 1884. 9 R. Nozick, Anarchy, State and Utopia, Basil Blackwell, Oxford 1974. 11

«ελάχιστου κράτους» ή του «κράτους νυχτοφύλακα», που έχει ως μοναδικό ρόλο την προάσπιση της ασφάλειας των προσώπων και της ιδιοκτησίας. Και οι Χάγιεκ και Φρήντμαν 10 θεωρούν ότι η σπουδαιότερη κοινωνική αξία είναι η ατομική ελευθερία, αλλά υποστηρίζουν την αγορά και την ιδιωτική οικονομία με το επίχειρημα ότι αυτό το σύστημα μεγιστοποιεί την κοινωνική ευημερία. Γι αυτούς η κρατική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στην προστασία της ελευθερίας είτε από εξωτερικούς εχθρούς (άμυνα) είτε από τους συμπολίτες (διατήρηση του νόμου και της τάξης, εγγύηση των ιδιωτικών συμβολαίων, εξασφάλιση πλήρους ανταγωνισμού στις αγορές). Επίσης, ενώ για τον Νόζικ το κράτος δεν δικαιούται να έχει κανέναν αναδιανεμητικό ρόλο, για τους Χάγιεκ και Φρήντμαν μπορεί να αναδιανέμει το εισόδημα, αλλά σε περιορισμένο βαθμό και μόνο για την αντιμετωπίση της ένδειας. Ο Χάγιεκ εξάλλου υποστηρίζει ότι η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης στερείται νοήματος, εφόσον η αγορά αποτελεί απρόσωπο μηχανισμό, που προσιδιάζει σε ένα οικονομικό παίγνιο με νικητές και ηττημένους, γι αυτό και η διανομή του προϊόντος μέσω αυτής δεν μπορεί να είναι ούτε δίκαια ούτε άδικη. Η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι επικίνδυνη, διότι το κράτος μπορεί να καταστρέψει την τάξη που επιβάλλει η αγορά και η οποία είναι ταυτόχρονα αποτελεσματική και η μόνη που εγγυάται την ατομική ελευθερία. Οταν το κράτος εμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς, τότε θέτει σε κίνηση μία διαδικασία που οδηγεί προοδευτικά στον ολοκληρωτισμό. Ωφελιμιστές Το ρεύμα αυτό έλκει την καταγωγή του από τον άγγλο ριζοσπάστη φιλόσοφο Τζέρεμυ Μπένθαμ (1748-1832), που πρώτος υποστήριξε ότι οι άνθρωποι συνειδητά επιδιώκουν την ευχαρίστηση και αποφεύγουν τον πόνο, ότι οι ηθικοί κανόνες οφείλουν να ενθαρρύνουν τη συμπεριφορά που αυξάνει την ευχαρίστηση και μειώνει τον πόνο και ότι η κρατική παρέμβαση είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της μέγιστης ευτυχίας για το μέγιστο αριθμό ατόμων. Η κρατική παρέμβαση γι αυτόν ταυτιζόταν με τη νομοθεσία, που οφείλει να θεσπίζει ένα σύστημα κινήτρων και ποινών, που να εξαναγκάζει τα άτομα να προάγουν την ευτυχία του συνόλου. 10 F. Hayek, Law, Legislation and Liberty, ii. The Mirage of Social Justice, Routledge & Kegan Paul, London 1976; M. Friedman, Capitalism and Freedom, University of Chicago Press, Chicago 1962; M. Friedman, Free to Choose, Penguin, London 1980. 12

Οι σύγχρονοι ωφελιμιστές ενστερνίζονται την άποψη του Μπένθαμ για τη ανάγκη κρατικής παρέμβασης προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η κοινωνική ευημερία, που αποτελεί τον κύριο γι αυτούς στόχο, αλλά δεν μιλούν μόνο για τη ανάγκη υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας. Δίνουν έμφαση στον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους. Υποστηρίζουν, ότι η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας εξασφαλίζεται όταν τα αγαθά παράγονται αποτελεσματικά και διανέμονται δίκαια (αν και όχι απαραίτητα ίσα). Στα αγαθά περιλαμβάνονται όχι μόνο τα υλικά αγαθά και οι υπηρεσίες, αλλά και τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και η πολιτική δύναμη. Δεδομένου ότι η οριακή χρησιμότητα φθίνει με την αύξηση του εισοδήματος, η αναδιανομή του εισοδήματος μέσω του κράτους από αυτούς με υψηλότερα εισοδήματα σ αυτούς με χαμηλότερα αυξάνει την κοινωνική ευημερία. Γενικότερα, ενώ οι σύγχρονοι ωφελιμιστές πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι αποτελεσματικότερος από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, παράλληλα θεωρούν ότι συνεπάγεται υψηλό κόστος με όρους ανισότητας και φτώχειας και ότι το κράτος μπορεί να μετριάσει αυτό το κόστος, αυξάνοντας παράλληλα την κοινωνική ευημερία. Επίσης δέχονται τη δημόσια παραγωγή ορισμένων αγαθών, σε περίπτωση που υπάρχουν ατέλειες και αδυναμίες της αγοράς. Δύο είναι οι σημαντικότερες κριτικές που έχουν απευθυνθεί στον ωφελιμισμό. Πρώτον, η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη βελτίωση της θέσης αυτών με το χαμηλότερο εισόδημα. Μπορεί να επιτευχθεί αυξάνοντας μόνο την ευημερία των πλουσιότερων, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της σχετικής θέσης των φτωχότερων. Δεύτερον, η άριστη διανομή του εισοδήματος δεν μπορεί να προσδιοριστεί, παρά μόνο εάν η ατομική χρησιμότητα μετρηθεί με αριθμητικό τρόπο, ώστε να γίνεται σύγκριση μεταξύ ατομικών χρησιμοτήτων. Ετσι δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά ότι η αναδιανομή εισοδήματος από τους πλούσιους στους φτωχούς οδηγεί σε αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Η πρώτη κριτική ασκείται από τους υπέρμαχους της κοινωνικής δικαιοσύνης για λόγους αρχής, όπως ο φιλόσοφος Ρόουλς, ενώ η δεύτερη από τους φιλελεύθερους. Η θεωρία του Ρόουλς περί δικαιοσύνης Για τον Ρόουλς, που είναι φιλόσοφος, η δικαιοσύνη αποτελεί φυσικό δικαίωμα, το οποίο είναι αναπαλλοτρίωτο και δεν μπορεί να υποχωρήσει μπροστά στην κοινωνική 13

ευημερία. 11 Γι αυτό και η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο των θεσμών. Η δικαιοσύνη είναι επιθυμητή από μόνη της, για ηθικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή οι κοινωνικοί θεσμοί επιβιώνουν μόνον όταν θεωρούνται δίκαιοι. Ο Ρόουλς υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας ορισμός της δικαιοσύνης που είναι ταυτόχρονα γενικός (για όλους τους πολιτισμούς) και προκύπτει μέσω μιας διαδικασίας που καθένας μπορεί να συμφωνήσει ότι είναι δίκαιη. Αυτή η διαδικασία οδηγεί στη διατύπωση αρχών περί δίκαιης διανομής των αγαθών, όπου στα αγαθά περιλαμβάνονται όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά επίσης η ελευθερία και οι ευκαιρίες. Ολα τα αγαθά πρέπει να διανέμονται ίσα, εκτός και αν μία άνιση διανομή τους ωφελεί αυτά τα άτομα ή τις ομάδας που βρίσκονται στη χειρότερη θέση. Καμία πολιτική δεν πρέπει να εφαρμόζεται αν δεν ωφελεί και αυτούς που βρίσκονται στη χειρότερη θέση, αν και όχι απαραίτητα μόνο αυτούς. Ετσι, μία πολιτική που θα αύξανε την ευημερία των πλουσιότερων χωρίς να μειώνει αυτήν των υπολοίπων, θα ήταν επιθυμητή για τους ωφελιμιστές και ανεπιθύμητη για τους οπαδούς του Ρόουλς. Σοσιαλιστικές θεωρίες Οι βασικοί σοσιαλιστικοί στόχοι είναι η ισότητα, η ελευθερία και η αλληλεγγύη. Διαφορετικοί συγγραφείς τους αποδίδουν διαφορετική βαρύτητα. Ομως υπάρχει γενική συμφωνία για τη σημασία της ισότητας και για τη διανομή του εισοδήματος ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ατόμου σε μία ολοκληρωμένη σοσιαλιστική κοινωνία. Παρά τη συμφωνία τους ως προς τους κοινωνικούς στόχους και τη διάγνωση των αποτυχιών της αγοράς στο να τους ικανοποιήσει, οι σοσιαλιστές διχάζονται ως προς τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξή τους. Οι σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν ότι οι θεσμικές αλλαγές, με προεξάρχοντα τον ολοένα διευρυνόμενο ρόλο του κράτους στην οικονομική ζωή, έχουν περιορίσει σημαντικά τα κακά του καπιταλισμού και έχουν καταστήσει δυνατό τον έλεγχο του συστήματος της αγοράς και τη χρησιμοποίησή του για την επίτευξη σοσιαλιστικών στόχων. Εντέλει αποδέχονται το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας και της αγοράς, αν και τροποποιημένο και στις δύο περιπτώσεις από την κρατική παρέμβαση. Οπως και οι ωφελιμιστές, πιστεύουν ότι οι στόχοι τους θα επιτευχθούν στο πλαίσιο μιας μικτής οικονομίας. Αλλοι σοσιαλιστές, όπως οι μαρξιστές, θεωρούν ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το σύστημα της αγοράς και του κέρδους είναι εγγενώς 11 J. Rawls, A Theory of Justice, Oxford University Press, Oxford 1972. 14

αντιφατικά με τους σοσιαλιστικούς στόχους. Ειδικότερα θεωρούν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εκμεταλλευτικές και ασύμβατες με την επίτευξη του στόχου της ισότητας. Γι αυτό και απορρίπτουν τον καπιταλισμό, ακόμα και με τη μορφή της μικτής οικονομίας. 2.2 Η στάση των θεωρητικών ρευμάτων απέναντι στο κοινωνικό κράτος Οι ακραίοι φιλελεύθεροι τύπου Νόζικ αρνούνται κάθε κρατική παρέμβαση πέραν της ελάχιστης για λόγους ασφάλειας. Γι αυτό είναι αναφανδόν εχθρικοί προς το κοινωνικό κράτος, το οποίο θεωρούν ως ένα καταπιεστικό θεσμό, που πνίγει την ελευθερία και τον ατομικισμό και ενθαρρύνει τη σπατάλη και την αναποτελεσματικότητα, με το να επιδιώκει τον κίβδηλο και επικίνδυνο στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλοι φιλελεύθεροι, όπως οι Χάγιεκ και Φρήντμαν, είναι εχθρικοί μόνο απέναντι σ ένα εκτεταταμένο κοινωνικό κράτος που πραγματοποιεί ευρεία αναδιανομή του εισοδήματος. Αναγνωρίζουν ότι μία ελεύθερη κοινωνία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις ανταγωνιστικές αγορές είναι πιθανόν να διανέμει το εισόδημα άνισα και γι αυτό είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν ένα λιτό κοινωνικό κράτος του οποίου πρωταρχικός στόχος είναι η ανακούφιση από την ένδεια. Οι ωφελιμιστές, ο Ρόουλς και οι σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν το κοινωνικό κράτος ως βασικό εργαλείο καταπολέμησης των ανισοτήτων. Οι σοσιαλδημοκράτες και ο Ρόουλς το υπερασπίζονται ανεπιφύλακτα, ενώ οι ωφελιμιστές μόνο όταν συμβάλλει περισσότερο από άλλες εναλλακτικές ρυθμίσεις στην επίτευξη των κοινωνικών στόχων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, οι μαρξιστές ήσαν από εχθρικοί έως συγκαταβατικοί προς το κοινωνικό κράτος. Κάποιοι το θεωρούσαν επιβλαβή για την εργατική τάξη θεσμό, που απλώς αποτελεί εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και χρησιμεύει στη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ άλλοι υποστηρίζαν ότι αποτελεί γνήσια βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα το τίμημα που πληρώνει για τη μείωση της επαναστατικότητάς της η αστική τάξη. Από τη δεκαετία του 80 και ύστερα, οι απόπειρες συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες, έστρεψαν το σύνολο των μαρξιστών στην υπεράσπισή του. Το κοινωνικό κράτος θεωρήθηκε ως αποκρυστάλλωση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης τις προηγούμενες δεκαετίες. 15

3. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Οι οικονομικές ιδέες και θεωρίες ούτε γεννώνται ούτε αναπτύσσονται στο κενό. Υπάρχει διαλεκτική σχέση μεταξύ της ιστορίας των οικονομικών θεωριών, από τη μία πλευρά, της οικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των ταξικών και κοινωνικών συγκρούσεων, από την άλλη. Για παράδειγμα, ενώ οι οικονομολόγοι της μερκαντιλιστικής περιόδου (16ος και 17ος αι.) αφιέρωσαν αμέτρητα δοκίμια στην υπεράσπιση των συμφερόντων του εμπορικού καπιταλισμού, η κλασική σχολή της πολιτικής οικονομίας (1776-1870), της οποίας ιδρυτής ήταν ο Ανταμ Σμιθ, θεμελίωσε θεωρητικά και στήριξε ιδεολογικά την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός υπήρξε προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης, της οποίας το ξέσπασμα τοποθετείται για τη Βρετανία στη δεκαετία του 1780, οπότε και οι σχετικοί στατιστικοί δείκτες ανεβαίνουν σχεδόν κατακόρυφα. Η βιομηχανική επανάσταση επεξέτεινε και εδραίωσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στους ελεύθερους - από προσωπικές εξαρτήσεις και μέσα παραγωγής - παραγωγούς (μισθωτοί εργαζόμενοι) και στην ελεύθερη - από προστατευτικά εμπόδια - αγορά. 12 Από τη βιομηχανική επανάσταση προκύπτει και το κοινωνικό ζήτημα του 19ου αιώνα, το οποίο συνοψίζεται στις αποκρουστικές συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια και ορυχεία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις των εργαζόμενων τάξεων που δεν διέθεταν μέσα παραγωγής. Αλλη θεμελιώδης αλλαγή της περιόδου ήταν η εκπληκτική πληθυσμιακή αύξηση, που μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ως συνέπεια παρά ως εξωγενές αίτιο της βιομηχανικής επανάστασης. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που σημειώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα για την αντιμετώπιση του κοινωνικού ζητήματος παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, εφόσον η χώρα αυτή υπήρξε το πρώτο βιομηχανικό εργαστήρι της οικουμένης. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι: 12 Σύμφωνα με τον ιστορικό E. Hobsbawm, ίσως έως τη δεκαετία του 1840 οι ΗΠΑ και ένα μεγάλο μέρος της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης να είχαν περάσει, ή να στέκονταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Ομως, έως το 1850 οι ουσιαστικές βιομηχανικές αλλαγές που είχε υποστεί ο μη αγγλόφωνος κόσμος ήταν ακόμα αρκετά μικρές. Κατά συνέπεια, στη δυτική και κεντρική Ευρώπη η βιομηχανική επανάσταση ολοκληρώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 16

η νομοθεσία περί εργοστασίων του 1819, που απαγόρευε την εργασία για τα παιδιά κάτω των 9 ετών και ο νόμος του 1847 για το 10ωρο η νομιμοποίηση των εργατικών συνδικάτων το 1824, η αναθεώρηση της νομοθεσίας περί φτωχών το 1834, οι νόμοι της περιόδου 1844-1875 για τη δημόσια υγεία, ο νόμος του 1870 για την υποχρεωτική εκπαίδευση, ο νόμος του 1880 για αποζημίωση από τον εργοδότη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο νόμος του 1885 για τη στέγαση των εργαζόμενων τάξεων. Η ασφάλιση κατά του γήρατος και της ανεργίας καθιερώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο άνεργος δεν διακρίνεται ακόμα καθαρά από τον φτωχό, σε μία κοινωνία γενικευμένης πενίας και εργασιακής ανασφάλειας. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε συνοπτικά αν και πώς οι κύριες οικονομικές θεωρίες δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής, ξεκινώντας από τους κλασικούς, στους οποίους αφιερώνουμε και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ εκτεταμένα με τη νεοκλασική θεωρία της ευημερίας και καθόλου με την μαρξιστική πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους, στις οποίες θα αναφερθούμε διεξοδικά στα επόμενα κεφάλαια. 3.1 Κλασική σχολή: η κοινωνική πολιτική είναι άχρηστη και επιζήμια Οι εκπρόσωποι της κλασικής σχολής ήταν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες του οικονομικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο κύριος κανόνας οικονομικής πολιτικής είναι η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, που επιτυγχάνεται με την κατάργηση της κρατικής παρέμβασης. Παρακάτω θα εξετάσουμε πώς έβλεπαν ειδικότερα την κρατική παρέμβαση σε δύο τομείς «κοινωνικής πολιτικής» 13 που προνομιακά πραγματεύονται: τις παροχές προς τους φτωχούς και τους μισθούς. Για τον A. Smith, πηγή του πλούτου ενός έθνους είναι η εργασία. 14 Η αύξηση του πλούτου μπορεί να προέλθει είτε από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που είναι αποτέλεσμα του εντεινόμενου καταμερισμού της εργασίας, είτε από την 13 Θέτουμε τον όρο σε εισαγωγικά, διότι αυτός είναι σύγχρονος και άρα εντελώς άγνωστος στους οικονομολόγους της κλασικής σχολής. 14 Το βασικό οικονομικό έργο του Smith είναι η «Ερευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών», που εκδόθηκε το 1776. 17

αύξηση του αριθμού των παραγωγικών εργατών, που εξαρτάται από τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Τόσο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου όσο και η εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας εξαρτώνται από τη διαρκή μεγέθυνση των αγορών, που επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση του εμπορίου από τα προστατευτικά εμπόδια. Με τον όρο πλούτο, ο Smith εννοούσε το σύνολο των υλικών προϊόντων ή των ειδών κατανάλωσης, δεδομένου ότι η κατανάλωση ήταν γι αυτόν ο τελικός στόχος και η αιτία της παραγωγής. Επιπλέον αναφερόταν στα «αναγκαία» καταναλωτικά εμπορεύματα ως αυτά που «τα ήθη μιας κοινωνίας θεωρούν ανεπίτρεπτο για αξιοπρεπείς ανθρώπους, ακόμα και της κατώτερης εισοδηματικής τάξης, να μη διαθέτουν». Δεν πρότεινε όμως κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης υπέρ των φτωχών, ώστε αυτοί να εξασφαλίζουν τα «αναγκαία» καταναλωτικά εμπορεύματα, διότι εμπιστευόταν απόλυτα το σύστημα της ελεύθερης αγοράς ως προς αυτό το θέμα. Θεωρούσε συγκεκριμένα ότι η αγορά λειτουργούσε ως «αόρατο χέρι», που εναρμόνιζε τα εγωϊστικά ατομικά συμφέροντα με το συμφέρον της κοινωνίας. Παράλληλα θεωρούσε ότι η νομοθεσία για τους φτωχούς, που προέβλεπε βοήθεια σε χρήμα και σε είδος, έπρεπε να καταργηθεί, διότι παρεμπόδιζε τη γεωγραφική κινητικότητα της εργασίας, εφόσον προσέδενε το φτωχό με την ενορία που κατοικούσε και η οποία του παρείχε τη βοήθεια. Ο T. Malthus είναι γνωστός μεταξύ άλλων γιατί πρώτος διατύπωσε το «νόμο του πληθυσμού» και υποστήριξε την άποψη ότι η βοήθεια προς τους φτωχούς είναι επιζήμια, διότι επιδεινώνει τη φτώχεια τους. 15 Ο νόμος του πληθυσμού λέει ότι το ύψος του πληθυσμού καθορίζεται από τη διαθέσιμη ποσότητα μέσων διαβίωσης. Η φτώχεια και η ένδεια προκύπτουν από το γεγονός ότι τα μέσα διαβίωσης αυξάνονται κατα αριθμητική πρόοδο, λόγω των φθινουσών αποδόσεων της γης, ενώ ο πληθυσμός κατά γεωμετρική πρόοδο. Οι φτωχοί μπορούν να βελτιώσουν τη μοίρα τους μόνο όταν απέχουν συνειδητά από τη γρήγορη αύξηση του πληθυσμού τους με το να παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες και με τη σεξουαλική εγκράτεια. Η ένδεια οδηγεί εκ των πραγμάτων στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, ενώ αντίθετα η βοήθεια προς τους φτωχούς τους ενθαρρύνει να κάνουν και άλλα παιδιά και άρα επιδεινώνει τη φτώχεια. Με βάση αυτό το συμπέρασμα, ο Malthus επετέθη 15 Τις θέσεις του αυτές πρωτοδημοσίευσε ανώνυμα το 1798 και επώνυμα το 1803 στο «Δοκίμιο για την αρχή του πληθυσμού». 18

στις αρχές του 19ου αιώνα με δριμύτητα στον ισχύοντα στη Βρετανία «νόμο περί φτωχών», τασσόμενος υπέρ της τροποποίησής του επί το αυστηρότερο. Ο D. Ricardo 16 χρησιμοποίησε το νόμο του πληθυσμού του Malthus για να διατυπώσει το «σιδερένιο νόμο των μισθών». Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι μισθοί των εργατών ρυθμίζονται από τις μεταβολές του πληθυσμού και κυμαίνονται γύρω από το ελάχιστο όριο συντήρησης. Γι αυτό κάθε προσπάθεια αύξησης των μισθών με τεχνητά μέσα π.χ. μέσω απεργιών ή εργοστασιακής νομοθεσίας ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο σιδερένιος νόμος των μισθών συνδέεται επίσης με τους νόμους της διανομής του εισοδήματος και της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους. Σύμφωνα με τον Ricardo, η συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγεί σε αύξηση του πληθυσμού, επέκταση των καλλιεργειών στα λιγότερο γόνιμα εδάφη και σε ανύψωση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, λόγω υψηλότερων εξόδων παραγωγής. Η ανάγκη εξασφάλισης του ελάχιστου ορίου συντήρησης των εργατών προκαλεί αύξηση των ονομαστικών μισθών προς αντιστάθμιση των υψηλότερων τιμών των αγροτικών προϊόντων, με συνέπεια τη μείωση των κερδών, μέχρις ότου η οικονομία περιέλθει σε κατάσταση στασιμότητας. Η στασιμότητα παράγει ανεργία και πτώση των ονομαστικών μισθών κάτω από το ελάχιστο όριο συντήρησης. Η πτώση αυτή ωθεί ξανά τα κέρδη προς τα πάνω και έτσι επιταχύνεται η συσσώρευση κεφαλαίου. Σε περίοδο ταχείας συσσώρευσης, μία νομοθετική παρέμβαση στους μισθούς μειώνει το ποσοστό κέρδους και άρα επιταχύνει την είσοδο της οικονομίας στη φάση της στασιμότητας, ενώ σε περίοδο βραδείας συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν αφήνει το ποσοστό κέρδους να ανέλθει ώστε να εξέλθει η οικονομία από τη στασιμότητα. Παρόμοια είναι τα επιχειρήματα του Ricardo ενάντια στις παροχές του κράτους προς τους φτωχούς μέσω φορολογίας. Η τελευταία, όταν πλήττει τις επιχειρήσεις, περιορίζει το ποσοστό κέρδους και επιβραδύνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, από την οποία εξαρτάται ο πλούτος ενός έθνους. Ταυτόχρονα, η θέση των φτωχών δεν βελτιώνεται, διότι οι παροχές, μαζί με το χαμηλό ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου, δημιουργούν σχετικό υπερπληθυσμό, ο οποίος ωθεί τους μισθούς κάτω από το ελάχιστο όριο συντήρησης των εργατών. 16 Το βασικό του έργο είναι οι «Αρχές της πολιτικής οικονομίας και της φορολογίας», που δημοσιεύτηκαν το 1817. 19

Ο J.S. Mill είναι ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της κλασικής σχολής και ταυτόχρονα το σύμβολο ενός κινήματος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της χώρας του το 19ο αιώνα. 17 Ο J.S. Mill συνδύασε τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού με την ανάγκη κρατικής παρέμβασης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής στο ρεύμα του «κοινωνικού φιλελευθερισμού». Υποστήριξε την ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου με δραστικούς φόρους επί της γαιοπροσόδου και των κληρονομιών, την ελευθερία οργάνωσης των εργατικών συνδικάτων, τον περιορισμό των ωρών εργασίας, τη βελτίωση των συνθηκών διαβιωσής των εργαζομένων, τον έλεγχο της απασχόλησης ανηλίκων, το καθολικό δικαίωμα ψήφου, την παιδεία για όλους. Οι προτάσεις του για τις κρατικές παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα της μεταστροφής των απόψεων του, τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατό του, όσον αφορά τη θεωρία περί «αποθέματος μισθών», την οποία ενστερνιζόταν μέχρι τότε, όπως όλοι οι κλασικοί συγγραφείς. Σύμφωνα μ αυτήν, η ζήτηση εργασίας σε μία οικονομία προσδιορίζεται από ένα απόθεμα κεφαλαίου, που είναι προορισμένο για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης των εργατών (απόθεμα μισθών). Το ύψος του μισθού εξαρτάται από την αναλογία στην οποία βρίσκονται τα μέσα διαβίωσης με το εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας και προκύπτει από τη διαίρεση του αποθέματος με το συνολικό αριθμό των εργατών. Οταν αυξάνεται ο πληθυσμός χωρίς να αυξάνεται το κεφάλαιο, οι μισθοί μειώνονται, ενώ όταν συμβαίνει το αντίστροφο οι μισθοί αυξάνονται. Από την παραπάνω θεωρία προέκυπτε ότι μόνο από την απόκτηση λιγότερων παιδιών και την ταχύτερη συσσώρευση επιχειρηματικού κεφαλαίου οι εργάτες μπορούσαν να αναμένουν βελτίωση των μισθών τους και όχι από τη συνδικαλιστική τους δράση. Οι επιτυχίες των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης και το συνδικαλιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1860 κλόνισαν την πίστη στην εγκυρότητα της θεωρίας και οδήγησαν πολλούς μελετητές, όπως και τον J.S. Mill, στην αποκήρυξή της. Το πρακτικό αποτέλεσμα της μεταστροφής ήταν ότι τα συνδικάτα νομιμοποιούνταν στο εξής να διεκδικούν υψηλότερους μισθούς, διότι αυτοί μπορούσαν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους, χωρίς να προκαλέσουν οικονομική στασιμότητα. Από την άλλη, 17 Το κυριότερο έργο του ήταν οι «Αρχές πολιτικής οικονομίας με μερικές από τις εφαρμογές τους στην κοινωνική φιλοσοφία», που δημοσιεύτηκε το 1848. Ο θάνατός του το 1873 σηματοδοτεί το τέλος της Κλασικής Σχολής. 20

ο Μιλ θεωρούσε ότι η αύξηση των μισθών, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων και η παιδεία θα οδηγούσαν σε περιορισμό της γεννητικότητας και άρα σε βελτίωση της σχέσης του πληθυσμού προς το υφιστάμενο κεφάλαιο στις επόμενες γενεές, γεγονός που θα επέτρεπε μελλοντική αύξηση των μισθών. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι, με εξαίρεση τη διαφοροποίηση του J.S. Mill, οι κλασικοί έχουν κοινή στάση απέναντι στην κρατική παρέμβαση σε θέματα «κοινωνικής πολιτικής», την οποία συνοπτικά θεωρούν άχρηστη και επιζήμια. Ο Smith θεωρούσε ότι η ελεύθερη επιχειρηματική δράση θα εξασφαλίσει την κοινωνική ευημερία σε όλους και άρα κάθε κρατική παρέμβαση, ακόμα και αυτή υπέρ των φτωχών, παρεμπόδιζε την πορεία προς τη συνολική ευημερία. Οι Malthus και Ricardo ήσαν ακόμα πιο εχθρικοί απέναντι στην κρατική παρέμβαση υπέρ των φτωχών ή για τον καθορισμό των μισθών, διότι πίστευαν ότι αυτή δεν ήταν μόνο επιζήμια για την κοινωνία, αλλά έβλαπτε και τους αποδέκτες της. Η ριζική αναθεώρηση της νομοθεσίας για τους φτωχούς στη Βρετανία το 1834, που κατάργησε την άμεση βοήθεια σε χρήμα και σε είδος προς τους φτωχούς και έκανε υποχρεωτική τη διαμονή τους σε σπίτια εργασίας (workhouses), αντανακλά την επίδραση της κλασικής οικονομικής σκέψης, όπως εκφράστηκε από αυτούς τους τρεις εκπροσώπους της. Αντίθετα ο J.S. Mill νομιμοποίησε την «κοινωνική πολιτική», υποστηρίζοντας ότι η βελτίωση της διαβίωσης του πληθυσμού μέσω της αύξησης των μισθών και της κρατικής παρέμβασης σε τομείς κοινωνικής πολιτικής είναι εφικτή και επιθυμητή, εφόσον δεν έχει αναγκαστικά οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες. Ετσι ο J.S. Mill άνοιξε το δρόμο στο επερχόμενο ρεύμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού. 3.2 Νεοκλασική σχολή: κρατική παρέμβαση όπου αποτυγχάνει η αγορά Η νεοκλασική σχολή έχει δύο ιδρυτικά μέλη, τους W.S. Jevons και L. Walras, οι οποίοι συνέγραψαν τα βασικά τους έργα στη δεκαετία του 1870. Η τομή που κάνει η νεοκλασική σχολή σε σχέση με την κλασική σχολή είναι ότι αξιοποιεί τις αρχές του ωφελιμισμού για τη φύση του ανθρώπου στο πεδίο της οικονομίας. Ο άνθρωπος είναι ένα ορθολογικό υποκείμενο που αναζητεί το μέγιστο της ικανοποίησης των αναγκών του, δηλαδή τη μέγιστη ωφελιμότητα, κατευθύνοντας τις πράξεις του στην αύξηση της ηδονής και στη μείωση του πόνου. Ετσι, για τους νεοκλασικούς, ο καταναλωτής επιδιώκει το συνδυασμό αγαθών που μεγιστοποιεί τη χρησιμότητα που αντλεί από την κατανάλωση και ο παραγωγός τη μεγιστοποίηση του κέρδους του, ενώ κάθε 21

άτομο επιλέγει το συνδυασμό εργασίας και σχόλης που μεγιστοποιεί την ικανοποίησή του. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η αξία των αγαθών απορρέει από την ικανοποίηση που παρέχουν και όχι από την εργασία που ενσωματώνουν, όπως θεωρούσαν οι κλασικοί. 18 Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Jevons ήταν φιλελεύθερος και αντιδρούσε σφοδρότατα στην κοινωνική νομοθεσία που υιοθετείτο στην Αγγλία την εποχή εκείνη και στην προοδευτική φορολογία εισοδήματος. Μόνο στο τέλος της ζωής του έγινε πιο μετριοπαθής, υπερασπιζόμενος την κοινωνική κατοικία για τους φτωχούς, τις ρυθμίσεις για την υγιεινή και την ασφάλεια των χώρων εργασίας, τη διεύρυνση της δημόσιας εκπαίδευσης, ένα δημόσιο σύστημα υγείας, τον περιορισμό της εργασίας των ανηλίκων και την προστασία των εργαζόμενων γυναικών. Ομως παρέμεινε πολέμιος των συνδικάτων. Αντίθετα, ο Walras είχε την άποψη, ότι στις περιπτώσεις που ο ανταγωνισμός δεν είναι ενδεδειγμένος, το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει (αγαθά δημόσιου συμφέροντος, φυσικά μονοπώλια), ενώ αναζητούσε μία συνταγή αποτελεσματικής και δίκαιης διανομής του εισοδήματος. Η οργάνωση σε συστηματική θεωρία, με το όνομα οικονομική της ευημερίας, των απόψεων των νεοκλασικών για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και τους λόγους που δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία οφείλεται κυρίως στη συμβολή τριών οικονομολόγων: των V. Pareto (άριστη κατανομή πόρων), A. Pigou (εξωτερικές επιπτώσεις) και P. Samuelson (δημόσια αγαθά). Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι νεοκλασικοί αποδέχονται και προτείνουν την κρατική παρέμβαση μόνο στις περιπτώσεις αποτυχίας της αγοράς. Θεωρούν δηλαδή την κρατική παρέμβαση ως αναγκαστική δεύτερη καλύτερη επιλογή (second best), έναντι της πρώτης επιλογής που είναι η πλήρως ανταγωνιστική αγορά. Οι λόγοι που δικαιολογούν για τους νεοκλασικούς την κρατική παρέμβαση γενικά, ισχύουν και στην περίπτωση της κοινωνικής πολιτικής. Αρα η νεοκλασική θεωρία της ευημερίας παρέχει έννοιες και επιχειρήματα που θα μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε γιατί και πώς το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στα διάφορα πεδία της κοινωνικής πολιτικής. Θα την εξετάσουμε διεξοδικά στο επόμενο κεφάλαιο. 18 Ολοι οι κλασικοί δεν ασπάζονταν την ίδια θεωρία της αξίας. Γι αυτό το θέμα βλέπε το βιβλίο του I. Rubin, που παραθέτουμε στη βιβλιογραφία στην αρχή των σημειώσεων. 22

3.3 Κεϋνσιανή θεωρία: η κοινωνική πολιτική τονώνει την οικονομική μεγέθυνση Η θεωρία του Κέυνς μας ενδιαφέρει από τη σκοπιά της κοινωνικής πολιτικής για τους εξής τρεις λόγους. Πρώτον, διότι ανέδειξε ως τα δύο κύρια κακά του καπιταλιστικού συστήματος το ότι αυτό δεν εξασφαλίζει την πλήρη απασχόληση και ότι η διανομή του πλούτου και του εισοδήματος είναι αυθαίρετη και άδικη. 19 Η υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού και η ακούσια (μη ηθελημένη) ανεργία που τη συνοδεύει αποτελούν τη φυσιολογική κατάσταση του συστήματος, το οποίο παρουσιάζει χρόνια αστάθεια και μόνο κατ εξαίρεση βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. Δεύτερον, διότι υποστήριξε ότι η λύση στο πρόβλημα της ακούσιας ανεργίας δεν είναι η μείωση των μισθών, αλλά η αύξηση της ενεργού ζήτησης στην οικονομία μέσω επεκτατικής μακροοικονομικής πολιτικής (αύξηση δημοσίων δαπανών, μείωση επιτοκίων). Αυτό συμβαίνει επειδή είναι η ζήτηση 20 που καθορίζει το ύψος της παραγωγής, από το οποίο εξαρτάται το ύψος της απασχόλησης. 21 Τρίτον, διότι προέβαλλε τη θέση ότι η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των φτωχότερων εισοδηματικών τάξεων είναι ευνοϊκή για τις επενδύσεις και άρα για τη μεγέθυνση του προϊόντος της οικονομίας, εφόσον αυξάνει την οριακή ροπή προς κατανάλωση 22 και άρα τη ζήτηση. Τι συνεπάγονται αυτές οι θέσεις για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής; Οτι η κοινωνική πολιτική δεν είναι επιζήμια για το οικονομικό σύστημα όπως πίστευαν οι κλασικοί, ούτε δεύτερη καλύτερη επιλογή όπως πίστευαν και πιστεύουν οι νεοκλασικοί θεωρητικοί της ευημερίας, αλλά λειτουργική για το σύστημα. Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ως τμήμα των συνολικών δημόσιων δαπανών, συντελεί στην άμεση επέκταση της ζήτησης, ενώ η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των φτωχότερων εισοδηματικών τάξεων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα μέσω της αύξησης της οριακής ροπής για κατανάλωση. Και όπως μόλις αναφέραμε, η επέκταση της ζήτησης αυξάνει το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας και την απασχόληση. 19 Δες την πρώτη παράγραφο του 24ου κεφαλαίου της Γενικής θεωρίας της απασχόλησης του τόκου και του χρήματος, Macmillan 1936, που αποτελεί το κυριότερο έργο του Κέυνς. 20 Η ζήτηση για τον Κέυνς έχει δύο συστατικά στοιχεία την καταναλωτική ζήτηση και την επενδυτική ζήτηση. Αυτό απεικονίζεται στην εξίσωση Y = C + I, όπου Y είναι το εισόδημα, C η κατανάλωση και I οι επενδύσεις. Το εισόδημα ταυτίζεται με τη ζήτηση. 21 Θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε την αιτιώδη αλληλουχία ως εξής: Ζ Π Α, όπου Ζ είναι η ζήτηση προϊόντων, Π η παραγωγή (προσφορά προϊόντων) και Α η απασχόληση. 22 Η οριακή ροπή για κατανάλωση είναι το τμήμα του εισοδήματος που καταναλώνεται. Το υπόλοιπο τμήμα του εισοδήματος αποταμιεύεται. 23

3.4 Μαρξιστική θεωρία και πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους [Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των κεφαλαίων 3 και 4 του βιβλίου του I. Gough, The Political Economy of the Welfare State, Macmillan 1979]. Το κοινό στοιχείο σε όλες τις μαρξιστικές θεωρίες του κράτους είναι η υποταγή του κράτους στο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και στην κυριάρχη τάξη ή τάξεις αυτού του τρόπου. Με άλλα λόγια, η οικονομικά κυρίαρχη τάξη είναι επίσης και η πολιτικά κυρίαρχη ή η άρχουσα τάξη. Με ποιό τρόπο ο κρατικός μηχανισμός υπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης τάξης; Το κράτος χρειάζεται ένα βαθμό αυτονομίας από αυτήν την τάξη προκειμένου να αντιπροσωπεύει με επάρκεια τα συμφέροντά της, από τη στιγμή που υπάρχουν μερίδες στο εσωτερικό της που έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους επειδή εκτός από κοινά έχουν και ιδιαίτερα συμφέροντα. Το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής λειτουργεί προς όφελος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της αστικής τάξης ως σύνολο. Διαθέτει ένα βαθμό αυτονομίας ως προς αυτήν την τάξη, προκειμένου να μπορεί να εκτελεί ένα διαμεσολαβητικό και συμφιλιωτικό ρόλο μεταξύ των διαφορετικών μερίδων της και των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Η σχετική αυτονομία που έχει το κράτος απέναντι στα άμεσα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και των μερίδων της επιτρέπει στις εργαζόμενες τάξεις να κερδίζουν μία σειρά από μεταρρυθμίσεις. Γιατί όμως το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης; Ο Miliband προβάλλει τους εξής τρεις λόγους. 23 Πρώτον, αυτοί που βρίσκονται στα ανώτατα αξιώματα του κράτους ανήκουν στην αστική τάξη. Δεύτερον, υπάρχει ανισότητα ταξικής δύναμης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία υπέρ της αστικής τάξης, η οποία μπορεί να ασκεί μεγαλύτερη πίεση/επιρροή στον κρατικό μηχανισμό από τις υπόλοιπες τάξεις. Τρίτον, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επιβάλλει «δομικούς περιορισμούς» στη λειτουργία του κράτους δηλ. του επιβάλλει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου. Το κράτος πρέπει να υπηρετεί τις ανάγκες αυτής της διαδικασίας, εφόσον από το ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου εξαρτώνται η ευρωστία της οικονομίας και άρα τα δημόσια έσοδα από τη φορολογία, που με τη σειρά τους χρηματοδοτούν τις δημόσιες δαπάνες. Αρα υπάρχει δομική σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας. 24