ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου Δικηγόρος, Δ.Ν. Αθήνα Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών 24.2.2016
1. Η θεματική «ακυρωτική διαδικασία» είναι ευρύτατη και για το λόγο αυτό θα γίνει επιλεκτική μόνον αναφορά σε κρίσιμα σημεία, τα οποία απασχόλησαν και τη νομολογία. 2. Η εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών υπάγεται, κατ αρχήν, στην αρμοδιότητα του ΣτΕ, υπέρ της οποίας λειτουργεί και το σχετικό συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο. 3. Κατ εξαίρεσιν αρμοδιότητα εκδίκασης ακυρωτικών διαφορών έχουν και τα Διοικητικά Εφετεία για συγκεκριμένες διαφορές ήσσονος σημασίας. 4. Η διαδικασία και στα δύο δικαστήρια είναι κοινή (αρ. 66 ΠΔ 18/89). 5. Η ακυρωτική διαδικασία αρχίζει με την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου- τότε γεννάται και η εκκρεμοδικία (ΣτΕ 1366/2007).
6. Δικόγραφο νοείται το πρωτότυπο έγγραφο που φέρει τα στοιχεία του δικογράφου. 7. Συνεπώς κατάθεση αντιγράφου (λ.χ. ΦΑΞ) δεν γεννά εκκρεμοδικία και κάθε διαδικαστική ενέργεια που ακολουθεί είναι άκυρη (με δικαστική απόφαση) ελλείψει δικονομικής υπόστασης. 8. Η κατάθεση γίνεται με την παράδοση του πρωτοτύπου (+2 αντίγραφα) στη Γραμματεία του ΣΤΕ και την άμεση καταχώριση σε ειδικό βιβλίο όπου υπογράφει ο καταθέτης (αρ. 19 παρ. 1 ΠΔ 18/89). 9. Η κατάθεση μπορεί να γίνει και σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή (και γραμματείες άλλων δικαστηρίων πλην ΣτΕ) εκτός απο την εκδούσα την πράξη αρχη (αρ. 19 παρ. 2 ΠΔ 18/89 ΣτΕ Ολ 1438/1996).
10. Η αρχή που παραλαμβάνει το δικόγραφο υποχρεούται να το στείλει αμέσως στο ΣτΕ. 11. Η αρχή που παραλαμβάνει την αίτηση οφείλει όχι μόνον να την καταχωρίσει στο βιβλίο εισερχομένων αλλά και να συνταχθεί, επι ποινή απαραδέκτου, πράξη κατάθεσης (ΣτΕ 2713/2002). 12. Εάν η αίτηση κατατεθεί σε αναρμόδιο δικαστήριο τότε το τελευταίο οφείλει (αρ. 32 Ν. 1968/1991) να το παραπέμψει στο ΣτΕ, οπότε ημερομηνία άσκησης του ενδίκου μέσου θεωρείται η αρχική κατάθεση αυτού στο παραπέμψαν δικαστήριο (ΣτΕ 2884/1980). 13. Όταν την αίτηση την ασκεί διοικητική αρχή που εκπροσωπεί το δημόσιο τότε η κατάθεση πρέπει να γίνει μόνον στο ΣτΕ (ΣτΕ 2553/1993). 14. Αποκλείεται η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δια της αποστολής της με το ταχυδρομείο (ΣτΕ 791/2010).
15. Πάντως, προβλέπεται ήδη (αρ. 42 πρ. 1 Ν. 3659/2008) η δυνατότητα για κατάθεση, επίδοση και διακίνηση και των δικογράφων με ηλεκτρονικά μέσα. 16. Η αίτηση πρέπει να υπογράφεται απο δικηγόρο αλλά η κατάθεση μπορεί να γίνει και απο τον αιτούντα ή τρίτο. 17. Το δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει (αρ. 17 παρ.1 ΠΔ 18/89) : όνομα και δνση αιτούντος (έλλειψη μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ταυτότητα δημιουργεί ακυρότητα ΣτΕ 1485/2009). 18. Διορθώσεις στοιχείων ταυτότητας διαδίκων είτε οίκοθεν απο το δικαστήριο είτε δια του υπομνήματος απο τους διαδίκους είτε προφορικώς στη συζ. και απο τον πληρ. Δικηγόρο.
19. Επίσης, στο δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζεται και η (ΣτΕ Ολ. 1981/2005) προσβαλλόμενη πράξη και να εμπεριέχεται ένας σαφής και ορισμένος λόγος ακυρώσεως (ΣτΕ 2636/09). 20. Η αοριστία του δικογράφου διακρίνεται απο την αοριστία των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως (λ.χ. οτι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εσφαλμένη ή ερείδεται επι ανακριβών στοιχείων ΣτΕ 2463/2010, ΣτΕ 2055/2010). Η αοριστία του λόγου δεν οδηγεί στην ακυρότητα του δικογράφου εκτός εάν είναι ο μοναδικός λόγος οπότε απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΣτΕ 3796/1996). 21. Απαραίτητο στοιχείο του δικογράφου είναι και η ιδιόχειρη υπογραφή απο δικηγόρο.
22. Εάν το δικόγραφο δεν φέρει υπογραφή ή είναι μηχανική εξετάζεται εάν ο τύπος αυτός δύναται να αναπληρωθεί από άλλη διαδικαστική ενέργεια στην οποία έχει συμπράξει ο δικηγόρος θέτοντας ιδιόχειρη υπογραφή ή από άλλα στοιχεία απο τα οποία συνάγεται με ασφάλεια η ταυτότητα του αιτούντος και η σοβαρή πρόθεση του να ασκήσει το ένδικο μέσο (ΣτΕ 2829/2008). 23. Στο αναγκαίο κατά το νόμο περιεχόμενο του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως δεν περιλαμβάνεται ο προσδιορισμός της καθού η αίτηση αρχής (ΣτΕ 2097/2000) η οποία προσδιορίζεται με βάση τις προσβαλλόμενες πράξεις. 24. Με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρ. είναι δυνατός και ο διορισμός αντικλήτου, ο οποίος πρέπει να έχει έδρα την Αθήνα (αρ. 18 ΠΔ 18/89). 25. Ο διορισμός μπορεί να γίνει και με χωριστή δήλωση στη Γραμματεία.
26. Εάν ο υπογράφων δικηγόρος είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνων τότε καθίσταται αυτοδικαίως αντίκλητος. 27. Ο μη διορισμός αντικλήτου καθώς και η μη γνωστοποίηση των αλλαγών που τον αφορούν δεν επάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αλλά τη συνέχιση της διαδικασίας απολιπομένου του αιτούντος (ΣτΕ 377/2008). 28. Και στις ακυρωτικές δίκες ισχύουν οι θεσμοί της ομοδικίας και της συνάφειας οι οποίοι εξυπηρετούν την οικονομία της δίκης. 29. Ομοδικία συντρέχει στην περίπτωση που περισσότεροι αιτούντες ζητούν την ακύρωση της ίδιας διοικητικής πράξης στο ίδιο δικόγραφο. 30. Η ομοδικία στην ακυρωτική δίκη δεν διακρίνεται σε αναγκαία και απλή.
31. Πρόκειται για ιδιόρρυθμο θεσμό νομολογιακής προέλευσης- στο ΠΔ 18/89 δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις (μία μικρή διαδικαστική αναφορά γίνεται στην παρ. 6 του άρ. 45 ). Αυτός είναι ο λόγος που δεν συντρέχει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚπολΔ. 32. Κατά την πάγια νομολογία του ΣΤΕ για τη θεμελίωση του δεσμού της ομοδικίας απαιτείται αφενός η ύπαρξη κοινού εννόμου συμφέροντος μεταξύ των διαδίκων, αφετέρου η προβολή απο αυτούς κοινών λόγων ακυρώσεως, ερειδομένων στην ίδια νομική και πραγματική βάση (ΣτΕ Ολ. 1210/2010).
33. Εάν δεν υφίσταται κοινότητα εννόμου συμφέροντος η αίτ. ακυρ. διακρατείται απο το δικαστήριο ως προς το προτασσόμενο στο δικόγραφο διάδικο και όσους παραδεκτώς ομοδικούν με αυτόν ενώ για τους υπόλοιπους (μετά την έναρξη ισχύος του αρ. 22 παρ. 9 Ν. 3226/2004) διατάσσεται ο χωρισμός του δικογράφου και καλούνται εντός μηνός απο την επίδοση της απόφασης να καταθέσουν χωριστό δικόγραφο άλλως η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 34. Συνάφεια υπάρχει όταν με το ίδιο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως προσβάλλονται περισσότερες της μίας διοικητικές πράξεις οι οποίες είτε έχουν εκδοθεί απο το ίδιο όργανο κατ εφαρμογήν της ίδιας νομοθεσίας είτε η μία αποτελεί έρεισμα της άλλης είτε ερείδονται στην ίδια νομική και πραγματική αιτία.
35. Πρόσθετοι λόγοι : επιτρέπεται (αρ. 25 παρ. 1 ΠΔ 18/89) η υποβολή πρόσθετων λόγων με αυτοτελές δικόγραφο το οποίο κατατίθεται και κοινοποιείται επι ποινή απαραδέκτου δεκα πέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν απο τη συζήτηση με επιμέλεια εκείνου που τους ασκεί. 36. Με τους πρόσθετους λόγους δεν επιτρέπεται η διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης συνεπώς δεν μπορεί να συμμετέχει στη δίκη κάποιος το πρώτον με τους πρόσθετους λόγους. 37. Οι πρόσθετοι λόγοι μπορούν να θεραπεύσουν την αοριστία των λόγων που προβλήθηκαν ήδη στο αρχικό δικόγραφο. 38. Συζήτηση έως την οποία πρέπει να κατατεθεί το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων είναι η πρώτη επ ακροατηρίου (ΣτΕ Ολ. 2325/1984).
39. Τα υπομνήματα κατατίθενται στη Γραμματεία του δικαστηρίου είτε 6 πλήρεις ημέρες πριν απο τη συζ. είτε μετά από αυτήν σε προθεσμία που τάσσεται απο τον Πρόεδρο (αρ. 25 παρ. 2 ΠΔ 18/1989). 40. Με υπόμνημα που κατατίθεται πριν απο τη συζήτηση αναπτύσσονται οι λόγοι ακυρώσεως που έχουν ήδη προβληθεί προβάλλονται πραγματικά περιστατικά για τη θεμελιωση των λόγων. 41. Με υπόμνημα που κατατίθεται μετά τη συζήτηση επιτρέπεται μόνον η ανάπτυξη των εκτεθέντων κατά τη συζήτηση και όχι η προβολή νέων λόγων. 42. Παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη μπορεί να ασκήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να διατηρηθεί σε ισχύ η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη (αρ. 49 παρ. 1 ΠΔ 18/89).
43. Εξαίρεση (αρ. 21 παρ. 2 περ. Β ΠΔ 18/89) προβλέπεται σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως ΝΠΔΔ δύναται να ασκήσει παρέμβαση είτε υπέρ είτε κατά του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως ο εποπτεύων το νομικό πρόσωπο Υπουργός (ΣτΕ 3365/10). 44. Η παρέμβαση ασκείται επι ποινή απαραδέκτου με ιδιαίτερο (εξαίρεση η παρέμβαση εποπτεύοντος σε ΝΠΔΔ Υπουργού ασκείται είτε προφορικά είτε με υπόμνημα άρ. 21 παρ. 2 β ΠΔ 18/89) δικόγραφο που κατατίθεται και κοινοποιείται με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος 6 τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν απο τη συζήτηση με επίδοση κυρωμένου αντιγράφου προς τους διαδίκους. 45. Επιτρέπεται μία μόνο παρέμβαση απο το ίδιο πρόσωπο, η δεύτερη λογίζεται ως υπόμνημα (ΣτΕ 3307/2007).
46. Μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως ορίζεται με πράξη του Προέδρου η δικάσιμος και ο εισηγητής δικαστής. 47. Ο εισηγητής δικαστής (αρ. 22 ΠΔ 18/89) είναι υπεύθυνος για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υποθέσεως και συντάσσει εισήγηση στην οποία περιλαμβάνεται το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που προκύπτουν απο έγγραφα καθώς και τα ζητήματα που ανακύπτουν στην υπόθεση. 48. Η εισήγηση κατατίθεται στη γραμματεία 3 ημέρες πριν απο τη συζ. ο εισηγητής επίσης αποφαίνεται εάν η υπόθεση θα συζητηθεί μπορεί να ζητήσει στοιχεία από τους διαδίκους. 49. Συνοπτική η εισήγηση κατά το άρ. 6 παρ. 1 Ν. 3900/10.
50. Το δημόσιο ή το ΝΠΔΔ υποχρεούται να στείλει απόψεις / έγγραφα ακόμη και απόρρητα. παράλειψη ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα των υπαλλήλων η μη αποστολή συχνός λόγος παρέλκυσης δίκης. 51. Δεν προβλέπεται (αρ. 21 ΠΔ 18/89) κοινοποίηση στον αιτούντα αντιγράφου της αιτήσεως και της πράξης του προέδρου για ορισμό εισηγητή και δικασίμου διότι θεωρείται οτι ο αιτών έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον να παρακολουθεί τη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει για τις περιπτώσεις των αναβολών και των ματαιώσεων της συζήτησης. Στην πράξη αποστέλλεται κλήση προς συζήτηση πριν απο την πρώτη δικάσιμο.
52. Από την κατάθεση έως τη συζήτηση της αιτήσεως του, ο αιτών οφείλει να καταβάλει τα δικαστικά δαπανήματα των άρθρων 35 και 36 του ΠΔ 18/89, δηλ. τα τέλη και το παράβολο. Σκοπός του παραβόλου η αποτροπή άσκησης προφανώς αβάσιμων ενδίκων μέσων. (...) 53. Ο αιτών οφείλει 6 πλήρεις ημέρες πριν απο τη δικάσιμο να προσκομίσει τα αποδεικτικά των πραγματικών ισχυρισμών του και του εννόμου συμφέροντος του στοιχεία. Καταληκτική ημερομηνία είναι η προτεραία της συζήτησης της υπόθεσης (ΣτΕ 4574/2005, ΣτΕ Ολ. 4570/1996).
54. Η δίκη που ανοίγεται με την αίτηση ακυρώσεως ενδέχεται να καταργηθεί πριν απο την πρώτη συζήτηση. Οι περιπτώσεις είναι: αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης / παραίτηση απο το δικόγραφο (δεν συγχωρείται ανάκληση της παραίτησης εκτός εάν προσβολή για πλαστότητα ή συγγνωστή πλάνη λαθος συν. Δικηγόρου / συνεργάτη του για το περιεχόμενο της δήλωσης (ΣτΕ 100/2000 εν συμβ.) / θάνατος διαδίκων - διάλυση νομικών προσώπων / λήξη ισχύος διοικητικής πράξης. 55. Νομιμοποίηση των δικηγόρων: οι διαδικοι παρίστανται μόνο με δικηγόρο ο οποίος είναι διορισμένος στον ΑΠ ή καθηγητής Νομικής Σχολής. 56. Το δικόγραφο της αιτήσεως μπορεί να το υπογράψει και δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις ή παρ εφέταις.
57. Η νομιμοποίηση του δικηγόρου παρέχεται (αρ. 27 ΠΔ 18/89) : με συμβολαιογραφική πράξη (ειδικό πληρεξούσιο- πενταετία ) - συνυπογραφή δικογράφου-προφορική δήλωση στο ακροατήριο. 58. Νομιμοποίηση ενώπιον δικαστηρίου οφείλουν να φέρουν και οι διάδικοι (αρ. 26 ΠΔ 18/89). Η διάταξη αναφέρεται κυρίως στα νομικά πρόσωπα. Πρόσφατη απόφαση έκρινε οτι για την άσκηση από ΑΕ έφεσης ενώπιον ΔΔ δεν αρκεί, για τη νομιμοποίηση, η προσκομιδή μόνον του συμβ. πληρ. Απαιτείται καταστατικό και άλλα νομιμοποιητικά έγγραφα σε επικυρωμένα αντίγραφα (ΣτΕ 1753/2014 ). 59. Συζήτηση στο ακροατήριο....