ήταν λοιπόν το γεγονός αυτό να επηρεάσει τη συμπεριφορά των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, καθώς η εστίαση της προσοχής τους μετακινήθηκε από τα εξωτερικά στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας. Η επαγγελματική ανασφάλεια των αξιωματικών, η ανικανότητα των πολιτικός ηγετών να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις στα χρόνια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και η άσχημη κατάσταση της παραδοσιακής οικονομικής δομής της χώρας έκαναν τους στρατιωτικούς ιδιαίτερα ευαίσθητους στις εναλλαγές της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης της χώρας. Επιπλέον, καθώς οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν συμβάλει στην αριθμητική αύξηση των χαμηλόβαθμων αξιωματικών, η προαγωγή τους στις ανώτερες βαθμίδες υπήρξε αποκλειστικά αποτέλεσμα των πελατειακών τους σχέσεων. Η αδυναμία της οικονομίας της χώρας να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις στους αξιωματικούς οδήγησε τους τελευταίους σε μεγαλύτερη ενασχόληση με τα εσωτερικά προβλήματα της Ελλάδας. ε. Από το 1922 έως το 1939 Επηρεασμένοι από το αποτέλεσμα της μικρασιατικής εκστρατείας, κυρίως φιλοβενιζελικοί αλλά και αρκετοί φιλομοναρχικοί αξιωματικοί ανασυντάχθηκαν στη Χίο υπό την αρχηγία των συνταγματαρχών Νικ. Πλαστήρα και Στ. Γονατά. Κατηγορώντας το φιλοβασιλικό κόμμα για την ήττα, ανάγκασαν το βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί από το θρόνο του και να ορίσει διάδοχο του τον πρίγκιπα Γεώργιο. Επιπλέον, η επιτροπή που είχε δημιουργηθεί από τους δυσαρεστημένους αξιωματικούς οδήγησε την εκλεγμένη κυβέρνηση σε παραίτηση, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα κάποια από τα μέλη της δημιούργησαν μια νέα οικουμενική κυβέρνηση. Συνέβαλαν επίσης σημαντικά στην ίδρυση μιας επιτροπής που είχε στόχο την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πράγματι, η επιτροπή καταδίκασε σε θάνατο πέντε μέλη της κυβέρνησης (Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Ν. Θεοτόκη, Γ. Μπαλτατζή, Π. Πρωτοπαπαδάκη) και τον τέως Αρχηγό Στρατού (Γ. Χατζηανέστη). Ανεξάρτητα από την ορθότητα των αποφάσεων της επιτροπής, η θανατική καταδίκη των έξι φάνηκε να καθησυχάζει προσωρινά το θυμό των νεότερων αξιωματικών και του προσφυγικού πληθυσμού. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις στρατιωτικών επεμβάσεων, οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στην επέμβαση του 1922 δεν έδειξαν ιδιαίτερη επιθυμία να αποσυρθούν από την πολιτική ζωή της χώρας. Η εκδίωξη του βασιλιά από τη χώρα και ο θάνατος του στην εξορία σε συνάρτηση με τη μείωση της δημοτικότητας του Βενιζέλου δημιούργησαν ένα τεράστιο κενό στην πολιτική ζωή
της Ελλάδας. Νέα πρόσωπα και ομάδες προσπάθησαν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το σώμα των αξιωματικών έδειξε ότι αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις. Ο Βερέμης υποστηρίζει ότι αν και οι αξιωματικοί είχαν αντιληφθεί ότι τα συμφέροντα τους δεν ήταν απαραίτητα συνδεδεμένα με αυτά των πολιτικών, οι τελευταίοι έδειχναν ανίκανοι να το καταλάβουν και εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται στους αξιωματικούς σαν να ήταν απλοί πελάτες τους. Καθώς το ενδιαφέρον των αξιωματικών δεν επικεντρωνόταν στην απελευθέρωση των υπό οθωμανική κατοχή περιοχών αλλά στην πορεία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Ελλάδας, η πολιτική αρένα της χώρας ήταν καταδικασμένη να αποτελέσει το πεδίο επίλυσης τόσο των ενδο-στρατιωτικιόν όσο και των προβλημάτων που εμφανίσθηκαν στις σχέσεις των αξιωματικών με τους πολιτικούς ηγέτες. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1923, μια ομάδα φιλομοναρχικών χαμηλόβαθμων αξιωματικών προσπάθησε να ανέλθει στην εξουσία με την οργάνωση πραξικοπήματος. Η ακαταλληλότητα των σχεδίων τους και η αποφασιστικότητα των φιλο-βενιζελικών αξιωματικών τούς οδήγησαν σε αποτυχία. Οκτώ στρατηγοί και περίπου 1.300 φιλομοναρχικοί αξιωματικοί αποστρατεύθηκαν και έτσι οι βενιζελικοί έγιναν οι απόλυτοι κυρίαρχοι των εξελίξεων στο σώμα των εν ενεργεία αξιωματικών. Δύο μήνες αργότερα το βενιζελικό κόμμα κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές και το δημοψήφισμα του 1924 κατήργησε τη μοναρχία από θεσμό του ελληνικού κράτους. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας που η χώρα αποκτούσε δημοκρατικό πολίτευμα. Ταυτόχρονα, οι βενιζελικοί έγιναν κυρίαρχοι τόσο της πολιτικής ζωής όσο και των στρατιωτικών θεμάτων. Ο μόνος ορατός κίνδυνος για την κυριαρχία τους φαινόταν να προέρχεται από τις τάξεις τους, λόγω της έλλειψης συνοχής και ενότητας που τους χαρακτήριζε. Καθώς η πολιτική μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου έχασε την λάμψη του «ημίθεου» που του είχαν προσδώσει οι πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες του κατά την περίοδο 1910-1921, το θέμα που προέκυψε ήταν το κατά πόσο οι αξιωματικοί θα συνέχιζαν να υπακούν τυφλά στις διαταγές του. Η μακρόχρονη στενή σχέση των στρατιωτικών και του Βενιζέλου δεν βασιζόταν στην ιδεολογική τους ταύτιση αλλά στους καλούς πελατειακούς δεσμούς τους. Η άρνηση του Βενιζέλου να συνεργασθεί με το βασιλιά Γεώργιο Β', ώστε να παραταθεί η κυριαρχία των πολιτικών ηγετών στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, αναπόφευκτα ισχυροποίησε την πολιτική δύναμη των στρατιωτικών. Η διαίρεση των βενιζελικών αξιωματικός σε πολλές ομάδες, η αδυναμία του Βενιζέλου να κρατήσει τους οπαδούς του ενωμένους και η διαμάχη των ομάδων γιο αύξηση τη; πολιτική; τους δύναμης θα ασκούσαν τεράστια επιρροή
στην πολιτική ζθ)ή τη; χώρα; τα επόμενα είκοσι χρόνια. Οι συνέχει; αλλαγές των κυβερνήσεων κατά την περίοδο 1924-1926 ήταν αποτέλεσμα των επεμβάσεων που οργάνωναν οι διάφορε; φατρίες των στρατιωτικών. Η έκδοση διατάγματος σύμφωνα με τα συμφέροντα των ομάδων που είχαν σχηματισθεί στο σώμα των αξιωματικών είχε γίνει θέμα ρουτίνα; για τους πολίτες της χώρας. Η στρατιωτική επέμβαση υπό την αρχηγία του στρατηγού Θ. Πάγκαλου, τον Ιούνιο του 1925, και η απόφαση του να παραμείνει ο ίδιος στην εξουσία αντί να προσκαλέσει κάποιον πολικό ηγέτη να δημιουργήσει νέα κυβέρνηση έδωσε το στίγμα της νέας ιδεολογίας που αναπτυσσόταν στην ομάδα των φιλο-βενιζελικών αξιωματικών, η οποία ήθελε οι στρατιωτικοί να είναι απαλλαγμένοι από τα δεσμά των πολιτικών. Η δήλωση του Πάγκαλου ότι «ο Βενιζελισμός και ο Κωνσταντινιτισμός δεν υπάρχουν... ο Βενιζέλος είναι πολιτικά νεκρός και ο Κωνσταντίνος σωματικά» ήταν ενδεικτική της νέας κατάστασης που επικρατούσε στο στράτευμα. Η έλλειψη ισχυρών πολιτικών ηγετών ενίσχυε την πολιτική δύναμη των στρατιωτικών. Ωστόσο, υπήρχαν ακόμη αξιωματικοί που ένιωθαν στενά συνδεδεμένοι με τους πολιτικούς. Ένας από αυτούς, ο στρατηγός Γ. Κονδύλης, έδωσε τέλος στη δικτατορία του Πάγκαλου, τον Αύγουστο του 1926. Τότε σχηματίσθηκε νέα «οικουμενική κυβέρνηση» από πολιτικούς ηγέτες, η οποία επέτρεψε την επιστροφή των αποστρατευθέντων μοναρχικός αξιωματικών στο στράτευμα. Η ενέργεια αυτή αύξησε τον αριθμό των αξιωματικών που συνωμοτούσαν για να ρίξουν την όποια κυβέρνηση ήταν στην εξουσία και να τοποθετήσουν αυτή που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντα τους. Η απόπειρα του Βενιζέλου να επανέλθει στην ενεργό πολιτική το 1928 δεν είχε τα ποθητά αποτελέσματα. Η αδυναμία τ ο ς προηγούμενος κυβερνήσεων να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις στα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι πολίτες της χώρας και η δημοτικότητα του έκαναν, προσωρινά, τον Βενιζέλο τον ισχυρότερο άνδρα στην Ελλάδα. Η ανικανότητα των συνεργατών του και η αρνητική επίδραση του φαινομένου της... στην οικονομία της χώρας στάθηκαν μεγάλα εμπόδια στην ολοκλήρωση του έργου του πρωθυπουργού. Η μείωση της δημοτικότητας του Βενιζέλου και του κόμματός του επηρέασε την εκλογική συμπεριφορά του λαού. Στις γενικές εκλογές του 1932, το κόμμα των φιλελεύθερων απέτυχε να λάβει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην προσπάθεια του να κρατηθεί στην εξουσία και να μην επιτρέψει την επάνοδο της μοναρχίας, ο Βενιζέλος ζήτησε από φίλους του στο στράτευμα να ιδρύσουν ένα νέο Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Με την πράξη του αυτή αναγνώριζε επίσημα τον πρωτεύοντα ρόλο το)ν στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας.
Με την άνοδο του στην εξουσία, το 1932, το φιλομοναρχικό κόμμα προσπάθησε να τοποθετήσει οπαδούς του σε θέσεις κλειδιά, τόσο στο δημόσιο τομέα όσο και στο στράτευμα. Η αντίδραση των βενιζελικών το ώθησε στην προκήρυξη νέων εκλογών. Οι εκλογές του 1933 ανέδειξαν το φιλομοναρχικό κόμμα κυρίαρχο στον πολιτικό στίβο. Ωστόσο, τη νύχτα των εκλογών μια ομάδα αντιμοναρχικών αξιωματικών υπό την ηγεσία του Νικόλαου Πλαστήρα προσπάθησαν να καταλάβουν δια της βίας την εξουσία και να ακυρώσουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Η πράξη τους δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε από τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς αλλά ούτε και από το λαό. Στο τέλος της επόμενης μέρας το πραξικόπημα είχε καταρρεύσει και το φιλομοναρχικό κόμμα δημιούργησε τη νέα κυβέρνηση της χώρας. Με καθυστέρηση δύο χρόνων, το 1935, ένας μεγάλος αριθμός αντιμοναρχικών αξιωματικών που είχαν αναγκασθεί σε παραίτηση ή ζούσαν με το φόβο της, προσπάθησαν να οργανώσουν στρατιωτικό πραξικόπημα. Μάλιστα, ο Βενιζέλος είχε λάβει ενεργά μέρος στην προετοιμασία του. Η απόπειρα τους απέτυχε και ο Βενιζέλος με τη συνοδεία ενός μικρού αριθμού αξιωματικών του ναυτικού έφυγε στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν η αποστράτευση περισσότερων από 1.000 αντιμοναρχικών αξιωματικών από τις ένοπλες δυνάμεις καθώς και η εκδίωξη ενός αξιόλογου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων και καθηγητών πανεπιστημίων από τις εργασίες τους. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1935 επέτρεψε την επαναφορά της μοναρχίας στην Ελλάδα. Η πράξη αυτή, όμως, συνοδεύτηκε από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Ο τελευταίος, παρατηρώντας την αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συμβάλουν στην πολιτική σταθερότητα της χώρας και τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, κατάργησε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και το Σύνταγμα, τον Αύγουστο του 1936, και με τη βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β' ανακήρυξε τον εαυτό του ηγέτη της Ελλάδας. Θεωρώντας ότι για τις δυστυχίες που αντιμετώπιζε η χώρα ευθύνονταν ο άκρατος εγωισμός και η έλλειψη πίστης των Ελλήνων στο ομαδικό πνεύμα, ο Μεταξάς προσπάθησε να μεταδώσει στοιχεία της «γερμανικής κουλτούρας στην ελληνική μέσω ενός απολυταρχικού πολιτικού συστήματος, βασιζόμενος στο πρότυπο που είχε δημιουργήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία. Φυσικά, όλοι οι αντιμοναρχικοί αξιωματικοί που υπήρχαν ακόμη στις ένοπλες δυνάμεις αποστρατεύθηκαν, και οι δημόσιοι υπάλληλοι που υποστήριζαν φιλοβενιζελικές ή κομμουνιστικές ιδέες εκδιώχθηκαν. Στο μικρό χρονικό διάστημα που έμεινε στην εξουσία, ο Μεταξάς κατάφερε να φροντίσει για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων και να δημιουργήσει ένα ομοιογενές, πειθαρχημένο, αντικομμουνιστικό σώμα αξιωματικών, η επίδραση των οποίος θα
ήταν τεράστια στην εξέλιξη της μεταπολεμικής πολιτικής ζωής της Ελλάδας.