ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 2 Β. ΓΕΝΙΚΑ 3 Γ. Η ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ. 8 1) ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ... 8 2) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ. 11 3) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ 14. ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ. 17 1) ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ.. 17 2) Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ... 18 3) Η ΤΥΠΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 20 4)Η ΝΟΜΙΚΗ- ΟΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ(ΑΡΘ.14Π.Κ.) 20 5) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ 21 5.1 Η ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ... 21 5.2 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΩΣ ΣΚΟΠΙΜΗΣ ΡΑΣΗΣ. 22 5.3 Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ. 23 5.4 Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ... 24 6) ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ 25 Ε. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΩΣ Α ΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. 29 1) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ 29 2) ΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ. 29 3) Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ Α ΙΚΟ.. 31 ΣΤ. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ... 33 1) ΓΕΝΙΚΑ 33 2) ΤΟ Α ΙΚΟ. 36 3) Η ΕΝΟΧΗ.. 41 Ζ. Η ΑΡΧΗ ΟΥ ΕΜΙΑ ΠΟΙΝΗ ΑΝΕΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ. 44 1) Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NULLA POENA SINE LEGE 44 2) ΜΑGNA CHARTA ΚΑΙ NULLA POENA SINE LEGE... 44 3) ΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ NULLA POENA SINE LEGE 45 4) Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ NULLA POENA SINE LEGE 45 5) Η ΑΡΧΗ ΑΥΤΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 47 6) Η ΙΚΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΙΟΙΚΗΤΙΚΑ Α ΙΚΗΜΑΤΑ-ΣΧΕΣΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ Α ΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.. 48 7) ΤΑ ΟΡΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΕΣ Α ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Ε Α. 54 Η. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡ. 1 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ 55 Θ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ 57 Ι. ΕΠΙΛΟΓΟΣ. 58 Κ. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ. 60 Λ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 63 Μ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 66 1
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην παρούσα µελέτη θα προσπαθήσουµε να ενώσουµε δύο από τους σπουδαιότερους κλάδους του δικαίου: το ποινικό και το συνταγµατικό δίκαιο. Εξετάζεται η εναρµόνιση του ποινικού δικαίου µε τις υπάρχουσες συνταγµατικές διατάξεις ( κυρίως τα άρθρα 2 και 7 παρ.1 Συντάγµατος µε τα άρθρα 1 και 14 του Ποινικού Κώδικα) και ειδικότερα τα όρια της ποινικοποίησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Θα γίνει λόγος για την συνταγµατική τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου, τις προϋποθέσεις του ποινικού κολασµού, την έννοια του εγκληµατικού αδίκου και τον συσχετισµό µε το αστικό και το διοικητικό άδικο, την έννοια και τα όρια της ποινής και τον συσχετισµό αυτής µε τις διοικητικές ποινές και τις ποινές τάξεων, θα γίνει λόγος για την αρχή της νοµιµότητας και τις παραµέτρους αυτής. Τέλος ζητώ την κατανόηση του αναγνώστη για την µικρή έκταση της παρούσας µελέτης, καθώς από την µια η έλλειψη χρόνου και από την άλλη η έκταση και η σπουδαιότητα και των δύο αυτών κλάδων του δικαίου, δεν µου επιτρέπουν µια ανάλυση εις βάθος του θέµατος. 2
Β. ΓΕΝΙΚΑ Ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 δεν αρκέστηκε να επαναλάβει την γνωστή από τα προηγούµενα ελληνικά συντάγµατα απαγόρευση της αναδροµικότητας των ποινικών νόµων, αλλά απαίτησε την αυστηρή τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου, αφού πλέον ο νόµος πρέπει να ορίζει τα στοιχεία της πράξης. Ωστόσο η διάταξη αυτή του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγµατος δεν έχει ακόµη αναπτύξει το κανονιστικό της περιεχόµενο σε όλη του την έκταση, παρά την πάροδο σχεδόν ενός τετάρτου του αιώνα, κυρίως λόγω της διστακτικότητας των ποινικών δικαστηρίων να διαγνώσουν πλήρως τις συνέπειές της. Το άρθρο 7 του Συντάγµατος ορίζει: Έγκληµα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόµο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης. Η πρώτη προϋπόθεση του ποινικού κολασµού σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγµατος είναι η τέλεση του εγκλήµατος. Όπως επισηµαίνεται στην θεωρία του ποινικού δικαίου για να υπάρχει έγκληµα πρέπει όλα τα στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασής του όπως βρίσκονται τυποποιηµένα στον αντίστοιχο κυρωτικό κανόνα να επικαλύπτονται υποκειµενικά είτε από δόλο είτε από αµέλεια του δράστη. Επιπλέον πρέπει η συµπεριφορά του τελευταίου να είναι τελικά άδικη ( να µην υπάρχει δηλαδή λόγος άρσης του αδίκου π.χ. άµυνα) και τελικά καταλογιστή σε αυτόν ( να υπάρχει δηλαδή συνείδηση του αδίκου) όπως απαιτεί το προϋπάρχον και άρα γνωστό στο συντακτικό νοµοθέτη, άρθρο 14 Π.Κ. Συνεπώς αποκλείεται τόσο η αντικειµενική ευθύνη ( π.χ. συλλογική ποινική ευθύνη, ποινική ευθύνη νοµικών προσώπων) όσο 3
και η επιβολή ποινής σε άτοµα µε τόσο διαταραγµένο ψυχικό κόσµο, ώστε να µην αντιλαµβάνονται το άδικο της πράξης τους, οπότε µπορούν να τους επιβληθούν µόνο µέτρα ασφαλείας. Η δεύτερη συνταγµατική προϋπόθεση του ποινικού κολασµού είναι η ύπαρξη του νόµου. ( άρθρο 5 παρ.3 Συντάγµατος). Το επιπλέον στοιχείο εδώ είναι ότι το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγµατος, καθιερώνει την απόλυτη απαγόρευση της αναδροµικότητας του ποινικού νόµου, εάν αυτός θεµελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο. Περιβάλλεται έτσι µε συνταγµατική ισχύ η αρχή την οποία διατυπώνει το άρθρο 1 Π.Κ. όχι όµως και εκείνη του άρθρου 2 παρ.1 Π.Κ. Είναι γνωστό ότι ο νοµοθέτης µπορεί να ποινικοποιήσει µια συµπεριφορά εάν αυτή αρχίσει µεν πριν από την ισχύ του νόµου, συνεχίζεται όµως και µετά από αυτή και βέβαια µόνο από χρονικό σηµείο µεταγενέστερο της ισχύος του ( π.χ. καθυστέρηση καταβολής ληξιπρόθεσµων χρεών προς το δηµόσιο άρθρο 25 ν. 1882/ 1990). Αντίθετα είναι αντισυνταγµατική η (πλασµατική) µετάθεση του πραγµατικού χρόνου τέλεσης του εγκλήµατος από τον νόµο σε µεταγενέστερο της ισχύος του χρονικό σηµείο, εάν αυτό είχε ολοκληρωθεί στο παρελθόν. Αντισυνταγµατική είναι και κάθε προσπάθεια αναδροµικής επαναδιατύπωσης των στοιχείων της άδικης πράξης στο νόµο, έστω και αν είναι σαφές ότι πρόκειται για φραστικό ή γλωσσικό σφάλµα, όπως, πολύ περισσότερο και οποιαδήποτε διορθωτική παρέµβαση του δικαστή, αφού αυτή θα παραβίαζε και το άρθρο 26 του Συντάγµατος. Η συναγόµενη από το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγµατος απαίτηση για αυστηρή τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου, ορθό θα ήταν να θεωρηθεί ότι αποκλείει όχι µόνο την αναλογική αλλά και την διασταλτική ερµηνεία του ποινικού νόµου σε βάρος του κατηγορουµένου. Τρίτη προϋπόθεση του ποινικού κολασµού είναι σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγµατος να προβλέπεται στον νόµο η αξιόποινη πράξη και 4
κυρίως να ορίζονται τα στοιχεία της. Σύµφωνα µε τον κ. Μανωλεδάκη, πράξη είναι: η αυτοκυβερνούµενη µυϊκή ενέργεια που επιφέρει στον εξωτερικό χώρο κάποια µεταβολή µε κοινωνικό νόηµα, παράγει δηλαδή ένα φυσικό και ένα κοινωνικό αποτέλεσµα. Αποκλείεται έτσι οπωσδήποτε η τιµώρηση του φρονήµατος. Ο νοµοθέτης ουδέποτε θέλησε να τιµωρήσει τις εσωτερικές σκέψεις, τον εσωτερικό κόσµο του ανθρώπου παρά µόνο τις πράξεις εκείνες που συνιστούν εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσµου του δράστη, δηλαδή η υλοποίηση ή τουλάχιστον η απόπειρα υλοποίησης των σχεδίων του. Ο ορισµός των στοιχείων της πράξης σηµαίνει ότι η ποινική διάταξη πρέπει να περιγράφει το φυσικό αποτέλεσµα ώστε να συνάγεται µε σαφήνεια το κοινωνικό νόηµα της πράξης. Έτσι είναι αντισυνταγµατική η χρήση για τον σκοπό αυτό γενικών ρητρών ή αρχών όπως ότι τιµωρείται κάθε ενέργεια ή παράλειψη αφού η µη περιγραφή συγκεκριµένου φυσικού αποτελέσµατος απολήγει ουσιαστικά σε τιµώρηση του φρονήµατος του δράστη. Αντισυνταγµατική είναι η ποινική διάταξη και όταν απλά αναγράφει τον τύπο της πράξης, εφόσον από αυτόν και µόνο δεν µπορεί να προσδιορισθεί συγκεκριµένο άδικο π.χ. κιβδηλεία. Συναφές είναι και το πρόβληµα µε τους λευκούς ποινικούς νόµους, όσους δηλαδή στερούνται αντικειµενικής υπόστασης και παραπέµπουν για την συµπλήρωση του κενού, συλλήβδην σε οµάδα ή κατηγορία ολόκληρη διατάξεων. Μια τέτοιου είδους παραποµπή ενέχει οπωσδήποτε στοιχεία αοριστίας και καθίσταται τόσο περισσότερο ύποπτη αντισυνταγµατικότητας, όσο ευρύτερο είναι το φάσµα των διατάξεων της, οπότε γίνεται η παραποµπή, ιδίως όταν µεταξύ αυτής περιλαµβάνονται και διατάξεις ανύπαρκτες. Στην έννοια της ποινής κατά το άρθρο 7παρ.1 του Συντάγµατος περιλαµβάνονται οι κύριες και οι παρεπόµενες ποινές του Ποινικού Κώδικα. Στη θεωρία υποστηρίζεται η άποψη ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό πως υπάγονται εδώ 5
και τα µέτρα ασφαλείας του ποινικού κώδικα µε το σκεπτικό ότι και αυτά αποτελούν κακό, µάλιστα συχνά πολύ χειρότερο της κατά κυριολεξίας ποινής. υσκολότερο φαίνεται να υπαχθούν στην έννοια της ποινής οι πειθαρχικές και γενικά οι διοικητικές ποινές, αφού το Σύνταγµα κάνει λόγο για έγκληµα και τέτοιο δεν είναι κατ αρχήν το πειθαρχικό αδίκηµα ή άλλη διοικητική παράβαση. Όµως ο κ. Α. ηµητρόπουλος αναφέρει στις πανεπιστηµιακές του παραδόσεις µε τον τίτλο Συνταγµατικά ικαιώµατα ότι η συνταγµατική έννοια του όρου έγκληµα είναι ευρύτερη από τον όρο έγκληµα που αποδίδεται στην ποινική νοµοθεσία. Έγκληµα κατά το Σύνταγµα δεν είναι µόνο ότι περιλαµβάνει ο αντίστοιχος όρος ως terminus technicus του ποινικού δικαίου. Έγκληµα είναι κάθε απαγορευµένη και κατά συνέπεια τιµωρούµενη πράξη. Εποµένως έγκληµα είναι και η διοικητική παράβαση και το πειθαρχικό αδίκηµα. εν µπορεί εποµένως να υπάρχει διοικητικό αδίκηµα διοικητικό έγκληµα χωρίς προηγούµενη πρόβλεψη. Αναφορικά τώρα µε την νοµοθετική πρόβλεψη της αρχής της νοµιµότητας δηλαδή κανένα έγκληµα χωρίς νόµο ο συντακτικός νοµοθέτης αναφερόµενος κατά πρώτο στα εγκλήµατα του ποινικού δικαίου, αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην τυπική έννοια του νόµου. Με τον όρο νόµος νοείται καταρχήν ο τυπικός νόµος δηλαδή η απόφαση της Βουλής. Έχει επικρατήσει πάντως η µάλλον αµφίβολης συνταγµατικότητας άποψη, ότι στο άρθρο 7, ο συντακτικός νοµοθέτης δεν απαιτεί πάντοτε τυπικό νόµο άλλα αρκείται στην ύπαρξη ουσιαστικού νόµου. Εποµένως ποινικοί κανόνες περιεχόµενοι σε κανονιστικές πράξεις αρκούν για την στοιχειοθέτηση της απαιτούµενης από το Σύνταγµα πρόβλεψης εγκληµάτων και ποινών. Κανονιστική πρόβλεψη αρκεί και για τις διοικητικές παραβάσεις. Ο νόµος επιπλέον πρέπει να είναι προγενέστερος, να ισχύει δηλαδή πριν από την τέλεση της πράξης. Αντίθετα συγκεκριµένη πράξη δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί ως έγκληµα εκ των υστέρων, δηλαδή µε 6
µεταγενέστερο νόµο στον οποίο προσδίνεται αναδροµική δύναµη. Έτσι ως συµπέρασµα ορίζεται ότι ο νόµος προηγείται του εγκλήµατος και το προσδιορίζει. Τέλος ο νοµοθέτης ορίζει και τα στοιχεία της πράξης. Για να υπάρχει έγκληµα θα πρέπει κατά την συνταγµατική διάταξη ο ποινικός νόµος να ορίζει τα στοιχεία της πράξης. εν αρκεί δηλαδή να υπάρχει νόµος, θα πρέπει να είναι και συγκεκριµένος (lex certa). Ο συντακτικός νοµοθέτης εξουσιοδοτεί τον κοινό ποινικό νοµοθέτη να ορίσει τα στοιχεία του εγκλήµατος. Έτσι ο ποινικός νοµοθέτης όρισε ως γενικά δοµικά στοιχεία κάθε εγκλήµατος τα εξής: α) πράξη, β) άδικη, γ) καταλογιστή, δ) τιµωρούµενη µε ποινή. Εφόσον όλα αυτά καθορισθούν και συγκεκριµενοποιηθούν από τον ποινικό νοµοθέτη (δηλαδή ποια πράξη χαρακτηρίζεται κάθε φορά ως ποινικά κολάσιµη) στην συνέχεια ο τελευταίος υποχρεούται να ορίσει τις ποινές που θα επιβληθούν στον δράστη προκειµένου η κοινωνία να συµβάλλει στην ένταξη του και πάλι στους κόλπους της. Ο ποινικός νοµοθέτης οφείλει λοιπόν να θεσµοθετήσει τα όρια ποινικοποίησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Γ. Η ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ. 1) ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ 7
Η λέξη τυποποίηση όπου χρησιµοποιείται στο Ποινικό ίκαιο υποδηλώνει την καταγραφή ορισµένης ρύθµισης ή ορισµένης επιλεγµένης από τον νοµοθέτη συµπεριφοράς σε κάποιον ποινικό νόµο, έτσι ώστε να γνωρίζει από πριν ο πολίτης, ποια συµπεριφορά και µε ποιες προϋποθέσεις αποδοκιµάζεται από την πολιτεία για να ρυθµίσει ανάλογα και την στάση του απέναντι σ αυτή. Ο ποινικός δηλαδή νοµοθέτης, όταν αποφασίζει να τυποποιήσει π.χ. ένα έγκληµα, λειτουργεί όπως ακριβώς και ο εργοστασιάρχης, ο οποίος ετοιµάζει τα προϊόντα του προκειµένου αυτά να είναι έτοιµα για διάθεση στους καταναλωτές. Πακετάρει λοιπόν από πριν τα διάφορα αγαθά, τα τυποποιεί και έτσι ο καταναλωτής, εάν αποφασίσει να αγοράσει το συγκεκριµένο προϊόν, θα το αγοράσει στην ποσότητα και στη µορφή που του προσφέρεται, χωρίς να έχει άλλη δυνατότητα. Ή θα το πάρει όπως είναι (τυποποιηµένο) ή δεν θα το πάρει. Χρησιµοποιώντας το παράδειγµα αυτό µπορούµε να πούµε ότι και ο ποινικός νοµοθέτης τυποποιεί µε την σειρά του τα δικά του προϊόντα προσδιορίζοντας δηλαδή από πριν την µορφή και το περιεχόµενό τους. ηλαδή ο νοµοθέτης αποφασίζει τι ακριβώς θα περιέχεται στην κλοπή ή στην συκοφαντική δυσφήµιση. Άµα την ολοκλήρωση της τυποποίησης ο ποινικός νοµοθέτης τοποθετεί τα προϊόντα του στα ράφια, δηλαδή στα νοµοθετικά κείµενα, προκειµένου να λάβει γνώση γι αυτά, ο καταναλωτής ( εδώ ο υποψήφιος δράστης ) προκειµένου να γνωρίσει και το τίµηµα για το καθένα από αυτά. Εφόσον κάποιος κατανοήσει το νόηµα της τυποποίησης ( µέσω του ανωτέρω παραδείγµατος ) του ποινικού φαινοµένου µπορεί να προβεί και σε µια εις βάθος ανάλυση. Όσο αναγόµαστε σε πρωτόγονες µορφές κοινωνίας, τόσο το ποινικό 8
φαινόµενο, ως φαινόµενο κοινωνικό που απορρέει από τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των διανθρωπίνων σχέσεων διέπεται από αντανακλαστικό αυτοµατισµό. Με την οργάνωση της κοινωνίας αρχίζει και η στοιχειώδης σιγά σιγά ρύθµιση του ποινικού φαινοµένου σύµφωνα µε τη θέληση της υπερέχουσας βούλησης µέσα στην κοινωνία. Η ρύθµιση του φαινοµένου προσβολή κοινωνικών αγαθών αντίδραση στην προσβολή συνεπάγεται τη στοιχειώδη έστω τυποποίησή του. Με την τυποποίηση ορίζονται τα αγαθά εκείνα που η προσβολή τους θα επισύρει την κοινωνική αντίδραση, καθώς και η µορφή αυτή της αντίδρασης. Μια πρωτόγονη µορφή τυποποίησης υπήρξε το ταµπού. Σε πολύ πιο εξελιγµένες κοινωνικές µορφές το ποινικό φαινόµενο αρχίζει να τυποποιείται ( ρυθµίζεται ) γραπτώς ( αρχικά σε µικρή έκταση ). Άλλοτε µε την καταγραφή απαγορευµένων πράξεων και άλλοτε µε την καταγραφή και της ποινής ( µορφή αντίδρασης ), κατ αυτόν τον τρόπο γεννιέται το ποινικό δίκαιο. Στην γραπτή τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου ορίζονται βασικά οι οι πράξεις που θεωρούνται προσβολές κοινωνικών αγαθών ( το έγκληµα ) και η µορφή της κοινωνικής αντίδρασης σ αυτές ( η ποινή ). Το κοινωνικό αγαθό άλλοτε ορίζεται άµεσα ( κυρίως σε τίτλους κεφαλαίων και άρθρων στους ποινικούς νόµους ) και άλλοτε υποδηλώνεται έµµεσα µέσα από τον ορισµό της αξιόποινης πράξης. Οπωσδήποτε ο προσδιορισµός των αγαθών εκείνων που η προσβολή τους θα συνεπάγεται την κοινωνική αντίδραση, θεωρούµενη ως έντονα αντικοινωνική πράξη, η τυποποίηση δηλαδή των αγαθών αυτών, προϋποθέτει την επιλογή και συνεπώς την αξιολόγησή τους. Αποτέλεσµα της αξιολόγησης αυτής είναι τα έννοµα αγαθά. Αντίστοιχα ορίζεται και ο προσδιορισµός των προσβολών που θα επισύρουν την κοινωνική αντίδραση ( ποινή ). Κάθε προσβολή έννοµου αγαθού δεν επισύρει ποινή. Βασικός υπήρξε ο διαχωρισµός ανάµεσα σε ακούσιες και 9
εκούσιες προσβολές. Π.χ. στον ελληνικό ποινικό κώδικα η ακούσια φθορά ξένης ιδιοκτησίας δεν αποτελεί αξιόποινη πράξη. Οι προσβολές που τελικά τυποποιούνται, ονοµάζονται εγκλήµατα ( νοµικά εγκλήµατα ). Από τη µια λοιπόν τα εγκλήµατα και από την άλλη οι µορφές κοινωνικής αντίδρασης στα πρώτα που µας δίνουν τις ποινές. Με την τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου, το κοινωνιολογικό τρίπτυχο κοινωνικά αγαθά προσβολή αυτών αντίδραση στην προσβολή µετασχηµατίζεται σε νοµικό τρίπτυχο έννοµα αγαθά έγκληµα ποινή. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για έγκληµα εννοούµε το νοµικό έγκληµα, αυτό που τυποποιήθηκε ως έγκληµα. Η έννοια του εγκλήµατος έχει σχετικό περιεχόµενο καθώς µεταβάλλεται από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή ( π.χ. µονογαµική ένωση στα δυτικά κράτη, πολυγαµικές ενώσεις στα αραβικά κράτη, ποινή για την απιστία στο Βυζάντιο = κόψιµο της µύτης, ποινή για την απιστία στις µέρες µας δεν υπάρχει καθώς η µοιχεία πλέον δεν αποτελεί έγκληµα καθώς έχει καταργηθεί µε τον ν. 1272 / 1982 άρθρο 6 ). 2) Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Ο ποινικός νοµοθέτης είναι υποχρεωµένος µε βάση την αρχή της νοµιµότητας ( άρθρο 7 παρ.1 Συντάγµατος ) να έχει διαρκώς τυποποιηµένα τα προϊόντα του. Προϊόν που δεν είναι τυποποιηµένο δεν έχει καµιά θέση στο Ποινικό ίκαιο. ηλαδή τόσο το έγκληµα ( η πράξη που προσβάλλει το 10
ποινικά επιλεγµένο έννοµο αγαθό ) όσο και η ποινή ( η απάντηση της Πολιτείας στην προσβολή του έννοµου αγαθού ) για να έχουν δεσµευτικότητα θα πρέπει να προβλέπονται σε νόµο. Εποµένως εγκλήµατα και ποινές που δεν προβλέπονται σε νόµο, που δεν είναι δηλαδή τυποποιηµένα σε νόµο, ουδεµία ισχύ έχουν για το Ποινικό ίκαιο, ανεξάρτητα από την στάση που τηρεί η κοινωνία έναντι αυτών π.χ. µοιχεία. εν ενδιαφέρει δηλαδή τι λέει η συνείδηση της κοινωνίας για την συγκεκριµένη συµπεριφορά αλλά εάν αυτή η συµπεριφορά υπάρχει τυποποιηµένη µέσα στο Ποινικό ίκαιο. Εποµένως δεν αρκεί η γνώµη της κοινωνικής ηθικής σχετικά µε την µοιχεία για να ποινικοποιηθεί αυτή. Η ποινικοποίηση της ανθρώπινης συµπεριφοράς εξαρτάται µόνο από το νοµοθέτη και όχι από τους πολίτες και το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι που ενδεχοµένως επικρατεί από τόπο σε τόπο και ανάλογα µε την χρονική περίοδο. Μέσα από την τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου εκδηλώνονται οι δύο πιο βασικές λειτουργίες του Ποινικού ικαίου: α ) η προστατευτική λειτουργία των ποινικά επιλεγµένων έννοµων αγαθών. β ) η εξασφαλιστική λειτουργία των ατοµικών ελευθεριών των ανθρώπων. Στην διάκριση αυτή έγκειται και η πρακτική σηµασία της τυποποίησης. Από όσα ειπώθηκαν µέχρι τώρα µπορούµε να πούµε ότι η τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια της κρατικής εξουσίας, όχι µόνο γιατί µέσα απ αυτήν προστατεύονται δραστικά τα έννοµα αγαθά αλλά και γιατί µ αυτήν επιβάλλεται η κυρίαρχη ιδεολογία τουλάχιστον αναφορικά µε τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού. Απαιτείται αξιολόγηση για να επιλεγούν οι πράξεις εκείνες που είναι βλαπτικές για τα κοινωνικά αγαθά και να αναχθούν έτσι σε εγκλήµατα. Επίσης απαιτείται αξιολόγηση για να επιλεγούν από τις περισσότερες αντιδράσεις στο έγκληµα εκείνες 11
που είναι οι πιο προσφορές για να αποτελέσουν τις νόµιµες ποινές. Η τυποποίηση όµως του ποινικού φαινοµένου δεν αποτελεί µόνο όπλο στα χέρια των κυβερνώντων. Συνιστά παράλληλα και βασική εγγύηση της ελευθερίας των πολιτών απέναντι σε ενδεχόµενη αυθαίρετη αντιµετώπιση του φαινοµένου από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Εφόσον τυποποιείται το ποινικό φαινόµενο, γνωστοποιείται ο ορισµός του εγκλήµατος και η αντιστοιχία αυτού µε τις ποινές, ο πολίτης ξέρει µε ακρίβεια ποια συµπεριφορά θα τον οδηγήσει σε τιµωρία και την έκταση της τιµωρίας του. Με βάση τα παραπάνω ο πολίτης είναι κύριος των πράξεων του. εν αποτελεί έτσι έρµαιο στα χέρια της κρατικής εξουσίας που θα µπορούσε αυθαίρετα κάθε φορά να χαρακτηρίζει πράξεις ως εγκλήµατα και να επιβάλλει ποινές. Με την τυποποίηση, λοιπόν, η κρατική εξουσία αυτοδεσµεύεται να αποδεχθεί εκ των προτέρων σε ποιες περιπτώσεις θα επιβληθεί ποινή και πόση ένταση και έκταση θα έχει τούτη. Το ποινικό δίκαιο δεν είναι λοιπόν µόνο όπλο στα χέρια των κυβερνώντων, στα χέρια της εξουσίας για την προστασία των κοινωνικών αγαθών. Αποτελεί παράλληλα και κοινωνική κατάκτηση στην ιστορία των λαών της γης. Όταν ο πολίτης γνωρίζει µε ακρίβεια τι απαγορεύεται να πράξει είναι ελεύθερος να προσαρµόσει την συµπεριφορά του σε αυτό το µοτίβο, να επιλέξει δηλαδή χωρίς εξωτερικές παρεµβάσεις ( ελεύθερα) το δίκαιο ή το άδικο. Γιατί ελευθερία είναι η ικανότητα να ενεργεί κανείς γνωρίζοντας τις συνέπειες της επιλογής του. Έτσι η τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου είναι ένα βήµα της ανθρωπότητας προς την ελευθερία, δηλαδή το ποινικό δίκαιο είναι παράλληλα και µέτρο προστασίας των κοινωνικών αγαθών και µέτρο ελευθερίας των πολιτών. 12
3) Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ Η τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου ως ιστορική κατάκτηση των λαών στον αγώνα τους για περισσότερη ελευθερία και εξασφάλιση απέναντι στην αυθαιρεσία των εκάστοτε κυβερνήσεων είχε ως αποτέλεσµα να υποχρεωθεί η πολιτεία σε ένα δικαιοκρατούµενο δηµοκρατικό πολίτευµα να αυτοδεσµεύεται για νόµιµη άσκηση της ποινικής εξουσίας και έτσι οδηγούµαστε στην συνταγµατική κατοχύρωση της αρχής της νοµιµότητας. Η τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου υπήρχε βέβαια και στην αρχαιότητα στις οργανωµένες κυρίως κοινωνίες και αναπτύχθηκε από φιλοσόφους και νοµοµαθείς. Για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε συνταγµατικά στο Σύνταγµα των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής και λίγο µετά στα Συντάγµατα της γαλλικής επανάστασης. Από τούδε και στο εξής η αρχή αυτή, της νοµιµότητας των εγκληµάτων και των ποινών βρίσκεται κατοχυρωµένη σε όλα τα φιλελεύθερα συντάγµατα. Στην Ελλάδα η τυποποίηση του ποινικού φαινοµένου κατοχυρώθηκε στα άρθρα 6 του 1844, 7 Συντάγµατος του 1864, 7 Συντάγµατος 1911, 7 Συντάγµατος του 1952, 8 Συντάγµατος του 1927 και σήµερα στο άρθρο 7 Συντάγµατος του 1975. Αξίζει να σηµειωθεί ότι συνταγµατική κατοχύρωση της τυποποίησης του ποινικού φαινοµένου υπήρχε και στο συνταγµατικό σχεδίασµα του Ρήγα Φεραίου. Η κλασσική διατύπωση της αρχής της τυποποίησης του ποινικού φαινοµένου nullum crimen nulla poena sine lege οφείλεται στον Γερµανό ποινικολόγο και φιλόσοφο του δικαίου Αnselm 13
Feuerbach (1775-1833), θεµελιωτή της σύγχρονης επιστήµης του ποινικού δικαίου. Η συνταγµατική κατοχύρωση της τυποποίησης του ποινικού φαινοµένου δεσµεύει την κρατική εξουσία να διατηρεί διαρκώς τυποποιηµένο το ποινικό φαινόµενο. Αυτό σηµαίνει: α) Ότι έγκληµα είναι µόνο το νοµικό έγκληµα, αυτή δηλαδή η πράξη που απειλείται στο νόµο µε ορισµένη ποινή. Οποιαδήποτε άλλη πράξη, έστω κι αν συνιστά προσβολή έννοµου αγαθού, εφόσον δεν είναι τυποποιηµένη στον ποινικό νόµο ως έγκληµα, δεν αποτελεί έγκληµα. εν ενδιαφέρει τον νοµοθέτη η κοινωνική συνείδηση, η κοινωνική ηθική που ενδεχοµένως να θεωρεί µια συµπεριφορά ως εγκληµατική. Αν αυτή δεν ορίζεται ρητά τότε δεν είναι έγκληµα. β) Ότι δεν µπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε τιµωρία για προσβολή ενός αγαθού αν αυτή η τιµωρία δεν είναι ποινή, δηλαδή τυποποιηµένη αντίδραση στο έγκληµα. Τυποποιηµένη αντίδραση απάντηση στο έγκληµα αποτελεί η ποινή που ορίζεται µε ποινικό νόµο. Η παραπάνω δέσµευση της κρατικής εξουσίας να διατηρεί διαρκώς τυποποιηµένο το ποινικό φαινόµενο καλύπτει και τα τρία επίπεδα άσκησης της ποινικής εξουσίας, δηλαδή και το επίπεδο της νοµοθετικής πρόβλεψης της συµπεριφοράς και το επίπεδο της δικαστικής διάγνωσης αυτής αλλά και το επίπεδο της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής. Στο επίπεδο της νοµοθετικής πρόβλεψης της τιµωρούµενης συµπεριφοράς η αρχή της νοµιµότητας εµφανίζεται µε την µορφή της ισχύουσας στο Ποινικό ίκαιο αρχής κανένα έγκληµα, καµιά ποινή χωρίς νόµο. Όταν λέµε νόµο εννοούµε γραπτό κανόνα δικαίου. Ο νόµος ισχύει γενικά και αφηρηµένα και αφορά τις πράξεις που τελούνται µετά τη θέσπισή του. Έγκληµα µπορεί 14
να τυποποιηθεί και µε άλλο κανόνα δικαίου που να µην είναι τυπικός νόµος, εφόσον όµως υπάρχει στην περίπτωση αυτή ειδική νοµοθετική εξουσιοδότηση. Αυτό συµβαίνει συνήθως στην ποινικοποίηση παραβάσεων τάξεως µε διοικητικούς κανόνες δικαίου και πολύ λιγότερο στα γνήσια εγκλήµατα. Θα πρέπει επίσης να τονίσουµε ξανά ότι ο νοµοθέτης µπορεί να ποινικοποιήσει µόνο πράξεις και όχι το φρόνηµα ( προ της τελέσεως της πράξης ) ισχύει δηλαδή η συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή cogitationis poenam nemo patitur. εν µπορεί να επιβληθεί ποινή στον εσωτερικό κόσµο των ανθρώπων. Τέλος ο νόµος πρέπει να ορίζει µε σαφήνεια τα στοιχεία της πράξης και κατ επέκταση του εγκλήµατος. Ο νοµοθέτης δεν µπορεί να θεσπίσει αόριστους ποινικούς νόµους ( χωρίς νόµο που να ορίζει τα στοιχεία της ). Στο επίπεδο της δικαστικής διάγνωσης της τυποποιηµένης συµπεριφοράς η αρχή της νοµιµότητας εκδηλώνεται µε την ισχύουσα στο ικονοµικό τµήµα του Ποινικού ικαίου αρχή κανένα έγκληµα, καµιά ποινή χωρίς δίκη. Η αρχή αυτή υποχρεώνει την πολιτεία να αναθέτει την εκδίκαση των εγκληµατικών πράξεων σε επαγγελµατίες, κατά κανόνα, δικαστές οι οποίοι απολαµβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας ( άρθρο 87 Συντ. ). Στο επίπεδο της εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής η αρχή της νοµιµότητας εµφανίζεται µε την µορφή της ισχύουσας στο Σωφρονιστικό ίκαιο καµιά ποινή χωρίς νόµιµη έκταση. Η αρχή αυτή απευθύνεται στα όργανα εκτέλεσης, στα οποία επιβάλλει την υποχρέωση να ακολουθούν τις προσταγές του νόµου κατά την εκτέλεση των ποινών και να συµπεριφέρονται προς τους κρατούµενους µε τρόπο που ταιριάζει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποφεύγονται τα βασανιστήρια και κάθε άλλη απάνθρωπη µεταχείριση. ( άρθρο 2 παρ.2 Σ και 7 παρ. 2 Σ ). 15
. ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ Το θέµα της παρούσας µελέτης είναι τα όρια ποινικοποίησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Πριν όµως γίνει λόγος για τα όρια πρέπει να αναλυθεί τόσο ο όρος ποινικοποίηση όσο και ο όρος συµπεριφορά. Τα πάντα γυρνούν γύρω από την έννοια του εγκλήµατος. Πρέπει να δοθούν απαντήσεις σχετικά µε το τι είναι έγκληµα, τι είναι πράξη, ποια τα στοιχεία του εγκλήµατος. Το πότε ο άνθρωπος µε µια συµπεριφορά λογίζεται ότι διαπράττει έγκληµα και χρήζει αυτό ποινικοποίησης και συνάµα τιµώρησης είναι αποτέλεσµα διαφόρων θεωριών και συνδυασµός διατάξεων. Με βάση τα παραπάνω θα γίνει µια προσπάθεια οριοθέτησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς από την σκοπιά του Συνταγµατικού και του Ποινικού ικαίου. 1) ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ Ως φυσικό έγκληµα χαρακτηρίζεται από την Εγκληµατολογία το έγκληµα εκείνο που προσβάλλει τα συναισθήµατα της δικαιότητας ( probita ) και της αγαθότητας ( pieta ). Την έννοια του φυσικού εγκλήµατος την διέπλασε ο Ιταλός εγκληµατολόγος Raffaele Garofalo. Ωστόσο η έννοια αυτή είναι εντελώς άχρηστη για το Ποινικό ίκαιο. Το έγκληµα σύµφωνα µε το Ποινικό δεν αρκεί να προσβάλλει τα ανύπαρκτα άλλωστε ως έννοµα αγαθά, συναισθήµατα της δικαιότητας και της φιλαλληλίας. Πρέπει η συµπεριφορά να θίγει επιλεγµένες από τον ποινικό νοµοθέτη κοινωνικές αξίες και να έρχεται σε 16
αντίθεση µε τις σχετικές προσταγές του ποινικού νόµου. 2) Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ Πριν ασχοληθούµε µε την µελέτη και την ανάλυση των στοιχείων που συνθέτουν τον νοµικό ορισµό του εγκλήµατος καλό θα ήταν να ασχοληθούµε και µε την ουσιαστική έννοια του όρου. Η γνώση της ουσιαστικής έννοιας του εγκλήµατος πέρα από την θεωρητική της αξία έχει και τεράστια πρακτική σηµασία, αφού µας επιτρέπει κάθε φορά να δούµε όχι µόνο τι τιµωρεί ο νοµοθέτης στη συγκεκριµένη περίπτωση αλλά και γιατί τιµωρεί, έτσι ώστε να κρίνουµε, εάν αυτή είναι τελικά δικαιολογηµένη. Ο νοµοθέτης επιλέγει ορισµένες κοινωνικο-ηθικές αξίες και προστατεύει αυτές µε τα αποτελεσµατικά µέσα της ποινικής καταστολής. Οι αξίες αυτές που επιλέγει ο νοµοθέτης αναβαθµίζονται σε ποινικά προστατευόµενα έννοµα αγαθά. Βέβαια η επιλεγείσα κοινωνικο-ηθική αξία θα πρέπει να έχει καθολικό κύρος και αναγνώριση µέσα στην κοινωνία. ιότι εάν δεν συµβαίνει αυτό, τότε κάτω από τον µανδύα της αναχθείσης σε έννοµο αγαθό κοινωνικο-ηθικής αξίας υποκρύπτεται η προσωπική ιδεολογική στάση του νοµοθέτη και µια προσπάθεια εκ µέρους του να χειραφετήσει ιδεολογικά τους πολίτες προς µια ορισµένη κατεύθυνση, προσωπικής του επιλογής. Εποµένως ένα πρώτο χαρακτηριστικό γνώρισµα, που πρέπει να συγκεντρώνει ορισµένη συµπεριφορά για να προσβάλλει εγκληµατικό χαρακτήρα µε την ουσιαστική έννοια του όρου, είναι η προσβολή µιας επιλεγµένης από το νοµοθέτη κοινωνικο-ηθικής αξίας, που έχει όµως καθολική ισχύ και αναγνώριση µέσα στην κοινωνία. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισµα που πρέπει να συγκεντρώνει µια 17
ουσιαστικά εγκληµατική συµπεριφορά είναι η εξαιρετική σπουδαιότητα που έχει η επιλεγείσα κοινωνικο-ηθική αξία για την αρµονική συµβίωση των ανθρώπων µέσα στην κοινωνία. Ωστόσο παρά τη συνδροµή των προαναφερθέντων στοιχείων δεν µπορεί και πάλι να γίνει τελικά λόγος για ουσιαστικά εγκληµατική συµπεριφορά, εάν αυτή δεν συγκεντρώνει και το τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισµα: την αφόρητη δηλαδή για το δίκαιο ένταση της προσβολής της επιλεγείσης ως έννοµου αγαθού κοινωνικο-ηθικής αξίας. Ο ποινικός νοµοθέτης τότε µόνο νοµιµοποιείται να παρέµβει, όταν η προσβολή της κοινωνικο-ηθικής αξίας, που έχει καθολική αποδοχή από τους κοινωνούς και είναι απαραίτητη για την αδιατάρακτη κοινωνική συµβίωση των ανθρώπων, συντελείται µε τέτοιο τρόπο,ώστε να κρίνεται επιβεβληµένη η αντιµετώπιση της µε τα µέσα της ποινικής καταστολής. Το Ποινικό ίκαιο πρέπει να είναι το έσχατο καταφύγιο της έννοµης τάξης στην προστασία των έννοµων αγαθών. Θα πρέπει δηλαδή η προσβολή να είναι αφόρητη προκειµένου ο νοµοθέτης να επέµβει και να ποινικοποιήσει την συµπεριφορά του ατόµου. Συνοψίζοντας τις προηγούµενες σκέψεις πρέπει να πούµε ότι έγκληµα µε την ουσιαστική έννοια του όρου αποτελεί κάθε πράξη, που προσβάλλει µε µια ξεχωριστή ένταση τις καθολικού κύρους και εξαιρετικής σπουδαιότητας επιλεγµένες από το νοµοθέτη κοινωνικο-ηθικές αξίες, τις οποίες καταφρονεί µε την συµπεριφορά του ο δράστης και για την αποτελεσµατική προστασία των οποίων καθίσταται επιβεβληµένη η παρέµβαση του ποινικού νοµοθέτη. 3) Η ΤΥΠΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 18
Έγκληµα στον χώρο του θετικού Ποινικού ικαίου είναι µόνο το τυποποιηµένο έγκληµα άσχετα εάν αυτό αποτελεί ή όχι ταυτόχρονα και έγκληµα µε την ουσιαστική έννοια του όρου. Η τυπική έννοια του εγκλήµατος ικανοποιεί πρωτίστως τις ανάγκες της εξασφαλιστικής λειτουργίας του Ποινικού ικαίου. Η τυπική έννοια θέτει φράγµα στον νοµοθέτη καθώς και στον εφαρµοστή του ποινικού νόµου, καθώς τους υποχρεώνει να ακολουθούν τις υποδείξεις της αρχής της νοµιµότητας των εγκληµάτων και των ποινών ( nullum crimen, nulla poena sine lege ). 4) H ΝΟΜΙΚΗ - ΟΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (αρθ.14π.κ.) Το πρότυπο της συµπεριφοράς που αποτελεί έγκληµα µε την νοµική έννοια του όρου, µας το δίνει το άρθρο 14 Π.Κ., το οποίο µας λέει ότι έγκληµα είναι µια πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη, που τιµωρείται από το νόµο. Για να έχουµε λοιπόν έγκληµα πρέπει: Πρώτον η αναγραφόµενη σε έγκληµα συµπεριφορά να συνιστά πράξη µε την έννοια του Ποινικού ικαίου. εύτερον πρέπει η πράξη να είναι άδικη. Τρίτον πρέπει η άδικη αυτή πράξη να είναι και καταλογιστή στον δράστη. Τέταρτον πρέπει ακόµη η άδικη και καταλογιστή αυτή πράξη να τιµωρείται από το νόµο µε ορισµένη ποινή. Κάθε στοιχείο έχει αυτοτέλεια σε σχέση µε τα άλλα, αλλά µεταξύ τους υπάρχουν και κοινά στοιχεία. εν αρκεί µόνο ένα ή δύο στοιχεία, θα πρέπει να υπάρχει συρροή και των τεσσάρων στοιχείων για να ολοκληρωθεί ο 19
ορισµός της έννοιας του εγκλήµατος και ειδικότερα της νοµικής έννοιας του εγκλήµατος. 5) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Με βάση το άρθρο 14 Π.Κ., κεντρικό µέγεθος του ποινικού συστήµατος και sine qua non στοιχείο του εγκλήµατος είναι η πράξη, δηλαδή η συγκεκριµένη ανθρώπινη συµπεριφορά, η οποία συµπεριλαµβάνει όχι µόνο την θετική ενέργεια αλλά και την παράλειψη ( αρθ. 14 παρ.2 Π.Κ. ). Για την έννοια της πράξης έχουν διατυπωθεί τέσσερα κατά βάση θεωρητικά ρεύµατα. 5.1 ) Η αιτιώδης φυσιοκρατική έννοια της πράξεως Η άποψη αυτή αντιλαµβάνεται την πράξη ως εκούσια ανθρώπινη συµπεριφορά, η οποία προκαλεί µεταβολή στον εξωτερικό κόσµο. Ουσιώδης γνώρισµα της πράξης είναι λοιπόν κατά την άποψη αυτή το εκούσιο, δηλαδή η κυριαρχία της βουλήσεως επί της συµπεριφοράς. Κατ αυτόν τον τρόπο το βουλητικό στοιχείο εκλαµβάνεται ως απλός αιτιώδης όρος της συµπεριφοράς, ενώ το περιεχόµενο της βουλήσεως, αυτό δηλαδή που πραγµατικά ήθελε ο δράστης, καθίσταται αδιάφορο στο πλαίσιο της έννοιας της πράξης και αξιολογείται σε µεταγενέστερες βαθµίδες του εγκλήµατος, όπως είναι η ενοχή, το άδικο. Η αιτιώδης έννοια της πράξεως πάσχει πρωτίστως για τον λόγο ότι αδυνατεί να περιλάβει στο πλάτος της και την παράλειψη, η οποία δεν θέτει σε κίνηση καµιά αιτιώδη διαδροµή, ούτε απορρέει πάντα από βουλητική παρόρµηση, αλλά συχνά αποτελεί µια συνειδητή αδράνεια. 20
5.2) Η θεωρία της πράξης ως σκόπιµης δράσης Την θεωρία αυτή την εκπροσωπεί ο Welzel. Η θεωρία αυτή εκκινεί από οντολογικά δεδοµένα, τα οποία προδιαγράφουν τις επιλογές του νοµοθέτη. Σύµφωνα µε τη θεωρία, η πράξη πάντα έχει έναν σκοπό, κατατείνει δηλαδή πάντοτε στην επίτευξη ενός συγκεκριµένου αποτελέσµατος. Κεντρικό γνώρισµα της πράξης λοιπόν είναι η σκοπιµότητα ( Finalitat ) δηλαδή η ενσυνείδητη κατεύθυνση της συµπεριφοράς στην παραγωγή του σκοπούµενου αποτελέσµατος. ύο είναι λοιπόν τα στοιχεία: πρώτον ο δράστης συλλαµβάνει νοητά τον επιδιωκόµενο σκοπό και επιλέγει τα κατάλληλα µέσα για την υλοποίησή του και δεύτερον συγκεκριµενοποιείται ο δόλος του δράστη για την επίτευξη του στόχου για την παραγωγή συγκεκριµένου αποτελέσµατος. Η σύλληψη της πράξεως ως σκόπιµου δράσεως είναι εκτεθειµένη σε σοβαρές αντιρρήσεις. Ορθώς επισηµαίνεται ότι η φιναλιστική έννοια της πράξεως δεν καταλαµβάνει την παράλειψη, στην οποία δεν νοείται σκόπιµη κατεύθυνση της αιτιώδους διαδροµής. Τούτο οµολογείται και από τους ίδιους οπαδούς της υπό κρίση θεωρίας, οι οποίοι αντιπαραβάλλουν την παράλειψη ως αυτοτελή ανθρώπινη συµπεριφορά έναντι της σκόπιµης πράξεως. Έτσι όµως αποδεικνύεται ότι η σκόπιµη πράξη αδυνατεί να λειτουργήσει ως έννοια γένους, που να περιλαµβάνει υπό την σκεπή της όλες τις µορφές ανθρώπινης συµπεριφοράς. 5.3) Η κοινωνική έννοια της πράξεως Ενδιάµεση θέση ανάµεσα στην αιτιοκρατική και την οντολογική (φιναλιστική) θεώρηση της πράξεως καταλαµβάνει η ιδιαιτέρως διαδεδοµένη στη σύγχρονη 21
επιστήµη, κοινωνική έννοια της πράξεως. Οι οπαδοί της απόψεως αυτής συγκλίνουν στην κοινή διαπίστωση ότι ως πράξη µπορεί να νοηθεί µόνο η κοινωνικώς διαφέρουσα ανθρώπινη συµπεριφορά, µόνο εκείνη δηλαδή που επιφέρει µεταβολή στον κοινωνικό περίγυρο. Η άποψη που δίνει βαρύτητα στην κοινωνική διάσταση της πράξεως δεσπόζει και στην σύγχρονη ελληνική θεωρία. Τόσο η θετική ενέργεια όσο και η παράλειψη έχουν ως κοινό γνώρισµα ότι αποτελούν κοινωνικά φαινόµενα, στο βαθµό που επιφέρουν συνέπειες σε τρίτους. Βέβαια και η άποψη αυτή έχει µειονεκτήµατα. Πρώτον ότι η προσήλωση στην κοινωνική διάσταση της συµπεριφοράς καθιστά ρευστή τη διάκριση µεταξύ πράξεως και αντικειµενικής υποστάσεως. Ένα πρόσθετο, δεύτερο, µειονέκτηµα της κοινωνικής έννοιας της πράξεως είναι η ανεπαρκής αφαιρετική λειτουργία της, αφού µόνο η κοινωνική αξιολόγηση δεν προσφέρει ασφαλές κριτήριο για τον αποχωρισµό των πράξεων από την ποινική διαφέρουσα συµπεριφορά. Έτσι λόγου χάρη οι ενέργειες των νοµικών προσώπων δεν θεωρούνται πράξεις αν και δεν στερούνται κοινωνικού νοήµατος. 5.4) Η αρνητική έννοια της πράξεως Η άποψη αυτή, η πατρότητα της οποίας ανήκει στον Herzberg, επιχειρεί να θέσει την θετική ενέργεια και την παράλειψη υπό κοινό παρονοµαστή µε αρνητικό πρόσηµο. Έτσι ως πράξη περιγράφεται η µη αποτροπή ενός αναπόφευκτου αποτελέσµατος σε εγγυητική θέση. Με αυτήν την αποστροφή εννοείται ότι η θετική ενέργεια και η παράλειψη έχουν ως κοινό γνώρισµα ότι δεν απέτρεπαν το επελθόν εγκληµατικό αποτέλεσµα. Ο µεν δράστης του εγκλήµατος ενέργειας δια της µη αυτοσυγκρατήσεως του, ο δε δράστης του 22
εγκλήµατος παραλείψεως δια της µη επεµβάσεως του στην αιτιώδη διαδροµή. Πρόσθετο εννοιολογικό γνώρισµα της πράξεως είναι κατά την άποψη Herzberg η εγγυητική θέση, η οποία πέραν του εγκλήµατος παραλείψεως εµφανίζεται και στο έγκληµα ενέργειας λόγω του ότι η δηµιουργούµενη µε τη σωµατική κίνηση, εστία κινδύνου καθιστά το δράστη υπεύθυνο για την αποτροπή του δυναµένου να παραχθεί αποτελέσµατος. Στο ίδιο µήκος κύµατος κινείται και ο Jakobs ο οποίος παραιτούµενος από την προϋπόθεση της εγγυητικής θέσεως συλλαµβάνει την πράξη ως ατοµικώς αποφευκτή παραγωγή ενός αποτελέσµατος ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ Ο ποινικός νοµοθέτης δεσµεύεται τόσο από το ποινικό όσο και από το συνταγµατικό δίκαιο να ποινικοποιήσει µόνο την ανθρώπινη συµπεριφορά καθώς ως πράξη νοείται µόνο οι πράξεις των ανθρώπων. Η πράξη πρέπει να συγκεντρώνει τρία στοιχεία: α) το ανθρώπινο, β) το εξωτερικό και γ) εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσµου του δράστη. Μόνο οι πράξεις των ανθρώπων µπορούν να στοιχειοθετούν εγκληµατικές άρα και ποινικές συµπεριφορές. Όταν λέµε ότι η ποινικώς ενδιαφέρουσα συµπεριφορά µόνο ανθρώπινη µπορεί να είναι, αποκλείουµε εν πρώτοις την συµπεριφορά των ζώων. Η επιβολή ποινών κατά ζώων, που συναντώνται σε παραχωρηµένες εποχές, συνιστά για την σύγχρονη αντίληψη του εγκλήµατος και της ποινής απλό curiosum, ανάξιο ιδιαίτερης προσοχής. Επίσης πρέπει να αποκλείεται από την ποινική έρευνα και η συµπεριφορά των νοµικών προσώπων. Έγκληµα που τελείται από νοµικό πρόσωπο δεν νοείται ως τέτοιο καθώς 23
επακόλουθο του εγκλήµατος είναι η ποινή. Η ποινή επιβάλλεται ως κακό, επιθυµεί δηλαδή να γίνει αισθητή ως κακό, το νοµικό όµως πρόσωπο δεν αισθάνεται. Ποινή λοιπόν και νοµικό πρόσωπο δεν συνδέονται. Ένα δεύτερο στοιχείο της ανθρώπινης συµπεριφοράς για να µπορέσει αυτή να ποινικοποιηθεί είναι το εξωτερικό αυτής. Η ανθρώπινη συµπεριφορά εξελίσσεται στον εξωτερικό κόσµο και είναι αντιληπτή µε τις αισθήσεις. Απλές σκέψεις, φρονήµατα, αισθήµατα διάθεσης, δεν µπορούν ποτέ καθ αυτά, να οδηγήσουν στην ποινικοποίηση της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Με την εσωτερική σκέψη δεν προσβάλλεται κανένα έννοµο αγαθό άρα δεν χρειάζεται να επέµβει ο νοµοθέτης. ηλαδή τιµωρείται µόνο η συµπεριφορά εκείνη που έχει εξωτερική εµφάνιση και που εποµένως επιδρά άµεσα στον εξωτερικό κόσµο. Το ίκαιο επιδιώκει να ρυθµίσει την κοινωνική ζωή των ανθρώπων και για το λόγο αυτό ενδιαφέρεται µόνο για την εξωτερική συµπεριφορά τους. Εποµένως δεν ποινικοποιούνται στα πλαίσια του ποινικού δικαίου οι αποκλειστικά εσωτερικές καταστάσεις του ανθρώπου που διαδραµατίζονται µόνο στον ψυχικό του κόσµο, χωρίς να εκδηλώνονται προς τα έξω και να µπορούν έτσι να συλληφθούν εµπειρικά. εν είναι εποµένως πράξεις και δεν µπορούν να χαρακτηρισθούν σαν εγκλήµατα εκείνες οι σκέψεις, οι επιθυµίες, οι διαθέσεις και οι τάσεις ενός ανθρώπου, που δεν εκδηλώθηκαν εξωτερικά, ακόµα και αν η ύπαρξή τους διαπιστώθηκε µε ναρκοανάλυση, ψυχανάλυση ή µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Τέλος η πράξη, η ανθρώπινη πράξη θα πρέπει να αναφέρεται ως εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσµου του δράστη. Ως πράξη δηλαδή νοείται µόνο η εκούσια, ανθρώπινη, εξωτερική συµπεριφορά. Το εκούσιο σηµαίνει βουλητική κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στο σώµα του ως του υλικού µέσου για την οποιαδήποτε εκδήλωσή του προς τα έξω. Εποµένως δεν συνιστά πράξη: α)η συµπεριφορά εκείνη που οφείλεται σε ακαταµάχητη σωµατική βία αλλιώς vis 24
absoluta. Γιατί στην περίπτωση αυτή η συµπεριφορά εκείνου που εξαναγκάστηκε µε ακαταµάχητη σωµατική βία δεν είναι έκφραση της βουλητικής κυριαρχίας του πάνω στο σώµα του, αλλά αντίθετα εκδήλωση της βούλησης του άλλου, ο οποίος τον µεταχειρίστηκε σαν προέκταση του δικού του σώµατος µε τρόπο µηχανικό. Π.χ. ο Α σπρώχνει τον Β πάνω στον Γ. Ο Γ τραυµατίζεται. Ο νοµοθέτης δεν µπορεί να ποινικοποιήσει την συµπεριφορά του Β, γιατί ναι µεν είναι πράξη, είναι εξωτερική αλλά δεν εκφράζει εξωτερίκευση του εσωτερικού του κόσµου. β) Πράξη υπό την έννοια του ποινικού δικαίου δεν έχουµε επίσης και στην περίπτωση των κινήσεων του ανθρώπινου σώµατος, οι οποίες τελούνται σε κατάσταση πλήρους απάλειψης της συνείδησης όπως π.χ. νάρκωση, λιποθυµία, επιληπτικός. Κατά συνέπεια στερείται λ.χ. ποινικής σηµασίας η καταπλάκωση του βρέφους από την µητέρα του κατά την διάρκεια του ύπνου. Κατά κρατούσα άποψη δεν µπορεί να ποινικοποιηθεί ούτε και οι πράξεις του ατόµου που βρίσκεται σε ύπνωση ή οι κινήσεις ενός επιληπτικού όταν αυτός βρίσκεται σε κρίση. γ) Πράξη υπό την έννοια του ποινικού δικαίου δεν υφίσταται τέλος και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος που έχει συνείδηση των πραττόµενών του τελεί µια κίνηση, η οποία εντούτοις βρίσκεται εντελώς έξω από τον έλεγχο της συνείδησής του, συνιστώντας απλή ανάκλαση (Reflex) του σώµατος σε ένα εσωτερικό ή εξωτερικό ερέθισµα. Τέτοιου είδους ανακλάσεις και κινήσεις είναι π.χ. το κλείσιµο των βλεφάρων, κράµπες κ.α. Μερικοί ( Foltin, Nowakowski, Domning ) υποστηρίζουν ότι στην έννοια της πράξεως του ποινικού δικαίου θα πρέπει να συµπεριληφθούν και όλες οι µη πράξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Γιατί λένε, ακόµη και στις περιπτώσεις αυτές όπως π.χ. των αντανακλαστικών κινήσεων ή των vis absoluta, δεν µπορεί πάντοτε να αποκλεισθεί ευθύς εξαρχής µε ασφάλεια το ενδεχόµενο ικανότητας 25
του υποκειµένου να θέσει τις αντανακλαστικές κινήσεις υπό τον έλεγχό του ή να αντισταθεί κατά των vis absoluta. 6) ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗΣ Η συµπεριφορά που στοιχειοθετεί την πράξη ως στοιχείο του εγκλήµατος µπορεί να είναι είτε θετική είτε αποθετική, δηλαδή είτε ενέργεια είτε παράλειψη. Η παράλειψη είναι η λογική άρνηση της πράξης που παραλείπεται. Εάν δηλαδή η πράξη µπορεί να παρασταθεί ως Α, η παράλειψη είναι non-α. Και η παράλειψη όπως και η πράξη θα πρέπει προκειµένου να απασχολήσει τον ποινικό νοµοθέτη να είναι ανθρώπινη, να είναι εξωτερική και να συνιστά εξωτερίκευση. Το πρώτο στοιχείο το ανθρώπινο είναι εύκολα κατανοητό. Οι δυσκολίες στην ετυµολογία στρέφονται στο δεύτερο στοιχείο, το εξωτερικό. Θα έλεγε κανείς ότι η παράλειψη δεν έχει κάποια εξωτερική εµφάνιση άρα ισούται στον κόσµο των φαινοµένων ως µηδέν. Αν γίνει δεκτό αυτό τότε ευθύς αµέσως παραγνωρίζουµε ότι το εξωτερικό ως στοιχείο της ανθρώπινης συµπεριφοράς δεν αναφέρεται µόνο στο φυσικό περιβάλλον αλλά και στο κοινωνικό. Και η παράλειψη λοιπόν µε αυτή την έννοια γίνεται αντιληπτή µε τις αισθήσεις, π.χ. κάποιος πνίγεται. Ο Α γνωρίζει κολύµπι παραλείπει όµως να τον σώσει. Η παράλειψη λοιπόν δεν είναι µια απλή λογική άρνηση κάποιας πράξης (non-α), αλλά µια πραγµατική ανυπαρξία της, µια έλλειψη της στην κοινωνική πραγµατικότητα. Ο δράστης στην παράλειψη θα πρέπει να γνώριζε ότι όφειλε να ενεργήσει, ότι µπορούσε να ενεργήσει, ότι η πράξη ήταν κοινωνικά επιβεβληµένη και όµως αυτός δεν έπραξε. Μόνο τότε ο νοµοθέτης ποινικοποιεί. 26
Ε. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΩΣ Α ΙΚΗ ΠΡΑΞΗ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ Συστατικό στοιχείο της έννοιας του εγκλήµατος είναι το άδικο της πράξης. Για να χαρακτηρισθεί δηλαδή ορισµένη συµπεριφορά ως έγκληµα άρα να της επιβληθεί ποινή από το νοµοθέτη πρέπει απαραίτητα να είναι άδικη. Το έγκληµα εποµένως είναι πάντα άδικη πράξη. Χωρίς άδικο δεν υπάρχει έγκληµα, άρα δεν υπάρχει ποινή. Αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι κάθε άδικη πράξη είναι και έγκληµα. Μόνο εκείνες από τις άδικες πράξεις που κρίνεται ότι έχουν ανάγκης ποινικής καταστολής, µόνο αυτές επιλέγονται και ανάγονται σε εγκλήµατα. Έτσι λοιπόν άδικη είναι η πράξη, που ως κοινωνικό γεγονός βρίσκεται σε αντίθεση προς το δίκαιο ως µια ενότητα κανόνων και που γι αυτό αποδοκιµάζεται απ αυτό. 2. ΙΑΚΡΙΣΗ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ Η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα µιας πράξης είναι δυνατό να στηρίζεται είτε σε τυπικά κριτήρια ( τυπικά άδικη πράξη ) είτε σε ουσιαστικά κριτήρια ( ουσιαστικά άδικη πράξη ). Τυπικά άδικη είναι κάθε πράξη, η οποία αντιτίθεται προς το σύνολο της εννόµου τάξεως. Ουσιαστικά άδικη πράξη είναι η πράξη αυτή, της οποίας το περιεχόµενο έγκειται στην 27
προσβολή ή διακινδύνευση των διαφόρων αγαθών και γενικά στην διατάραξη του κοινού συµφέροντος και της κοινής ωφέλειας. Κατά µια άλλη άποψη η διάκριση µεταξύ ποινικού και άλλης µορφής, αδίκου δεν είναι ορθή, διότι η έννοµη τάξη γνωρίζει µια ενιαία έννοια του αδίκου, πράγµα που σηµαίνει ότι µια πράξη είτε είναι άδικη είτε όχι. Ανεξάρτητα όµως από το γεγονός ότι το ενιαίο της εννόµου τάξεως δύναται να συσχετισθεί µόνο µε την τυπικότητά της, η επιστήµη επιµένει στην ανωτέρω διάκριση. Μια άλλη διάκριση στον τοµέα του αδίκου, περιλαµβάνει το γενικό ουσιαστικό άδικο, το εγκληµατικό και το τελικό εγκληµατικό άδικο. Ειδικότερα: α) Ως γενικό ουσιαστικό άδικο που αναφέρεται σε κάθε ανθρώπινη συµπεριφορά ανεξάρτητα από την τυποποίησή της σε έγκληµα. Κάθε ενέργεια ή παράλειψη που βλάπτει ένα συγκεκριµένο έννοµο αγαθό είναι ουσιαστικά άδικη πράξη. β) Ως εγκληµατικό ουσιαστικό άδικο που αναφέρεται στις γενικά ουσιαστικές άδικες πράξεις, οι οποίες έχουν τυποποιηθεί στην αφηρηµένη καθολικότητα τους σε εγκλήµατα. ηλαδή εδώ το ουσιαστικό ταυτίζεται µε το τυπικό άδικο. γ) Ως τελικό εγκληµατικό άδικο αναφερόµενο στις τυποποιηµένες πράξεις που στην συγκεκριµένη µερικότητά τους ( ως συγκεκριµένη ανθρωποκτονία ) κρίνονται τελικά ως άδικες. Αυτό το τελευταίο άδικο αποτελεί την τεχνική έννοια του όρου στο Ποινικό ίκαιο, όπως το συναντάµε στο άρθρο 14 Π.Κ. Επιπλέον γίνεται λόγος για την θεωρία του προσωπικού αδίκου ή αλλιώς υποκειµενικού αδίκου καθώς επίσης και για το άδικο του αποτελέσµατος και το άδικο της συµπεριφοράς. 28
3. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ Α ΙΚΟ Στο αστικό και στο διοικητικό άδικο, όπως και στην περιοχή του ποινικού εµφανίζεται αντικανονική συµπεριφορά, η οποία είναι αποτέλεσµα παρέµβασης πρωτεύοντος κανόνα δικαίου. Το αστικό άδικο απασχόλησε κυρίως τους ποινικολόγους του περασµένου αιώνα χωρίς όµως σηµαντικά αποτελέσµατα. Ο ιδεαλιστής φιλόσοφος Ηegel ως έγκληµα ορίζει την προσβολή ή την άρνηση του δικαίου ως δίκαιο, η οποία δηµιουργείται από την ενσυνείδητη αντίθεση του δράστη απέναντι στους κανόνες του δικαίου. Έτσι λοιπόν κάθε άρνηση του δικαίου συνιστά έγκληµα. Η ενσυνείδητη λοιπόν προσβολή του δικαίου βρίσκει εφαρµογή και στην περιοχή του αστικού αδίκου. Η σχέση εγκληµατολογικού και διοικητικού αδίκου απασχόλησε και αυτή εξίσου την νοµική επιστήµη. Κυρίως άρχισε να ασχολείται όταν εµφανίστηκε το σύγχρονο κοινωνικό παρεµβατικό κράτος µε την πληθώρα των κανόνων διοικητικού δικαίου που καταλαµβάνουν σχεδόν όλους τους τοµείς της κοινωνικής ζωής. Προκειµένου να εξαναγκασθούν οι πολίτες να τηρήσουν τους διοικητικούς κανόνες, η πολιτεία προσφεύγει στην απειλή ποινικών κυρώσεων κατά των µη συµµορφούµενων. Γίνεται προσπάθεια να αποχωρισθούν τα διοικητικά αδικήµατα από την περιοχή του ποινικού δικαίου. Τα διοικητικά αδικήµατα θα πρέπει να αντιµετωπίζονται καταρχήν µε διοικητικά πρόστιµα και αν δεν υπάρχει συµµόρφωση µόνο τότε να επεµβαίνει ο ποινικός νοµοθέτης και να ποινικοποιεί την συµπεριφορά αυτή. Κατά την δηµιουργία πλείστων διοικητικών διατάξεων πρυτανεύει πράγµατι 29
η µέριµνα προς προστασία των ιδίων εκείνων έννοµων αγαθών ( π.χ. ανθρώπινη ζωή, υγεία, περιουσία ) τα οποία προστατεύονται και από τις διατάξεις του Π.Κ. περί ανθρωποκτονίας, σωµατική βλάβη κ.ο.κ. Εξάλλου και η αποτελεσµατικότητα του διοικητικού έργου είναι άξια προστασίας και πολλές φορές η µη αποτελεσµατικότητα της προσβάλλει έννοµα αγαθά π.χ διοικητικό πρόστιµο σε ιδιώτη εργοστασιάρχη για έλλειψη υγιεινής σε εγκαταστάσεις παστερίωσης γάλακτος που δύναται να βλάψει την υγεία των πολιτών. Ναι µεν η παράβαση ανάγεται στο διοικητικό δίκαιο αλλά προστατεύει αγαθά άξια προστασίας όπως είναι το πρωταρχικής σηµασίας αγαθό της ζωής και της υγείας των πολιτών. Κατά την κρατούσα λοιπόν γνώµη και σήµερα η διαφορά µεταξύ εγκληµατικού και διοικητικού αδίκου δεν είναι ποιοτική αλλά µόνο ποσοτική. Π.χ. ν. 820/ 78. Η φοροδιαφυγή είναι κατ αρχήν διοικητικό αδίκηµα που τιµωρείται µε διοικητικές κυρώσεις. Καθίσταται όµως έγκληµα όταν ο φόρος υπερβαίνει τα 1500 Ευρώ. 30
ΣΤ. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ Α ΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ 1) ΓΕΝΙΚΑ Προϋποθέσεις της ποινής είναι το άδικο και η ενοχή. Σίγουρα η συνταγµατική θεµελίωση του αδίκου και της ενοχής δεν είναι ένα καινοφανές ζήτηµα. Μόνο στο χώρο του Συνταγµατικού ικαίου είναι σπάνια (και σε ορισµένες περιπτώσεις άγνωστη ) η αναφορά σε αυτό µε την κλασσική ποινική ορολογία, άδικο ενοχή. Γίνεται ωστόσο αµέσως αντιληπτό στα πλαίσια της ερµηνείας του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγµατος ότι το έγκληµα και εποµένως η ποινή έχουν ουσιαστικές προϋποθέσεις π.χ. ότι η ποινή προϋποθέτει πράξη του δράστη. Επίσης, η πρόσφατη ποινική θεωρία αναφέρεται στη συνταγµατική κατοχύρωση της αρχής της ενοχής µε βάση την πράξη. Έχει ακόµη συζητηθεί η ανάγκη συνταγµατικής κάλυψης ενός αντικειµένου πυρήνα του εγκλήµατος, συγκεκριµένα της προσβολής έννοµου αγαθού. Η νοµολογία δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς µε το θέµα αυτό ενώ στην θεωρία δεν έχει αναπτυχθεί όσο θα χρειαζόταν ο διάλογος. Υπάρχει µερίδα νοµικών που δέχονται ως αυτονόητη τη συνταγµατική κάλυψη της αρχής της ενοχής και άλλη µερίδα που την αγνοούν τελείως. Επιπλέον στα συγγράµµατα του συνταγµατικού δικαίου δεν γίνεται λόγος καθόλου για την πράξη και κυρίως για την ερµηνεία αυτής, παρά το ότι ο όρος αυτός αποτελεί ρητή εννοιολογική προϋπόθεση της συνταγµατικά κατοχυρωµένης 31
αρχής n.c.n.p.s.l. Το άδικο είναι προϋπόθεση της ποινής άρα κατ επέκταση και της ποινικοποίησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγ. ( έγκληµα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόµο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της ) είναι η διάταξη εκείνη του Συντάγµατος που προβάλλει σήµερα ως πιθανό συνταγµατικό υπόβαθρο της αναγωγής του αδίκου σε προϋπόθεση ποινής. Αντίστοιχα το πλέγµα των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1 Συνταγµ. ( ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ) και 5 παρ.1 Συνταγµ. ( καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη ) διεκδικεί τον ίδιο ρόλο για την ενοχή. Από όλα τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής ερωτήµατα: α) Συνάγεται από το άρθρο 7 παρ1 Συντάγµατος, η συνταγµατική κατοχύρωση του αδίκου ως προϋπόθεση της ποινής. β) Συνάγεται τέλος, από το πλέγµα των άρθρων 2 παρ 1 και 5 παρ 1 Συνταγµ. η συνταγµατική κατοχύρωση της ενοχής. Στις παραπάνω ερωτήσεις οι συνταγµατολόγοι δίνουν αρνητική απάντηση καθώς βλέπουν µε κάποια επιφυλακτικότητα την διάκριση νοµικής πολιτικής ερµηνείας και κυρίως είναι δύσπιστοι προκειµένου να αναγνωρίσουν νοµική δεσµευτικότητα σε γενικές έννοιες. Οι συνταγµατολόγοι δηλαδή θεωρούν ότι το συνταγµατικό κείµενο δεν είναι πρόσφορο για την αναζήτηση νοµικά δεσµευτικών λύσεων σε έννοιες όπως άδικο και ενοχή. Η αρνητική αυτή στάση κάµπτεται όµως από την αναδιατύπωση των παραπάνω ερωτήσεων ( δηλαδή µε την πρόταξη όχι πλέον των διατάξεων 32
αλλά των αρχών ). ηλαδή: Μπορεί µε βάση το ισχύον Σύνταγµα να είναι θεµιτή η επιβολή ποινής σε ένα πρόσωπο που δεν τέλεσε άδικη πράξη ή δεν έχει ενοχή; Μπορεί το Σύνταγµα να ανέχεται τη φυλάκιση ενός ανθρώπου που δεν έκανε τίποτα ή δεν έφταιγε σε τίποτα; Εδώ η αρνητική απάντηση έρχεται µάλλον αβίαστα καθώς ο αποκλεισµός µιας αυθαίρετης ( χωρίς προϋποθέσεις ) φυλάκισης εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα των κατοχυρώσεων που απορρέουν από το κράτος δικαίου. Η αρχή π.χ. cogitationis poenam nemo patitur φαίνεται να ανήκει στα αρχαϊκά στοιχεία του κράτους δικαίου, τη στιγµή που η εφαρµογή προληπτικών µέτρων χαρακτηρίζει το αστυνοµικό κράτος. Το ίδιο το κράτος δικαίου προσφέρει τη ζητούµενη συνταγµατική κατοχύρωση. Ειδικότερα: - Το Σύνταγµα απαγορεύει την προδικαστική σύλληψη ή προφυλάκιση χωρίς αιτιολογηµένο ένταλµα ( άρθρο 6 παρ1 Συντ.) και θέτει ανώτατο χρονικό όριο στην διάρκεια της προσωρινής κράτησης ( άρθρο 6 παρ.4 Συντ.). - Θέτει σαφή και ασφυκτικά όρια στην εκτόπιση. Με βάση τα παραπάνω είναι αυτονόητο ότι το Σύνταγµα σε καµιά περίπτωση δεν θα επέβαλλε την ποινή ( που είναι η σοβαρότερη κατασταλτική επέµβαση του κράτους ) χωρίς προϋποθέσεις. Αυτό καταρχήν ισχύει για τις βαρύτερες ποινές ( όπως είναι οι στερητικές της ελευθερίας και η θανατική ποινή) ενώ είναι ερευνητέο και για άλλα είδη ποινών. Το Σύνταγµα λοιπόν οριοθετεί την ποινή, την ποινική πρόβλεψη, την στέρηση της ελευθερίας και κατ επέκταση και την ανθρώπινη συµπεριφορά ( την ποινικοποίηση αυτής ). Με άλλα λόγια το Σύνταγµα δεσµεύει τον νοµοθέτη. Ήδη στις αρχές του αιώνα ο Σαρίπολος υπογράµµιζε ότι από το µάλλον ή ήττον φιλελεύθερο χαρακτήρα της νοµοθεσίας εξαρτάται κατά το µάλλον ή ήττον η πραγµατική ύπαρξη της ελευθερίας. Το αν και το πως της 33