Oι αιτιάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Σύµφωνα µε τη συµπληρωµατική Αιτιολογηµένη Γνώµη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, µετά την έκδοση του Π.. 385/2002, µε το οποίο τροποποιήθηκαν διατάξεις του Π.. 165/2000, µε το οποίο ενσωµατώθηκε η Oδηγία 89/48 στην εσωτερική νοµοθεσία, καλύπτονται ορισµένες από τις αιτιάσεις που είχε προβάλει η Επιτροπή µε την Αιτιολογηµένη Γνώµη της 1ης Ιουλίου 2002. Ωστόσο, εκ µέρους της Επιτροπής διατηρούνται έξι αιτιάσεις, η µη ικανοποίηση των οποίων εντός προθεσµίας ενός µηνός την οποία θέτει µε την επιστολή της, δηλώνει ότι θα την αναγκάσει να προσφύγει κατά της Ελλάδας στο ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Oι αιτιάσεις της Επιτροπής είναι οι εξής: 1) Η µη αναγνώριση επαγγελµατιών, µέρος των σπουδών των οποίων έχει πραγµατοποιηθεί σε ίδρυµα που λειτουργεί στην Ελλάδα, βάσει συµφωνίας δικαιόχρησης. 2) Η διάταξη του άρθρου 5 παρ.1, τελευταίο εδάφιο, σύµφωνα µε την οποία, πέραν της ευχέρειας που η οδηγία παρέχει στο κράτος µέλος υποδοχής να επιλέγει αυτό τα αντισταθµιστικά µέτρα, που προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας, στις περιπτώσεις των «νοµικών επαγγελµάτων», η ελληνική νοµοθεσία επεκτείνει, µη ορθώς, την εν λόγω ευχέρεια και «για όσα άλλα επαγγέλµατα ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά». 3) Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 β), αα) και ββ) που αναθέτει στο ΣΑΕΙ αρµοδιότητα εκτίµησης του εκπαιδευτικού ιδρύµατος, που φοίτησε ο διακινούµενος πολίτης, καθώς και της επαγγελµατικής πείρας που επικαλείται σε περίπτωση ελλείπουσας περιόδου εκπαίδευσης, ενώ, κατά την Επιτροπή, το ΣΑEI έπρεπε να θεωρεί ως επαρκείς αποδείξεις για τα θέµατα αυτά τις βεβαιώσεις του κράτους-µέλους προέλευσης. 4) ιατάξεις του Π.. 50/2001, που αφορά στα προσόντα διορισµού σε θέσεις φορέων του ηµόσιου Τοµέα που απαιτούν ακαδηµαϊκή αναγνώριση των διπλωµάτων των επαγγελµατιών. 5) Η ακολουθούµενη από το TEE πρακτική να απαιτεί ακαδηµαϊκή αναγνώριση των 6) Η απαίτηση εκ µέρους του TEE επικύρωσης των τίτλων σπουδών των ενδιαφεροµένων O σχολιασµός των αιτιάσεων της Ε.Ε. από το ΤΕΕ Το ΤΕΕ, µε επιστολή που υπογράφει ο Α Αντιπρόεδρός ΤΕΕ κ. Μανώλης ρακάκης, και απέστειλε στις 16 Αυγούστου στο υπουργείο Εξωτερικών, κάνει τον ακόλουθο σχολιασµό των σηµείων 5 και 6 των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: 1 Η ακολουθούµενη από το TEE πρακτική να απαιτεί ακαδηµαϊκή αναγνώριση των Το ΤΕΕ είναι θεσµοθετηµένο όργανο, το οποίο λειτουργεί ως ελεγκτικός µηχανισµός για πιστοποίηση επάρκειας πρόσβασης σε ορισµένα επαγγέλµατα, υπό προϋποθέσεις επάρκειας γνώσεων και επαγγελµατικής κατάρτισης, είτε αυτές είναι αναγκαίες είτε όχι για την διασφάλιση της δηµόσιας ασφάλειας και υγείας. Αυτές τις προϋποθέσεις το ΤΕΕ προσπαθεί να τις διασφαλίσει, σύµφωνα µε την κείµενη ελληνική και ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Το ΤΕΕ έχει εγγράψει ως Μέλη του αποφοίτους σχολών εξωτερικού, σύµφωνα µε τα παραπάνω, και χωρίς να έχουν συµµετάσχει στις εξετάσεις υποψηφίων και χωρίς να έχουν προσκοµίσει βεβαίωση ακαδηµαϊκής ισοτιµίας που χορηγεί το ΙΚΑΤΣΑ. Το ΤΕΕ ελέγχει και απαιτεί ίδιες συνθήκες και προϋποθέσεις σπουδών και επάρκειας για τους κατόχους ηµεδαπών τίτλων, καθώς και για τους κατόχους τίτλων που απέκτησαν σε χώρα µέλος της Ένωσης. Λειτουργεί ως θεµατοφύλακας της ίσης µεταχείρισης όλων των ενδιαφεροµένων για εγγραφή τους στο Τεχνικό Επιµελητήριο. Υπό το πρίσµα αυτό, προκύπτει ότι δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, δεν αποτελεί διακριτική µεταχείριση και δεν εµποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζοµένων, η
αξίωση από το ΤΕΕ, για την εγγραφή σε αυτό, να αποδεικνύεται η Πανεπιστηµιακή κατάρτιση καθώς και η επαγγελµατική επάρκεια, αφού οι ίδιες προϋποθέσεις απαιτούνται και για τους ηµεδαπούς. Αντίθετη πρακτική θα οδηγούσε σε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου και της αρχής της ίσης µεταχείρισης, αφού θα είχαµε διακριτική µεταχείριση αντίστροφη σε βάρος των αποκτησάντων τίτλους στην Ελλάδα (Discrimination en rebours). 2 Η απαίτηση εκ µέρους του TEE επικύρωσης των τίτλων σπουδών των ενδιαφεροµένων Το Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος, σε προκήρυξή του, απαιτεί πράγµατι από τους διπλωµατούχους εξωτερικού την επικύρωση των τίτλων σπουδών τους από προξενική αρχή και την υποβολή επίσηµων µεταφράσεων από το Υπ.Εξ. ή Πρόθεση του ΤΕΕ είναι η άµεση κατάργηση της προϋπόθεσης αυτής και η αντικατάσταση του µέσου για τη διασφάλιση της γνησιότητας των υποβαλλοµένων στις ελληνικές αρχές εγγράφων, µε άλλα µέσα που δεν θα αντίκεινται στις σχετικές προβλέψεις της οδηγίας. Τα παραπάνω προβλήµατα εξάλλου σηµειώνει το ΤΕΕ - θα λυθούν µε τη θέση σε εφαρµογή των µηχανισµών πληροφόρησης που θα θεσπιστούν σύµφωνα µε την πρόταση οδηγίας (COM(2002) 119 - C5-0113/2002-2002/0061 (COD). Και η επιστολή του ΤΕΕ καταλήγει: Θα θέλαµε να σηµειώσουµε ότι τόσο για τα παραπάνω σηµεία, όσο και για τα σηµεία 1-4, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήµατα που πιθανά θα αποτρέψουν την προσφυγή της Επιτροπής στο ικαστήριο Ε.Κ. Κατά την άποψή µας, όµως, πιθανή προσφυγή θα αποτελέσει αφορµή για να επιλυθούν θέµατα που µέχρι τώρα δεν έχουν αντιµετωπισθεί νοµολογιακά από το ικαστήριο Ε.Κ. και αποτελούν αντικείµενο ερµηνειών, που τίθενται υπό αµφισβήτηση. Oι απαντήσεις του υπουργείου Εξωτερικών στην Ε.Ε. Απαντήσεις σε όλες τις αιτιάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαµβάνει το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, που απεστάλη στην Ε.Ε. στις 26 Αυγούστου 2004. Πιο συγκεκριµένα και σχετικά µε τις αιτιάσεις της Επιτροπής για ζητήµατα ενσωµάτωσης της οδηγίας 89/48 στην ελληνική νοµοθεσία, καθώς και για την εφαρµογή της, το υπουργείο Εξωτερικών παρατηρεί τα εξής: 1 Μη αναγνώριση των διπλωµάτων που χορηγήθηκαν από τις αρµόδιες αρχές άλλου κράτους-µέλους στο πλαίσιο σπουδών, βάσει συµφωνιών δικαιόχρησης και τα οποία πιστοποιούν επαγγελµατική εκπαίδευση. Στο ζήτηµα αυτό υπάρχει διάσταση απόψεων µεταξύ της χώρας µας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριµένα, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι: Σύµφωνα µε το άρθρο 149 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα που αφορά την «παιδεία», το περιεχόµενο της διδασκαλίας και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος ανήκει στην αρµοδιότητα των κρατών-µελών. Αυτό προκύπτει σαφώς, όχι µόνον από την παραγρ. 1 του εν λόγω άρθρου, κατά την οποία η Κοινότητα σέβεται «πλήρως την αρµοδιότητα των κρατών- µελών για το περιεχόµενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος», αλλά και από την παραγρ. 4 του ίδιου άρθρου, στην οποία ρητώς προβλέπεται ότι το Συµβούλιο, προκειµένου να συµβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου, θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρµονίζει τις νοµοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών µελών. Η Συνθήκη Ε.Κ. διακρίνει την παιδεία από την επαγγελµατική εκπαίδευση, στην οποία αφιερώνει ειδικό άρθρο, το άρθρο 150. Ωστόσο, και το άρθρο 150, όσον αφορά την κατανοµή αρµοδιοτήτων µεταξύ της Κοινότητας και των κρατών-µελών, περιέχει ρύθµιση αντίστοιχη εκείνης του άρθρου 149, αφού σε αυτό, επίσης, ρητώς προβλέπεται ότι η Κοινότητα σέβεται «πλήρως την αρµοδιότητα των κρατών-µελών για το περιεχόµενο και την οργάνωση της επαγγελµατικής εκπαίδευσης» και ότι το Συµβούλιο θεσπίζει µέτρα για να συµβάλει στην υλοποίηση των στόχων, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, «χωρίς να εναρµονίζει τις νοµοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών-µελών». Στο πλαίσιο της αρµοδιότητάς τους για την «οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος» ή «της επαγγελµατικής εκπαίδευσης» που παρέχεται στο έδαφός τους, εναπόκειται στα κράτη- µέλη να καθορίζουν τη διάρθρωση της εκπαίδευσης σε βαθµίδες, τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα της κάθε βαθµίδας, την οργάνωση, λειτουργία και τη νοµική τους µορφή, καθώς και το νοµικό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων που λειτουργούν στο έδαφός τους, το
επίπεδο και το περιεχόµενο σπουδών που αυτά παρέχουν, καθώς και την αξία των χορηγούµενων από αυτά τίτλων σπουδών. Εποµένως, σύµφωνα µε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το «περιεχόµενο της διδασκαλίας και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήµατος», καθώς και «το περιεχόµενο και η οργάνωση της επαγγελµατικής εκπαίδευσης», δεν περιλαµβάνονται αυτά καθ εαυτά στο πεδίο εφαρµογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά ανήκουν στην αρµοδιότητα των κρατών- µελών. Συνεπώς, σπουδές που πραγµατοποιούνται στο έδαφος ενός κράτους-µέλους διέπονται από το εσωτερικό δίκαιο του εν λόγω κράτους-µέλους, το οποίο, στο πλαίσιο της οργάνωσης του εθνικού εκπαιδευτικού του συστήµατος, προσδιορίζει, ιδίως τη νοµική µορφή των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, το περιεχόµενο (εκπαιδευτικά προγράµµατα), καθώς και το επίπεδο των σπουδών που παρέχονται από τα λειτουργούντα στα έδαφος του εκπαιδευτικά ιδρύµατα (δηµόσια ή ιδιωτικά), ως σπουδών πανεπιστηµιακής ή τριτοβάθµιας εν γένει εκπαίδευσης. Εφ όσον δε κατά τη Συνθήκη, στην αρµοδιότητα των κρατών-µελών ανήκει η οργάνωση της πανεπιστηµιακής και εν γένει τριτοβάθµιας εκπαίδευσης που παρέχεται επί τους εδάφους τους, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να σέβονται τους κανόνες, τους οποίους θεσπίζουν τα κράτη-µέλη στο πλαίσιο των αρµοδιοτήτων τους σε εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 149 παρ. 1 και 150 παρ. 1 της Συνθήκης. Εξάλλου, η χρησιµοποίηση από τις αρχές των κρατών-µελών των ευχερειών που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο, όπως είναι η ευχέρεια να χορηγούν τίτλους που πιστοποιούν (τριτοβάθµια) εκπαίδευση που έχει πραγµατοποιηθεί σε άλλο κράτος-µέλος, κατά τρόπο που παραβιάζει τους κανόνες εσωτερικού δικαίου άλλου κράτους- µέλους, κατά την άποψη της Ελληνικής ηµοκρατίας, αντιβαίνει σε γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου που στηρίζουν την αλληλεγγύη µεταξύ των κρατών-µελών και εποµένως προϋποθέτουν ειλικρινή συνεργασία µεταξύ τους. Για τους λόγους αυτούς, ένα κράτος-µέλος υποδοχής δεν υποχρεούται, κατά την έννοια του άρθρου 3 της Oδηγίας, να προβεί στην αναγνώριση διπλώµατος που έχει χορηγηθεί από αρχή κράτους-µέλους προέλευσης, όταν µε το δίπλωµα αυτό πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί, εν όλω ή εν µέρει, στο κράτος-µέλος υποδοχής και οι οποίες, κατά τη νοµοθεσία του τελευταίου, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθµιας εκπαίδευσης. Επίσης, το Ελληνικό Σύνταγµα στο άρθρο του 16, αφού ανάγει την παιδεία σε βασική αποστολή του κράτους (παραγρ. 2), ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύµατα που αποτελούν νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου µε πλήρη αυτοδιοίκηση (παραγρ. 5). Ρητώς δε απαγορεύει την ίδρυση ανώτατων σχολών από ιδιώτες (παραγρ. 8). Περαιτέρω διακρίνει στην παραγρ. 7 του ιδίου άρθρου 16, την επαγγελµατική εκπαίδευση, ορίζοντας ότι αυτή παρέχεται από το Κράτος και κάνοντας ειδική αναφορά στην ανώτερη (τριτοβάθµια) επαγγελµατική εκπαίδευση. Η παραγρ. 7 του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγµατος, όπως έχει ερµηνευτεί από το Συµβούλιο της Επικρατείας, δεν επιβάλλει την παροχή της επαγγελµατικής εκπαίδευσης αποκλειστικά από το Κράτος (εκτός, βέβαια, εκείνης που έχει το χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης κατά την έννοια του άρθρου 16), χωρίς, όµως παράλληλα, να παρέχει συνταγµατικώς κατοχυρωµένο ατοµικό δικαίωµα στους ιδιώτες να ιδρύουν σχολές µέσης και ανώτερης (τριτοβάθµιας) επαγγελµατικής εκπαίδευσης. Στον κοινό νοµοθέτη εναπόκειται να επιτρέψει την ίδρυση και λειτουργία τέτοιων σχολών από ιδιώτες. Στο παρόν, όµως, στάδιο της ελληνικής νοµοθεσίας δεν επιτρέπεται η ίδρυση ανώτερων ιδιωτικών επαγγελµατικών σχολών (Σ.τ.Ε. 2287/2001 Oλοµ.). Συνεπώς, στην Ελλάδα η τριτοβάθµια εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά και µόνον από δηµόσια εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Αποκλείεται κάθε δυνατότητα αναγνώρισης, ως πανεπιστηµιακού διπλώµατος, ενός τίτλου σπουδών που έχει χορηγηθεί από οποιαδήποτε ιδιωτική σχολή εγκατεστηµένη στην Ελλάδα. Απαγορεύεται ακόµα και η έµµεση αναγνώριση των σπουδών αυτών, ως σπουδών τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, µέσω της αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο οποίος είτε πιστοποιεί σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί στην Ελλάδα σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυµα είτε στηρίζεται σε τίτλο σπουδών που έχει χορηγηθεί από ιδιωτική σχολή εγκατεστηµένη στην Ελλάδα, όπως είναι τα εργαστήρια (κέντρα) ελευθέρων σπουδών. (Σ.τ.Ε. 2274/1990, και 3457/1998 Oλοµ.). Πρέπει, επίσης, να σηµειωθεί ότι, κατά την ελληνική νοµοθεσία, τα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, µετά το πέρας των σπουδών, χορηγούν απλή βεβαίωση, η οποία δεν αποτελεί, κατά νόµο, τίτλο σπουδών ισότιµο µε οποιονδήποτε άλλο τίτλο αναγνωρισµένης σχολικής µονάδας, οποιασδήποτε βαθµίδας εκπαίδευσης, στην Ελλάδα (Ν. 1966/1991 αρθρ. 15). Oι ελληνικές αρχές οφείλουν, κατά το ελληνικό Σύνταγµα, να αρνούνται την αναγνώριση ενός
τέτοιου αλλοδαπού τίτλου σπουδών. Και τούτο διότι, όπως έχει επανειληµµένα κρίνει η Oλοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας, τυχόν αναγνώριση διπλώµατος που έχει χορηγηθεί από αλλοδαπό πανεπιστηµιακό ίδρυµα υπό τις ανωτέρω συνθήκες, θα οδηγούσε στην αναγνώριση, εκ του αποτελέσµατος, ως σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης των σπουδών εκείνων, οι οποίες πραγµατοποιήθηκαν σε ιδιωτική σχολή στην Ελλάδα, γεγονός που θα συνιστούσε καταστρατήγηση του ελληνικού Συντάγµατος που απαγορεύει την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων (Σ.τ.Ε. 2274/1990 3457/1998 Oλοµ.). Στο πλαίσιο αυτό, και υπό την υποστηριζόµενη από την Επιτροπή εκδοχή, ότι τα εκπαιδευτικά προγράµµατα, που παρέχονται στην ελληνική επικράτεια από κέντρα ελευθέρων σπουδών µε βάση συµφωνίες δικαιόχρησης, δεν αποτελούν ελληνικά εκπαιδευτικά προγράµµατα, αλλά εκπαιδευτικά προγράµµατα άλλου κράτους-µέλους (δηλαδή του κράτους-µέλους προέλευσης), τούτο δεν αρκεί για να θεµελιώσει την άποψη ότι τα, υπό τις συνθήκες αυτές, χορηγούµενα διπλώµατα από το άλλο κράτος-µέλος εµπίπτουν, αυτόµατα, στο πεδίο εφαρµογής της Oδηγίας 89/48/ΕOΚ. Και τούτο διότι τα, κατ αυτόν τον τρόπο παρεχόµενα εκπαιδευτικά προγράµµατα, από τα λειτουργούντα στην Ελλάδα κέντρα ελευθέρων σπουδών δεν είναι εκπαιδευτικά προγράµµατα που παρέχονται από ιδρύµατα τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, όπως αυτά (τα ιδρύµατα) καθορίζονται από τη µόνη αρµόδια ελληνική νοµοθεσία. Επισηµαίνεται ότι η Oδηγία δεν κάνει λόγο για εκπαιδευτικά προγράµµατα, αλλά για σπουδές παρεχόµενες σε πανεπιστήµιο, ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυµα ή άλλο ίδρυµα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου, όπως αυτό, βεβαίως, καθορίζεται από τη νοµοθεσία του οικείου κράτους- µέλους, στο έδαφος του οποίου παρέχονται οι σπουδές. Τα κέντρα ελευθέρων σπουδών δεν αποτελούν τµήµατα του εδρεύοντος σε άλλο κράτος- µέλος εκπαιδευτικού ιδρύµατος τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, αλλά ιδιωτικές σχολές που λειτουργούν στην Ελλάδα, µε άδεια χορηγούµενη από τις ελληνικές αρχές και διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό δίκαιο. Σύµφωνα µε την Ελληνική νοµοθεσία, δεν αποτελούν εκπαιδευτικά ιδρύµατα τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, το δε Ελληνικό Σύνταγµα, όπως έχει ήδη εκτεθεί, απαγορεύει απολύτως την άµεση ή έµµεση αναγνώριση των σπουδών που αυτά παρέχουν, ως σπουδών τριτοβάθµιας εκπαίδευσης. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά την άποψη της Ελληνικής ηµοκρατίας, οι ελληνικές αρχές δεν υποχρεούνται, κατά την ορθή ερµηνεία της Oδηγίας, να αναγνωρίζουν διπλώµατα που έχουν χορηγηθεί από αρχή άλλου κράτους-µέλους, όταν, µε τα διπλώµατα αυτά πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί σε κέντρα ελευθέρων σπουδών στην Ελλάδα, βάσει συµφωνιών δικαιόχρησης. Η αντίθετη ερµηνεία αντίκειται στα άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Επισηµαίνεται, πάντως, ότι, βεβαίως, δεν θα υπήρχε κανένα ζήτηµα, εάν επρόκειτο για την αναγνώριση διπλωµάτων που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύµατα εγκατεστηµένα σε άλλα κράτη-µέλη και πιστοποιούν σπουδές που έχουν πραγµατοποιηθεί στην Ελλάδα, στο πλαίσιο όµως της συνεργασίας τους µε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα, τα οποία, σύµφωνα µε την ελληνική νοµοθεσία, αποτελούν εκπαιδευτικά ιδρύµατα πανεπιστηµιακής ή ανώτατης εν γένει εκπαίδευσης. 2 Μη συµβατότητα των προβλεποµένων από το π.δ. 165/2000 αντισταθµιστικών µέτρων, µε τα αντισταθµιστικά µέτρα της οδηγίας 89/48/ΕOΚ. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 5 του π.δ. 165/2000 τέθηκε χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης της οδηγίας 89/48/ΕOΚ και οφείλεται σε νοµοτεχνικό σφάλµα. Αφορά µόνο τις περιπτώσεις όπου η Ελληνική νοµοθεσία ορίζει για συγκεκριµένα επαγγέλµατα ότι είναι απαραίτητη η γνώση του ελληνικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, οι αρµόδιες ελληνικές αρχές στην αµέσως προσεχή τροποποίηση του Π.. 165/2000 θα απαλείψουν από το άρθρο 5 την επίµαχη φράση: «... για όσα άλλα επαγγέλµατα ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά». 3 Ανάθεση στο Συµβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελµατικής Ισοτιµίας Τίτλων Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης αρµοδιότητας εκτίµησης του εκπ/κού Ιδρύµατος που φοίτησε ο διακινούµενος πολίτης, καθώς και της επαγγελµατικής πείρας, την οποία επικαλείται σε περίπτωση ελλείπουσας περιόδου εκπαίδευσης. Με το π.δ. 385/2002 έγινε η τροποποίηση του άρθρου 10 του π.δ. 165/2000 και προστέθηκε, όπως αναφέρει και η Επιτροπή, το εξής κείµενο: «Το Συµβούλιο δέχεται ως απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 του παρόντος Προεδρικού ιατάγµατος, τις βεβαιώσεις και τα έγραφα που έχουν εκδοθεί από τις αρµόδιες αρχές κρατών-µελών και τα οποία πρέπει να υποβάλει ο ενδιαφερόµενος προς υποστήριξη της αίτησης του, για την
εξάσκηση του σχετικού επαγγέλµατος». Στην αµέσως προσεχή τροποποίηση του Π.. 165/2000 θα απαλειφθούν και τα επίµαχα σηµεία 1β) αα, ββ, του άρθρου 10. 4 ιατάξεις του Π.. 50/2001 που αφορά στα προσόντα διορισµού σε θέσεις φορέων του ηµόσιου Τοµέα, που απαιτούν ακαδηµαϊκή αναγνώριση των διπλωµάτων των επαγγελµατιών. Σχετικά µε τις αιτιάσεις της Επιτροπής για τις ανωτέρω διατάξεις του Π.. 50/2001, σύµφωνα µε τις αρµόδιες ελληνικές υπηρεσίες, η σχετική τροποποίηση του εν λόγω Π.., προς την κατεύθυνση των απόψεων της Επιτροπής, θα προωθηθεί σε σύντοµο χρονικό διάστηµα. 5Η ακολουθούµενη από το ΤΕΕ πρακτική να απαιτεί ακαδηµαϊκή αναγνώριση των Το Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας είναι θεσµοθετηµένο όργανο της χώρας, στις αρµοδιότητες του οποίου είναι η χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλµατος µηχανικού, µετά από διενέργεια εξετάσεων. Μέχρι σήµερα, έχουν πράγµατι προκύψει καθυστερήσεις στην εγγραφή επαγγελµατιών, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την επαγγελµατική αναγνώριση από το Συµβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελµατικής Ισοτιµίας Τίτλων Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙ), χωρίς το ΤΕΕ να αρνείται γενικά την εγγραφή, ως µελών του, των εν λόγω επαγγελµατιών. Oι παρατηρούµενες σήµερα καθυστερήσεις εγγραφής προκαλούνται λόγω των διαφορετικών επαγγελµατικών δικαιωµάτων, που αντιστοιχούν στις βασικές ιδιότητες, στις οποίες εντάσσονται τα µέλη του ΤΕΕ και αυτών που έχουν επαγγελµατίες προερχόµενοι από ορισµένα Κ-Μ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κάθε περίπτωση το καθ ύλην αρµόδιο Υπουργείο είναι σε συνεργασία µε το ΤΕΕ για την οριστική επίλυση του θέµατος, λαµβάνοντας υπόψη την πολυµορφία των πτυχίων των Μηχανικών, γενικότερα και επανεξετάζοντας τα επαγγελµατικά δικαιώµατα, που πρέπει να αντιστοιχούν στις θεσµοθετηµένες ειδικότητες ή τυχόν υποκατηγορίες αυτών, µε βάση και το γνωστικό αντικείµενο. 6 Η απαίτηση εκ µέρους του ΤΕΕ επικύρωσης των τίτλων σπουδών των ενδιαφεροµένων Σχετικά µε το ζήτηµα αυτό, το ΤΕΕ σκοπεύει να καταργήσει, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, την προϋπόθεση αυτή και να αντικαταστήσει τη διασφάλιση της γνησιότητας των υποβαλλοµένων στις ελληνικές αρχές εγγράφων, µε άλλα µέσα, που δεν θα αντίκεινται στις σχετικές προβλέψεις της οδηγίας.