ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ ΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ 1963-1964 Η αµοιβαία έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ των δύο κοινοτήτων οδήγησε σε µια οξύτατη κρίση το 1963-64. Στις 30 Νοεµβρίου 1963 ο ελληνοκύπριος πρόεδρος της δηµοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο σύνταγµα (τα λεγόµενα «13 σηµεία»), που αφορούσαν στη διανοµή των εξουσιών ανάµεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσµατικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος αφαιρούσαν το δικαίωµα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και γενικώς άλλαζαν το σύστηµα από δικοινοτικό (απαιτούνταν οµοφωνία και των δύο κοινοτήτων) σε πλειοψηφικό (αρκούσαν οι περισσότερες ψήφοι απ' όπου κι αν προέρχονταν) µε εγγυήσεις για τα δικαιώµατα της µειονότητας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισµού των δικαιωµάτων της. Ανακάλυψη οµαδικού τάφου Τουρκοκυπρίων στην Κοφίνου της Λάρνακας το 1964. Περίοδο κατά την οποία κορυφώνεται το δικοινοτικό πρόβληµα της Κύπρου.
Τη συνταγµατική κρίση διαδέχονται αιµατηρές διακοινοτικές ταραχές, οι οποίες οδήγησαν τους Τουρκοκυπρίους στην απόσυρση τους σε θύλακες και στην αποχή από την πολιτική ζωή της χώρας. Στις 21 εκεµβρίου 1963, αστυνοµική περίπολος επιχειρεί να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επενέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης µετά από πληροφορίες για µεταφορά όπλων από Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχαν δοθεί από τον Τούρκο ιοικητική της ΤΜΤ Bozkurt και το επεισόδιο εξελίσσεται σε συµπλοκή µεταξύ του Τουρκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σηµειό του συµβάντος και των Ελληνοκυπρίων αστυνοµικών που οδηγεί στο θάνατο 2 Τουρκοκυπρίων. Αυτή ήταν η σπίθα για µια από όλους ήδη αναµενόµενη έκρηξη. Τα επεισόδια συνεχίζονται και την επόµενη µέρα καθώς πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόµους της παλιάς πόλης. Οι αρχικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπρόεδρου Κουτσούκ αγνοούνται και µέχρι το απόγευµα οι συγκρούσεις επεκτείνονται και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόµενο πρωί βίαια επεισόδια εκδηλώνονται και στην πόλη της Λάρνακας. Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις επαναρχίζουν στη Λευκωσία το επόµενο πρωί όταν Ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σηµασίας προάστιο της Οµορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχεται σφοδρή επίθεση από Τουρκοκυπριακές ένοπλες οµάδες. Λίγο µετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αµµόχωστο όταν Τουρκοκύπριοι χωροφύλακες επιχειρούν να καταλάβουν το αρχηγείο της χωροφυλακής. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια. Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιµάκωση µε την ΤΟΥΡ ΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασµα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο µε βάση τη Συνθήκη Συµµαχίας) να βγαίνει, την ηµέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συµµετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το Τουρκοκυπριακό χωριό Ortakoy. H ΕΛ ΥΚ εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων αλλά επιστρέφει σε αυτό όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέµβαση των Εγγυητριών υνάµεων για εκτόνωση της κρίσης. Στις 26 εκεµβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν αποµακρυνθεί από την περιοχή των µαχών, κυρίως στην περιοχή Οµορφίτας. Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους.
Στις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για την εξεύρεση λύσης. Στη συνδιάσκεψη αυτή οι Τουρκοκύπριοι προωθούν την ιδέα του φυσικού διαχωρισµού των πληθυσµών των δυο κοινοτήτων την οποία απορρίπτει η Ελληνοκυπριακή πλευρά επιµένοντας σε συνταγµατικές αναθεωρήσεις και στην κατάργηση της Συνθήκης Εγγύησης, µε αποτέλεσµα η συνδιάσκεψη να οδηγηθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο. Από τις 30 εκεµβρίου 1963 ο ρ Κουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι "το Σύνταγµα είναι νεκρό" και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο. Σε συνέντευξη του στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχωρά ακόµα ένα βήµα. "Θέλουµε" αναφέρει "χωριστό κράτος. Ήδη προχωρούµε προς την κατεύθυνση της δηµιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουµε δική µας αστυνοµία και τηλεπικοινωνίες. Μετά τη Συνδιασκεψη του Λονδίνου, θα επεκτείνουµε την αυτονοµία µας. Σε ότι αφορά εµάς, η Κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν υφίσταται πλέον". Για πάνω από έξι µήνες ένοπλες παραστρατιωτικές οµάδες συγκρούονταν και η επέµβαση των κυανοκράνων απέτρεψε πολλές φορές κλιµάκωση της έντασης. εύτερο κρίσιµο επεισόδιο θεωρείται αυτό που έγινε στην Αµµόχωστο στις 11 Μαΐου 1964, όταν τρεις Ελλαδίτες αξιωµατικοί της ΕΛ ΥΚ και ένας Ελληνοκύπριος αστυνοµικός εισήλθαν µε ένα τζιπ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον τουρκοκυπριακό τοµέα της πόλης και επακολούθησε συµπλοκή µε Τουρκοκυπρίους, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας αξιωµατικός της ΕΛ ΥΚ και ο Ελληνοκύπριος αστυνοµικός. Το περιστατικό αυτό έγινε αφορµή να αναζωπυρωθεί η βία και να ενταθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι απαγωγές. Στο διάστηµα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκαταλείπουν τις αποµτα µεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες Τουρκοκυπρίων στο βόρειο µέρος του νησιού. Αυτό οφειλόταν εν µέρει στο φόβο που προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες επιθέσεις εναντίον τους και εν µέρει σε οργανωµένο σχέδιο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η οποία µε αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να επιτύχει µια de facto διχοτόµηση του νησιού. Οι ένοπλες αυτές ταραχές ενισχύονταν και από τις «ανεύθυνες, ανακριβείς και ιδιαίτερα συναισθηµατικές περιγραφές του τοπικού τύπου». Στην αρχή οι βρετανικές δυνάµεις έπαιζαν το ρόλο του διαιτητή, µέχρι να αποστείλει ο ΟΗΕ κυανόκρανους. Τότε χαράχτηκε και για πρώτη φορά η Πράσινη Γραµµή µε σκοπό ως νεκρή ζώνη να χωρίσει γεωγραφικά τις δύο κοινότητες, υπό τον φόβο επέµβασης της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναµης υπέρ των Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία και Ελλάδα ενεπλάκησαν ενεργά στη διαµάχη, η µεν πρώτη µε την διενέργεια βοµβαρδισµών (η προγραµµατιζόµενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέµβαση του αµερικανικού παράγοντα λόγω της ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣ προς τον Μακάριο), η δε δεύτερη µε την αποστολή στρατιωτικού σώµατος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συµφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε από την Ελλάδα την αποστολή επιπλέον στρατού. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, στέλνοντας 5.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του Γρίβα, ο οποίος έτσι τον Ιούνιο του 1964 επέστρεψε στο νησί µε τη διστακτικά σύµφωνη γνώµη του Μακάριου και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διοίκηση και της Εθνικής Φρουράς. Ο Γρίβας εστάλη, γιατί θεωρήθηκε ότι θα ήταν ο µόνος που θα µπορούσε να ελέγξει τους παραστρατιωτικούς, πράγµα το οποίο και πέτυχε. Η πιο σοβαρή κρίση έγινε στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάµεις και δυνάµεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων στις βόρειες ακτές του νησιού. Αιτία της επίθεσης ήταν ότι ο παράκτιος θύλακας χρησιµοποιούνταν ως βάση για την εισαγωγή όπλων και µαχητών από την Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε άµεσα στην επίθεση και η τουρκική Αεροπορία βοµβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία µε βόµβες ναπάλµ,
καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της σε περίπτωση εµπλοκής. 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες. Η αποστολή δυνάµεων του ΟΗΕ για την τήρηση της ανακωσής κατά µήκος της Πράσινης Γραµµής κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβληµα παρέµενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις µέρες µας. Παράλληλα αποτέλεσµα των συγκρούσεων αυτών ήταν η δηµιουργία δύο «πράσινων γραµµών» ανάµεσα στις δύο κοινότητες, µιας γεωγραφικής και µιας ψυχολογικής Εθνοτικός χάρτης της Κύπρου το 1974 προ της τουρκικής εισβολής, που έδειχνε την έκταση των Τουρκοκυπριακών Θυλάκων (µωβ) και τις αµιγώς Ελληνικές περιοχές στο νησί. 1964 1974 ΙΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Μετά την κλιµάκωση της έντασης µε την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τυλληρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεµία. Στο διάστηµα µεταξύ 1964 και 1974 οι περίοδοι των διακοινοτικών εντάσεων εναλλάσσονταν µε περιόδους διακοινοτικών συνοµιλιών, οι οποίες όµως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσµα. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές οµάδες και τις εξόπλισε µε όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που µαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις το 1966 και το 1972, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισµό στις δυνάµεις του ΟΗΕ προς φύλαξιν. Η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, φοβούµενη επέµβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονοµικές
κυρώσεις (εµπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών οι οποίες όµως µέχρι το τέλος του χρόνου ουσιαστικά τερµατίζονται. Το Νοέµβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάµεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις µεταξύ των δύο πλευρών, µε αποτέλεσµα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη µόνο µε ανταλλάγµατα την απόσυρση της ελληνικής µεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνοµιλίες, η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση δεν έκανε καµιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου. Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνηµα των Αδεσµεύτων, την Ε.Σ.Σ.. και το Σύµφωνο της Βαρσοβίας υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε µια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως µια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.. στην αρχή τάχθηκε µε το µέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όµως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις µε την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιµότερες. Στο µεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν µε στρατό και κρατική διοίκηση, αποτελώντας κράτος εν κράτει, το οποίο από το 1968 είχε την ονοµασία "Τουρκοκυπριακή ιοίκηση". Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε αστυνοµία, ταχυδροµείο, ραδιόφωνο, ακόµη και ποδοσφαιρική οµοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισµένα δικαιώµατα σε σχέση µε τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν µάλλον µε την Τουρκοκυπριακή ιοίκηση παρά µε το επίσηµο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόµα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισµός φούντωνε και η αποµόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν. Αρκετές φορές ένοπλες οµάδες Τουρκοκυπρίων εµπόδιζαν κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτηµα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν µια µάλλον κοντόφθαλµη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η διχοτόµηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δηµιουργία των θυλάκων και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσηµου κράτους. Οι µακροπρόθεσµες συνέπειες αυτού του διαχωρισµού δεν αποτελούσαν αντικείµενο συζήτησης. Σχέδιο Άτσεσον Το 1964, µεσουσών των ταραχών µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον αναθέτει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να µεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο Άτσεσον καταστρώνει δύο σχέδια, τα οποία όµως τελικά απορρίπτονται από τα εµπλεκόµενα µέρη. Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα έναντι ανταλλαγµάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην
Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δηµιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιµοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. Παράλληλα θα παραχωρούνταν προνόµια αυτοδιοίκησης σε ορισµένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόµηση και εµµένοντας στην ανευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυµος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκµίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε µόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγµα. Το Σχέδιο Άτσεσον έµεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως µεγάλη χαµένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχηµένη απόπειρα διχοτόµησης της Κύπρου. Άποψη της Κερύνειας σήµερα