Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Οκτωβρίου 2014 (OR. en)

Σχετικά έγγραφα
Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2017) 5959 final.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2014) 9656 final.

κ. Uwe CORSEPIUS, Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2017 (OR. en)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Γενικοί κανόνες σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων (αντ)ασφάλισης

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 3522 final.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2014) 6946 final.

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των συμμετοχών

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 3834 final.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 6867 final.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 105/

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Ιουνίου 2015 (OR. en)

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη φερεγγυότητα ομίλου

1.3. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στις εποπτικές αρχές κατά την οδηγία Φερεγγυότητα II.

Κατευθυντήριες γραμμές για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση και αποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εκτός των τεχνικών προβλέψεων

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 29 Αυγούστου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2017) 6940 final.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 8542 final.

Κατευθυντήριες γραμμές

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 6537 final.

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2017) 5959 final ANNEXES 1 to 2.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2018) 4426 final ANNEX 1.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 149 final.

Έλλειψη δημόσιων πληροφοριών για ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

κ. Uwe CORSEPIUS, Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 7147 final/2 της

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 68/

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 3356 final.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 22 Δεκεμβρίου 2015 (OR. en)

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων για τις μακροπρόθεσμες εγγυήσεις

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 6 Ιουνίου 2016 (OR. en)

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συνεδρίαση 114/

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 61/

Κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2303 της Επιτροπής της 28

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δημοσιοποίηση

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Κατευθυντήριες γραμμές

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Αυγούστου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 596 final.

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2014) 653 final.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 4407 final.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 3917 final.

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 3 Μαρτίου 2017 (OR. en)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 499 final.

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μέθοδο εξέτασης

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 5303 final.

Στρατηγικές και διαδικασίες των τραπεζών και εσωτερική επιθεώρησή τους.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την υποβολή στοιχείων για τους σκοπούς της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Ιουνίου 2017 (OR. en)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 25 Οκτωβρίου 2012 (26.10) (OR. en) 15496/12 STATIS 76 ECOFIN 882

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2016 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2015) 2676 final.

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Θέμα: Ελεγκτικές διαδικασίες επί της έκθεσης φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 7 Ιανουαρίου 2016 (OR. en)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 113/

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 2417 final.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο SWD(2017) 115 final.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 666 final.

ECB-PUBLIC ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) [ΕΤΟΣ/[XX*]] ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας] 2016

PE-CONS 23/1/16 REV 1 EL

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 4250 final.

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 22 Οκτωβρίου 2014 (OR. en)

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2018) 287 final.

ΕΝΤΥΠΟ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 16 Αυγούστου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 410 final.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 3835 final.

Transcript:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Οκτωβρίου 2014 (OR. en) 14263/14 EF 259 ECOFIN 913 DELACT 195 ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Ημερομηνία Παραλαβής: Αποδέκτης: Αριθ. εγγρ. Επιτρ.: Θέμα: Για το Γενικό Γραμματέα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Jordi AYET PUIGARNAU, Διευθυντής 10 Οκτωβρίου 2014 κ. Uwe CORSEPIUS, Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης C(2014) 7230 final ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 10.10.2014 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2014) 7230 final. συνημμ.: C(2014) 7230 final 14263/14 DGG 1B EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 10.10.2014 C(2014) 7230 final ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 10.10.2014 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) {SWD(2014) 308 final} {SWD(2014) 309 final} EL EL

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1 ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ 1.1 Γενικό ιστορικό και στόχοι Η οδηγία 2009/138/ΕΚ («Φερεγγυότητα II»), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/51/ΕΕ («Omnibus II»), πρόκειται να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016 και να αντικαταστήσει 14 ισχύουσες οδηγίες (από κοινού αναφερόμενες ως «Φερεγγυότητα I»). Θα εισαγάγει ένα σύγχρονο, εναρμονισμένο πλαίσιο για την ανάληψη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην Ένωση. Η οδηγία «Φερεγγυότητα II» προβλέπει καθεστώς μέγιστης εναρμόνισης, με βάση τους εξής τρεις πυλώνες: Πυλώνας 1: Εναρμονισμένη αποτίμηση και κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει κινδύνου, Πυλώνας 2: Εναρμονισμένες απαιτήσεις διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνου, Πυλώνας 3: Εναρμονισμένη εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση. Η οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» θεσπίζει κεφαλαιακές απαιτήσεις με γνώμονα τον κίνδυνο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ για πρώτη φορά. Αυτές οι νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις θα παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο και θα είναι πιο επεξεργασμένες σε σχέση με το παρελθόν, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο δυνατή την καλύτερη κάλυψη των πραγματικών κινδύνων που διατρέχει ο κάθε ασφαλιστής. Οι νέες απαιτήσεις εγκαταλείπουν την προσέγγιση του «ενός ενιαίου προτύπου για όλες τις περιστάσεις» κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, με τον καθορισμό απαιτήσεων που αντιστοιχούν καλύτερα στο προφίλ κινδύνου των ασφαλιστών. Η οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» δίνει επίσης μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση του κινδύνου και εισάγει επίσης αυστηρότερους κανόνες για τη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών στο κοινό. Ο παρών κατ εξουσιοδότηση κανονισμός αποσκοπεί στον καθορισμό λεπτομερέστερων απαιτήσεων για μεμονωμένες επιχειρήσεις καθώς και για ομίλους επιχειρήσεων. Θα αποτελεί τον πυρήνα του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για την προληπτική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην Ένωση. 1.2 Το νομικό πλαίσιο Ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός βασίζεται σε συνολικά 76 εξουσιοδοτήσεις στην οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» (που παρατίθενται αναλυτικά στο παράρτημα 2 της εκτίμησης επιπτώσεων). Το ζήτημα της επικουρικότητας καλύφθηκε στην εκτίμηση επιπτώσεων για την οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ». Σχεδόν όλες οι εξουσιοδοτήσεις στις οποίες βασίζεται ο παρών κατ εξουσιοδότηση κανονισμός είναι επιτακτικές εξουσιοδοτήσεις. Ορισμένες από τις εξουσιοδοτήσεις παρέχονται κατ αρχήν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) για να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, αλλά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 301β της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», που προβλέπει «ρήτρα ενεργοποίησης», σύμφωνα με την οποία EL 2 EL

τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εκδίδονται κατ αρχήν υπό μορφή κατ εξουσιοδότηση πράξεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 («κανονισμός ΕΑΑΕΣ»). Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας «Omnibus II» εξηγεί τη βούληση των συννομοθετών γι αυτή τη «ρήτρα ενεργοποίησης». 2. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Κατά το διάστημα 2005 έως 2013, η ανάπτυξη του καθεστώτος «Φερεγγυότητα ΙΙ» αφορούσε έξι ποσοτικές μελέτες επιπτώσεων, που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ). Ο παρών κατ εξουσιοδότηση κανονισμός βασίζεται επίσης σε περισσότερες από 4 000 σελίδες τεχνικών συμβουλών, που παρείχε η ΕΑΑΕΣ το 2009 και το 2010. Επίσημη πρόσκληση υποβολής συμβουλών είχε αποσταλεί τον Μάρτιο του 2009. Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΕΣ, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας διαβούλευσης, υποβλήθηκε στην Επιτροπή μεταξύ Νοεμβρίου 2009 και Ιανουαρίου 2010. Αφού έλαβε τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΕΣ μεταξύ του 2009 και του 2010, η Επιτροπή διοργάνωσε δημόσια ακρόαση σχετικά με το σχέδιο κατ εξουσιοδότηση κανονισμού, στις 4 Μαΐου 2010, και διενήργησε δική της δημόσια διαβούλευση, κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2010 και Ιανουαρίου 2011. Από το 2009, η Επιτροπή διοργάνωσε περισσότερες από 20 συσκέψεις της σχετικής ομάδας εμπειρογνωμόνων, στις οποίες συζητήθηκε το σχέδιο του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού μεταξύ εμπειρογνωμόνων από τα υπουργεία οικονομικών και τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών, με τη συμμετοχή παρατηρητών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την ΕΑΑΕΣ. Αυτή η διαδικασία διαβούλευσης συνέβαλε στη διαμόρφωση ευρείας συναίνεσης για το σχέδιο του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού. Οι οργανώσεις των ενδιαφερομένων φορέων, που εκπροσωπούν τον κλάδο των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι Insurance Europe, Association of Mutual Insurers and Insurance Cooperatives in Europe (AMICE), Chief Risk Officers Forum (CRO Forum) και Chief Financial Officers Forum (CFO Forum), καθώς και Actuarial Association of Europe, είχαν πολλές ευκαιρίες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα σχέδια σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε τις απόψεις των καταναλωτών μέσω της ομάδας χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (FSUG). Επιπλέον, ο κλάδος των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων συνέβαλε καίρια στη διαμόρφωση της Πράσινης Βίβλου της Επιτροπής σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, το 2013. Παράλληλα, η ΕΑΑΕΣ, με εξουσιοδότηση της Επιτροπής τον Σεπτέμβριο του 2012, ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση με βάση την έκθεσή της σχετικά με τη βαθμονόμηση και τον σχεδιασμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για ορισμένες μακροπρόθεσμες επενδύσεις, που τελικά εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2013. Ο παρών κατ εξουσιοδότηση κανονισμός συμβάλλει στην υλοποίηση των πολιτικών ενεργειών που απορρέουν από τις εν λόγω διαβουλεύσεις, όπως παρουσιάζονται στην ανακοίνωση σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, του Μαρτίου 2014, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό και την ευνοϊκότερη μεταχείριση των απλούστερων, περισσότερο διαφανών και τυποποιημένων πράξεων τιτλοποίησης. EL 3 EL

3. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Η ευρεία διαδικασία διαβουλεύσεων και πρακτικών δοκιμών, που περιγράφεται ανωτέρω, ολοκληρώθηκε με έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων. Η επιτροπή εκτίμησης επιπτώσεων εξέδωσε μια πρώτη γνωμοδότηση, στις 11 Απριλίου 2014, και τελική θετική γνώμη, στις 21 Μαΐου 2014. Δεδομένου του όγκου του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο οποίος καλύπτει πολυάριθμες και πολύ τεχνικές πτυχές της λειτουργικής εφαρμογής της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων δεν εξετάζει στοιχεία του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής ή πολιτικό αντίκτυπο, ή κοινώς αποδεκτά στοιχεία για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην εμπεριστατωμένη διαδικασία διαβούλευσης που περιγράφεται ανωτέρω. Αντίθετα, η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων επικεντρώνεται περισσότερο στις απομένουσες αποφάσεις κατά το τελευταίο στάδιο για το σχέδιο του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού, με σημαντικό αντίκτυπο και πεδίο εφαρμογής για τις επιλογές της Επιτροπής. Ειδικότερα, αυτές αφορούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και άλλα μέτρα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις, τις απαιτήσεις για τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων των ασφαλιστών, ζητήματα αποδοχών, απαιτήσεις για την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθώς και την αναφορά και τη δημοσιοποίηση. 3.1 Ανάλυση κόστους και ωφελειών Το κόστος των επιλογών της Επιτροπής, που περιγράφονται στην εκτίμηση επιπτώσεων, βαρύνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και προκύπτει, κυρίως, από τις απαιτήσεις αναφοράς και διαφάνειας. Οι απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων, που υπερβαίνουν τις επιβαλλόμενες από την οδηγία ελάχιστες απαιτήσεις, μπορεί να υποχρεώσουν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων να αντλήσουν συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, αλλά οι τελευταίες μελέτες ποσοτικών επιπτώσεων δείχνουν μέση σύνθεση ιδίων κεφαλαίων σαφώς ανώτερη από τα προτεινόμενα όρια. Συνολικά, οι επιλογές στον κατ εξουσιοδότηση κανονισμό έχουν πολύ μικρότερο αντίκτυπο από άλλα θέματα πολιτικής που ρυθμίζονται στην οδηγία, π.χ. σε σύγκριση με τον αντίκτυπο της δέσμης μέτρων για μακροπρόθεσμες εγγυήσεις, που θεσπίστηκαν με την οδηγία «Omnibus II» που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΑΑΕΣ, προέβλεψε κεφαλαιακή ελάφρυνση ύψους 245 δισεκατ. ευρώ μόνον για τον κλάδο ασφάλισης ζωής στην ΕΕ, εν μέσω της χρηματοοικονομικής αναταραχής κατά τα τέλη του 2011. Συγκριτικά, η τάξη μεγέθους της επίπτωσης των τρεχουσών επιλογών στο κόστος κυμαίνεται περί το ένα δισεκατομμύριο ευρώ ή λιγότερο (κυρίως, λόγω του εφάπαξ κόστους εφαρμογής της τακτικής εποπτικής αναφοράς). Τα οφέλη, που πιστώνονται εν μέρει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, διότι μειώνεται η πιθανότητα αθέτησης, έχουν επίσης ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα οφέλη από την αυξημένη σταθερότητα του τομέα των ασφαλίσεων, τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα ασφαλιστικών υπηρεσιών και μεγαλύτερες επενδύσεις σε τομείς που ενισχύουν την ανάπτυξη, ιδίως στις υποδομές και τις ΜΜΕ. Θεωρείται ότι τα οφέλη αυτά υπερκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό το κόστος. Δεν υπάρχουν επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ. 3.2 Αναλογικότητα Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 της οδηγίας «Φερεγγυότητα II», η ανάγκη για αναλογικότητα επαναβεβαιώνεται στην πρώτη EL 4 EL

αιτιολογική σκέψη και λαμβάνεται δεόντως υπόψη σε ολόκληρο το κείμενο του κατ εξουσιοδότηση κανονισμού. Ο κανονισμός προβλέπει πολυάριθμες απλουστεύσεις όσον αφορά τις ποσοτικές απαιτήσεις, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση, την κλίμακα και την περιπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν. Ενδεικτικά, κατά την αποτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού για σκοπούς φερεγγυότητας, οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν, κατ αρχήν, διεθνή λογιστικά πρότυπα, που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω πρότυπα είναι συμβατά με την αγορά. Για να αποφευχθούν, ωστόσο, η υπέρμετρη επιβάρυνση και το κόστος για τις επιχειρήσεις που δεν χρησιμοποιούν ήδη τα εν λόγω διεθνή πρότυπα για την κατάρτιση των οικονομικών τους καταστάσεων, μπορεί να επιτρέπεται σε αυτές τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης, βάσει των λογιστικών προτύπων που χρησιμοποιούν για την κατάρτιση των οικονομικών τους καταστάσεων (άρθρο 9 παράγραφος 4). Οι απλουστεύσεις για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο ΙΙΙ τμήμα 6 και οι απλουστεύσεις στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ορίζονται στον τίτλο Ι κεφάλαιο V τμήμα 1 υποτμήμα 6, περιλαμβανομένων των ειδικών απλουστεύσεων για τις εξαρτημένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι απαιτήσεις σχετικά με το σύστημα διακυβέρνησης (τίτλος I κεφάλαιο IX) αντανακλούν επίσης τα ζητήματα της αναλογικότητας, ιδίως την οργάνωση της λειτουργίας του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου. Σύμφωνα με το άρθρο 271 παράγραφος 2, η λειτουργία εσωτερικού λογιστικού ελέγχου μπορεί να ασκείται από πρόσωπα που ασκούν άλλες καίριες λειτουργίες, εφόσον αυτό δεν συνεπάγεται καμία σύγκρουση συμφερόντων και ο αυστηρός διαχωρισμός θα επέβαλλε δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες για την επιχείρηση σε σχέση με το σύνολο των διοικητικών δαπανών. Οι υποχρεώσεις αναφοράς έχουν επίσης σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ των αναγκών των εποπτικών αρχών για συχνή ενημέρωση και της επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις. Όπως εξηγείται στην εκτίμηση επιπτώσεων, ο υπέρμετρος περιορισμός των υποχρεώσεων τακτικής αναφοράς θα ήταν αντιπαραγωγικός, διότι θα ανάγκαζε τις εθνικές εποπτικές αρχές να υποβάλλουν στις επιχειρήσεις ad hoc αιτήματα παροχής πληροφοριών, αναγκαστικά με μη εναρμονισμένο και απρόβλεπτο τρόπο, και ως προς τον χρόνο υποβολής αυτών των αιτημάτων και ως προς το περιεχόμενό τους. Ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός απαιτεί από τις επιχειρήσεις να υποβάλλουν ετήσια ποσοτικά υποδείγματα και μόνον βασικές πληροφορίες στα τριμηνιαία ποσοτικά υποδείγματα (άρθρο 304 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και παράγραφος 3). Τα εν λόγω υποδείγματα θα σχεδιαστούν από την ΕΑΑΕΣ, για να εκδοθούν υπό τη μορφή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων (άρθρο 35 παράγραφος 10 της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ»). Οι εποπτικές αρχές μπορούν να κάνουν χρήση των απαλλαγών που προβλέπονται ήδη στην οδηγία για λόγους αναλογικότητας (άρθρο 35 παράγραφοι 6 και 7), με σκοπό να ελαφρύνουν τις τριμηνιαίες υποχρεώσεις αναφοράς και κάθε υποχρέωση αναφοράς «για κάθε επί μέρους στοιχείο» στα υποδείγματα αυτά. 4. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ 4.1 Τίτλος Ι: κανόνες σχετικά με τους πυλώνες Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Κεφάλαια I: ορισμοί και γενικές αρχές EL 5 EL

Το κεφάλαιο αυτό περιέχει ορισμούς χρήσιμων όρων που δεν ορίζονται ήδη στην οδηγία. Προβλέπει επίσης κανόνες σχετικά με τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων (συνήθως λεγόμενες «αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας»), προκειμένου να αποφεύγεται η μηχανιστική εξάρτηση από τέτοιες αξιολογήσεις. Κεφάλαια II-III: αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού O κανονισμός προσδιορίζει εναρμονισμένους κανόνες για την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, βάσει των δεδομένων της αγοράς, περιλαμβανομένων των τεχνικών προβλέψεων. Ειδικότερα, καθορίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες των αποκαλούμενων «μέτρων μακροπρόθεσμων εγγυήσεων», που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της οδηγίας «Omnibus II», για να εξομαλυνθεί η τεχνητή αστάθεια και να διασφαλιστεί ότι οι ασφαλιστές μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν μακροπρόθεσμη προστασία σε προσιτή τιμή. Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, καθώς και τις προδιαγραφές της συνέπειας των λογιστικών προτύπων με τη μέθοδο αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τις αναλογιστικές και στατιστικές μεθοδολογίες για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης για τις τεχνικές προβλέψεις ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός διευκρινίζει περαιτέρω τη γενική μεθοδολογία που ορίζεται στην οδηγία, καθορίζοντας παραδοχές υπολογισμού (π.χ. για την πρόβλεψη για τις μελλοντικές ενέργειες διαχείρισης στις προβλέψεις ταμειακών ροών, ή σχετικά με την προσομοίωση της συμπεριφοράς του αντισυμβαλλομένου) τις μεθοδολογίες, τις αρχές και τις τεχνικές καθορισμού της σχετικής καμπύλης επιτοκίων άνευ κινδύνου που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων των μέτρων για μακροπρόθεσμες εγγυήσεις, όπως η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας και η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του «περιθωρίου κινδύνου», το οποίο προστίθεται στην υποχρέωση βέλτιστης εκτίμησης για να υπολογιστεί μια συνεπής με τα δεδομένα της αγοράς αξία των υποχρεώσεων το περιθώριο κινδύνου αντανακλά το κόστος τοποθέτησης σε εποπτικό κεφάλαιο τα είδη των δραστηριοτήτων βάσει των οποίων πρέπει να ομαδοποιούνται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, προκειμένου να υπολογιστούν οι τεχνικές προβλέψεις τα πρότυπα που πρέπει να πληρούνται για την εξασφάλιση της καταλληλότητας, πληρότητας και ακρίβειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και τις ειδικές περιστάσεις στις οποίες θα ήταν ενδεδειγμένο να χρησιμοποιούνται προσεγγίσεις τις απλοποιημένες μεθόδους και τεχνικές για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων. EL 6 EL

Κεφάλαιο IV: ίδια κεφάλαια Ο κανονισμός καθορίζει επίσης την επιλεξιμότητα των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων των ασφαλιστών για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων, τη βελτίωση της ευαισθησίας του καθεστώτος ως προς τον κίνδυνο και την έγκαιρη εποπτική παρέμβαση, με στόχο την αύξηση της προστασίας των ασφαλισμένων. Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: τα κριτήρια χορήγησης εποπτικής έγκρισης των συμπληρωματικών ίδιων κεφαλαίων, τα οποία συνίστανται σε εκτός ισολογισμού στοιχεία τον χειρισμό των συμμετοχών σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων τον κατάλογο των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τα κριτήρια για την ταξινόμησή τους σε διάφορες κατηγορίες οι οποίες ορίζονται στην οδηγία, και τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές, όταν εγκρίνουν στοιχεία ιδίων κεφαλαίων τα οποία δεν καλύπτονται από τον κατάλογο τα ποσοτικά όρια για τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων των διαφόρων κατηγοριών, τα οποία είναι αυστηρότερα από τα ελάχιστα όρια που καθορίζονται στην οδηγία τις προσαρμογές που θα πρέπει να γίνονται στα ίδια κεφάλαια, ώστε να αντανακλάται η έλλειψη δυνατότητας μεταβίβασης, όταν τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον για την κάλυψη ζημιών από ένα συγκεκριμένο τμήμα υποχρεώσεων ή από συγκεκριμένους κινδύνους, όπως απαιτεί η οδηγία. Κεφάλαια V-VI: κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας Ο κανονισμός προσδιορίζει τα στοιχεία του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας Για επιχειρήσεις οι οποίες υποβάλλουν αίτημα να χρησιμοποιήσουν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, ο κανονισμός προσδιορίζει επίσης πρότυπα που πρέπει να πληρούνται ως προϋπόθεση για την έγκριση του εσωτερικού υποδείγματος. Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: τις μεθόδους, τις παραδοχές και τις ρυθμίσεις για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, με βάση το μέτρο που καθορίζεται στην οδηγία (μέτρο της αξίας σε κίνδυνο με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους) αυτό περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου αγοράς που ισχύουν για όλους τους τύπους στοιχείων ενεργητικού τα οποία κατέχουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις (ομόλογα και δάνεια, μετοχές, ακίνητα, τιτλοποιήσεις, κ.λπ.) τη μεθοδολογία και τις απαιτήσεις σχετικά με τον υπολογισμό των τυπικών αποκλίσεων συστημάτων αντισταθμίσεως κινδύνων ασφάλισης ασθενείας (HRES) και πρόσθετα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για τα HRES EL 7 EL

τις παραμέτρους συσχέτισης του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου τις μεθόδους και τις παραδοχές σχετικά με τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου στην τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού και τα ποιοτικά κριτήρια που θα πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου τις μεθόδους και προσαρμογές ώστε να αντανακλούν το μειωμένο πεδίο διαφοροποίησης κινδύνου σε σχέση με τα κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων το υποσύνολο των τυποποιημένων παραμέτρων της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου στους κλάδους ασφάλισης ζωής, ζημιών και ασθενείας, οι οποίες μπορούν να αντικαθίστανται από ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση (ΕΠΕ), τις τυποποιημένες μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ΕΠΕ και τα κριτήρια όσον αφορά την πληρότητα, την ακρίβεια και την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων για τον υπολογισμό των ΕΠΕ την αντιμετώπιση του κινδύνου μετοχών όσον αφορά στρατηγικές επενδύσεις σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις τα κριτήρια για τον δείκτη μετοχών για τον μηχανισμό συμμετρικής προσαρμογής για τον κίνδυνο μετοχών τα κριτήρια για τις προσαρμογές των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο συναλλάγματος για τα νομίσματα που είναι συνδεδεμένα με το ευρώ τις προϋποθέσεις για κατηγοριοποίηση των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, έναντι των οποίων τα ανοίγματα δυνάμει της οδηγίας μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης της περιοχής δικαιοδοσίας όπου βρίσκονται πρόσθετες προδιαγραφές για τις δοκιμασίες και τα πρότυπα που θα πρέπει να πληρούνται από τα εσωτερικά υποδείγματα (π.χ. για τις στατιστικές, τη βαθμονόμηση και την επικύρωση) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις δοκιμές και στα πρότυπα για εσωτερικά υποδείγματα, υπό το πρίσμα του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του μερικού εσωτερικού υποδείγματος. τις μεθόδους με τις οποίες ένα μερικό εσωτερικό υπόδειγμα μπορεί να ενσωματωθεί πλήρως στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που υπολογίζονται με τη χρήση του τυποποιημένου μαθηματικού τύπου και τις απαιτήσεις για τη χρήση εναλλακτικών τεχνικών ενσωμάτωσης το πεδίο εφαρμογής του μεταβατικού μέτρου σταδιακής αύξησης των τυποποιημένων παραμέτρων στην υποενότητα κινδύνου μετοχών κατά τα πρώτα επτά έτη εφαρμογής. EL 8 EL

Εκτός από τον καθορισμό ενός ασφαλούς και ισχυρού καθεστώτος προληπτικής εποπτείας, μία από τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τη διαμόρφωση του πλαισίου «Φερεγγυότητα II» ήταν να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες δεν συνιστούν περιττά εμπόδια στην τόνωση της βιώσιμης, χωρίς αποκλεισμούς, αποδοτικής ως προς τη χρήση των πόρων ανάπτυξης, με δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Ευρώπη. Στον παρόντα κατ εξουσιοδότηση κανονισμό, συνεπώς, η Επιτροπή εξέτασε όλες τις κεφαλαιακές επιβαρύνσεις που εφαρμόζονται στα περιουσιακά στοιχεία, για να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες δεν συνιστούν περιττά εμπόδια στην τόνωση της αναγκαίας ανάπτυξης στην Ευρώπη. Οι εξεταζόμενες αναθεωρήσεις βασίστηκαν στις πολλές απαντήσεις στην Πράσινη Βίβλο σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, που ελήφθησαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, και στη συνακόλουθη γνωμοδότηση της ΕΑΑΕΣ, τον Δεκέμβριο του 2013. Ειδικές απαιτήσεις για τιτλοποίηση υψηλής ποιότητας Ιδιαίτερη σημασία έχει ο προσδιορισμός και η ευνοϊκότερη μεταχείριση των απλούστερων, περισσότερο διαφανών και τυποποιημένων τιτλοποιήσεων, με βάση την εξοφλητική προτεραιότητα του τμήματος, τη φύση των υποκείμενων ανοιγμάτων και τη διαδικασία ανάληψης του κινδύνου τους, καθώς και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά διαφάνειας του μέσου, όπως συνέστησε η ΕΑΑΕΣ και έγινε ευρέως αποδεκτό. Το ενδεχόμενο μείωσης των κεφαλαιακών επιβαρύνσεων εξετάζεται μόνον όταν υπάρχει σαφής ποσοτικός λόγος. Συγκεκριμένα, εφόσον η ευνοούμενη κατηγορία τιτλοποιήσεων περιλαμβάνει μόνον τα τμήματα ανώτατης εξοφλητικής προτεραιότητας που συνεπάγονται πιστωτική ενίσχυση τα οποία προσφέρουν αξίωση προτεραιότητας επί των εσόδων από τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού η κεφαλαιακή επιβάρυνση περιορίζεται σε εκείνη που ισχύει για τα υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού. Μια πιο λεπτομερής αντιμετώπιση των τιτλοποιήσεων έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι αυξάνει την ευαισθησία κινδύνου των κεφαλαιακών απαιτήσεων και, με τον τρόπο αυτό, παρέχει κίνητρα για την ορθή διαχείριση κινδύνου και τη στήριξη της αξιοπιστίας ολόκληρου του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας. Στην αιτιολογική σκέψη 149, προβλέπεται ρήτρα επανεξέτασης, βάσει της οποίας η Επιτροπή πρόκειται να επανεξετάσει τις μεθόδους, τις παραδοχές και τις τυποποιημένες παραμέτρους που χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο, έως τον Δεκέμβριο του 2018. Αυτή η επανεξέταση αποσκοπεί στην προσαρμογή στις εξελίξεις της αγοράς και στην αξιοποίηση της πρακτικής εμπειρίας κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ». Κεφάλαιο VII: ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις Η οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε δεύτερο επίπεδο εποπτικής παρέμβασης (σε επίπεδο εμπιστοσύνης 85% του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο) και απαιτεί να υπολογίζεται σύμφωνα με μια μέθοδο βάσει συντελεστών. Ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός καθορίζει τη διαμόρφωση αυτής της προσέγγισης βάσει της γνωμοδότησης της ΕΑΑΕΣ. Κεφάλαιο VIII: επενδύσεις σε θέσεις τιτλοποίησης Σύμφωνα με την οδηγία, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να επενδύουν σε θέσεις τιτλοποίησης μόνον όταν οι μεταβιβάζουσες οντότητες, οι ανάδοχοι ή οι αρχικοί δανειστές διατηρούν σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον στα υποκείμενα ανοίγματα. Η απαίτηση αυτή ισχύει για όλους τους τύπους τιτλοποιήσεων, ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό απλούστερων, περισσότερο διαφανών και τυποποιημένων θέσεων EL 9 EL

τιτλοποιήσεων, για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς (άρθρο 177). Οι ειδικοί τομείς που καλύπτονται στον κατ εξουσιοδότηση κανονισμό περιλαμβάνουν: τις απαιτήσεις διατήρησης του κινδύνου τις οποίες πρέπει να πληρούν οι μεταβιβάζουσες οντότητες, οι ανάδοχοι ή οι αρχικοί δανειστές (σε αντιστοιχία με τους κανόνες που ισχύουν στον τραπεζικό τομέα) τις ποιοτικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης που επενδύουν σε θέσεις τιτλοποίησης, και ιδίως την απαίτηση δέουσας επιμέλειας και παρακολούθησης τον προσδιορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις επενδύσεις σε θέσεις τιτλοποίησης, και ιδίως σε περίπτωση παραβίασης των προαναφερόμενων απαιτήσεων διατήρησης του κινδύνου ή των ποιοτικών απαιτήσεων τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των εν λόγω πρόσθετων κεφαλαιακών επιβαρύνσεων. Κεφάλαια IX-XI: διακυβέρνηση Ο κανονισμός καθορίζει την οργάνωση του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, και ειδικότερα τον ρόλο των βασικών καθηκόντων που ορίζονται στην οδηγία (αναλογιστική λειτουργία, διαχείριση κινδύνου, συμμόρφωση και εσωτερικός έλεγχος). Το σχέδιο κανονισμού καθορίζει ορισμένα θέματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου, όπως ο υπολογισμός των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων, τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν οι εποπτικές αρχές στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση αποκλίσεων στο προφίλ του κινδύνου τους, ή τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης σχετικά με την παράταση της περιόδου ανάκαμψης για επιχειρήσεις που έχουν παραβεί την απαίτηση κεφαλαίου φερεγγυότητας. Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: διεξοδικότερη διευκρίνιση των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση για εποπτικούς σκοπούς και πρόσθετες διευκρινίσεις για τις μεθοδολογίες υπολογισμού των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων περαιτέρω εξειδίκευση των στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης, του συστήματος διαχείρισης κινδύνων, του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, του εσωτερικού λογιστικού ελέγχου και των αναλογιστικών λειτουργιών τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για πρόσωπα τα οποία διοικούν την επιχείρηση ή ασκούν άλλα βασικά καθήκοντα, καθώς και τους όρους εξωτερικής ανάθεσης προσδιορισμό των στοιχείων των συνολικών αναγκών φερεγγυότητας στην εκτίμηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας περαιτέρω εξειδίκευση των παραγόντων και των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΑΑΕΣ, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη έκτακτων EL 10 EL

αντίξοων καταστάσεων, λόγω των οποίων η περίοδος ανάκαμψης μπορεί να παραταθεί, και από τις εποπτικές αρχές, όταν αποφασίζουν την παράταση της περιόδου ανάκαμψης. Η οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να καθορίζει τα στοιχεία του συστήματος διακυβέρνησης, καθώς και έναν μη εξαντλητικό κατάλογο γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών. Σε αυτή τη βάση, ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός απαιτεί από τις επιχειρήσεις να διαθέτουν πολιτική αποδοχών. Η οδηγία δεν περιέχει, ωστόσο, καμία εξουσιοδότηση για την επιβολή ποσοτικών ορίων στις αμοιβές. Κεφάλαια XII-XIV: εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: τα βασικά χαρακτηριστικά, πίνακα περιεχομένων και την ημερομηνία δημοσιοποίησης των συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων από τις εποπτικές αρχές τα στοιχεία και τις προθεσμίες για την υποβολή των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται και των προθεσμιών για την ετήσια δημοσιοποίηση. Ο κανονισμός καθορίζει τις υποχρεώσεις αναφοράς και δημοσιοποίησης, τόσο στις εποπτικές αρχές όσο και στο κοινό. Σκοπός της αυξημένης συγκρισιμότητας και εναρμόνισης των πληροφοριών είναι να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας και να ενισχυθεί η πειθαρχία της αγοράς. Κεφάλαιο XV: φορείς ειδικού σκοπού Η οδηγία επιτρέπει τη χρήση «φορέων ειδικού σκοπού» οι οποίοι, στο πλαίσιο της οδηγίας «Φερεγγυότητα ΙΙ», είναι φορείς που ασκούν δραστηριότητες παρόμοιες με την αντασφάλιση. Ο κανονισμός καθορίζει προδιαγραφές για τα κριτήρια για την εποπτική έγκριση του πεδίου της άδειας των φορέων ειδικού σκοπού, για τους όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλες τις συμβάσεις που εκδίδονται, τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους, το σύστημα διακυβέρνησης, την πληροφόρηση και τις απαιτήσεις φερεγγυότητας. 4.2 Τίτλος ΙΙ: ασφαλιστικοί όμιλοι Οι καλυπτόμενοι ειδικοί τομείς περιλαμβάνουν: τους τεχνικούς κανόνες και τις μεθόδους υπολογισμού της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, είτε σύμφωνα με τον τυποποιημένο μαθηματικό τύπο είτε με εσωτερικά υποδείγματα τα κριτήρια για να εκτιμηθεί αν ένας όμιλος έχει κεντρική διαχείριση κινδύνου, τις διαδικασίες για τη συνεργασία των εποπτικών αρχών, όταν ο όμιλος διαθέτει κεντρική διαχείριση κινδύνου, και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης εντός ενός ομίλου με κεντρική διαχείριση κινδύνου EL 11 EL

τον ορισμό του σημαντικού υποκαταστήματος τον συντονισμό της εποπτείας του ομίλου στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτικών αρχών τον προσδιορισμό των πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται από τις εποπτικές αρχές, ώστε να διασφαλίζεται ο συνεπής συντονισμός τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι εθνικές εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν να ασκούν εποπτεία σε εθνικούς ή περιφερειακούς υπο-ομίλους περαιτέρω εξειδίκευση του περιεχομένου και της προθεσμίας δημοσιοποίησης της έκθεσης φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου τον ορισμό και τον καθορισμό των σημαντικών ενδοομιλικών συναλλαγών και των σημαντικών συγκεντρώσεων κινδύνου. 4.3 Τίτλος 3: ισοδυναμία τρίτων χωρών και τελικές διατάξεις Ο παρών κατ εξουσιοδότηση κανονισμός προσδιορίζει περαιτέρω τα κριτήρια αξιολόγησης του κατά πόσον το καθεστώς φερεγγυότητας σε μια τρίτη χώρα είναι ισοδύναμο όσον αφορά την εποπτεία των ομίλων (άρθρο 260 της οδηγίας), τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες (άρθρο 227 της οδηγίας), ή τα πρότυπα που διέπουν τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτη χώρα (άρθρο 172 της οδηγίας). Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται επίσης να εκτιμήσει κατά πόσον το καθεστώς μιας τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο με την οδηγία «Φερεγγυότητα ΙΙ» ωστόσο, τα κριτήρια για τις εκτιμήσεις αυτές προβλέπονται στην ίδια την οδηγία. EL 12 EL

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) ΤΙΤΛΟΣ I ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΒΑΣΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (ΠΥΛΩΝΑΣ Ι), ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ) ΚΑΙ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ (ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙΙ)... 42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ... 42 ΤΜΗΜΑ 1 Ορισμοί και γενικές αρχές... 42 ΤΜΗΜΑ 2 Εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις... 48 ΚΕΦΑΛΑIΟ II Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού... 51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ... 58 ΤΜΗΜΑ 1 Γενικές διατάξεις... 58 ΤΜΗΜΑ 2 Ποιότητα δεδομένων... 60 ΤΜΗΜΑ 3 Μεθοδολογίες για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων... 62 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων. 62 ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Πληροφορίες στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων... 66 ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Προβλέψεις ταμειακών ροών για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης... 66 ΕΝΟΤΗΤΑ 4 Περιθώριο κινδύνου... 70 ΕΝΟΤΗΤΑ 5 Υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων συνολικά... 72 ΕΝΟΤΗΤΑ 6 Ανακτήσιμα ποσά από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού. 73 ΤΜΗΜΑ 4 Κατάλληλη καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου... 75 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Γενικές διατάξεις... 75 ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Βασική καμπύλη επιτοκίων άνευ κινδύνου... 75 ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας... 77 ΕΝΟΤΗΤΑ 4 Προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης... 79 ΤΜΗΜΑ 5 Κατηγορίες δραστηριοτήτων... 81 EL 13 EL

ΤΜΗΜΑ 6 Αναλογικότητα και απλοποιήσεις... 82 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΊΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ... 85 ΤΜΗΜΑ 1 Καθορισμός ιδίων κεφαλαίων... 85 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Έγκριση συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων από τις εποπτικές αρχές... 85 ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Χειρισμός των συμμετοχών στα ίδια κεφάλαια... 89 ΤΜΗΜΑ 3 Επιλεξιμότητα ιδίων κεφαλαίων... 103 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης... 103 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ... 105 ΤΜΗΜΑ 1 Γενικές διατάξεις... 105 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Υπολογισμοί βάσει σεναρίων... 105 ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Μέθοδος εξέτασης... 106 ΕΝΟΤΗΤΑ 3 Περιφερειακές κυβερνήσεις και τοπικές αρχές... 107 ΕΝΟΤΗΤΑ 4 Σημαντικός κίνδυνος βάσης... 107 ΕΝΟΤΗΤΑ 6 Αναλογικότητα και απλοποιήσεις... 108 ΕΝΟΤΗΤΑ 7 Πεδίο εφαρμογής των ενοτήτων ασφαλιστικού κινδύνου... 124 ΤΜΗΜΑ 2 Ενότητα ασφαλιστικού κινδύνου στον κλάδο ζημιών... 125 ΤΜΗΜΑ 5 Ενότητα κινδύνου αγοράς... 174 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 1 Συντελεστές συσχέτισης... 174 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 2 Υποενότητα κινδύνου επιτοκίου... 175 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 3 υποενότητα κινδύνου μετοχών... 178 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 4 Υποενότητα κινδύνου τιμών ακινήτων... 182 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 5 Υποενότητα κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων... 182 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 6 Υποενότητα συγκεντρώσεων κινδύνου αγοράς... 195 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 7 Υποενότητα συναλλαγματικού κινδύνου... 201 ΤΜΗΜΑ 6 Ενότητα κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλομένου... 202 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 1 Γενικές διατάξεις... 202 EL 14 EL

ΥΠΟΤΜΗΜΑ 2 Πιστωτικά ανοίγματα τύπου 1... 214 ΥΠΟΤΜΗΜΑ 3 Πιστωτικά ανοίγματα τύπου 2... 217 ΤΜΗΜΑ 7 Ενότητα άυλων στοιχείων ενεργητικού... 217 ΤΜΗΜΑ 8 Λειτουργικός κίνδυνος... 217 ΤΜΗΜΑ 9 Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων... 219 ΤΜΗΜΑ 10 Τεχνικές μείωσης του κινδύνου... 221 ΤΜΗΜΑ 11 κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης... 228 ΤΜΗΜΑ 13 Διαδικασία επικαιροποίησης των παραμέντρων συσχέτισης... 234 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ - ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ... 235 ΤΜΗΜΑ 1 Ορισμοί... 235 ΤΜΗΜΑ 2 Δοκιμή χρήσης... 235 ΤΜΗΜΑ 3 Στατιστικά πρότυπα ποιότητας... 238 ΤΜΗΜΑ 4 Πρότυπα διαμόρφωσης... 244 ΤΜΗΜΑ 5 Ενσωμάτωση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων... 245 ΤΜΗΜΑ 6 Καταλογισμός των κερδών και ζημιών... 246 ΤΜΗΜΑ 7 Πρότυπα επικύρωσης... 246 ΤΜΗΜΑ 8 Πρότυπα τεκμηρίωσης... 248 ΤΜΗΜΑ 9 Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα... 251 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ... 251 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΘΕΣΕΙΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ... 257 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ... 261 ΤΜΗΜΑ 1 Στοιχεία του συστήματος διακυβέρνησης... 261 ΤΜΗΜΑ 2 Καθήκοντα... 270 ΤΜΗΜΑ 3 Απαιτήσεις ικανότητας και ήθους... 274 ΤΜΗΜΑ 4 Εξωτερική ανάθεση... 275 ΤΜΗΜΑ 5 Πολιτική αποδοχών... 278 EL 15 EL

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ... 280 ΤΜΗΜΑ 1 Συνθήκες για την επιβολή πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης... 280 ΤΜΗΜΑ 2 Μεθοδολογίες για τον υπολογισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων 282 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ... 286 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ... 287 ΤΜΗΜΑ 1 Έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης: δομή και περιεχόμενα... 287 ΤΜΗΜΑ 2 Έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης: μη δημοσιοποίηση πληροφοριών... 298 ΤΜΗΜΑ 3 Έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης: προθεσμίες, μέσα δημοσιοποίησης και επικαιροποιήσεις... 298 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ... 300 ΤΜΗΜΑ 1 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 300 ΤΜΗΜΑ 2 ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ... 309 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ... 311 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV ΦΟΡΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ... 312 ΤΜΗΜΑ 1 ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ... 312 ΤΜΗΜΑ 2 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ... 313 ΤΜΗΜΑ 3 ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ... 314 ΤΜΗΜΑ 4 ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ... 315 ΤΜΗΜΑ 5 ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ... 316 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ... 319 ΤΜΗΜΑ 1 ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ: ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ... 319 ΤΜΗΜΑ 2 ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ: ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ... 323 ΚΕΦΑΛΑIΟ II... 330 ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ... 330 EL 16 EL

ΤΜΗΜΑ 1 ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΜΟΝΟ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ... 330 ΤΜΗΜΑ 2 ΧΡΗΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΟΜΙΛΟΥ... 335 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΟΜΙΛΟΥ... 339 ΤΜΗΜΑ 1 ΣΩΜΑΤΑ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ... 339 ΤΜΗΜΑ 2 ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ... 341 ΤΜΗΜΑ 3 Εποπτεία υπο-ομίλου σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο... 342 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ... 342 ΤΜΗΜΑ 1 ΕΚΘΕΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ... 342 ΤΜΗΜΑ 2 ΕΝΙΑΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ... 345 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΟΜΙΛΟΥ... 348 ΤΜΗΜΑ 1 ΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ... 348 ΤΜΗΜΑ 2 Αναφορά σχετικά με τη συγκέντρωση κινδύνων και τις συναλλαγές εντός του ομίλου... 351 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ... 352 ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΕ ΕΔΡΑ ΣΕ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ... 353 ΚΕΦΑΛΑIΟ II ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΙΤΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ... 356 ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕ ΜΗΤΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ... 358 ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ... 362 EL 17 EL

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 10.10.2014 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/138/ΕΚ, και ιδίως το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 35 παράγραφος 9, το άρθρο 37 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 50 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), το άρθρο 50 παράγραφος 3, το άρθρο 56, το άρθρο 75 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 86 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ), το άρθρο 86 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), το άρθρο 92 παράγραφοι 1 και 1α, το άρθρο 97 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 99 στοιχεία α) και β), το άρθρο 109α παράγραφος 5, το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ), το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) έως ιζ), το άρθρο 114 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), το άρθρο 126, το άρθρο 127, το άρθρο 130, το άρθρο 135 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ), το άρθρο 135 παράγραφος 3, το άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 172 παράγραφος 1, το άρθρο 211 παράγραφος 2, το άρθρο 216 παράγραφος 7, το άρθρο 217 παράγραφος 3, το άρθρο 227 παράγραφος 3, το άρθρο 234, το άρθρο 241 στοιχεία α), β) και γ), το άρθρο 244 παράγραφος 4, το άρθρο 244 παράγραφος 5, το άρθρο 245 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 248 παράγραφοι 7 και 8, το άρθρο 249 παράγραφος 3, το άρθρο 256 παράγραφος 4, το άρθρο 260 παράγραφος 2 και το άρθρο 308β παράγραφος 13, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η επιβάρυνση και η πολυπλοκότητα που επωμίζονται οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες με το προφίλ κινδύνου τους. Κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων που παρατίθενται στον παρόντα κανονισμό, οι πληροφορίες θα πρέπει να θεωρούνται ουσιώδεις, εάν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων ή την κρίση των χρηστών στους οποίους απευθύνονται οι εν λόγω πληροφορίες. (2) Για να μειωθεί η υπέρμετρη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη δική τους πιστωτική αξιολόγηση για όλα τα πιστωτικά ανοίγματά τους. Λόγω της αρχής της αναλογικότητας, ωστόσο, θα πρέπει να απαιτείται από τις ασφαλιστικές και EL 18 EL

αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να έχουν ίδιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας μόνο για τα μεγαλύτερα ή περισσότερο πολύπλοκα πιστωτικά ανοίγματα. (3) Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ανάπτυξη εσωτερικών μοντέλων που καλύπτουν τον πιστωτικό κίνδυνο όταν τα ανοίγματά τους είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν ταυτόχρονα πολλούς σημαντικούς αντισυμβαλλομένους. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν μια εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τους ορισμούς των μεγάλων ανοιγμάτων σε απόλυτες τιμές και τον μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλομένων. (4) Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μεροληπτικών αξιολογήσεων του πιστωτικού κινδύνου από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν χρησιμοποιούν ένα εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου βάσει των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, οι ίδιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από εκείνες που προκύπτουν από εξωτερικές αξιολογήσεις. (5) Για την αποφυγή της υπερβολικής εξάρτησης από τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας όταν τα πιστωτικά ανοίγματα είναι σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η χρήση αξιολογήσεων για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από αναφορά στην κατάσταση φερεγγυότητας του αντισυμβαλλομένου (μέθοδος του δείκτη φερεγγυότητας). Μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε προσδιορισμό με βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ποσά ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας όπως καθορίζονται όταν η Φερεγγυότητα II είναι σε ισχύ. Η μέθοδος του δείκτη φερεγγυότητας θα πρέπει να περιορίζεται σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν αξιολογούνται. (6) Για να διασφαλιστεί ότι τα πρότυπα αξιολόγησης για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας είναι συμβατά με τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα της λογιστικής, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούν συμβατές με την αγορά μεθόδους αξιολόγησης που ορίζονται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα που υιοθέτησε η Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, εκτός εάν η επιχείρηση υποχρεούται να χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αποτίμησης σε σχέση με ένα στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού, ή επιτρέπεται να χρησιμοποιεί μεθόδους βασιζόμενες στη μέθοδο αποτίμησης που χρησιμοποιεί για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. (7) Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τη χρήση συμβατών με την αγορά μεθόδων αξιολόγησης που ορίζονται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα, τα οποία υιοθέτησε η Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, πρέπει να ακολουθούν μια ιεραρχία αποτίμησης με χρηματιστηριακές τιμές σε ενεργές αγορές για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις που συνίσταται στη μέθοδο αποτίμησης σε περίπτωση αθέτησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο θα μπορούσαν να ανταλλαγούν σε περίπτωση μεταβίβασης ή διακανονισμού στοιχείων ενεργητικού ή σε περίπτωση υποχρεώσεων μεταξύ ενήμερων και πρόθυμων μερών που συναλλάσσονται με ίσους EL 19 EL

όρους. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται από τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το αν οι διεθνείς ή άλλες μέθοδοι αποτίμησης ακολουθούν διαφορετική ιεράρχηση αποτίμησης. (8) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να αποτιμούν την αξία των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε σχέση με όλα τα στοιχεία που αναγνωρίζονται για σκοπούς φερεγγυότητας ή στον φορολογικό ισολογισμό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη όλα τα ποσά που θα μπορούσαν να συνεπάγονται μελλοντικές ταμειακές ροές φόρου. (9) Η αποτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων πρέπει να περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις που αφορούν τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Υποχρεώσεις που αφορούν μελλοντική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στην αποτίμηση. Όταν οι συμβάσεις ασφάλισης και αντασφάλισης περιλαμβάνουν εναλλακτικές δυνατότητες του αντισυμβαλλομένου για σύναψη, ανανέωση, παράταση, αύξηση ή επανέναρξη της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής κάλυψης ή εναλλακτικές δυνατότητες της επιχείρησης να καταγγείλει τη σύμβαση ή να τροποποιήσει τα ασφάλιστρα ή τις παροχές, θα πρέπει να καθορίζεται όριο της σύμβασης για να προσδιορίζεται κατά πόσον η πρόσθετη κάλυψη που απορρέει από τις επιλογές αυτές θεωρείται υφιστάμενη ή μελλοντική επιχειρηματική δραστηριότητα. (10) Για να καθοριστεί η τιμή μεταβίβασης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, η αποτίμηση των υποχρεώσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις μελλοντικές ταμειακές ροές που αφορούν τις δυνατότητες ανανέωσης των συμβάσεων, ανεξαρτήτως της αποδοτικότητάς τους, εκτός εάν η δυνατότητα ανανέωσης σημαίνει ότι η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα είχε από οικονομική άποψη τα ίδια δικαιώματα στον καθορισμό των ασφαλίστρων ή των παροχών της ανανεωμένης σύμβασης με αυτά που ισχύουν για μια νέα σύμβαση. (11) Για να εξασφαλιστεί ότι η ανάλυση της οικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν στρεβλώνεται, οι τεχνικές προβλέψεις ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων μπορεί να είναι αρνητικές. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν θα πρέπει να υπόκειται σε μηδενικό επίπεδο. (12) Η αξία μεταβίβασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής υποχρέωσης μπορεί να είναι χαμηλότερη από τις αξίες εξαγοράς των σχετικών συμβάσεων. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε κατώτατα όρια αξίας εξαγοράς. (13) Για τους σκοπούς των τεχνικών προβλέψεων που αντιστοιχούν στην αξία μεταβίβασης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μελλοντικές εξελίξεις, όπως οι δημογραφικές, νομικές, ιατρικές, τεχνολογικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές εξελίξεις, που θα έχουν επίπτωση στις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των υποχρεώσεων. (14) Για να επιτευχθεί η βέλτιστη εκτίμηση που αντιστοιχεί στον μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η προβολή των ταμειακών ροών EL 20 EL

που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις αβεβαιότητες στις ταμειακές ροές. (15) Η επιλογή της μεθόδου υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης θα πρέπει να είναι αναλογική προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Το φάσμα μεθόδων υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης περιλαμβάνει προσομοίωση, προσδιοριστικές και αναλυτικές τεχνικές. Για ορισμένες συμβάσεις ασφάλισης ζωής, ιδίως όταν αυτές προσφέρουν έκτακτες παροχές ανάλογα με τις αποδόσεις των επενδύσεων ή περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα, οι μέθοδοι προσομοίωσης μπορεί να οδηγήσουν σε ορθότερο υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης. (16) Όταν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές συμβάσεις περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα, η παρούσα αξία των ταμειακών ροών που προέρχονται από τις συμβάσεις αυτές μπορεί να εξαρτηθεί τόσο από την αναμενόμενη έκβαση μελλοντικών γεγονότων και εξελίξεων όσο και από τον τρόπο με τον οποίο το πραγματικό αποτέλεσμα σε ορισμένα σενάρια θα μπορούσε να παρεκκλίνει από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τέτοιου είδους εξαρτήσεις. (17) Ο ορισμός των μελλοντικών έκτακτων παροχών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις παροχές που καταβάλλονται βάσει συμβάσεων ασφάλισης και αντασφάλισης επιπλέον των εγγυημένων παροχών και προκύπτουν από τη συμμετοχή του ασφαλισμένου στα κέρδη. Δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη παροχές ασφαλιστικών προϊόντων συνδεόμενων με δείκτες ή προϊόντων που συνδυάζουν ασφάλεια ζωής με επενδύσεις. (18) Ο υπολογισμός του περιθωρίου κινδύνου θα πρέπει να βασίζεται στην παραδοχή ότι το συνολικό χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων μεταφέρεται σε άλλη επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης. Ειδικότερα, κατά τον υπολογισμό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διαφοροποίηση του συνολικού χαρτοφυλακίου. (19) Ο υπολογισμός του περιθωρίου κινδύνου θα πρέπει να βασίζεται σε προβολή της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που λαμβάνει υπόψη τη μείωση του κινδύνου των αντασφαλιστικών συμβάσεων και τους φορείς ειδικού σκοπού. Δεν θα πρέπει να οριστούν χωριστοί υπολογισμοί του περιθωρίου κινδύνου με και χωρίς συνυπολογισμό των αντασφαλιστικών συμβάσεων και των φορέων ειδικού σκοπού. (20) Η προσαρμογή για τον πιστωτικό κίνδυνο στο βασικό επιτόκιο άνευ κινδύνου πρέπει να προέρχεται από τα επιτόκια της αγοράς που λαμβάνουν υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο ο οποίος αντικατοπτρίζεται στο κυμαινόμενο επιτόκιο των συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων. Για τον σκοπό αυτό, για την εναρμόνιση του τρόπου καθορισμού της προσαρμογής με την πάγια πρακτική της αγοράς και σε συνθήκες αγοράς παρόμοιες με εκείνες κατά την ημερομηνία έκδοσης της οδηγίας 2014/51/ΕΕ, ιδίως για το ευρώ, τα επιτόκια της αγοράς θα πρέπει να αντιστοιχούν σε διατραπεζικά επιτόκια 3 μηνών. (21) Σε συνθήκες αγοράς ανάλογες με εκείνες που ίσχυαν την ημερομηνία έκδοσης της οδηγίας 2014/51/ΕΕ, κατά τον καθορισμό της τελευταίας ληκτότητας για την οποία οι EL 21 EL

αγορές ομολογιών δεν διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, σύμφωνα με το άρθρο 77α της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η αγορά των ομολόγων σε ευρώ δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαθέτει βάθος και ρευστότητα, όταν ο συνολικός όγκος των ομολόγων με ληκτότητα μεγαλύτερη ή ίση με την τελευταία ληκτότητα είναι μικρότερος του 6 τοις εκατό του συνολικού όγκου των ομολόγων στην εν λόγω αγορά. (22) Όταν από τις στατιστικές αθετήσεων δεν μπορεί να συναχθεί κανένα αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο, όπως στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε δημόσιο χρέος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο για τον υπολογισμό της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης και της προσαρμογής επιτοκίου λόγω μεταβλητότητας πρέπει να είναι ίσο με το μέρος του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που ορίζεται στο άρθρο 77γ παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Όσον αφορά ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, η κατηγορία περιουσιακών στοιχείων πρέπει να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ κάθε κράτους μέλους. (23) Για τη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τον προσδιορισμό του σχετικού επιτοκίου άνευ κινδύνου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2014/51/ΕΕ, η μεθοδολογία, οι παραδοχές και ο προσδιορισμός των δεδομένων που χρησιμοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) για τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής των επιτοκίων ανταλλαγής για τους πιστωτικούς κινδύνους, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας και του βασικού περιθωρίου για τον υπολογισμό της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης θα πρέπει να δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ στο πλαίσιο των τεχνικών πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 77ε παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. (24) Η ομαδοποίηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας και ομοιογενείς ομάδες κινδύνου πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη φύση των κινδύνων της υποχρέωσης. Η φύση των υποκείμενων κινδύνων μπορεί να δικαιολογεί την ομαδοποίηση η οποία διαφέρει από την κατανομή των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ασφάλισης ζημιών, από δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών των κλάδων που ορίζονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, καθώς και από τους κλάδους ασφάλισης ζωής που ορίζονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. (25) Ο προσδιορισμός του κατά πόσο μια μέθοδος υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων είναι ανάλογη με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση του σφάλματος μοντέλου της μεθόδου. Αλλά η εκτίμηση αυτή δεν θα πρέπει να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να προσδιορίζουν το ακριβές μέγεθος του σφάλματος μοντέλου. (26) Για τους σκοπούς της αιτήσεως προς τις εποπτικές αρχές να εγκρίνουν τη χρήση της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης, που αναφέρεται στο άρθρο 77β παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, πρέπει να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να θεωρούν διάφορα επιλέξιμα ασφαλιστικά προϊόντα ως ένα χαρτοφυλάκιο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι έγκρισης σε συνεχή βάση και δεν υπάρχουν νομικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις με χωριστή οργάνωση και διαχείριση από το υπόλοιπο της δραστηριότητας της επιχείρησης στο ίδιο χαρτοφυλάκιο. EL 22 EL