κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως συνεχίζουν να παραμένουν πιο περιοριστικές σε σχέση με την περίπτωση προσφυγής κατά κανονιστικής πράξεως 29. Σπεύδει μάλιστα το ΓεΔΕΕ να διευκρινίσει ότι η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σχετικά με το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ενώσεως δεν μπορεί, χωρίς να υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του, να ερμηνεύει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ιδιώτης μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά Κανονισμού, κατά τρόπο που καταλήγει να παρακάμπτει τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δε ακόμη και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας 30. ΙΙΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις Με βάση τα παραπάνω το ΓεΔΕΕ κατέληξε ότι ο όρος «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ, αφορά κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων. Με τον τρόπο αυτό, αποσαφηνίζεται ότι στην έννοια κανονιστικές πράξεις δεν υπάγονται για παράδειγμα οι Κανονισμοί που εκδίδονται με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, δηλαδή από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συγχρόνως. Αντίθετα, εμπίπτουν στην έννοια των κανονιστικών πράξεων, όσες έχουν χαρακτήρα εκτελεστικό, κυρίως οι Κανονισμοί της Επιτροπής. Η κατάληξη αυτή του ΓεΔΕΕ είναι εξάλλου λογική, διότι διαφορετικά θα διευρυνόταν υπερβολικά ο κύκλος των προσώπων που θα μπορούσαν να ασκούν προσφυγή ακύρωσης κατά γενικών πράξεων υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις 31. Επίσης, αποκλείονται οι Οδηγίες από την υπαγωγή τους στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 263 παρ. 4 ΣΛΕΕ, κυρίως διότι η φύση τους απαιτεί μέτρα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο και όχι εκτελεστικά μέτρα 32. 29. Ό.π., σκ. 50. 30. ΔΕΚ C-263/02 P, Επιτροπή/Jégo-Quéré, 01.04.2004, Συλλ. 2004, I-3425, σκ. 36, ΠΕΚ T-127/05, Lootus Teine Osaühing/Συμβουλίου, 09.01.2007, αδημ. σκ. 42-43. 31. Ε. Ρ. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2011. 32. J. KOKOTT / I. DERVISOPOULOS / T. HENZE, Aktuelle Fragen des effektiven Rechtsschutzes durch die Gemeinschaftsgerichte, EuGRZ, 2008, σ. 10-15. Το ΓεΔΕΕ με τη Διάταξη Τ-18/10 αποσαφήνισε την έννοια της κανονιστικής πράξης και με την έννοια αυτή η σχολιαζόμενη νομολογία φέρει μια σημαντική αξία. Ο ιδιώτης διευκολύνεται πλέον ιδιαίτερα στην άσκηση προσφυγής ακύρωσης κατά κανονιστικών πράξεων που δεν προβλέπουν τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, εθνικών ή ενωσιακών. Παραμένει, ωστόσο, επιτακτικό το αίτημα για περαιτέρω βελτίωση της θέσης του ιδιώτη, αφού για την προσφυγή ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξεως από φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνεχίζουν να ισχύουν οι ασφυκτικές προϋποθέσεις του άμεσα και ατομικά. u Παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που μεταδίδονται μέσω του ραδιοφώνου σε οδοντιατρείο Η δωρεάν μετάδοση φωνογραφημάτων εντός ιδιωτικών οδοντιατρείων στο πλαίσιο ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος δεν αποτελεί παρουσίαση έργου στο κοινό για την οποία οφείλεται αμοιβή σε δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό» άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ σε σχέση με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που μεταδίδονται μέσω του ραδιοφώνου σε οδοντιατρείο ΔΕΕ C-135/10, Società Consortile Fonografici (SCF), 15.03.2012 Προδικαστικό ερώτημα Η απόφαση εκδόθηκε επί σειράς προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε ιταλικό δικαστήριο αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 2 της Οδηγίας 92/100/ EOK του Συμβουλίου «σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας». Σημειωτέον ότι η Οδηγία αυτή, έπειτα από επανειλημμένες τροποποιήσεις, έχει πλέον κωδικοποιηθεί με τη νεότερη, 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, Ιταλός οδοντίατρος προέβαινε, εντός του ιδιωτικού του ιατρείου και μέσω ραδιοφώνου, στη μετάδοση μουσικής με σκοπό τη χρήση της ως υπόκρουσης για όσους πελάτες του εξυπηρετούνταν από τον ίδιο ή ανέμεναν τη σειρά τους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν. Η SCF, ιταλικός οργανισμός συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων παραγωγών φωνογραφημάτων, άσκησε αγωγή κατά του οδοντιάτρου, υποστηρίζοντας ότι η δραστηριότητά του αυτή συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» για την οποία, σύμφωνα με το ιταλικό, το διεθνές αλλά και το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να καταβάλλεται εύλογη αμοιβή. Στην κατ έφεση δίκη και έπειτα από την πρωτόδικη απόρριψη της αγωγής, το 88 ΕΕΕυρΔ 1:2012
ΔΕΕ ΓεΔΕΕ Corte d appello di Torino υπέβαλε στο ΔΕΕ σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία του όρου «παρουσίαση στο κοινό», όπως αυτός χρησιμοποιείται από τον ενωσιακό νομοθέτη. Το Δικαστήριο, σε αντίθεση με τη Γενική Εισαγγελέα Trstenjak και αφού προέβη σε μία αξιοπρόσεκτη ουσιαστική υποκατάσταση του εθνικού δικαστή αναφορικά με την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της κύριας υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό», κατά το άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει τη δωρεάν μετάδοση φωνογραφημάτων εντός ιδιωτικών οδοντιατρείων στο πλαίσιο ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος, από την οποία επωφελούνται οι πελάτες των οδοντιατρείων ανεξαρτήτως της βουλήσεώς τους. Συνεπώς, η εν λόγω μετάδοση δεν γεννά δικαίωμα είσπραξης αμοιβής εκ μέρους των παραγωγών των φωνογραφημάτων αυτών. Παρατηρήσεις Ευάγγελος Νικολάου * Ι. Η έννοια της «παρουσίασης στο κοινό» σύμφωνα με την Οδηγία 92/100/ΕΟΚ Κατ αρχάς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο όρος «παρουσίαση στο κοινό» χρησιμοποιείται σε δύο ενωσιακά νομοθετήματα, την Οδηγία 2001/29/ΕΚ «για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας» 1 και την Οδηγία 92/100/ΕΟΚ (ήδη Οδηγία 2006/115/ΕΚ) «για το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας» 2, καθένα εκ των οποίων έχει ως πρότυπο αντίστοιχες διατάξεις διεθνών συμβάσεων, με συμβαλλόμενο μέρος είτε την ίδια την Ένωση είτε τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία της έννοιας «παρουσίαση στο κοινό» εντός του ενωσιακού πλαισίου αναφοράς οφείλει να γίνεται υπό το φως των αντίστοιχων εννοιών που περιέχονται στις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις και μάλιστα κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να παραμένει σύμφωνη με αυτές. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν * Δικηγόρος 1. ΕΕ 2001 L 167/10. 2. ΕΕ 1992 L 346/61. προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγουν οι ίδιοι 3. Η διάταξη αυτή έχει ως πρότυπο το άρθρο 8 της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας για την πνευματική ιδιοκτησία, το οποίο επαναλαμβάνει σχεδόν κατά λέξη, και αναγνωρίζει στους δημιουργούς ένα δικαίωμα προληπτικής παρέμβασης, που τους επιτρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των δυνητικών χρηστών του έργου τους και της παρουσίασης στο κοινό στην οποία οι χρήστες προτίθενται να προβούν, απαγορεύοντας τη σχετική παρουσίαση. Η δεύτερη σχετική αναφορά γίνεται στο άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ, που ως πρότυπο έχει το άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1961 «περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης». Η διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ένα δικαίωμα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα εκδιδόμενο για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό. Πρόκειται δηλαδή για ένα δικαίωμα ανταπόδοσης, μη δυνάμενο να ασκηθεί, παρά μόνον αφού ο χρήστης χρησιμοποιήσει το φωνογράφημα ή μία αναπαραγωγή του με σκοπό την παρουσίαση στο κοινό. Καθίσταται έτσι σαφές ότι το δικαίωμα σε εύλογη αμοιβή δεν παρέχει στους δικαιούχους του την αξίωση να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή του φωνογραφήματος, ούτε πρέπει να συγχέεται με την αποζημίωση ερμηνευτών, εκτελεστών και καλλιτεχνών σε περίπτωση ζωντανής παράστασης ή για την εγγραφή της ερμηνείας τους. Τουναντίον, αποτελεί αντάλλαγμα/ αμοιβή των τελευταίων, για δευτερεύουσα χρήση, αφού δηλαδή το φωνογράφημα παρουσιαστεί το πρώτον σε κοινό, μέσω ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής ή του υλικού φορέα όπου η ερμηνεία του έχει νόμιμα εγγραφεί 4. Στη συνέχεια, ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «παρουσίασης στο κοινό» χρησιμοποιείται στις δύο προαναφερθείσες Οδηγίες σε διαφορετικό πλαίσιο, επιδιώκοντας σκοπούς παρόμοιους μεν, πλην όμως εν μέρει διαφορετικούς, γεγονός που καθιστά αναγκαία την κατά περίπτωση εκτίμησή της. Συνεπώς, ως ένα προκαταρκτικό συμπέρασμα, η νομολογία του Δικαστηρίου που αφο- 3. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι το δικαίωμα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο δεν καλύπτει πράξεις όπως η ζωντανή παρουσίαση ή εκτέλεσή του έργου σε τόπο ανοικτό στο κοινό. Πρβλ. σχετικά σε ΔΕΕ C-283/10, Circul Globus Bucureşti/UCMR - ADA, 24.11.2011, αδημ., σκ. 30-41. 4. Λ. ΚΟΤΣΙΡΗΣ, Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και κοινοτικό κεκτημένο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σ. 274. ΕΕΕυρΔ 1:2012 89
ρά την παρουσίαση στο κοινό προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού έργων βάσει του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να μεταφερθεί επί της έννοιας της παρουσίασης στο κοινό του άρθρου 8 παρ. 1 της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ ή της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ. Ειδικά όσον αφορά την κατάφαση της υποχρέωσης καταβολής εύλογης αμοιβής, ως εφαρμοστέα κριτήρια θα πρέπει να συνεκτιμηθούν η κατάσταση του χρήστη και το σύνολο των προσώπων στα οποία αυτός παρουσιάζει τα προστατευόμενα φωνογραφήματα, ενώ βαρύνουσα σημασία πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το άρθρο 8 παρ. 2 της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ εμπεριέχει ένα δικαίωμα οικονομικής κυρίως φύσης 5. Σε σχέση ειδικότερα με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι ως χρήστης του φωνογραφήματος θα πρέπει να εκληφθεί και ο επαγγελματίας εκείνος ο οποίος παρεμβάλλεται, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, προκειμένου να παράσχει στους πελάτες του πρόσβαση σε ραδιοτηλεοπτική εκπομπή που περιέχει το προστατευόμενο έργο, καθώς, χωρίς την παρέμβασή του αυτή, οι συγκεκριμένοι πελάτες, μολονότι βρίσκονται εντός της ζώνης κάλυψης της εκπομπής, δεν θα μπορούσαν, κατ αρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο 6. Έτσι, για την περίπτωση εκτέλεσης πνευματικών έργων εντός δωματίου ξενοδοχείου, κρίθηκε πως, μολονότι η απλή παροχή υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης ενός έργου δεν αποτελεί καθεαυτή παρουσίαση στο κοινό, κάθε τεχνική παρέμβαση ξενοδόχου, ανεξάρτητα μάλιστα από τη μορφή του εξοπλισμού που αυτός εγκαθιστά στο ξενοδοχείο 5. Ως «ελεγχόμενη για την ορθότητά της» κρίνει την εισαγωγή διάκρισης στην έννοια της παρουσίασης στο κοινό ανάμεσα στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα, με βάση τη φύση των τελευταίων ως κατεξοχήν οικονομικών, η Α. ΒΑΣΙΛΟΓΙΑΝΝΑΚΗ στις παρατηρήσεις της στην απόφαση ΔΕΕ C-283/10, Circul Globus Bucureşti/UCMR ADA, ΔιΜΕΕ, 2012, σ. 122-125, σε σ. 124, προκρίνοντας ως ορθότερο κριτήριο αυτό της «μορφής της εκμετάλλευσης», χωρίς να διευκρινίζει αν με τον όρο αυτόν αναφέρεται στη μορφή που επιλέγεται από το χρήστη για την εκμετάλλευση του προστατευόμενου έργου (ραδιοφωνική, τηλεοπτική ή άλλη) ή στη μορφή της επαγγελματικής εκμετάλλευσης του ίδιου του χρήστη όπου λαμβάνει χώρα η παρουσίαση καθεαυτή. Δεδομένου ωστόσο ότι, εν προκειμένω, τα δύο σχετικά ενωσιακά νομοθετήματα επιδιώκουν, έστω και εν μέρει, διαφορετικούς σκοπούς, η εν λόγω άποψη του Δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί πως, όχι απλά δεν διασπά την ενότητα του ενωσιακού δικαίου, αλλά, απεναντίας, εντάσσεται ομαλά στην υφιστάμενη, σχετική νομολογία του, παρέχοντας ουσιαστικές διευκρινίσεις για την ορθή κατανόηση των ενωσιακών κανόνων υπό το φως τόσο του κειμένου, όσο, και κυρίως, των σκοπών τους. 6. ΔΕΚ C-306/05, SGAE/Rafael Hotelεs S.A., 07.12.2006, Συλλ. Ι-11519, σκ. 42, καθώς και ΔΕΕ C-403/08 και C-429/08, Football Association Premier League κλπ, 04.10.2011, αδημ., σκ. 195. του, μέσω της οποίας ο πελάτης δύναται να αποκτήσει από το δωμάτιό του πρόσβαση στο προστατευόμενο έργο, εμπίπτει στην έννοια της παρουσίασης στο κοινό 7. Ως εκ τούτου, και ένας οδοντίατρος αποτελεί χρήστη των φωνογραφημάτων που ο ίδιος αναμεταδίδει μέσω ραδιοφώνου εντός του ιατρείου του, δεδομένου ότι οι πελάτες του δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτά παρά μόνο χάρη στην ηθελημένη παρέμβασή του. Παρόλα αυτά, η σχολιαζόμενη απόφαση επισημαίνει ότι οι πελάτες ενός οδοντιάτρου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «κοινό γενικά», καθώς συνιστούν κατά κανόνα ένα σύνολο προσώπων του οποίου η σύνθεση έχει σε μεγάλο βαθμό οριστικοποιηθεί, προφανώς λόγω του γεγονότος ότι μεταβαίνουν στο ιατρείο συνήθως κατόπιν προσυνεννόησης και, επομένως, αποτελούν ένα συγκεκριμένο σύνολο δυνητικών αποδεκτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι άλλα πρόσωπα δεν έχουν, κατ αρχήν, πρόσβαση στις υπηρεσίες του τελευταίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κύκλος των προσώπων που είναι ταυτόχρονα παρόντα σε ένα ιατρείο είναι περιορισμένος, με τα πρόσωπα αυτά να βρίσκονται εντός του ιατρείου εκ περιτροπής, με αποτέλεσμα να μην είναι αποδέκτες των ίδιων φωνογραφημάτων και δη αυτών που μεταδίδονται μέσω του ραδιοφώνου. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται εν προκειμένω τα δύο εγγενή χαρακτηριστικά της έννοιας του «κοινού», τα οποία έχει συνάγει το Δικαστήριο με τη συναφή με το άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ νομολογία του, ήτοι ο απροσδιόριστος χαρακτήρας του, υπό την έννοια του να μην επιφυλάσσεται η παρουσίαση ενός έργου σε συγκεκριμένα άτομα που ανήκουν σε μια ιδιωτική ομάδα, και ο αρκετά μεγάλος αριθμός των προσώπων που το απαρτίζουν 8. Από τα όσα προηγήθηκαν καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός της έννοιας του κοινού δεν καταλείπεται αποκλειστικά στα εθνικά δίκαια και δικαστήρια αλλά, καθόσον η έννοια αυτή προβλέπεται σε Οδηγίες που έχουν ενσωματωθεί στις επιμέρους έννομες τάξεις των κρατών μελών, τα προαναφερθέντα κριτήρια που έχει θέσει το ΔΕΕ με τη νομολογία του θα πρέπει να συνεκτιμώνται για την ερμηνεία της 9. Το γεγονός αυτό θα πρέπει ίσως να οδηγήσει 7. ΔΕΕ C-136/09, Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Δημιουργών Θεατρικών και Οπτικοακουστικών Έργων, 18.03.2010, Συλλ. Ι-37, σκ. 41-42, με παρατηρήσεις Γ. ΧΙΟΝΗ σε ΕΕΕυρΔ, 2010, σ. 260-265 καθώς και ΔΕΕ C-162/10, Phonographic Performance (Ireland) Ltd, 15.03.2012, αδημ., σκ. 62-68. Πρβλ. επίσης Δ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα, ΧρΙΔ, 2012, σ. 164. 8. Βλ. σκέψεις 84-87 της σχολιαζόμενης απόφασης. 9. Σχετικά με τις δεσμευτικές συνέπειες που αναπτύσσει μία προδικαστική απόφαση του ΔΕΕ για κάθε εθνικό δικαστήριο που αντιμετωπίζει το ίδιο ή και παρεμφερές πρόβλημα με εκείνο της κύ- 90 ΕΕΕυρΔ 1:2012
ΔΕΕ ΓεΔΕΕ στην αναθεώρηση της, απολύτως κρατούσας, άποψης θεωρίας και νομολογίας στην Ελλάδα, η οποία ορίζει το κοινό ως έναν αριθμό ατόμων που δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες οικογενειακές, συγγενικές ή προσωπικές σχέσεις. Με βάση δε το κριτήριο της έλλειψης προσωπικού δεσμού, η εν λόγω άποψη δέχεται ότι υφίσταται κοινό και, άρα, παρουσίαση σε αυτό, για την οποία προφανώς οφείλονται συγγενικά δικαιώματα, σε περιπτώσεις εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή σε ένα εργοστάσιο, νοσηλευομένων σε κλινική ή οίκο ευγηρίας, ασθενών σε ιατρεία, ακόμα και κρατουμένων σε φυλακές 10. Γίνεται, ωστόσο, σαφές από τα πορίσματα της σχολιαζόμενης απόφασης ότι η ύπαρξη ή όχι προσωπικής επαφής και δεσμών μεταξύ των προσώπων που απαρτίζουν την ομάδα εκείνη η οποία, σε κάθε δεδομένη περίσταση, αποκτά πρόσβαση σε κάποιο προστατευόμενο έργο, δεν δύναται να αποτελέσει το καθοριστικό στοιχείο για την ύπαρξη παρουσίασης σε κοινό υπό το πρίσμα της ενωσιακής νομοθεσίας. Αντίθετα, στα πλαίσια του δικαίου της Ένωσης, ως κρίσιμο στοιχείο αναδεικνύεται η δυνατότητα εκ των προτέρων οριστικοποίησης της σύνθεσης της ομάδας δυνητικών αποδεκτών του προστατευόμενου έργου που παρουσιάζεται, σε αναφορά κυρίως με τα υπόλοιπα πρόσωπα που, σε κάθε δεδομένη περίπτωση, δεν δύνανται να αποκτήσουν πρόσβαση στο έργο αυτό. Με βάση άλλωστε το κριτήριο αυτό το Δικαστήριο δέχθηκε εν προκειμένω ότι οι πελάτες ενός οδοντιάτρου δεν συνιστούν κοινό, μολονότι δεν αμφισβητείται πως δεν συνδέονται με τον οποιοδήποτε προσωπικό δεσμό μεταξύ τους. Σε κάθε δε περίπτωση και ο αριθμός των προσώπων που απαρτίζουν το κοινό αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο που είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπ όψιν, με αποτέλεσμα να αποκλείεται από την έννοια αυτή ένας εξαιρετικά μικρός αριθμός ενδιαφερομένων που έχουν πρόσβαση στο έργο, ταυτόχρονα ή διαδοχικά 11. Μείζονα, ωστόσο, σημασία για την κατάφαση της ύπαρξης παρουσίασης στο κοινό, αποκτά το κριτήριο της βούλησης προσπορισμού κέρδους στα πλαίσια της επαγγελριας δίκης πρβλ., αντί άλλων, Ε. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ, Ευρωπαϊκό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σ. 645-648. 10. Λ. ΚΟΤΣΙΡΗΣ, Αναμετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών ως χωριστή μορφή δημόσιας εκτέλεσης, ΕΕμπΔ, 2002, σ. 253-254, Δ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Πνευματική ιδιοκτησία & συγγενικά δικαιώματα, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2008, σ. 164, Μ.-Θ. ΜΑΡΙΝΟΣ, Πνευματική ιδιοκτησία, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2004, σ. 150-151, Γ. ΚΟΥ- ΜΑΝΤΟΣ, Πνευματική ιδιοκτησία, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2002, σ. 214-217. 11. Αντίθετη η Α.-Μ. ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ, Μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων στους χώρους ξενοδοχειακής επιχείρησης, Αρμ (επιστημονική επετηρίδα) 2005, σ. 121, η οποία υποστηρίζει ότι δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό της έννοιας του κοινού ο αριθμός των ατόμων που παρακολουθεί ένα πνευματικό έργο. ματικής δραστηριότητας του χρήστη ή επαύξησης του κέρδους αυτού, πολλώ δε μάλλον καθώς το εξεταστέο ζήτημα εν προκειμένω συνίσταται στην πλήρωση ή όχι ενός δικαιώματος εύλογης αμοιβής για την παρουσίαση αυτή. Και πάλι σε σχέση με την Οδηγία 2001/29/ΕΚ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μεσολάβηση του ιδιοκτήτη ξενοδοχειακού συγκροτήματος με σκοπό την παροχή στους πελάτες του πρόσβασης σε μεταδιδόμενο έργο μέσω συσκευών τηλεόρασης πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή πρόσθετης υπηρεσίας, η οποία πραγματοποιείται με σκοπό τον προσπορισμό ορισμένου οφέλους, στο μέτρο που η προσφορά της υπηρεσίας αυτής επηρεάζει την ποιοτική κατάταξη του ξενοδοχείου και, επομένως, την τιμή των δωματίων 12. Αντιστοίχως, η εκ μέρους του ιδιοκτήτη καφέ-εστιατορίου μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών έργων πραγματοποιείται με σκοπό το κέρδος και μπορεί να έχει αντίκτυπο στον αριθμό των πελατών που θα προσελκύσει το κατάστημα και, εν τέλει, στις εισπράξεις του 13. Αντίθετα, ένας οδοντίατρος ο οποίος μεταδίδει φωνογραφήματα παρουσία των ασθενών του ως μουσική υπόκρουση, δεν μπορεί εύλογα να αναμένει διεύρυνση της πελατείας του λόγω και μόνον της μετάδοσης αυτής, ούτε να ζητήσει μεγαλύτερη αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρέχει. Άλλωστε, οι χρήστες των υπηρεσιών του μεταβαίνουν στο ιατρείο του με μοναδικό σκοπό να τύχουν οδοντιατρικής περίθαλψης, η δε μετάδοση φωνογραφημάτων εντός αυτού ουδόλως είναι συμφυής με την παροχή των σχετικών υπηρεσιών και, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συνήθης πελατεία οδοντιάτρου θεωρεί την επίμαχη μετάδοση ως κάτι αναμενόμενο. Κατά συνέπεια, η εν λόγω μετάδοση δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, γεγονός που κατατείνει, έτι περαιτέρω, στη μη πραγματοποίηση «παρουσίασης στο κοινό», κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2, της Οδηγίας 92/100/ΕΟΚ. ΙΙ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι η αναγνώριση ενός δικαιώματος εύλογης και ενιαίας αμοιβής στους παραγωγούς, ερμηνευτές ή εκτελεστές προστατευόμενων φωνογραφημάτων 14 δικαιολογείται, μόνο όταν η καθ εαυτή παρουσίασή τους από τον χρήστη υπέχει κάποια οικονομική σημασία. Ου- 12. ΔΕΚ C-306/05, SGAE/Rafael Hotelεs S.A., 07.12.2006, Συλλ. Ι- 11519, σκ. 44. 13. ΔΕΕ C-403/08 και C-429/08, Football Association Premier League κλπ, 04.10.2011, αδημ., σκ. 205-207. 14. Για την έννοια του όρου «ενιαία αμοιβή» πρβλ ΔΕΕ C-162/10 Phonographic Performance (Ireland) Ltd, 15.03.2012, αδημ., σκ. 54. Σχετική πιθανώς και η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 49 ν. 2121/1993, που πλέον προβλέπει τη δυνατότητα σύστασης ενιαίου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων. ΕΕΕυρΔ 1:2012 91
σιώδες στοιχείο για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης αποτελεί η δυνατότητα, διά της παρουσιάσεως αυτής, διεύρυνσης της πελατείας του χρήστη, ενώ θα πρέπει να εξετάζεται και το εάν η παρουσίαση είναι ή θα μπορούσε να κριθεί από τους πελάτες του ως συμφυής με τις σχετικές υπηρεσίες του και αναμενόμενη στον τόπο παροχής των τελευταίων. Έτσι, η παρουσίαση φωνογραφημάτων σε ασθενείς εντός ενός οδοντιατρείου δεν έχει κάποια οικονομική σημασία, διότι, ενδέχεται μεν να καθιστά πιο ευχάριστη την αναμονή των ασθενών, πλην όμως δεν έχει καμία άμεση ή έμμεση συνάφεια με την αξία της παροχής του οδοντιάτρου. Δεν δύναται, άλλωστε, να αμφισβητηθεί πειστικά το ότι η επιλογή ενός ιατρού από τον ασθενή του δεν γίνεται με κριτήριο το πόσο ευχάριστη είναι η αίθουσα αναμονής στο ιατρείο του, αλλά με το ποια είναι η εμπιστοσύνη που εμπνέει το πρόσωπό του, χωρίς η παρουσίαση του φωνογραφήματος εντός αυτής να δύναται να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από τον ιατρό υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, και ως προς την ελληνική δικαστηριακή πρακτική στον τομέα της είσπραξης συγγενικών δικαιωμάτων, είναι αναγκαία η μεταβολή της ερμηνείας που δίδεται στο άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 2121/1993, υπό το φως και της σχολιαζόμενης απόφασης του ΔΕΕ, ώστε η προσέγγιση του ζητήματος της εύλογης αμοιβής να γίνεται κατά κύριο λόγο με οικονομικά κριτήρια, η συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύεται για την παραδοχή και επιδίκαση της αμοιβής αυτής. Όπως ορθά έχει επισημανθεί σε επίπεδο θεωρίας 15, μόνο εάν η χρήση των προστατευόμενων φωνογραφημάτων προϋποτίθεται για την ύπαρξη, λειτουργία και την εν γένει βιωσιμότητα της επιχείρησης του χρήστη, ο οποίος έχει ως κατεξοχήν επιχειρηματικό σκοπό την προσέλκυση ή τη διατήρηση πελατείας μέσω της εμπορικής εκμετάλλευσης του μουσικού έργου και την αποκόμιση συγκεκριμένου οικονομικού οφέλους, μπορεί να γίνει λόγος για την υποχρέωση καταβολής συγγενικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, είναι τουλάχιστον αμφίβολο εάν κάτι τέτοιο συμβαίνει στις περιπτώσεις μη εμπορικής εκμετάλλευσης μουσικών έργων, κατά τις οποίες δηλαδή διαπιστώνεται ότι η παρουσίαση των φωνογραφημάτων προς τρίτους λαμβάνει χώρα χωρίς την προσδοκία προσέλκυσης πελατείας και επίτευξης οικονομικού οφέλους εκ μέρους του χρήστη-επιχειρηματία, ιδίως στις περιπτώσεις γραφείων ελευθέρων επαγγελματιών (ιατρών, δικηγορικών, μηχανικών κλπ.), κομμωτηρίων, καθαριστηρίων, βιβλιοπωλείων, μικρών καταστημάτων εστίασης και ταχυφαγείων, καταστημάτων ψιλικών, ειδών δώρων και οικιακού εξοπλισμού, καθώς και πρατηρίων πώλησης καυσίμων. 15. Κ. ΒΟΣΣΟΣ, Δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων σε υγειονομικού ενδιαφέροντος και εν γένει εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις, ΔιΜΕΕ, 2009, σ. 45-52. u Δορυφορική τηλεοπτική μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων Λήψη ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος μέσω καρτών δορυφορικού αποκωδικοποιητή Οδηγίες 98/84/ΕΚ και 2001/29/ΕΕ άρθρο 56 ΣΛΕΕ κάρτες δορυφορικού αποκωδικοποιητή οι οποίες έχουν διατεθεί νομίμως στην αγορά κράτους μέλους και χρησιμοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος απαγόρευση εμπορίας και χρήσεως αποκλειστικές άδειες εκμεταλλεύσεως για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση εντός ενός και μόνον κράτους μέλους παρουσίαση έργων στο κοινό καφέ-εστιατορίου ΔΕΕ C-403/08, Football Association Premier League (FAPL) και λοιποί, 04.10.2011 Προδικαστικά ερωτήματα Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών με αντικείμενο την εμπορία και τη χρήση στο Ην. Βασίλειο συσκευών αποκωδικοποιήσεως, οι οποίες παρέχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες δορυφορικής ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως. Συγκεκριμένα, η FAPL έχει τη διαχείριση της Premier League, της πρώτης κατηγορίας του επαγγελματικού πρωταθλήματος των αγγλικών ποδοσφαιρικών συλλόγων. Αυτό σημαίνει ότι παραχωρεί μετά από ανοικτό διαγωνισμό άδειες εκμεταλλεύσεως, κατά κανόνα εθνικής ισχύος, του δικαιώματος μεταδόσεως σε ραδιο-τηλεοπτικούς οργανισμούς. Ο οργανισμός που κατακυρώνεται αποκτά αποκλειστικό δικαίωμα εντός της περιοχής του και οφείλει να διασφαλίζει ότι το δορυφορικό τους σήμα μπορεί να ληφθεί μόνον εντός του συγκεκριμένου κράτους. Ως εκ τούτου, οι οργανισμοί υποχρεούνται να κωδικοποιούν το σήμα τους και να παρέχουν συσκευές αποκωδικοποιήσεως μόνο σε πρόσωπα τα οποία κατοικούν στην περιοχή τους. Εντούτοις, ορισμένα καφέ-εστιατόρια στο Ην. Βασίλειο χρησιμοποιούν συσκευές αποκωδικοποιήσεως αλλοδαπής προελεύσεως, προμηθευόμενα από διανομέα την κάρτα και τον αποκωδικοποιητή με δυνατότητα λήψης εικόνας από δορυφορικό κανάλι άλλου κράτους μέλους (π.χ. NOVA). Ως εκ τούτου, οι FAPL κλπ., θεωρώντας ότι οι δραστηριότητες αυτές ζημιώνουν τα συμφέροντα τους, κατέθεσαν αγωγή. Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το High Court of Justice αφορούσαν κανόνες της ΣΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τον ανταγωνισμό, καθώς και την Οδηγία 98/84/ΕΚ. Στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, αν μια τέτοια συσκευή αποκωδικοποιήσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και υπό ποιους όρους χαρακτηρίζεται ως «παράνομη συσκευή», το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά την Οδηγία, ως παράνομη συσκευή νοείται κάθε εξοπλισμός που επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία χωρίς την έγκριση του παρέχοντος την υπηρεσία. Η έννοια «παράνομη συσκευή» του άρθρου 2 της Οδηγίας δεν καλύπτει 92 ΕΕΕυρΔ 1:2012